Airtec Airconditioning Ltd ν. Αλέκας Π. Παπακόκκινου, Αρ. Αγωγής: 2507/17, 15/5/2025
print
Τίτλος:
Airtec Airconditioning Ltd ν. Αλέκας Π. Παπακόκκινου, Αρ. Αγωγής: 2507/17, 15/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2507/17

Μεταξύ:

Airtec Airconditioning Ltd

Ενάγουσας / Αιτήτριας

-και-

Αλέκας Π. Παπακόκκινου

Εναγόμενης / Καθ’ ης η Αίτηση

 

Ημερομηνία: 15 Μάϊου 2025

Εμφανίσεις

Για Ενάγουσα / Αιτήτρια: κ. Κ. Λουκά για Μοντάνιος & Μοντάνιος Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη / Καθ’ ης η Αίτηση: Αυτοπροσώπως

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(Αίτηση για συνοπτική απόφαση ημερ. 12.4.2019)

 

(α)  ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.    Με το Ειδικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα της η Ενάγουσα / Αιτήτρια («η Ενάγουσα») αξιώνει εναντίον της Εναγόμενης / Καθ’ ης η Αίτηση («η Εναγόμενη») το ποσό των €7.795 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα στη βάση των αρχών αθέμιτου πλουτισμού. Παραπονείται η Ενάγουσα ότι η Εναγόμενη εισέπραξε το αξιούμενο ποσό από την ίδια στα πλαίσια εκτέλεσης δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον της Ενάγουσας, το έτος 2009 και η οποία ακολούθως ανατράπηκε κατ’ έφεση. Το ποσό αυτό η Εναγόμενη αρνήθηκε να το επιστρέψει στην Ενάγουσα και για τον λόγο αυτόν ήγειρε την παρούσα αγωγή και, ακολούθως, καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση για συνοπτική απόφαση («η Αίτηση»).

 

2.    Από την ημερομηνία καταχώρησης της Αίτησης καταχωρούντο αλλεπάλληλες ενδιάμεσες αιτήσεις στις οποίες παραχωρείτο προτεραιότητα για σκοπούς εκδίκασής τους. Παραπομπή στο ιστορικό των σχετικών διαδικασιών είχα ευκαιρία να προβώ στα πλαίσια των ενδιάμεσων αποφάσεων του Δικαστηρίου που εκδόθηκαν στα πλαίσια της παρούσας αγωγής στις 30.1.24 και 2.7.2024, αντίστοιχα. Σήμερα η μοναδική ενδιάμεση αίτηση εκκρεμεί είναι η υπό κρίση Αίτηση.

 

(β) Η ΕΚΘΕΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ

3.    Η Ενάγουσα ισχυρίζεται στα πλαίσια της Έκθεσης Απαίτησης της ότι αποτελεί ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που συστάθηκε και λειτουργεί σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο, κεφ. 113 με έδρα τη Λευκωσία και ασχολείται, μεταξύ άλλων, με την πώληση κλιματιστικών. Στις 13.11.2009 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια της αγωγής με αριθμό 6336/2002 («η Αγωγή 2002»), εξέδωσε απόφαση εναντίον της Ενάγουσας και υπέρ της Εναγόμενης, για το ποσό των €1.571,91, πλέον νόμιμο τόκο προς 8% από 6.6.2002 μέχρι 14.10.2008 και 5,5% από 15.10.2008 μέχρι εξοφλήσεως καθώς και έξοδα εναντίον της Ενάγουσας για το ποσό των €3.086,44 με νόμιμο τόκο προς 8% από 6/.6.2002 μέχρι 14.10.2008 και 5,5% από 15.10.2008 μέχρι εξοφλήσεως («η Απόφαση 2002»). Στις 23.12.2009 η Ενάγουσα καταχώρησε ειδοποίηση έφεσης σχετικά με την Απόφαση 2002, η οποία έλαβε τον αρ. 16/2010 («η Έφεση»).

 

4.    Συνεχίζει ότι, παρά την καταχώρηση της Έφεσης, η Εναγόμενη έλαβε μέτρα εκτέλεσης της Απόφασης 2002 εξασφαλίζοντας ένταλμα ημερομηνίας 6.10.2010 με αριθμό 385610 για εκποίηση της κινητής περιουσίας της Ενάγουσας («Ένταλμα Εκποίησης»). Στις 29.10.2010, η Ενάγουσα εξασφάλισε με μονομερή αίτηση διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με το οποίο αναστελλόταν η εκτέλεση της Απόφασης 2002 και του Εντάλματος Εκποίησης μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση της Έφεσης. Το εν λόγω διάταγμα είχε εκδοθεί υπό τον όρο ότι η Ενάγουσα θα κατέθετε το ποσό των €7.572,54 στο Δικαστήριο το οποίο αντιστοιχούσε στην Απόφαση 2002, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων και των τόκων μέχρι εκείνη τη μέρα. Η Ενάγουσα συμμορφώθηκε με τον όρο αυτό και κατέθεσε το ποσό αυτό στο Δικαστήριο την ίδια μέρα, στις 29.10.2010. Στις 24.3.2011 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας παραμέρισε το πιο πάνω διάταγμα ημερομηνίας 29.10.2010 έπειτα από αίτηση της Εναγόμενης. Λόγω αυτής της εξέλιξης οι δικηγόροι της Ενάγουσας απέστειλαν επιστολή προς τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ζητώντας την επιστροφή του πιο πάνω ποσού που είχαν καταθέσει με βάση το σχετικό διάταγμα, όπως και τελικά έγινε.

 

5.    Στις 29.4.2011 η Ενάγουσα πλήρωσε στην Εναγόμενη μέσω του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων της, το ποσό των €7.795,00 το οποίο αντιστοιχούσε στην Απόφαση 2002 συμπεριλαμβανομένων των εξόδων και των τόκων μέχρι εκείνη την ημέρα, σε συμμόρφωση με το Ένταλμα Εκποίησης.

 

6.    Στις 17.7.2015 το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε την Απόφαση 2002 που εκδόθηκε και αντικατέστησε αυτήν με απόφαση για απόρριψή της, επιδικάζοντας επίσης τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση υπέρ της Ενάγουσας («η Απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου»). Ενόψει της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου, η Ενάγουσα ζήτησε από την Εναγόμενη όπως της επιστραφεί το ποσό των €7.795,00 που η ίδια είχε καταβάλει στην Εναγόμενη, χωρίς επηρεασμό των δικαιωμάτων της σε σχέση με την ανατραπείσα Απόφαση 2002. Συγκεκριμένα, στις 7.10.2016, η Ενάγουσα μέσω των δικηγόρων επέδωσε στην Εναγόμενη επιστολή ημερομηνίας 29.9.2016 με την οποία της ζητούσε να της επιστραφεί το πιο πάνω ποσό. Παρά τούτο η Εναγόμενη αρνείται να της το επιστρέψει, συνεχίζει να το διατηρεί και να το σφετερίζεται, πλουτίζοντας αδικαιολόγητα σε βάρος της Ενάγουσας. Ως εκ τούτου, αξιώνει το πιο πάνω ποσό πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.

 

(γ) Η ΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΈΝΣΤΑΣΗ

7.    Η Αίτηση στηρίζεται στην ΕΔ του κ. Θράσου Θρασυβούλου ημερ. 12.4.2019 («η ΕΔ Θρασυβούλου»). Εκεί αναφέρει ότι είναι ένας εκ των τριών διευθυντών της Ενάγουσας εταιρείας και εξουσιοδοτημένος από την Ενάγουσα να προβεί στην ΕΔ Θρασυβούλου. Συνεχίζει ότι τα όσα καταγράφει στα πλαίσια της ΕΔ Θρασυβούλου τα γνωρίζει προσωπικά και ακολούθως, κατ’ ουσίαν, επαναλαμβάνει τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της Ενάγουσας επισυνάπτοντας σχετικά έγγραφα ως τεκμήρια.

 

8.    Η Αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση της Εναγόμενης η οποία καταχωρήθηκε στις 10.10.2019 («η Ένσταση»). Η Ένσταση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση της ίδιας, της ίδιας ημερομηνίας («η ΕΔ Παπακόκκινου»). Οι λόγοι ένστασης που εκεί προβάλλει και οι θέσεις της επί της ΕΔ Παπακόκκινου δύνανται να συνοψισθούν και κατηγοριοποιηθούν ως εξής:

 

(α) Ότι η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί προδικαστικά καθώς στις 7.6.2019 το Δικαστήριο παραχώρησε άδεια στην Εναγόμενη για την καταχώρηση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης·

 

(β) Ότι η καταχώρηση της Αγωγής συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας καθώς η αξίωση της Ενάγουσας θα έπρεπε να είχε προωθηθεί στα πλαίσια της Αγωγής 2002 και όχι στα πλαίσια νέας αγωγής·

 

(γ) Ότι η Ενάγουσα δεν συνέδεσε την ίδια με την εναγόμενη στην Αγωγή 2002 και ούτε και απέδειξε την ύπαρξη της ως εταιρεία·

 

(δ) Ότι ο κ. Θρασυβούλου δεν δύναται να ορκίζεται θετικά ως προς τα όσα έχει ορκιστεί στα πλαίσια της ΕΔ Θρασυβούλου, εφ’ όσον δεν γνωρίζει τα γεγονότα και ουδέποτε είχε εμπλοκή στα γεγονότα που καταγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης, στοιχείο που άπτεται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου·

 

(ε) Ότι ο κ. Θρασυβούλου δεν νομιμοποιείται να παρουσιάζεται ως διευθυντής της Ενάγουσας χωρίς να παρουσιάζει έγγραφο του Εφόρου Εταιρειών·

 

(στ) Ότι τίθεται ζήτημα παραγραφής της αξίωσης της Ενάγουσας, στοιχείο το οποίο επιθυμεί να θέσει στα πλαίσια Υπεράσπισης και Ανταπαίτησής της·

 

(ζ) Ότι υπάρχει καλόπιστη υπεράσπιση και ανταπαίτηση καθώς στον δικαστικό φάκελο της Αγωγής 2002 περιέχονται και έξοδα αιτήσεων και διαδικασιών, όπως αιτήσεις που υπέβαλε η Ενάγουσα και οι οποίες απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο και για τις οποίες η Ενάγουσα καταδικάσθηκε στα έξοδα, τα οποία και η Εναγόμενη δικαιούται. Ορισμένες λεπτομέρειες αυτών των διαδικασιών καταγράφει στην παρ. 8 της σελ. 7 – 8 της ΕΔ Παπακόκκινου προβάλλοντας σε άλλα σημεία της ΕΔ ότι η Ενάγουσα απέκρυψε δολίως τα στοιχεία αυτά (βλ. λ.χ. σελ. 13 – 16 της ΕΔ Παπακόκκινου)·

 

(η) Ότι κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο, η Ενάγουσα παράνομα επενέβησε στην ηλεκτρική, ηλεκτρολογική και άλλη εγκατάσταση της Εναγόμενης, την κατέστρεψε και της προκάλεσε ζημιές και για το ζήτημα αυτό επιθυμεί να εγείρει ανταπαίτηση.

 

(δ)  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

9.    Κατόπιν σχετικής αίτησης από πλευράς Εναγόμενης, της δόθηκε άδεια για να αντεξετάσει τον κ. Θρασυβούλου αναφορικά, κυρίως, με τη θέση που κατέγραψε στην ΕΔ Θρασυβούλου, ότι ο ίδιος διατηρεί γνώση  των γεγονότων που συνθέτουν την απαίτηση Ενάγουσας. Κατόπιν της αντεξέτασής του, τα μέρη προσκόμισαν στο Δικαστήριο τις γραπτές τους αγορεύσεις προβάλλοντας την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία τους. Έχω κατά νουν στην πλήρη τους έκταση τα όσα εκεί καταγράφονται και ειδική αναφορά στην εκατέρωθεν επιχειρηματολογία των μερών θα προβώ στον βαθμό που τούτο κρίνεται αναγκαίο.

 

(ε) ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ

10. Προτού στραφώ στην νομική πτυχή που διέπει το υπό κρίση αίτημα της Ενάγουσας, κρίνω σκόπιμο ως ζήτημα λογικής προτεραιότητας να στραφώ στις θέσεις της Εναγόμενης ως αυτές συνοψίστηκαν στις παρ. 8(α) και (β) ανωτέρω.  

 

11. Στρεφόμενη στην εισήγηση της Εναγόμενης ότι της δόθηκε προηγούμενη άδεια για καταχώρηση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, η θέση αυτή δεν βρίσκει έρεισμα από το περιεχόμενο του φακέλου. Ούτε και στο πρακτικό ημερ. 7.6.2019 στο οποίο έχει παραπέμψει η Εναγόμενη προκύπτει ένα τέτοιο ζήτημα. Συναφώς, η σχετική της εισήγηση απομένει άνευ ερείσματος και απορρίπτεται.

12. Ούτε και η εισήγηση της Εναγόμενης για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας από την Ενάγουσα λόγω προώθησης της παρούσας αγωγής, έχει έρεισμα. Πέραν του ότι η σχετική εισήγηση δεν εξειδικεύτηκε επαρκώς, σημειώνω και τα εξής. Η αιτία αγωγής της Ενάγουσας βασίζεται στις αρχές του αθέμιτου πλουτισμού και αποκατάστασης την οποία το Δικαστήριο δύναται να διατάττει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπου το Δικαστήριο θεωρεί ότι είναι δίκαιο να διατάξει την επιστροφή χρημάτων ή άλλης περιουσίας (Minerva Finance & Investment Ltd ν. Γεωργιάδη (1998) 1 ΑΑΔ 2173, Κιτσή ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1Β ΑΑΔ και Woolwich Equitable Building Society v IRC [1991] 4 All ER 577). Το δικαίωμα ανάκτησης ποσών που καταβλήθηκαν στα πλαίσια εκτέλεσης δικαστικής απόφασης που ανατράπηκε σε δεύτερο βαθμό, αναγνωρίζεται δυνάμει του κοινοδικαίου από το 1871 ενώ μάλιστα ρητώς αναγνωρίζεται και το δικαίωμα σε επιβολή τόκου, όπως ισχύει σε σχέση με κάθε οφειλόμενο ποσό  (βλ. Alexander Rodger, Charles Carnie, and Richard James Gilman v The Comptoir D’Escompte De Paris and the Chartered Bank of India, Australia, and China (1871) VII Moore N.S. 314 και Delta Petroleum (Caribbean) Ltd ν. British Virgin Islands Electricity Corporation [2020] UKPC 23). Όπως επίσης αναφέρεται στο Σύγγραμμα Goff & Jones, «The Law of Unjust Enrichment» (10η Έκδοση) στην παρ.  26-03 με παραπομπή, μεταξύ άλλων, στην  Lee v Mallam (1910) 10 SR (NSW) 876 (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):     

 

In the absence of fraud, a transferor can generally recover his money or property only if an appeal is heard, and the original court order is reversed. The appellate court may then direct the recipient to return the money or property, or if no such order is made and the recipient declines to make restitution, a further order can be sought in new proceedings.

 

13. Σχετική είναι η πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση Μαρούλλας Α. Κώστουλλου κ.ά. ν. Παντελή Λοϊζου Αρ. Αγωγής 4979/09, 4.11.2014 και οι εκεί αναφερόμενες αυθεντίες, όπου στην ουσία αναγνωρίστηκε ένα τέτοιο αγώγιμο δικαίωμα στη βάση αντίστοιχων με την παρούσα υπόθεση γεγονότων (βλ. επίσης Παντελής Λοϊζου ν. Μαρούλλας Α. Κώστουλλου  κ.ά. Πολ. Έφ. 397/14, 13.7.2022), ECLI:CY:AD:2022:A299.

 

14. Υπό το φως όλων των πιο πάνω δεν προκύπτει ότι η καταχώρηση της αγωγής με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας από την Ενάγουσα και η σχετική εισήγηση της Εναγόμενης απορρίπτεται.

 

15. Σημειώνω εδώ ότι αποτέλεσε πρόσθετα τη θέση της Εναγόμενης ότι η προώθηση της Αίτησης αποτελεί παραβίαση των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων της, δυνάμει του Άρθρου 30 του Συντάγματος και των δικαιωμάτων της δυνάμει της ΕΣΔΑ. Ούτε και αυτή η εισήγηση της έχει έρεισμα. Ως αναφέρθηκε στην υπόθεση SIGMA RADIO T.V. PUBLIC LTD v. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (2005) 1 Α.Α.Δ. 408, η οποία υιοθετήθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου Μάρκος Φόρου ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Πολ. Εφ. 425/16, 8.2.24:

 

«Η διαδικασία για την έκδοση συνοπτικής απόφασης, η οποία προβλέπεται από τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, διασφαλίζει το δικαίωμα της δίκαιης δίκης και παρέχει επαρκή εχέγγυα στους διαδίκους για παρουσίαση της υπόθεσης τους μέσα σε καθορισμένα πλαίσια. Συναφώς παρατηρούμε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, μόνο σε υποθέσεις όπου ο εναγόμενος αποτυγχάνει να δείξει ότι έχει συζητήσιμη υπεράσπιση, εκδίδεται συνοπτική απόφαση εναντίον του.»

 

16. Συναφώς, ούτε και αυτή η εισήγηση έχει έρεισμα και απορρίπτεται.

 

 

17. Στρέφομαι στην νομική πτυχή που διέπει το αίτημα της Ενάγουσας για έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον της Εναγόμενης.

 

(στ) ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

i.        Οι ελάχιστες προϋποθέσεις για σκοπούς ενεργοποίησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου δυνάμει της Δ.18 θ.1

 

11. Από τη διατύπωση της Διαταγής 18 θεσμός 1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προκύπτει ότι, για σκοπούς ενεργοποίησης της σχετικής εξουσίας του Δικαστηρίου, θα πρέπει να πληρούνται οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

 

α.   Η καταχώρηση της Αγωγής με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα δυνάμει της Δ.2 θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας,

 

β.   ο Εναγόμενος θα πρέπει να έχει καταχωρήσει εμφάνιση στην Αγωγή,

 

γ.   Η αίτηση του Ενάγοντα για συνοπτική απόφαση θα πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του ιδίου ή από άλλο πρόσωπο που είναι σε θέση να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης (“who can swear positively to the facts”). Το κατά πόσο ένα πρόσωπο είναι σε θέση να «ορκιστεί θετικά» για τα γεγονότα κρίνεται με βάση τα γεγονότα και περιστατικά της υπό εξέταση υπόθεσης σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης ενώ πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η φύση της αξίωσης (βλ. Αθηνούλλα Γ. Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 782). Σε περιπτώσεις όπως την παρούσα που ο Αιτητής είναι νομικό πρόσωπο, μπορεί να ορκιστεί κάποιο άλλο πρόσωπο που εργοδοτείται από την εταιρεία το οποίο όμως να μπορεί να ορκιστεί θετικά για όλα τα πιο πάνω (βλ. Stavrinides ν. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130, Δημητρίου ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1997) 1Β Α.Α.Δ. 782 και Σπηταλιώτης κ.ά. ν. Liberty Life Insurance Ltd (2003) 1 ΑΑΔ 1113).

 

δ. Ο ομνύοντας θα πρέπει να επαληθεύει την αιτία αγωγής και το ποσό που αξιώνεται (εάν υπάρχει) και να δηλώνει ότι καθώς πιστεύει ο Εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή (“verifying the cause of action and the amount claimed (if any), and statng that in his belief there is no defence to the action”) (βλ. και Κτηματικές Επιχειρήσεις Χάρης Ερωτοκρίτου Λτδ ν. Κωνσταντίνου Θεοδώρου Κούλα Πολ. Εφ. Ε64/19, 16.7.2024).

 

12. Σε περίπτωση που δεν πληρούται οποιαδήποτε από τις πιο πάνω προϋποθέσεις δεν ενεργοποιείται η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης (βλ. Κτηματικές Επιχειρήσεις Χάρης Ερωτοκρίτου Λτδ (ανωτέρω), Αθηνούλλα Γ. Δημητρίου (ανωτέρω) και Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130).

 

 

 

ii.        Το βάρος του Εναγόμενου και η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου

 

13. Εφόσον πληρούνται σωρευτικά όλες οι πιο πάνω προϋποθέσεις, το βάρος μετατίθεται στον εναγόμενο για να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση επί της ουσίας της υπόθεσης (“he has a good defence to the action on the merits”) ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να είναι δυνατόν να κριθούν ως επαρκή για να του παραχωρηθεί το δικαίωμα να προβάλει υπεράσπιση στην αγωγή (“or disclose such facts as may be deemed sufficient to entitle him to defend”) (LCA Domiki Ltd v. Ice Developers Ltd Πολ. Έφ. Αρ. 473/2011, 28.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:A323, Κτηματικές Επιχειρήσεις Χάρης Ερωτοκρίτου Λτδ (ανωτέρω) και εκεί αναφερόμενες αυθεντίες και Πασιουρτίδης κ.ά. ν. Bank of Cyprus Public Company Ltd Πολ. Έφ. Ε95/21, 8.2.2024).

 

14. Το Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας δεν εξετάζει την πιθανότητα επιτυχίας της υπεράσπισης (βλ. Πασιουρτίδης (ανωτέρω)). Είναι δε νομολογημένο ότι εάν ο εναγόμενος αποδεικνύει ότι διαθέτει καλόπιστη υπεράσπιση θα πρέπει να του δοθεί άδεια να υπερασπιστεί. Θα πρέπει να παρέχεται άδεια για υπεράσπιση εκτός αν είναι καθαρό ότι δεν υπάρχει ουσιώδες ζήτημα για εκδίκαση και ότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση σε σχέση με πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία εγείρουν εύλογη αμφιβολία κατά πόσο ο Ενάγων δικαιούται σε απόφαση (βλ. Deme-Dairy Ltd a.o. v. Τραπέζης Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (2007) 1 ΑΑΔ 1347, ΧΧΧΧ Χαράκης ν. ΧΧΧΧΧ Βρυώνη Πολ. Έφ. Αρ. Ε28/2017, 24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:A461 και Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 418. Όπως αναφέρθηκε και στην πρόσφατη απόφαση του Νέου Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση MUKHTAR MOHAMED AL NWILI  ν. MAREMONTE INVESTEMENTS LTD Πολ. Έφ. Ε205/2017, 9.1.2024:

 

«Κρίνουμε σκόπιμο να επαναλάβουμε ότι η βασική αρχή που προκύπτει από τις αυθεντίες είναι ότι συνοπτική απόφαση πρέπει να δίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή. Όπου όμως δίδει στην ένορκη δήλωση του αρκετές λεπτομέρειες που να δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή εγείρει θέμα σε απάντηση της απαίτησης που θα πρέπει να εκδικάζεται, ή όπου ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση ή αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν ως αρκετά για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπισή του, τότε πρέπει να δίδεται τέτοιο δικαίωμα (CY.E.M.S. Co. v. Central Co-Operative Industries (1982) 1 A.A.Δ. 897, 902-5 και Τrans Middle East Trading v. Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239, 243-4)

 

15. Θα πρέπει όμως να δίνονται επαρκείς λεπτομέρειες προς υπεράσπιση σε λογική έκταση ώστε να μην εξασφαλίζεται άδεια υπεράσπισης με γενικούς και αόριστους όρους (Πασιουρτίδης (ανωτέρω) και Ch. Aresti Estates Ltd a.o. v. Loucas Kyprianou & Co Enterprises LtdΠολιτική Έφεση Αρ. 68/11, απόφαση ημερ. 21.10.2016). Η φράση που έχει υιοθετηθεί από την αγγλική και κυπριακή νομολογία είναι “the defendants affidavit mustcondescend upon particulars. Αυτή είναι και η έννοια της καλόπιστης υπεράσπισης.[1]

 

(ζ)  ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

i.  Προδικαστικές προϋποθέσεις

16. Στην υπό εξέταση περίπτωση η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε στις 16.6.2017 με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα δυνάμει της Δ.2 θ.6. Όπως επίσης προκύπτει από τον δικαστικό φάκελο η Εναγόμενη ακολούθως καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης.

 

17. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι κατά την εκδίκαση της Αίτησης η Εναγόμενη αμφισβήτησε την ύπαρξη της ίδιας της Ενάγουσας, ως νομικής οντότητας. Το ζήτημα αυτό αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως διαγραφής της αγωγής και όχι στοιχείο αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων (βλ. Ρέα Ανδρονίκου κ.ά. ν. Επιτροπής του Σχεδίου Ταμείου Συντάξεων (2016) 1 ΑΑΔ 600 και εκεί αναφερόμενες αυθεντίες). Σε κάθε περίπτωση, σημειώνω ότι η σχετική εισήγηση της Εναγόμενης στερείται ερείσματος. Ως προκύπτει από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου Β, αποτελέσματα ηλεκτρονικής έρευνας από το μητρώο του Έφορου Εταιρειών, η Ενάγουσα αποτελεί εγγεγραμμένη εταιρεία από τις 26.5.1989. Το δε Τεκμήριο Α δεν σχετίζεται με την Ενάγουσα καθώς, ως προκύπτει από το περιεχόμενο του, η εκεί ηλεκτρονική έρευνα στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών διεξήχθη με τη λέξη Airtech και όχι Airtec που αποτελεί μέρος του εγγεγραμμένου ονόματος της Ενάγουσας. Παρά και τη σχετική δια ζώσης επισήμανση του κ. Θρασυβούλου, ουδέν περί του αντιθέτου στοιχείο από τον Έφορο Εταιρειών επιχειρήθηκε να προσκομιστεί. Τα πιο πάνω καθιστούν την εισήγηση της Εναγόμενης περί ανυπαρξίας της Ενάγουσας, άνευ ερείσματος και ως τέτοια δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Παρεμβάλλω εδώ ότι η συζήτηση που έλαβε χώρα κατά την αντεξέταση του κ. Θρασυβούλου αναφορικά με τις προσπάθειες της Εναγόμενης για επίδοση στην Ενάγουσα μιας άλλης δικαστικής διαδικασίας στο εγγεγραμμένο γραφείο της Ενάγουσας ή αναφορικά με το κατά πόσο η Ενάγουσα ασκεί εργασίες εντός ή εκτός Κύπρου, δεν επιδρά ούτε και αλλοιώνει την ως άνω διαπίστωση μου. Τούτο διότι το ζήτημα της ύπαρξης μιας νομικής οντότητας διέπεται αποκλειστικά από τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 (βλ. άρθρο 15) και τα ζητήματα του τόπου άσκησης εργασιών της ή λειτουργίας της σε συγκεκριμένο χρόνο δεν επιδρούν στο ζήτημα της ύπαρξης της, ήτοι της εγγραφής της ως νομικό πρόσωπο. Συναφώς, τα όσα αναφέρθηκαν επί τούτου κατά την αντεξέταση του κ. Θρασυβούλου δεν δύνανται να ληφθούν και δεν λαμβάνονται υπόψιν, ως άσχετα με το ζήτημα της ύπαρξης της.

 

18. Πρόσθετα, η Εναγόμενη αμφισβήτησε και τη θέση του κ. Θρασυβούλου ότι ο ίδιος αποτελεί έναν από τους Διευθυντές της Ενάγουσας, σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε. Η θέση του κ. Θρασυβούλου ότι αποτελεί διευθυντή της Ενάγουσας επιμαρτυρείται από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου Β. Ουδέν στοιχείο υφίσταται ενώπιον μου περί του αντιθέτου και συναφώς αποδέχομαι και αυτήν τη θέση του κ. Θρασυβούλου.

 

19. Η Εναγόμενη αμφισβήτησε σθεναρώς και τη θέση του κ. Θρασυβούλου ότι ο ίδιος είναι σε θέση να ορκίζεται θετικά ως προς τα γεγονότα που συνθέτουν την απαίτηση της Ενάγουσας. Ούτε και αυτή η θέση της με βρίσκει σύμφωνη για τους λόγους που επεξηγώ αμέσως πιο κάτω.

 

20. Η Αίτηση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του κ. Θράσου Θρασυβούλου, ο οποίος, πέραν του ότι αποτελεί έναν από τους διευθυντές της Ενάγουσας ανέφερε ότι είναι εξουσιοδοτημένος από την Ενάγουσα να προβεί στην ΕΔ Θρασυβούλου, ότι για τα ζητήματα που καταγράφει στην ένορκη του δήλωση διατηρεί προσωπική γνώση ενώ για νομικά θέματα λαμβάνει συμβουλή από τους δικηγόρους της Ενάγουσας. Ο ομνύοντας πρόσθετα αναφέρθηκε στο περιεχόμενο της Απόφασης 2002, στην καταχώρηση Έφεσης από την Εναγόμενη, στο μέτρο εκτέλεσης που έλαβε η Εναγόμενη εκκρεμούσης της εκδίκασης της Έφεσης, στο διάταγμα αναστολής που είχε εκδοθεί στο μεταξύ και το οποίο στη συνέχεια παραμερίσθηκε κατόπιν αίτησης της Εναγόμενης, στο αποτέλεσμα της Έφεσης καθώς και στο γεγονός ότι εκκρεμούσης της Έφεσης και στα πλαίσια εκτέλεσης της Απόφασης 2002, η Εναγόμενη εισέπραξε το συνολικό ποσό των €7.795,00, ήτοι, το αξιούμενο ποσό. Οι αναφορές του επί των γεγονότων που συντελούν τη βάση απαίτησης της Ενάγουσας, αποτελούν στη μέγιστη τους έκταση αναπαραγωγή των όσων καταγράφονται επί των τεκμηρίων που επισυνάπτει στην ΕΔ Θρασυβούλου. Τα εν λόγω τεκμήρια, στη μέγιστη τους έκταση, αποτελούνται από δικαστικές αποφάσεις το περιεχόμενο των οποίων δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης (βλ. Τεκμήρια 1, 2 και 4). Άλλα δύο τεκμήρια αποτελούν απόδειξη εκδιδόμενη από τον Πρωτοκολλητή και σχετική επιστολή των συνηγόρων της Εναγόμενης προς τον Πρωτοκολλητή (βλ. Τεκμήριο 3), τα οποία ο ΕΔ Θρασυβούλου παρουσίασε προς υποστήριξη της θέσης του ότι η Ενάγουσα κατέβαλε στην Εναγόμενη, μέσω του Πρωτοκολλητείου, το αξιούμενο ποσό στα πλαίσια εκτέλεσης της τελευταίας της Απόφασης 2002. Παρουσιάστηκε, τέλος, επιστολή των συνηγόρων της Ενάγουσας προς την Εναγόμενη, δια της οποίας οι συνήγοροι της πρώτης αξιώνουν από την τελευταία το αξιούμενο ποσό (βλ. Τεκμήριο 5). Ο κ. Θρασυβούλου κατέθεσε κατά την αντεξέταση του ότι είναι ο ίδιος που πληροφορείτο εκ μέρους της Ενάγουσας, από τους δικηγόρους της τελευταίας, για την εξέλιξη των ως άνω δικαστικών διαδικασιών. Ειδικότερα, αναφέρθηκε σε πληροφόρηση του από τους συνηγόρους της Ενάγουσας μέσω τηλεομοιότυπου. Προς επίρρωση της εν λόγω θέσης του, κατέθεσε ότι είναι ο ίδιος που υπογράφει τις οικονομικές καταστάσεις της Ενάγουσας, που ενεργεί ως εκπρόσωπος όλων των μετόχων, που διοικεί και διοικούσε την Ενάγουσα, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι τίποτε δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τη δική του συγκατάθεση. Παρέμεινε πλήρως σταθερός κατά αντεξέτασή του στις πιο πάνω θέσεις του και τις αποδέχομαι.

 

21. Των πιο πάνω δοθέντων αλλά και με δεδομένο το γεγονός ότι τα γεγονότα που στηρίζουν την αξίωση της Ενάγουσας ερείδονται επί δικαστικών διαδικασιών με τα σχετικά έγγραφα να έχουν κατατεθεί αυτούσια ως τεκμήρια, απολύτως εύλογη και πειστική κρίνεται η θέση του ότι ο ίδιος αντλεί πληροφόρηση ως προς τα γεγονότα από τους δικηγόρους της Ενάγουσας και ότι, κατ’ επέκταση, διατηρεί προσωπική και θετική γνώση των γεγονότων που συνθέτουν την απαίτηση της Ενάγουσας, θέσεις τις οποίες αποδέχομαι (βλ. Γλαύκος Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1 ΑΑΔ 1757, Αθηνούλλας Γ. Δημητρίου (ανωτέρω) και Κτηματικές Επιχειρήσεις Χάρης Ερωτοκρίτου Λτδ (ανωτέρω)). Προσθέτω ακόμη, ότι η φύση της αξίωσης της Ενάγουσας είναι τέτοια που τυχόν υιοθέτηση της προσέγγισης της Εναγόμενης δια το ότι θα έπρεπε να είχε ορκιστεί ο δικηγόρος ή οι δικηγόροι που εμφανίζονταν στις δικαστικές αίθουσες και εκάστοτε διαδικασίες, θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα και πρακτικές δυσκολίες (Marketrends Financial Services Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2006) 1 ΑΑΔ 223) εφ’ όσον, στα πλαίσια αντίστοιχων  αξιώσεων, ο ίδιος ο εμπλεκόμενος διάδικος δεν θα μπορούσε να ορκιστεί στα πλαίσια αιτήματος για συνοπτική απόφαση. Σύμφωνα με την απόφαση Αθηνούλλας Γ. Δημητρίου (ανωτέρω) «το ζήτημα του κατά πόσο ένα πρόσωπο είναι σε θέση να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα, εντός της έννοιας της Δ.18 θ.1 πρέπει να κρίνεται με βάση τα γεγονότα και περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης. Πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η φύση της αξίωσης.» Για τον σκοπό αυτό, πέραν των πιο πάνω, δεν μπορεί ούτε και να αγνοηθεί ότι η ίδια η Εναγόμενη δεν αμφισβήτησε το γεγονός λήψης του αξιούμενου ποσού από την Ενάγουσα στα πλαίσια εκτέλεσης της ανατραπείσας Απόφασης 2002, το γεγονός μη επιστροφής του αλλά ούτε και την έκδοση και το περιεχόμενο  των δικαστικών αποφάσεων που επικαλέστηκε η Ενάγουσα. Υπό το φως λοιπόν όλων των ως άνω περιστάσεων, ορθά ορκίστηκε ο Διευθυντής της Ενάγουσας, η οποία ήταν και το διάδικο μέρος στις σχετικές δικαστικές διαδικασίες. Συνεπώς η σχετική εισήγηση της Εναγόμενης απορρίπτεται.

 

22. Παρεμβάλλω εδώ ότι στα πλαίσια της γραπτής της αγόρευσης, η Εναγόμενη αναφέρεται σε ένορκη δήλωση της κας Ξένιας Αντωνιάδου η οποία όμως δεν καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της Αίτησης. Συναφώς, οι αναφορές της Εναγόμενης ότι το πιο πάνω πρόσωπο δεν μπορεί να ορκίζεται θετικά δεν δύνανται να αξιολογηθούν περαιτέρω.

 

23. Εν συνεχεία των πιο πάνω, σημειώνω ότι στην παρ. 16 και 20 της ΕΔ Θρασυβούλου, ο κ. Θρασυβούλου αφού καταγράφει το ιστορικό της Αγωγής 2002 και το γεγονός της ανατροπής της εκεί τελικής απόφασης από το Εφετείο, αναφέρει ότι η Εναγόμενη συνεχίζει να διατηρεί στην κατοχή της και να σφετερίζεται το ποσό των €7.795,00 ως αποτέλεσμα τον εις βάρος της Ενάγουσας αδικαιολόγητο πλουτισμό της. Στην παρ. 21 επαναλαμβάνει το ποσό που αξιώνεται ενώ, παράλληλα, στην παρ. 20 επαληθεύει την αιτία αγωγής και στην παρ. 21 δηλώνει ρητά την πεποίθηση του ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση στην Αγωγή.

 

24. Υπό το φως όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Στρέφομαι στο κατά πόσο αποκαλύπτεται καλή βάση υπεράσπισης και ανταπαίτησης, έχοντας κατά νουν τις αρχές που καταγράφηκαν στις παρ. 13 - 15 πιο πάνω.

 

ii.            Καλόπιστη υπεράσπιση και/ή ανταπαίτηση;

 

25. Η Εναγόμενη, ως προτειθέμενη βάση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, προβάλλει τη θέση ότι στα πλαίσια της Αγωγής 2002, εκδόθηκαν υπέρ της διάφορες ενδιάμεσες διαταγές εξόδων στα οποία και δικαιούται. Η πιο πάνω εισήγησή της αγνοεί το λεκτικό της διαταγής εξόδων του Ανώτατου Δικαστηρίου το οποίο στην Απόφαση του αναφέρει ότι «(τ)α έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση ως προς την αγωγή, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων.» Δεν υπάρχουν ενώπιον μου στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι όποιες ενδιάμεσες διαταγές εξόδων υπέρ της Εναγόμενης εξαιρούντο από την πιο πάνω τελική διαταγή εξόδων του Ανώτατου Δικαστηρίου ή ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να αποδώσει οιαδήποτε ερμηνεία στη διαταγή του Ανώτατου Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, διαφορετική από εκείνην που εκεί καταγράφεται. Ούτε και επεξήγησε η Εναγόμενη επί ποιας βάσης διατηρεί την πεποίθηση ότι η διαταγή εξόδων του Ανώτατου Δικαστηρίου στα πλαίσια της ως άνω έφεσης, δεν επηρεάζει, ως επιχειρηματολόγησε, τα όσα πρωτοδίκως της είχαν επιδικασθεί στα πλαίσια ενδιάμεσων διαδικασιών, ως και πάλιν η ίδια ισχυρίστηκε. Στην Πασιουρτίδης (ανωτέρω) όπου και λέχθηκαν τα εξής (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Τονίζεται στο σημείο αυτό ότι έχει καθιερωθεί νομολογιακά πως δεν είναι αρκετό για τον εναγόμενο να παραθέτει μια νομική ένσταση, αλλά θα πρέπει να δίδει επαρκή γεγονότα και λεπτομέρειες που να δείχνουν ότι έχει καλόπιστη υπεράσπιση (βλ. μεταξύ άλλων, J. & MLoizides Agencies κ.α. ν Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 1280).

Όπως λέχθηκε στην N.VCaterchef Ltd v P.C.PElectronics Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1912:

 

‘Είναι αρκετό για εναγόμενο, για την εξασφάλιση του δικαιώματος υπεράσπισης χωρίς όρους, να δείξει πως υπάρχει δικάσιμο θέμα ανεξάρτητα αν το δικαστήριο πιστεύει πως τελικά η προβαλλόμενη υπεράσπιση μπορεί να μην επιτύχει. Όμως, το κριτήριο δεν ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση. Διαφορετικά θα ήταν εύκολο σε κάθε σχεδόν περίπτωση να εξασφαλίζεται άδεια με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς. Με αποτέλεσμα την αχρήστευση του μέτρου.

 

Τη θέση μας ενισχύει το παρακάτω απόσπασμα από την Annual Practice (1959) σελ. 250, που αποτελεί το απαύγασμα της αγγλικής νομολογίας με την οποία είναι εναρμονισμένη η κυπριακή:

 

The defendant's affidavit must condescend upon particularsIt is not enough merely to deny the debt, or allege fraud, or state a legal objection.  Sufficient facts and particulars must be given to show that there is a bona fide defence (Wallingford v. Mutual Soc., 5 App Cas. 685, see judgment of Lord Blackburn at p. 704; Harrison v. Bottenheim, 26 W.R. 362; Ray v. Barker, 4 Ex. D. 283; Shurmer v. Young, 5 T.L.R. 155, and cases cited r. 6(n.)».

 

 

26. Κρίνω επίσης σκόπιμο στο σημείο αυτό να παραπέμψω στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Παντελής Λοϊζου ν. Μαρούλλας Α. Κώστουλλου κ.ά. Πολ. Έφ. 397/14, 13.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:A299, όπου εκεί στη βάση παρόμοιων περιστατικών αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Επομένως το Εφετείο όχι μόνο δεν απάλλαξε τον εφεσείοντα από την πληρωμή των εξόδων, τα οποία εισέπραξε από τις εφεσίβλητες, ως εισηγείται, αλλά τουναντίον παραμέρισε τη διαταγή με την οποίαν οι εφεσίβλητες είχαν υποχρέωση να καταβάλουν και κατέβαλαν τα έξοδα προς αυτόν.  Η καταβολή εκ μέρους του το ½ των εξόδων στα οποία καταδικάστηκε με την απόφαση του Εφετείου, αφορά το αποτέλεσμα της αποτυχίας του στην έφεση, και είναι διαφορετικό πσοό από εκείνο το οποίο οι εφεσίβλητες, αχρεωστήτως, κατέβαλαν.

 

Ορθή είναι επί τούτου η παρατήρηση και αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου με παραπομπή στο σύγγραμμα των Goff & Jones ‘The Law of Restitution’ 7η έκδοση ‘ότι το Κεφ. 16 πραγματεύεται το θέμα της ανάκτησης οφελών που αποδόθηκαν διά αποφάσεων ή διαταγμάτων τα οποία στη συνέχεια ανατράπηκαν ή παραμερίσθηκαν(recovery of benefits conferred under judgments or orders subsequently reversed or set aside). Ειδικότερα, αναφέρεται στη σελίδα 443, παράγραφο 16-001 ότι στις περιπτώσεις όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο διατάσσει έναν διάδικο να καταβάλει ένα χρηματικό ποσό στον αντίδικο, και αυτός συμμορφώνεται πριν την έφεση, και η εν λόγω απόφαση ή διαταγή ανατρέπεται ή παραμερίζεται (reversed or set aside) από το Εφετείο, το Εφετείο θα δώσει οδηγίες στον εφεσίβλητο να αποκαταστήσει στον εφεσείοντα τα χρήματα που κατέβαλε βάσει της πρωτόδικης απόφασης που τώρα έχει ανατραπεί ή παραμερισθεί. Επεξηγείται, περαιτέρω, ότι ο εφεσίβλητος έχει εμπλουτισθεί εις βάρος του εφεσείοντα και ως εκ τούτου αυτός ο πλουτισμός είναι άδικος, εφόσον έγινε προς συμμόρφωση με δικαστική διαταγή, και ο εφεσείων έχει δικαίωμα αποκατάστασης:

 

‘The respondent has been enriched at the appellant's expense...the enrichment is an unjust enrichment since the appellant's ‘acts were done in the execution of justicewhich are compulsive''.

 

Indeed, the appellant may recover even though he satisfied the judgment voluntarily, without waiting for execution. It is then settled that a successful appellant can compel the respondent to restore all benefits gained through the judgment which had been reversed. The appellant has a right of ‘restitution’ of money paid by him... under a judgment now reversed.’    

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, ο εφεσείων έχει μεν συμμορφωθεί με το δεύτερο σκέλος της διαταγής του Εφετείου ως προς τα έξοδα, καταβάλλοντας το ήμισυ των εξόδων των εκεί εφεσειουσών/ εφεσιβλήτων, όμως έχει κατακρατήσει το ποσό που του είχε καταβληθεί βάσει της πρωτόδικης διαταγής για έξοδα, η οποία παραμερίστηκε από το Εφετείο.»

 

27. Σημειώνω ακόμη ότι η ως άνω απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου απαντά και στη θέση της Εναγόμενης ότι η ίδια δεν έχει διαταχθεί από το Εφετείο να επιστρέψει το ποσό που έλαβε στα πλαίσια εκτέλεσης της ανατραπείσας Απόφασης 2002, επιχείρημα που και εκεί είχε εγερθεί. Σχετικό είναι και το απόσπασμα από το Σύγγραμμα Goff & Jones, «The Law of Unjust Enrichment» (10η Έκδοση) που παρατέθηκε στην παρ. 12 πιο πάνω. Προσθέτω ακόμη εδώ ότι η Εναγόμενη ουδόλως απασχολείται με το γεγονός ότι μέρος της Απόφασης 2002 αποτελεί και το ίδιο το ποσό της αποζημίωσης, στην ολότητα του, το οποίο η Ενάγουσα διατάχθηκε να καταβάλει στην Εναγόμενη, όπως και έπραξε, το οποίο, ουδόλως αφορά τα θέματα των εξόδων που ήγειρε η Εναγόμενη στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Ούτε και προέβαλε τη θέση ότι η Εναγόμενη επέστρεψε, έστω, το ποσό αυτό ή μέρος αυτού, στην Ενάγουσα.

 

28. Ακόμη όμως και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι, παρά τα πιο πάνω, υπάρχει οποιοδήποτε δικαίωμα είσπραξης εξόδων από την Εναγόμενη έναντι της Ενάγουσας ως έξοδα που επιδικάστηκαν υπέρ της πρώτης και έναντι της τελευταίας στα πλαίσια της Αγωγής 2002, δεν προκύπτει ότι έχει διαταχθεί οιοσδήποτε συμψηφισμός δυνάμει της Διαταγής 59 θεσμός 13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ώστε να δύνανται υπό οιεσδήποτε περιστάσεις να «αφαιρεθούν» από την απαίτηση της Ενάγουσας, με δεδομένο και το γεγονός ότι το δικαίωμα σε συμψηφισμό δεν αποτελεί άλλως πως στοιχείο του κυπριακού δικαίου (βλ. Heatron Co Ltd v. Πολυκάρπου Νικολάου (1991) 1 ΑΑΔ 577). Δια το κατά πόσο μια τέτοια αξίωση θα μπορούσε να είχε αποτελέσει βάση Ανταπαίτησης ούτε και τούτο είναι ορθό εφ’ όσον η εκτέλεση διαταγών εξόδων αποτελεί ζήτημα μέτρων εκτέλεσης όπως κάθε άλλης δικαστικής απόφασης και όχι βάση για υποβολή νέας απαίτησης (ανταπαίτησης).

 

29. Συνεπώς, όπως και εάν ήθελαν να ιδωθούν οι θέσεις της Εναγόμενης, ουδεμία καλόπιστη Υπεράσπιση ή Ανταπαίτηση δύναται ευλόγως να συναχθεί στην πιο πάνω βάση.

 

30. Εισηγείται πρόσθετα η Εναγόμενη ότι δικαιούται στα έξοδα της Ανταπαίτησης που απορρίφθηκε στα πλαίσια της Αγωγής 2002. Και πάλιν η σχετική της θέση ουδέν έρεισμα βρίσκει στα ενώπιον μου στοιχεία εφ’ όσον το σκέλος που αφορά την ανταπαίτηση απορρίφθηκε πρωτόδικα χωρίς διαταγή ως προς τα έξοδα, απόφαση η οποία επικυρώθηκε από το Εφετείο αναφέροντας ότι «(τ)ο υπόλοιπο μέρος της απόφασης ως προς την ανταπαίτηση, παραμένει.» Και πάλιν όμως η σχετική εισήγηση της Εναγόμενης χαρακτηρίζεται από γενικότητα και των πιο πάνω δοθέντων ούτε και αυτή δύναται να γίνει αποδεκτή.

 

31. Στρέφομαι στο ζήτημα παραγραφής που εγείρει η Εναγόμενη μέσω της ένστασης της. Προβάλλει ότι η πληρωμή του αξιούμενου ποσού προς στην ίδια έγινε στις 29.4.2011 και το ποσό αυτό διεκδικήθηκε στα πλαίσια της αγωγής που καταχωρήθηκε έξι χρόνια και δύο μήνες κατόπιν. Παραπέμπει δε στο Κεφ. 15 και στο Νόμο Ν. 60(1)/2007 προβάλλοντας ότι τα αξιούμενα ποσά θα έπρεπε να είχαν διεκδικηθεί εντός δύο ή τριών ετών από την καταβολή τους στην ίδια, πράγμα που δεν έγινε. Πρόθεση της είναι να εγείρει ζήτημα παραγραφής στα πλαίσια της προτειθέμενης υπεράσπισής της. Ούτε και αυτή της η εισήγηση έχει έρεισμα με δεδομένο το γεγονός ότι η βάση αγωγής της Ενάγουσας συμπληρώθηκε στις 17.7.2015, κατά την ημερομηνία έκδοσης της Απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου η οποία είναι η ημερομηνία ανατροπής της Απόφασης 2022, με την ίδια την παρούσα αγωγή της να έχει καταχωρηθεί σε μικρότερη περίοδο από αυτήν που η ίδια διατείνεται ότι εφαρμόζεται για σκοπούς παραγραφής της αξίωσης της Ενάγουσας. Συνεπώς, και αυτή της η εισήγηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και απορρίπτεται.

 

32. Διατείνεται η Εναγόμενη επίσης ότι η Ενάγουσα παράνομα επενέβησε στην ηλεκτρική, ηλεκτρολογική και άλλη εγκατάσταση της ιδίας και κατέστρεψε και της προκάλεσε ζημιές και για το ζήτημα αυτό επιθυμεί να εγείρει ανταπαίτηση. Πρόκειται σαφώς για παντελώς διαφορετική και ανεξάρτητη, ως εκ της φύσης της αλλά και του περιεχομένου της, αξίωση, η οποία δεν έχει διασυνδεθεί επαρκώς με τα γεγονότα που συντελούν την βάση αγωγής της Ενάγουσας αλλά ούτε και με την προβολή της οιασδήποτε καλόπιστης υπεράσπισης της Εναγόμενης (βλ. Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1Α Α.Α.Δ 22).

 

33. Των πιο πάνω δοθέντων, η Εναγόμενη δεν απέσεισε το βάρος που είχε για να παρουσιάσει την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή ανταπαίτησης (βλ. παρ. 13 μέχρι 15 πιο πάνω και Πασιουρτίδης (ανωτέρω)) και ουδείς λόγος ένστασης της δύναται να επιτύχει. Παραπέμπω στο σημείο αυτό στην απόφαση Χριστάκης Αυγουστή ν Γεώργιου Πίριλλου (1997) 1 Α.Α.Δ. 5 η οποία υιοθετήθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Πασιουρτίδης (ανωτέρω):

 

 «Όταν τα νομικά και πραγματικά ζητήματα, λόγω της φύσεως τους είναι απλά και καθίσταται δυνατό στο Δικαστήριο να μορφώσει άποψη χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση στο στάδιο της δίκης, τότε πρέπει να εκδίδεται συνοπτική απόφαση υπέρ του ενάγοντα. Η αρχή αυτή έχει τεθεί στη Nichimen Corporation v. Gatoil Overseas Inc. (C.L.A) [1987] 2 Lloyds Rep. 46».

 

34. Συνακόλουθα κρίνω ότι η Ενάγουσα δικαιούται σε απόφαση εναντίον της Εναγόμενης, ως η απαίτηση της.

 

(η)  ΚΑΤΑΛΗΞΗ

35. Υπό το φως όλων των πιο πάνω εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των €7.795,00 πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής πλέον δικηγορικά έξοδα όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τα έξοδα της Αίτησης, ενόψει της επιτυχίας της, επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.)...………….………………..

Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 



[1] Βλ. Vidisava Subotic v. Δήμου Στυλιανίδη (1998) 1 ΑΑΑ 22 και N. V. Caterchef Ltd v. P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 1912: «Είναι αρκετό για εναγόμενο, για την εξασφάλιση του δικαιώματος υπεράσπισης χωρίς όρους, να δείξει πως υπάρχει δικάσιμο θέμα ανεξάρτητα αν το δικαστήριο πιστεύει πως τελικά η προβαλλόμενη υπεράσπιση μπορεί να μην επιτύχει. Όμως, το κριτήριο δεν ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση. Διαφορετικά θα ήταν εύκολο σε κάθε σχεδόν περίπτωση να εξασφαλίζεται άδεια με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς. Με αποτέλεσμα την αχρήστευση του μέτρου. Τη θέση μας ενισχύει το παρακάτω απόσπασμα από την Annual Practice (1959) σελ. 250, που αποτελεί το απαύγασμα της αγγλικής νομολογίας με την οποία είναι εναρμονισμένη η κυπριακή: ‘The defendant's affidavit must "condescend upon particulars". It is not enough merely to deny the debt, or allege fraud, or state a legal objection. Sufficient facts and particulars must be given to show that there is a bona fide defence (Wallingford v. Mutual Soc., 5 App Cas. 685, see judgment of Lord Blackburn at p. 704; Harrison v. Bottenheim, 26 W.R. 362; Ray v. Barker, 4 Ex. D. 283; Shurmer v. Young, 5 T.L.R. 155, and cases cited r. 6(n.).’»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο