
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 1143 / 2018
Μεταξύ:
ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Ενάγοντα
-και-
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εναγόμενος
Ημερομηνία: 27 Μάϊου 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα: κα Α. Ξυψιτή
Για Εναγόμενο: κα Π. Χαραλάμπους
ΑΠΟΦΑΣΗ
(α) Εισαγωγή
1. Με την παρούσα αγωγή του ο Ενάγων αξιώνει εναντίον του Εναγόμενου γενικές, ειδικές, τιμωρητικές, επαυξημένες και παραδειγματικές αποζημιώσεις λόγω της ποινικής δίωξης και κράτησής του στις φυλακές, για περίοδο 11 μηνών, εκκρεμούσης της εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης στην οποία ήταν κατηγορούμενος και αθωώθηκε πρωτοδίκως. Ο Εναγόμενος διαφωνεί με τη θέση του Ενάγοντα ότι δικαιούται σε αποζημιώσεις εφ’ όσον δεν στοιχειοθετείται, κατά τη θέση του, οποιαδήποτε αδικοπραξία εκ μέρους της Δημοκρατίας, στο πιο πάνω πλαίσιο.
(β) Διαδικασία και κοινώς αποδεκτά γεγονότα
2. Η παρούσα απαίτηση εκδικάστηκε στην βάση παραδεκτών γεγονότων και ενός εγγράφου (αντίγραφο δικαστικής απόφασης) τα οποία κατατέθηκαν στη διαδικασία ως Έγγραφο Α και Τεκμήριο 1, αντίστοιχα. Στη βάση των πιο πάνω αλλά και της δικογραφίας, ως κοινώς αποδεκτά ενώπιον μου γεγονότα προκύπτουν τα εξής:
(α) Ότι ο Ενάγων είναι Κύπριος υπήκοος∙
(β) Ότι ο Ενάγων συνελήφθη στις 27.5.2014 κατόπιν εκτέλεσης σχετικού εντάλματος σύλληψης για τα αδικήματα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β99,93 κιλών μεθεδρόνης κατά παράβαση του άρθρου 41(4)(α) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, ως επίσης και της κατηγορίας της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, με σκοπό την προμήθεια και την απόπειρα παράνομης εξαγωγής της ίδιας ποσότητας του εν λόγω ελεγχόμενου φαρμάκου. Συνολικά, αντιμετώπιζε πέντε κατηγορίες∙
(γ) Ότι για τα πιο πάνω αδικήματα, ο Ενάγων κρατήθηκε με διάταγμα προσωποκράτησης, αρχικά για οκτώ ημέρες. Ακολούθως, παραπέμφθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, ως κατηγορούμενος 2, στην ποινική υπόθεση με αρ. 8694/2014 («η Ποινική Υπόθεση»)∙
(δ) Ότι από τις 5.6.2014 μέχρι τις 5.5.2015, ο Ενάγων παρέμεινε υπό κράτηση στο Τμήμα Φυλακών σύμφωνα με διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στα πλαίσια της Ποινικής Υπόθεσης. Στις 5.5.2015, ο Ενάγων δυνάμει της σχετικής τελικής απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από όλες τις κατηγορίες («η Απόφαση»). Αντίγραφο της Απόφασης αποτελείται από το Τεκμήριο 1.
3. Συνεπώς, προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.
(γ) Αιτίες αγωγής
4. Ο Ενάγων στο εκτενές του δικόγραφο προβάλλει σωρεία ισχυριζόμενων ενεργειών και παραλείψεων από πλευράς της Δημοκρατίας στα πλαίσια της σύλληψης και κράτησης του αλλά και της ποινικής του δίωξης, αποδίδοντας στην τελευταία το αστικό αδίκημα της κακόβουλής δίωξης. Προβάλλει πρόσθετα ο Ενάγων ως αιτία αγωγής την παραβίαση συνταγματικών του δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων του που κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ») (βλ. Τάκης Γιάλλουρος ν. Ευγένιου Νικολάου (2001) 1 ΑΑΔ 558, ΔΗΜΗΤΡΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ κ.ά. ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Πολ. Έφ. 55/2016, 27.1.2025, Ηλίας Κονναρής ν. Κυπριακή Δημοκρατία Πολ. Έφ. 201/18, 29.4.2024). Ειδικότερα, στο δικόγραφο του Ενάγοντα αλλά και στις αγορεύσεις της συνηγόρου του, αναφορά γίνεται σε παραβίαση των απορρεόντων εκ των Άρθρων 8, 9, 11 και 28 του Συντάγματος δικαιωμάτων του και παραβίαση των δικαιωμάτων του δυνάμει των Άρθρων 1, 2, 3 και 5 της ΕΣΔΑ.
(δ) Βάσεις αγωγής και μαρτυρία
5. Από την Έκθεση Απαίτησης προκύπτει ότι οι βάσεις των αιτιών αγωγής που επικαλείται, αποτελούνται από ισχυριζόμενες ενέργειες και παραλείψεις της Δημοκρατίας, οι οποίες δύνανται να συνοψιστούν και κατηγοριοποιηθούν ως εξής:
(α) Το γεγονός της σύλληψης του, το οποίο έγινε στα πλαίσια εκτέλεσης σχετικού εντάλματος σύλληψης χωρίς όμως εύλογη αιτία, κατά τη θέση του. Αντίστοιχες αναφορές γίνονται και στο γεγονός της ποινικής του δίωξης∙[1]
(β) Τη θέση του ότι κατά τη διάρκεια των μεταφορών του από τις Κεντρικές Φυλακές προς το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας και αντίστροφα, υποβαλλόταν σε εξευτελιστική σωματική έρευνα σε απόκρυφα μέρη του σώματος του∙
(γ) Τις ισχυριζόμενες συνθήκες κράτησης του, προβάλλοντας, κατ’ ουσίαν, ότι κρατείτο σε πτέρυγα που κρατούντο υπόδικοι για διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων, τυγχάνοντας και αντίστοιχης μεταχείρισης, στοιχεία τα οποία επιβάρυναν την ψυχική του υγεία και ενέτειναν τις δυσμενείς επιπτώσεις που είχε η κράτησή του στην αξιοπρέπεια και υπόληψη του.[2]
(δ) Τον αντίκτυπο που είχε η ποινική δίωξη του στον ίδιο και στα μέλη της οικογενείας του εκκρεμούσης της εκδίκασης της Ποινικής Υπόθεσης. Ο αντίκτυπος αυτός περιελάβανε δυσμενείς επιπτώσεις στην ψυχική του υγεία, στην επαγγελματική του σταδιοδρομία και στην επιχειρηματική του δραστηριότητα.[3] Πρόσθετα, οδήγησε σε απώλεια των εισοδημάτων του[4] και στην ανεπανόρθωτη προσβολή της προσωπικότητας και αξιοπρέπειας του τόσο σε κοινωνικό, όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Στο πιο πάνω πλαίσιο, από τις σχετικές λεπτομέρειες του δικογράφου του, προκύπτει ότι η αναφορά του σε δίωξη περιλαμβάνει και το στοιχείο της κράτησής του, αυτό καθ’ εαυτό.[5]
6. Με το δικό του δικόγραφο ο Εναγόμενος αρνείται το σύνολο των πιο πάνω προβάλλοντας τη δική του εκδοχή, ειδική αναφορά στην οποία θα προβώ στα πλαίσια αξιολόγησης των επί μέρους θέσεων του Ενάγοντα, στις οποίες στρέφομαι αμέσως πιο κάτω.
i. Οι ισχυριζόμενες περιστάσεις σύλληψης και ποινικής δίωξης του Ενάγοντα (παρ. 5(α)) πιο πάνω)
7. Αναφέρει ο Ενάγων στην Έκθεση Απαίτησης του ότι:
«13. Ο Ενάγων ενώ στις 27.05.2014 βρισκόταν στην οικία του στην οδό […] δέχθηκε επίσκεψη από αστυνομικούς της Επαρχίας Λάρνακος, της ΥΚΑΝ και του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων προς τον σκοπό της εκτέλεσης εντάλματος σύλληψης και/ή έρευνας της οικίας και του οχήματος του. Η εν λόγω οικία ευρίσκεται σε πυκνοκατοικημένη περιοχή της κοινότητας […] όπου ο ενάγων ζει με την τετραμελή του οικογένεια χωρίς να λάβουν μέτρα προφύλαξης και να αποκρύψουν την ταυτότητα τους ώστε να μην γίνουν αντιληπτοί από τους περίοικους προχώρησαν με την συγκατάθεση του ενάγοντα σε έρευνα τόσο στην οικία του όσο και στο αυτοκίνητο του που ήταν σταθμευμένο στο κάτω μέρος της οικίας του ενώ ο ενάγων τελούσε ήδη υπό κράτηση μετά την εκτέλεση εντάλματος σύλληψης και την έρευνα που διεξήγαν οι αστυνομικοί χωρίς να παραλάβουν οτιδήποτε μετέφεραν τον ενάγοντα στην Λάρνακα όπου και παρέμεινε υπό κράτηση στον Αστυνομικό σταθμό Ορόκλινης , αστυνομικοί της ΥΚΑΝ τον μετέφεραν στα γραφεία της ΥΚΑΝ για σκοπούς ανάκρισης και/ή λήψης κατάθεσης από αυτόν.
14. Η όλη υπόθεση βασίστηκε σε μαρτυρία η οποία δεν παρουσιάσιηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που εκδίκασε την πιο πάνω ποινική υπόθεση και την οποίαν η αστυνομία έλαβε ως πληροφορία παρά άγνωστου προσώπου ότι πιθανόν σε συγκεκριμένο φορτίο το οποίο θα μεταφερόταν από την Ινδία στην Κύπρο πιθανόν να υπήρχαν ναρκωτικά. Το φορτίο θα μεταφερόταν στην Κύπρο με πτήση της Emirates Airlines με αριθμό air waybill […] και παραλήπτη την […]. Διεξήχθη έρευνα στην οικία του ενάγοντα και μετά το τέλος της έρευνας που διεξήχθη στην οικία του ενάγοντα χωρίς να του υποδειχθεί οιονδήποτε ένταλμα από την αστυνομία αυτός χωρίς να έχει άλλη επιλογή τοποθετήθηκε σε αστυνομικό όχημα και μεταφέρθηκε στην Αστυνομική Σταθμό Ορόκλινης στη Λάρνακα. Τέθηκε δε υπό κράτηση στα αστυνομικά κρατητήρια του αστυνομικού Σταθμού Λάρνακος και στις 28.05.2014 παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος το οποίο εξέδωσε διάταγμα κράτησης του για περίοδο αρχικά 8 ημερών. Η αστυνομία στηρίχτηκε σε μαρτυρία την οποίαν έδωσε ο πρώην συγκατηγορούμενος του υπ’ αριθμό 1 στην δίκη ενώπιον του κακουργιοδικείου Λάρνακας.
15. Η αστυνομία όφειλε να είναι πολύ πιο προσεκτική προτού βασιστεί σε τέτοια μαρτυρία και να σταθμίσει κάθε μαρτυρία την οποίαν αυτή έλαβε και ειδικά από τον ενάγοντα ο οποίος έδωσε την δική του εκδοχή τόσο προφορικά όσα και γραπτώς από το αρχικό στάδιο που ήταν αυτή της συμφωνίας με τον κατηγορούμενο αρ. 1 στην ποινική υπόθεση ότι, για να αντιμετωπίσουν οικονομικά προβλήματα που είχαν, θα έφερναν από ο εξωτερικό διάφορα αντικείμενα των οποίων η εισαγωγή, κατοχή και εμπορία δεν απαγορεύεται εκδοχή την οποία η αστυνομία απέρριψε ενώ αποδέχθηκε το Δικαστήριο απαλλάσσοντας τον ενάγοντα από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε κρίνοντας ότι δεν είχε γνώση για το περιεχόμενο του φορτίου που έφθασε στην Κύπρο, και /ή πως υπήρχε από μέρους του έλλειψη αξιόποινης γνώσης και /ή συμπεριφοράς σε οποιοδήποτε επίπεδο, εύλογη η οποία εξόφθαλμα ήταν αναξιόπιστη και δεν θα μπορούσε να βασιστεί σε αυτήν για να προχωρήσει σε έρευνα στην οικία του και να συλλάβει τον ενάγοντα.
16. Η μαρτυρία του εν λόγω προσώπου και/ή των εν λόγω προσώπων ενώπιον του Δικαστηρίου κατέρρευσε ως χάρτινος πύργος αντιμετωπισθείσα από το Δικαστήριο ως αναξιόπιστη , ενώ τα εν λόγω πρόσωπα κατέθεσαν ενώπιον του δικαστηρίου ότι αυτά που αναφέρονται στην κατάθεση και/ή στις καταθέσεις τους στις οποίες δηλώνεται ότι εμπλέκεται ο ενάγων δεν είναι η αλήθεια και ότι υποκινήθηκαν από την αστυνομία για να τις δώσουν με αντάλλαγμα την υποβοήθηση τους σε άλλες υποθέσεις που αντιμετώπιζαν. Η ποινική υπόθεση που ασκήθηκε εναντίον Ενάγοντα είναι η υπ’ αριθμό 8694/2014 του Κακουργιοδικείου Λάρνακος και ο εναγόμενος θα κάμει αναφορά κατά την Ακροαματική διαδικασία.
17. Η αστυνομία γνώριζε και/ή όφειλε να γνώριζε ότι η δίωξη που άσκησαν εναντίον του ενάγοντα ήταν ψευδής και κακόβουλη και όφειλαν να μην είχαν προχωρήσει σε έρευνα, να μην μεταφέρουν τον ενάγοντα στον αστυνομικό Σταθμό Ορόκλινης στη Λάρνακα και να μην προχωρήσουν στην άσκηση ποινικής δίωξης εις βάρος του στηριζόμενοι στην πιο πάνω μαρτυρία.»
8. Ο Εναγόμενος στην Υπεράσπισή του αρνείται το σύνολο των πιο πάνω ισχυρισμών του Ενάγοντα, προβάλλοντας ότι «ουδεμία κακοβουλία υπήρξε εκ μέρους της Αστυνομίας στην ποινική δίωξη του Ενάγοντος, η οποία ασκήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα στη βάση μαρτυρίας που εξασφαλίσθηκε κατά τρόπο δίκαιο, νόμιμο και αντικειμενικό.»[6]
9. Αποτέλεσε τη θέση της συνηγόρου του Ενάγοντα κατά το στάδιο των αγορεύσεων, ότι το σύνολο των πιο πάνω στοιχείων προκύπτουν από το περιεχόμενο της Απόφασης (Τεκμήριο 1), δυνάμει της οποίας ο Ενάγων, τότε κατηγορούμενος 2, κρίθηκε πλήρως αξιόπιστος για τους λόγους που εκεί καταγράφονται. Από την αντίπερα όχθη, αποτέλεσε τη θέση της Δημοκρατίας ότι η αθώωση του Ενάγοντα ήταν το απότοκο της ακροαματικής διαδικασίας. Ειδικότερα, ότι ήταν το αποτέλεσμα της αποδοχής της μαρτυρίας του Ενάγοντα από το Δικαστήριο κατόπιν, μεταξύ άλλων, και της παράλειψης αντεξέτασης του συνηγόρου του πρώτου κατηγορούμενου επί των ισχυρισμών του κατηγορούμενου 2 (Ενάγοντα) δια το ότι δεν είχε γνώση των ενεργειών του κατηγορούμενου 1. Συναφώς, ότι προκύπτει ότι η αθώωση του Ενάγοντα προέκυψε στο τελικό στάδιο αξιολόγησης της ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, μαρτυρίας, με το Δικαστήριο να σημειώνει τα εξής στη σελ. 31 της Απόφασης:
«Για λόγους που επίσης εξηγήσαμε πιο πάνω – στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας του κατηγορούμενου 2 περί μη (αξιόποινης) εμπλοκής του σε οτιδήποτε αφορά στο κακούργημα της συνωμοσίας (με τον κατηγορούμενο 1) – η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να στοιχειοθετήσει την αντίστοιχη κατηγορία 1 εναντίον και των δύο κατηγορουμένων από τη στιγμή που δεν αποδείχθηκε με οποιαδήποτε επάρκεια (στο τελικό αυτό στάδιο), η ύπαρξη αμοιβαίας συμφωνίας μεταξύ των δύο κατηγορουμένων προς διάπραξη του υπό αναφορά κακουργήματος (βλ. κατ’ αναλογίαν, Λαζάρου και άλλου ν. Δημοκρατίας (2010) 1 ΑΑΔ 633, 670, 671, Gour, The Penal Law of India, 11η Έκδ,. 2004, Το, 2, σελ. 1134).»
10. Συγκλίνω επί του σημείου με τις θέσεις της Δημοκρατίας υιοθετώντας την επιχειρηματολογία της κας Χαραλάμπους στην πλήρη της έκταση. Σημειώνεται επιπρόσθετα ότι η θέση του Ενάγοντα ως προς τις περιστάσεις της ίδιας της σύλληψης του, ως καταγράφονται ανάμεσα στις παρ. 13 και 14 της Έκθεσης Απαίτησης του (βλ. παρ. 7 πιο πάνω), δεν έχουν στηριχθεί από οιαδήποτε μαρτυρία παρά το ότι οι εκεί θέσεις του αποτελούν στοιχείο ρητούς άρνησης της πλευράς του Εναγόμενου. Το ίδιο ισχύει και για την θέση του Ενάγοντα ως προς τις ισχυριζόμενες αναφορές ορισμένων μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον Δικαστηρίου και, ειδικότερα, ως προς την ισχυριζόμενη κατάθεση μαρτύρων της κατηγορούσας αρχής ότι είχαν υποκινηθεί να παραχωρήσουν καταθέσεις εναντίον του Ενάγοντα από τα μέλη της Αστυνομίας (βλ. παρ. 16 της Έκθεσης Απαίτησης). Τέτοια αναφορά δεν εντοπίζεται στο κείμενο της Απόφασης.
11. Τα όσα κατά λοιπά καταγράφονται στις προαναφερθείσες παραγράφους της Έκθεσης Απαίτησης, άπτονται των αποφάσεων του Δικαστηρίου για έκδοση εντάλματος σύλληψης και προσωποκράτησής του, ως τότε υπόπτου. Ουδεμία εκ των ως άνω δικαστικών αποφάσεων και όρκων που οδήγησαν σε αυτές βρίσκονται ενώπιον μου (βλ. λχ. Γεωργιάδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Πολ. Έφ. 41/2010, 11.10.2021), ECLI:CY:AD:2021:A447. Ούτε και ισχυρίστηκε ο Ενάγων ότι άσκησε οιοδήποτε ένδικο μέσο με σκοπό την ανατροπή των ως άνω αποφάσεων αποδεχόμενος, μάλιστα, ότι η κράτηση του ήταν το αποτέλεσμα νόμιμης διαταγής του Δικαστηρίου και η σύλληψη του δυνάμει εκτέλεσης εντάλματος σύλληψης (βλ. Γεωργιάδης (ανωτέρω)). Το αποτέλεσμα αυτό καθ’ εαυτό της Ποινικής Υπόθεσης ουδόλως δύναται να παράσχει έρεισμα στις δικογραφημένες θέσεις του Ενάγοντα ως προς την ισχυριζόμενη αυθαιρεσία και αλλότρια κίνητρα των μελών της Αστυνομίας, στα πλαίσια αιτήματός τους για έκδοση εντάλματος σύλληψης ή στην υποβολή αιτήματος για προσωποκράτηση του ιδίου και, μάλιστα, στην απουσία σχετικής επί τούτου μαρτυρίας. Παρεμβάλλω εδώ ότι η δικαστική κρίση που οδηγεί στην έκδοση σχετικών αποφάσεων κινείται εντός οριοθετημένου πλαισίου στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων, που δεν αντανακλούν το δικαστικό έργο και καθήκον κατά το στάδιο πλήρους εκδίκασης της υπόθεσης[7] και, ειδικότερα, άνευ εις βάθους αξιολόγησης της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας, ώστε, ακριβώς, να μην προκαταλαμβάνεται η αξιολόγηση και αποτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας, στο τελικό στάδιο πλήρους εκδίκασης της υπόθεσης (βλ. Ιωσήφ Ιωσήφ ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 104/24, 105/24, 106/24 & 107/24, 2.5.2024.) Η αθώωση όμως του Ενάγοντα ως τότε κατηγορούμενου, ως προκύπτει από το Τεκμήριο 1, ήταν το αποτέλεσμα αποτίμησης της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας στο στάδιο πλήρους ακρόασης της αγωγής, ως προανέφερα και όχι αποτέλεσμα κρίσης ως προς την νομιμότητα των διαταγών που εκδόθηκαν είτε για την σύλληψη είτε για την κράτηση του εκκρεμούσης της εκδίκασης της υπόθεσης.
12. Υπό το φως όλων των πιο πάνω, οι προαναφερθείσες δικογραφημένες θέσεις του Ενάγοντα δεν δύνανται να γίνουν αποδεκτές.
ii. Οι ισχυριζόμενες συνθήκες κράτησής του και μεταφοράς του από και προς το Δικαστήριο (βλ. παρ. 5(β) και (γ) ανωτέρω.
13. Καμία μαρτυρία προσκομίστηκε ως προς αυτή την κατεύθυνση, παρά το γεγονός ότι οι σχετικές του θέσεις αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβήτησης δυνάμει της δικογραφίας. Συναφώς ούτε και οι σχετικές του αναφορές στην Έκθεση Απαίτησης δύνανται να γίνουν αποδεκτές.
iii. Ισχυριζόμενος αντίκτυπος της δίωξης και της κράτησής του στον Ενάγοντα και τα μέλη της οικογενείας του (παρ. 5(δ) ανωτέρω).
14. Ισχυρίζεται ο Ενάγων στις παρ. 18 μέχρι 23 της Έκθεσης Απαίτησής του, τα εξής:
«18 .Ο ενάγοντας συνεπεία της πιο πάνω δίωξης και/ή κακόβουλης δίωξης που υπέσιη ο ίδιος κατά ή περί τις 27.05.2014 μέχρι και τις 05.05.2015 υπέστη σωματικές βλάβες οι οποίες του προξένησαν σοκ και/ή του προξένησαν οδύνη, αγχώδη διαταραχή ψυχολογικά προβλήματα μεταπτώσεις του εσωτερικού του κόσμου άγχος ψυχολογική αναστάτωση και ταλαιπωρία και μέχρι σήμερα υποφέρει από έντονη φοβία μελαγχολία και, ταλαιπωρία.
19.Ο ενάγοντας επισκέφτηκε τον θεράποντα ιατρό του και έτυχε της δέουσας ιατρικής βοήθειας.
20.ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΣΩΜΑΤΙΚΩΝ ΒΛΑΒΩΝ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ
Α. Ο ενάγων υπήρξε υπόδικος κατά τα χρόνια 2014 - 2015 και τελικά δεν προέκυψε τίποτε εναντίον του και αφέθηκε ελεύθερος. Το γεγονός αυτό σημάδεψε τη ζωή του και από τότε δεν νοιώθει καλά, νοιώθει εκτεθειμένος κοινωνικά, κλείστηκε στον εαυτό του. Για αρκετά χρόνια δεν κοιμόταν καλά και έπαιρνε υπνωτικά χάπια από παθολόγο.
Β. Κατά τον τελευταίο χρόνο η κατάσταση του επιδεινώθηκε, παρουσίασε φοβίες, ένοιωθε συνεχώς λυπημένος και αγχωμένος και ενιάθηκαν οι αϋπνίες του. Ως εκ τούτου απευθύνθηκε σε ψυχίατρο για να τον παρακολουθεί από τις 04.05.2022.
Γ. Από την κλινική εξέταση φάνηκε πως δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, δεν έχει καλή διάθεση και οι δυσκολίες στον ύπνο τον βασανίζουν γιατί έχει κάθε λίγες νύχτες και εφιάλτες, που δεν λένε να μειωθούν. Παραπονείται πως μερικές φορές έχει αστάθεια στο βάδισμα.
Δ. Στον ίδιο έγιναν ψυχομετρικά τεστ για άγχος, κατάθλιψη και Μετατραυματικό στρες. Από αυτά φαίνεται πως παρουσιάζει ήπιο άγχος και ήπιας μορφής κατάθλιψη.
Ε. Έχει επίσης έντονο Μετατραυματικό στρες, το οποίο τον συνοδεύει από το έτος 2015. Αυτό είναι μία σύνθετη διαταραχή, με πολλαπλές ομάδες συμπτωμάτων.
ΣΤ. Το συμβάν της σύλληψης και κράτησης για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα του άφησε ανεξίτηλες τραυματικές αναμνήσεις και έχει επίμονο υπέρ - διέγερση (συνεχώς ο ασθενής να νοιώθει φόβο και να ψάχνει για πιθανό κίνδυνο).
Ζ. Το χαρακτηριστικό, ωστόσο, είναι αυτό της ‘Επαναβίωσης του τραύματος’, με τη μορφή ενοχλητικών εικόνων, αναμνήσεων και εφιαλτών.
Η. Η ίδιος απέκτησε φοβίες απέναντι σε όργανα της τάξης, έχει άγχος, κατάθλιψη και οι εφιάλτες του χαλούν τον ύπνο, αλλά και τον κάνουν να φοβάται να ξαπλώσει για ύπνο.
Θ. Ταλαιπωρία
I. Αναφέρει πως τώρα θυμώνει πιο πολύ για ασήμαντα πράγματα, έχασε τα ενδιαφέροντα του και νοιώθει μεγάλη δυσφορία όταν στο μυαλό του έρχονται οι στιγμές της κράτησης του, της μοναξιάς, της απογοήτευσης και της αγανάκτησης που έξη σε.
ΙΑ. Τα πιο πάνω τον οδηγούν σε αρνητικές σκέψεις και δεν είναι λίγες οι φορές που δήλωνε πως δεν αντέχει τα βάσανα και πως θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να βιώσει όλα αυτά
ΙΒ. Στον ίδιο συστήθηκε όπως αρχίσει πρόγραμμα ψυχολογικής στήριξης και χορηγήθηκαν αγχολυτικά και αντιμελαγχολικά φάρμακα. Ο ίδιος θα συνεχίσει να βρίσκεται υπό ψυχιατρική παρακολούθηση και θεραπεία.
ΙΓ. Κατά συνέπεια ο Ενάγοντας ως αποτέλεσμα της πιο πάνω αναφερόμενης δίωξης και /ή κακόβουλης δίωξης έχει υποστεί σοβαρή ζημία στην προσωπικότητα του ,την υπόληψη του και την αξιοπρέπεια του , έχει εκτεθεί ανεπανόρθωτα στο κοινό της Κύπρου ως πρόσωπο εγκληματικό , ιδιαίτερα στο οικογενειακό και επαγγελματικό του περιβάλλον .
Ο Ενάγων επίσης υπέστη τις ακόλουθες ειδικές ζημιές:
Α. Απώλεια εισοδημάτων για 12 μήνες που αυτός παρέμεινε υπό κράτηση της τάξης των € 16.800,00.
Β. Κατέβαλε σε δικηγόρους δικηγορικά έξοδα για να τον υπερασπίσουν τόσο στην πρωτόδικη διαδικασία όσο και στην κατ’ έφεση διαδικασία το ποσό των € 11.520,00
Γ. Γενικές αποζημιώσεις και/ή αποζημιώσεις τιμωρητικές.
Δ. Έξοδα που κατέβαλε σε ψυχολόγο ψυχίατρο το ποσό των €100
Ε. Το ποσό των € 500 ηιιερησίως δια τον άδικο εγκλεισμό του στις Φυλακές από τις 27.05.2014 μέχρι τις 05.05.2015 ήτοι για περίοδο 345 ημερών σύνολο € 172.500,00.
22. Ο ενάγων στις 05.06.2014 τέθηκε υπό κράτηση από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακος για να διασφαλιστεί η παρουσία του ενώπιον του Δικαστηρίου και παρέμεινε υπό κράτηση στις Κεντρικές Φυλακές μέχρι και τις 05.05.2015 οπόταν εκδίδονταν διατάγματα μεταφοράς του από τις Κεντρικές Φυλακές στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακος υφίστατο την εξευτελιστική σωματική έρευνα τόσο κατά την αναχώρηση όσο και κατά την άφιξη του στις Κεντρικές Φυλακές η οποία κάθε φορά περιλάμβανε σωματική έρευνα ακόμα και σε απόκρυφα μέρη του σώματος του. Λεπτομέρειες θα δοθούν κατά την δικάσιμο και προκαλούσαν σε αυτόν περαιτέρω απέχθεια .
23. Ο Ενάγων υπέστη ζημιές και απώλειες καθότι αυτός ήταν έμπορος ελαστικών και λόγω του περιορισμού του και /ή του εγκλεισμού του τόσο σε αστυνομικό όσο στις Κεντρικές υπέστη μείωση των εργασιών του οι δε συνεργάτες του αποτάθηκαν αλλού για να εξυπηρετηθούν με την προμήθεια ελαστικών. Ακόμη και τώρα ο ενάγοντας προσπαθεί να καλύψει το κενό και να αποκτήσει ξανά την χαμένη πελατεία , σε πολλές δε περιπτώσεις βρίσκει κλειστές τις πόρτες λόγω της άδικης καταδίκης του.»
19. Σημειώνεται ότι το στοιχείο Ε υπό τις παρ. 21 πιο πάνω, περιορίστηκε στο ποσό των €50,000.
20. Και πάλιν, ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε προς επίρρωση οιωνδήποτε των πιο πάνω, παρά την αμφισβήτηση του συνόλου των ως άνω δικογραφημένων αναφορών του από τον Εναγόμενο. Δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ούτε και για το γεγονός της εργοδότησης του Ενάγοντα αλλά ούτε και για το ύψος των όποιων εισοδημάτων του.
21. Υπό το φως όλων των πιο πάνω, το Δικαστήριο δεν δύναται να εξαγάγει οιαδήποτε άλλα ευρήματα πέραν των όσων καταγράφονται στις παρ. 2 πιο πάνω.
(ε) Συμπεράσματα
22. Αυτό το οποίο στην ουσία απομένει προς εξέταση είναι το κατά πόσο το γεγονός της κράτησης του Ενάγοντα, για περίοδο 11 μηνών και η μετέπειτα αθώωση του πρωτοδίκως, αποτελούν στοιχεία που από μόνα τους είναι ικανά προς στοιχειοθέτηση οιαδήποτε από τις προωθούμενες αιτίες αγωγής (βλ. παρ. 4 πιο πάνω).
23. Το αστικό αδίκημα της κακόβουλης δίωξης θεσπίζεται δυνάμει του άρθρου 32 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, το οποίο διαλαμβάνει ότι:
«Κακόβoυλη δίωξη συvίσταται στηv πραγματική, κακόβoυλη και χωρίς εύλoγη και πιθαvή αιτία έvαρξη ή συvέχιση αvεπιτυχoύς πoιvικής, πτωχευτικής ή για διάλυση εταιρείας διαδικασίας κατά άλλoυ πρoσώπoυ, αv η διαδικασία αυτή - (α) Πρoκάλεσε σκάvδαλo για τηv πίστη ή τηv υπόληψη τoυ πρoσώπoυ αυτoύ ή πιθαvή απώλεια της ελευθερίας τoυ͘ και (β) κατέληξε, αv στηv πραγματικότητα μπoρoύσε με τov τρόπo αυτό vα καταλήξει, υπέρ τoυ πρoσώπoυ αυτoύ: Νoείται ότι καμιά αγωγή για κακόβoυλη δίωξη δεv εγείρεται κατά oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ για μόvo τo λόγo ότι τo πρόσωπo αυτό παρείχε πληρoφoρίες σε κάπoια αρμόδια αρχή η oπoία και άρχισε oπoιαδήπoτε διαδικασία.»
24. Στην Γεωργιάδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. 41/2010, 11.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A447 λέχθηκαν τα εξής ως προς τα συστατικά στοιχεία του εν λόγω αστικού αδικήματος (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):
«Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα των Αρτέμη και Ερωτοκρίτου ‘Κεφάλαιο 148 ΑΣΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ Δίκαιο και Αποφάσεις’, Τόμος 1, σελ. 105: ‘Το αδίκημα της κακόβουλης δίωξης (malicious prosecution) αποτελεί την πιο συνηθισμένη μορφή αδικήματος κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας με σκοπό πρόκληση ζημιάς σε άλλο.΄ Στην υπόθεση Μόδεστος Πίτσιλλος v. Δημοκρατίας (1994) 1 ΑΑΔ 268 τέθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ως εξής:
(1) Έναρξη ποινικής δίωξης εναντίον του ενάγοντα. […]
(2) Λήξη της ποινικής δίωξης υπέρ του ενάγοντα.
(3) Έλλειψη εύλογης και πιθανής αιτίας.
(4) Κακοβουλία.
(5) Ζημιά στον ενάγοντα συνεπεία της δίωξης.
Επισημαίνεται εδώ ότι το βάρος που φέρει ο Ενάγοντας να αποδείξει την υπόθεση του σε υπόθεση κακόβουλης δίωξης, είναι τεράστιο. Τούτο γιατί ιστορικά τα Δικαστήρια δεν ήθελαν να αποθαρρύνουν την ποινική δίωξη υπόπτων εγκληματιών.
Σε σχέση με το συστατικό στοιχείο της έλλειψης εύλογης και πιθανής αιτίας κριτήριο αποτελεί, μεταξύ άλλων, και το κατά πόσο, με βάση τα γεγονότα ο Εναγόμενος πίστευε ειλικρινά στην ενοχή του Ενάγοντα όταν προέβαινε στην καταγγελία και είχε βάσιμους λόγους να πιστεύει σ' αυτή.
Στην αγγλική υπόθεση Herniman v. Smith [1938] 1 All E.R 1 στη σελ. 8, η Βουλή των Λόρδων υιοθέτησε τον πιο κάτω ορισμό της εύλογης και πιθανής αιτίας:
‘An honest belief in the guilt of the accused based upon a full conviction, founded upon reasonable grounds, of the existence of a state of circumstances which, assuming them to be true, would reasonably lead an ordinarily prudent and cautious man, placed in the position of the accuser, to the conclusion that the person charged was probably guilty of the crime imputed.’
Για να επιτύχει ο Ενάγοντας στο στοιχείο αυτό θα πρέπει να αποδείξει:
(α) Ότι ο Εναγόμενος δεν πίστευε ότι ο Ενάγοντας πιθανώς (probably) να είναι ένοχος της κατηγορίας. Θα πρέπει δε ο Ενάγοντας να προσκομίσει μαρτυρία για κάποια γεγονότα επί των οποίων θα μπορούσε να συναχθεί ότι ο Εναγόμενος δεν πίστευε στην ενοχή του.
(β) Ότι ένα μέσο, συνετό και προσεκτικό (ordinary prudent and cautious) άτομο δεν θα κατέληγε υπό των φως των γεγονότων που ειλικρινά πίστευε ότι ο Ενάγοντας ήταν πιθανώς ένοχος.
Επιπλέον, ο Ενάγων θα πρέπει να αποδείξει κακοβουλία εκ μέρους του Εναγομένου.
Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Πίτσιλλος ν. Κυπριακή Δημοκρατία (ανωτέρω), κακόβουλη ποινική δίωξη είναι αυτή που γίνεται πρώτιστα για εξυπηρέτηση σκοπού άλλου από την προσαγωγή παραβάτη ενώπιον της δικαιοσύνης. Η κακοβουλία περιέχει το στοιχείο του ελατηρίου για ποινική δίωξη Ενάγοντα, όταν δεν υπάρχει έντιμη και εύλογη πίστη στην ύπαρξη πιθανής αιτίας. Η κακοβουλία υπάρχει όταν αποδειχθεί ότι η κύρια επιθυμία κατήγορου δεν είναι η προσαγωγή παραβάτη ενώπιον της δικαιοσύνης.
Μαρτυρία η οποία αποδεικνύει εκ πρώτης όψεως υπόθεση είναι αρκετή για να ικανοποιήσει την ύπαρξη εύλογης και πιθανής αιτίας για την έναρξη ποινικής διαδικασίας. Δεν απαιτείται η ύπαρξη τέτοιας μαρτυρίας που να διασφαλίζει την καταδίκη, αλλά ούτε και πλήρης αξιολόγηση της υπεράσπισης του κατηγορούμενου και η κρίση της αξιοπιστίας του.
Στην Αγγλική απόφαση της Βουλής των Λόρδων Μartin v. Watson [1995] All E.R. 559, 652, εκτίθενται οι πιο πάνω αρχές στο ακόλουθο απόσπασμα:
‘It is common ground that the ingredients of the tort of malicious prosecution are correctly stated in Clerk and Lindsell on Torts (16th ed., 1989) p1042 para 19-05:
‘In an action of malicious prosecution the plaintiff must show first that he was prosecuted by the defendant, that is to say, that the law was set in motion against him on a criminal charge; secondly, that the prosecution was determined in his favour; thirdly, that it was without reasonable and probable cause; fourthly, that it was malicious. The onus of proving every one of these is on the plaintiff.’
Στο Σύγγραμμα Winfield and Jolowicz on Tort, 16η έκδοση, Thomson, Sweet and Maxwell, 2002, παρα. 19.1 αναφέρονται τα εξής:
‘Liability for malicious prosecution has always had to steer a path between two competing principles - on the one hand the freedom of action that everyone should have to set the law in motion and to bring criminals to justice and on the other hand the necessity to check lying accusations against innocent people. There is a general no duty of care in negligence in relation to the initiation or conduct of prosecutions and the burden which has to be undertaken by the claimant in a case of malicious prosecution is a heavy one, so heavy that no honest prosecutor is likely to deterred from doing his duty.’
Οι όροι ‘κακόβουλη πρόθεση’ και ‘εύλογη και πιθανή αιτία’ έχουν ήδη παρατεθεί ανωτέρω, όταν πραγματευόμαστε το 2ο λόγο έφεσης. Η κακόβουλη δίωξη υπήρξε αντικείμενο εξέτασης και σε πρόσφατες αποφάσεις όπως την Αντωνίου ν. Ευθυμίου Πολ. Έφ. 72/13, ημερ. 5/6/2019, ECLI:CY:AD:2019:A218, Τσίβικου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.α. Φωτίου ν. Ζένιου, Πολ. Εφ. 31/2009, ημερ. 10/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:A349.
Τέλος, η κακόβουλη δίωξη προκαλεί ζημιά στον ενάγοντα όταν αυτή θίγει την καλή φήμη και την υπόληψή του ή θέτει σε κίνδυνο την ελευθερία του ή ζημιώνει την περιουσία του Winfield and Jolowicz on Tort, 22η έκδοση.
25. Κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω αρχών και στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, ο Ενάγων απέτυχε να αποδείξει, στο υψηλό μάλιστα επίπεδο που θέτει η νομολογία (βλ. Γεωργιάδης (ανωτέρω)), την έλλειψη εύλογης και πιθανής αιτίας. Ειδικότερα, απέτυχε να αποδείξει ότι τα μέλη της Αστυνομίας δεν πίστευαν ότι ο Ενάγοντας πιθανόν να ήταν ένοχος για τα αδικήματα που αντιμετώπιζε, αλλά ούτε και το γεγονός ότι στη βάση των ενώπιον τους στοιχείων κανένα συνετό και προσεκτικό άτομο δεν θα κατέληγε ότι ο Ενάγων ήταν πιθανώς ένοχος. Επίσης, δεν απέδειξε ούτε και το στοιχείο της κακοβουλίας, ήτοι, δεν απέδειξε την εξυπηρέτηση σκοπών άλλων από την προσαγωγή του Ενάγοντα ενώπιον της δικαιοσύνης. Οι ως άνω διαπιστώσεις μου επισφραγίζουν την αποτυχία της απαίτησης του Ενάγοντα στην πιο πάνω βάση.
26. Στρέφομαι στις αιτίες αγωγής που προβάλλει ο Ενάγων στη βάση παραβίασης συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του.
(στ) Παραβίαση συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων
27. Σύμφωνα με το άρθρο 8 του Συντάγματος «ουδείς υποβάλλεται εις βασανιστήρια ή εις απάνθρωπον ή ταπεινωτικήν τιμωρίαν ή μεταχείρισιν.» Σύμφωνα με το άρθρο 9 του Συντάγματος «Έκαστος έχει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβιώσεως και κοινωνικής ασφαλείας. Ο νόμος θα προβλέψη περί προστασίας των εργατών, αρωγής προς τους πτωχούς και συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων.» Αντιστοίχως, τα Άρθρα 1, 2 και 3 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνουν την υποχρέωση των συμβαλλόμενων κρατών να διασφαλίζουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που καθορίζονται στο Πρώτο μέρος της ΕΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμα στη ζωή και την απαγόρευση των βασανιστηρίων. Το γεγονός και μόνο ότι ο Ενάγων κρατήθηκε για 11 μήνες εκκρεμούσης της εκδίκασής του, δεν στοιχειοθετεί από μόνο του παραβίαση των πιο πάνω προνοιών. Ως ο ίδιος ο Ενάγων αποδέχεται, η κράτηση του ήταν το αποτέλεσμα νόμιμης διαταγής του Δικαστηρίου, που σκοπό είχε να διασφαλίσει την παρουσία του στο Δικαστήριο εκκρεμούσης της εκδίκασης της Ποινικής Υπόθεσης.[8] Στην απουσία άλλων στοιχείων που να δεικνύουν, για παράδειγμα, τις συνθήκες κράτησης του ή σύλληψης του (βλ. λ.χ. Ηλίας Κονναρής ν. Κυπριακή Δημοκρατία Πολ. Έφ. 201/2018, 29.4.2024), σύμφωνα και με τα όσα δικογράφησε, ο Ενάγων απέτυχε να αποδείξει οιαδήποτε παραβίαση των πιο πάνω προνοιών. Συναφώς, η απαίτηση του δεν δύναται να επιτύχει στην πιο πάνω βάση.
28. Στρέφομαι στη θέση του Ενάγοντα για παραβίαση των δικαιωμάτων του, που κατοχυρώνονται δια του Άρθρου 11 του Συντάγματος και του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα το Άρθρο 11 του Συντάγματος:
«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφαλείας.
2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει εις τας περιπτώσεις: […]
(γ) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργουμένης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού,
3. Εξαιρουμένου του δια φυλακίσεως, ότε και όπως ο νόμος ορίζη, τιμωρουμένου αυτοφώρου αδικήματος, ουδείς συλλαμβάνεται, ειμή κατόπιν ητιολογημένου δικαστικού εντάλματος εκδοθέντος συμφώνως προς τους υπό του νόμου προδιαγεγραμμένους τύπους, ή με βάση ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
4. Πας συλλαμβανόμενος πληροφορείται κατά την στιγμήν της συλλήψεως αυτού εις καταληπτήν υπ’ αυτού γλώσσαν τους λόγους της συλλήψεως αυτού και δικαιούται να τύχη των υπηρεσιών συνηγόρου της εκλογής αυτού.
5. Ο συλληφθείς προσάγεται ενώπιον του δικαστού ως οιόν τε συντομώτερον ευθύς μετά την σύλληψιν αυτού, πάντως δε το βραδύτερον εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από της συλλήψεως, εφ’ όσον δεν αφεθή πρότερον ελεύθερος.
6. Ο δικαστής, ενώπιον του οποίου προσήχθη ο συλληφθείς, χωρεί ταχέως εις διερεύνησιν των λόγων της συλλήψεως εις καταληπτήν υπό του συλληφθέντος γλώσσαν και, ως οιόν τε συντομώτερον, πάντως δε το βραδύτερον εντός τριών ημερών από της τοιαύτης προσαγωγής, ή απολύει τον συλληφθέντα υπό τους κατά την κρίσιν αυτού καταλλήλους όρους ή διατάσσει την κράτησιν αυτού, οσάκις η περί της διαπράξεως του αδικήματος ανάκρισις, δι’ ο συνελήφθη, δεν συνεπληρώθη και δύναται να διατάσση εκάστοτε την κράτησιν αυτού επί περίοδον χρόνου μη υπερβαίνουσαν τας οκτώ ημέρας. Ο συνολικός χρόνος όμως της τοιαύτης κρατήσεως δέον να μη υπερβαίνη τους τρεις μήνας από της ημερομηνίας της συλλήψεως, μετά την παρέλευσιν των οποίων παν άτομον ή αρχή έχουσα υπό κράτησιν τον συλληφθέντα απολύει αυτόν παρευθύς. Πάσα κατά τα ανωτέρω απόφασις του δικαστού υπόκειται εις έφεσιν.
7. Πας στερηθείς της ελευθερίας αυτού δια συλλήψεως ή κρατήσεως δικαιούται να προσφύγη εις το αρμόδιον δικαστήριον, ίνα τούτο κρίνη ταχέως την νομιμότητα της κρατήσεως και διατάξη την απόλυσιν αυτού, εάν η κράτησις δεν είναι νόμιμος.
8. Ο κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος άρθρου συλληφθείς ή κρατηθείς έχει αγώγιμον δικαίωμα προς αποζημίωσιν.»
29. Αντίστοιχες πρόνοιες εντοπίζονται και στο Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ.
30. Όπως ορθά προβάλλει η συνήγορος της Δημοκρατίας, για να στοιχειοθετείται δικαίωμα σε αποζημίωση στη βάση των εν λόγω προνοιών, είναι αναγκαίο να έχει αποδειχθεί συγκεκριμένη παραβίασή τους. Τούτο εξάλλου ρητώς διαλαμβάνεται στο Άρθρο 11.8 του Συντάγματος και στο Άρθρο 5.5. της ΕΣΔΑ.[9] Η ανάγκη στοιχειοθέτησης συγκεκριμένης παραβίασης του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ προτού ενεργοποιηθεί δικαίωμα σε αποζημίωση, τονίστηκε και στην υπόθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων («ΕΔΑΔ») Μακρυλάκης ν. Ελλάδος Προσφυγή Αρ. 34812/15, Απόφαση ημερ. 17.11.2022, ως εξής (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):
«ΙΙ. ΠΡΟΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5 ΠΑΡ. 5 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
63. Τέλος, ο προσφεύγων παραπονείται βάσει του άρθρου 5 παρ. 5 της Σύμβασης ότι δεν έλαβε αποζημίωση για την κράτησή του παρόλο που αθωώθηκε. Η διάταξη αυτή προβλέπει τα εξής: ‘Παν πρόσωπον θύμα συλλήψεως ή κρατήσεως υπό συνθήκας αντιθέτους προς τας ανωτέρω διατάξεις έχει δικαίωμα επανορθώσεως.’ Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι, για να έχει εφαρμογή το άρθρο 5 παρ. 5, η στέρηση της ελευθερίας πρέπει να έλαβε χώρα υπό συνθήκες αντίθετες προς τις παρ. 1, 2, 3 ή 4 (βλ. ενδεικτικά Wassink κατά Ολλανδίας, 27 Σεπτεμβρίου 1990, παρ. 38, Series A no. 185-A). Συνεπώς, το δικαίωμα αποζημίωσης της παρ. 5 προϋποθέτει να διαπιστωθεί παραβίαση μίας από τις άλλες παραγράφους, είτε από εθνική αρχή είτε από τα όργανα της Σύμβασης.
64. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι δεν προκύπτει από τις παρατηρήσεις των διαδίκων ότι η κράτηση του προσφεύγοντος υπήρξε παράνομη ή αντίθετη για άλλο λόγο προς τις πρώτες τέσσερις παραγράφους του άρθρου 5. Ο προσφεύγων καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό αλλά αθωώθηκε σε δεύτερο με το σκεπτικό ότι δεν είχε διαπράξει το έγκλημα που του αποδιδόταν. Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι εγγυήσεις του άρθρου 5 παρ. 5 της Σύμβασης δεν εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση (βλ. Kabili κατά Ελλάδος, αριθ. προσφυγής 28606/05, 31 Ιουλίου 2008, παρ. 23). Ως εκ τούτου, το παράπονο είναι ασυμβίβαστο ratione materiae με τις διατάξεις της Σύμβασης, κατά την έννοια του άρθρου 35 παρ. 3(α) της Σύμβασης, και πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 4.»
31. Τα όσα καταγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης ως προς την παραβίαση των ως άνω δικαιωμάτων του Ενάγοντα, άπτονται της νομιμότητας και ορθότητας των δικαστικών αποφάσεων δυνάμει των οποίων ο Ενάγων συλλήφθηκε και κρατήθηκε. Η νομιμότητα και ορθότητα αυτή ελέγχεται δικαστικώς δια της άσκησης συγκεκριμένων ένδικων μέσων. Το παρόν Δικαστήριο δεν αποτελεί το δικαιοδοτικώς κατάλληλο forum για έλεγχο της νομιμότητας των ως άνω αποφάσεων στο πλαίσιο διαπίστωσης τυχόν αδικοπραξίας της Δημοκρατίας στη βάση του Άρθρου 11 του Συντάγματος και του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ. Ούτε όμως και προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι ο Ενάγων άσκησε οιοδήποτε ένδικο μέσο για ανατροπή των εν λόγω διαταγών.
32. Αποτέλεσε τη θέση της συνηγόρου του Ενάγοντα ότι το γεγονός ότι ο Ενάγων παρέμεινε υπό κράτηση για 11 μήνες δυνάμει διαταγής και/ή διαταγών του Δικαστηρίου, η «νομιμότητα εξαφανίζεται με την αθώωση από το Δικαστήριο» και «ενδύεται η όλη διαδικασία με τον μανδύα της παράνομης κράτησης.»[10] Επί τούτου, παραπέμπει στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση ΤΣΙΡΛΗ και ΚΟΥΛΟΥΜΠΑ ν. ΕΛΛΑΔΑΣ Φ.093.18/1876, 54/1996/673/859-860, 29.5.1997. Με όλο το σέβας, η συγκεκριμένη υπόθεση δεν παρουσιάζει συσχέτιση με τα επίδικα περιστατικά. Εκεί οι προσφεύγοντες ήταν μάρτυρες του Ιεραχωβά και είχαν διοριστεί θρησκευτικοί λειτουργοί και υπέβαλαν, στη βάση του εσωτερικού νόμου που εξαιρούσε τα μέλη «γνωστής θρησκείας» από στρατιωτική θητεία, σχετική αίτηση για απαλλαγή, προς τα αρμόδια όργανα του κράτους. Οι αιτήσεις τους είχαν απορριφθεί στη βάση του ότι δεν αποτελούσαν μέλη «γνωστής θρησκείας» οπότε και συνελήφθησαν, κρατήθηκαν και καταδικάστηκαν για απείθεια. Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι η κράτηση τους στη βάση του εθνικού δικαίου ήταν παράνομη εν τη εννοία της παρ. 1 του άρθρου 5, εφ’ όσον οι Μάρτυρες του Ιεραχωβά αποτελούσαν τέτοια «γνωστή θρησκεία». Κατά συνέπειαν, ότι δικαιούντο σε αποζημιώσεις. Εν προκειμένω, για τους λόγους που επεξήγησα πιο πάνω, δεν στοιχειοθετείται οιαδήποτε παρανομία εν τη εννοία παραβίασης συγκεκριμένης πρόνοιας του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ. Σχετική είναι και η ακόλουθη περικοπή από το Σύγγραμμα Λίνος - Αλέξανδρος Σισιλιανός, «Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – ερμηνεία κατ’ Άρθρο» (2η Έκδοση) («Σύγγραμμα Σισιλιανού»), στη σελ. 221, παρ. 168, όπου αναφέρεται ότι (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):
«Η παρ. 5 του άρθρου 5 προβλέπει το δικαίωμα σε αποζημίωση σε περίπτωση παραβίασης κάποιας από τις υπόλοιπες παραγράφους του άρθρου 5. Το ΕΔΔΑ έχει τονίσει ότι υπάρχει συμμόρφωση με την παρ. 5 όταν καθίσταται δυνατό να αιτηθεί κάποιος αποζημίωση για στέρηση της ελευθερίας του κατά παράβαση των παρ. 1, 2, 3 ή 4 δηλαδή όταν μία τέτοια παραβίαση μπορεί να οδηγήσει σε απαιτητή αξίωση για αποζημίωση.
Στην υπόθεση Α. κ.ά. το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση της παρ. 5 καθώς η παραβίαση των παρ. 1 και 4 του άρθρου 5 δεν μπορούσε να οδηγήσει στη δυνατότητα απαίτησης αποζημίωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, των οποίων η εξουσία περιοριζόταν στην έκδοση μίας δήλωσης περί μη συμμόρφωσης με τη Σύμβαση. Στην υπόθεση Τσιρλής και Κουλούμπας, τα εθνικά δικαστήρια αποφάνθηκαν ότι οι προσφεύγοντες δεν δικαιούνταν αποζημίωση επειδή η κράτησή τους οφειλόταν σε δική τους Βαριά αμέλεια. Το ΕΔΔΑ έχοντας κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της παρ. 1 του άρθρου 5 κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση και υπό την παρ. 5 λόγω μη απαιτητής αξίωσης για αποζημίωση.»
33. Παραπέμπει πρόσθετα η συνήγορος του Ενάγοντα στην Dzhandzhgava v. Cyprus Αρ. Αίτησης 19274/20, απόφαση ημερ. 27.2.2025. Και πάλιν όμως εκεί το ΕΔΑΔ διαπίστωσε συγκεκριμένη παραβίαση του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, η εκεί κράτηση του προσφεύγοντα συναρτήθηκε με τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον του Εθνικού Δικαστηρίου αλλά και με τον χρόνο κράτησης που ήταν εκτός πλαισίου της εκεί δικαστικής απόφασης, με τις αρμόδιες αρχές να τον κρατούν επικαλούμενες την πανδημία του κορονοϊού. Αντίστοιχη όμως παραβίαση των Άρθρων της ΕΣΔΑ δεν δύναται να εξαχθεί στην υπό κρίση περίπτωση για τους λόγους που έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω.
34. Υπό το φως όλων των πιο πάνω, ουδεμία αδικοπραξία δύναται να στοιχιοθετηθεί είτε στη βάση του Άρθρου 11 του Συντάγματος, είτε στη βάση του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ.
(ζ) Ισχυριζόμενη παραβίαση του άρθρου 28.1 του Συντάγματος
35. Αυτό το οποίο απομένει προς εξέταση, είναι η θέση της πλευράς του Ενάγοντα για παραβίαση από τη Δημοκρατία του Άρθρου 28.1 του Συντάγματος. Τούτο στη βάση του ότι, σύμφωνα με τον Ενάγοντα, ενώ η Δημοκρατία προνόησε για δικαίωμα σε αποζημίωση ενός προσώπου που κρατήθηκε, καταδικάστηκε και η καταδίκη του ακυρώθηκε κατ’ έφεση δυνάμει του περί κατ’ Έφεση Ανατροπής Ποινής Φυλάκισης (Αποζημίωση) Νόμου του 2001 (Ν.144(I)/2001) («ο Νόμος Ν. 144(Ι)/2001»), εντούτοις, δεν θεσμοθέτησε αντίστοιχο μηχανισμό για τη δημιουργία δικαιώματος σε ανάλογη αποζημίωση, προς πρόσωπα που κρατήθηκαν εκκρεμούσης της εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης που ήταν κατηγορούμενοι και αθωώθηκαν πρωτοδίκως.
36. Στο Άρθρο 3 του Ν. 114(Ι)/2001 ορίζεται ότι:
«Πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται πρωτοδίκως ποινή φυλακίσεως χωρίς αναστολή, είτε η καταδίκη του για το έγκλημα, σε σχέση με το οποίο επιβλήθηκε η ποινή ανατρέπεται κατ' έφεση, με αποτέλεσμα την αθώωση του, χωρίς να διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης, είτε η ποινή φυλάκισης κρίνεται κατ' έφεση υπερβολική και αντικαθίσταται με ποινή προστίμου ή εγγύηση ή απαλλαγή με ή άνευ όρων, είτε η καταδίκη του για το έγκλημα σε σχέση με το οποίο επιβλήθηκε η ποινή ανατρέπεται κατ' έφεση και διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης με τελική κατάληξη την τελεσίδικη αθώωση του, δικαιούται σε δίκαιη και εύλογη, σε κάθε περίπτωση, αποζημίωση, εφόσον υποβάλει αίτηση για την παροχή της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4.»
37. Το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος ορίζει ότι, «πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως.» Τυχόν διαπίστωση παραβίασης του Άρθρου 28.1 του Συντάγματος, από μόνη της θα στοιχειοθετούσε χωριστή αδικοπραξία, ως αστικό αδίκημα (Τάκης Γιάλλουρος (ανωτέρω)) και είναι υπό αυτό το πρίσμα που το ζήτημα εγείρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εν τη ασκήσει της πολιτικής του δικαιοδοσίας.
38. Εν σχέσει με την ερμηνεία του Άρθρου 28.1 του Συντάγματος, λέχθηκαν τα εξής στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση ΚΟΤΖΙΑΠΑΣΙΗΣ κ.ά. ν. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ κ.ά. Πολ. Έφ. 107/2015, 26.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:A171:
«Η θεμελιακή αρχή της ισότητας αποσκοπεί στην προστασία από αυθαίρετες παρεκκλίσεις, χωρίς όμως, ταυτόχρονα, να αποκλείει εύλογες διακρίσεις, δικαιολογημένες εκ της εγγενούς φύσεως των πραγμάτων. Εντέλει, η αρχή της ισότητας αποσκοπεί στην ουσιαστική και όχι στην αριθμητική ισότητα και εντοπίζεται παραβίασή της στην περίπτωση και μόνο όπου η διάκριση δεν έχει αντικειμενική και εύλογη δικαιολογία. Όπως σημειώνεται και στη Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 ΑΑΔ 119, η συνταγματική διάταξη, ΄Αρθρο 28, έχει ως λόγο την ουσιαστική, σε αντίθεση με τη φαινομενική ισότητα και αποβλέπει στην απόδοση των ίσων στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων.»
39. Όπως επίσης τονίστηκε στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση P. KISSONERGIS HOTELS LIMITED ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 173/2014, ημερ. 20.7.2021:
«Το Άρθρο 28 του Συντάγματος διασφαλίζει την ισότητα όλων ενώπιον του Νόμου. Η ισότητα που διασφαλίζεται με το Άρθρο 28 παραβιάζεται μόνο όταν η διαφοροποίηση δεν βασίζεται πάνω σε αντικειμενική και εύλογη διάκριση. Όπως έχει νομολογηθεί, ο όρος ‘ίσοι ενώπιον του Νόμου’ στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν ταυτίζεται με αριθμητική ισότητα, αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Ιωάννου ν. Αστυνομίας (Αρ.2) (1997) 2 Α.Α.Δ. 267). Όπως υπεδείχθη στην υπόθεση Σεργίδης v. Δημοκρατίας (1991) 1 ΑΑΔ 119 (Απόφαση Ολομέλειας), ‘η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων’. Στη Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 63, το θέμα τέθηκε ως εξής: ‘Η θεμελιακή αρχή η οποία προκύπτει τόσο από την Ελληνική όσο και την Κυπριακή νομολογία είναι τούτη. Αποκλείονται διακρίσεις οι οποίες δεν ανάγονται σε εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου .... Εάν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή, δεν χωρεί διάκριση. Εάν είναι ανομοιογενή χωρεί και παρέχεται ευχέρεια για την θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύθμισης’.»
40. Στρεφόμενη στο ερώτημα του κατά πόσο δύναται να εξαχθεί οιαδήποτε μη εύλογη διάκριση υπό τις πιο πάνω περιστάσεις, ως ορίζεται από τις ως πιο πάνω αυθεντίες, σημειώνω τα εξής: Στην ίδια την ΕΣΔΑ, προνοείται από το Άρθρο 3 του Έβδομου Πρωτόκολλου, υπό τον τίτλο «Δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση δικαστικής πλάνης», ότι:
«Όταν ένα πρόσωπο καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση για αξιόποινη πράξη και η καταδίκη αυτή ακυρωθεί ή όταν στο πρόσωπο αυτό απονεμηθεί χάρη με βάση ένα νέο ή μεταγενέστερο της απόφασης γεγονός που αποδεικνύει άμεσα ότι υπήρχε δικαστική πλάνη, τότε το πρόσωπο που υποβλήθηκε σε ποινή, η οποία ήταν αποτέλεσμα αυτής της καταδίκης, θα αποζημιώνεται σύμφωνα με το νόμο ή την πρακτική που ακολουθείται στο Κράτος, για το οποίο πρόκειται, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η μη έγκαιρη αποκάλυψη του άγνωστου γεγονότος οφείλεται ολικά ή μερικά σ' αυτό το πρόσωπο.»
41. Επεξηγείται στο Σύγγραμμα Σισιλιανού, στις σελ. 873 μέχρι 876, υπό τον τίτλο «Προϋποθέσεις για αποζημίωση λόγω δικαστικής πλάνης», μεταξύ άλλων, ότι (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):
«Το άρθρο 3 του Έβδομου Πρωτοκόλλου προβλέπει ότι θα καταβάλλεται αποζημίωση στα θύματα δικαστικής πλάνης. Η αποζημίωση αυτή δεν θα πρέπει να συγχέεται με το δικαίωμα αποζημίωσης υπό το άρθρο 5 παρ. 5 της ΕΣΔΑ για την περίπτωση σύλληψης ή κράτησης κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 5. Η καταβολή αποζημίωσης λόγω δικαστικής πλάνης εξαρτάται από την πλήρωση συγκεκριμένων προϋποθέσεων. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Έβδομου Πρωτοκόλλου: ‘Κατ’ αρχήν, ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα με αμετάκλητη απόφαση και να έχει υποστεί τιμωρία ως αποτέλεσμα της πιο πάνω καταδίκης.’ (…) το Κράτος θα πρέπει να προβλέψει για την καταβολή αποζημίωσης σε όλες τις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το παρόν άρθρο. Σκοπός της διάταξης είναι να υποχρεωθούν τα Κράτη να αποζημιώνουν άτομα μόνο σε ξεκάθαρες περιπτώσεις δικαστικής πλάνης υπό την έννοια ότι έτσι θα υπάρξει αναγνώριση του γεγονότος ότι το εμπλεκόμενο πρόσωπο ήταν σαφώς αθώο.[11]»
42. Στην υπόθεση του ΕΔΑΔ MATVEYEV v. Ρωσσίας (Αρ. Αίτησης 2660/12) 19.9.2008 αναφέρθηκαν τα εξής αναφορικά με την πιο πάνω πρόνοια (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):
“The Court observes that the aim of this provision is to confer the right to compensation on persons convicted as a result of a miscarriage of justice, where such conviction has been reversed by the domestic courts.”
43. Αυτό είναι και το αντικείμενο της αποζημίωσης που αναγνωρίζεται και προνοείται από στο Άρθρο 3 του Ν. 144(Ι)/2001, ως προκύπτει από απλή ανάγνωση των προνοιών του, όπου γίνεται αναφορά τόσο σε «ανατροπή» της καταδικαστικής απόφασης ή «αντικατάστασης» της απόφασης επί της ποινής φυλάκισης (βλ. HASAN ABUL HASHEM ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Πολ. Έφ. 130/2015, 14.5.2025).
44. Δηλαδή, ο παραπονούμενος αποζημιώνεται για σφάλμα το οποίο εμφιλοχώρησε σε δικαστική διαδικασία, το οποίο καθίσταται ως τέτοιο και πάλιν δια ρητής δικαστικής αναγνώρισης. Ειδικότερα, η ρητή αυτή αναγνώριση προέρχεται, σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Ν. 144(Ι)/2001, από την ανατροπή της καταδίκης του ή την αντικατάσταση της ποινής του ή την διαταγή για επανεκδίκαση της υπόθεσης, η οποία επανεκδίκαση απολήγει σε αθώωση του. Είναι για τον ίδιο λόγο που γίνεται αναφορά στο Άρθρο 5(1) του Νόμου σε «περίοδο της ποινής» και όχι, γενικότερα, της κράτησής του. Επομένως, ρητώς αναγνωρίζεται ότι η κράτησή του ήταν το άμεσο αποτέλεσμα του σφάλματος αυτού, στοιχεία τα οποία, σωρευτικά, στοιχειοθετούν την εις βάρος του και υποκείμενη σε αποζημίωση, αδικοπραξία.
45. Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν έχει καταδειχθεί οιαδήποτε δικαστική πλάνη ή σφάλμα στη δικαστική διαδικασία το οποίο και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η γενεσιουργός αιτία της κράτησής του. Η κράτηση του ήταν το αποτέλεσμα νόμιμων διαταγών του Δικαστηρίου και η αποφυλάκιση του αποτέλεσμα της αθωωτικής απόφασης του Κακουργιοδικείου και όχι το αποτέλεσμα ανατροπής προγενέστερης δικαστικής κρίσης. Συνεπώς, το αντικείμενο προστασίας του Ν. 144(Ι)/2001, που είναι η προηγούμενη δικαστική πλάνη (βλ. παρ. 41 και 42 ανωτέρω), εκλείπει παντελώς στη βάση των δεδομένων της υπό κρίση υπόθεσης, ώστε να τίθεται ζήτημα σύγκρισης του Ενάγοντα με πρόσωπα που εμπίπτουν εντός της εμβέλειας του Άρθρου 3 του Ν.144(Ι)/2001 και κατ’ επέκταση, ζήτημα ανισότητας. Πρόκειται για σύγκριση ανόμοιων αντικειμένων.
46. Υπό το φως των πιο πάνω ούτε και σε αυτή την βάση δύναται να επιτύχει η απαίτηση του Ενάγοντα.
(η) Αποζημιώσεις
47. Για σκοπούς πληρότητας και μόνο εις περίπτωση που ήθελε επικρατήσει αντίθετη άποψη ως προς το ζήτημα της ευθύνης σημειώνω τα εξής.
48. Εάν γινόταν αποδεκτή η θέση του Ενάγοντα ότι θα έπρεπε να του είχαν επιδικαστεί αποζημιώσεις ανάλογες με τις αποζημιώσεις που δικαιούνται πρόσωπα υπό περιστάσεις που καλύπτονται από την εμβέλεια του Άρθρου 3 του Ν. 144(Ι)/2001, τότε, με δεδομένο το γεγονός ότι καμία μαρτυρία προσκόμισε ως προς (α) το γεγονός της εργοδότησης του αλλά και (β) το ύψος των εισοδημάτων του, θα θεωρείτο ότι ο ίδιος δεν απώλεσε οιοδήποτε εισόδημα. Εφαρμογής συνεπώς θα ετύγχανε η τελευταία παράγραφος του Άρθρου 5(2) η οποία διαλαμβάνει ότι:
«Νοείται ότι. εάν ο δικαιούχος δεν απώλεσε εισόδημα ή εάν το ποσό που απώλεσε είναι μικρότερο του ποσού που θα εισέπραττε αν το εισόδημα του ήταν ίσο με το εκάστοτε σε ισχύ κατώτατο όριο μισθών βάσει του περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών Νόμου. Κεφ. 183. η αποζημίωση δε θα μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που θα εισέπραττε αν είχε τέτοιο εισόδημα αυξημένο κατά 25%.»
49. Σημειώνω εδώ ότι το Άρθρο 5(2) του Ν. 144(Ι)/2001 θέτει ανώτατο όριο στην αποζημίωση που θα δικαιούτο με πρωταρχική αναφορά, όμως, στους παράγοντες που καθορίζονται στο Άρθρο 5(1) (βλ. HASAN ABUL HASHEM ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Πολ. Έφ. 130/2015, 14.5.2024). Το μοναδικό στοιχείο που έχει αποδειχθεί, επαναλαμβάνω, είναι η περίοδος της κράτησής του (αντιστοίχως με την περίοδο της «ποινής» ως καταγράφεται το Άρθρο 5(1)(α)). Δεν αποδείχθηκαν τα στοιχεία που καταγράφονται επί των υποπαραγράφων (β) και (γ) του Άρθρου 5(1) ανωτέρω. Στη βάση του Άρθρου 5 του περί Κατώτατου Ορίου Μισθών Διατάγματος του 2022 (ΚΔΠ 350/2022) που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 2.9.2022[12] και εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του Άρθρου 3(1) του περί Κατώτατου Ορίου Μισθών Νόμου Κεφ. 183, ο κατώτατος μισθός καθορίστηκε σε ποσό ύψους €940 μηνιαίως. Με δεδομένο το γεγονός ότι ο Ενάγων βρισκόταν υπό κράτηση για περίοδο 11 μηνών, τότε, θα επιδίκαζα ως τέτοια αποζημίωση το συνολικό ποσό των €10.340 (€940 x 11), πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής (βλ. κατ’ αναλογίαν HASAN ABUL HASHEM (ανωτέρω)). Δεν θα επιδίκαζα το ανώτατο όριο, ήτοι, το προαναφερόμενο ποσό αυξημένο κατά 25%, ελλείψει λοιπών στοιχείων ως αυτά καθορίζονται στο Άρθρο 5(1) του Νόμου Ν. 114(Ι)/2001.
50. Σε περίπτωση δε που η απαίτηση επιτύγχανε σε οιαδήποτε άλλη βάση, τότε, έχοντας κατά νουν τη νομολογία ως προς τον καθορισμό εύλογης και δίκαιης αποζημίωσης (βλ. Τάκης Γιάλλουρου ν. Ευγένιου Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558 και βλ. MORTEZA MOLLA ZEIN AL ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ. Αγωγής 7720/05, 15.3.2014 υπό Στ. Χατζηγιάννη, Α.Ε.Δ (ως ήταν τότε)), υπό το φως των πιο πάνω περιστάσεων, αποτελεί την κρίση του Δικαστηρίου ότι το ίδιο ποσό θα αποτελούσε δίκαιη αποζημίωση (equitable compensation), πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Σημειώνω εδώ ότι ουδεμία εκ των ειδικών ζημιών που αξίωσε ο Ενάγων στοιχειοθετήθηκε από οιαδήποτε μαρτυρία και συναφώς οι αξιώσεις υπό των παρ. Δ και Ε θα υπόκειντο σε απόρριψη.
(θ) Κατάληξη
51. Υπό το φως όλων των πιο πάνω η αγωγή του Ενάγοντα δεν δύναται να επιτύχει και απορρίπτεται. Ενόψει της αποτυχίας της αγωγής, τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον του Ενάγοντα και υπέρ του Εναγόμενου, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.)………….………..………
Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Βλ. παρ. 5 της Έκθεσης Απαίτησης.
[2] Βλ. παρ. 24 μέχρι 31 της Έκθεσης Απαίτησης.
[3] Βλ. παρ. 23 της Έκθεσης Απαίτησης.
[4] Βλ. παρ. 1 της Έκθεσης Απαίτησης.
[5] Βλ. παρ. 20(Στ) της Έκθεσης Απαίτησης.
[6] Βλ. παρ. 7 της Έκθεσης Υπεράσπισης.
[7] Βλ. λ.χ. Χαράλαμπου Κυριάκου Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130 και εκεί αναφερόμενες αυθεντίες.
[8] Βλ. παρ. 22 της Έκθεσης Απαίτησης του.
[9] Βλ. επίσης “Guide on Article 5 of the European Convention of Human Right to Liberty and Security”, ημερ. έκδοσης 28.2.2025, παρ. 304: “Article 5.5 is complied with where it is possible to apply for compensation in respect of a deprivation of liberty effected in conditions contrary to paragraphs 1, 2, 3 or 4 (Michalak v. Slokavia, 2011 at 204; Lobanov v. Russia, 2008, at 54.)
[10] Βλ. σελ. 11 της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου του Ενάγοντα.
[11] Βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Έβδομου Πρωτόκολλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες, παρ. 25.
[12] Ε. Ε. Παρ. ΙΙΙ(1), Αρ. 5737, Σελ. 2271, 2/9/2022.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο