
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Ηλία, Ε.Δ.
Αίτηση αρ. 24/2021
Αναφορικά με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 1896/2006 και τον περί Διαδικασίας Ευρωπαϊκής Διαταγής Πληρωμής Διαδικαστικό Κανονισμό 7/2008
Μεταξύ:-
R. A. Halls Society Ltd
Ενάγουσα
-και-
1. Κωνσταντίνα Βολτυράκη
2. Αντώνιος Βολτυράκης
Εναγόμενοι
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ημερομηνία: 30 Μάϊου 2025
Για Ενάγουσα: κ. Π. Χατζημιχαήλ για Παπαδόπουλος, Λυκούργος & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενους 1 και 2: κα Μ. Φλουρέντζου για Ε. Μιχαήλ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Κατόπιν καταχώρισης ένστασης / δήλωσης αντιρρήσεων από μέρους των Εναγομένων 1 και 2 στην Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής, η οποία εκδόθηκε στις 14/6/2021 υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον τους για το ποσό των €1,754.60, πλέον τόκους και έξοδα, η διαφορά εκδικάστηκε με βάση τους ημεδαπούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας ως υπόθεση ταχείας εκδίκασης.
Χρήσιμη είναι η αναφορά στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ημ. 5/12/2024, στην υπόθεση C-389/23, Bulgarfrukt – Fruchthandels GmbH κατά Oranzherii Gimel II EOOD, σκέψεις 34-39:
«34 Πρώτον, επισημαίνεται ότι από την αιτιολογική σκέψη 9 και από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1896/2006 προκύπτει ότι σκοπός του κανονισμού είναι, μεταξύ άλλων, η απλούστευση, η επιτάχυνση και η μείωση των εξόδων της εκδίκασης διαφορών σε διασυνοριακές υποθέσεις όσον αφορά μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις με τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, Uniqa Versicherungen, C‑18/21, EU:C:2022:682, σκέψη 20).
35 Η εν λόγω απλοποιημένη και ομοιόμορφη διαδικασία δεν διεξάγεται κατ’ αντιμωλίαν. Ειδικότερα, ο καθού λαμβάνει γνώση της έκδοσης της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής μόνον όταν αυτή του επιδίδεται ή του κοινοποιείται και μόνον κατά τον ίδιο χρόνο λαμβάνει γνώση, όπως προκύπτει από το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 1896/2006, της δυνατότητάς του είτε να καταβάλει στον αιτούντα το ποσό το οποίο ορίζεται στη διαταγή είτε να αντιταχθεί στη διαταγή με την υποβολή δήλωσης αντιρρήσεων στο δικαστήριο προέλευσης (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, Uniqa Versicherungen, C‑18/21, EU:C:2022:682, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
36 Η δυνατότητα του καθού να υποβάλει δήλωση αντιρρήσεων έχει ως σκοπό να αντισταθμίσει το γεγονός ότι το σύστημα που καθιερώνει ο κανονισμός 1896/2006 δεν προβλέπει τη συμμετοχή του καθού στην ευρωπαϊκή διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την απαίτηση μετά την έκδοση της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 2015, Thomas Cook Belgium, C‑245/14, EU:C:2015:715, σκέψη 28, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, Uniqa Versicherungen, C‑18/21, EU:C:2022:682, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
37 Η δήλωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την περάτωση της ευρωπαϊκής διαδικασίας για την έκδοση διαταγής πληρωμής και προκαλεί την αυτόματη μετάβαση της διαφοράς στην τακτική διαδικασία, είτε πρόκειται για την ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) 861/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών (ΕΕ 2007, L 199, σ. 1), είτε για οποιαδήποτε άλλη κατάλληλη εθνική διαδικασία της πολιτικής δικονομίας, εκτός εάν ο αιτών έχει ζητήσει ρητά να λήξει η διαδικασία στην περίπτωση υποβολής δήλωσης αντιρρήσεων (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 2013, Goldbet Sportwetten, C‑144/12, EU:C:2013:393, σκέψη 31, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, Uniqa Versicherungen, C‑18/21, EU:C:2022:682, σκέψη 23).»
Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτηση της, η Ενάγουσα κατά ή περί τις 19/5/2020 συνήψε με την Εναγόμενη 1 γραπτή συμφωνία για την ενοικίαση δωματίου σε φοιτητικές εστίες για την περίοδο 14/9/2020 – 5/9/2021 έναντι του συνολικού ενοικίου των €6,297.48 (€123.48 ανά βδομάδα) πληρωτέου όχι αργότερα από την 1/9/2020 (εφεξής «η Συμφωνία»). Ο Εναγόμενος 2 με γραπτή συμφωνία εγγυήθηκε την πιστή τήρηση των όρων της Συμφωνίας από μέρους της Εναγομένης 1 και ανέλαβε από κοινού και/ή κεχωρισμένα με αυτή την αποζημίωση της Ενάγουσας για κάθε ζημιά συνεπεία παράβασης των όρων της Συμφωνίας (εφεξής «η Συμφωνία Κάλυψης και Εγγύησης»). Αν και η Ενάγουσα τήρησε τις υποχρεώσεις της, η Εναγόμενη 1 δεν κατέβαλε το συμφωνηθέν ενοίκιο και στις 24/9/2020 ενημέρωσε εκπρόσωπο της Ενάγουσας ότι επιθυμούσε την ακύρωση της Συμφωνίας. Κατά ή περί τις 2/10/2020 παράνομα τερμάτισε τη Συμφωνία, χωρίς η Ενάγουσα να συμφωνήσει, εγκατέλειψε το υποστατικό και κατέβαλε €315 έναντι του συμφωνηθέντος ενοικίου. Η Ενάγουσα κατακράτησε νόμιμα την εγγύηση ύψους €400. Έπειτα από πολλές προσπάθειες, η Ενάγουσα κατάφερε να ενοικιάσει το υποστατικό από την 1/2/2021 σε τρίτο πρόσωπο. Με επιστολή της, ημερομηνίας 5/3/2021, προς τους Εναγόμενους 1 και 2, η Ενάγουσα απαίτησε το ενοίκιο που αντιστοιχούσε στην περίοδο 14/9/2020-31/1/2021, κατόπιν της αφαίρεσης του συνολικού ποσού των €715, ήτοι το ποσό των €1,754.60.
Οι Εναγόμενοι 1 και 2 καταχώρισαν Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση απορρίπτοντας την αξίωση και τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας και αξίωσαν την έκδοση διατάγματος με το οποίο να κηρύσσονται άκυρες η Συμφωνία και η Συμφωνία Κάλυψης και Εγγύησης καθώς και απόφαση για το ποσό των €315, πλέον νόμιμο τόκο. Προβάλλουν εν συντομία τα ακόλουθα:
Η Εναγόμενη 1, φοιτήτρια νομικής εξ Ελλάδος, δεν είχε σκοπό να ανανεώσει την ενοικίαση της φοιτητικής εστίας για το έτος 2020-2021 αφού από τον Απρίλιο 2020, λόγω της πανδημίας, τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο της δεν θα διεξάγονταν με φυσική παρουσία αλλά διαδικτυακά. Παρ’ όλο που η Ενάγουσα γνώριζε το γεγονός αυτό, 4 μήνες πριν την λήξη της ενοικίασης για την περίοδο 2019-2020, ασκώντας ψυχική πίεση οδήγησε την Εναγόμενη 1 στην υπογραφή της ανανεωμένης συμφωνίας τονίζοντας της ότι δεν θα της έδινε την επιλογή ανανέωσης τον Σεπτέμβρη ώστε πρώτα να λάμβανε την τελική ενημέρωση από το πανεπιστήμιο για τον τρόπο διεξαγωγής των μαθημάτων. Η Ενάγουσα εκμεταλλεύτηκε την πλεονεκτική διαπραγματευτική της θέση και τη δυνατότητα της να κυριαρχεί επί της θέλησης της Εναγομένης 1 εκβιάζοντας και απειλώντας την ότι θα έμενε χωρίς κατάλυμα με την έναρξη του νέου ακαδημαϊκού έτους. Η Εναγόμενη 1 υπέγραψε τη Συμφωνία υπό το καθεστώς ψυχικής πίεσης και χωρίς ελεύθερη βούληση.
Άνευ βλάβης, ήταν εξυπακουόμενος όρος της Συμφωνίας ότι η χρήση του υποστατικού και/ή η ανανέωση της ενοικίασης εξαρτούνταν από τον τρόπο λειτουργίας του πανεπιστημίου. Ως εκ τούτου, λόγω της ειδοποίησης που η Εναγόμενη 1 έλαβε από το πανεπιστήμιο περί τον Ιούλιο 2020, ότι τα μαθήματα θα διεξάγονταν διαδικτυακά, ο σκοπός της Συμφωνίας ματαιώθηκε.
Η Εναγόμενη 1 ενημέρωσε την Ενάγουσα για την ως άνω πληροφόρηση που έλαβε τόσο προφορικά περί τις 25/9/2020 όσο και γραπτά και εξέφρασε την επιθυμία της να μην προχωρήσει στην ενεργοποίηση της Συμφωνίας και να προχωρήσει στη λύση της. Η Ενάγουσα εξυπακουόμενα αποδέχθηκε την λύση και/ή τον τερματισμό της Συμφωνίας αφού σε ηλεκτρονικό της μήνυμα, ημερομηνίας 25/9/2020, κάλεσε την Εναγόμενη 1 να αδειάσει και παραδώσει αμέσως το δωμάτιο προκειμένου να μην επιβαρυνθεί με ολόκληρο το ποσό της Συμφωνίας.
Μετά από εντολές της Ενάγουσας, η Εναγόμενη 1 μετέβη στις εστίες περί τις 30/9/2020 και αντιλήφθηκε ότι κατ’ εντολή της Ενάγουσας η κάρτα εισόδου της απενεργοποιήθηκε χωρίς κανένα δικαίωμα. Οι υπάλληλοι της Ενάγουσας, αρνούμενοι να την ενεργοποιήσουν, εκβίαζαν την Εναγόμενη 1 να τους καταβάλει, αρχικά, το ποσό των €500, και, τελικά, το ποσό των €315, παρουσιάζοντας το ως δική της οφειλή, την οποία, όμως, η ίδια δεν γνώριζε και/ή θεωρούσε αβάσιμη και αδικαιολόγητη. Αφού την υποχρέωσαν και/ή της επέβαλαν να παραμείνει στο χώρο υποδοχής για 5 ώρες και αφού δέχθηκε απειλές και/ή υπέρμετρη πίεση ως προς το ότι αν δεν κατέβαλλε το αιτούμενο ποσό δεν θα της επέτρεπαν την είσοδο στο δωμάτιο, όπου βρίσκονταν τα προσωπικά της αντικείμενα, και θα την έβγαζαν έξω για όλο το βράδυ, η Εναγόμενη 1 αναγκάστηκε να πληρώσει το ποσό των €315 και, έπειτα, εκκένωσε το δωμάτιο.
Άνευ βλάβης, οι Εναγόμενοι 1 και 2 υποστηρίζουν ότι παρά την αποδοχή του τερματισμού από την Ενάγουσα, η τελευταία δεν έλαβε νωρίτερα οποιαδήποτε μέτρα ενοικίασης του δωματίου επιδεικνύοντας καθυστέρηση 5 μηνών.
Σε ό,τι αφορά τη Συμφωνία Κάλυψης και Εγγύησης, στην παρ. 5 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης γίνεται παραδεκτό ότι ο Εναγόμενος 2 παρείχε την σχετική εγγύηση. Στην παρ. 15, όμως, προβάλλεται η κατηγορηματική άρνηση περί του ότι προέβη σε γραπτή συμφωνία συνεχούς κάλυψης και εγγύησης ως ο νόμος ορίζει. Διαζευκτικά, προβάλλεται ότι εφόσον η Συμφωνία είναι άκυρη, μολύνεται και συμπαρασύρεται σε ακυρότητα και οποιαδήποτε συμφωνία εγγύησης.
Με την Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση η Ενάγουσα αρνείται τους ισχυρισμούς και απορρίπτει τις αξιώσεις των Εναγομένων 1 και 2 προβάλλοντας τις δικές της περί του αντιθέτου θέσεις.
Προς υποστήριξη των θέσεων της Ενάγουσας, καταχωρίστηκε ένορκη δήλωση της Άντρεας Ρωτού (ΜΕ1) και της Φωτεινής Παπαευριπίδου (ΜΕ2). Από μέρους των Εναγομένων 1 και 2 κατατέθηκε ένορκη δήλωση της Κωνσταντίνας Βολτυράκη, Εναγομένης 1 (ΜΥ). Ουδείς εκ των μαρτύρων αντεξετάστηκε.
Σύνοψη μαρτυρίας
Η Άντρεα Ρωτού (ΜΕ1), διευθύντρια της Ενάγουσας, στην ένορκη δήλωση της (εφεξής «ΕΔ ΜΕ1») αναφέρθηκε στη σύσταση της Ενάγουσας (Τεκμήριο 1), στην ιδιοκτησία των επίδικων εστιών (Τεκμήριο 2), στη Συμφωνία με την Εναγόμενη 1 και τη Συμφωνία Κάλυψης και Εγγύησης (Τεκμήριο 3) καθώς και στα προηγούμενα ενοικιαστήρια έγγραφα με την Εναγόμενη 1 (Τεκμήριο 4). Αναφέρθηκε, επίσης, στην ενημέρωση εκπροσώπου της Ενάγουσας από την Εναγομένη 1 στις 24/9/2020 περί του ότι επιθυμούσε να ακυρώσει τη Συμφωνία και στην σχετική απάντηση της Ενάγουσας, ημερομηνίας 25/9/2020. Περαιτέρω, αναφέρθηκε στην μετάβαση της Εναγομένης 1 στις εστίες για να μαζέψει τα προσωπικά της αντικείμενα, στο ζήτημα της απενεργοποίησης της κάρτας εισόδου καθώς και στη διαφήμιση και ενοικίαση του υποστατικού σε τρίτο πρόσωπο για την περίοδο 1/2/2021-5/9/2021 (Τεκμήριο 5). Τέλος, αναφέρθηκε στην επιστολή της Ενάγουσας προς τους Εναγομένους 1 και 2 (Τεκμήριο 6), στην απάντηση της Εναγομένης 1 (Τεκμήριο 7) και στην απάντηση των δικηγόρων της Ενάγουσας (Τεκμήριο 8).
Η Φωτεινή Παπαευριπίδου (ΜΕ2), υπεύθυνη του λογιστηρίου της Ενάγουσας, στην ένορκη δήλωση της (εφεξής «ΕΔ ΜΕ2») αναφέρθηκε στις καταβολές της Εναγομένης 1 σε σχέση με τη Συμφωνία και τον τρόπο υπολογισμού του αξιούμενου ποσού επισυνάπτοντας σχετική κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 1).
Η Κωνσταντίνα Βολτυράκη, Εναγόμενη 1 (ΜΥ), στην ένορκη δήλωση της (εφεξής «ΕΔ ΜΥ») αναφέρθηκε στη συμφωνία ενοικίασης, ημερομηνίας 12/9/2018 (Τεκμήριο 1), στο ποσό της εγγύησης και σε προβλήματα που αντιμετώπισε κατά την άφιξη της στο δωμάτιο την πρώτη χρονιά της ενοικίασης του. Αναφέρθηκε, επίσης, στη διαδικτυακή διεξαγωγή των μαθημάτων από τον Απρίλιο 2020, στην μη ύπαρξη πρόθεσης από μέρους της για ανανέωσης του ενοικιαστηρίου συμβολαίου και στα όσα την οδήγησαν στην υπογραφή της Συμφωνίας. Περαιτέρω, αναφέρθηκε στην επίσημη πληροφόρηση που έλαβε από το πανεπιστήμιο περί τον Ιούλιο 2020, στην ειδοποίηση της Ενάγουσας για την επιθυμία της να μην προχωρήσει με την ενεργοποίηση της Συμφωνίας και να προχωρήσει στη λύση της, στην αποδοχή από μέρους της Ενάγουσας της λύσης και τερματισμού της Συμφωνίας και στην μετάβαση της στην εστία για την εκκένωση του χώρου. Αναφέρθηκε, τέλος, στην απενεργοποίηση της κάρτας εισόδου, στον εκβιασμό για αποπληρωμή παρουσιαζόμενης οφειλής της καθώς και στην πίεση, τις απειλές και την απάνθρωπη συμπεριφορά που δέχτηκε.
Η ακρόαση ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των μερών, οι οποίες έχουν μελετηθεί από το Δικαστήριο και δεν κρίνεται απαραίτητη η λεπτομερής αναφορά σε αυτές.
Ανάλυση και αξιολόγηση μαρτυρίας
Η προσκομισθείσα μαρτυρία αξιολογείται με σκοπό να διαφανούν τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης (δέστε Wynne v Mavronicola (2009) 1 ΑΑΔ 1138). Εξέτασα με προσοχή το σύνολο της μαρτυρίας και τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου έχοντας κατά νου τη σχετική νομολογία που αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Καταρχάς, θα πρέπει να λεχθεί ότι η υπογραφή της Συμφωνίας, Τεκμήριο 3 στην ΕΔ ΜΕ1, στις 19/5/2020 από μέρους της Εναγομένης 1 δεν αμφισβητείται, αλλά αντίθετα γίνεται δεκτή από μέρους της, υπό την αίρεση, βεβαίως, της θέσης της περί ψυχικής πίεσης. Ουδέν δε τέθηκε σε σχέση με το περιεχόμενο της και ως εκ τούτου προκύπτει να είναι παραδεκτό. Σχετική είναι η δικογραφική παραδοχή στην παρ. 4 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης.
Όσον αφορά την σύναψη της Συμφωνίας Κάλυψης και Εγγύησης από μέρους του Εναγομένου 2 (Παράρτημα Γ στη Συμφωνία, Τεκμήριο 3 στην ΕΔ ΜΕ1), η μαρτυρία της ΜΕ1 σε σχέση με το ότι υπογράφηκε από αυτόν ουδόλως αμφισβητήθηκε και ούτε προβλήθηκε οτιδήποτε σε σχέση το περιεχόμενο της, το οποίο, επίσης, προκύπτει να είναι παραδεκτό.
Σε ό,τι αφορά τις συνθήκες υπογραφής της Συμφωνίας από την Εναγόμενη 1, από τη μια η θέση της Ενάγουσας είναι ότι συνήφθη με την ελεύθερη βούληση της Εναγόμενης 1, ΜΥ, και από την άλλη η θέση της τελευταίας είναι ότι την υπέγραψε κατόπιν ψυχικής πίεσης που δέχτηκε από την Ενάγουσα. Προέβαλε, συγκεκριμένα, τα εξής:
- Η Ενάγουσα γνώριζε περί της μετάβασης από τα δια ζώσης μαθήματα στα διαδικτυακά.
- Η Ενάγουσα τόνισε και προειδοποίησε την ΜΥ ότι εάν δεν υπέγραφε την ανανέωση του ενοικιαστηρίου εγγράφου θα έπρεπε να έφευγε άμεσα και δεν θα της δινόταν η επιλογή ανανέωσης τον Σεπτέμβριο, αφού το επίδικο δεν θα ήταν μεταγενέστερα διαθέσιμο, παρ’ όλο που η ΜΥ τους ανέφερε ότι δεν είχε ενημέρωση από το πανεπιστήμιο για τον τρόπο διεξαγωγής των μαθημάτων την νέα χρονιά.
- Η Ενάγουσα εκμεταλλεύτηκε την πλεονεκτική διαπραγματευτική της θέση και τη δυνατότητα της να κυριαρχήσει επί της θέλησης της ΜΥ.
Κατά πρώτον, ως προκύπτει από το σύνολο των όσων η ΜΥ ανέφερε, κατά τον χρόνο υπογραφής της Συμφωνίας, ήτοι στις 19/5/2020, δεν ήταν βέβαιο ότι την επικείμενη, νέα ακαδημαϊκή χρονιά τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο όπου φοιτούσε θα διεξάγονταν διαδικτυακά. Εξ ου και η ίδια ανέφερε ότι διεξάγονταν διαδικτυακά «από τον Απρίλιο του 2020 και σε αόριστο μεταγενέστερο χρόνο» και εν τέλει τον Ιούλιο 2020 έλαβε περί τούτου επίσημη πληροφόρηση από το πανεπιστήμιο. Επομένως, ουδόλως προκύπτει ότι η Ενάγουσα γνώριζε ή θα μπορούσε να γνωρίζει θετικά κατά τη σύναψη της Συμφωνίας ότι τα μαθήματα κατά τη νέα ακαδημαϊκή χρονιά θα διεξάγονταν διαδικτυακά. Προς τούτο λαμβάνω υπόψη και το ότι ουδόλως έχει υποστηριχθεί ότι η Ενάγουσα είχε οποιαδήποτε οργανική ή άλλη σχέση με το πανεπιστήμιο. Αυτό που προκύπτει να υφίστατο κατά το χρόνο σύναψης της Συμφωνίας ήταν το ενδεχόμενο διαδικτυακής διεξαγωγής των μαθημάτων κατά την επικείμενη ακαδημαϊκή χρονιά.
Κατά δεύτερον, όσον αφορά την θέση της ΜΥ περί του ότι η Ενάγουσα της ανέφερε ότι εάν δεν υπέγραφε την Συμφωνία θα έπρεπε να έφευγε άμεσα, δεν αμφισβητείται ότι κατά το χρόνο σύναψης της Συμφωνίας υπήρχε ήδη σε ισχύ συμφωνία ενοικίασης μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγομένης 1, η οποία περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο 4, ΕΔ ΜΕ1 και αφορούσε την περίοδο 16/9/2019-6/9/2020. Επομένως, η εν λόγω αναφορά της Εναγομένης 1 συνεπάγεται πρόθεση της Ενάγουσας να αθετούσε την συμφωνία ενοικίασης, η οποία ήταν σε ισχύ κατά την σύναψη της Συμφωνίας. Τέτοια θέση, όμως, ουδόλως καλύπτεται από το δικόγραφο των Εναγομένων 1 και 2 και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Πέραν τούτου, η ΜΥ ανέφερε ότι δεν θα της δινόταν η επιλογή ανανέωσης τον Σεπτέμβριο, αφού, ως υποστηρίζει, το επίδικο δεν θα ήταν μεταγενέστερα διαθέσιμο. Η ΜΥ ουδόλως προσδιορίζει και ουδεμία λεπτομέρεια δίδει ως προς το πρόσωπο από το οποίο και τον ακριβή χρόνο κατά τον οποίο κατ’ ισχυρισμό της έγινε η εν λόγω αναφορά. Ακόμα, όμως, κι αν δεχτούμε ότι η Ενάγουσα δεν θα παρείχε στην Εναγόμενη 1 μεταγενέστερα την δυνατότητα ανανέωσης της συμφωνίας ενοικίασης και το επίδικο δωμάτιο δεν θα ήταν μεταγενέστερα διαθέσιμο, ουδόλως προκύπτει πειστικά ότι η ΜΥ δεν είχε άλλη επιλογή παρά να υπογράψει την Συμφωνία και ότι την υπέγραψε υπό το κράτος και εξαιτίας της κατ’ ισχυρισμό της ψυχικής πίεσης. Προς τούτο εύλογα προκύπτουν τα ακόλουθα ερωτήματα, τα οποία παρέμειναν αναπάντητα και δημιουργούν κατά την κρίση μου ρήγματα στην αξιοπιστία των όσων η ΜΥ ανέφερε περί ψυχικής πίεσης: Αν η σουίτα με αρ. [.], την οποία η ΜΥ ενοικίαζε κατά τις προηγούμενες 2 χρονιές (Τεκμήριο 4, ΕΔ ΜΥ1) και επιθυμούσε να ενοικιάσει και για την επίδικη περίοδο, δεν ήταν διαθέσιμη τον Σεπτέμβρη 2020, η ΜΥ δεν θα μπορούσε κατ’ εκείνο το χρόνο να ενοικιάσει άλλο ή άλλο αντίστοιχο δωμάτιο στις εστίες της Ενάγουσας; Περαιτέρω, ακόμα κι αν η Ενάγουσα τον Σεπτέμβρη 2020 δεν της έδινε καθόλου την επιλογή να ενοικιάσει οποιοδήποτε δωμάτιο στις εστίες της, η ΜΥ δεν είχε οποιαδήποτε άλλη επιλογή, δηλαδή να ενοικιάσει οπουδήποτε αλλού εκτός από τις εστίες της Ενάγουσας;
Οι δε αναφορές της ΜΥ περί του ότι η Ενάγουσα εκμεταλλεύτηκε την πλεονεκτική διαπραγματευτική της θέση και τη δυνατότητα της να κυριαρχήσει επί της θέλησης της ουδόλως στοιχειοθετήθηκαν, προβάλλουν γενικές και αόριστες και παρέμειναν κατά την κρίση μου ατεκμηρίωτες και μετέωρες.
Εν τέλει, ουδόλως τα όσα ισχυρίζεται η ΜΥ προβάλλουν πειστικά σε βαθμό που να μπορούσε να γίνει αποδεκτό, κατ’ ουσία, ότι η Ενάγουσα «…άσκησε πραγματικό εξαναγκασμό ή ότι … άσκησε πάνω στο μυαλό [της Εναγομένης 1] τέτοιο βαθμό γενικής κυριαρχίας ή ελέγχου έτσι που να είχε υπονομευθεί ουσιωδώς η δυνατότητα να λάβει μια ανεξάρτητη απόφαση.» (Ιωάννου ν Χαραλαμπίδου (1998) 1 ΑΑΔ 555).
Όσον αφορά την θέση περί λύσης της Συμφωνίας, γίνεται εκατέρωθεν δεκτό ότι σχετική είναι η ενημέρωση που έλαβε η Ενάγουσα από την ΜΥ. Η ΜΕ1 ανέφερε ότι η εν λόγω ενημέρωση έλαβε χώρα στις 24/9/2020 και η ΜΥ «περί τις 25 Σεπτεμβρίου 2020», πλην, όμως, η ΜΥ επισυνάπτει στην ΕΔ της σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα της προς την Ενάγουσα, στο οποίο γίνεται αναφορά και σε τηλεφωνική ενημέρωση και φέρει ημερομηνία 24/9/2020 (Τεκμήριο 2Α). Δέχομαι, επομένως, ότι η σχετική επικοινωνία έγινε στις 24/9/2020.
Επί της ουσίας, η ΜΥ προβάλλει στην ΕΔ της ότι «και εγώ αλλά και ο πατέρας μου δηλαδή ο Εναγόμενος 2, δηλώσαμε την επιθυμία μου να μην προχωρήσω στην ενεργοποίηση της ανανέωσης της συμφωνίας ενοικίασης και να προχωρήσω στη λύση της ανανεωμένης συμφωνίας ενοικίασης.». Σημειώνω ότι δεν τίθεται ζήτημα «μη ενεργοποίησης της ανανέωσης της συμφωνίας ενοικίασης» αφού η περίοδος ενοικίασης είχε ήδη αρχίσει να τρέχει από τις 14/9/2020, ως προκύπτει από τη Συμφωνία, και συνιστά κοινό υπόβαθρο ότι κατά τον χρόνο εκείνο τα πράγματα της Εναγόμενης 1 βρίσκονταν ήδη μέσα στο επίδικο δωμάτιο και κατείχε την σχετική κάρτα εισόδου. Στο μήνυμα της ΜΥ προς την Ενάγουσα (Τεκμήριο 2Α, ΕΔ ΜΥ) αναγράφονται συγκεκριμένα τα εξής: «Έχω ενημερώσει τηλεφωνικός [sic] πως δεν έχει γίνει ακόμα η πληρωμή καθώς θα θα [sic] πάψω να μένω στο κτίριο λόγω πανδημίας δεν θα γίνουν τα μαθήματα δια ζώσης θα γίνουν εξ αποστάσεως οπότε δεν πάρε βρίσκομαι [sic] Κύπρο Σας ζητώ να μου δώσετε διορία μέχρι να ανέβω Κύπρο να μαζέψω τα πράγματα μου και να σας επιστρέψω και την κάρτα του δωματίου μου». Αυτό που κατ’ ουσία προκύπτει είναι ότι η Εναγόμενη 1 ενημέρωσε την Ενάγουσα για την επιθυμία της να μην συνεχίσει η εκτέλεση της Συμφωνίας.
Το ζήτημα που θα πρέπει να εξεταστεί αφορά στο κατά πόσο η Ενάγουσα αποδέχθηκε τον καλούμενο από τα μέρη «τερματισμό και λύση της Συμφωνίας». Και οι δύο πλευρές αναφέρονται σε σχέση με το ζήτημα αυτό στην απάντηση της Ενάγουσας προς την Εναγόμενη 1, ημερομηνίας 25/9/2020, υποστηρίζοντας, αφενός, η ΜΕ1 ότι η Ενάγουσα δεν συγκατατέθηκε, και, αφετέρου, η ΜΥ ότι η Ενάγουσα «αποδέχτηκε αμέσως την λύση και τον τερματισμό της συμφωνίας, χωρίς καμία αντίρρηση». Αν και το έγγραφο της απάντησης της Ενάγουσας δεν κατατέθηκε στο Δικαστήριο από καμιά πλευρά, δεν προκύπτει ουσιαστική διάσταση σε σχέση με το περιεχόμενο της. Η μεν ΜΥ αναφέρει ότι η Ενάγουσα «[την] κάλεσε όπως εκκενώσ[ει] και παραδώσ[ει] άμεσα το δωμάτιο, προκειμένου να μην επιβαρυνθ[εί] ολόκληρο το ποσό της συμφωνίας». Η δε ΜΕ1 αναφέρει ότι ενημέρωσαν την ΜΥ ότι «…σε περίπτωση ακύρωσης συμβολαίου χάνεις το ποσό της εγγύησης, θα πρέπει να πληρώσεις για τις έξτρα μέρες που κράτησες το δωμάτιο και αν έχει οποιανδήποτε έξτρα ζημιά του δωματίου. Σε περίπτωση που το δωμάτιο δεν κλείσει σε κάποιον άλλο οφείλεις βάση [sic] του υπογεγραμμένου σου συμβολαίου να πληρώσεις τις δόσεις του συμβολαίου σου.» και «ότι για να μην επιβαρυνθεί με ολόκληρο το ενοίκιο, θα έπρεπε το Υποστατικό να αδειάσει για να μπορεί να κλείσει σε τρίτο πρόσωπο….». Εξ ου και η ΜΕ1 αναφέρει ότι η Ενάγουσα εν τέλει έλαβε την κατοχή της σουίτας άνευ βλάβης και με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων της.
Αυτό που προκύπτει από την απάντηση της Ενάγουσας είναι ότι η ίδια αποδέχθηκε την πρόθεση της Εναγομένης 1 να μην συνεχίσει με την εκτέλεση της Συμφωνίας, υπό την έννοια ότι δεν επέμεινε στην εκτέλεση της από αυτήν, αλλά, αντίθετα, δέχθηκε την αποδέσμευση αμφότερων των μερών από τις μελλοντικές συμβατικές υποχρεώσεις τους εξ ου και αναφέρθηκε σε εκκένωση του δωματίου και ενοικίαση του σε τρίτο πρόσωπο. Η Ενάγουσα κατέστησε, όμως, σαφή την πρόθεση της να αξιώσει αποζημιώσεις εξ ου και η εκκένωση του δωματίου διασυνδέθηκε με τη δυνατότητα ενοικίασης του σε τρίτο πρόσωπο προς μείωση του ποσού που θα έπρεπε, κατά την Ενάγουσα, να καταβάλει η Εναγόμενη 1. Η διαφωνία των μερών επί του προκειμένου, στη ρίζα της, κατά την κρίση μου, δεν αφορά στα πραγματικά γεγονότα αλλά στις νομικές προεκτάσεις τους.
Προκύπτει να συνιστά κοινό τόπο ότι στις 30/9/2020 η Εναγόμενη 1 μετέβη στην εστία για να εκκενώσει το επίδικο δωμάτιο και διαπιστώθηκε ότι η κάρτα εισόδου της ήταν απενεργοποιημένη. Η Εναγομένη 1 κατέβαλε το ποσό των €315 και εν τέλει η κάρτα ενεργοποιήθηκε. Αφενός, η ΜΕ1 προβάλλει ότι η απενεργοποίηση της κάρτας οφειλόταν σε τεχνικό πρόβλημα και ότι η Εναγόμενη 1 κατέβαλε το ποσό των €315 έναντι του οφειλόμενου ενοικίου. Αφετέρου, η ΜΥ υποστηρίζει ότι οι υπάλληλοι στην υποδοχή κατόπιν εντολής της Ενάγουσας «μπλόκαραν τη [sic] κάρτα εισόδου [της] και αρνούμενοι να την ενεργοποιήσουν» την εκβίαζαν να τους πληρώσει το κατά την ίδια αναιτιολόγητο ποσό των €500, και, τελικά, των €315, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η κάρτα της για να μπορέσει να εισέλθει στο δωμάτιο και να μαζέψει τα πράγματα της. Την υποχρέωσαν δε να παραμείνει στο χώρο υποδοχής για 5 συνεχόμενες ώρες και την απείλησαν ότι αν δεν κατέβαλλε το πιο πάνω ποσό θα την έβγαζαν έξω από τις εστίες για όλο το βράδυ.
Η αναφορά της ΜΕ1 περί τεχνικού προβλήματος είναι και γενική και αόριστη εφόσον ουδόλως παρασχέθηκαν οποιεσδήποτε σχετικές λεπτομέρειες αναφορικά με το σε τί συνίστατο το κατ’ ισχυρισμό τεχνικό πρόβλημα, πότε και πώς προέκυψε. Η ΜΕ1 ανέφερε, όμως, ότι εν πάση περιπτώσει «…η Ενάγουσα θα είχε κάθε δικαίωμα να απενεργοποιήσει την κάρτα εισόδου της Εναγομένης 1 σύμφωνα με τον όρο 3.3 της Συμφωνίας.».
Ο όρος 3.3 της Συμφωνίας προβλέπει τα ακόλουθα: «Σε περίπτωση που ο Ενοικιαστής περιαλείψει [sic] να καταβάλει στον Ιδιοκτήτη το συμφωνηθέν ποσό Ενοικίου ή μέρος αυτού ή/και οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό κατά την προκαθορισμένη ημερομηνία, τότε οι κάρτες εισόδου/πρόσβασης θα απενεργοποιούνται αυτόματα χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση. Η μέγιστη περίοδος χάριτος η οποία δύναται να δοθεί στον Ενοικιαστή μετά από γραπτό αίτημα του Ενοικιαστή στον Ιδιοκτήτη για καθυστέρηση στην καταβολή του Ενοικίου ή μέρος του Ενοικίου, δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνει της 7 (επτά) ημέρες από την καθορισμένη/ες ημερομηνία/ες πληρωμής πως [sic] αυτή/ες καθορίζεται/ονται στο Παράρτημα Α. Οι κάρτες εισόδου θα ενεργοποιούνται μόνο όταν καταχωρείται ο αριθμός της απόδειξης καταβολής Ενοικίου ή μέρος αυτού (ανάλογα με την περίπτωση) στο σχετικό σύστημα.».
Σύμφωνα με τον όρο 3.2 και το Παράρτημα Α της Συμφωνίας, το συμφωνηθέν ενοίκιο, ύψους €6,297.48, ήταν πληρωτέο το αργότερο μέχρι την 1/9/2020 και, ως είναι κοινώς αποδεκτό, η Εναγόμενη 1 δεν είχε καταβάλει μέχρι τις 30/9/2020 οποιοδήποτε ποσό έναντι αυτού. Ως προς τις περιστάσεις καταβολής του ποσού των €315, η ΜΕ1 ουδέν ανέφερε. Οι δε ισχυρισμοί της Εναγομένης 1 ότι οι υπάλληλοι της Ενάγουσας αρνήθηκαν να ενεργοποιήσουν την κάρτα εισόδου ζητώντας της να καταβάλει κάποιο ποσό και ότι εν τέλει η κάρτα ενεργοποιήθηκε μετά που κατέβαλε το ποσό των €315 συνάδουν με τα όσα διαλαμβάνονται στη Συμφωνία, προβάλλουν πειστικοί και δεν εντοπίζω οποιοδήποτε λόγο που να τους καθιστά αναξιόπιστους. Τα όσα, όμως, η ΜΥ ανέφερε περί εκβιασμού, υποχρέωσης να παραμείνει στο χώρο για 5 συνεχόμενες ώρες και απειλής της προβάλλουν, κατά την κρίση μου, υπερβολικά και ολωσδιόλου πειστικά. Λαμβάνοντας υπόψη τον πιο πάνω όρο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ποσό των €315 καταβλήθηκε έναντι του συμφωνηθέντος ενοικίου, ως η θέση της ΜΕ1, εξ ου και λογίστηκε έναντι του οφειλόμενου από την Εναγομένη 1 ποσού και η κάρτα εισόδου ενεργοποιήθηκε.
Σε ό,τι αφορά την μετέπειτα ενοικίαση του επίδικου δωματίου, ουδόλως η μαρτυρία της ΜΕ1 περί του ότι η Ενάγουσα προέβη στη διαφήμιση του μέσω εγγεγραμμένων κτηματομεσιτών αλλά και αναρτώντας το στην ιστοσελίδα της αμφισβητήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Το γεγονός δε ότι ήταν δύσκολο να βρεθεί ενοικιαστής αμέσως ενόψει του ότι η φοιτητική χρονιά είχε ήδη ξεκινήσει προβάλλει λογικό. Η ΜΕ1 προέβαλε, επίσης, ότι η ενοικίαση του υποστατικού επετεύχθη για την περίοδο 1/2/2021-5/9/2021 και προς τούτο επισύναψε στην ΕΔ της ως Τεκμήριο 5 το σχετικό ενοικιαστήριο έγγραφο. Εκτός του ότι η εν λόγω θέση της δεν αμφισβητήθηκε, υποστηρίζεται από το πιο πάνω τεκμήριο, το περιεχόμενο του οποίου, επίσης, δεν αμφισβητήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο.
Αναφορικά με την αλληλογραφία μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγομένης 1, η αποστολή της επιστολής, ημερομηνίας 2/4/2021, Τεκμήριο 7 στην ΕΔ ΜΕ1, από μέρους της Εναγομένης 1 είναι δικογραφικά παραδεκτή και ουδέν προβλήθηκε από την ΜΥ σε σχέση με την αποστολή των επιστολών της Ενάγουσας, Τεκμήρια 6 και 8, ΕΔ ΜΕ. Διαπιστώνεται, δε, ότι αποστάλθηκαν στην ηλεκτρονική διεύθυνση που αναγράφεται και στο Τεκμήριο 2Α, το οποίο επισύναψε η ίδια η ΜΥ στην ΕΔ της.
Τέλος, η ΜΕ2 στην ΕΔ της ουσιαστικά επεξήγησε τον τρόπο με τον οποίο υπολογίστηκε το αξιούμενο ποσό. Η ορθότητα των υπολογισμών της ουδόλως αμφισβητήθηκε και δέχομαι ότι είναι ορθοί εφόσον πρόκειται ουσιαστικά για επαληθεύσιμες, απλές μαθηματικές πράξεις. Βασίζονται δε στο συμφωνηθέν μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγομένης 1 ενοίκιο και συνυπολογίζουν προς πίστη της τελευταίας τόσο το κατακρατηθέν ποσό της εγγύησης (€400), σε σχέση με το οποίο ουδέν προβλήθηκε από μέρους των Εναγομένων 1 και 2, όσο και το καταβληθέν ποσό των €315. Σημειώνω, όμως, ότι σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η Ενάγουσα δικαιούται σε αποζημιώσεις, το ποσό των αποζημιώσεων και η μέθοδος υπολογισμού τους είναι ζήτημα που διέπεται από σχετικές νομικές αρχές, αναφορά στις οποίες θα γίνει πιο κάτω εάν ήθελε καταστεί απαραίτητο.
Στη βάση, λοιπόν, της πιο πάνω αξιολόγησης, κρίνω ότι η μαρτυρία της ΜΕ1 επί των αμφισβητούμενων πραγματικών γεγονότων, με εξαίρεση τη θέση της σε σχέση με τον λόγο απενεργοποίησης της κάρτας εισόδου, παρουσιάζει εσωτερική συνοχή και λογική, υποστηρίζεται από σχετικά έγγραφα και δεν εντοπίζω οποιοδήποτε λόγο που να την καθιστά αναξιόπιστη. Κρίνω, επομένως, ότι είναι αξιόπιστη και την αποδέχομαι. Ομοίως, δέχομαι ότι οι υπολογισμοί της ΜΕ2 είναι ορθοί. Σε ό,τι αφορά την ΜΥ, πέραν των όσων ανέφερε και, ως εξηγήθηκε πιο πάνω, συνιστούν κοινώς αποδεκτό πραγματικό υπόβαθρο, κρίνω ότι η μαρτυρία της σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό της ψυχική πίεση που δέχθηκε για τη σύναψη της Συμφωνίας δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή οποιουδήποτε συμπεράσματος και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται. Ομοίως, και τα όσα ανέφερε περί εκβιασμού και απειλής της σε σχέση με την καταβολή του ποσού των €315. Η θέση της, όμως, ότι οι υπάλληλοι της Ενάγουσας αρνήθηκαν να ενεργοποιήσουν την κάρτα εισόδου ζητώντας της να καταβάλει κάποιο ποσό και ότι εν τέλει η κάρτα ενεργοποιήθηκε μετά που κατέβαλε το ποσό των €315 γίνεται δεκτή εφόσον συνάδει με τα όσα διαλαμβάνονται στη Συμφωνία.
Ευρήματα
Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης και των μη αμφισβητούμενων γεγονότων προβαίνω χωρίς περιορισμό στα πιο κάτω ευρήματα:
- Στις 19/5/2020 συνήφθηκε μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγομένης 1 η Συμφωνία (Τεκμήριο 3, ΕΔ ΜΕ1) βάσει της οποίας η Ενάγουσα ενοικίασε στην Εναγομένη 1 την σουίτα αρ. [.] για την περίοδο 14/9/2020-5/9/2021 έναντι του ποσού των €6,297.48, καταβλητέου όχι αργότερα από την 1/9/2020.
- Την ίδια μέρα, ο Εναγόμενος 2 εγγυήθηκε την πιστή τήρηση των όρων της Συμφωνίας από την Εναγομένη 1 με την σύναψη της Συμφωνίας Κάλυψης και Εγγύησης, η οποία περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Γ της Συμφωνίας.
- Στις 24/9/2020 η Εναγόμενη 1 ενημέρωσε την Ενάγουσα ότι για την επιθυμία της να μην συνεχίσει η εκτέλεση της Συμφωνίας.
- Στις 25/9/2020 η Ενάγουσα με την απάντηση της στην Εναγομένη 1 αποδέχθηκε την πρόθεση της Εναγομένης 1 να μην συνεχίσει με την εκτέλεση της Συμφωνίας, καθιστώντας, όμως, σαφή την πρόθεση της να αξιώσει αποζημιώσεις.
- Στις 30/9/2020, όταν η Εναγόμενη 1 μετέβη στις εστίες της Ενάγουσας για να εκκενώσει το επίδικο δωμάτιο, υπάλληλοι της Ενάγουσας ζήτησαν από την Εναγόμενη 1 να καταβάλει κάποιο ποσό προκειμένου να ενεργοποιήσουν την κάρτα εισόδου της. Η κάρτα ενεργοποιήθηκε μετά που η Εναγόμενη 1 κατέβαλε το ποσό των €315 έναντι του οφειλόμενου ενοικίου.
- Μετά την εκκένωση του επίδικου δωματίου, η Ενάγουσα προέβη σε διαφήμιση του μέσω εγγεγραμμένων κτηματομεσιτών και αναρτώντας το στην ιστοσελίδα της. Ήταν δύσκολο να βρεθεί ενοικιαστής αμέσως ενόψει του ότι η φοιτητική χρονιά είχε ήδη ξεκινήσει. Εν τέλει, το επίδικο δωμάτιο ενοικιάστηκε σε τρίτο πρόσωπο για την περίοδο 1/2/2021-5/9/2021 έναντι του ενοικίου των €3,906 (Τεκμήριο 5, ΕΔ ΜΕ1).
- Ανταλλάχθηκε αλληλογραφία μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγομένης 1, Τεκμήρια 6-8 στην ΕΔ ΜΕ1.
- Η Ενάγουσα κατακράτησε την εγγύηση ύψους €400 και πέραν του ποσού των €315 η Εναγόμενη 1 ουδέν άλλο ποσό κατέβαλε.
Βάρος απόδειξης
Στις πολιτικές υποθέσεις, η επιτυχία της αγωγής εξαρτάται από το αν ο ενάγων παρουσίασε επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία με την αναγκαία αποδεικτική βαρύτητα ώστε να ικανοποιήσει το εφαρμοζόμενο επίπεδο απόδειξης. Το επίπεδο απόδειξης είναι αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Όπως διευκρινίσθηκε στην υπόθεση Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) ΑΑΔ 1858, «το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι «η πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη δηλαδή του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not).».
Νομική πτυχή
Η αξίωση της Ενάγουσας βασίζεται σε παράβαση της Συμφωνίας από μέρους της Εναγομένης 1 και της Συμφωνίας Κάλυψης και Εγγύησης από μέρους του Εναγομένου 2.
Σύμφωνα με το α. 14, Κεφ. 149, η συναίνεση για την κατάρτιση μιας σύμβασης θεωρείται ελεύθερη όταν δεν προκαλείται, μεταξύ άλλων, με ψυχική πίεση, η οποία ορίζεται στο α. 16. Συναίνεση θεωρείται ότι προκλήθηκε με ψυχική πίεση εφόσον δεν θα παρεχόταν ελλείψει της ψυχικής πίεσης.
Η ψυχική πίεση (undue influence) αποτελεί δόγμα του δικαίου της επιείκειας και ουσιαστικά καλύπτει δύο κατηγορίες περιπτώσεων:
α. τις περιπτώσεις όπου υπάρχει κάποια ειδική σχέση μεταξύ των μερών, στις οποίες η ψυχική πίεση τεκμαίρεται και ο διάδικος που έλαβε το όφελος έχει το βάρος να αποδείξει ότι δεν εξασφαλίστηκε λόγω ψυχικής πίεσης (presumed undue influence), και
β. τις περιπτώσεις όπου δεν υφίσταται ειδική σχέση μεταξύ των μερών, στις οποίες η ψυχική πίεση θα πρέπει να αποδειχθεί ως πραγματικό γεγονός έχοντας προς τούτο το βάρος ο διάδικος που επιδιώκει να αποφύγει τη συναλλαγή (actual undue influence).
(δέστε Κεφάλας κ.α. ν Νικόλα (2000) 1 ΑΑΔ 1226, Ιωάννου (ανωτέρω), Σωκράτους ν Σιβιτανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 1602, Δημητρίου κ.α. ν Κωνσταντινίδη κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 1503, Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Φυλάξεως ν Πουλλά κ.α. (2004) 1 ΑΑΔ 961, Χ”Αντώνη ν Μιχαήλ κ.α. (2014) 1 ΑΑΔ 851, Σεργίδη ν Χατζηπαύλου (2016) 1 ΑΑΔ 1192, Πατάτσου ν Χίμλι κ.α., Πολ. Εφ. Αρ. 300/11, ημ. 31/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:A201, Ζαχαριάδη ν Universal Life Insurance Co Ltd κ.α., Πολ. Εφ. Αρ. 144/13, ημ. 16/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A145)
Σημειώνεται, δε, στην Δ. Π. το γένος Ε. Χ. ν Α. Π., Πολ. Εφ. Αρ. 241/2014, ημ. 5/12/2022, ECLI:CY:AD:2022:A474 ότι «η σύναψη συμφωνίας συνεπεία ψυχικής πίεσης είναι θέμα που αφορά στα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης».
Εν προκειμένω, ουδόλως η Εναγόμενη 1 προβάλλει δικογραφικά ή στη μαρτυρία της ότι υπήρχε οποιαδήποτε σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ αυτής και της Ενάγουσας και, ως προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν την υπόθεση, η σχέση της με την Ενάγουσα ήταν σχέση ιδιοκτήτη–ενοικιαστή. Ως αναφέρεται στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of Enfland, Vol. 47 (2021), ηλ. εκδ., παρ. 20, «the presumption does not arise from the normal relationship…of landlord and tenant…». Ουδόλως δε έχει καταδειχθεί ότι υφίστατο οτιδήποτε που να διαφοροποιούσε τη σχέση τους από μια κανονική σχέση ιδιοκτήτη-ενοικιαστή και να την καθιστούσε ειδική, ως προνοείται στο α. 16(1) και (2)(α)(β) και έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία (Σεργίδη (ανωτέρω)), ώστε να εγείρεται το μαχητό τεκμήριο ύπαρξης ψυχικής πίεσης.
Έχοντας πει αυτά, το βάρος απόδειξης της άσκησης πραγματικής ψυχικής πίεσης ήταν στους ώμους της Εναγομένης 1 και η μη αποδοχή της επί τούτου μαρτυρίας της οδηγεί σε απόρριψη των σχετικών θέσεων της.
Σημειώνω, όμως, ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν η θέση της Εναγομένης 1 περί ψυχικής πίεσης ήθελε γίνει αποδεκτή, το αποτέλεσμα θα ήταν η Συμφωνία να καθίστατο ακυρώσιμη κατ’ εκλογή της (α. 20, Κεφ. 149). Εν προκειμένω, η Εναγόμενη 1 δεν ακύρωσε την Σύμβαση αλλά, αντίθετα, την επιβεβαίωσε (affirm) αφού, μετά που έλαβε περί τον Ιούλιο 2020, ως ισχυρίστηκε, την επίσημη πληροφόρηση από το πανεπιστήμιο της περί της διαδικτυακής διεξαγωγής των μαθημάτων, κατείχε την σουίτα από τις 14/9/2020, ημερομηνία έναρξης της επίδικης περιόδου ενοικίασης, μέχρι τουλάχιστον τις 30/9/2020, όταν μετέβη για την εκκένωση της. Τα πράγματα της βρίσκονταν εκεί και είχε στην κατοχή της την κάρτα εισόδου. Στις δε 24/9/2020 ενημέρωσε την Ενάγουσα για την επιθυμία της να μην συνεχίσει η εκτέλεση της Συμφωνίας και ισχυρίστηκε ότι τούτο συνιστούσε τερματισμό της Συμφωνίας. Ο τερματισμός μιας σύμβασης αφορά στην αποδέσμευση των μερών από τις μελλοντικές τους υποχρεώσεις και προϋποθέτει την εγκυρότητα της σύμβασης.
Πέραν τούτου, η Εναγόμενη 1 ισχυρίστηκε ότι η Συμφωνία ματαιώθηκε τον Ιούλιο 2020. Σχετικό είναι το α. 56(2), Κεφ. 149. Ως λέχθηκε στην Maison Jenny Limited v Krashias Footwear Industry Limited (2002) 1 ΑΑΔ 1156, «πηγή προέλευσης του άρθρου 56(2) του Νόμου είναι το αντίστοιχο αριθμητικά άρθρο του Ινδικού περί Συμβάσεων Νόμου. Η έννοια της ματαίωσης κάτω από το άρθρο 56(2), όπως διευκρινίζεται στο σύγγραμμα Pollock and Mulla 9η Έκδοση σελ. 397, διακρίνεται από τη έννοια της «ματαίωσης» όπως διαγράφεται στο αγγλικό δίκαιο - frustration - και διαφέρει από αυτό. Επομένως περιορισμένη είναι η σημασία της «ματαίωσης» όπως διαμορφώθηκε στο αγγλικό δίκαιο ως βοήθημα για την ερμηνεία των προνοιών του άρθρου 56(2) του Νόμου.» (δέστε, επίσης, Xenophontos v Tyrimou (1984) 1 CLR 23). Προκειμένου να ματαιωθεί μια σύμβαση προϋποθέτει ότι είναι έγκυρη. Ως λέχθηκε στην Kier (Cyprus) Ltd v Trenco Constructions Ltd (1981) 1 CLR 30 με αναφορά στο σύγγραμμα Pollock & Mulla, The Indian Contract & Specific Relief Acts, «the doctrine of frustration comes into play when a contract becomes impossible of performance, after it is made, on account of circumstances beyond the control of parties or the change in circumstances makes the performance of the contract impossible….The Court can give relief on the ground of subsequent impossibility when it finds that the whole purpose or the basis of the contract has frustrated by the intrusion or occurrence of an unexpected event or change of circumstances which was not contemplated by the parties at the date of the contract.». Ως δε εναργέστερα τίθεται στην 16η έκδοση του πιο πάνω συγγράμματος, Τόμος Ι, σελ. 905, «the following conditions are essential before section 56 becomes applicable: (i) a valid and subsisting contract between the parties; (ii) there must be some part of the contract yet to be performed; and (iii) the contract after it is entered into becomes impossible of performance.» Προκύπτει, επομένως, ότι η ίδια η πλευρά της Εναγομένης 1 αναίρεσε το υπόβαθρο για ακύρωση της Συμφωνίας συνεπεία ψυχικής πίεσης.
Ως εκ των πιο πάνω, από όποια σκοπιά κι αν ήθελε ιδωθούν οι θέσεις της Εναγόμενης 1 περί ψυχικής πίεσης σε σχέση με τη σύναψη της Συμφωνίας δεν μπορούν να έχουν επιτυχή κατάληξη. «Κατ΄ επέκταση, την δεσμεύει (pacta sunt servanda).» (Δ. Π. το γένος Ε. Χ. (ανωτέρω)).
Σε σχέση με τα όσα προβάλλονται περί ματαίωσης της Συμφωνίας, στον πυρήνα του εν λόγω δόγματος βρίσκεται η μη δυνατότητα εκτέλεσης της σύμβασης λόγω κάποιου γεγονότος, το οποίο τα μέρη δεν μπορούσαν να αποτρέψουν, και ως αποτέλεσμα της επέλευσης του το θεμέλιο της σύμβασης καταλύεται, υπό την έννοια ότι «the performance of an act may not be literally impossible but it may be impracticable and useless from the point of view of the object and purpose which the parties had in view, and if an untoward event or change of circumstances totally upsets the very foundation upon which the parties rested their bargain, it can very well be said that the promisor found it impossible to do the act which he promised to do.». Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. (Xenophontos (ανωτέρω), Izzet v Κυπριακή Εταιρεία Αποθήκευσης Πετραλαιοειδών Λτδ (2009) 1 ΑΑΔ 11, K. & M. (Transport) Ltd v Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου, Πολ. Εφ. Αρ. 341/2013, ημ. 22/10/2020, ECLI:CY:AD:2020:A364).
Εν προκειμένω, το αντικείμενο της Συμφωνίας ήταν η ενοικίαση της σουίτας και δεν προκύπτει από το κείμενο της ότι η εκτέλεση της ήταν συναρτημένη ή εξαρτούνταν ή είχε οποιαδήποτε σχέση με τον τρόπο διεξαγωγής των μαθημάτων στο πανεπιστήμιο της Εναγομένης 1. Πέραν τούτου, ως αναφέρεται στο σύγγραμμα Pollock & Mulla (ανωτέρω), 16η έκδοση, Τόμος Ι, σελ. 928 «before invoking the doctrine, it must be shown that the event, which has produced the frustration, was one which the parties to the contract did not foresee and could not with reasonable diligence have foreseen. The degree of foreseeability to exclude the doctrine is a high one». Εν προκειμένω, στη βάση των όσων η Εναγόμενη 1 ανέφερε, κατά το χρόνο σύναψης της Συμφωνίας (19/5/2020) το ενδεχόμενο διαδικτυακής διεξαγωγής των μαθημάτων κατά την επικείμενη ακαδημαϊκή χρονιά ήταν υπαρκτό και, άρα, προβλεπτό. Προς τούτο, μάλιστα, περιλήφθηκε στη Συμφωνία σχετικός ρητός όρος (όρος 10.4), ο οποίος προνοούσε τα ακόλουθα: «Τα Μέρη συμφωνούν και διευκρινίζουν ότι ο Ενοικιαστής δεν έχει το δικαίωμα να τερματίσει το Ενοικιαστήριο Έγγραφο σε περίπτωση όπου επέλθουν ή/και περιστάσεις ή/και γεγονότα, όπως ενδεικτικά και χωρίς περιορισμό… (β) επιδημίες, πανδημίες, κατοίκον περιορισμός ή υποχρεωτικός εγκήσμός [sic]… (ε) κλείσιμο ή/και διακοπή ή/και αναστολή λειτουργίας πανεπιστημίων ή/και κολλεγίων… Τα Μέρη περαιτέρω συμφωνούν ότι σε περίπτωση όπου ένα ή/και περισσότερα εκ των ανωτέρω Συμβάντων επέλθουν, ο Ενοικιαστής θα συνεχίζει να δεσμεύεται από τους όρους του Ενοικιαστηρίου Εγγράφου συμπεριλαμβανομένης της καταβολής Ενοικίου για την Σουίτα, κατά τον τρόπο που περιγράφεται στο Ενοικιαστήριο Έγγραφο, και δεν θα δικαιούται σε οποιαδήποτε παράταση του χρόνου εκπλήρωσης οποιασδήποτε εκ των υποχρεώσεων του, εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά γραπτώς με τον Ιδιοκτήτη. Σε περίπτωση όπου ο Ενοικιαστής αποτύχει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ή οποιεσδήποτε εκ των υποχρεώσεων του δυνάμει του Ενοικιαστηρίου Εγγράφου, ως αποτέλεσμα ή/και εξαιτίας των Συμβάντων ή οποιεσδήποτε εκ των Συμβάντων, θα θεωρείται ότι ο Ενοικιαστής θα είναι υπεύθυνος να καταβάλει στον Ιδιοκτήτη οποιαδήποτε ποσά για τυχόν ζημιές που προκλήθηκαν στη Σουίτα ή/και τυχόν δεδουλεμένα [sic] ή/και οφειλόμενα Ενοίκια ή/και οποιαδήποτε ποσά για τυχόν ζημιές ή/και απώλειες που προκλήθηκαν στον Ιδιοκτήτη λόγω της μη ενοικίασης της Σουίτας ή/και ενοικίασης της με χαμηλότερο ενοίκιο, μέχρι το τέλος της Περιόδου Ενοικίασης ή οποιασδήποτε τυχόν ανανέωσης της.». Ως αναφέρεται στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, Vol. 22 (2019), παρ. 267, «where the parties have made provision for the foreseen event the doctrine of frustration will as a rule have no application, except in cases of frustration by supervening illegality;…» (δέστε, επίσης, Select Commodities Ltd v Valdo SA, The Florida [2006] EWHC 1137). Ομοίως, στο σύγγραμμα Pollock & Mulla (ανωτέρω), 16η έκδοση, Τόμος Ι, σελ. 929 αναφέρεται ότι «a change of circumstances “completely outside the contemplation of the parties” at the time when the contract was made will not justify the Court in departing from the express terms thereof. Frustration is concerned with unforeseen, supervening events, not events which have been anticipated and provided for in the contract itself. The parties may make provision for a supervening event foreseen by them, in which case, the doctrine of frustration will have no application, except in cases of frustration by supervening illegality….». Περαιτέρω, στην σελ. 930 αναφέρονται τα ακόλουθα: «If the parties do contemplate the possibility of an intervening circumstance which might affect the performance of the contract, but expressly stipulate that the contract would stand despite such circumstances, there can be no case of frustration because the basis of the contract being to demand performance despite the happening of a particular event, it cannot disappear when that event happens.».
Προκύπτει, επομένως, ότι το δόγμα της ματαίωσης δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση.
Η Συμφωνία προνοούσε, αφενός, για την κατοχή της σουίτας από τις 14/9/2020 μέχρι τις 5/9/2021 και, αφετέρου, την καταβολή ενοικίου ύψους €6,297.48, πληρωτέου όχι αργότερα από την 1/9/2020. Η μη καταβολή του συμφωνηθέντος ενοικίου συνιστά αναμφίβολα ουσιώδη παράβαση της Συμφωνίας.
Η παράβαση συμφωνίας δίδει το δικαίωμα στο ανυπαίτιο μέρος, εν προκειμένω στην Ενάγουσα, να επιλέξει κατά πόσο θα θεωρήσει ότι η σύμβαση έφθασε στο τέλος της ή κατά πόσο θα επιμένει στην εκπλήρωση της. Αναφέρονται σχετικά τα ακόλουθα στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, Vol. 22 (2019), παρ. 356:
«A repudiatory breach of contract by A will not of itself have the effect of discharging the contract de futuro. Rather, it has the effect of giving the innocent party (B) a prima facie right to elect whether he will treat the contract as at an end or as still on foot as regards future obligations in it.».
(δέστε, επίσης, Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Λτδ ν Αντωνίου, Πολ. Εφ. Αρ. 101/13, ημ. 16/7/2019)
Στη δε παρ. 358 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Despite the principle that a repudiatory breach by A giving rise to a right to terminate does not of itself usually terminate the contract automatically, if such a breach is committed when the time for performance has arrived the innocent party (B) will in many cases for practical purposes have to accept the breach and treat the contract as discharged because B is under a duty to mitigate his damage.»
Εν προκειμένω, η Ενάγουσα με την απάντηση της, ημερομηνίας 25/9/2020, προς την Εναγόμενη 1 αποδέχθηκε την πρόθεση της τελευταίας να μην συνεχίσει με την εκτέλεση της Συμφωνίας και κατέστησε σαφή την πρόθεση της να αξιώσει αποζημιώσεις.
Σε περίπτωση που το αθώο μέρος αποδεχθεί την παράβαση (acceptance of repudiation), όπως εν προκειμένω η Ενάγουσα, τότε τα μέρη απαλλάσσονται από την υποχρέωση να εκπληρώσουν τις εκτελεστέες υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη σύμβαση. Η σύμβαση, όμως, δεν θεωρείται άκυρη εξ υπαρχής και το αθώο μέρος μπορεί να αξιώσει αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης. Αναφέρονται σχετικά τα ακόλουθα στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, Vol. 95 (2023), παρ. 798:
«'Rescission' is, however, frequently and confusingly used in a broader sense to describe a different act, namely, the acceptance by one party to a contract of a repudiatory breach of contract by the other party. Acceptance of repudiation discharges both parties from further performance of their executory obligations under the contract, but the contract is not avoided ab initio and the innocent party may claim damages for breach of contract. A claimant may claim both specific performance and rescission (in the sense of acceptance of repudiation) in the alternative, but as these claims are inconsistent with each other the claimant must elect between them at the trial if they have not done so previously.».
Το ζήτημα που θα πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αφορά στις αποζημιώσεις που δικαιούται η Ενάγουσα συνεπεία της παράβασης της Συμφωνίας από μέρους της Εναγομένης 1. Το α. 73(1), Κεφ. 149 προνοεί σχετικά ότι «σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ο συμβαλλόμενος που ζημιώνεται από την εν λόγω παράβαση έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο, για τη ζημιά ή απώλεια που υπέστη συνεπεία αυτής, η οποία προέκυψε φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση ή την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν όταν συνήπτετο η σύμβαση, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης της σύμβασης. Καμιά αποζημίωση δεν καταβάλλεται για απομακρυσμένη και έμμεση απώλεια ή ζημιά που προξενήθηκε συνεπεία παράβασης της σύμβασης.» Προνοεί, επίσης, στο εδάφιο (3) ότι «κατά τον υπολογισμό της απώλειας ή της ζημιάς που προέκυψε από την παράβαση της σύμβασης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα μέσα τα οποία υπήρχαν για θεραπεία της δυσχέρειας η οποία προκλήθηκε συνεπεία της μη εκτέλεσης της σύμβασης.»
Στην Saab κ.α. ν The Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 CLR 499 λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:
«Section 73 aims to reproduce the common law rules on damages for breach of contract, as they crystallized and were fashioned in the case of Hadley v. Baxendale [1843—60] All E.R. Rep. 461. (See Marcou v. Michael, 19 C.L.R. 282). …The question of damages, its juridical and practical implications, were the subject of discussion in numerous English cases during the last decade. Reinstatement lies at the core of the rules regulating the assessment of compensation for breach of contract. Damages aim to restore the party to the position he would be but for the breach. This is normally accomplished by awarding damages reasonably foreseeable at the time of execution of the agreement, as likely to arise upon breach. (See Heron II [1967] 3 All E.R 686 (H.L.); Soleada S.A. v. Hamoor Tanker Corporation Inc. [1981] 1 All E.R. 856 (C.A.)). Foreseeability in turn, depends on actual knowledge and reasonable forecast of what is likely to happen in a given eventuality. So, the plaintiff is normally entitled to recover damage that is objectively foreseeable, and in the face of special knowledge he may, in addition, recover what is thereby subjectively foreseeable.»
(δέστε, επίσης, Αλπάν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ κ.α. ν Τρυφωνίδου (1996) 1 ΑΑΔ 679).
Ως δε λέχθηκε στην Centra (Holdings) Ltd v Reuters Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 298, «είναι νομολογημένο και αποτελεί στοιχειώδη αρχή ότι το βάρος αποδείξεως τόσον των γεγονότων όσο και των ζημιών βαρύνει τον Ενάγοντα. Θα πρέπει να αποσύσει το βάρος αυτό πριν νομιμοποιηθεί στη διεκδίκηση ουσιαστικών αποζημιώσεων. Ενίοτε συμβαίνει ο Εναγόμενος να παραδέχεται τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα αναφορικά με τις ζημιές αλλά ταυτόχρονα προβάλλει ισχυρισμούς προς αποφυγή ευθύνης. Τούτο συμβαίνει εκεί όπου ο Εναγόμενος επιδιώκει να αποδείξει ότι ο Ενάγων είχε υποχρέωση να λάβει ορισμένα μέτρα για μετριασμό της απώλειας του. Η αρχή αυτή διατυπώθηκε πολύ νωρίς. Στην υπόθεση Roper v. Johnson [1873] L.R. 8 C.P. 167 αποφασίστηκε ότι το βάρος αποδείξεως επί του θέματος βαρύνει τον Εναγόμενο και οι επιδικασθησόμενες αποζημιώσεις δεν μειώνονται εκτός αν ο εναγόμενος πετύχει να αποδείξει ότι ο Ενάγων όφειλε εύλογα να προβεί στη λήψη των μέτρων για μετριασμό των ζημιών. (Βλ. επίδης Garnac Grain Co. v. Faure and Fairclough [1968] A.C. 1130, McGregor on Damages 14th Ed. p. 1023).»
Στο δε σύγγραμμα Halsbury’s Laws of Engand, παρ. 358 (ανωτέρω) αναφέρονται σχετικά τα εξής:
«However, the duty to mitigate is not a high one and B is not required to do anything outside the ordinary course of business, which would often include making efforts to get the defaulting party to perform his part of the contract. Moreover, if B acts reasonably to mitigate damage, he may recover all loss and expense he may have incurred even though he may, in fact, have aggravated the damage.».
Εν προκειμένω, εφαρμόζοντας τις ως άνω νομολογιακές αρχές, η Ενάγουσα με την εκπλήρωση της σύμβασης θα λάμβανε το ποσό των €6,297.48 και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τούτη ήταν η προβλεπτή απώλεια που θα είχε συνεπεία της παράβασης της Συμφωνίας από μέρους της Εναγομένης 1. Όσον αφορά τον μετριασμό της ζημιάς της, έγινε δεκτό ότι μετά την εκκένωση του επίδικου δωματίου η Ενάγουσα προέβη στη διαφήμιση του μέσω εγγεγραμμένων κτηματομεσιτών και αναρτώντας το στην ιστοσελίδα της καθώς και ότι ήταν δύσκολο να βρεθεί ενοικιαστής αμέσως ενόψει του ότι η φοιτητική χρονιά είχε ήδη ξεκινήσει. Επετεύχθη τελικά η ενοικίαση της επίδικης σουίτας για την για την περίοδο 1/2/2021-5/9/2021 έναντι του ενοικίου των €3,906. Οι Εναγόμενοι 1 και 2, έχοντας το σχετικό βάρος απόδειξης, ουδόλως προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία περί του ότι η Ενάγουσα δεν έπραξε αυτό που λογικά αναμενόταν να πράξει ή ότι θα μπορούσε να είχε προβεί την ενοικίαση της σουίτας πριν την 1/2/2021.
Η πλευρά της Ενάγουσας, δια μέσου της μαρτυρίας της ΜΕ2, προκειμένου να καταλήξει στο αξιούμενο ποσό (€1,754.60), υπολογίζει το ποσό που αντιστοιχούσε στην περίοδο 1/2/2021-5/9/2021 με βάση το συμφωνηθέν ενοίκιο μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγομένης 1 (€3,827.88) και αφαιρεί αυτό το ποσό από το συνολικό συμφωνηθέν ενοίκιο και όχι το ποσό που εν τέλει έλαβε ένεκα της ενοικίασης στο τρίτο πρόσωπο (€3,906). Δεν θεωρώ ότι η μέθοδος αυτή είναι σύμφωνη με τις ως άνω αρχές καθότι ουσιωδώς αυτό που εν προκειμένω ενδιαφέρει είναι το ποσό που η Ενάγουσα έλαβε και ως εκ τούτου μετρίασε, δηλαδή μείωσε, τη ζημιά της και όχι το ποσό που η Ενάγουσα θα λάμβανε αν η Εναγόμενη 1 εκτελούσε κανονικά τη Συμφωνία. Αποδοχή της επί του προκειμένου θέσης της Ενάγουσας θα συνεπαγόταν να λάμβανε εν τέλει συνολικά μεγαλύτερο ποσό από αυτό που θα λάμβανε αν η Συμφωνία εκτελούνταν κανονικά.
Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη ότι η Ενάγουσα ένεκα της ενοικίασης της σουίτας σε τρίτο πρόσωπο κατάφερε να μειώσει τη ζημιά της κατά €3,906, θεωρώ ότι το ποσό αποζημιώσεων που δικαιούται θα πρέπει να μειωθεί ανάλογα.
Όσον αφορά το ποσό των €315, έγινε δεκτό ότι η καταβολή του έγινε έναντι του οφειλόμενου ενοικίου προκειμένου να ενεργοποιούνταν η κάρτα εισόδου της Εναγομένης 1, ως προβλέπει ο όρος 3.3 της Συμφωνίας, πιο πάνω. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα αδικαιολόγητης καταβολής του ούτως ώστε η Εναγόμενη 1 να δικαιούται στην επιστροφή του όπως ούτε και ζήτημα καταβολής του συνεπεία απειλών ή εκβιασμού, ως η Εναγόμενη 1 ισχυρίστηκε, αφού οι επί τούτου ισχυρισμοί της δεν έγιναν αποδεκτοί.
Κρίνω, συνεπώς, ότι το ποσό αποζημιώσεων που η Ενάγουσα δικαιούται συνεπεία της παράβασης της Συμφωνίας από μέρους της Εναγομένης 1 ανέρχεται στο ποσό των €1,676.48 (€6,297.48-€3,906-€315-€400).
Με τη Συμφωνία Κάλυψης και Εγγύησης ο Εναγόμενος 2 ανέλαβε «να αποζημιώσ[ει] τον Ιδιοκτήτη [ήτοι την Ενάγουσα] για κάθε ζημιά που μπορεί να υποστεί λόγω παράβασης των όρων της πιο πάνω ενοικίασης από τον Ενοικιαστή [ήτοι την Εναγόμενη 1].». Καθίσταται, επομένως, υπόχρεος στην αποζημίωση της Ενάγουσας αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με την Εναγομένη 1.
Σε ό,τι αφορά την ανταπαίτηση των Εναγομένων 1 και 2, ενόψει των πιο πάνω, αποτυγχάνει αφού οι σχετικές θέσεις και ισχυρισμοί τους δεν έγιναν αποδεκτοί.
Κατάληξη
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για το ποσό των €1,676.48, πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης μέχρι πλήρους εξόφλησης.
Η ανταπαίτηση των Εναγομένων 1 και 2 απορρίπτεται.
Τα συνδυασμένα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας για την έκδοση της Ευρωπαϊκής Διαταγή Πληρωμής και της επακόλουθης διαδικασίας, τόσο για την απαίτηση όσο και για την ανταπαίτηση, περιλαμβανομένων των καταβλητέων εξόδων και τελών, επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, ως υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, και δεν θα υπερβαίνουν τα δικαστικά έξοδα συνήθους αστικής διαδικασίας έστω και αν δεν προηγείτο η διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (α. 25, Κανονισμός 7/2008).
(Υπ.)…………………….
Κ. Ηλία, Ε.Δ.
Πρωτοκολλητής
Πιστό αντίγραφο
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο