
Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας
Ενώπιον: Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Αγωγή: 2372/2013
Μεταξύ:
Οσμάν Μουσταφά
Ενάγοντας
ν.
Α.Χ. Χαραλάμπους Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λτδ
Εναγόμενη
Ημερομηνία: 30 Μαΐου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα: κ. Σ. Ιακωβίδης
Για Εναγόμενη: κ. Γ. Παπαθεοδώρου
ΑΠΟΦΑΣΗ
Στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας της παρούσας αγωγής δηλώθηκαν σωρεία παραδεκτών γεγονότων, με αποτέλεσμα τα υπό αμφισβήτηση επίδικα ζητήματα να περιοριστούν ουσιωδώς.
Στη βάση των παραδεκτών, αυτών, γεγονότων, προκύπτουν τα εξής: Κατά τον ουσιώδη για την παρούσα αγωγή χρόνο, η Εναγόμενη, εργοληπτική εταιρεία, διατηρούσε εργοτάξιο σε ανεγειρόμενη οικοδομή στα Λατσιά, της Επαρχίας Λευκωσίας. Μεταξύ της Εναγόμενης και του Ενάγοντα, βρισκόταν σε ισχύ συμφωνία, στη βάση της οποίας ο τελευταίος ανέλαβε να εκτελέσει, για λογαριασμό της Εναγόμενης, καθήκοντα ελαιοχρωματιστή, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά της ανεγειρόμενης οικοδομής (στο εξής «η ανεγειρόμενη οικοδομή»). Στις 06.09.2011, περί το μεσημέρι, ο Ενάγοντας βρισκόταν στο τρίτο επίπεδο ακατάλληλων, λόγω, μεταξύ άλλων, και ανασφάλειας και επικινδυνότητας του ξύλινου δαπέδου τους, ικριωμάτων, τα οποία ήταν συναρμολογημένα περιμετρικά της ανεγειρόμενης οικοδομής. Λόγω της ακαταλληλότητας αυτής, το ξύλινο δάπεδο έσπασε και επήλθε η πτώση του Ενάγοντα, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά στο δεξί του χέρι. Αποτελούσε ρητό και ή εξυπακουόμενο όρο της ανωτέρω συμφωνίας των διαδίκων ότι η Εναγόμενη όφειλε να λάβει όλες τις αναγκαίες και εύλογες προφυλάξεις για την ασφάλεια του Ενάγοντα, καθ’ ον χρόνο ο τελευταίος θα εκτελούσε εντεταλμένη εργασία και ότι δεν θα τον εξέθετε σε κίνδυνο τραυματισμού ή σωματικών βλαβών, τον οποίο κίνδυνο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, καθώς επίσης και να του προσφέρει, αλλά και να διατηρεί, επαρκή και κατάλληλα σύνεργα και/ή συσκευές και/ή μηχανήματα, ώστε να μπορεί να εκτελέσει τις εργασίες του με ασφάλεια, και γενικότερα είχε (η Εναγόμενη) ευθύνη να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα και να προσφέρει στον Ενάγοντα ασφαλές χώρο εργασίας και κατάλληλο σύστημα και μέσα εργασίας. Κατά την επίδικη ημέρα, εξέλειπαν από το εργοτάξιο οποιεσδήποτε προειδοποιητικές πινακίδες και/ή άλλες ενδείξεις που να ενημερώνουν για το επικίνδυνο και ακατάλληλο, κατ’ εκείνη την ημέρα, των ικριωμάτων, στα οποία ανέβηκε ο Ενάγοντας. Ως αποτέλεσμα του τραυματισμού του, ο Ενάγοντας υπέστη πόνο, οδύνη και ταλαιπωρία, καθώς επίσης και ειδικές ζημιές, θέματα για τα οποία δεν καθίσταται αναγκαίο να παραθέσω τις όποιες λεπτομέρειες, καθότι οι δυο πλευρές, ως μέρος των παραδεκτών γεγονότων, δήλωσαν ότι, στην περίπτωση που κριθεί ότι η Εναγόμενη υπέχει αποκλειστικής ευθύνης για το επίδικο ατύχημα, ο Ενάγοντας δικαιούται σε €20.000, ως γενικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο επί του εν λόγω ποσού από την έκδοση μιας τέτοιας απόφασης, και €10.000, ως ειδικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο επί του εν λόγω ποσού από την έκδοση μιας τέτοιας απόφασης. Την επομένη του ατυχήματος (07.09.2011), και ενώ ο Ενάγοντας νοσηλευόταν σε συγκεκριμένο ιδιωτικό νοσοκομείο, του παραδόθηκε, από τον Πολιτικό Μηχανικό του έργου, συγκεκριμένο, συνταχθέν από προηγουμένως, έγγραφο, με τίτλο ΒΕΒΑΙΩΣΗ, το οποίο ο Ενάγοντας υπέγραψε. Στη βάση του περιεχομένου του εν λόγω εγγράφου (πρόκειται για το Τεκμήριο 10, ενώπιον του Δικαστηρίου), ο Ενάγοντας φέρεται να βεβαιώνει ότι, την επίδικη μέρα (06.09.2011), το πρωί, προ της πρόκλησης του ατυχήματος του, ο επιστάτης του εργοταξίου τον ενημέρωσε ότι βρίσκονταν σε εξέλιξη βελτιωτικά έργα επί των ικριωμάτων και ότι δεν θα έπρεπε τούτα να χρησιμοποιηθούν μέχρι την ολοκλήρωση τους. Φέρεται, επίσης, να δηλώνει ότι, παρά την σχετική ενημέρωση, ανέβηκε στα ικριώματα, που, κατά την γνώμη του, στη βάση της εμπειρίας του, «ως μάστορας», θεωρούσε ασφαλή, με σκοπό να επιθεωρήσει μέρος των μπογιαντισμάτων που γίνονταν στο έργο. Ακολούθως, στη βάση πάντα του περιεχομένου του Τεκμηρίου 10, ο Ενάγοντας περιγράφει την πτώση του, καθώς επίσης και το πως επήλθε ο τραυματισμός του. Τέλος, πάντα στην ίδια βάση, ο Ενάγοντας φέρεται να αναγνωρίζει πως ενήργησε «ανώριμα» αφού είχε ήδη ενημερωθεί ότι θα έπρεπε να περιμένει να περατωθούν τα βελτιωτικά έργα των ικριωμάτων, επαναλαμβάνοντας ότι θεώρησε, «ως έμπειρος μάστορας», ότι δεν θα προέκυπτε οποιοδήποτε πρόβλημα αν ανέβαινε σε αυτά, και βεβαιώνει ότι δεν επιρρίπτει οποιαδήποτε ευθύνη στην Εναγόμενη και ότι δεν θα προβεί «σε οιεσδήποτε κυρώσεις ή άλλου είδους διώξεις κατά της» Εναγόμενης.
Στη βάση όλων των πιο πάνω παραδεκτών γεγονότων, κατά το χρόνο που κατέθετε, δια ζώσης, ο Ενάγοντας, οι συνήγοροι των διαδίκων δήλωσαν ότι, «το μόνο που μένει στο Δικαστήριο να αποφασίσει, είναι το θέμα της ευθύνης. Και αυτό, όχι στη βάση των συνθηκών πτώσης του ενάγοντα, δηλαδή ως προς το τι προκάλεσε την πτώση, για το οποίο οι 2 πλευρές συμφωνούμε ότι αφορούσε το ανασφαλές και ακαταλληλότητα του ξύλινου πόντου που βρισκόταν πάνω στις σκαλωσιές, ως βάση για να στέκεται ένας εργάτης, αλλά το κατά πόσο, στη βάση των δεδομένων που περιβάλουν την επίδικη ημέρα, ο ενάγοντας ορθά αποφάσισε να μεταβεί στο συγκεκριμένο σημείο και δη στις σκαλωσιές και να εργαστεί στην ανεγειρόμενη οικοδομή».
Τα δικόγραφα
Του Ενάγοντα
Για σκοπούς πληρότητας, καταγράφω εδώ ότι, τα όσα παρέμειναν ως επίδικα ζητήματα δικογραφούνται επαρκώς και από τις δυο πλευρές, κάτι που αναγνωρίζουν τούτες. Στη βάση των σχετικών αυτών δικογραφήσεων τους, ο Ενάγοντας υποστηρίζει ότι ουδέποτε, την επίδικη μέρα, ενημερώθηκε από τον οποιονδήποτε ότι γίνονταν βελτιωτικά έργα επί των ικριωμάτων, ούτε και παρατήρησε να γίνονταν τέτοια, και, εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχαν οποιεσδήποτε σχετικές προειδοποιήσεις επί πινακίδων ή άλλως πως. Ισχυρίζεται, επίσης, μέσω της Απάντησής του, ότι, υπέγραψε το Τεκμήριο 10 λόγω άσκησης ψυχικής πίεσης και/ή ανεπίτρεπτης επιρροής και/ή πλάνης και/ή ψευδούς παράστασης, με αποτέλεσμα τούτο να μην αποτελεί προϊόν ελεύθερης βούλησης και/ή ηθελημένης δήλωσης και/ή συναίνεσης. Δικογραφεί, προς τούτο, συγκεκριμένες λεπτομέρειες, στη βάση των οποίων, υπέγραψε το Τεκμήριο 10, χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενο του, το οποίο είναι συνταγμένο στην ελληνική γλώσσα (ο Ενάγοντας είναι Σύριος), και υπό την απειλή ότι, αν δεν το υπέγραφε, η Εναγόμενη δεν θα αναλάμβανε να αποπληρώσει τα νοσοκομειακά και γενικότερα τα τότε και μελλοντικά ιατρικά έξοδα του, ούτε θα τον αποζημίωνε για τις απώλειες που θα υπόκειτο, συνεπεία του τραυματισμού του μέχρι να καταστεί ικανός να επιστρέψει στην εργασία του. Επίσης, πάντα κατά το σχετικό δικόγραφο του Ενάγοντα (Απάντηση[1]), οι αντιπρόσωποι της Εναγόμενης, του «παρέστησαν» ότι, αν δεν υπέγραφε το Τεκμήριο 10, αυτοί (οι αντιπρόσωποι της Εναγόμενης) θα διώκονταν ποινικά λόγω του ότι δεν είχαν ασφάλεια που να καλύπτει και/ή να προστατεύει τους νόμιμους επισκέπτες και/ή αδειούχους και/ή τους έχοντας εργασία στο εργοτάξιο και/ή στην επίδικη οικοδομή. Τέλος, πάντα στη βάση των σχετικών δικογραφήσεων του Ενάγοντα, τούτος, βασισμένος στις πιο πάνω παραστάσεις και απειλές, έντονα φοβισμένος και ανήσυχος για το μέλλον, καθώς επίσης και αγχωμένος, χωρίς καθαρό μυαλό και υπό έντονους πόνους, λόγω του τραυματισμού του και/ή λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης του και/ή των τρεχουσών υποχρεώσεων του προς την πενταμελή οικογένεια του, χωρίς να γνωρίζει τα δικαιώματα του, υπέγραψε το Τεκμήριο 10, χωρίς προηγουμένως να διαβάσει το περιεχόμενο του ή να συμβουλευτεί κάποιον για τις έννομες συνέπειες του, εμπιστευόμενος, στην ουσία, τους αντιπροσώπους της Εναγόμενης.
Της Εναγόμενης
Κατά τις σχετικές δικογραφήσεις της Εναγόμενης, την επίδικη μέρα, (06.09.2011), προτού επισυμβεί το ατύχημα, ο επιστάτης της Εναγόμενης πληροφόρησε τον Ενάγοντα ότι λάμβαναν χώρα συγκεκριμένοι έλεγχοι και βελτιωτικά έργα στα ικριώματα, αναφορικά με τις σιδερένιες ενώσεις, τα ξύλινα μαδέρια (πόντους), τα πιθανά σημεία πτώσεων και άλλα, με σκοπό την βελτίωση της ασφάλειας τους, και του απαγόρευσε την χρήση των ικριωμάτων, μέχρι την ολοκλήρωση των υπό εξέλιξη έργων. Επιρρίπτει, για το επίδικο ατύχημα, πλήρη ευθύνη στον Ενάγοντα, καθότι ενήργησε κατά παράβαση των ανωτέρω ρητών και σαφών οδηγιών της Εναγόμενης, εκθέτοντας ο ίδιος τον εαυτό του στον κίνδυνο που του προκάλεσε τον τραυματισμό του. Προβάλλεται, επίσης, η υπεράσπιση του κωλύματος, ως προς την αποδιδόμενη από τον Ενάγοντα ευθύνη της Εναγόμενης, στη βάση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 10.
Ακροαματική διαδικασία
Για σκοπούς απόδειξης της αγωγής, περιλαμβανομένου του ιδίου, ο Ενάγοντας κάλεσε τρείς μάρτυρες. Ειδικότερα, πρώτος κατέθεσε ο ίδιος (ο Ενάγοντας), δεύτερος ο υιός του (o M.E.2) και τρίτος ο Ιωάννης Μαληκίδης (ο Μ.Ε.3). Για σκοπούς αναχαίτησης της αγωγής, η Εναγόμενη κάλεσε δυο μάρτυρες. Πρώτον τον Μάριο Καμαρλίγγο (ο Μ.Υ.1) και δεύτερο τον Ανδρέα Παναγιώτου (ο Μ.Υ.2). Μετά το πέρας της δια ζώσης μαρτυρίας, οι συνήγοροι των διαδίκων ετοίμασαν και παρέδωσαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις, υιοθετώντας, έκαστος, τη δική του αγόρευση.
Συνοπτική παράθεση της, σχετικής με τα υπό αμφισβήτηση επίδικα ζητήματα, μαρτυρίας
Ο Ενάγοντας
Ο Ενάγοντας, αναφορικά με το λόγο που ανέβηκε στα ικριώματα την επίδικη ημέρα, ισχυρίστηκε ότι επισκέφθηκε το εργοτάξιο το πρωί της εν προκειμένω μέρα, με σκοπό να εκτελέσει εργασίες σπάτουλας στην εξωτερική τοιχοποιία της ανεγειρόμενης οικοδομής. Καθ’ ον χρόνο έπραττε τούτο, στο τρίτο επίπεδο των ικριωμάτων, περί το μεσημέρι, έπεσε στο κενό λόγω σπασίματος του ξύλινου μαδεριού (πόντου) επί του οποίου πατούσε, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι, ούτε την συγκεκριμένη ημέρα, αλλά ούτε και τις προηγούμενες ημέρες έτυχε, από οποιονδήποτε αντιπρόσωπο της Εναγόμενης ή άλλο υπεύθυνο άτομο, οποιασδήποτε προειδοποίησης περί της ακαταλληλότητας και ανασφάλειας των ικριωμάτων ή του απαγορεύθηκε η χρήση τους, ούτε και η Εναγόμενη ανάρτησε ή τοποθέτησε οποιεσδήποτε, σχετικές, προειδοποιητικές πινακίδες, ώστε να ενημερωθούν οι παρευρισκόμενοι για την εν προκειμένω ακαταλληλότητα. Ανάφερε, δε, ότι, αν τύγχανε τέτοιας ενημέρωσης, δεν θα έθετε σε κίνδυνο την σωματική του ακεραιότητα.
Ως προς την υπογραφή του Τεκμηρίου 10, ισχυρίστηκε ότι, μετά την χειρουργική του επέμβαση, στις 07.09.2011, και ενώ βρισκόταν σε άσχημη σωματική και ψυχολογική κατάσταση, υπό συνεχείς αφόρητους πόνους και υπό την επήρεια αναισθητικών, ο Μ.Υ.1 τον επισκέφθηκε στο ιδιωτικό νοσοκομείο που νοσηλευόταν και του υποσχέθηκε ότι η Εναγόμενη θα αναλάμβανε να αποπληρώσει τα τρέχοντα και μελλοντικά ιατρικά του έξοδα, καθώς επίσης και να τον αποζημιώσει για κάθε απώλεια που θα υπόκειτο μέχρι και την αποθεραπεία του, και δη μέχρι να είναι σε θέση να επιστρέψει πίσω στην εργασία του, νοουμένου, όμως, ότι αυτός (ο Ενάγοντας) θα υπέγραφε το Τεκμήριο 10, το οποίο ήταν συνταγμένο στην Ελληνική γλώσσα. Αν και του δόθηκε το έγγραφο αυτό, δεν μπορούσε να αναγνώσει το περιεχόμενο του λόγω του ότι δεν μπορεί να διαβάσει Ελληνικά. Παρά ταύτα, ο Μ.Υ.1 άρχισε να τον απειλεί ότι θα διωχθεί (ο Ενάγοντας) ποινικά στην περίπτωση που αρνείτο να υπογράψει το Τεκμήριο 10, με αποτέλεσμα να τρομοκρατηθεί και να αναγκαστεί να το υπογράψει χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενο του. Ως ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε, συνεπεία των ανωτέρω περιστάσεων, υπό τις οποίες υπέγραψε το Τεκμήριο 10, η υπογραφή του τέθηκε υπό εξαναγκασμό και ψυχική πίεση και όχι ως αποτέλεσμα ελεύθερης σχετικής βούλησης του.
Μ.Ε.2
Ο Μ.Ε.2 (υιός του Ενάγοντα), ως προς την ημέρα του ατυχήματος, ισχυρίστηκε ότι, μαζί με τον πατέρα του (Ενάγοντα), επισκέφθηκαν το εργοτάξιο στις 08:00πμ., με σκοπό να εκτελέσουν εργασίες βαψίματος. Ανέβηκαν και οι δυο στα ικριώματα και ξεκίνησαν να εργάζονται. Κανένας, προηγουμένως, ή έστω μετά (πάντα πριν το ατύχημα), τους ανέφερε ότι δεν θα έπρεπε να εργαστούν επί των ικριωμάτων. Ήδη γνώριζαν (ο ίδιος και ο Ενάγοντας), από πριν, τι ανέλαβε ο Ενάγοντας έναντι της Εναγόμενης να εκτελέσει εκείνη την ημέρα, και για αυτό το λόγο ανέβηκαν «κανονικά» στα ικριώματα. Κατά τον Μ.Ε.2, εκείνη ήταν η 7η με 8η συνεχόμενη μέρα που εργάζονταν (αυτός και ο Ενάγοντας) στην ανεγειρόμενη οικοδομή. Κατά το πρωινό της ημέρας του ατυχήματος, παρών στο εργοτάξιο ήταν και ο Μ.Υ.2, πλην όμως βρισκόταν στα κατώτερα επίπεδα της οικοδομής[2]. Δεν θυμόταν αν ο Μ.Υ.2 ήταν στο εργοτάξιο όταν επεσυνέβη το ατύχημα. Βρισκόμενος αντιμέτωπος, κατά την αντεξέταση του, με τη θέση ότι, ο Ενάγοντας εκμεταλλεύτηκε την απουσία του Μ.Υ.2 από το εργοτάξιο και ανέβηκε επί των ικριωμάτων, παρόλο που είχε οδηγίες να μην το πράξει, απάντησε «Δεν πιστεύω να είχαν πει στον πατέρα μου να μην βγει και να βγήκε, να ρισκάρει να βγει ούτε θα με έβαζε εμένα από το πρωί να βγω στην άλλη πλευρά στις σκαλωσιές».
Πάντα κατά τον Μ.Ε.2, μετά την πτώση του Ενάγοντα, στο σημείο μαζεύτηκαν οι εργάτες που εργάζονταν εκείνη την ημέρα στην οικοδομή και βρήκαν τούτον να σφαδάζει από τους πόνους, έτοιμος να χάσει τις αισθήσεις του. Κλήθηκε ασθενοφόρο, και, από τους εκεί παρευρισκόμενους, ενημερώθηκε και ο διευθυντής της Εναγόμενης για το συμβάν. Το ασθενοφόρο παρέλαβε τον Ενάγοντα, τον οποίο συνόδευσε και ο Μ.Ε.2, και κατευθύνθηκαν προς το Νοσοκομείο[3]. Κατά τη διαδρομή, ο διευθυντής της Εναγόμενης τηλεφώνησε στον Μ.Ε.2, και θυμώνοντας του, τον ρώτησε γιατί αποφάσισαν να πάνε στο Νοσοκομείο και όχι σε Ιδιωτικό Νοσοκομείο (το οποίο κατονόμασε), στο οποίο υπήρχαν καλύτεροι ιατροί. Στη βάση των δεδομένων αυτών, λόγω και της σύγχυσης, πανικού και αγωνίας που τον διακατείχε, χωρίς να αμφισβητήσει τις οδηγίες του διευθυντή της Ενάγουσας, και θεωρώντας ότι ο Ενάγοντας θα είχε καλύτερη αντιμετώπιση στο Ιδιωτικό Νοσοκομείο, ζήτησε από τον οδηγό του ασθενοφόρου να τους μεταφέρει στο τελευταίο.
Ως προς το Τεκμήριο 10, ισχυρίστηκε ότι το είδε για πρώτη φορά λίγες μέρες μετά που ο Ενάγοντας εισήχθη στο Ιδιωτικό Νοσοκομείο, όταν του το έδωσε η μητέρα του. Δεν ήταν παρών κατά την ημέρα υπογραφής του. Παρούσα, κατά την ημέρα υπογραφής του από τον Ενάγοντα, ήταν η μητέρα του (σύζυγος του Ενάγοντα), η οποία, επίσης, δεν γνωρίζει να διαβάζει Ελληνικά. Ο ίδιος, φοίτησε σε και αποφοίτησε από Ελληνικό σχολείο στην Κύπρο και γνωρίζει να διαβάζει και να γράφει την Ελληνική γλώσσα, γλώσσα στην οποία και κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, καθώς επίσης και συνέταξε την γραπτή του δήλωση (Έγγραφο Β). Όταν έλαβε το Τεκμήριο 10 από την μητέρα του, διάβασε και κατανόησε το περιεχόμενο του. Σε σχετική ερώτηση που του τέθηκε, κατά το στάδιο της αντεξέτασης, ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε συζήτησε με τον πατέρα του το περιεχόμενο του εν λόγω Τεκμηρίου, και ότι η επόμενη φορά που είδε το εν λόγω έγγραφο ήταν την ημερά που κατέθετε, ενόρκως, ενώπιον του Δικαστηρίου, και δη στις 24.11.2023.
Μ.Ε.3
Ο Μ.Ε.3 (Επιθεωρητής Εργασίας στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων) ισχυρίστηκε ότι, κατόπιν ελέγχου που διενήργησε στις 07.09.2011 στο χώρο του εργοταξίου, διεφάνη ότι τα ικριώματα ήταν ακατάλληλα για χρήση, καθότι δεν έφεραν πλήρους και ικανοποιητικής αντοχής δάπεδα εργασίας, θωράκια και κιγκλιδώματα. Επιπροσθέτως, δεν ήταν κατάλληλα στερεωμένα στο κτίριο. Γενικότερα, δεν ήταν κατασκευασμένα και συναρμολογημένα σύμφωνα με τα Κυπριακά, Ευρωπαϊκά ή άλλα ισοδύναμα πρότυπα. Έκανε συγκεκριμένες συστάσεις στον διευθυντή της Εναγόμενης και, δυο εβδομάδες μετά, όταν επισκέφθηκε εκ νέου το εργοτάξιο, τα επίδικα ικριώματα είχαν απομακρυνθεί, και αντικαταστάθηκαν με άλλα που πληρούσαν τις απαιτήσεις ασφαλείας. Σύμφωνα με το Σχέδιο Ασφάλειας και Υγείας, που εκπόνησε η Εναγόμενη για το συγκεκριμένο έργο, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μεταλλικά ικριώματα που να είναι σύμφωνα με τα Κυπριακά ή Ευρωπαϊκά πρότυπα, αλλιώς θα πρέπει να εκπονηθεί μελέτη υπολογισμού της αντοχής και ευστάθειας τους. Επίσης, δεν θα πρέπει να αναμιγνύονται στοιχεία ικριωμάτων διαφορετικού τύπου, και για την κατασκευή ξύλινων δαπέδων θα πρέπει να χρησιμοποιείται καθαρή και υγιής ξυλεία (μαδέρια με μεταλλικές ενισχύσεις). Κατά την παρουσία του στο εργοτάξιο, τα ικριώματα ήταν προσβάσιμα από τον οποιονδήποτε. Δεν διερεύνησε ποιος ήταν το αρμόδιο πρόσωπο, εκ μέρους της Εναγόμενης, που συναρμολόγησε τις σκαλωσιές, πλην όμως σημείωσε ότι, για το ζήτημα αυτό, θα πρέπει να καθορίζεται συγκεκριμένο πρόσωπο, που να έχει σχετική εμπειρία, που του επιτρέπει να έχει κρίση και να είναι εκπαιδευμένος στη χρήση και συναρμολόγηση ζωνών ασφαλείας κτλ. Συνομίλησε με τον Ενάγοντα, δύο φορές (12.09.2011, τηλεφωνικώς, και 26.10.2011, στο πλαίσιο συνάντησής τους), για το συμβάν στην Ελληνική γλώσσα, την οποία ο τελευταίος ομιλούσε αρκετά καλά. Από πλευράς της Εναγόμενης, υποβλήθηκε σχετικό υπόμνημα, στη βάση του οποίου, εκπρόσωπος της ανέφερε στον Ενάγοντα να μην ανεβεί στα ικριώματα. Σύμφωνα με τα όσα ο Ενάγοντας του ανέφερε, κανένας, από πλευράς της Εναγόμενης, δεν του ανέφερε τέτοιο πράγμα. Το υπόμνημα, από πλευράς της Εναγόμενης, υποβλήθηκε στον Μ.Ε.3 την επομένη του ατυχήματος. Αναφερόμενος ως προς το τι του ανέφερε ο Ενάγοντας για το κατά πόσο του είχαν δοθεί οδηγίες να μην χρησιμοποιήσει τα ικριώματα, ο Μ.Ε.3 ισχυρίστηκε ότι ο Ενάγοντας του ανέφερε ότι, περί το μεσημέρι της ημέρας του ατυχήματος, του τηλεφώνησε ο ιδιοκτήτης της ανεγειρόμενης οικίας και του ζήτησε να εκτελέσει συγκεκριμένες εργασίες σπάτουλας «πάνω ψηλά ανάμεσα στα κεραμίδια στο τσιμέντο που είναι μέσα στα κεραμίδια», και ότι για την εργασία αυτή, θα τον πλήρωνε ο εν λόγω ιδιοκτήτης. Του ανέφερε επίσης ότι, για την εργασία αυτή είχε ενημερώσει τηλεφωνικώς τον Μ.Υ.1 γύρω στις 12:00μμ., προτού επιχειρήσει την εκτέλεσή της. Ο Ενάγοντας, ουδέποτε ανέφερε στον Μ.Ε.3 οτιδήποτε ή του κοινοποίησε οποιοδήποτε έγγραφο που υπέγραψε, σε σχέση με το επίδικο ατύχημα. Σύμφωνα με τον Μ.Ε.3, ο λόγος που επήλθε η πτώση του Ενάγοντα ήταν γιατί το ξύλινο μαδέρι – πάτωμα ικριώματος - επί του οποίου πατούσε, σε σημείο περίπου ένα μέτρο από την άκρη του, είχε ρόζο («ζάρι»), με αποτέλεσμα να σπάσει από την πίεση.
Μ.Υ.1
Ο Μ.Υ.1, ήταν Πολιτικός Μηχανικός του έργου, και ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες επεσυνέβη του ατύχημα, ισχυρίστηκε ότι ο διευθυντής της Εναγόμενης έδωσε ρητές οδηγίες στον Μ.Υ.2, ο οποίος ήταν ο υπεύθυνος επιστάτης της ανεγειρόμενης οικοδομής, όπως την συγκεκριμένη ημέρα διενεργηθεί πλήρης έλεγχος ασφαλείας των ικριωμάτων που ήταν ήδη εγκατεστημένα περιμετρικά της οικοδομής και όπως γίνουν όλες οι αναγκαίες βελτιώσεις, όπως η αλλαγή δικτύων ασφαλείας, ο έλεγχος όλων των σιδερένιων ενώσεων, των ξύλινων πατωμάτων, καθώς επίσης και των πιθανών σημείων από τα οποία θα ήταν δυνατό να επέλθει πτώση εργαζόμενου. Σε σχετική ερώτηση που του τέθηκε, ανέφερε ότι, αν και δεν ήταν παρών στην όποια συνομιλία του Ενάγοντα με τον Μ.Υ.2, γνωρίζοντας πολύ καλά τον τελευταίο, ήταν σίγουρος ότι τούτος δεν είπε στον Ενάγοντα να χρησιμοποιήσει τα ικριώματα. Σε κάποια στιγμή, και ενώ απουσίαζε από το εργοτάξιο, ενημερώθηκε, από τον Μ.Υ.2, για το ατύχημα του Ενάγοντα και έσπευσε στο εργοτάξιο, στο οποίο κατέφθασε και ο διευθυντής της Εναγόμενης. Εκεί συνάντησαν τον Ενάγοντα να κάθεται σε κάποια σκαλιά και να υποβαστάζει το δεξί του χέρι, ταλαιπωρημένος και με πόνους. Παρά ταύτα, η έγνοια του τελευταίου ήταν στον υιό του (Μ.Ε.2), λέγοντας ότι τούτος δεν είχε άδεια και προβληματιζόταν για το θέμα αυτό. Προτού φθάσει στην σκηνή το ασθενοφόρο, ρώτησε τον Ενάγοντα αν είχε ασφαλιστική κάλυψη, με τον τελευταίο να απαντά καταφατικά, και συνεπεία τούτου αποφασίστηκε από όλους (διευθυντή της Εναγόμενης, τον Μ.Υ.1 και τον Ενάγοντα) όπως ο τελευταίος μεταφερθεί σε συγκεκριμένο Ιδιωτικό Νοσοκομείο (το οποίο κατονόμασε) για καλύτερη νοσηλεία. Από την πρώτη στιγμή που συνάντησε τον Ενάγοντα στο εργοτάξιο μετά το ατύχημα του, αυτός (ο Ενάγοντας) συνεχώς ζητούσε συγνώμη, λέγοντας ότι έφταιγε που δεν ακολούθησε τις οδηγίες του Μ.Υ.2. Ο Ενάγοντας διατήρησε, πολλές φορές, την απολογητική, αυτή, στάση, τόσο στο χώρο του εργοταξίου, την ημέρα του ατυχήματος, όσο και την επόμενη μέρα στο Ιδιωτικό Νοσοκομείο που τον επισκέφθηκε. Κατά την παρουσία του στο Ιδιωτικό Νοσοκομείο, ο Μ.Υ.1 ενημερώθηκε από τους εκεί λειτουργούς του (του Ιδιωτικού Νοσοκομείου) ότι, στη βάση των όρων της ασφαλιστικής κάλυψης που είχε ο Ενάγοντας, η ασφαλιστική εταιρεία δεν θα πλήρωνε τα ιατρικά έξοδα του απευθείας στο Ιδιωτικό Νοσοκομείο και ότι θα έπρεπε τούτα να αποπληρωθούν από τον Ενάγοντα και ακολούθως, αυτός, να υποβάλει αίτηση στην ασφαλιστική εταιρεία για να του τα καλύψει. Επειδή ο Ενάγοντας δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει τα ιατρικά έξοδα του Νοσοκομείου, ο Μ.Υ.1 του ανέφερε ότι θα τα κατέβαλλε ο ίδιος και θα του τα επέστρεφε ο πρώτος όταν εισέπραττε τα σχετικά χρήματα από την ασφαλιστική εταιρεία στο μέλλον. Ο Ενάγοντας συμφώνησε με την πρόταση αυτή, με αποτέλεσμα ο Μ.Υ.1 να εξοφλήσει τρία συγκεκριμένα τιμολόγια, στα οποία έκανε ειδική αναφορά. Σημείωσε, συναφώς, ότι, τα τιμολόγια και αποδείξεις των σχετικών πληρωμών που έκανε, εκδόθηκαν στο όνομα του Ενάγοντα, για να μπορεί ο τελευταίος να τα επισυνάψει στην αίτηση που θα υπέβαλλε στην ασφαλιστική εταιρεία που του παρείχε κάλυψη. Ουδέποτε ο Ενάγοντας του επέστρεψε τα χρήματα που κατέβαλε για την νοσηλεία του.
Όσον αφορά στο Τεκμήριο 10, ισχυρίστηκε ότι, προτού το υπογράψει ο Ενάγοντας, του το είχε διαβάσει και εξηγήσει, και αφού κατανόησε το περιεχόμενό του, το υπέγραψε, χωρίς κανέναν απολύτως ενδοιασμό. Με τον Ενάγοντα μιλούσε πάντοτε στα Ελληνικά, όπως έπρατταν και οι υπόλοιποι εργάτες στην οικοδομή. Όταν άκουσε ο Ενάγοντας το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10, συμφώνησε με αυτό και το υπόγραψε εις διπλούν, με το ένα αντίγραφο να παραδίδεται στον διευθυντή της Εναγόμενης και το άλλο στον Ενάγοντα. Παρούσα, την δεδομένη στιγμή, ήταν και η σύζυγος του Ενάγοντα. Αρνήθηκε ότι τούτο υπογράφηκε υπό τις συνθήκες που ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε και επανέλαβε ότι ο τελευταίος το υπέγραψε με την θέληση του, καθότι τα όσα εκεί καταγράφονται αποτελούν τα αληθή γεγονότα, γεγονότα που επιβεβαίωσε ο ίδιος ο Ενάγοντας πολλές φορές, προφορικώς, προηγουμένως.
Μ.Υ.2
Ο Μ.Υ.2 ανάφερε ότι ήταν ο υπεύθυνος επιστάτης του εργοταξίου και υπάλληλος, τότε, της Εναγόμενης. Κατά το πρωί της ημέρας του ατυχήματος, υπέδειξε στον Ενάγοντα ότι θα γίνονταν βελτιωτικά έργα στα ικριώματα, αναφέροντάς του, τους συγκεκριμένους ελέγχους που θα διενεργούνταν και του απαγόρευσε τη χρήση τους. Ο έλεγχος αυτός γινόταν κατ’ εντολή του διευθυντή της Εναγόμενης, ο οποίος έδινε πολύ σημασία στην ασφάλεια των υπαλλήλων και υπεργολάβων που εργάζονταν στα έργα της τελευταίας. Ο Ενάγοντας, κατά την ενημέρωση του αυτή, του ανέφερε «εντάξει» και ότι θα εργαζόταν στο εσωτερικό της οικοδομής για να κάνει κάποια «σπατουλαρίσματα» που έχουν μείνει. Ο Μ.Υ.2 παρέμεινε στο χώρο, και μαζί με άλλους εργάτες, τους οποίους καθοδηγούσε, ασχολούνταν με την συντήρηση των ικριωμάτων, και κανένας άλλος εκτός από τους υπαλλήλους αυτούς δεν ανέβηκε στα ικριώματα. Σε κάποια στιγμή, έπρεπε να αποχωρήσει από το εργοτάξιο, καθότι θα έπρεπε να τοποθετηθούν χωνιά για ρίψη μπάζων σε άλλη ανεγειρόμενη, από την Εναγόμενη, οικοδομή, γνωρίζοντας, ωστόσο, οι λοιποί παρευρισκόμενοι στο εργοτάξιο ότι η απαγόρευση χρήσης των ικριωμάτων ήταν ακόμα σε ισχύ. Κατά τον Μ.Υ.2, ο Ενάγοντας, εκμεταλλευόμενος την αναγκαστική αυτή απουσία του από το εργοτάξιο, κατά το μεσημέρι της εν λόγω ημέρας, ανέβηκε στα ικριώματα με αποτέλεσμα να επέλθει το ατυχές συμβάν.
Νομική πτυχή
Ευθύνη κατόχου
Στην Κυριακίδης v. Caro Tenekedzian (1994) 1 A.A.Δ. 504 αναλύθηκε το καθήκον που οφείλεται από τον κάτοχο ακινήτου έναντι όλων των προσώπων που νόμιμα ευρίσκονται σ' αυτό.
«Η κατά το κοινοδίκαιο διαφοροποίηση ως προς το οφειλόμενο καθήκον ανάλογα με το αν ο ζημιούμενος είναι προσκεκλημένος ή απλός αδειούχος, άρθηκε με τον Οccupiers' Liability Act του 1957 που ουσιαστικά υπήγαγε και τους δυο στην κατηγορία των επισκεπτών (visitors) με την αναγνώριση έναντί τους του χαρακτηριζόμενου ως κοινού καθήκοντος επιμέλειας. Ενώ ο Occupiers' Liability Act του 1957 δεν μας αφορά, (όπως και ο ομώνυμος του 1984) ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως και κατά το κοινοδίκαιο οφειλόταν κοινό καθήκον επιμέλειας στους προσκεκλημένους και στους αδειούχους αδιακρίτως αναφορικά με δραστηριότητες του κατόχου στο ακίνητο (current operations - activity duty) σε αντιδιαστολή προς το πιό περιορισμένο καθήκον του αναφορικά με την στατική κατάσταση του ακινήτου (occupancy duty). [Βλ. την ανάλυση του θέματος στην Λ.Π. Φραγκεσκίδης Λτδ & Σία και Άλλος v. Μάμα (1989) 1 A.A.Δ. (E) 70]. Θα προσθέταμε πως αυτή η πτυχή του κοινοδικαίου βρήκε την έκφραση της στις ίδιες τις διατάξεις του Άρθρου 51(2)(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148. Το άρθρο, ενώ θεσμοθετεί την ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας του κατόχου ακινήτου έναντι όλων των προσώπων που νόμιμα βρίσκονται σ' αυτό ή των οποίων η περιουσία βρίσκεται μέσα ή πάνω σ' αυτό ή τόσο πλησίον του ώστε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επηρεάζονται από την αμέλεια, δεν αναγνωρίζει τέτοιο καθήκον σε σχέση με την κατάσταση, τη συντήρηση ή την επιδιόρθωση του ακινήτου έναντι απλού αδειούχου. Σ' αυτή την περίπτωση, αναγνωρίζει μόνο καθήκον προς προειδοποίηση του απλού αδειούχου για κάθε κρυμμένο ή λανθάνοντα κίνδυνο μέσα ή πάνω στο ακίνητο τον οποίο ο κάτοχος γνωρίζει ή πρέπει να θεωρηθεί ότι γνωρίζει. Στο πλαίσιο αυτό και για τους σκοπούς αυτής της ρύθμισης, το άρθρο παρέχει και τον ορισμό του απλού αδειούχου. Θα τον παραθέσουμε γιατί η απόδειξη τέτοιας ιδιότητας συνιστά ό,τι ελάχιστο μπορεί να γεννήσει το κοινό καθήκον επιμέλειας όταν μιλούμε για δραστηριότητες στο ακίνητο, έννοια που περιλαμβάνει και την οδήγηση αυτοκινήτου. Δεν αμφισβητείται πως αν ορθά θεωρήθηκε ο εφεσίβλητος ως αδειούχος, η έφεση πρέπει να απορριφθεί. Λέγει το άρθρο:
"For the purposes of this section 'bare licensee' means any person who lawfully comes upon any immovable property otherwise than -
(i) in connection with any business in which the occupier of the property is interested, or
(ii) in the lawful performance of any public duty under the provisions of any enactment or otherwise, and includes the guests, not being guests for reward, and the servants of the occupier of any immovable property."
Σε μετάφραση:
"Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου 'απλός αδειούχος' σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο που εισέρχεται νόμιμα σε ακίνητη ιδιοκτησία άλλως ή -
(ι) συναφώς προς εργασία στην οποία έχει συμφέρον ο κάτοχος της ακίνητης ιδιοκτησίας· ή
(ιι) κατά τη νόμιμη εκτέλεση δημόσιου καθήκοντος δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νομοθετήματος ή άλλως πως, και περιλαμβάνει τους προσκεκλημένους, που δεν είναι προσκεκλημένοι επ' αμοιβή, και τους υπηρέτες του κατόχου οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας".
Η ιδιότητα του αδειούχου μπορεί να αποκτάται ως αποτέλεσμα ρητής άδειας ή να συνάγεται από τη συμπεριφορά του κατόχου στο πλαίσιο του συνόλου των περιστάσεων. (Βλ. Edwards v. Railway Executive [1952] 2 All E.R. 430.)»
Volenti non fit injuria
Στην υπόθεση Fysco Constructing Co Ltd v. Χριστάκη Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014, το Ανώτατο Δικαστήριο, σε σχέση με την υπεράσπιση του Volenti non fit injuria, σημείωσε τα εξής:
«Δεν επεκτεινόμαστε στα όσα εξηγήθηκαν από τη νομολογία ως προ το ανεφάρμοστο κάτω από παρόμοιες συνθήκες της αρχής volenti non fit injuria, γιατί η εισήγηση των εφεσειόντων περιοριζόταν στην άποψη πως αποδείχτηκε συντρέχουσα αμέλεια και δεν επεκτεινόταν μέχρι του σημείου αυτού [Βλέπε Djemal v. Zim Israel Navigation Co Ltd (1967) 1 CLR 227, Vassilico Cement Works v. Christos Stavrou (1978) 1 CLR 389, Govotsos Textiles v. Serghiou (1981) 1 CLR 475, Viceroy Shipping v. Mahattou (1982) 1 CLR 170]. Σημειώνουμε μόνο πως για να απαλλαγεί από την ευθύνη ο εργοδότης για τέτοιο λόγο, χρειάζεται να αποδειχθεί πως ο εργοδοτούμενος, όχι απλώς γνώριζε την ύπαρξη του κινδύνου αλλά και τον αποδέχτηκε ρητά ή έστω με τη συμπεριφορά του με την έννοια ότι συμφώνησε να τον υποστεί παραιτούμενος του δικαιώματος του να αξιώσει αποζημιώσεις. Σε κάθε περίπτωση η αποδοχή του κινδύνου πρέπει να αποδεικνύεται πως ήταν το προϊόν της ελεύθερης θέλησης του εργοδοτουμένου. Αυτό, εξυπακούει δυνατότητα εκλογής. Τέτοια δυνατότητα δεν θεωρείται ότι υπάρχει στις περιπτώσεις εργοδοτουμένων που απλώς ανταποκρίνονται στην υποχρέωσή τους για εκτέλεση της εργασίας τους, χωρίς ο,τιδήποτε άλλο».
Ο ορισμός της υπεράσπισης του Volenti non fit injuria, αποδίδεται στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 22η έκδοση, παράγραφος 3-107, ως εξής:
«Volenti non fit injuria is a voluntary agreement by the claimant to absolve the defendant from the legal consequences of an unreasonable risk of harm created by the defendant, where the claimant has full knowledge of both the nature and extent of the risk. When it applies it is a complete defence; the claimant recovers nothing.»
Σύμφωνα δε με το ίδιο σύγγραμμα, ο Eναγόμενος που εγείρει αυτή την υπεράσπιση πρέπει να αποδείξει τις ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις:
1. «agreement by the claimant to absolve the defendant from legal responsibility for his conduct
2. this agreement must be voluntary, not due to compulsion by the defendant or external circumstances, and
3. the claimant should have full knowledge of the nature and extent of the risk it is alleged that he has assumed.»
Στην παράγραφο 3-109 του πιο πάνω συγγράμματος, αναφορικά με την πρώτη προϋπόθεση, σημειώνεται ότι η συμφωνία του ενάγοντα να απαλλάξει τον εναγόμενο από τις νομικές υποχρεώσεις των πράξεων του μπορεί να είναι ρητή ή εξυπακουόμενη και να συμπεραίνεται από τη συμπεριφορά του.
Αναφορικά με την ύπαρξη μιας τέτοιας συμφωνίας, στην υπόθεση Nettleship v. Weston (1971) 2 Q.B. 691, επισημαίνονται τα ακόλουθα από τον Lord Denning στη σελίδα 701:
«Now that contributory negligence is not a complete defence, but only a ground for reducing the damages, the defence of volenti non fit injuria has been closely considered and in consequence, it has been severely limited. Knowledge of the risk of injury is not enough. Nor is a willingness to take the risk of injury. Nothing will suffice short of an agreement to waive any claim for negligence. The [claimant] must agree, expressly or impliedly to waive any claim for any injury that may befall him due to the lack of reasonable care by the defendant.»
Σύμφωνα με τη δεύτερη προϋπόθεση, η συμφωνία του ενάγοντα πρέπει να είναι οικειοθελής. Ως, συναφώς, έχει αποφασισθεί από τον Scott L.J. στην υπόθεση Bowater v. Rowley Regis BC [1944] K.B. 476, στη σελίδα 479:
«..cannot be said to be truly 'willing' unless he is in a position to choose freely, and freedom of choice predicates, not only full knowledge of the circumstances on which the exercise of choice is conditional, so that he may be able to choose wisely, but the absence of any feeling of constraint so that nothing shall interfere with the freedom of his will.»
Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, ο εναγόμενος θα πρέπει να αποδείξει ότι ο Ενάγοντας είχε πλήρη γνώση της φύσης και της έκτασης του κινδύνου που θεωρείται ότι αποδέχθηκε. Επί τούτου, δεν είναι αρκετό να αποδειχθεί ότι ο κίνδυνος ήταν εμφανής ή ότι σε γενικές γραμμές ο Ενάγοντας ήταν γνώστης του κινδύνου (Βλ. Clerk & Lindsell (πιο πάνω), παράγραφος 3-110).
Στην υπόθεση Morris v. Murray [1991] 2 Q.B. 6, ο Ενάγοντας συμφώνησε να πάει σε μια πτήση αναψυχής με ένα φίλο του, για τον οποίο γνώριζε ότι, εκείνο το απόγευμα, είχε καταναλώσει μισό μπουκάλι ουίσκι. Ο Ενάγοντας είχε επίσης πιει αρκετά. Οποιοδήποτε πρόσωπο, που δεν ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ, θα μπορούσε να αντιληφθεί πλήρως τον κίνδυνο που διέτρεχαν. Το Εφετείο, ομόφωνα, έκρινε ότι, υπό τις περιστάσεις, ο Ενάγοντας γνώριζε τον κίνδυνο, αφού ακόμα και κάτω από το συγκεκριμένο καθεστώς, όφειλε να αντιληφθεί αυτό τον εξαιρετικό κίνδυνο.
Επί της υπεράσπισης του Volenti non fit injuria, πλούσια είναι και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου. Στην υπόθεση Djemal v. Zim Israel Navigation Co Ltd (1967) 1 C.L.R. 227, με παραπομπή στη σχετική Αγγλική νομολογία, αναφέρθηκαν τα εξής:
«(1)(a) In answering this question I have in mind the admissions made by the plaintiff to the driver of the winch, upon which almost the whole case for the defendants depends. It seems to me that the utmost they prove is that in the course of the work it did occasionally happen that because of a cut of electricity or of a fall of the wire the gears get disconnected, or because of a negligent mode of operating the gears of the winch the sling was falling over a stevedore's head and that the plaintiff knew this and believed it to be dangerous.
(b) The question of law is whether upon these facts and when the very form of his employment prevented him at the time of the accident looking out for himse1f the plaintiff consented to undergo this particular risk and so disentitled himself to recover when the sling of the winch was negligently slung over him, or negligently permitted to fall on him and do him serious injuries.
(2) I am of the opinion that the application of the maxim "volenti non fit injuria" is not warranted by these facts. I do not think that the plaintiff did consent at all. True a consent to the particular risk may be inferred from the course of conduct. But I do not believe that the plaintiff ever did or would have consented to the particular act done under the particular circumstances. The proposition upon which the case for the defendants has been argued must be a far wider one than is involved in the maxim. I think they must go to the extent of saying that wherever a person knows that there is a risk of injury to himself, he debars himself from any right of complaint if an injury should happen to him in doing anything which involves that risk; and if applicable to the extent that counsel for the defendants has invited the Court to accept, no person ever would have been awarded damages for being run over in the streets. There is, of course, ample authority that mere knowledge of the risk does not necessarily involve consent to the risk because as it was aptly stated the maxim is not "scienti non fit injuria", but "volenti non fit injuria", See Smith v. Charles Baker and Sons (1891) 60 L.J. Q.B.D. 683, at pp. 693-694 (per Lord Watson, H.L.); Harris v. Brights Asphalt contractors [1953] 1. Q.B. 617; Bowater v. Rowley Regis Corporation [1944] K.B. 476; at p. 480 per Lord Goddard; see, also, London Graving Dock Co. Ltd; v. Horton [1951] 2 All E R 1 at p 5, per Lord Porter; Merrington v Ironbridge Metal Works Ltd and Others [1952]2 All E R 1101 at pp 1103-1104; cf. Thrussel v. Handyside [1886-90] All E.R. Rep: 830.»
Ομοίως, στην υπόθεση Vassilico Cement Works v. Christos Stavrou (1978) 1 C.L.R. 389, με ειδική αναφορά στη σχέση των διαδίκων, ως εργοδότης – εργοδοτούμενος, σημειώθηκε ότι:
«It has been said time after time that where an employee relies on the breach of a duty to take care, owed by the defendant to him, it is a good defence that the employee consented to that breach of duty, or, knowing of it, voluntarily incurred the whole risk entailed by it. (Thomas v. Quartermaine, [1887] 18 Q.B.D., 685, C.A., at p. 696, per Bowen L.J., approved in Yarmouth v. France [1887] 19 Q.B.D. 647, C.A., at p. 659, per Lindley, L.J., and in Smith v. Baker & Sons [1891] A.C. 325, H.L., at p. 337; Smerkinich v. Newport Corpn. [1912] 76 J.P. 454, D.C.; Herd v. Weardale Steel Coal and Coke Co. Ltd., [1915] A.C. 67, H.L.; c.f. Robertson v. Primrose & Co., [1910] S.C. 111; Lindsay v. Charles Connell & Co. Ltd., [1951] S.C. 281; Cullen v. Dublin United Tramways Co. (1896), Ltd., [1920] 2 l R. 63, C.A.).
In the light of these authorities, it appears that in such a case, the maxim volenti non lit injuria applies. But this defence is to be distinguished from the plea of contributory negligence, for a plaintiff may have voluntarily exposed himself to the risk of being injured whilst himself exercising the utmost care. The plaintiff's knowledge of danger is a factor in considering contributory negligence.
There is no doubt that in order to establish the defence, the plaintiff must be shown not only to have perceived the existence of danger, for this alone would be insufficient, (Smith v. Baker and Sons (suppra)), but also to have appreciated fully (Letang v. Ottowa Electric Railway Co. [1926] A.C. 725 P.C.) and voluntarily accepted the risk. The question whether the plaintiff's acceptance of the risk was voluntary is generally one of fact, and the answer to it may be inferred from his conduct in the circumstances.
It is to be added however, that where the relationship of master and servant exists, the defence of volenti non fit injuria is theoretically available. (Watt v. Hertfordshire County Council, [1954] 2 All E.R. 368, C.A., at pp. 370-371) Owing to his contract of service, a servant is not generally in a position to choose freely between acceptance and rejection of the risk, and so the defence does not apply in an action against the employer.
The learned trial Judge, dealing with the defence of volenti non fit injuria, raised by the appellants, reached the conclusion that the findings of the Court left no room whatever for the invocation of that defence in the present case. In our opinion, the learned trial Judge properly applied his mind to the legal effect of that doctrine and we endorse and approve his statement in the light of the authorities quoted earlier that this defence rarely finds application in cases of injuries suffered by workers in the course of their work and as a result of hazards emanating from this system of work. The gist of the defence, in the words of Ackner J., does not lie in the assent to the infliction of injury but involves an assumption to the risk. (See Bennett v. Tug-well, [1971] 2 All E.R. 248) In order to establish the defence the plaintiff must agree to waive any claim that he may have to injury that may befall him due to lack of reasonable care on the part of the defendants. Knowledge or willingness to take the risk will not substantiate the defence of volenti. (See also Stavrinou Costa and Another v. Municipal Corporation of Limassol, (1975) 1 C.L.R. 84; and Cyprus Trading Corporation v. Chimonas, (1975) 1 C.L.R. 211).»
Στην υπόθεση Covotsos Textiles v. Serghiou, (1981) 1 C.L.R. 475, γίνεται αναφορά στις περιπτώσεις εκείνες, που ο Ενάγοντας τυγχάνει σαφούς προειδοποίησης για την ύπαρξη κινδύνου και τις πιθανές επιπτώσεις του, υπό περιστάσεις, που του στερείται, πλέον, το δικαίωμα να αποταθεί στο Δικαστήριο για αποζημιώσεις για τις ζημιές που υπέστη, καθώς επίσης και ανάλυση των αρχών που διέπουν την υπεράσπιση του Volenti non fit injuria. Η σχετικές αναφορές είναι ακόλουθες:
«We think it is necessary to add that where a plaintiff relies on the breach of a duty to take care, owed by the defendant to him, it is a good defence that the plaintiff consented to that breach of duty, or knowing of it, voluntarily incurred the whole risk entailed by it. (See Thomas v. Quartermaine, [1887] 18 Q.B.D. 685, C.A., at p. 696 per Bowen, L.J., approved in Yarmouth v. France, 19 Q.B.D. 647, C.A. at p. 659 per Lindley, L.J; and in Smith v. Baker and Sons, [1891] A.C. 325, H.L., at p. 337. In such a case, the maxim volenti non fit injuria applies. The application, of course, of this maxim does not depend on the relationship of employer and employed, and it is of general application to all. (See Smith v. Baker and Sons (supra)). In addition, we would add that the maxim is volenti and not scienti. A man may know of a danger and be obliged to incur it (See Thrussell v. Handyside, [1888] 20 Q.B.D. 359). (See also Membery v. Great Western Rail Co., [1889] 14 App. Cas. 179, H.L., and Baker v. James, [1921] 2 K.B. 64 at p. 683).
In order, therefore, to establish the defence, the plaintiff must be shown not only to have perceived the existence of danger, for this alone would be insufficient. (See Thomas v. Quartermaine (supra) and Smith v. Baker and Sons (supra)). It is, of course, necessary that the plaintiff should be shown to have notice of the danger and voluntarily accepted the risk. (See Williams v. Birmingham Battery and Metal Co., [1899] 2 Q.B. 338, C.A.)
The question, of course, whether the plaintiff's acceptance of the risk was voluntary is generally one of fact, and the answer today may be inferred from his conduct in the circumstances. There must, however, be a finding of fact to this effect. (See Osborne v. London and North Western Rail Co., [1888] 21 Q.B.D. 220 D.C. at pp. 223-224, per Wills, J. following the view expressed in Yarmouth v. France, [1887] 19 Q.B.D., 647, C.A. at p. 657, per Lord Esher, M.R.)
The inference of acceptance is more rigidly to be drawn in cases where it is proved that the plaintiff knew and comprehended it. (See Thomas Quartermaine (supra)). Such knowledge is no more, however, than evidence of assumption of risk. (See Baker v. James, [1921] 2 K.B. 674 at p. 682, per McCardie, J.).
Indeed, where the danger was apparent or a proper warning was given to it, and where there is nothing to show that he was obliged to incur it, but not full comprehension of its extent, or where while taking an ordinary and reasonable course, he had not an adequate opportunity of electing whether he would accept the risk or not. (See Osborne v. London and North Western Rail Co., [1888], 21 Q.B.D. 220, D.C., and Wing v. London General Omnibus Co. Ltd., [1909] 2 K.B. 652, C.A. at p. 667, per Fletcher Multon L.J.).
[…]
In Bennett v. Tugwell (an infant), [1971] 2 All E.R. 248, Agner, J., dealing with the defence of volenti non fit injuria, had this to say at pp. 252-253:-
"The gist of this defence is not so much the assent to the infliction of injury as the assumption of the risk of such injury (see Fleming on Tort, cited by Salmond on the Law of Torts). Counsel for the plaintiff submits that a subjective test is the appropriate one and that I am concerned with what was in the innermost recesses of the parties' minds. I do not accept that this is so. What is required is an objective approach. Legal enquiry into a person 'volens' is not into what he feels or inwardly consents to, but into what his conduct or words evidence that he is consenting to.
[…]
Put in a postive form I would not venture to disagree with Turner J. The defendant must prove on the balance of probabilities that the plaintiff did assent to being carried at his own risk and to exempt the defendant from liability for the negligence which caused this accident. There is no requirement for a contract.
[…]»
In Burnett v. British Waterways Board, [1973] 2 All E.R. 631, Lord Denning, M.R. had this to say at pp. 635-636:-
«[…]
Irrespective of whether there was a contract properly so called, there are cases which show that if Mr. Burnett agreed, expressly or impliedly, to be bound by the terms of the notice, he could not claim. Thus there are several cases where the driver of a vehicle gives a passenger a lift and, at the same time, gives him reasonable notice that he rides at his own risk. The passenger is bound by the notice. He cannot claim: see Buckpitt v. Oates, Bennett v. Tugwell (an infant) and Birch v. Thomas. Likewise when a man is given a free pass to go on a vehicle, he is bound by the conditions on it. Similarly when dangerous operations are in progress on land and apparent, and the owner gives a licensee permission to go on it, but at the same time gives him reasonable notice that he comes at his own risk, again he cannot claim: see Ashdown v. Samuel Williams & Sons Ltd and White v. Blackmore. In some of these cases, there may not be a contract properly so called; but the passenger who accepts the lift, or the licensee who takes advantage of the permission, is bound by the notice. He has a choice either to go on the premises on the terms of the notice, or not to go to them. If he goes, he is taken to have impliedly agreed to take the risk. Just as in the 'ticket' cases, a man, by accepting the ticket with the conditions, is taken to have agreed to them: see Parker v. South Eastern Railway Co. The 'ticket' cases are, of course, based on contract, whereas the licensee cases are not. But in each the basis is implied agreement.
[…].»
In the present case, in our view, the doctrine of volenti non fit injuria cannot afford a defence to the claim of the appellants because that defence is available only when the respondent freely and voluntarily, being an employee, with full knowledge of the nature and extent of the risk impliedly agreed to incur it, and to waive any claim for injury.
[…]
With respect, the defence of volenti non fit injuria cannot be invoked by the appellants-defendants in the present case, because knowledge of the risk is not enough; nor is a willingness to take the risk of injury. Nothing will suffice short of an agreement to waive any claim for negligence. Indeed, we think that the respondent must agree, expressly or impliedly to waive any claim for any injury that may befall her due to the lack of reasonable care by the employee at the time: or more accurately, to the failure of the appellant to measure up to the standard of care that the common law requires of him. According to Diplock L.J. the maxim, in the absence of express contract, had no application to negligence simpliciter where the duty of care is based solely on proximity of neighbourship.»
Τέλος, πάντα συναφώς, στην υπόθεση Viceroy Shipping v. Mahattou, (1982) 1 C.L.R. 170, σημειώθηκαν και τα εξής:
«The principle of volenti non fit injuria has no application in this case in the absence of a finding "that the plaintiff freely and voluntarily, with full knowledge of the nature and extent of the risk he ran, impliedly agreed to incur it", as stated by Wills J., in Osborne v. L. & N.W. Railways [1888] 21 Q.B.D. 220, at pp. 223 and 224, following the words of Lord Esher M.R. in Yarmouth v. France [1887] 19 Q.B.D. 647, at p. 657; nor can the ground of contributory negligence succeed.»
Στην Πολ. Έφ. 192/2014, μεταξύ M. HAJI κ.α. v. ADONIS BATHS MAVROKOLIMBOS WATERFALLS LIMITED, κ.α, απόφαση ημερομηνίας 10.05.2022, αναφορικά με το πώς ένας κάτοχος συγκεκριμένου χώρου, μέσω, σχετικής με υπαρκτό στο χώρο του κίνδυνο, προειδοποίησης, μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη του για ζημιά που προκαλείται σε προσκεκλημένο του συνέπεια του κινδύνου, σημειώθηκαν τα εξής:
«Το επόμενο ερώτημα είναι κατά πόσον υπήρξε παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας (breach of duty). Το περιεχόμενο του καθήκοντος επιμέλειας κατόχου έναντι «προσκεκλημένου» έγκειται στην υποχρέωση του να μεριμνά ώστε το υποστατικό να είναι εύλογα ασφαλές για τους σκοπούς για τους οποίους ο «προσκεκλημένος» βρίσκεται νόμιμα στο χώρο. Το καθήκον αυτό εξυπακούει ότι ο κάτοχος θα πρέπει να επιδεικνύει τέτοια φροντίδα, όση υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης είναι εύλογη. Αφενός δεν είναι ασφαλιστής, δηλαδή δεν έχει καθήκον να αποτρέπει ένα ασυνήθιστο κίνδυνο, τον οποίο δεν γνωρίζει ή δεν όφειλε να γνωρίζει, από την άλλη όμως, έστω και αν η πιθανότητα εκδήλωσης του κινδύνου είναι μικρή, δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη για κίνδυνο τον οποίο γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει. Όπως ελέχθη στην Λ.Π. Φραγκεσκίδης & Σία Λτδ (ανωτέρω) «το ότι η πιθανότητα εκδηλώσεως του κινδύνου είναι μικρή (slight) δεν απαλλάττει τον κάτοχο των υποστατικών από τη λήψη προστατευτικών μέτρων εφόσον ο κίνδυνοςείναι προβλεπτός.» (βλ. και Μιχαήλ ν. Ττούνια κ.α. (2005) 1 ΑΑΔ 19).
Η σύγχρονη τάση όπως είχε τότε χαρακτηριστεί από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε), στις υποθέσεις G.I.P. Constructions v. Neophytou and Another (1983) 1 AAΔ 669 και Λ.Π. Φραγκεσκίδης & Σία Λτδ (ανωτέρω) …είναι «τάση εναρμονισμού των υποχρεώσεων του κατόχου υποστατικών κατά το κοινό δίκαιο με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί κοινωνικού καθήκοντος. Τα όρια του καθήκοντος προς το γείτονα προσδιορίζει ανθρωπιστική συμπεριφορά η οποία αναμένεται από τον κάθε πολίτη στον προγραμματισμό και την εκτέλεση των δραστηριοτήτων του.»
[…]
Η αιχμή του δόρατος της υπόθεσης των εφεσειόντων έγκειται στη θέση αφενός ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να προειδοποιήσουν ικανοποιητικά ότι η πραγματοποίηση βουτιών στη λίμνη ήταν επικίνδυνη και ότι επέτρεπαν τέτοιες βουτιές ενώ γνώριζαν την επικινδυνότητα της και αφετέρου, ότι παρέλειψαν να διαθέτουν ναυαγοσώστη ή γνώστη πρώτων βοηθειών ή εξοπλισμό πρώτων βοηθειών. Η απάντηση της άλλης πλευράς, τηρουμένης της απορριφθείσας θέσης τους ότι δεν είχαν τον έλεγχο ή την κατοχή της λίμνης, ήταν πως υπήρχαν στο μέρος προειδοποιητικές πινακίδες. Έχουν κατατεθεί σχετικές φωτογραφίες στις οποίες φαίνεται μια πινακίδα επικολλημένη σε ένα τοίχο στην οποία αναγράφονται τα εξής «SWIMMING AND JUMPING AT YOUR OWN RISK/ΤΟ ΚΟΛΥΜΠΙ ΜΕ ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΕΥΘΥΝΗ».
[…]
Οι προειδοποιήσεις ότι οι επισκέπτες μπορούν να ενεργήσουν ιδίω κινδύνω (at their own risk) δεν απαλλάσσουν τον κάτοχο από τις ευθύνες του. Δεν πρόκειται για προειδοποιήσεις που απαγορεύουν τις επικίνδυνες ενέργειες ή γενικότερα που καθιστούν τον επισκέπτη ευλόγως ασφαλή. Στην πραγματικότητα τέτοιας φύσεως «προειδοποιήσεις» δεν προειδοποιούν για τον κίνδυνο, αλλά αποτελούν προσπάθεια αποφυγής της ευθύνης, όπως υποδείχθηκε στην White v. Blackmore [1972] 2 Q.B. 651, από τον Lord Denning, ο οποίος με το γλαφυρό του ύφος και τη σαφήνεια του λόγου του σχολίασε ως εξής την προειδοποιητική πινακίδα ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα (motor racing) ήταν επικίνδυνη:
«The warning notices in this case do not enable the visitor to be reasonably safe. They do not tell him anything about the danger except that "motor racing is dangerous". They do not tell him to avoid the danger by going away - for that is the very last thing the organizers want him to do. They want him to come and stay and see the races. By inviting him to come, they are under a duty of care to him: which they cannot avoid by telling him that it is dangerous.»
Σε μετάφραση:
«Οι προειδοποιητικές πινακίδες σε αυτή την υπόθεση δεν καθιστούν τον επισκέπτη ευλόγως ασφαλή. Δεν αναφέρουν οτιδήποτε για τον κίνδυνο εκτός ότι «οι αγώνες ταχύτητας είναι επικίνδυνοι». Δεν τον καλούν να αποφύγει τον κίνδυνο με το να φύγει - επειδή αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που οι διοργανωτές τον θέλουν να πράξει. Τον θέλουν να έρθει και να παραμείνει και να παρακολουθήσει τους αγώνες. Προσκαλώντας τον να έρθει τελούν υπό καθήκον επιμέλειας έναντι του: κάτι το οποίο δεν μπορούν να αποφύγουν λέγοντας του ότι είναι επικίνδυνο.»
Έδωσε ακόμα ως παράδειγμα μια πινακίδα με την επιγραφή «Visitors cross the bridge at their own risk» λέγοντας ότι τέτοια αναφορά επίσης δεν απαλλάσσει τον κάτοχο από την ευθύνη του («equally does not exempt him»).
Αυτά λέχθηκαν με αναφορά στο section 2(4)(a) του Occupiers' Liability Act του 1957, σύμφωνα με το οποίο η προειδοποίηση δεν απαλλάσσει τον κάτοχο από ευθύνη εκτός εάν, υπό όλες τις περιστάσεις, είναι επαρκής ώστε να καταστήσει ικανό τον επισκέπτη να είναι εύλογα ασφαλής («unless in all the circumstances it was enough to enable the visitor to be reasonably safe»). Όμως η προσέγγιση αυτή αποτελεί γενικότερη αρχή η οποία έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία μας. Όπως έχει υποδειχθεί στην G.I.P. Constructions (ανωτέρω) «ο κάτοχος υποστατικών ο οποίος επιθυμεί να περιορίσει τις κινήσεις των επισκεπτών μέσα στα υποστατικά, πρέπει να το πράξει ειδικά και ρητά, διαφορετικά παραμένει υπόλογος για οποιαδήποτε ζημιά ήθελε υποστεί από τις συνέπειες των κινδύνων που ήταν λογικά προβλεπτοί».»
Αξιολόγηση μαρτυρίας
Ενάγοντας
Εξ αρχής σημειώνω ότι η μαρτυρία του Ενάγοντα, η οποία άπτεται των υπό αμφισβήτηση επίδικων ζητημάτων της παρούσας αγωγής, αποτελεί, τουλάχιστον, ακροσφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή ασφαλών ευρημάτων. Και τούτο γιατί, παρουσιάζει ουσιώδεις αντιφάσεις και συγκρούεται με την κοινή λογική, αλλά και με τη λογική και αδιαμφισβήτητη εξέλιξη των πραγμάτων. Επίσης, συγκρούεται και με τη μη αμφισβητηθείσα, κοινώς αποδεκτή, ως θα διαφανεί κατωτέρω, ενώπιον του Δικαστηρίου, μαρτυρία. Τέλος, σε ουσιώδη μέρη της, συγκρούεται και με τις ίδιες τις δικογραφήσεις του Ενάγοντα. Προς επίρρωση της μόλις εκφρασθείσας κρίσης μου ως προς την ποιότητα της μαρτυρίας του Ενάγοντα, σημειώνω τα ακόλουθα.
Θεωρώ ορθό να ξεκινήσω από το μέρος εκείνο της μαρτυρίας του Ενάγοντα, που άπτεται των συνθηκών υπό τις οποίες υπέγραψε το Τεκμήριο 10. Η θέση που προέβαλε, αναφορά στην οποία έγινε ανωτέρω, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Και τούτο για πέραν του ενός λόγου.
Πρώτον, θεωρώ αδιανόητο ο Ενάγοντας να υπέγραψε ένα έγγραφο υπό απειλή, ως αιτιάται, χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενό του, και ακολούθως να μην αναζητεί ο ίδιος να ενημερωθεί για αυτό, πόσο μάλλον όταν, παρά το ότι το υπέγραψε, τα ιατρικά του έξοδα τα κάλυψε ο ίδιος και όχι η Εναγόμενη, που, δήθεν, του υποσχέθηκε να τα καλύψει, αν υπέγραφε έγγραφο. Σημειώνω, επί του προκειμένου ότι ελλείπει από τη μαρτυρία του Ενάγοντα θέση που να τον θέλει να αναζήτησε να ενημερωθεί αναφορικά με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10 μετά που υπέγραψε τούτο.
Δεύτερον, τα όσα ισχυρίστηκε ως προς την κατ' ισχυρισμό απειλή που δέχθηκε από αντιπροσώπους της Εναγόμενης έρχονται σε πλήρη σύγκρουση με τις σχετικές δικογραφήσεις του. Επί του προκειμένου, η απειλή στην οποία αναφέρθηκε, στη δια ζώσης μαρτυρία του, ήταν ότι, αν δεν υπέγραφε το Τεκμήριο 10, ο ίδιος θα διωκόταν ποινικά. Ελλείπει τέτοιος δικογραφικός ισχυρισμός από το δικόγραφό του. Τουναντίον, η εκεί δικογραφημένη απειλή, θέλει τους αντιπρόσωπους της Εναγόμενης να του έχουν αναφέρει ότι, αν δεν υπογράψει το Τεκμήριο 10, εκείνοι θα διωχθούν ποινικά, και τούτο στη βάση, πάντα, κατά τις δικογραφημένες αιτιάσεις του Ενάγοντα, ότι η Εναγόμενη δεν διατηρούσε ασφαλιστήριο συμβόλαιο για κάλυψη ζημιών των εργοδοτούμενων της και/ή αδειούχων και/ή επισκεπτών του εργοταξίου. Εν πάση περιπτώσει, για ποιο λόγο θα διωκόταν ποινικά ο Ενάγοντας; Τίποτα δεν έχει, ο ίδιος αναφέρει ή αποδεχθεί, εν είδει υποβάθρου, που να δικαιολογεί αίσθημα φοβίας ή ανησυχίας από πλευράς του ότι δυνατόν να διωχθεί ποινικά για κάποια πράξη ή παράληψή του.
Στον βαθμό τώρα που αφορά στον ισχυρισμό του Ενάγοντα περί το ότι οι αντιπρόσωποι της Eναγόμενης, τον απείλησαν πως αν δεν υπογράψει το Τεκμήριο 10, δεν θα κάλυπταν τα ιατρικά του έξοδα στο ιδιωτικό νοσοκομείο, η θέση του αυτή συγκρούεται με την κοινή λογική, δεδομένης της μη αμφισβητηθείσας ενώπιον μου μαρτυρίας ότι τούτος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, καλυπτόταν από ασφαλιστική εταιρεία για τις οποιεσδήποτε ζημιές και ή βλάβες θα υπόκειτο ένεκα εργατικού ατυχήματος. Στη βάση του δεδομένου αυτού, γιατί ο Ενάγοντας θεώρησε ότι βρισκόταν υπό απειλή; Στη χειρότερη, για αυτόν, περίπτωση, θα έπρεπε, απλώς, να καλύψει ο ίδιος τα εν προκειμένω έξοδα του στο ιδιωτικό νοσοκομείο, και, ακολούθως, θα τύγχανε σχετικής κάλυψης από την ασφαλιστική εταιρεία με την οποία συμβλήθηκε σχετικώς. Εξάλλου, ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, κατά τον ίδιο, τα εν προκειμένω έξοδα τα κάλυψε αυτός και όχι η Εναγόμενη.
Κρίνω, επίσης, σημαντικό, πάντα σε σχέση με το Τεκμήριο 10, να σημειώσω ότι ο Ενάγοντας, για πρώτη φορά, αναφέρεται σε αυτό στο δικόγραφο της Απάντησης. Ελλείπει οποιαδήποτε σχετική αναφορά στο δικόγραφο της Έκθεσης Απαίτησης, με την Υπεράσπιση της Εναγόμενης να αποτελεί το πρώτο δικόγραφο που αναδεικνύει την ύπαρξή του. Αν πραγματικά ο Ενάγοντας υπόγραψε τούτο υπό τις συνθήκες τις οποίες αναφέρει, στη βάση του πολύ δυσμενούς, για τον ίδιο, περιεχομένου του[4], η λογική και μόνο θέλει ότι θα έκανε ειδική αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης, καθώς επίσης και στις συνθήκες υπό τις οποίες το υπόγραψε, και θα επιδίωκε, μέσω της, να εξασφαλίσει σχετική θεραπεία με σκοπό να αποδεσμευτεί από το περιεχόμενο του, πράγμα που δεν έπραξε. Σημειώνω, στο σημείο αυτό, ότι, κατά τον Ενάγοντα, το Τεκμήριο 10 δόθηκε στον δικηγόρο του, ο οποίος και το κατείχε κατά το στάδιο των οδηγιών για έγερση της παρούσας αγωγής.
Εκείνο δε που ξενίζει πολύ, είναι το γεγονός ότι ο Ενάγοντας δεν ανέφερε τίποτα σχετικό με το Τεκμήριο 10 στον Μ.Ε.3. Υπενθυμίζω ότι αυτός συνομίλησε με τον τελευταίο, τόσο στις 12.09.2011, τηλεφωνικώς, όσο και στις 26.10.2011, σε συνάντηση που είχε μαζί του. Υπενθυμίζω, επίσης, ότι ο Μ.Ε.3 είναι ο λειτουργός που διερεύνησε τις συνθήκες υπό τις οποίες επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα και εξέταζε κατά πόσο ευθύνη για αυτό είχε η Εναγόμενη. Πως είναι δυνατό να δεχθώ, (α) ότι ο Ενάγοντας υπέγραψε το Τεκμήριο 10 υπό τις συνθήκες που ο ίδιος ισχυρίζεται, και (β) το ατύχημα, σε αντιδιαστολή με ότι, σχετικώς, καταγράφεται σε αυτό, έγινε υπό τις συνθήκες που ο ίδιος αναφέρει, και, παρά ταύτα, λίγες μόνο μέρες μετά τα επίδικα γεγονότα, δεν είπε τίποτα στο Μ.Ε.3 για το εν λόγω τεκμήριο;
Πάντα αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες υπέγραψε το Τεκμήριο 10, ο Ενάγοντας, κατά μια εκδοχή του, ισχυρίστηκε ότι ο Μ.Υ.1 του ανέφερε ότι θα πρέπει να το υπογράψει για να δυνηθούν (προφανώς στη βάση του περιεχομένου του) να τον πάρουν στο Νοσοκομείο. Ωστόσο, η θέση του αυτή δεν συμβαδίζει με την κοινή λογική και τη αδιαμφισβήτητη εξέλιξη των πραγμάτων, καθότι στις 07.09.2011 (όταν του παρουσιάστηκε το Τεκμήριο 10 και το υπέγραψε), ο Ενάγοντας βρισκόταν ήδη στο Νοσοκομείο και είχε ήδη υποβληθεί σε εγχείρηση. Επίσης, η θέση του αυτή δεν δικογραφείται. Εν πάση περιπτώσει, τόσο δικογραφικώς όσο και μέσω της δια ζώσης μαρτυρίας του, κατά μια άλλη εκδοχή του, τίποτα δεν του αναφέρθηκε ως προς το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10, το οποίο και υπέγραψε, εν αγνοία του περιεχομένου του, στη βάση, μόνο, των απειλών που του έγιναν από τον Μ.Υ.1. Προφανώς, ο Ενάγοντας, αντιλαμβανόμενος το ανεδαφικό της μόλις πιο πάνω, δια ζώσης, τοποθέτησης του, σε μεταγενέστερο στάδιο της μαρτυρίας του, και αφού του υπεβλήθη ότι ο Μ.Υ.1 του εξήγησε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10 προτού το υπογράψει, ισχυρίστηκε ότι, λόγω της κατάστασης στην οποία βρισκόταν τη δεδομένη στιγμή, δεν μπορούμε να σκεφτεί οτιδήποτε, ούτε και αντιλαμβανόταν τι του έλεγε ο Μ.Υ.1, επιμένοντας, ωστόσο, ότι, ο λόγος που υπόγραψε τούτο ήταν «για να μπορώ να μεταβώ στο Νοσοκομείο», θέση, που, για τον λόγο που, ήδη, εξήγησα πιο πάνω, δεν συμβαδίζει με την κοινή λογική και την αδιαμφισβήτητη εξέλιξη των πραγμάτων. Δεν θεωρώ τυχαίο ότι, του ανωτέρω τελευταίου ισχυρισμού του, ακολούθησε η επιπρόσθετη θέση του ότι, «δεν θυμούμαι ακριβώς πώς έγινε». Όπως, όμως και να έχει το πράγμα, στη βάση της τελευταίας, αυτής, θέσης του, η όποια, προηγούμενη, ειδική και απόλυτη θέση του ως προς τις ακριβείς συνθήκες υπό τις οποίες υπέγραψε το εν προκειμένω τεκμήριο, τίθεται εν αμφιβόλω από τον ίδιο τον Ενάγοντα.
Στη βάση της ανωτέρω ανάλυσης μου, κρίνω ότι ο Ενάγοντας δεν έπεισε ότι υπέγραψε το Τεκμήριο 10 υπό τις συνθήκες τις οποίες ισχυρίστηκε.
Ερχόμενος, τώρα, στις συνθήκες υπό τις οποίες ανέβηκε ο Ενάγοντας στα ικριώματα τη μέρα του ατυχήματος, κρίνω σημαντικό να σημειώσω ότι ελλείπει από τη μαρτυρία αναφορά ως προς το πότε, ακριβώς, εκείνη την ημέρα, αποφάσισε να ανέβει σε αυτά. Περιορίζεται, απλώς, να αναφέρει ότι, ενώ βρισκόταν επί των ικριωμάτων, επήλθε η πτώση του λόγω σπασίματος του μαδεριού επί του οποίου στεκόταν. Πουθενά δεν ανευρίσκω θέση ως προς το πότε, ακριβώς, χρονικά ανέβηκε στα ικριώματα. Η όποια άλλη, σχετική, θέση του, τον θέλει, μαζί με τον Μ.Ε.2, εκείνη την ημέρα, να έπρεπε να εκτελέσουν εργασίες σπάτουλας στην εξωτερική τοιχοποιία της ανεγειρόμενης οικοδομής. Δεν θεωρώ τυχαία την αποφυγή του Ενάγοντα να τοποθετήσει, επ’ ακριβώς, χρονικά τη στιγμή που ανέβηκε στα ικριώματα. Και τούτο γιατί, ως θα διαφανεί κατά την αξιολόγηση της μη αμφισβητηθείσας, επί του προκειμένου, μαρτυρίας του Μ.Ε.3, ο Ενάγοντας ανέφερε στον τελευταίο ότι, για την απόφασή του να ανεβεί στα ικριώματα το μεσημέρι της επίδικης μέρας, ενημέρωσε τον Μ.Υ.1 τηλεφωνικώς. Στη βάση αυτής της αναφοράς του προς τον Μ.Ε.3, χωρίς, επ’ ουδενί, να αποφαίνομαι για το αν, όντως, έλαβε χώρα μια τέτοια τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Μ.Υ.1[5], ποια η ανάγκη να ενημερώσει τηλεφωνικώς τον οποιονδήποτε αντιπρόσωπο της Εναγόμενης περί του ότι, το μεσημέρι εκείνης της μέρας, θα ανέβαινε στα ικριώματα για να εκτελέσει εργασία αν, ως ο Μ.Ε.2 ισχυρίστηκε, αλλά και ο Ενάγοντας άφησε να εννοηθεί, αμφότεροι βρίσκονταν από πριν επί των ικριωμάτων και εργάζονταν; Επίσης, γιατί θα έπρεπε να ενημερώσει τον Μ.Υ.1 σχετικώς, αν όντως σκοπός του ήταν, απλώς, να εκτελέσει εργασία για την οποία δεν θα χρέωνε την Eναγόμενη, αν, κατά τα άλλα, δεν είχε κανένα άλλο λόγο να μην ανεβεί στα ικριώματα, αφού κανένας δεν τον ενημέρωσε περί ανασφάλειας και ακαταλληλότητας τους ή του απαγόρευσε να ανεβεί σε αυτά; Σημειώνω, επίσης, πάντα συναφώς, ότι ελλείπει θέση του Ενάγοντα ή άλλου μάρτυρα, που να θέλει τον πρώτο να κατέβηκε, σε κάποιο στάδιο, από τα ικριώματα προτού αποφασίσει να ανεβεί εκ νέου με σκοπό να εκτελέσει την εργασία που, κατ' ισχυρισμό του, του ανέθεσε ο ιδιοκτήτης της ανεγειρόμενης οικοδομής.
Γενικότερα η μαρτυρία του Ενάγοντα παρουσιάζει υπεκφυγές, καθώς, επίσης, ήταν έκδηλη και η προσπάθεια του να αποποιηθεί των ευθυνών του για το επίδικο ατύχημα. Ενδεικτικά σημειώνω ότι, στην προσπάθεια του να πείσει ως προς την άγνοια του περιεχομένου του Τεκμηρίου 10 (ζήτημα με το οποίο καταπιάστηκα ανωτέρω), επικαλέστηκε το γεγονός ότι τούτο ήταν συνταγμένο στην Ελληνική γλώσσα και ότι, αν και μπορούσε να ομιλήσει Ελληνικά, εντούτοις και αυτή του η δυνατότητα ήταν περιορισμένη. Πιο ειδικά, στην ερώτηση «… μιλάτε ελληνικά;», απάντησε «Μιλώ λίγο». Ωστόσο, στη βάση της ενώπιόν μου, μη αμφισβητηθείσας, σχετικής, μαρτυρίας του Μ.Ε.3, ο Ενάγοντας, με τον οποίο συνομίλησε, ομιλούσε «αρκετά καλά την ελληνική γλώσσα»[6] και «μιλά πολύ καλά την ελληνική γλώσσα»[7], σε βαθμό που μπορούσε συνεννοηθεί πλήρως. Στην άρτια δυνατότητα του Ενάγοντα να ομιλεί την Ελληνική γλώσσα, αναφέρθηκε και ο Μ.Υ.1, ο οποίος δεν αντεξετάστηκε επί της θέσης του αυτής.
Επίσης, τόσο δικογραφικώς όσο και μέσω της γραπτής δήλωσής του, ο Ενάγοντας επέμεινε στον ισχυρισμό ότι είναι ο ίδιος που εξόφλησε όλες τις χρεώσεις του ιδιωτικού νοσοκομείου, και ζητούσε σχετική αποζημίωση από την Eναγόμενη. Αναγκάστηκε, όμως, κατά το στάδιο της αντεξέτασής του, και τούτο κατόπιν σχετικών ερωτήσεων που του τέθηκαν, να μεταβάλει τον ισχυρισμό του αυτόν και να αποδεχτεί ότι μέρος τούτων καταβλήθηκε από αντιπρόσωπο της Εναγόμενης, θέση, η οποία προβάλλεται, σαφώς και ειδικώς, στην Υπεράσπιση της τελευταίας, από το 2014. Αν ο Ενάγοντας κατέθετε με ειλικρίνεια, ως εισηγείται ο συνήγορος του, δεδομένης της σχετικής δικογράφησης της Εναγόμενης, εξ αρχής, θα περιόριζε τη σχετική απαίτησή του ή θα έδιδε την όποια εξήγηση ως προς το γιατί επέμεινε στην προώθησή της, και όχι να προβάλει τούτη (την εξήγηση) όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τις εν προκειμένω ερωτήσεις στο στάδιο της αντεξέτασής του και αναγκάστηκε να παραδεχθεί τη σχετική θέση της Εναγόμενης.
Αναφορικά, δε, με την εξήγηση που έδωσε, κατά την αντεξέτασή του, ως προς το γιατί επιμένει στην απαίτηση του για αποζημιώσεις για όλα τα ιατρικά του έξοδα (δεδομένης της παραδοχής του ότι μέρος τους καταβλήθηκαν από αντιπροσώπους της Εναγόμενης), και δη ότι η επιμονή του αυτή εδράζεται στο ότι η τελευταία του όφειλε χρήματα για εκτελεσθείσες εργασίες, η λογική και μόνο θέλει, ένας τέτοιος ισχυρισμός, αν ήταν αληθής, να προβαλλόταν, αν όχι στο αρχικό δικόγραφο του (Έκθεση Απαίτησης), τουλάχιστον στην Απάντησή του (δεδομένης της σχετικής, ειδικής, δικογράφησης στην Υπεράσπιση της Εναγόμενης) ή έστω κατά την κυρίως εξέτασή του, και όχι να προβάλλεται, για πρώτη φορά, στην αντεξέτασή του όταν και αναγκάστηκε να παραδεχθεί τη σχετική θέση της Εναγόμενης.
Τέτοιου είδους υπερβολές, αλλά και προσπάθεια παραπλάνησης του Δικαστηρίου, παρατηρείται και επί άλλων θεμάτων, όπως αναφορικά με τη σχέση του με την Εναγόμενη. Η επί τούτου αναφορά του, στην κυρίως εξέταση του, τον θέλει να έχει συνεργαστεί με την Eναγόμενη και για άλλα έργα της (παράγραφος 2, εγγράφου Α.2). Κατά την αντεξέτασή του όμως, και αφού του τέθηκε σχετική ερώτηση, αναγκάστηκε να αποδεχθεί ότι η επίδικη συμφωνία με την Eναγόμενη, αποτελούσε την πρώτη και τελευταία, συνεργασία τους.
Στην ουσία, ο Ενάγοντας, μέσω της μαρτυρίας του, κατά την κυρίως εξέταση, προώθησε ισχυρισμούς επί διαφόρων θεμάτων (ουσιωδών και μη), που, αν δεν μεταβάλλονταν κατά την αντεξέτασή του, μέσω τους μεταφερόταν στο Δικαστήριο μια εντελώς διαφορετική από την πραγματική, για αυτά, εικόνα, η οποία αποκρυσταλλώθηκε ως αποτέλεσμα της αντεξέτασης που του έγινε.
Θεωρώ ότι οι ανωτέρω παρατηρήσεις μου ως προς τη μαρτυρία του Ενάγοντα, καταδεικνύουν του λόγου το αληθές της ήδη εκφρασθείσας κρίσης μου, ως προς την ποιότητα της μαρτυρίας του. Κατά συνεπεία, τη μαρτυρία του, στο βαθμό που άπτεται των υπό αμφισβήτηση επίδικων ζητημάτων της παρούσας αγωγής, δεν μπορώ να την αποδεχθώ, και, συνεπώς, δεν μπορώ να αποδεχθώ ότι την επίδικη μέρα ανέβηκε στα ικριώματα υπό τις συνθήκες που επικαλέστηκε.
Μ.Ε.2
Για τους λόγους που θα εξηγήσω πιο κάτω, και η μαρτυρία του Μ.Ε.2 αποτελεί ακροσφαλές υπόβαθρο για εξαγωγή ασφαλών ευρημάτων ή έστω συμπερασμάτων ως προς τα υπό αμφισβήτηση επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής.
Δεδομένης της μη αμφισβητηθείσας θέσης του Μ.Ε.3 ότι ο Ενάγοντας του ανέφερε ότι το μεσημέρι της επίδικης μέρας τηλεφώνησε σε αντιπρόσωπο της Eναγόμενης για να τον ενημερώσει ότι θα ανέβαινε στα ικριώματα για να εκτελέσει συγκεκριμένη εργασία που του ανέθεσε ο ιδιοκτήτης της οικοδομής, πώς είναι δυνατό να αποδεχθώ τη θέση του Μ.Ε.2 ότι, μαζί με τον Ενάγοντα, από τις 8 το πρωί της συγκεκριμένης μέρας ανέβηκαν στα ικριώματα και ότι, μέχρι και το μεσημέρι που επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα, κανένας άλλος δεν ανέβηκε σε αυτά; Επαναλαμβάνω, ίσως φορτικά, ότι, ελλείπει θέση, που να θέλει τον Ενάγοντα να κατέβηκε, σε κάποιο στάδιο, από τα ικριώματα προτού αποφασίσει να ανεβεί εκ νέου με σκοπό να εκτελέσει την εργασία που, κατ' ισχυρισμό του, του ανέθεσε ο ιδιοκτήτης της ανεγειρόμενης οικοδομής
Επίσης, πώς είναι δυνατό να δεχθώ τον ισχυρισμό του, ότι, λίγες μόνο μέρες μετά το ατύχημα είδε, ανέγνωσε και κατανόησε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10, και παρά ταύτα δεν συνομίλησε με τον Ενάγοντα για αυτό; Υπενθυμίζω, ότι, στη βάση της σχετικής τοποθέτησης του Μ.Ε.2, (α) κανείς δεν ενημέρωσε τον Ενάγοντα ή τον ίδιο περί διενέργειας βελτιωτικών έργων στα ικριώματα ή απαγόρευσης χρήσης τους και (β), κατά την επίδικη μέρα, τόσο ο ίδιος όσο και ο Ενάγοντας, γνώριζαν τις εργασίες που θα έπρεπε να εκτελέσουν στην εξωτερική τοιχοποιία της ανεγειρόμενης οικοδομής, και έπραξαν τούτο ανεβαίνοντας, από τις 08:00π.μ. στα ικριώματα για να τις εκτελέσουν.
Πώς είναι δυνατό, στη βάση της εκδοχής αυτής, να αποδεχθώ, ως αληθή, τον πιο πάνω ισχυρισμό του ότι διάβασε και κατανόησε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10, σύμφωνα με το οποίο ο Ενάγοντας γνώριζε ότι δεν έπρεπε να ανέβει στα ικριώματα και ότι ενημερώθηκε σχετικώς για την απαγόρευση αυτήν από συγκεκριμένο αντιπρόσωπο της Εναγόμενης (ο οποίος κατ' ονομάζεται ? Μ.Υ.2), και παρά ταύτα δεν συζήτησε, για το θέμα αυτό με τον Ενάγοντα (πατέρα του); Αν πράγματι οι συνθήκες υπό τις οποίες ο Ενάγοντας ανέβηκε στα ικριώματα ήταν αυτές τις οποίες επικαλέστηκε ο Μ.Ε.2, η λογική και μόνο θέλει, με την ανάγνωση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 10, τούτος, τουλάχιστον, να αναζητούσε πληροφόρηση ως προς το γιατί ο Ενάγοντας υπόγραψε ένα έγγραφο με τέτοιο περιεχόμενο.
Δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία ότι ο Μ.Ε.2 παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο με μόνο σκοπό να βοηθήσει τον πατέρα του - Ενάγοντα να επιτύχει στην παρούσα αγωγή, και όχι να αναφέρει στο Δικαστήριο το τι πραγματικά γνώριζε σε σχέση με τα υπό αμφισβήτηση επίδικα ζητήματα της.
Ενδεικτικές της προσπάθειας του αυτής είναι και οι κατωτέρω τοποθετήσεις του, οι οποίες ελέγχονται ως προς την ακρίβεια και βασιμότητά τους.
Αποτέλεσε θέση του ότι η ημέρα που επεσυνέβη το ατύχημα ήταν η 7η ή 8η συνεχόμενη μέρα που αυτός και ο Ενάγοντας εκτελούσαν εργασίες στην ανεγειρόμενη οικοδομή για λογαριασμό της Εναγόμενης[8]. Ωστόσο, απέφυγε να αναφερθεί στις εργασίες που εκτέλεσαν κατά τις προηγούμενες, αυτές, μέρες, αφήνοντας να εννοηθεί ότι, για την εκτέλεσή τους, χρησιμοποίησαν τα ικριώματα. Μόνο όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με σχετική ερώτηση, κατά την αντεξέταση του, αναγκάστηκε, και πάλι γενικώς και αόριστα, να αποδεχθεί ή έστω να αφήσει να εννοηθεί ότι η όποια προηγούμενη εργασία εκτέλεσαν με τον πατέρα του ήταν στους εσωτερικούς χώρους της ανεγειρόμενης οικοδομής.
Επίσης, ενώ η βασική θέση του, ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, θέλει, τόσο τον Ενάγοντα όσο και τον ίδιο να ανεβαίνουν επί των ικριωμάτων από τις 08:00π.μ. για να εκτελέσουν, συμφωνηθείσες με την Εναγόμενη, συγκεκριμένες εργασίες (τις ανέφερε ρητώς) , εντούτοις, όταν του υπεβλήθη ότι ο Μ.Υ.2 απαγόρευσε ρητώς στον Ενάγοντα να χρησιμοποιήσει τα ικριώματα και ερωτήθηκε κατά πόσο τούτος (ο Μ.Ε.2) βρισκόταν εκεί όταν έγινε αυτή η συζήτηση, απάντησε «Όχι, εγώ δούλευα από το πρωί στις σκαλωσιές», αφήνοντας έτσι, να εννοηθεί ότι δεν ήταν σε θέση να τοποθετηθεί αναφορικά με το πότε ο Ενάγοντας ανέβηκε στα ικριώματα.
Κρίνω, επίσης, σημαντικό να σημειώσω ότι, κατά τη βασική εκδοχή του Μ.Ε.2, (α) από την ώρα, που, μαζί με τον Ενάγοντα, ανέβηκαν στα ικριώματα, άρχισαν να εργάζονται μέχρι που επεσυνέβη, κατά το μεσημέρι, το επίδικο ατύχημα, αφού, ως ισχυρίστηκε, (β) κανένας άλλος εργάτης ή υπάλληλος της Εναγόμενης ανέβηκε επί των ικριωμάτων εκείνη τη μέρα παρά μόνο ο ίδιος και ο Ενάγοντας. Πώς η θέση του αυτή συμβιβάζεται με την έτερη θέση του ότι δεν γνωρίζει αν ο Μ.Υ.2 ανάφερε στον Ενάγοντα οτιδήποτε σχετικό με την ασφάλεια των ικριωμάτων; Αν ισχύει η πιο πάνω, βασική, εκδοχή του, πως μπορεί να δηλώνει τέτοια άγνοια, όταν ο μόνος τρόπος ο Μ.Υ.2 να συνομίλησε με τον Ενάγοντα, θα ήταν αν ο πρώτος ανέβαινε στα ικριώματα να μιλήσει με τον τελευταίο;
Για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω, τη μαρτυρία του Μ.Ε.2, στο βαθμό που άπτεται των υπό αμφισβήτηση επίδικων ζητημάτων, δεν μπορώ να την δεχτώ.
Μ.Ε.3
Ο Μ.Ε.3 μου έκανε άριστη εντύπωση ως μάρτυρας και δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία ότι στο Δικαστήριο είπε όλη την αλήθεια σε σχέση με τα όσα γνώριζε για τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής. Πρόκειται για ανεξάρτητο μάρτυρα, δημόσιο λειτουργό, ο οποίος ασχολήθηκε με την έρευνα που ακολούθησε της καταγγελίας για το επίδικο ατύχημα. Οι ερωτήσεις που του τέθηκαν, κατά το στάδιο της αντεξέτασης του, ήταν διευκρινιστικού και όχι αντιπαραθετικού χαρακτήρα. Εξάλλου, στο βαθμό που αφορά το βασικό μέρος της μαρτυρίας του και δη το ανασφαλές και ακατάλληλο των ικριωμάτων, τούτη έγινε δεκτή από τους διάδικους μέσω των σχετικών παραδεκτών γεγονότων.
Σημαντική, ωστόσο, κρίνεται η μαρτυρία του επί των όσων ο Ενάγοντας του ανάφερε κατά τη συνομιλία που είχε μαζί του στο πλαίσιο της διεξαγωγής των ερευνών του. Επί τούτου, σημειώνω ότι, η εν προκειμένω συνομιλία του με τον Ενάγοντα τοποθετείται χρονικά στις 26.10.2011, και λίγο μόνο χρόνο μετά το ατύχημα, βάσει της οποίας, ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, ο Ενάγοντας του ανάφερε ότι, το μεσημέρι της επίδικης μέρας επικοινώνησε με τον Μ.Υ.1 για να του αναφέρει ότι θα ανέβαινε στα ικριώματα για να εκτελέσει εργασία που του ανέθεσε ο ιδιοκτήτης της οικοδομής, για την οποία εργασία θα τον πλήρωνε ο τελευταίος. Η σημασία του μέρους αυτού της μαρτυρίας του Μ.Ε.3 αναδείχθηκε, ήδη, ανωτέρω, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Ενάγοντα και του Μ.Ε.2. Σημειώνω, στο σημείο αυτό, συναφώς, ότι, αν και αποδέχομαι, και, κατά συνέπεια, μπορώ, στη βάση αυτού του μέρους της μαρτυρίας του Μ.Ε.3, να προβώ σε εύρημα ότι ο Ενάγοντας του ανέφερε τα ανωτέρω, δεν μπορώ να προβώ και στο επιπρόσθετο εύρημα ότι ο Ενάγοντας όντως συνομίλησε τηλεφωνικώς με τον Μ.Υ.1 και του ανέφερε τα πιο πάνω. Και τούτο, αφενός γιατί, αφενός ο Μ.Ε.3 δεν ήταν σε θέση, με τη μαρτυρία του, να επιβεβαιώσει μια τέτοια συνομιλία, και αφετέρου γιατί, ούτε ο Ενάγοντας, αλλά ούτε και ο Μ.Υ.1 αναφέρθηκαν σε τέτοια συνομιλία τους ή έστω ερωτήθηκαν σχετικώς.
Σημαντική επίσης κρίνεται και η αναφορά του ότι ο Ενάγοντας ουδέποτε του αποκάλυψε οτιδήποτε σε σχέση με το Τεκμήριο 10. Η σημαντικότητα και αυτού του μέρους της μαρτυρίας του, έχει αναδειχθεί κατά το στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Ενάγοντα.
Για σκοπούς πληρότητας σημειώνω ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.3 ήταν σαφής, χωρίς αντιφάσεις, και υποστηριζόταν, στο μεγαλύτερο μέρος της, και από την ενώπιον του Δικαστηρίου, μη αμφισβητηθείσα, μαρτυρία και τεκμήρια. Κατά συνεπεία, τη μαρτυρία του την αποδέχομαι στην ολότητά της.
Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2
Τόσο ο Μ.Υ.1 όσο και ο Μ.Υ.2, μου έκαναν πολύ καλή εντύπωση ως μάρτυρες και κρίνω ότι ανάφεραν την αλήθεια αναφορικά με τα υπό αμφισβήτηση επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής. Παρά την αντίθετη θέση του συνηγόρου του Ενάγοντα, η μαρτυρία τους δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε ουσιώδη αντίφαση ή αδυναμία, τέτοιας έκτασης και σημαντικότητας, που να κλονίζει την αξιοπιστία τους. Σε μεγάλο βαθμό, για τους λόγους που ήδη εξήγησα, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ενάγοντα, η μαρτυρία τους συμβαδίζει και με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10.
Το γεγονός ότι, με βάση τον Μ.Υ.1, ο Ενάγοντας και ο Μ.Ε.2 κατέφθασαν στο εργοτάξιο την επίδικη μέρα στις 8 π.μ., δεν αποκλείει, ως ο συνήγορος του Ενάγοντα αιτιάται, ο Μ.Υ.2 να ενημέρωσε τον Ενάγοντα για την ακαταλληλότητα των ικριωμάτων και την απαγόρευση χρήσης τους. Ουδέποτε ο Μ.Υ.2 ισχυρίστηκε ότι η σχετική ενημέρωση του Ενάγοντα έγινε στις 7 το πρωί, ως ο συνήγορος του τελευταίου αναφέρει στην αγόρευσή του. Η αναφορά του Μ.Υ.2 σε 7η πρωινή ώρα της επίδικης μέρας, έγινε ως προσδιοριστική του χρόνου που ο ίδιος κατέφθασε στο εργοτάξιο[9] και όχι του χρόνου που ενημέρωσε τον Ενάγοντα σε σχέση με τα ικριώματα. Πουθενά ο Μ.Υ.2 δεν προσδιόρισε επακριβώς τον χρόνο που ενημέρωσε τον Ενάγοντα, παρά μόνο ότι η εν προκειμένω ενημέρωση έγινε το πρωί όταν ο ίδιος και ο Ενάγοντας πήγαν δουλειά. Πιο συγκεκριμένα, στην ερώτηση του συνηγόρου του Ενάγοντα (η οποία προηγήθηκε της ερώτησης, στην οποία γίνεται αναφορά στην υποσημείωση 9, ανωτέρω) «…, τι ώρα του το είπατε;», ο Μ.Υ.2 απάντησε «το πρωί που πήγαμε στη δουλειά.». Εξάλλου, η παρουσία του Μ.Υ.2 στο εργοτάξιο, κατά τον χρόνο που ο Ενάγοντας κατέφθασε εκεί, δεν αμφισβητείται.
Γενικώς η μαρτυρία και των δύο μαρτύρων υπεράσπισης ήταν σαφής, χωρίς ουσιώδεις αντιφάσεις, αταλάντευτη και συμβαδίζει πλήρως τόσο με τα σχετικά, ενώπιον του Δικαστηρίου, τεκμήρια, όσο και με την κοινή λογική, αλλά και την αδιαμφισβήτητη εξέλιξη των πραγμάτων. Ας μην λησμονείται ότι, μέρος της μαρτυρίας τους (η οποία συμβαδίζει με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της Εναγόμενης), ως ήδη υποδείχθηκε και κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ενάγοντα και του Μ.Ε.2, εν τέλει έγινε δεκτή από αυτούς (Ενάγοντα και Μ.Ε.2) κατά την αντεξέτασή τους.
Οι, κατά τον συνήγορο του Ενάγοντα, αντιφάσεις των μαρτύρων αυτών, δεν έχουν τη δυναμική που επιθυμεί να τους προσδώσει. Στο βαθμό που οι εν προκειμένω, κατ’ ισχυρισμό, αντιφάσεις, άπτονται του ακριβούς χρόνου, που, κατά τον Μ.Υ.2 ενημέρωσε τον Ενάγοντα για την ακαταλληλότητα των ικριωμάτων, αναφορά έγινε μόλις πιο πάνω.
Όσον αφορά στις λοιπές υποδειχθείσες, κατά τον συνήγορο του Ενάγοντα, αντιφάσεις των μαρτύρων αυτών, με κάθε σεβασμό, τούτες δεν προκύπτουν από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία τους. Λόγου χάριν, ο εν προκειμένω συνήγορος, ως κατ’ ισχυρισμό αντίφαση του Μ.Υ.1, υπέδειξε ότι ο μάρτυρας αυτός ισχυρίστηκε ότι επισκέφθηκε το εργοτάξιο μετά που επεσυνέβη το ατύχημα (μετά το μεσημέρι) και ότι, κατ’ αντίφαση του ισχυρισμού του αυτού, στην αντεξέταση του, ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν στο εργοτάξιο και το πρωί, μεταξύ τις 07:00πμ. – 09:00πμ. Ωστόσο, ενώ από τη μια ζητά από το Δικαστήριο να χαρακτηρίσει, για τον λόγο αυτό, την μαρτυρία του Μ.Υ.1 ως αντιφατική, από την άλλη, αποδεχόμενος, στην ουσία, ως αληθή τον εν προκειμένω, κατά την αντεξέτασή του, ισχυρισμό του Μ.Υ.1, ζητά από το Δικαστήριο, στη βάση του, να προβεί σε εύρημα ότι ο Ενάγοντας κατέφθασε στο εργοτάξιο, εκείνο το πρωί, στις 08:00πμ[10].
Όσον αφορά στην κατ’ ισχυρισμό αντίφαση στη μαρτυρία του Μ.Υ.1, αναφορικά με το κατά πόσο ο Μ.Υ.2 ενημέρωσε ή όχι τον Ενάγοντα για την ακαταλληλότητα των ικριωμάτων, με κάθε σεβασμό δεν παρατηρώ την όποια αντίφαση. Ουδέποτε ο Μ.Υ.1 δήλωσε γνώστης του γεγονότος αυτού. Ήταν σαφής στην σχετική τοποθέτηση του ότι δεν ήταν αυτήκοος ή αυτόπτης μάρτυρας της όποιας τέτοιας συνομιλίας του Μ.Υ.2 με τον Ενάγοντα. Εκείνο που πρόσθεσε ήταν ότι, γνωρίζοντας τις ευαισθησίες του διευθυντή της Εναγόμενης, καθώς επίσης και τον ίδιο τον Μ.Υ.2, ως άνθρωπο, ήταν βέβαιος ότι ο τελευταίος ανέφερε στον Ενάγοντα τα όσα ισχυρίστηκε ότι του ανέφερε. Δεν πρέπει, συναφώς, να λησμονείται ότι, κατά τον Μ.Υ.1, ο ίδιος ο Ενάγοντας, τόσο στο εργοτάξιο, ακριβώς μετά το ατύχημα, όσο και στο ιδιωτικό νοσοκομείο, την επόμενη ημέρα, του ανέφερε ότι έτυχε τέτοιας πληροφόρησης από τον Μ.Υ.2 και ότι γνώριζε ότι του απαγορεύτηκε η χρήση των ικριωμάτων, γεγονός, που από μόνο του, επέτρεπε, ούτως ή άλλως, στον Μ.Υ.1 να εκφράσει βεβαιότητα ως προς την μεταφορά της σχετικής πληροφορίας από τον Μ.Υ.2 στον Ενάγοντα.
Η τελευταία δε αυτή παρατήρηση μου, ως προς τα όσα σχετικά ο Ενάγοντας του ανέφερε, ακριβώς μετά το ατύχημα και την επόμενη μέρα, καταδεικνύουν και το ανεδαφικό της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του Ενάγοντα ως προς την ύπαρξη αντιφατικότητας στους ισχυρισμούς του Μ.Υ.1 αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες ετοίμασε το Τεκμήριο 10 με σκοπό να το υπογράψει ο Ενάγοντας, αφού, στη βάση των σχετικών ισχυρισμών του, ετοίμασε το Τεκμήριο 10 με γνώμονα τα όσα ο Ενάγοντας, προφορικώς, με απολογητικό ύφος, του είπε την ημέρα του ατυχήματος.
Ούτε, φυσικά, μπορεί να θεωρηθεί αντιφατική η μαρτυρία του Μ.Υ.1, επειδή εξέφρασε γνώμη ως προς τον λόγο που έσπασε το μαδέρι και επήλθε η πτώση του Ενάγοντα. Η σχετική τοποθέτηση του Μ.Υ.1, δεν κρίνεται αντιφατική με την υπερασπιστική γραμμή της Εναγόμενης και τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα, ως είναι η εισήγηση του συνηγόρου του Ενάγοντα, αφού ουδέποτε ο Μ.Υ.1 ισχυρίστηκε ότι το μαδέρι των ικριωμάτων ήταν ασφαλές και κατάλληλο για χρήση. Εκείνο, που, απλώς, τόνισε, ήταν ότι, λόγω του ενδεχομένου ο Ενάγοντας να έθεσε όλο το βάρος του σε ένα και μόνο εκ των δυο μαδεριών που αποτελούσαν το δάπεδο των ικριωμάτων, αντί να κάνει ταυτόχρονη χρήση και των δυο μαδεριών, επήλθε το σπάσιμο του λόγω του ότι αυτό είχε «ζάρι», αναγνωρίζοντας έτσι, εν πάση περιπτώσει, το κατά τα άλλα κοινώς αποδεκτό ακατάλληλο και ανασφαλές του δαπέδου των ικριωμάτων.
Ως προς τον Μ.Υ.2, εκείνο που υποδεικνύεται, από τον συνήγορο του Ενάγοντα, ως βασική αντίφαση στην μαρτυρία του, αφορά στην χρονική στιγμή, που κατά τον ίδιο, ενημέρωσε τον Ενάγοντα για την ακαταλληλότητα των ικριωμάτων, ζήτημα με το οποίο καταπιάστηκα ήδη ανωτέρω. Ο,τιδήποτε άλλο σχολιάζεται για την μαρτυρία του Μ.Υ.2 από τον συνήγορο του Ενάγοντα στην αγόρευση του, δεν αφορά σε κατ’ ισχυρισμό αντιφάσεις που παρουσιάζει, αλλά σε επιχειρηματολογία του ίδιου (του συνηγόρου), με σκοπό να υποστηρίξει ότι η μαρτυρία του εν προκειμένω μάρτυρα μπορεί να αποτελέσει τη βάση για να επιτύχει η αγωγή του Ενάγοντα.
Ενδεικτικά σημειώνω τη θέση του συνηγόρου του Ενάγοντα ότι ο Μ.Υ.2 παραδέχθηκε ότι, προγενέστερες εργασίες στην εξωτερική τοιχοποιία της ανεγειρόμενης οικοδομής, αλλά και στο παρελθόν - προφανώς, σε άλλες οικοδομές - εκτελέστηκαν από εργάτες που χρησιμοποιούσαν τα επίδικα ικριώματα. Με κάθε σεβασμό στην εισήγηση αυτή, ο εν προκειμένω συνήγορος αγνοεί το γεγονός ότι την επίδικη ημέρα (06.09.2011), στη βάση των θέσεων του Μ.Υ.2, τα ικριώματα δεν βρισκόντουσαν στην κατάσταση που ήταν τις προηγούμενες ημέρες, αφού επ’ αυτών διενεργούντο βελτιωτικά έργα, καθώς επίσης και συγκεκριμένοι έλεγχοι (στα/στους οποία/ους έκανε ειδική αναφορά ο Μ.Υ.2.).
Επίσης, το γεγονός ότι τα ικριώματα είναι μεταλλικής κατασκευής και τα δάπεδα τους, ξύλινης, δεν καθιστούν, εκ προοιμίου, τούτα ακατάλληλα ή ανασφαλή. Ως, ειδικώς, ανέφερε ο Μ.Ε.3, και δεν αμφισβητήθηκε από καμία πλευρά (βλ. Έγγραφο Γ, σελ. 2, παρ. 1.10), ένας τέτοιος συνδυασμός είναι επιτρεπτός, νοουμένου ότι για τα ξύλινα δάπεδα χρησιμοποιείται υγιής και καθαρή ξυλεία, η οποία συνδέεται με μεταλλικές ενισχύσεις. Τίποτα δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου που να θέλει να επίδικα ικριώματα, κατά τις προηγούμενες, της επίδικης, ημέρες, να μην είχαν, ως δάπεδα, υγιή και καθαρή ξυλεία, ή ότι δεν έφεραν μεταλλικές ενισχύσεις. Το σίγουρο είναι ότι, δεδομένων των ελέγχων και των βελτιωτικών έργων που διενεργούντο την επίδικη ημέρα, η δομική και στατική κατάσταση των ικριωμάτων, ήταν εντελώς διαφορετική από ό,τι τις προηγούμενες ημέρες.
Αναφορικά, τώρα, με την επιχειρηματολογία του συνηγόρου του Ενάγοντα, ότι ο Μ.Υ.2 έσφαλε, καθότι εγκατέλειψε το εργοτάξιο προτού περατωθούν τα βελτιωτικά έργα επί των ικριωμάτων, τα οποία και άφησε εντελώς προσβάσιμα, σημειώνω, χωρίς να εξετάζω στο σημείο αυτό την όποια ευθύνη του, ότι ο τελευταίος, κατά την μαρτυρία του, ισχυρίστηκε ότι όλοι οι παρευρισκόμενοι στο εργοτάξιο γνώριζαν την δεδομένη στιγμή, ότι τους απαγορευόταν η χρήση τους, κάτι, που, στο βαθμό που αφορά στον Ενάγοντα, επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10.
Κατά συνεπεία τη μαρτυρία των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2, στο βαθμό που άπτεται γεγονότων που, ως ισχυρίστηκαν, έζησαν και γνωρίζουν, την αποδέχομαι στο σύνολό της και προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.
Τελικά ευρήματα
Στη βάση της ανωτέρω αξιολόγησης της ενώπιον μου μαρτυρίας, πέραν των παραδεκτών γεγονότων, στα οποία αναφορά έγινε στο αρχικό στάδιο της παρούσας απόφασης, προβαίνω και στα εξής επιπρόσθετα τελικά ευρήματα.
Την επίδικη μέρα, και προτού ο Ενάγοντας ανέβει στα ικριώματα, ενημερώθηκε από τον Μ.Υ.2 ότι του απαγορευόταν η χρήση των ικριωμάτων, καθότι βρίσκονταν σε εξέλιξη έλεγχοι και βελτιωτικά έργα επ’ αυτών σε σχέση με την καταλληλόλητα και ασφάλειά τους, μεταξύ των οποίων η ασφάλεια και καταλληλότητα των δαπέδων τους και η αναζήτηση πιθανών σημείων πτώσης των εργαζομένων. Η σχετική ενημέρωση και απαγόρευση από τον Μ.Υ.2, έγινε αντιληπτή από τον Ενάγοντα, ο οποίος, για όσο χρόνο ο πρώτος βρισκόταν στο εργοτάξιο, απέφυγε να ανέβει στα ικριώματα, ακολουθώντας τη σχετική εντολή που του είχε δοθεί. Περί τις 12:00 το μεσημέρι, ο Μ.Υ.2, λόγω έκτακτης ανάγκης που προέκυψε σε άλλη ανεγειρόμενη, από την Eναγόμενη, οικοδομή, εγκατέλειψε το εργοτάξιο με σκοπό να επιληφθεί τούτης. Μετά την εγκατάλειψη του εργοταξίου από τον Μ.Υ.2., ο Ενάγοντας, ενώ γνώριζε ότι η σχετική απαγόρευση βρισκόταν, ακόμα, σε ισχύ, για λόγους που παρέμειναν άγνωστοι στο Δικαστήριο, ενάντια στην εν προκειμένω απαγόρευση, ανέβηκε στα ανασφαλή και ακατάλληλα ικριώματα και, για τους λόγους που ήδη σημειώθηκαν στα αρχικά στάδια της παρούσας απόφασης, επήλθε η πτώση του και ο επακόλουθος τραυματισμός του. Μετά την πτώση του, και προτού επιβιβαστεί στο ασθενοφόρο, ο Ενάγοντας, προφορικώς, απευθυνόμενος προς τον Μ.Υ.1 και τον διευθυντή της Εναγόμενης, οι οποί είχαν, στο μεταξύ, καταφθάσει στο σημείο, παραδέχθηκε το λάθος του και ζήτησε συγγνώμη για το ότι ενήργησε κατά παράβαση της εντολής που του δόθηκε και της απαγόρευσης που του έγινε. Ίδια απολογητική στάση, διατήρησε και την επόμενη μέρα, όταν τον επισκέφτηκε ο Μ.Υ.1 στο ιδιωτικό Νοσοκομείο. Στη βάση των όσων έλαβαν χώρα κατά την επίδικη μέρα, αλλά και της ανωτέρω στάση που τήρησε ο Ενάγοντας μετά το ατύχημα, ο Μ.Υ.1 ετοίμασε το Τεκμήριο 10, το οποίο και μετέφερε μαζί του στο ιδιωτικό νοσοκομείο, στις 07.09.2011, με σκοπό να το υπογράψει ο Ενάγοντας. Προτού ο Μ.Υ.1 το θέσει σε αυτόν για υπογραφή, του ανέγνωσε και του επεξήγησε το περιεχόμενο του, το οποίο ο Ενάγοντας κατανόησε πλήρως, και αφού συμφώνησε με αυτό, ως αντικατοπτρίζον τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλαν το επίδικο ατύχημα, το υπόγραψε, εις διπλούν, με το ένα εκ των υπογραμμένων εγγράφων να του παραδίδεται, ενώ το άλλο το κράτησε η Eναγόμενη. Το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, ήρθε στη γνώση, και του Μ.Ε.2, λίγες μέρες μετά που επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα. Ποτέ ο Ενάγοντας ή ο Μ.Ε.2 – υιός του - αμφισβητήσαν την ορθότητα του Τεκμηρίου 10, μέχρι και την καταχώρηση του δικογράφου της Απάντησης. Παρά την υπογραφή του Τεκμηρίου 10 από τον Ενάγοντα, και την πλήρη διαφωνία του, κατά την εκδοχή του, με το περιεχόμενο του, ουδέποτε τούτος αναφέρθηκε σε αυτό στις συζητήσεις που είχε με τον Μ.Ε.3. Στη βάση του περιεχομένου του εν προκειμένω τεκμηρίου, αλλά και της λοιπής, ενώπιόν μου, αποδεκτής μαρτυρίας, αποτελεί επιπρόσθετο εύρημα μου, ότι ο Ενάγοντας, από τη σχετική ενημέρωση που έτυχε από τον Μ.Υ.2., κατανόησε, όχι μόνο ότι δεν του επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει τα ικριώματα την επίδικη μέρα, αλλά και ότι, αν ανέβαινε σε αυτά, ελλόχευε κίνδυνος τραυματισμού του, λόγω, μεταξύ άλλων, πτώσης του λόγω ακαταλληλότητας και ανασφάλειας των δαπέδων τους, αιτία, που, ως διεφάνη, προκάλεσε και την πτώση του. Ενδεικτικές προς τούτο είναι οι σχετικές δηλώσεις του Ενάγοντα επί του Τεκμηρίου 10, στη βάση των οποίων αυτός αποφάσισε να ανέβει σε συγκεκριμένα και μόνο σημεία των ικριωμάτων, που ο ίδιος, στη βάση της εμπειρίας του, θεώρησε ότι ήταν ασφαλή, εν απουσία, ωστόσο, οποιασδήποτε παράστασης ή θέσης της Εναγόμενης ότι κάποια, έστω, σημεία των ικριωμάτων ήταν ασφαλή.
Υπαγωγή γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα αγωγή στο ανωτέρω νομικό πλαίσιο που τα διέπει
Εφαρμόζοντας τις ανωτέρω νομικές αρχές στα τελικά ευρήματα του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η παρούσα αγωγή είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, στη βάση της υπεράσπισης του Volenti non fit injuria.
Και τούτο γιατί, με τον τρόπο που έδρασε ο Ενάγοντας, ως ανωτέρω περιγράφηκε, στην ουσία, τουλάχιστον εξυπακουόμενα, συμφώνησε με την Εναγόμενη, ότι τούτος δεν θα ανεβεί στα ικριώματα και ότι, αν πράξει τούτο, το πράττει με ίδιο ρίσκο και απαλλάσσει την Εναγόμενη από οποιαδήποτε ευθύνη για τυχόν ζημιά που θα υποστεί από την ενέργεια του αυτή. Η αντίληψή του αυτή, αποτυπώθηκε και γραπτώς, την επομένη του ατυχήματος, επί του Τεκμηρίου 10, στη βάση του οποίου, ο Ενάγοντας, ρητώς, δηλώνει ότι δεν θα προβεί «σε οποιεσδήποτε κυρώσεις ή άλλου είδους διώξεις» εναντίον της Εναγόμενης για τον τραυματισμό που υπέστη. Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί, ειδικώς, ότι, στην υπό εξέταση περίπτωση, μολονότι η, γενικότερη, σχέση Ενάγοντα και Εναγόμενης, ήταν σχέση εργοδοτούμενου και εργοδότη, εν τούτοις, ο τραυματισμός του Ενάγοντα δεν επήλθε κατά την εκτέλεση εργασιών, που είτε του ανέθεσε η Εναγόμενη, είτε διενεργούντο για λογαριασμό της – ελλείπει, επί τούτου, σχετική μαρτυρία -, με αποτέλεσμα να μην τυγχάνει εφαρμογής η γενική αρχή που έχει καθιερωθεί νομολογιακώς[11], στη βάση της οποίας η υπεράσπιση του Volenti non fit injuria, κατά κανόνα, δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που η ζημιά προκαλείται στο πλαίσιο εκτέλεσης καθηκόντων από εργοδοτούμενο εν ώρα εργασίας. Επαναλαμβάνω, στο σημείο αυτό, συναφώς, ίσως και φορτικώς, ότι στη βάση των τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, κατά την επίδικη ημέρα, απαγορεύθηκε στον Ενάγοντα να προβεί σε χρήση των ικριωμάτων και υπήρξε συναντίληψη ότι αυτός θα εκτελέσει εργασίες στην εσωτερική, και μόνο, τοιχοποιία της ανεγειρόμενης οικοδομής, με αποτέλεσμα η αναφερόμενη στο Τεκμήριο 10 - ως λόγος ανάβασης του Ενάγοντα στα ικριώματα - επιθεώρηση των εργασιών μπογιατίσματος στην εξωτερική τοιχοποιία, να αποτελεί πράξη που διενεργήθηκε ιδία πρωτοβουλία του Ενάγοντα, και, εν πάση περιπτώσει, εργασία η οποία δεν ανατέθηκε σε αυτόν από την Εναγόμενη. Τονίζω, επίσης, συναφώς, ότι, οι μάρτυρες υπεράσπισης, δήλωσαν άγνοια ως προς τον λόγο που ο Ενάγοντας ανέβηκε στα ικριώματα, και ανέφεραν ότι η όποια σχετική αναφορά τους εδράστηκε σε πληροφόρηση που έλαβαν από τρίτους ή τον Ενάγοντα, μετά το ατύχημα, εξ ου και καταγράφηκε η σχετική αναφορά, από τον Μ.Υ.1, επί του Τεκμηρίου 10, με αποτέλεσμα η εν προκειμένω αναφορά στο εν λόγο Τεκμήριο, να μην επιτρέπει ασφαλή κρίση ως προς τον πραγματικό λόγο που ο Ενάγοντας ανέβηκε σε αυτά. Εν πάση περιπτώσει, κατά μία εκδοχή του Ενάγοντα, ως αυτή μεταφέρθηκε από τον ίδιο στον Μ.Ε.3, ανέβηκε στα ικριώματα, για να εκτελέσει εργασία που του ανέθεσε ο ιδιοκτήτης της ανεγειρόμενης οικοδομής και όχι η Εναγόμενη. Τέλος, ελλείπει οποιαδήποτε μαρτυρία που να επιτρέπει ασφαλή κρίση ως προς το χρονικό διάστημα που ο Ενάγοντας βρισκόταν επί των ικριωμάτων, μέχρι και την πτώση του, ώστε να ήταν δυνατό, έστω και αν δεν προβάλλεται τούτο δικογραφικώς, να εξεταστεί κατά πόσο η Εναγόμενη θα μπορούσε να υπέχει ευθύνης για το γεγονός ότι δεν μερίμνησε ώστε τούτος να κατέβει από αυτά.
Η θέση του συνηγόρου του Ενάγοντα, ότι η Εναγόμενη ευθύνεται, εν πάση περιπτώσει, καθότι άφησε τα ικριώματα προσβάσιμα, χωρίς να αποκλείσει την πρόσβαση σε αυτά και χωρίς να τοποθετήσει σχετικές προειδοποιητικές πινακίδες, θα είχε την σημασία της αν, κατά τα άλλα, αποτελούσε κρίση του Δικαστηρίου, ότι, παρά τις προειδοποιητικές ενέργειες της Εναγόμενης ή ελλείψει τούτων, ο Ενάγοντας δεν αντιλήφθηκε ότι, (α) του απαγορευόταν να χρησιμοποιήσει τα ικριώματα και (β) τον κίνδυνο που ελλόχευε από την τυχόν χρήση τους. Όπως, όμως, συμβαίνει στην υπό εξέταση περίπτωση, η Εναγόμενη κατέστησε, με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο, στον Ενάγοντα ότι του απαγορευόταν η χρήση των ικριωμάτων λόγω ανασφάλειας και ακαταλληλότητας τους, μεταξύ άλλων και των δαπέδων τους, με τον τελευταίο, όχι απλώς να κατανοεί και να αντιλαμβάνεται την συγκεκριμένη απαγόρευση και του ειδικούς κινδύνους που ελλόχευαν από την ενδεχόμενη χρήση τους, αλλά και να επικοινωνεί την αντίληψη του αυτή στον Μ.Υ.2. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι τα ικριώματα ήταν προσβάσιμα και δεν υπήρχε οποιαδήποτε άλλη, γραπτή, προειδοποίηση, δεν καθιστά την Εναγόμενη υπεύθυνη έναντι του πρώτου. Ελλείπει, δε, μαρτυρία που να θέλει τον Ενάγοντα, εν γνώση της Εναγόμενης, να είναι πρόσωπο που συνηθίζει να μην υπακούει σε εντολές ή γενικότερα να αρέσκεται στο να παίρνει ρίσκα, ώστε ο κίνδυνος αυτός, παρά την σαφή προειδοποίηση που είχε και απαγόρευσης που του έγινε, να ήταν υπαρκτός ή, έστω προβλεπτός, και κατά συνέπεια η Εναγόμενη να όφειλε, σε κάθε περίπτωση, να λάβει περαιτέρω προφυλάξεις.
Στη βάση της ανωτέρω ανάλυσης, η παραπομπή από το συνήγορο του Ενάγοντα στα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Σχολική Εφορεία Στροβόλου v Μαρίνας Στεργίδου κ.α (2016) 1 Α.Α.Δ. 691, δεν κρίνεται βοηθητική για την πλευρά του Ενάγοντα, καθότι στην εν λόγω υπόθεση, σε αντιδιαστολή με το συμβαίνει στην υπό εξέταση περίπτωση, εξέλειπε η οποιαδήποτε ειδική ή άλλως πως προειδοποίηση ως προς το επικίνδυνο της, εκεί, σκάλας, ή απαγόρευση χρήσης της, και γι’ αυτό κρίθηκε ως ουσιαστικός παράγοντας, για απόδοση ευθύνης στην εκεί κάτοχο, το γεγονός ότι άφησε τη σκάλα προσβάσιμη και με τρόπο που ο κάθε εκεί ευρισκόμενος εκλάμβανε τούτη ως το μέσο για την ανάβαση στα ανώτερα επίπεδα του εκεί υποστατικού.
Τα πιο πάνω σφραγίζουν και την τύχη της πιο πάνω αγωγής, που δεν μπορεί παρά να είναι η απόρριψη της. Ωστόσο, για σκοπούς πληρότητας καταγράφω ότι το Τεκμήριο 10, ως δήλωση του Ενάγοντα, υπό τις περιστάσεις που τούτο ετοιμάστηκε και υπογράφτηκε από αυτόν (ως αυτές καταγράφηκαν ανωτέρω), αποτελεί καλό λόγο για να απορριφθεί η αγωγή και στη βάση της αρχής του κωλύματος (Estoppel). Και τούτο γιατί, με ξεκάθαρο τρόπο, μέσω των δηλώσεων που καταγράφονται στο εν προκειμένω τεκμήριο, ο Ενάγοντας προβαίνει σε υπόσχεση και διαβεβαίωση ότι δεν θα προβεί «σε οποιεσδήποτε κυρώσεις ή άλλου είδους διώξεις» εναντίον της Εναγόμενης για τον τραυματισμό που υπέστη, κάτι, που προφανώς καλύπτει και την επιδίωξη λήψης αποζημιώσεων μέσω αγωγής, ως η παρούσα.
Οι προϋποθέσεις για εφαρμογή της αρχής του κωλύματος (το οποίο επικαλείται η πλευρά της Εναγόμενης), το οποίο περιλαμβάνει και το κώλυμα ένεκα δηλώσεων σε έγγραφο (Estoppel by deed), είναι, να αποδείξει ο διάδικος που την αποκαλείται ότι ο αντίδικός του, με τις δηλώσεις του, προβαίνει σε μια υπόσχεση ή διαβεβαίωση προς αυτόν που αποσκοπεί να επηρεάσει τις νομικές σχέσεις μεταξύ τους και ότι ο ίδιος ενεργεί στη βάση τους διαφοροποιώντας την θέση του προς βλάβη. Δεν θα επιτραπεί στον διάδικο που προέβη στις δηλώσεις να ενεργήσει με τρόπο ασυμβίβαστο με αυτές (βλ. Phipson on Evidence, 14η Έκδοση, παράγραφοι 6 - 16, σελ. 106, Ηadjiyiannis v. The Attorney General of the Republic (1970) 1 C.L.R. 32), Ιωάννου ν. Οργανισμός Χρηματοδότησης Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1Γ Α.Α.Δ., 1522 και ΑΗΚ ν. Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας Λτδ (2005), 1Α Α.Α.Δ. 127).
Η εφαρμογή της αρχής του εξ επιεικείας κωλύματος (equitable estoppel) στην Κύπρο έχει υιοθετηθεί από σωρεία αποφάσεων και έχει λεχθεί πως οι κανόνες της επιείκειας εφαρμόζονται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 29 (γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60) (βλ. μεταξύ άλλων, Στυλιανού ν. Παπακλεοβούλου (1982) 1 C.L.R. 542). Ο Πικής, Δ. (ως ήταν τότε), ανέφερε τα ακόλουθα σε σχέση με το εξ επιεικείας κώλυμα, στην υπόθεση Στυλιανού (ανωτέρω):
«Κάποτε επικρατούσε η άποψη ότι, για να βασιστεί επιτυχώς σε εξ υποσχέσεως κώλυμα εκείνος προς τον οποίο διδόταν η υπόσχεση, έπρεπε να αποδείξει ότι υπέστη ζημία ως αποτέλεσμα ενέργειας βασισμένης στις παραστάσεις του υποσχόμενου. Αυτό δεν ισχύει πιά και η απόδειξη συγκεκριμένης ζημιάς δε θεωρείται απαραίτητη για την εφαρμογή του εξ επιεικείας κωλύματος. Η βάση της αρχής έχει διευρυνθεί· πρέπει μόνο ν' αποδειχθεί ότι θα ήταν άδικο για τον υποσχόμενο να επιμένει, ενόψει των παραστάσεών του με λέξεις ή συμπεριφορά, στην εφαρμογή των αυστηρών νομικών του δικαιωμάτων.»
Κατά συνέπεια, η αγωγή είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, καθότι στη βάση των γεγονότων που την περιβάλλουν, εφαρμογής τυγχάνει και η υπεράσπιση του κωλύματος ένεκα δηλώσεων σε έγγραφο, την οποία και επικαλείται η Εναγόμενη, τόσο δικογραφικώς, όσο και στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων της.
Ως εκ των ανωτέρω, η αγωγή απορρίπτεται. Ως προς τα έξοδα, δεν έχω κανένα λόγο για να παρεκκλίνω από τον κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, και κατά συνέπεια τούτα επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον του Ενάγοντα, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.)……………………………
Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Στην Έκθεση Απαίτησης δεν γίνεται καμία αναφορά στο Τεκμήριο 10.
[2] Η σχετική αναφορά του ήταν «Πρέπει να ήταν κάτω, εγώ είχα βγει πάνω στις σκαλωσιές».
[3] Υπονοώντας το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
[4] Στη βάση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 10, ο Ενάγοντας περιγράφει τις συνθήκες υπό τις οποίες αποφάσισε να ανεβεί στα ικριώματα την μέρα του ατυχήματος, συνθήκες, οι οποίες συμφωνούν με τη σχετική εκδοχή της Εναγόμενης, καθώς επίσης και απαλλάσσει την τελευταία από την όποια ευθύνη της για αυτό.
[5] Θέμα, με το οποίο θα καταπιαστώ κατωτέρω.
[6] Αναφορά του Μ.Ε.3 κατά την αντεξέτασή του.
[7] Αναφορά του Μ.Ε.3 κατά την επανεξέτασή του.
[8] Παράγραφος 5, της δήλωσής του, Έγγραφο Β.
[9] Αφορούσε απάντηση του Μ.Υ.2 στην ερώτηση του συνηγόρου του Ενάγοντα «Τι ώρα πήγατε στη δουλειά;».
[10] Στη βάση της σχετικής αναφοράς του Μ.Υ.1 στην αντεξέτασή του, την επίδικη μέρα, ο ίδιο βρισκόταν στο εργοτάξιο μεταξύ τις 07:00π.μ. – 09:00π.μ., και ο Ενάγοντας κατέφθασε στις 08:00π.μ..
[11] Βλ. Νομική πτυχή, ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο