Sylvia Heinrich κ.α. ν. BANC DE BINARY LIMITED κ.α., Αγωγής Αρ.: 4132/15, 30/5/2025
print
Τίτλος:
Sylvia Heinrich κ.α. ν. BANC DE BINARY LIMITED κ.α., Αγωγής Αρ.: 4132/15, 30/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ε. Γεωργίου - Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

Αγωγής Αρ.: 4132/15

Μεταξύ:

Sylvia Heinrich

Ενάγουσα

και

 

1. BANC DE BINARY LIMITED

2. BDB Services Limited

Εναγόμενοι

----------------------------------------------------

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 30 Μαΐου, 2025

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Ενάγουσα: κ. Γ. Ζαβρός, για Μιχαλάκη Κυπριανού & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη 1 εταιρεία: κ. Γ. Κτωρίδης με κ. Μιχαήλ, για Άθως Δημητρίου Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενη 2 εταιρεία: καμιά εμφάνιση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Η Ενάγουσα αξιώνει εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2 ειδικές αποζημιώσεις ύψους $162.116,57 για ζημιές της που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της απάτης και ή του δόλου και ή της συνωμοσίας και ή των ψευδών παραστάσεων και ή της ψυχικής πίεσης και ή του οικονομικού εξαναγκασμού που υπέστη από την Εναγόμενη 1 ή και την Εναγόμενη 2 στα πλαίσια παροχής από αυτές επενδυτικών υπηρεσιών προς την ίδια. Επιπρόσθετα, αξιώνει γενικές και τιμωρητικές ή και επαυξημένες αποζημιώσεις για την απάτη ή και τον δόλο ή και τη συνωμοσία που οι Εναγόμενες 1 και 2 άσκησαν σε βάρος της στα πλαίσια παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.

 

Στην μακρά Έκθεση Απαίτησης παρατίθεται όλη η μαρτυρία και επειδή το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης είναι το ίδιο με το περιεχόμενο της γραπτής δήλωσης της Ενάγουσας το Δικαστήριο θα το παραθέσει στη συνέχεια. Η πρώτη νομική βάση που προωθεί η Ενάγουσα, σε σχέση με την αξίωση της, αφορά το αστικό αδίκημα της απάτης. Ως λεπτομέρειες της απάτης που υπέστη καταγράφει, ότι η Banc de Binary ή και η Εναγόμενη 1 ή και η Εναγόμενη 2 ή και υπάλληλοί της ή και αντιπρόσωποί της, της είχαν αναφέρει ότι θα την εκπαίδευαν σε θέματα που αφορούν τις επενδύσεις, πλην όμως ουδέποτε είχε λάβει την οποιαδήποτε εκπαίδευση. Ότι οι υπάλληλοι ή και οι αντιπρόσωποι της Banc de Binary παρουσιάζονταν ως πρόσωπα με εκτενή πείρα ή και με πολύ επιτυχημένο ιστορικό στον τομέα των επενδύσεων ενώ αυτό δεν ίσχυε. Ότι διάφορες ομάδες ή και όμιλοι της Banc de Binary, με τον ισχυρισμό ότι προσέφεραν διάφορα προνόμια ή και καλύτερους αναλυτές ή και καλύτερες προοπτικές κερδών, απαιτούσαν την κατάθεση, από δικής της πλευράς, περαιτέρω κεφαλαίων. Ότι ψευδώς της αναφέρθηκε ότι η Banc de Binary είναι τράπεζα. Ότι της είχαν δοθεί υποσχέσεις ότι με το να επενδύσει περισσότερα ποσά θα ανακτούσε τις απώλειες που είχε ήδη υποστεί και ότι οι αντιπρόσωποι της Εναγόμενης 1 και 2 είχαν προβεί σε λανθασμένους υπολογισμούς αναφορικά με τον εναπομείναντα όγκο επενδύσεων για να αποδεσμευτούν τα ποσά bonus που ήταν κατατεθειμένα στους λογαριασμούς της ή και δεν έδωσαν εξηγήσεις αναφορικά με τον υπολογισμό τέτοιου εναπομείναντος όγκου επενδύσεων.

 

Διαζευκτικά, προωθεί τον ισχυρισμό ότι οι οικονομικές συναλλαγές ή και τα εμβάσματα προς την Banc de Binary ήταν το αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης ή και ανεπίτρεπτης επιρροής και ή οικονομικού καταναγκασμού από πλευράς της Εναγόμενης 1 και 2 και ή των υπαλλήλων τους.

 

Προβάλλει, επίσης, ως αγώγιμο δικαίωμα, την αμέλεια των Εναγόμενων 1 και 2. Ως λεπτομέρειες της αμέλειας των Εναγόμενων 1 και 2 καταγράφει ότι, είχαν καθήκον επιμέλειας προς την ίδια, η οποία ήταν πελάτης τους και της παρείχαν επενδυτικές υπηρεσίες. Ότι της είχαν δώσει διάφορες οδηγίες ή και συμβουλές ή και την πίεσαν για να προβεί σε επενδύσεις ή και για να καταθέσει περαιτέρω ποσά στους λογαριασμούς της χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν τους κινδύνους περαιτέρω απωλειών ή και ζημιών. Ότι εκμεταλλεύτηκαν ή και παρέλειψαν να εκτιμήσουν την ευάλωτη θέση της Ενάγουσας μετά από τις πρώτες βαρύτατες απώλειες που υπέστη στον λογαριασμό της και ότι παρέλειψαν να λάβουν μέτρα για να περιορίσουν τις ζημιές που είχε υποστεί συνεπεία των επενδύσεων στις οποίες την συμβούλευσαν να προβεί. Τέλος, ισχυρίζεται ότι παράβηκαν τα θέσμια ή και τα εκ του Νόμου απορρέοντα καθήκοντα ή και υποχρεώσεις τους, συμπεριλαμβανομένων των καθηκόντων ή και υποχρεώσεων που προνοεί ο περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμος του 2007.

 

Αξιώνει ειδικές αποζημιώσεις ύψους $162.116,57 για τις ζημιές που υπέστη, το ποσό των $300.000 βάσει της αρχής της πλήρους αποτυχίας της αντιπαροχής, γενικές αποζημιώσεις για την ταλαιπωρία που υπέστη και τιμωρητικές ή και επαυξημένες αποζημιώσεις για την απάτη ή και τον δόλο. Διαζευκτικά αξιώνει το ποσό των $300.000 για παράβαση σύμβασης από τις Εναγόμενες 1 και 2.

 

Καταχωρίστηκε Υπεράσπιση μόνο από την Εναγόμενη 1, η οποία προδικαστικά έθεσε ότι η αγωγή προωθείται κακόπιστα και παραπλανητικά, βασιζόμενη σε μία αόριστη αναφορά στην επωνυμία Banc de Binary χωρίς να εξειδικεύει η Ενάγουσα σε ποια νομική οντότητα αναφέρεται. Η δεύτερη προδικαστική ένσταση αφορά το αβάσιμο της ενοποίησης της ταυτοποίησης της Εναγόμενης 1 με την Εναγόμενη 2, το οποίο, ως κρίθηκε από το Δικαστήριο σε ενδιάμεση αίτηση, δεν ισχύει και ότι οι δύο εταιρείες αποτελούν δύο ξεχωριστές νομικές οντότητες.

 

Η Εναγόμενη 1 παραδέχεται ότι κατά τον επίδικο χρόνο ήταν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η οποία δραστηριοποιείτο ως Κυπριακή Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΕΠΕΥ), προσφέροντας στους πελάτες της τη δυνατότητα διαδικτυακών συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικές αγορές. Στις 15/01/2017 παραιτήθηκε εκούσια από την άδεια λειτουργίας ΚΕΠΕΥ, όμως παρέμεινε υπό την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου μέχρι τις 18/03/2019, που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ικανοποιήθηκε ότι είχε τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις της. Αρνείται και απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας και προωθεί τη θέση ότι η Ενάγουσα κακόπιστα επιχειρεί να προκαλέσει σύγχυση στο Δικαστήριο, έτσι ώστε να ταυτιστούν οι δύο ξεχωριστές οντότητες. Ισχυρίζεται ότι η επωνυμία «Banc de Binary» ανήκει σε τρίτη εταιρεία από το 2008, η οποία κατέχει όλα τα πνευματικά δικαιώματα. Η συγκεκριμένη εταιρεία παρείχε στην Εναγόμενη 1 άδεια χρήσης της επωνυμίας, αποκλειστικά και μόνο, εντός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με συμφωνία παροχής άδειας (licencing agreement) η οποία υπογράφτηκε μεταξύ της ιδιοκτήτριας και της Εναγόμενης 1. Η δομή λειτουργίας είναι όμοια με μοντέλο παροχής προνομίου δικαιόχρησης (franchise). Η Εναγόμενη 1 λειτουργούσε μέσω της ρυθμιζόμενης ιστοσελίδας https://eu.bancdebinary.com/EU (regulated platform). Eίχε το δικαίωμα και τη δυνατότητα, τόσο νομικά όσο και πρακτικά, να παρέχει τις υπηρεσίες της μόνο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τεχνικά και τεχνολογικά δεν μπορούσε να δέχεται πελάτες οι οποίοι ήταν κάτοικοι χωρών εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπήρχε ξεκάθαρη γεωγραφική διάκριση στην ιστοσελίδα της Eναγόμενης 1, έτσι ώστε όταν κάποιος εισερχόταν στην ιστοσελίδα της με IP το οποίο δεν ανήκε σε περιοχή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτόματα να εκτρέπεται από την ιστοσελίδα. Πελάτες από χώρες που δεν ήταν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορούσαν να εγγραφούν μέσω της πλατφόρμας. Η Eνάγουσα, ως Καναδή κάτοικος, εφόσον επέλεξε να εμπορευτεί με την οντότητα με εμπορική επωνυμία «Banc de Binary», αυτομάτως παραπέμφθηκε από το σύστημα στη σελίδα BDB Services Ltd (Seychelles) και δεν θα μπορούσε, σε καμία περίπτωση, να είναι πελάτης της Εναγόμενης 1. Η προσπάθεια της Ενάγουσας για ενοποίηση της ταυτότητας της Εναγόμενης 1 με την Εναγόμενη 2, υπό την ομπρέλα «Βanc de Βinary» είχε εντοπιστεί από το Δικαστήριο, το οποίο στα πλαίσια ενδιάμεσης αίτησης, έκρινε ότι η Eναγόμενη 1 και η Eναγόμενη 2 αποτελούν 2 ξεχωριστές νομικές οντότητες.

 

Η ιστοσελίδα www.bancdebinary.com δεν ανήκε στην Εναγόμενη 1 και η Ενάγουσα, ως Καναδή κάτοικος, δεν θα μπορούσε να έχει πρόσβαση στην ιστοσελίδα της Εναγόμενης 1 ούτε και θα μπορούσε να πραγματοποιήσει εγγραφή στην πλατφόρμα της. Προωθείται η θέση ότι, κακόπιστα και παραπλανητικά η Ενάγουσα προβαίνει σε αόριστη αναφορά στην επωνυμία «Banc de Binary» χωρίς να εξειδικεύει σε ποια νομική οντότητα αναφέρεται. Ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται δεν αφορούν την Εναγόμενη 1, ότι τα γεγονότα δεν στοιχειοθετούν αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της και ότι η λειτουργία και οι διαδικασίες της Εναγόμενης 1 τελούσαν υπό την αυστηρή επίβλεψη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, η οποία απαγορεύει τις πρακτικές στις οποίες αναφέρεται η Ενάγουσα. Ότι δεν μπορεί να καταστεί υπεύθυνη για ενδεχόμενες πράξεις ή παραλείψεις τρίτων, στις οποίες δεν μπορούσε και δεν μπορεί να ασκήσει έλεγχο ή και επιρροή. Παράλληλα, αρνείται και απορρίπτει τις λεπτομέρειες απάτης καθώς και όλες τις υπόλοιπες αξιώσεις της Ενάγουσας.

 

Η Ενάγουσα κάλεσε τρεις μάρτυρες για να προωθήσει τους ισχυρισμούς της. Μαρτυρία δόθηκε από την Ενάγουσα, M.E.1, η οποία είναι Καναδή υπήκοος και κατέχει πτυχίο μικροβιολογίας αλλά και λογιστικής. Άλλαξε επαγγελματικό προσανατολισμό, εξειδικεύτηκε στη λογιστική και εργάστηκε ως λογίστρια σε διάφορες εταιρείες και σήμερα κατέχει τη θέση της Ανώτερης Διευθύντριας Λογιστικής σε μια Καναδική θυγατρική μιας διεθνούς εταιρείας. Κατέγραψε τις θέσεις της σε γραπτή δήλωση η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο 1. Το Έγγραφο 1 καταρτίστηκε στην αγγλική γλώσσα πλην όμως ενσωματώνει και μετάφρασή του στα ελληνικά. Στην γραπτή της δήλωση καταγράφει αυτολεξεί το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης, ήτοι ότι είναι μόνιμη κάτοικος Καναδά, είναι λογίστρια και κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχε οποιανδήποτε εμπειρία αναφορικά με επενδύσεις τύπου «options trading» ή δυαδικές επιλογές «binary options». Η Εναγόμενη 1 δραστηριοποιείτο στον τομέα παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που σχετίζονταν με τις δυαδικές επιλογές και μέχρι την 15/01/2017 ήταν αδειοδοτημένη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (εφεξής ΕΚΚ), ενώ κατείχε και σχετική άδεια για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών. Η Εναγόμενη 2 είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στις Σεϋχέλλες και κατά τον ουσιώδη χρόνο δραστηριοποιείτο επίσης στον τομέα παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με ιδιαίτερη έμφαση στις δυαδικές επιλογές, ενώ κατείχε και σχετική άδεια από άλλη Εποπτική Αρχή άλλης χώρας. Τόσο η Εναγόμενη 1 όσο και η Εναγόμενη 2 ενεργούσαν υπό την εμπορική επωνυμία «Banc De Binary» και ανήκαν στον ίδιο όμιλο εταιρειών, ιδιοκτησίας του Oren Laurent ή και ήταν τόσο στενά συνδεδεμένες ώστε οι λειτουργίες τους να είναι στενά συνυφασμένες, με αποτέλεσμα να καταστρατηγείται η αποτελεσματική εποπτεία από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου των δραστηριοτήτων της Εναγόμενης 1. Τον Ιούνιο του 2014 η Ενάγουσα εξέταζε διάφορες επιλογές για να επενδύσει κάποια από τα χρήματά της. Κατά τη διάρκεια πλοήγησης στο διαδίκτυο εντόπισε σύνδεσμο που παρέπεμπε στην ιστοσελίδα της Banc De Binary www.bancdebinary.com και ή στην ιστοσελίδα https://eu.banvdebinary.com. Στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα διαφημιζόταν ένας νέος τρόπος επένδυσης «options trading» και το γεγονός ότι η Εναγόμενη 1 κατείχε άδεια από Ευρωπαϊκή Αρχή, ήτοι την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου. Στις 03/06/2014 η ίδια συμπλήρωσε σχετική αίτηση μέσω της συγκεκριμένης ιστοσελίδας www.bancdebinary.com ή και της ιστοσελίδας https://eu.banvdebinary.com και κατέθεσε ποσό ύψους $250 χρησιμοποιώντας την κάρτα της από την Bank of Montreal. Για την συγκεκριμένη κατάθεση έλαβε επιβεβαίωση με e-mail στην οποία καταγράφετο ότι η Banc de Binary είναι εταιρεία παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και ρυθμίζεται από την ΕΚΚ. Ακολούθησε, την ίδια μέρα, μήνυμα από την Εναγόμενη 2 με το οποίο την καλωσόριζε στην Banc de Binary. Έλαβε και τρίτο μήνυμα με το οποίο προτρεπόταν να υπογράψει ηλεκτρονικά μια συμφωνία συναλλαγών (trading agreement) με την Εναγόμενη 1, την οποία και υπέγραψε. Στη συνέχεια, προσπάθησε από μόνη της να μάθει να λειτουργεί την ηλεκτρονική πλατφόρμα συναλλαγών της Εναγόμενης 1 χωρίς επιτυχία και κατά ή περί τις 16/06/2014 έλαβε ηλεκτρονικό μήνυμα από ένα άτομο ονόματι Mike Baker, εκ μέρους της Banc de Binary, με το οποίο την καλούσε να ενταχθεί στην ομάδα προσωπικών επενδύσεών του, Personal Trading Group, στην οποία θα την εκπαίδευε για τα θέματα που αφορούσαν τις επενδύσεις. Το συγκεκριμένο μήνυμα είχε ιδιαίτερη σημασία αφού ήταν η βάση στην οποία χτίστηκε η σχέση μεταξύ της Εναγόμενης 1 και της ίδιας. Η ίδια αντιλήφθηκε ότι επικοινωνούσε με ένα έμπειρο διαπραγματευτή και ότι επρόκειτο για μια πολύ καλή ευκαιρία. Αποδέχθηκε όπως ενταχθεί στην ομάδα του, πλην όμως του εξήγησε ότι δεν είχε οποιανδήποτε εμπειρία σε επενδύσεις τύπου forex και ότι η μόνη επενδυτική εμπειρία που είχε ήταν σε μετοχές όπου μπορούσε να θέσει όρια αγοράς - πώλησης σε μικρό και χωρίς κίνδυνο χαρτοφυλάκιο. Μετά από πολλά τηλεφωνήματα και συζητήσεις αναφορικά με τις προσφερόμενες επενδύσεις στην πλατφόρμα της Banc de Binary, ο Mike Baker της εξήγησε την συντηρητική εμπορική στρατηγική της εταιρείας, ότι δούλευαν με πελάτες από ένα αυξανόμενο αριθμό χωρών και ότι λόγω της μεγάλης επιτυχίας διεύρυναν συνεχώς το φάσμα των υπηρεσιών τους προσφέροντας καλύτερη προστασία στους επενδυτές. Της τόνισε ότι χρειάζεται χρόνος για να γίνει κάποιος έμπειρος, να μην επιχειρήσει να προβεί σε συναλλαγές χωρίς τη σύστασή του και ότι οι λογαριασμοί των πελατών τηρούνται σε λογαριασμούς καταπιστεύματος σύμφωνα με απαίτηση της ΕΚΚ. Της μίλησε για το πρόγραμμα bonus και την έπεισε να επενδύσει ένα επιπλέον ποσό της τάξεως τον $5.000 για να λάβει, από την Banc de Binary, bonus ύψους $5.250. Η συμφωνία της Ενάγουσας, σε σχέση με τα bonus, ήταν ότι θα μπορούσε να τα χρησιμοποιεί για να προβαίνει σε διάφορες επενδύσεις όμως δεν θα μπορούσε να προβεί σε ανάληψη του ποσού μέχρι ο όγκος των συναλλαγών της να ξεπερνά κατά 20 φορές το ποσό των καταθέσεων στον λογαριασμό της, συν το ποσό του bonus. Περί τα μέσα Ιουλίου 2014 είχε προβεί σε περιορισμένες συναλλαγές όμως ο Mike Baker άρχισε να προσπαθεί να την πείσει να καταθέσει και άλλα ποσά, συγκεκριμένα να αυξήσει τις συνολικές καταθέσεις της στο ποσό των $50.000, για να μπορεί, ως της ανέφερε, να είναι μέλος των VIP Lions Club το οποίο είχε ωφελήματα όπως το ότι το 100% των επενδύσεών της θα ήταν εγγυημένο και ότι οι επενδύσεις της θα πραγματοποιούνταν σύμφωνα με τις οδηγίες ανώτερων αναλυτών του VIP Lions Club και ως εκ τούτου θα ήταν ασφαλής. Την είχε επίσης διαβεβαιώσει ότι δεν είχε λόγο να ανησυχεί για τον αυξημένο προ απαιτούμενο όγκο συναλλαγών για την αποδέσμευση των ποσών bonus που θα συνεπαγόταν η περαιτέρω κατάθεση και ότι ήταν τόσο σίγουρος ότι αυτός ήταν ο κατάλληλος τρόπος να προχωρήσουν, που της είχε ήδη εξασφαλίσει το σχετικό πακέτο. Βασιζόμενη στις διαβεβαιώσεις του στις 14/07/2014 και στις 16/07/2014, προχώρησε σε εμβάσματα, στον λογαριασμό της, συνολικού ύψους $45.000 με σκοπό να ανέλθει το ποσό των καταθέσεών της στο ποσό των $50.000 και να εισαχθεί στο VIP Lions Club. Παρά τα όσα της είχαν λεχθεί, ο Mike Baker στη συνέχεια, της ανέφερε ότι θα χρειαζόταν να καταθέσει ακόμα $30.000 για να έχει πλήρη πρόσβαση στη συγκεκριμένη πλατφόρμα και σε όλα τα οφέλη. Όταν η ίδια ζήτησε διευκρινίσεις, της εξήγησε ότι για να έχει κάποιος πρόσβαση στη συγκεκριμένη πλατφόρμα απαιτείτο συνολική κατάθεση ύψους $100.000 και ότι ο ίδιος κατάφερε όπως εκείνη εισαχθεί με το ποσό των $80.000. Μέσω Skype, ο Mike Baker της ανέφερε ότι θα έπρεπε να αποκτήσουν πρόσβαση στη συγκεκριμένη πλατφόρμα διαφορετικά οι σχετικές επενδύσεις θα έληγαν και η διαφορά στα κέρδη θα ανερχόταν σε χιλιάδες δολάρια ασκώντας της χρονική πίεση. Εν όψει της πίεσης του χρόνου και βασιζόμενη στα όσα της είχε αναφέρει ο Mike Baker, προέβη κατά ή περί την 24/07/2015 σε περαιτέρω κατάθεση ύψους $30.000 η οποία έγινε με δύο δόσεις εκ $15.000 έκαστη. Μεγάλο μέρος των ποσών επενδύθηκαν από την ίδια, σύμφωνα με τις οδηγίες του Mike Baker ή και της Banc de Binary, σε δικαιώματα προαίρεσης που αφορούσαν την Apple, το Facebook, την Amazon και τον τομέα του πετρελαίου. Της είχε υποσχεθεί ότι θα τύγχανε καθοδήγησης που θα την βοηθούσε να κατανοήσει τον λόγο που συναλλάσσονταν με συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία και να μπορεί να προβλέψει το αποτέλεσμα των συναλλαγών. Η ίδια του έδειχνε πάντα το άγχος και την ανησυχία της. Στις 27/07/2014 έληξε το δικαίωμα προαίρεσης της Apple με κέρδη, πλην όμως η ίδια εξέφρασε ανησυχία σε σχέση με τις υπόλοιπες επενδύσεις, οι οποίες τελικά αποδείχθηκαν ζημιογόνες.

 

Ενώ εκκρεμούσαν τα αποτελέσματα των συγκεκριμένων επενδύσεων, ο Mike Baker προσπαθούσε να την πείσει να καταθέσει περαιτέρω ποσά έτσι ώστε να γίνει μέρος του Laurent Group. Ο Laurent ήταν ο CEO της Εναγόμενης 1 και ήταν εμπειρογνώμονας επενδυτής. Όταν η ίδια αρνήθηκε, ο Mike Baker άρχισε να την πιέζει αναφέροντας της ότι η συγκεκριμένη ομάδα ήταν ανώτερη από το VIP Lions Club αφού συνεργάζονταν μ' αυτήν μόνο επίλεκτοι, αφορούσε λογαριασμούς χρηματιστών και ότι ο προαπαιτούμενος όγκος επενδύσεων για την αποδέσμευση bonus θα φάνταζε πλέον αστείος, ενώ ο κίνδυνος ήταν πολύ μικρός αφού κάθε φορά θα επένδυαν μόνο ένα πολύ μικρό ποσό του λογαριασμού της, ότι ο Laurent θα της ασφάλιζε πέραν του 50% του λογαριασμού του Facebook, ότι θα αποζημίωνε τις χαμένες της συναλλαγές που δεν ήταν ασφαλισμένες, ότι θα είχε διαθέσιμους δύο αναλυτές μόνο για την ίδια και ότι οι όροι που θα συμμετείχε αποτελούσαν μια γενναιόδωρη προσφορά. Υπό τις πιέσεις του Mike Baker δέχθηκε να προχωρήσει και συμφωνήθηκε ότι θα είχε πρόσβαση στην ομάδα Laurent καταθέτοντας σε ξεχωριστό λογαριασμό μετρητών το ποσό των $50.000, αφού δεν επιθυμούσε να καταθέσει οποιοδήποτε ποσό στον λογαριασμό συναλλαγών που διατηρούσε. Με την διαβεβαίωση του Mike Baker ότι η Banc de Binary ήταν τράπεζα η οποία εποπτευόταν από την ΕΚΚ και ότι δεν θα τοποθετείτο σε επενδύσεις ποσό πέραν του 25% του υπολοίπου του λογαριασμού συναλλαγών της, στις 06/08/2014 κατέθεσε το ποσό των $50.000 σε ξεχωριστό λογαριασμό μετρητών επ' ονόματι της Banc de Binary και στις 12/08/2014 είχε την πρώτη της εμπειρία επενδύσεων στον Laurent Group. Οι συγκεκριμένες επενδύσεις, οι οποίες είχαν γίνει με οδηγίες του Mike Baker, επέφεραν, εντός λίγων λεπτών, βαρύτατες απώλειες με αποτέλεσμα να μειωθεί δραστικά το υπόλοιπο των λογαριασμών και να χάσει και τις $50.000 που είχαν κατατεθεί σε ξεχωριστό λογαριασμό. Ο Mike Baker της ζήτησε να μεταφέρει $30.000, για να μπορούν να συνεχίσουν τις επενδύσεις με το Laurent Group και για να ανακτήσουν τα ποσά που είχαν χαθεί, ενώ ισχυρίστηκε ότι η Εναγόμενη 1 θα της έδινε bonus $100.000 και ότι ο απαιτούμενος όγκος συναλλαγών, πριν από την ανάληψη οποιουδήποτε ποσού, θα υπολογιζόταν σε δεκαπλάσια βάση. Η ίδια ήταν απρόθυμη να προχωρήσει λόγω του ότι είχε χάσει την εμπιστοσύνη της στον ίδιο. Εκείνος επέμενε αναφέροντάς της ότι ο ίδιος ο Oren Laurent ήθελε να μιλήσει μαζί της, καθώς και ο Nathan Green ο οποίος ήταν το δεξί του χέρι και σημαίνον πρόσωπο στον επενδυτικό κόσμο. Για να την πείσει να μιλήσει με τον Nathan Green της ανέφερε ότι είναι ένας από τους πιο έξυπνους επενδυτές και διαπραγματευτές και ότι αν υπήρχε κάποιος που μπορούσε να την βοηθήσει να ανακτήσει τις απώλειες της αυτός ήταν ο Nathan Green, ο οποίος έχει την εμπειρία ανάκαμψης όσο κανένας άλλος. Λόγω του ότι είχε χάσει ένα πολύ σημαντικό ποσό μέσα σε μια μέρα η ίδια ήταν πολύ διστακτική γιατί ένοιωθε συντετριμμένη.

 

Στη συνέχεια, μετά από τηλεφωνικές συζητήσεις με τον Nathan Green και για σκοπούς αποκατάστασης του λογαριασμού της, της ζητήθηκε όπως καταθέσει το ποσό των $30.000. Της διασφαλίστηκε ότι με την κατάθεση του συγκεκριμένου ποσού θα της προσφερόταν bonus ύψους $100.000, ότι ο προαπαιτούμενος όγκος επενδύσεων για αποδέσμευση των ποσών bonus θα υπολογιζόταν σε δεκαπλάσια βάση αντί σε εικοσαπλάσια βάση και ότι ο ίδιος ο Nathan Green θα είχε τον έλεγχο του λογαριασμού της. Ο Nathan Green της είχε υποσχεθεί ότι εντός λίγων μόνο μηνών όχι μόνο θα επανακτούσε τα ποσά που είχε χάσει, αλλά το υπόλοιπο του λογαριασμού της θα έφτανε τις $300.000. Βασιζόμενη στις συγκεκριμένες αναφορές, στις 20/08/2014 έμβασε $30.000 στον λογαριασμό μετρητών, με τη συμφωνία ότι το συγκεκριμένο ποσό δεν θα χρησιμοποιείτο για συναλλαγές και ότι θα της επιστρεφόταν το συγκεκριμένο ποσό χωρίς περιορισμό. Στις 25/08/2014 το ποσό των $100.000 κατατέθηκε σε έναν από τους λογαριασμούς «bonus». Την ίδια μέρα με οδηγίες του Mike Baker, τις οποίες εκείνος λάμβανε από τον Nathan Green, η ίδια προέβη σε επενδύσεις, οι οποίες οδήγησαν στην αύξηση του όγκου των συναλλαγών και βρισκόταν κοντά στο όριο ανάληψης, ήτοι αποδέσμευσης του bonus, αφού ο όγκος συναλλαγών είχε αυξηθεί κατά $300.000.

 

Μετά από τις συγκεκριμένες επενδύσεις, ο Mike Baker της ασκούσε πίεση έτσι ώστε να ενοποιήσει τους δύο λογαριασμούς που τηρούσε, ήτοι τον λογαριασμό επενδύσεων και τον λογαριασμό μετρητών, σε έναν ενιαίο λογαριασμό για να ενταχθεί στην ομάδα «Premium». Η ίδια αρχικά απέρριψε την πρόταση. Στις 27/08/2014 και 28/08/2014 επένδυσε διάφορα ποσά, σύμφωνα με τις οδηγίες του Mike Baker και στις 02/09/2014 ο Mike Baker επανέφερε το θέμα ένωσης των δύο λογαριασμών, καθησυχάζοντάς την ότι αν ενωθούν οι δύο λογαριασμοί το υπόλοιπο των $34.000 στον λογαριασμό μετρητών της Ενάγουσας δεν θα προσμετρείτο στους υπολογισμούς για τον προ-απαιτούμενο όγκο επενδύσεων που θα έπρεπε να φτάσει για την αποδέσμευση των κατατεθειμένων ποσών, ότι οι όγκοι συναλλαγών θα αθροίζονταν, ότι η συγχώνευση ήταν απαραίτητη αντί της προσθήκης κεφαλαίων και ότι ήταν απαίτηση της ομάδας Laurent. Στις 04/09/2014 της προσφέρθηκε πρόσβαση σε δοκιμαστικό λογαριασμό έτσι ώστε να μπορεί να εξασκηθεί στην τοποθέτηση συναλλαγών με ευκολία και να γίνει πιο άνετη με την πλατφόρμα. Το ηλεκτρονικό μήνυμα της είχε διαβιβαστεί από την Μικαέλλα Παπαχαραλάμπους, από το κέντρο εξυπηρέτησης πελατών της Εναγόμενης 1 και περιείχε πληροφορίες πρόσβασης στον δοκιμαστικό λογαριασμό της. Στις 05/09/2014 συμφώνησε στην ένωση των δύο λογαριασμών υπό τον όρο ότι θα συνέχιζε με το σχέδιο αποκατάστασης του λογαριασμού της μέχρι το τέλος της συγκεκριμένης εβδομάδας, ότι την Παρασκευή θα ενοποιούνταν οι λογαριασμοί, ότι ο όγκος επενδύσεων του ενοποιημένου λογαριασμού θα ήταν το άθροισμα του όγκου επενδύσεων των δύο λογαριασμών, ότι ο προαπαιτούμενος όγκος επενδύσεων για την αποδέσμευση όλων των ποσών bonus θα υπολογιζόταν σε δεκαπλάσια βάση, ότι τα $34.000 που βρίσκονταν κατατεθειμένα στον λογαριασμό μετρητών δεν θα συνυπολογίζονταν στον καθορισμό του προ απαιτούμενου όγκου επενδύσεων για την αποδέσμευση των ποσών bonus και ότι η ίδια δεν θα επένδυε περαιτέρω ποσά. Την επόμενη μέρα η ίδια άλλαξε γνώμη και ενημέρωσε τον Mike Baker γραπτώς ότι δεν επιθυμούσε την ενοποίηση των δύο λογαριασμών. Όμως παρά το γεγονός ότι της είχε αναφέρει ότι θα απαιτείτο κάποιος χρόνος για την επεξεργασία και την ενοποίηση των λογαριασμών, όταν τον ενημέρωσε ότι είχε αλλάξει γνώμη ο ίδιος της είπε ότι δεν μπορούσε να επηρεάσει την ενοποίηση των λογαριασμών.

 

Ακολούθησαν τις επόμενες μέρες επενδύσεις, σύμφωνα με τις οδηγίες που της έδινε ο Mike Baker και στις 08/09/2014 ζήτησε να πληροφορηθεί για τον όγκο επενδύσεων που παρέμεινε μέχρι να αποδεσμευτούν τα ποσά. Της λέχθηκε ότι δεν ήταν πολύ μακριά και ότι με τα ποσά που θα αποδεσμεύονταν θα έβγαζε και κέρδος. Στις 10/09/2014 η ίδια ζήτησε επιβεβαίωση για τον ακριβή όγκο επενδύσεων χωρίς όμως να λάβει απάντηση. Στις 15/09/2014 είχε μια πολύ άσχημη μέρα επενδύσεων και τότε ο Mike Baker επίμονα προσπάθησε να την πείσει να επενδύσει αμέσως περαιτέρω ποσά για να ανακτήσει τις απώλειες, όμως η ίδια δεν το έπραξε. Στο τέλος της συγκεκριμένης μέρας ζήτησε όπως υπολογιστεί ακριβώς το υπόλοιπο του όγκου επενδύσεων (trading volume) που παρέμενε για την αποδέσμευση του οποιουδήποτε εναπομείναντος υπολοίπου του λογαριασμού της. Στις 16/09/2014 ο Mike Baker την ενημέρωσε ότι είχε υπολογιστεί ο απαιτούμενος όγκος επενδύσεων που έπρεπε να επιτευχθεί, ο οποίος ανερχόταν στα $2.671.800,00 και ότι η ίδια είχε προβεί σε όγκο συναλλαγών ύψους $1.207.890. Όταν η ίδια του ανέφερε ότι ο υπολογισμός ήταν λανθασμένος, ο Mike Baker επανήλθε για να της αναφέρει ότι ο συνολικός όγκος συναλλαγών, για την αποδέσμευση των εναπομεινάντων ποσών του λογαριασμού, ανερχόταν σε $2.255.000.00. Διαφώνησε γιατί, σύμφωνα με τους δικούς της υπολογισμούς, ο όγκος επενδύσεων για την αποδέσμευση των ποσών θα έπρεπε να ήταν $1.855.000.00 και ζήτησε εξηγήσεις αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού, χωρίς να της δίδονται οποιεσδήποτε εξηγήσεις ή πληροφορίες. Στις 17/09/2014 ενημερώθηκε από τον Mike Baker ότι σύντομα θα επικοινωνούσε μαζί της ο νέος διαχειριστής του λογαριασμού της. Ακολούθησε αριθμός διαχειριστών του λογαριασμού της και συγκεκριμένα στις 17/09/2014 ανέλαβε ο Danny Goldman, στις 02/10/2014 ο Steve Glass, στις 02/10/2014 ξανά ο Mike Baker, στις 10/10/2014 ο Jack Stanfield και στις 27/03/2015 ο Benjamin Walsh. Όλοι τους προσπαθούσαν να πείσουν ή και υποχρεώσουν την Ενάγουσα να καταθέσει περαιτέρω ποσά στο λογαριασμό που τηρούσε. Όμως, ο Steve Glass της προκάλεσε απώλειες ύψους $30.000 και ο Jack Stanfield $230.000. Η ίδια αρνήθηκε να καταθέσει οποιαδήποτε άλλα ποσά, αλλά της επιτράπηκε να διατηρήσει την πρόσβασή της στην πλατφόρμα VIP μέχρι τις 27/03/2015.

 

Κατά τον Φεβρουάριο του 2015 η ίδια αιτήθηκε προς την Banc de Binary για ανάληψη ποσού ύψους $5.000 από τον λογαριασμό της. Της λέχθηκε, από τον Jack Stanfield, ότι οι κανόνες είχαν αλλάξει και για να μπορεί κάποιος να έχει πρόσβαση στην πλατφόρμα VIP χρειαζόταν όπως το υπόλοιπο του λογαριασμού του να ανέρχεται στις $100.000 και ότι για να μπορεί να διατηρήσει την πρόσβαση που είχε στην πλατφόρμα VIP θα έπρεπε να ακυρώσει το αίτημα ανάληψης, το οποίο και ακύρωσε. Ακολούθησε ο υποβιβασμός της πλατφόρμας της σε Platinum, ενώ το υπόλοιπο του λογαριασμού της ήταν $60.000. Η διαφήμιση στην πλατφόρμα υποδείκνυε ότι οι συναλλαγές δίχως κίνδυνο αφορούσαν λογαριασμούς άνω των $25.000. Στις 08/04/2015 έκανε ανάληψη $1.000 και στη συνέχεια υπέβαλε αίτημα για ανάληψη του ποσού $75.000. Στις 16/04/2015 ο Benjamin Walsh την έπεισε να ακυρώσει το αίτημα ανάληψης και να προσπαθήσει πρώτα να αποκαταστήσει τον λογαριασμό της. Στις 17/04/2015 εξετάζοντας τον λογαριασμό της διαπίστωσε ότι έλειπε ένα ποσό της τάξεως $11.000 - $13.000. Στις 04/05/2015 ενημέρωσε ότι το ακριβές ποσό που έλειπε ανερχόταν στις $13.000. Την ίδια μέρα ζήτησε όπως της επιστραφεί από τον λογαριασμό της το ποσό των $35.000 πλην όμως η ομάδα εξυπηρέτησης πελατών δεν ενέκρινε το αίτημα. Κατά τον δεδομένο χρόνο το υπόλοιπο του λογαριασμού της ανερχόταν σε $62.257 και είχε επιτευχθεί ο προαπαιτούμενος όγκος επενδύσεων για την αποδέσμευση των ποσών bonus από τους λογαριασμούς που τηρούσε. Παρά το γεγονός ότι ο λογαριασμός της δεν υπόκειτο πλέον σε οποιουσδήποτε περιορισμούς, το αίτημα της απορρίφθηκε χωρίς οποιανδήποτε εξήγηση. Παράλληλα, πρόσεξε ότι η πιστωτική της κάρτα είχε στο παρελθόν χρεωθεί με ποσό ύψους $30.000, χωρίς η ίδια να εγκρίνει ποτέ τη συγκεκριμένη χρέωση. Ζήτησε, με μήνυμα προς το κέντρο εξυπηρέτησης πελατών της Banc de Binary, όπως της αποσταλούν όλα τα σχετικά έντυπα που αφορούσαν το ποσό των $13.000 που έλειπαν από τον λογαριασμό της, καθώς και τη χρέωση των $30.000 στην πιστωτική της κάρτα, χωρίς όμως να λάβει οποιανδήποτε απάντηση ή εξήγηση. Η ίδια προσπάθησε να βρει άκρη στα ποσά που έλειπαν χωρίς όμως αποτέλεσμα αφού την μετέφεραν από τον ένα υπάλληλο στον άλλο. Στις 12/05/2015 ζήτησε, με ηλεκτρονικό μήνυμα στο κέντρο εξυπηρέτησης της Εναγόμενης 1, την επιστροφή του ποσού των $286.500,00, ήτοι το σύνολο των ποσών που κατέθεσε συν το bonus, για να ενημερωθεί στις 14/05/2015 από την κα Ludlam ότι η καταγγελία της είχε διαβιβαστεί σε ανώτερα στελέχη και ότι θα επικοινωνούσαν μαζί της. Όσον αφορά το αίτημα ανάληψης του ποσού ύψους $62.247 την ενημέρωσε ότι θα εξεταζόταν. Στις 18/05/2025 η Εναγόμενη 1, από μόνη της, μείωσε το ποσό ανάληψης στα $23.507.00, το οποίο της επιστράφηκε την ίδια μέρα που υπέβαλε το αίτημα. Ποτέ δεν της επεξηγήθηκε γιατί είχε απορριφθεί το αίτημά της για ανάληψη του ποσού των $62.247. Παρά το γεγονός ότι απέστελλε ηλεκτρονικά μηνύματα και σε σχέση με την επιστροφή του ποσού των $30.000, η κα Ludlam απέφευγε να απαντήσει. Στις 20/05/2015 η κα Ludlam την ενημέρωσε ότι είχε ζητηθεί η διενέργεια έρευνας σε σχέση με τον λογαριασμό της και ότι, ως η ίδια είχε ενημερωθεί από το λογιστήριο, ο όγκος συναλλαγών για την αποδέσμευση των bonus δεν είχε εκπληρωθεί λόγω του ότι η αίτηση bonus που είχε υπογραφεί ήταν σε εικοσαπλάσια βάση. Ακολούθησε επιστολή των δικηγόρων της με ημερομηνία 09/07/2015 προς την Εναγόμενη 1, στην οποία καταγράφηκαν τα παράπονά της σε σχέση με τον χειρισμό που έτυχε. Η επιστολή της απαντήθηκε από ανώτερο νομικό της Εναγόμενης 1, με διαβίβαση επιστολής ημερομηνίας 16/07/2015, η οποία περιείχε άρνηση όλων των ισχυρισμών της, ενώ περαιτέρω κατέγραφε ότι η Εναγόμενη 1 μπορούσε να παρέχει υπηρεσίες μόνο εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι η ίδια ήταν πελάτης της Εναγόμενης 2. Ακολούθησε η ανταλλαγή αλληλογραφίας, μεταξύ των πλευρών, στην οποία αποκαλύφθηκε πως η Banc de Binary λειτουργούσε με αδιαφανείς διαδικασίες και κρυβόταν πίσω από τις διάφορες νομικές οντότητες που συνδέονται με αυτήν με σκοπό να αποφύγει τις ευθύνες της. Η ίδια είχε αφεθεί να πιστέψει ότι συναλλασσόταν με την Εναγόμενη 1, λόγω του ότι ο διαδικτυακός σύνδεσμος την κατεύθυνε στην ιστοσελίδα της Εναγόμενης 1 αφού η αίτηση που είχε συμπληρώσει στις 03/06/2014 για να αποκτήσει πρόσβαση στις υπηρεσίες της Banc de Binary ήταν μέσω της ιστοσελίδας της Εναγόμενης 1, ότι όλα τα e-mails που της διαβιβάστηκαν ανέφεραν την ιστοσελίδα της Εναγόμενης 1 πλην αυτών που της εστάλησαν από τον Henry Ross και ότι η ιστοσελίδα που περιείχε πληροφορίες σχετικά με τον λογαριασμό της ήταν ιστοσελίδα της Εναγόμενης 1.

 

Η ίδια είχε στην κατοχή της απόφαση Δικαστηρίου ημερομ. 14/03/2014, των Ηνωμένων Πολιτειών - Περιφέρεια Νεβάδα, η οποία κινήθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ΗΠΑ κατά της Εναγόμενης 1 και των συνδεδεμένων με αυτήν εταιρειών, καθώς και απόφαση ημερ. 30/10/2014. Η ίδια καθ΄ όλη τη διάρκεια της σχέσης της με την Banc de Binary πίστευε ότι είχε να κάνει με την Εναγόμενη 1 και βασιζόταν στο γεγονός ότι είχε λάβει άδεια λειτουργίας από αρχή κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμπεριφορά της Banc de Binary την οδήγησε στην απώλεια χρημάτων.

 

Κατέθεσε σωρεία εγγράφων ως Τεκμήρια: Ως Τεκμήριο 1 την δέσμη εγγράφων που συνιστά το αποτέλεσμα αναζήτησης στην πλατφόρμα του Εφόρου Εταιρειών που αφορά την Εναγόμενη 1 εταιρεία. Ως Τεκμήριο 2 το έντυπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου που αφορά την Εναγόμενη 1. Ως Τεκμήριο 3 αντίγραφο εγγράφου της Αρχής Κεφαλαιαγοράς με ημερομηνία 11/01/2017 για ανάκληση της άδειας που έχει παραχωρηθεί στην Εναγόμενη 1. Ως Τεκμήριο 4 αντίγραφο εγγράφου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ημερομηνίας 26/05/2014, με το οποίο επιβλήθηκε πρόστιμο στην Εναγόμενη 1. Ως Τεκμήριο 5 την απόφαση του Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ημερομηνίας 15/05/2015 με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο €20.000 στην Εναγόμενη 1. Ως Τεκμήριο 6 έγγραφο που αφορά την Εναγόμενη 2. Ως Τεκμήριο 7 αντίγραφο εντύπου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ημερομηνίας 24/06/2014 που αφορά την Εναγόμενη 2. Ως Τεκμήριο 8 έντυπο που καταγράφει τον σύνδεσμο στον οποίο κατευθύνθηκε η Ενάγουσα από την ιστοσελίδα που καταγράφεται στην παράγραφο 5 της γραπτής της δήλωσης. Ως Τεκμήριο 8 αντίγραφο κατάστασης λογαριασμού της Ενάγουσας στην Τράπεζα του Μόντρεαλ για τους μήνες Μάιο 2014 μέχρι Ιούνιο 2014. Ως Τεκμήριο 9 ηλεκτρονική αλληλογραφία ημερομηνίας 03/06/2014. Ως Τεκμήριο 10 ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ της Ενάγουσας και της οντότητας που ονομάζεται Bank de Binary ημερομηνίας 03/06/2014. Ως Τεκμήριο 11 ηλεκτρονική επικοινωνία ημερομηνίας 03/06/2014, ως Τεκμήριο 12 ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ του Mike Baker ημερομηνίας 16/06/2014 προς άγνωστο πρόσωπο. Ως Τεκμήριο 13 ηλεκτρονική επικοινωνία ημερομηνίας 17/06/2014, μεταξύ της Ενάγουσας και του Μike Baker. Ως Τεκμήριο 14 δέσμη εγγράφων που αφορά ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ του Mike Baker και της Ενάγουσας που ξεκινά από τις 23/07/2014 και συνεχίζει μέχρι τις 17/09/2014. Ως Τεκμήριο 15 επικοινωνία του Mike Baker με τρίτο πρόσωπο και φέρει ημερομηνία 16/06/2014. Ως Τεκμήριο 16 ηλεκτρονική επικοινωνία ημερομηνίας 26/06/2014 μεταξύ του Mike Baker με άγνωστο πρόσωπο. Ως Τεκμήριο 17 αίτηση που αφορά την Ενάγουσα και φέρει ημερομηνία 03/07/2014. Ως Τεκμήριο 18 ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ του Mike Baker και τρίτου προσώπου με ημερομηνία 14/07/2014. Ως Τεκμήριο 19 ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ του Mike Baker και της Ενάγουσας. Ως Τεκμήριο 20 αντίγραφο των καταστάσεων λογαριασμών που αφορούν τον τραπεζικό λογαριασμό της Ενάγουσας. Ως Τεκμήριο 21 ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ της Ενάγουσας και του Μike Baker ημερομηνίας 17/07/2014. Ως Τεκμήριο 22 επικοινωνία μεταξύ μίας οντότητας με την ονομασία cs@bbinary.com προς την Ενάγουσα με ημερομηνία 24/07/2014. Ως Τεκμήριο 23 μια κατάσταση λογαριασμού ημερομηνίας 24/07/2014. Ως Τεκμήριο 24 μια κατάσταση λογαριασμού της Ενάγουσας από την Τράπεζα του Μόντρεαλ. Ως Τεκμήριο 25 ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ της Ενάγουσας και του Mike Baker με ημερομηνία 30/07/2014. Ως Τεκμήριο 26 ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ του Mike Baker και της ηλεκτρονικής διεύθυνσης της Ενάγουσας με ημερομηνία 31/07/2014. Ως Τεκμήριο 27 ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ του Mike Baker και της ηλεκτρονικής διεύθυνσης της Ενάγουσας ημερομηνίας 30/07/2014. Ως Τεκμήριο 28 επικοινωνία μεταξύ του Mike Baker και της ηλεκτρονικής διεύθυνσης της Ενάγουσας που φέρει ημερομηνία 06/08/2014. Ως Τεκμήριο 29 αντίγραφο κατάστασης λογαριασμού της Ενάγουσας στην Τράπεζα του Μόντρεαλ ημερομηνίας 28/07/2014‑27/08/2014. Ως Τεκμήριο 30 κατάσταση λογαριασμού της Ενάγουσας στην Τράπεζα Royal Bank που αφορά τις ημερομηνίες 19/08/2014‑16/09/2014. Ως Tεκμήριο 31 ηλεκτρονική επικοινωνία που φέρει ημερομηνία 04/09/2014 μεταξύ της Μικαέλλας Παπαχαραλάμπους και της ηλεκτρονικής διεύθυνσης της Ενάγουσας. Ως Tεκμήριο 32 αντίγραφο εγγράφου από την Μικαέλλα Παπαχαραλάμπους προς την Ενάγουσα ημερομηνίας 04/09/2014. Ως Τεκμήριο 33 αντίγραφο από ηλεκτρονική σελίδα που αφορά εντοπισμό μίας διεύθυνσης IP. Ως Τεκμήριο 34 ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ της Ενάγουσας και του Danny Goldman. Ως Τεκμήριο 35 αντίγραφο κατάστασης λογαριασμού που αφορά την Ενάγουσα για τις περιόδους 28/09/2014‑27/10/2014. Ως Τεκμήριο 36 αντίγραφο κατάστασης λογαριασμού που αφορά την Ενάγουσα και φέρει ημερομηνία Δεκέμβρη του 2014. Ως Τεκμήριο 37 αντίγραφο εγγράφου υπογεγραμμένο από την Ενάγουσα που φέρει ημερομηνία 03/11/2014. Ως Τεκμήριο 38 αντίγραφο καταστάσεων λογαριασμού της Ενάγουσας για την περίοδο 14/01/2015‑13/02/2015. Ως Τεκμήριο 39 αντίγραφο εγγράφου που φέρει ημερομηνία Ιανουάριος 2015 υπογεγραμμένο από την Ενάγουσα. Ως Τεκμήριο 40 ηλεκτρονική επικοινωνία ημερομηνίας 08/04/2015 μεταξύ της Eναγόμενης 1 με την ηλεκτρονική διεύθυνση της Ενάγουσας. Ως Τεκμήριο 41 ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ της Ενάγουσας και του Support ημερομηνίας 13/04/2015. Ως Τεκμήριο 42 ηλεκτρονική επικοινωνία από "support agent" προς την ηλεκτρονική διεύθυνση της Ενάγουσας ημερομηνίας 06/05/2015. Ως Τεκμήριο 43 αντίγραφο εγγράφου που περιγράφεται ως «Platform trading tracking report bonus account». Ως Τεκμήριο 44 ηλεκτρονική επικοινωνία ημερομηνίας 07/05/2015 από την Ενάγουσα προς το Support. Ως Τεκμήριο 45 ηλεκτρονική επικοινωνία ημερομηνίας 07/05/2015 από το Support προς την Ενάγουσα. Ως Τεκμήριο 46 ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ της Ενάγουσας και του Support ημερομηνίας 11/05/2015. Ως Τεκμήριο 47 ηλεκτρονική επικοινωνία ημερομηνίας 12/05/2015 μεταξύ της Ενάγουσας και του Support. Ως Τεκμήριο 48 ηλεκτρονική επικοινωνία από την Tracey Ludlam προς την Ενάγουσα ημερομηνίας 14/05/2015. Ως Tεκμήριο 49 ηλεκτρονική επικοινωνία ημερομηνίας 18/05/2015 από την Ενάγουσα προς την Tracy Ludlam. Ως Τεκμήριο 50 ηλεκτρονικό μήνυμα από την Ενάγουσα προς την Tracy Ludlam ημερομηνίας 18/05/2015. Ως Τεκμήριο 51 ηλεκτρονική επικοινωνία από την Eναγόμενη 1 προς την Ενάγουσα ημερομηνίας 18/05/2015. Ως Τεκμήριο 52 ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ της Ενάγουσας και της Tracy Ludlam ημερομηνίας 20/05/2015. Ως Τεκμήριο 53 ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ της Ενάγουσας και του Support ημερομηνίας 21/05/2015. Ως Τεκμήριο 54 ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ της Ενάγουσας και της Tracy Ludlam ημερομηνίας 23/05/2015. Ως Τεκμήριο 55 αλληλογραφία μεταξύ των συνήγορων Μιχαήλ και Σία και της Eναγόμενης 1 ημερομηνίας 09/07/2015. Ως Τεκμήριο 56 ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ του Νομικού Τμήματος της Eναγόμενης 1 και του δικηγορικού γραφείου της εταιρείας Μιχαλάκης Κυπριανού ημερομηνίας 27/07/2015. Ως Τεκμήριο 57 αντίγραφο ηλεκτρονικής σελίδας η οποία φαίνεται να ανήκει στην Εναγόμενη. Ως Τεκμήριο 58 δέσμη εγγράφων που απαρτίζεται από 144 σελίδες και τιτλοφορείται «Primetel 5 km corporate 2015 results». Ως Τεκμήριο 59 αντίγραφο της απόφασης Δικαστηρίου της Αμερικής και αντίγραφο απόφασης του Δικαστηρίου της Νεβάδας. Ως Τεκμήριο 60 έγγραφο που ετοίμασε η Ενάγουσα στο οποίο καταγράφει κάποια ποσά σε δολάρια Αμερικής.

 

Αντεξετασθείσα ανέφερε ότι απέκτησε το πτυχίο της λογιστικής το 2006 και εργάζεται ως Ανώτερη Διευθύντρια Λογιστικής από τον Νοέμβριο του 2014 στην εταιρεία Fluor Corporation, η οποία είναι διεθνής. Εκτελεί καθήκοντα λογίστριας στην Καναδική οντότητα της συγκεκριμένης εταιρείας και είναι υπεύθυνη για τις φορολογικές δηλώσεις που καταχωρούνται στον Καναδά, καθώς και για τα εταιρικά λογιστικά βιβλία της καναδικής οντότητας. Υποστήριξε ότι έχει γνώσεις για επενδύσεις αλλά όχι στον τομέα που αφορά τις δυαδικές επιλογές. Εξήγησε ότι η εταιρεία στην οποία εργάζεται χειρίζεται συμβάσεις πολλών εκατομμυρίων δολαρίων για μεγάλες κατασκευές οικοδομής και επικεντρώνεται σε πελάτες από τον τομέα του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και της εξόρυξης μετάλλων. Προώθησε τη θέση ότι όταν άνοιξε τον συγκεκριμένο λογαριασμό, η ίδια ανέμενε πλήρεις επενδυτικές συμβουλές που να είναι βάσιμες. Δεν ανέμενε να κερδίζει τεράστια ποσά, όμως περίμενε ένα θετικό αποτέλεσμα. Ισχυρίστηκε ότι κατέθεσε σε μικρό χρονικό διάστημα, στον συγκεκριμένο λογαριασμό, το ποσό των $182.000 και εισέπραξε μόνο $24.000.

 

Ερωτηθείσα αναφορικά με το Τεκμήριο 2, υποστήριξε ότι αφορά μια ξεκάθαρη διαφήμιση της Εναγόμενης 1 και ότι καταγράφεται σ’ αυτό ότι η Εναγόμενη 1 παρέχει πλήρεις υπηρεσίες επενδυτικών συμβουλών. Η ίδια την είχε δει και είχε διαβάσει για τη νέα μέθοδο διαπραγμάτευσης «binary options», όπου οι πελάτες καλούνταν να αισθάνονται ασφαλείς, να πραγματοποιούν συναλλαγές και να διαπραγματεύονται σε παγκόσμιο βεληνεκές. Ισχυρίστηκε ότι είχε προσεγγιστεί από την Εναγόμενη 1 για να συνεχίσει να επενδύει και να πραγματοποιεί συναλλαγές σύμφωνα με τις συμβουλές που της δίδονταν από εκπρόσωπο της Εναγόμενης 1, ο οποίος της είχε παρουσιαστεί ως ανώτερος μεσάζων, διαπραγματευτής, με εμπειρία πέραν των 14 ετών, εκ των οποίων τα πέντε στην Εναγόμενη 1. Με αναφορά στα Τεκμήρια 10 και 11 ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία αφορούσε την επιμόρφωση αλλά και την παροχή συμβουλών διαπραγμάτευσης από την Banc de Binary. Παραδέχθηκε ότι η διαπραγμάτευση δυαδικών δικαιωμάτων είναι πράγματι μια επένδυση υψηλού κινδύνου, καθώς επίσης και ότι στα συγκεκριμένα έγγραφα καταγράφετο μια συνήθης προειδοποίηση η οποία θα δίδετο από οποιανδήποτε τράπεζα, σε οποιονδήποτε επενδυτή. Κατά τη δική της άποψη ήταν μια τυπική, συνήθης δήλωση, ότι εάν κάποιος προσπαθήσει να επενδύσει μόνος του υπάρχουν σοβαροί κίνδυνοι, όμως η ίδια δεν προσπάθησε να προβεί σε διαπραγμάτευση μόνη της. Αναγνώρισε ότι στο συγκεκριμένο έγγραφο καταγράφεται η διεύθυνση της Εναγόμενης 2 στις Σεϋχέλλες, ήτοι στο ηλεκτρονικό μήνυμα που έλαβε ως καλωσόρισμα. Κατά τη δική της άποψη το Τεκμήριο 11 συνιστά αίτηση συναλλαγών προκειμένου να ξεκινούσε το πρόγραμμα επιμόρφωσης αγορών και αυτό είχε ετοιμαστεί από την Εναγόμενη 1 προκειμένου να της παραχωρούνται υπηρεσίες διαπραγμάτευσης συναλλαγών, τις οποίες στη συνέχεια θα μπορούσε να εκτελεί η ίδια. Παραδέχθηκε, σε ερώτηση που της τέθηκε, ότι η ίδια δεν έλαβε υπ' όψιν της το αρχικό μήνυμα που αφορούσε το ρίσκο στο έντυπο καλωσορίσματος που της διαβιβάστηκε και προώθησε τη θέση ότι εκείνο το μήνυμα βρισκόταν στον φάκελο «Spam» του ηλεκτρονικού υπολογιστή της.

 

Ήταν η δική της θέση ότι η Εναγόμενη 1 συνδέεται με την Εναγόμενη 2 και αυτός ήταν και ο λόγος που τις περιέλαβε και τις δύο στην αξίωση. Εξήγησε ότι η συμφωνία είχε ξεκινήσει με τον Mike Baker, όταν εκείνος την προσέγγισε ως εκπρόσωπος της Εναγόμενης 1 και την κάλεσε να συμμετέχει στην ομάδα συναλλαγών του. Μέχρι εκείνο τον δεδομένο χρόνο η ίδια είχε πρόσβαση μόνο σε μια πλατφόρμα κέλυφος, με συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, στην οποία μπορούσε να πραγματοποιηθεί συναλλαγή με $5 και ενώ βρισκόταν στο σημείο να εγκαταλείψει την πλατφόρμα προσεγγίστηκε από τον Mike Baker ο οποίος της παρέθεσε διάφορα περιουσιακά στοιχεία που θα της ήταν διαθέσιμα, ως μέρος της ομάδας των δικών του συναλλαγών.

 

Όταν της υποδείχθηκε το «risk warning» στο Τεκμήριο 6, το οποίο αφορούσε τα προϊόντα της Εναγόμενης 2, υποστήριξε ότι το έβλεπε για πρώτη φορά, παρά το γεγονός ότι είχε καταθέσει το συγκεκριμένο Τεκμήριο η ίδια. Παραδέχθηκε ότι το συγκεκριμένο έγγραφο έκανε αναφορά στο γεγονός ότι η Εναγόμενη 2 εταιρεία ενεργούσε εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ήταν σίγουρη ότι είχε συμβληθεί με την Εναγόμενη 1 γιατί η αρχική πλατφόρμα, στην οποία εγγράφηκε, έκανε αναφορά στην άδεια της ΕΚΚ. Υποστήριξε ότι αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη αναφορά η ίδια δεν θα μπορούσε ποτέ να βρει την άδεια που είχε εκδοθεί από την ΕΚΚ, η οποία κατέγραφε την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών με χώρες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στον συγκεκριμένο κατάλογο χωρών αναφερόταν ο Καναδάς, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Αυστραλία. Όταν της ζητήθηκε να εντοπίσει τη συγκεκριμένη αναφορά στο Τεκμήριο 2, δεν μπορούσε να το πράξει και προώθησε τη θέση ότι η συγκεκριμένη άδεια είχε τροποποιηθεί μετά από διαδικασία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όταν της υποβλήθηκε ότι σε όλα τα ηλεκτρονικά μηνύματα που είχε καταθέσει ως Τεκμήρια και αφορούσαν την κατ' ισχυρισμό επικοινωνία της με τον Mike Baker, το email που χρησιμοποιείτο δεν πρόκυπτε από το domain name το οποίο η Εναγόμενη 1 δικαιούτο να παρέχει υπηρεσίες, η ίδια είχε την άποψη ότι η επικοινωνία γινόταν από το @bbinary.com που είναι η ίδια η διεύθυνση του email που χρησιμοποιείται από το Νομικό Τμήμα της Εναγόμενης 1. Ισχυρίστηκε ότι μέσω αυτής της διεύθυνσης υποβάλλονταν και οι εκθέσεις της στην ΕΚΚ. Συμφώνησε ότι ήταν το ίδιο domain που χρησιμοποιούσε η Tracey Ludlam. Εξήγησε ότι στη βάση της δικής της εμπειρίας οι εταιρείες χρησιμοποιούν εξωτερικούς συμβούλους, ιδιαίτερα για νομικές συμβουλές, όμως ποτέ δεν θα επιτρεπόταν σε έναν εξωτερικό σύμβουλο να έχει πρόσβαση σε ένα εσωτερικό εταιρικό domain email για να διαβιβάζει ηλεκτρονική επικοινωνία αφού αυτό θα συνιστούσε άμεση παραβίαση των συμφωνιών εμπιστευτικότητας τις οποίες παρέχουν οι εταιρείες στους πελάτες τους.

 

Ερωτηθείσα παραδέχθηκε ότι η ίδια από μόνη της είχε επισκεφθεί την διεύθυνση eu.bancdebinary και προώθησε τη θέση ότι δεν μπήκε ποτέ απευθείας στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο της Εναγόμενης 2, ότι είχε κάνει αρχικά εγγραφή στο eu.bancdebinary.com και μόλις συμπλήρωσε την εισαγωγική οθόνη, ακολούθως οδηγήθηκε στη δεύτερη οθόνη όπου είχε καταχωρίσει τα στοιχεία της πιστωτικής της κάρτας. Με την καταγραφή των στοιχείων της πιστωτικής της κάρτας, άνοιξε μια άλλη σελίδα στην οποία ανεγράφετο «Banc de Binary Ltd» και από εκείνο το σημείο το είχε καταχωρίσει στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή και πλέον έμπαινε απευθείας. Αρνήθηκε ότι είχε επισκεφθεί την ιστοσελίδα της Εναγόμενης 2 γιατί δεν υπήρχε λόγος η Εναγόμενη 2 να κάνει αναφορά στην ιστοσελίδα της σε άδεια από την ΕΚΚ. Επιπρόσθετα, ήταν η θέση της ότι δεν θα εγγραφόταν σε μια ιστοσελίδα εάν δεν μελετούσε προηγουμένως τη νομιμότητά της. Κατά τον χρόνο που είχε εγγραφεί, είχε ήδη ψάξει και είχε προβεί σε έρευνα στην ιστοσελίδα της ΕΚΚ. Ισχυρίστηκε ότι οι πληροφορίες αναφορικά με την πλατφόρμα δεν είχαν αλλάξει από τον χρόνο που είχε εγγραφεί η ίδια μέχρι τη στιγμή που ανακλήθηκε η άδεια της Εναγόμενης 1.

 

Όταν της υποβλήθηκε ότι στο Τεκμήριο 17 δεν αναφερόταν καμιά από τις τρείς διευθύνσεις της ιστοσελίδας που αντιστοιχεί στην εξουσιοδοτημένη ιστοσελίδα της Εναγόμενης 1, υποστήριξε ότι το πρώτο έγγραφο που παρέλαβε, την μέρα της εγγραφής της, κατέγραφε τις διευθύνσεις «eu.bancdebinary» και «bancdebinary» και οι δύο συγκεκριμένες διευθύνσεις συνδέονται με την συμφωνία αδειοδότησης που υπήρχε. Όσον αφορά το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 14 και 34 αρνήθηκε την υποβολή ότι είχαν τύχει επεξεργασίας και προώθησε τη θέση ότι στο SKYPE υπάρχουν ρυθμίσεις για να διατηρηθούν όλες οι επικοινωνίες, αλλά για να τις εξάγεις από το σύστημα πρέπει να θέσεις σε λειτουργία μια εφαρμογή. Υποστήριξε ότι τα αρχεία είναι τεράστια και τα γράμματα πολύ μικρά οπόταν είναι δύσκολο να τα διαβάσει κανείς. Με αναφορά στο Τεκμήριο 35 υπέδειξε ότι συνιστά λογαριασμό της βίζας από τον οποίο φαίνεται ξεκάθαρα ότι τα χρήματα καταβλήθηκαν απευθείας σε κυπριακό λογαριασμό. Επιπρόσθετα υποστήριξε ότι οι αρχικές αποδείξεις που είχε παραλάβει για τα $250, εκδόθηκαν από την @bancdebinary, ενώ στη συνέχεια δεν είχε παραλάβει οποιεσδήποτε αποδείξεις. Ήταν η θέση της ότι οι πληρωμές στις οποίες είχε προβεί είχαν διενεργηθεί από καναδικές τράπεζες, οι οποίες μπορούσαν να επιβεβαιώσουν ότι αποδέσμευσαν τα χρήματα προς την Κύπρο.

 

Παραδέχθηκε ότι είχαν γίνει δύο αναλήψεις από τον λογαριασμό συναλλαγών, οι οποίες είχαν πιστωθεί στην πιστωτική της κάρτα. Όταν της ζητήθηκε να τις εντοπίσει υποστήριξε ότι οι συγκεκριμένοι λογαριασμοί της πιστωτικής κάρτας δεν είχαν κατατεθεί. Σε σχέση με τα Τεκμήρια 58 και 59, τις αποφάσεις των Δικαστηρίων στις ΗΠΑ, ήταν η δική της θέση ότι συνιστούν δικαστικά έγγραφα στα οποία καταγράφηκε συγκεκριμένος διακανονισμός. Προώθησε τη θέση ότι οι Εναγόμενες 1 και 2 παραδέχθηκαν την στενή σχέση ή και σύνδεσή τους στο Δικαστήριο των ΗΠΑ και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να θεωρήσει κάποιος ότι είναι ξεχωριστές οντότητες.

 

Δεύτερος έδωσε μαρτυρία ο Κωνσταντίνος Αντωνιάδης, Μ.Ε.2, ο οποίος παρέθεσε τις θέσεις του σε γραπτό κείμενο, το οποίο σημειώθηκε ως Έγγραφο 2. Στην γραπτή του δήλωση κατέγραψε ότι είναι κάτοχος πτυχίου στην Πληροφορική, BSc in Computer Science, καθώς και MBA. Αρχικά είχε εργαστεί στο Τμήμα Πληροφορικής της εταιρείας GAP Vassilopoulos Group μέχρι το 2017 και έκτοτε εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο Μιχαλάκης Κυπριανού ως υπεύθυνος του Τμήματος Τεχνολογίας και Πληροφορικής. Κατέχει εξειδικευμένες γνώσεις σε σχέση με τον τομέα της τεχνολογίας και της πληροφορικής, τις οποίες εφαρμόζει καθημερινά. Του ζητήθηκε, από τους δικηγόρους που χειρίζονται την υπόθεση, όπως πραγματοποιήσει εξειδικευμένη έρευνα σε σχέση με αριθμό ηλεκτρονικών μηνυμάτων, εκτυπώσεων, τα οποία έχουν κατατεθεί ως Τεκμήρια στην υπόθεση. Διαπίστωσε ότι όλα τα ηλεκτρονικά μηνύματα περιέχουν πληροφορίες οι οποίες δεν είναι εμφανείς σε έναν απλό χρήστη αφού δεν φαίνονται ούτε στον τίτλο, ούτε στα πεδία αποστολέα και παραλήπτη, αλλά ούτε και στο περιεχόμενο του μηνύματος. Εξάγονται με εξειδικευμένο τρόπο. Συγκεκριμένα, στο πρόγραμμα «Microsoft Outlook» πατώντας το πεδίο φάκελος, στο πάνω αριστερά μέρος της οθόνης, αφού ανοίξει νέο παράθυρο γίνεται η επιλογή του πεδίου ιδιότητες (properties). Οι πληροφορίες του ηλεκτρονικού μηνύματος περιλαμβάνουν και τη διεύθυνση IP από την οποία προήλθε το μήνυμα και γνωρίζοντας τη διεύθυνση IP μπορεί να προσδιοριστεί και η χώρα από την οποία προήλθε το μήνυμα. Η διεύθυνση IP (IP address) είναι ο μοναδικός αριθμός που λαμβάνει μία συσκευή όταν συνδέεται με το διαδίκτυο και εξαρτάται από το δίκτυο με το οποίο είναι συνδεδεμένη. Χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες βάσεις δεδομένων που είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο μπορεί να αναγνωριστεί η χώρα μιας διεύθυνσης IP. Επίσης, ολόκληρη η ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα μπορεί να παρουσιαστεί πατώντας πάνω στο όνομα που εμφανίζεται στο πεδίο του αποστολέα. Ο ίδιος πραγματοποίησε τα διαβήματα που περιγράφει, σε σχέση με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 31. Σύμφωνα με το αποτέλεσμα της έρευνας του, την οποία διεξήγαγε στις 05/02/2024, η χώρα προέλευσης των μηνυμάτων που συνιστούν το Τεκμήριο 31, είναι η Κύπρος. Όσον αφορά τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά μηνύματα, Τεκμήρια 13, 21, 25, 41, 44, 46, 47, 49, 50, 52, 53, 54 και 56, διαφάνηκε ότι η χώρα προέλευσης τους ήταν η Κύπρος, το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

 

Αντεξετασθείς παραδέχθηκε ότι εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Ενάγουσα, ότι ο ίδιος εξέτασε τα αρχεία των μηνυμάτων που βρίσκονταν στον διακομιστή του δικηγορικού γραφείου στο οποίο εργάζεται και συνιστούσαν τα πρωτότυπα αρχεία της Ενάγουσας. Υποστήριξε ότι το Τεκμήριο 33 καταγράφει το «IP address» και η Ενάγουσα θα μπορούσε να προβεί στη διεργασία που προέβη ο ίδιος όμως δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Ερωτηθείς παραδέχθηκε ότι μπορεί κάποιος με μία έρευνα στο Google να ακολουθήσει τα βήματα που είχε ακολουθήσει ο ίδιος, για να εντοπίσει τη χώρα από την οποία προέρχεται το ΙP address. Παραδέχθηκε ότι δεν είναι θέμα εξειδικευμένης γνώσης ο εντοπισμός της χώρας του ΙP address, όμως για ένα απλό χρήστη δεν είναι τόσο απλό. Από το αρχείο της Ενάγουσας φαίνεται ότι η ίδια είχε ακολουθήσει τη διαδικασία για να εντοπίσει από πού προέρχονταν. Εξήγησε όμως ότι χωρίς κάποιος να έχει γνώσεις, δεν μπορεί να προβεί στη συγκεκριμένη έρευνα και να εντοπίσει το IP address.

 

Ερωτηθείς ανέφερε ότι είναι γνώστης της τεχνολογίας VPN, Virtual Private Network. Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει τι είναι η συγκεκριμένη τεχνολογία, ανέφερε ότι το VPN χρησιμοποιείται όταν κάποιος χρήστης επιζητεί να ενωθεί σε εικονικό δίκτυο για να πλοηγηθεί ή να κάνει κάποιες εργασίες στο ίντερνετ αποκρύβοντας την πραγματική του ταυτότητα και το πραγματικό του IP address. Ο χρήστης μπορεί να ενωθεί όπου θέλει διαλέγοντας την τοποθεσία που επιθυμεί. Εξήγησε ότι αν ο χρήστης χρησιμοποιεί VPN τότε θα προσδιοριστεί η χώρα που στάλθηκε το ηλεκτρονικό μήνυμα χρησιμοποιώντας το VPN. Παραδέχθηκε ότι υπήρχε πιθανότητα συγκεκριμένα e-mail να στάλθηκαν από κάποιο VPN με κυπριακή διεύθυνση. Αποδέχθηκε τη θέση ότι ο γεωγραφικός προσδιορισμός του αποστολέα δεν μπορεί καθορισθεί, ήτοι να είναι κάποιος εκατό τοις εκατό σίγουρος, αφού δεν μπορείς να γνωρίζεις κατά πόσο χρησιμοποιήθηκε VPN. Ανέφερε ότι ο ίδιος είναι γνώστης της τεχνολογίας «exchange mail server» και εξήγησε ότι είναι διακομιστής ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της εταιρείας Microsoft, ο οποίος χρησιμεύει για να αποστέλλονται ηλεκτρονικά μηνύματα. Ερωτηθείς κατά πόσο η Εναγόμενη 1 χρησιμοποιούσε είτε το Microsoft Office 365 είτε το Microsoft Exchange e - mail Server, ισχυρίστηκε ότι εάν χρησιμοποιούσε το exchange e mail server, το οποίο συνήθως χρησιμοποιείται σε εταιρικά περιβάλλοντα, θα φαινόταν το εσωτερικό IP και όχι το internet IP. Παραδέχθηκε ότι αν στείλει κάποιος ηλεκτρονικό μήνυμα με τη χρήση του VPN, δεν θα αποκαλυφθεί η χώρα από την οποία στάλθηκε, αλλά η χώρα του VPN.

 

Μαρτυρία δόθηκε και από την Έλενα Μιχαηλίδου, Μ.Ε.3, Επικεφαλής του Νομικού Τμήματος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου. Εξήγησε ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου επόπτευε την Εναγόμενη 1 καθ' όλη τη διάρκεια κατά την οποία κατείχε άδεια λειτουργίας ΚΕΠΕΥ, έτσι ώστε να ελέγχει τη συμμόρφωση της με τις διατάξεις της κυπριακής νομοθεσίας. Ανέφερε ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τηρεί και έγγραφα τα οποία αφορούν την ίδια τη λειτουργία της Εναγόμενης 1. Κατέθεσε, ως Τεκμήριο 61, έγγραφο της Κεφαλαιαγοράς που αφορά την Εναγόμενη 1. Εξήγησε ότι ο αριθμός 188/13 είναι ο αριθμός αδειοδότησης της Εναγόμενης 1, ήτοι της άδειας λειτουργίας της ως εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και ΚΕΠΕΥ. Είχε στην κατοχή της την αίτηση που υπέβαλε η Εναγόμενη 1 στην ΕΚΚ σε σχέση με την παραχώρηση άδειας, καθώς και την επιστολή που της απέστειλε η Επιτροπή με την οποία της γνωστοποίησε ότι η άδεια της είχε εγκριθεί υπό κάποιους όρους. Κατέθεσε τη συγκεκριμένη δέσμη εγγράφων ως Τεκμήριο 62. Υποστήριξε ότι είχαν γίνει τροποποιήσεις στην αρχική άδεια που παραχωρήθηκε στην Εναγόμενη 1 από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Εξήγησε ότι αρχικά η Εναγόμενη 1 είχε λάβει άδεια για να παρέχει τέσσερεις (4) επενδυτικές υπηρεσίες και τρείς (3) παρεπόμενες υπηρεσίες. Λόγω ενημέρωσης από την Εναγόμενη 1 ότι σταμάτησε τη διαχείριση χαρτοφυλακίων, η άδεια τροποποιήθηκε. Ακολούθως, η Εναγόμενη 1 υπέβαλε αίτηση για επέκταση της άδειας της στον τομέα της έρευνας, των επενδύσεων και της χρηματοοικονομικής ανάλυσης. Το αίτημα της εγκρίθηκε και της διαβιβάστηκε τροποποιημένη άδεια. Στη συνέχεια η Εναγόμενη 1 ενημέρωσε την Επιτροπή ότι η άδεια της, σε σχέση με την επενδυτική υπηρεσία παροχής επενδυτικών συμβουλών, είχε παύσει να ισχύει και της διαβιβάστηκε από την Επιτροπή τροποποιημένη άδεια. Κατατέθηκαν τα συγκεκριμένα έγγραφα ως δέσμη εγγράφων Τεκμήριο 63.

 

Ερωτηθείσα ανέφερε ότι το όνομα της Ενάγουσας της ήταν γνωστό γιατί είχε υποβάλει, μέσω των δικηγόρων της, παράπονο στην ΕΚΚ. Ισχυρίστηκε ότι για τα έτη 2014 ‑ 2016 είχαν επιβληθεί πρόστιμα στην Εναγόμενη 1 από την ΕΚΚ. Αναγνώρισε στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4, την ανακοίνωση της Επιτροπής που αφορούσε την απόφαση της ημερομηνίας 07/04/2014. Εξήγησε ότι με επιστολή της ημερομηνίας 06/05/2014, η ΕΚΚ κοινοποίησε στην Εναγόμενη 1 την απόφαση της ημερομηνίας 07/04/2014, για την επιβολή διοικητικού προστίμου ύψους €10.000 και τους λόγους για τους οποίους επιβλήθηκε το πρόστιμο, οι οποίοι αφορούσαν στο ότι η εταιρεία δεν αποκάλυψε στενό σύνδεσμο που είχε με άλλη εταιρεία στην ΕΚΚ, όταν υπέβαλε την αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας. Κατατέθηκε δέσμη εγγράφων που αφορούσαν τους ισχυρισμούς της, ως Τεκμήριο 64.

 

Όταν της υποδείχθηκε το Τεκμήριο 5, υποστήριξε ότι αφορούσε ανακοίνωση για την απόφαση της ΕΚΚ ημερομηνίας 30/3/2015, για την επιβολή διοικητικού προστίμου στην εταιρεία. Είχε στην κατοχή της τις γραπτές παραστάσεις που είχε υποβάλει η Εναγόμενη 1, για να ληφθούν υπόψη από την ΕΚΚ, πριν τη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης. Κατά τη συνεδρία της η Επιτροπή είχε καταλήξει ότι η Εναγόμενη 1 δεν συμμορφωνόταν με το άρθρο 69 του Ν.144(1)/07 γιατί παρείχε άλλες εργασίες, οι οποίες ήταν πέραν των υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που καταγράφονταν στην άδεια λειτουργίας της. Συγκεκριμένα, παρείχε υπηρεσίες διευκόλυνσης διακανονισμού και εκκαθάρισης των συναλλαγών, πληρωμών της Εναγόμενης 2. Κατέθεσε δέσμη εγγράφων που αφορούσε τη συγκεκριμένη απόφαση ως Τεκμήριο 65. Εξήγησε ότι έναυσμα για έρευνα εκ μέρους της Επιτροπής, για να διαπιστώσει τους δεσμούς μεταξύ της Εναγόμενης 1 και της Εναγόμενης 2, ήταν μία συνάντηση που διενεργήθηκε μεταξύ της Επιτροπής και παραγόντων της Εναγόμενης 1, στην οποία παρευρέθηκε και το εκτελεστικό συμβούλιο της Εναγόμενης 1, κατά την οποία αναφέρθηκε ότι η Εναγόμενη 1 παρείχε τραπεζικές υπηρεσίες στην Εναγόμενη 2. Η Επιτροπή ζήτησε να δει τη συμφωνία που αφορούσε τη σχέση μεταξύ της Εναγόμενης 1 με την Εναγόμενη 2 και ζητήθηκε, από τον εσωτερικό ελεγκτή της Εναγόμενης 1, όπως ετοιμάσει έκθεση σε σχέση με τον τρόπο που εκκαθαρίζονταν οι πληρωμές από την Εναγόμενη 1. Κατατέθηκε η έκθεση του εσωτερικού ελεγκτή της Εναγόμενης 1 ημερομηνίας 20/02/2014 και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 66. Υποστήριξε ότι υπήρχε ακόμα μία απόφαση της ΕΚΚ που λήφθηκε στις 06/07/2015 και ανακοινώθηκε στις 03/08/2015, για επιβολή διοικητικού προστίμου στην Εναγόμενη 1 για θέματα που αφορούσαν τον περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο. Επιβλήθηκε στην Εναγόμενη 1 συνολικό πρόστιμο ύψους €125.000. Είχε διαπιστωθεί από την ΕΚΚ ότι η Εναγόμενη 1 δεν είχε γνωστοποιήσει την πρόθεση της να παρέχει ελεύθερα επενδυτικές υπηρεσίες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατατέθηκε η ανακοίνωση της Επιτροπής με ημερομηνία 04/02/2015, ως Τεκμήριο 67. Είχε επιβληθεί και διοικητική κύρωση στην Εναγόμενη 1 στις 27/10/2014 και κοινοποιήθηκε, η συγκεκριμένη απόφαση, με επιστολή της Επιτροπής ημερομηνίας 28/01/2015. Κατατέθηκε η επιστολή ως Τεκμήριο 68. Το 2016 επήλθε συμβιβασμός της ΕΚΚ με την Εναγόμενη 1, για παραβιάσεις του Ν.144(1)/07 καθώς και ενδεχόμενες παραβιάσεις και εκδόθηκε σχετική απόφαση στις 18/01/2016. Κατατέθηκε η συγκεκριμένη απόφαση ως Τεκμήριο 69. Εξήγησε ότι μέσα στα πλαίσια συμβιβασμού είχαν γίνει διάφορες διαβουλεύσεις με την Εναγόμενη 1, από τις οποίες κάποιες ήταν προφορικές και κάποιες γραπτές. Η ΕΚΚ είχε προβεί σε υποδείξεις προς την Εναγόμενη 1, για να επανεξετάσει κάποια θέματα τα οποία είχαν εντοπιστεί ως ενδεχόμενες παραβιάσεις ή ενδεχόμενες αδυναμίες στη λειτουργία της. Ερωτηθείς ανέφερε ότι οι διαβουλεύσεις αυτές αποτυπώνονται σε πρακτικά συνεδριάσεων της Επιτροπής και υπάρχει και πρακτικό στο οποίο προκύπτει η κλήση σε παραστάσεις της Εναγόμενης 1 εταιρείας. Κατέθεσε, ως Τεκμήριο 70, απόσπασμα των πρακτικών ημερομηνίας 24/08/2015.

 

Αντεξεταζόμενη ισχυρίστηκε ότι δεν είχε τεθεί σε οποιονδήποτε στάδιο, είτε της διερεύνησης είτε κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων σε σχέση με τα διάφορα θέματα που απασχολούσαν αναφορικά με την Εναγόμενη 1, το ενδεχόμενο να αποστερηθεί της άδειας της.

 

Για την Υπεράσπιση μαρτυρία δόθηκε από τον Harel Adam Sekler του οποίου η μαρτυρία καταγράφηκε σε γραπτή δήλωση και σημειώθηκε ως Έγγραφο 3 στη διαδικασία. Στην γραπτή του δήλωση καταγράφονται τα ακόλουθα: Ότι ο ίδιος έχει εξουσιοδοτηθεί από τον τελικό δικαιούχο της Εναγόμενης Εταιρείας 1 να δώσει εκ μέρους του μαρτυρία γιατί ο ίδιος δεν μπορεί να ταξιδέψει στην Κύπρο για να δώσει προσωπικά μαρτυρία λόγω προβλημάτων υγείας που προκύπτουν από την ηλικία του. Καταγράφει ότι τον συνδέει στενή φιλία με τον υιό του τελικού δικαιούχου για περισσότερο από δύο δεκαετίες. Η γνώση του σε σχέση με τα γεγονότα προκύπτει από την μελέτη του περιεχομένου των φακέλων που αφορούν τα γεγονότα της υπόθεσης, τα οποία διατηρούνται στους δικηγόρους της Εναγόμενης 1. Προωθεί τη θέση ότι η Εναγόμενη 1 δεν έχει στην κατοχή της έγγραφα σε σχέση με την υπόθεση γιατί καταστράφηκαν οι διακομιστές στους οποίους φυλάγονταν οι πληροφορίες από πλημμύρες το 2019. Πολλά από τα έγγραφα που αφορούν την υπόθεση, περιήλθαν στην κατοχή της Εναγόμενης 1 όταν δόθηκε μαρτυρία από την Ενάγουσα και κλήθηκε η μάρτυρας από την ΕΚΚ. Η Εναγόμενη 1 εγγράφηκε ως εταιρεία στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 22/03/2012 και τον Ιανουάριο του 2013 της είχε παραχωρηθεί άδεια με αριθμό 183/2013 από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου έτσι ώστε να διαχειρίζεται δυαδικές (binary) επιλογές εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η εταιρεία έγινε η πρώτη ελεγχόμενη εταιρεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση που να ασχολείται με τέτοιου είδους εργασίες. Η εταιρεία έλαβε επιβεβαίωση, μέσω του MiFID, από διάφορες ευρωπαϊκές αγορές και λειτουργούσε σύμφωνα με την άδεια που της είχε εκδοθεί από την ΕΚΚ. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της αναγνωρίστηκε ως πρωτοπόρα στις υπηρεσίες που παρείχε και είχε χιλιάδες πελάτες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Λόγω του ότι βρισκόταν υπό τον έλεγχο της ΕΚΚ, έπρεπε να συμμορφώνεται με πολύ αυστηρούς κανόνες, οι οποίοι εφαρμόζονταν τη δεδομένη εποχή και οι οποίοι σκοπούσαν στο να διασφαλίσουν ότι οι πελάτες αντιμετωπίζονταν δίκαια και με πλήρη διαφάνεια. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, η εταιρεία δημιούργησε διαδικασίες που κατέγραφαν όλα τα διαβήματα που ήταν απαραίτητα για να διαβεβαιώνεται ο πελάτης για την ασφάλεια της επένδυσής του. Η Εναγόμενη 1 διενεργούσε έλεγχο ταυτότητας, δέουσας επιμέλειας, ενώ λάμβανε και σημαντική πληροφόρηση που αφορούσε τον ίδιο τον πελάτη όπως προσωπικές λεπτομέρειες, οικονομικές λεπτομέρειες και σχετικά έγγραφα. Στο πλαίσιο του στόχου της εταιρείας να εξοικειώσει τους πελάτες της με τον τομέα των δυαδικών επιλογών, η εταιρεία τους παρείχε εκπαιδευτικό υλικό, δοκιμαστικούς λογαριασμούς, καθώς και ανάλυση επενδύσεων και άλλες πληροφορίες.

 

Κατέγραψε ότι είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ της ονομασίας Banc de Binary και των νομικών οντοτήτων που έλαβαν άδεια για χρήση της συγκεκριμένης επωνυμίας με συγκεκριμένους γεωγραφικούς περιορισμούς. Ο ιδιοκτήτης της εταιρείας Banc de Binary είναι μια τρίτη εταιρεία, με την ονομασία ET Binary Options Ltd, η οποία εδρεύει στο Ισραήλ. Η Ισραηλινή εταιρεία κατέχει νόμιμα την επωνυμία από το 2008 καθώς και όλα τα πνευματικά δικαιώματα που σχετίζονται με την συγκεκριμένη ονομασία. Η Εναγόμενη 1 συνήψε συμφωνία με την Ισραηλινή εταιρεία παροχής υπηρεσιών από την 01/06/2012 και έλαβε άδεια για τη χρήση της επωνυμίας αποκλειστικά εντός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις 15/03/2013 υπογράφτηκε συμφωνία μεταξύ της Εναγόμενης 1 και της Εναγόμενης 2 η οποία επιβεβαίωσε την αδειοδότηση της επωνυμίας στην Εναγόμενη 2 εκτός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμφωνία συνιστά μέρος του Τεκμηρίου 66 που κατατέθηκε από την Ενάγουσα. Η Εναγόμενη 1 λειτουργούσε μόνο μέσω της ρυθμιζόμενης ιστοσελίδας https://eu.bancdebinary.com/. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούσε και η Εναγόμενη 2 εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την άδεια χρήσης που της είχε παραχωρηθεί και μέσω του ιστότοπου https://bancdebinary.com/. Οι πελάτες από χώρες μη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορούσαν να εγγραφούν μέσω της ρυθμιζόμενης πλατφόρμας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δια μέσου της Εναγόμενης 1, λόγω ενσωματωμένων τεχνολογικών φραγμών της πληροφορικής. Συνακόλουθα, η Ενάγουσα που είναι Καναδή υπήκοος, όταν επέλεξε να επενδύσει μέσω της Banc de Binary, παραπέμφθηκε αυτόματα στην ιστοσελίδα της Εναγόμενης 2, από την οποία η ταυτότητα του νομικού προσώπου που της παρείχε τις συγκεκριμένες υπηρεσίες καθίστατο εμφανής. Δεν θα μπορούσε να εγγραφεί μέσω της πλατφόρμας της Εναγόμενης 1 και δεν θα μπορούσε να συνάψει επαγγελματική σχέση μαζί της και ως εκ τούτου η Εναγόμενη 1 δεν σχετίζεται με τη συγκεκριμένη αγωγή. Το γεγονός αυτό επεξηγήθηκε στην Ενάγουσα με επιστολή που διαβιβάστηκε στους δικηγόρους της Εναγόμενης 1 ημερομηνίας 16/07/2015 και συνιστά το Τεκμήριο 56. Η Εναγόμενη 1 και η Εναγόμενη 2 ήταν δύο ξεχωριστές νομικές οντότητες χωρίς την οποιαδήποτε σύνδεση μεταξύ τους. Υπήρξε σε κάποιο χρονικό σημείο κοινή ιδιοκτησία των Εναγόμενων 1 και 2, αλλά τερματίστηκε στις 08/08/2013 και οι μετοχές της Εναγόμενης 2 πωλήθηκαν σε τρίτο πρόσωπο. Επομένως, κατά τον χρόνο που η Ενάγουσα ήταν πελάτης της Εναγόμενης 2, δεν υπήρχε οποιαδήποτε νομική σχέση μεταξύ των δύο Εναγόμενων. Όσον αφορά τη θέση ότι η Εναγόμενη 1 παρείχε υπηρεσίες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προκύπτει από την έρευνα που έγινε από την ΕΚΚ η οποία οδήγησε στην απόφαση ημερομηνίας 27/10/2014 και ανακοινώθηκε στις 04/02/2015, Τεκμήρια 67 και 68, αυτή αφορά την περίοδο ως τα μέσα του 2013 και προέκυψε από τεχνικό πρόβλημα στα συστήματα της εταιρείας. Το πρόβλημα επιλύθηκε και αυτό διαφαίνεται και από την επόμενη έρευνα της ΕΚΚ, η οποία οδήγησε στην απόφαση ημερομηνίας 30/03/2015 όπου ανακοινώθηκε στις 13/05/2015, Τεκμήριο 65. Η συγκεκριμένη περίοδος προηγείται των καταγγελιών της Ενάγουσας και αφορά μόνο πελάτες στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και όχι στον Καναδά. Τον Ιανουάριο του 2019 η Εναγόμενη 1, εθελοντικά, ακύρωσε την άδειά της ως ΚΕΠΕΥ και αυτό οδήγησε σε μια διαδικασία αυξημένων ελέγχων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου έτσι ώστε να βεβαιωθεί ότι είχαν εκπληρωθεί όλες οι νομικές και ρυθμιστικές υποχρεώσεις της και ότι δεν υπήρχαν εκκρεμότητες, Τεκμήριο 3. Έκτοτε, παραμένει αδρανής, χωρίς προσωπικό, εκτός από τους υποχρεωτικούς αξιωματούχους που απαιτούνται από τον Νόμο.

 

Αντεξετασθείς παραδέχθηκε ότι δεν είχε οποιαδήποτε προσωπική εμπλοκή με τα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση. Εξήγησε ότι η δική του μαρτυρία προέκυψε και από τα έγγραφα που είχαν παρουσιαστεί στη διαδικασία από την Ενάγουσα και ότι ο ίδιος είχε διαβάσει όλα τα Τεκμήρια που κατατέθηκαν στη διαδικασία. Όταν του υποβλήθηκε ότι ο κύριος Mohad Jori είχε διατελέσει επικεφαλής νομικός σύμβουλος και διευθύνων σύμβουλος της Εναγόμενης 1 το 2015, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι δεν είχε τέτοια γνώση. Ερωτηθείς για τα έγγραφα τα οποία, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, καταστράφηκαν λόγω καταστροφής των διακομιστών της εταιρείας, προώθησε τη θέση ότι τεκμαίρεται ότι όταν τα έγγραφα βρίσκονται σε διακομιστή είναι ασφαλή και τα συγκεκριμένα βρίσκονταν πάνω σε διακομιστές. Δεν γνώριζε όμως κατά πόσον κρατούνταν αρχεία ασφαλείας. Όταν του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 61, το οποίο αντικατόπτριζε τις χώρες που η Εναγόμενη 1 παρείχε τις υπηρεσίες της στις 30/05/2015, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι δεν συμπεριλαμβάνετο ο Καναδάς και προώθησε περαιτέρω τη θέση ότι, επειδή το συγκεκριμένο Τεκμήριο κατέγραφε και χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτό δεν σήμαινε ότι παρέχονταν υπηρεσίες σε αυτές τις χώρες. Υποστήριξε ότι το συγκεκριμένο Τεκμήριο κατέγραφε μια λίστα από χώρες που δεν παρασχέθηκαν υπηρεσίες παρά χώρες που παρασχέθηκαν, αφού συμπεριλάμβανε το Αφγανιστάν και τον Καναδά. Προώθησε εμφαντικά τη θέση ότι λόγω του ότι η Εναγόμενη 1 ήταν εποπτευόμενη, αυτό συνεπάγετο και συμμόρφωση.

 

Ερωτηθείς ανέφερε ότι η Εναγόμενη 1 διατηρούσε γραφείο στην Κύπρο και εργοδοτούσε 60 υπαλλήλους. Επέμεινε στη θέση του ότι ο ιδιοκτήτης της επωνυμίας είναι ισραηλινή εταιρεία και ήταν αυτή που αδειοδότησε την κυπριακή εταιρεία Εναγόμενη 1 να χρησιμοποιεί την επωνυμία της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Εναγόμενη 1 δεν είχε κανένα δικαίωμα να χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη επωνυμία εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ερωτηθείς δεν μπορούσε να θυμηθεί κατά πόσον υπήρχε οποιοδήποτε εύρημα της ΕΚΚ σε σχέση με το κατά πόσον υπήρχαν στενοί δεσμοί μεταξύ των Εναγόμενων 1 και 2. Αυτό που μπορούσε να θυμηθεί ήταν ότι για κάποιο περιορισμένο χρονικό διάστημα υπήρχε μια κοινή ιδιοκτησία των Εναγόμενων 1 και 2, ήτοι τον Ιούνιο του 2013, η οποία σχέση τερματίστηκε στις 08/08/2013 που η Εναγόμενη 2 πωλήθηκε σε τρίτη οντότητα. Ο ίδιος δεν μπορούσε να τοποθετηθεί στη θέση ότι η Εναγόμενη 1 είχε οργανώσει τις εργασίες της με τέτοιο τρόπο που να παρέχει και υπηρεσίες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την φαινομενική κάλυψη της Εναγόμενης 2.

 

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας και οι δύο πλευρές προώθησαν τις θέσεις τους διαβιβάζοντας εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Ενάγουσας εισηγήθηκε ότι οι απώλειες της Ενάγουσας προέκυψαν από την σωρεία των ψευδών αναφορών και παραστάσεων που έγιναν προς αυτήν από το προσωπικό της Εναγόμενης 1, οι οποίες, ως εισηγείται, προκύπτουν από τα έντυπα ηλεκτρονικής επικοινωνίας που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια. Υποστηρίζει ότι η Ενάγουσα είχε συμβατική σχέση με την Εναγόμενη 1 και λόγω της σύνδεσης των δύο εταιρειών η Εναγόμενη 2 θα πρέπει να θεωρηθεί συνυπεύθυνη.

 

Η πλευρά της Εναγόμενης 1, μέσω των δικηγόρων της, κατέγραψε ότι η Ενάγουσα απέτυχε, μέσα από τη μαρτυρία της, να αποδείξει τα συστατικά του δόλου, της απάτης και της συνομωσίας προς εξαπάτηση, της ψυχολογικής πίεσης, αλλά και της έγκυρης σύμβασης.

 

Το Δικαστήριο έχει σημειώσει με πολλή προσοχή τις αναφορές, τις τοποθετήσεις, τα επιχειρήματα και εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων για τα ζητήματα που εγείρονται στα πλαίσια της παρούσας. Ειδικότερη αναφορά στις εισηγήσεις τους γίνεται σε μεταγενέστερο στάδιο και όπου τούτο κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο για σκοπούς της παρούσας απόφασης, έχοντας πάντα κατά νου ότι δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. Δέον να σημειωθεί ότι οι δύο προδικαστικές ενστάσεις που καταγράφονται δεν προωθήθηκαν, οπόταν θεωρείται ότι εγκαταλείφθηκαν και δεν θα εξεταστούν.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ – ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 

Καθηκόντως προκύπτει η αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας, η οποία, όπως έχει νομολογηθεί, δεν μπορεί να απομονωθεί από τα τεκμήρια που κατατέθηκαν. Στην υπόθεση Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339, έχει εξηγηθεί ότι είναι ανάγκη μια μαρτυρία να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και να μην γίνεται αποδεκτή ή να απορρίπτεται με μόνο την εξωτερική εντύπωση που προκαλεί ο μάρτυρας. Η αποδοχή ή η απόρριψη μιας μαρτυρίας θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα όχι μόνο την καθ' αυτή εξωτερική εμφάνιση της μαρτυρίας του μάρτυρα στο εδώλιο, αλλά και σε συσχετισμό με τα υπόλοιπα στοιχεία της δίκης, είτε αυτά προέρχονται από άλλη ζώσα μαρτυρία, είτε από τεκμήρια.

 

Για το θέμα της αξιοπιστίας της μαρτυρίας αναφορά μπορεί να γίνει και στην ανάπτυξη του θέματος στο βιβλίο των Σάντη - Ηλιάδη, Δίκαιο της Απόδειξης, εκδ. 2014, Κεφάλαιο 3, IB. Η θετική εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο ο μάρτυς που καταθέτει αποτελεί, σε γενικές γραμμές, στοιχείο εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του. Η αξιοπιστία αποτελεί έννοια πολυσήμαντη. Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, η μνήμη του, οι αντιδράσεις του (κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες), ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητα του και η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση (βλ. μεταξύ άλλων Κεντρική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Ηροδότου (2013) 1 Α.Α.Δ. 1166, C. & A. Pelekanos Associates Limited ν. Πελεκάνου (1999) 1(B) Α.Α.Δ. 1273).

 

Στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή όλους τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενόρκως ενώπιον μου. Αξιολόγησα τη μαρτυρία τους με βάση το περιεχόμενο και την ποιότητα της και την σύγκρινα με την υπόλοιπη μαρτυρία, καθοδηγούμενη από σειρά παραγόντων που είναι αδύνατο να καταγραφούν εξαντλητικά. Τέτοιοι παράγοντες είναι, μεταξύ άλλων, η σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων των μαρτύρων και η ύπαρξη σ΄ αυτές υπερβολών ή ουσιαστικών αντιφάσεων, η λογικοφάνεια και αληθοφάνεια της εκδοχής τους, η ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης στην υπόθεση, οι ευκαιρίες που είχαν να αντιληφθούν τα διαδραματισθέντα, η μνήμη τους και οι λόγοι που είχαν να ενθυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία καταθέτουν.

 

Το Εφετείο είχε την ευκαιρία πρόσφατα να ασχοληθεί με το θέμα του βάρους της απόδειξης στην απόφαση Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας ν. Α.Σ. Εργοληπτική Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφ. 104/2019 ημερ. 19/07/2024, από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Δυο λόγια πρώτα για το βάρος απόδειξης. Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι σε πολιτικές υποθέσεις, το βάρος απόδειξης ή το γενικό βάρος όπως κάποτε περιγράφεται (burden/onus of proof) το έχει κατά κανόνα ο ενάγοντας και το επίπεδο απόδειξης (standard of proof) το οποίο θα πρέπει να αποσείσει είναι αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (balance of probabilities), δηλαδή να αποδείξει ότι η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (more probable than not). Σχετική είναι η υπόθεση Χρυσάνθου κ.α. v. Φραντζή (2010) 1Β Α.Α.Δ. 1295, όπου λέχθηκαν τα ακολούθα:

«Όπως διευκρινίστηκε στην υπόθεση Μαρσέλ κ.α. v. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1858

«το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι «η πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη δηλαδή του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης κανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδειχτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not).» »

 

(βλ. επίσης Γεώργιου Πιερή ν. Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων ΛΤΔ Πολ. Εφ.141/19 ημερ. 19/05/2025.).

 

Η Ενάγουσα προσπάθησε να πείσει για τις θέσεις της όμως εκτός από το γεγονός ότι υπήρχαν αντιφάσεις στην μαρτυρία της, στις οποίες θα γίνει αναφορά στη συνέχεια, το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας της προέκυψε από έγγραφα που είχε στην κατοχή της και που το περιεχόμενό τους δεν έγινε αποδεκτό από την άλλη πλευρά, ήτοι αντίγραφα εγγράφων όπως τραπεζικοί λογαριασμοί αλλά και συνομιλιών των οποίων το περιεχόμενο δεν επιβεβαιώθηκε. Αρχικά ανέφερε ότι δεν είχε οποιαδήποτε εμπειρία σε επενδύσεις, για να ανατρέψει τη συγκεκριμένη θέση κατά την αντεξέταση αναφέροντας ότι είχε γνώση για επενδύσεις αλλά όχι για δυαδικές επιλογές. Προφανώς ξεχνώντας την αρχική της θέση, στην αντεξέταση ανέφερε ότι η ίδια είχε διαβάσει για τη νέα μέθοδο διαπραγμάτευσης «binary options» στην οποία οι πελάτες καλούνταν να αισθάνονται ασφαλείς και να πραγματοποιούν συναλλαγές και να διαπραγματεύονται στο παγκόσμιο βεληνεκές.

 

Προώθησε τη θέση ότι η εταιρεία Banc de Binary διαφήμιζε τις υπηρεσίες της μέσω του Τεκμηρίου 2, όμως το Τεκμήριο 2 συνιστά έγγραφο της ΕΚΚ και αφορά την αδειοδότηση της Εναγόμενης 1 και δεν συνιστά διαφήμιση. Τονίζεται η παραδοχή της ότι γύρευε κάπου να επενδύσει κάποια λεφτά και η ίδια εντόπισε την ιστοσελίδα στο διαδίκτυο και ότι μόνη της είχε συμπληρώσει την αίτηση για να επενδύσει στην συγκεκριμένη ιστοσελίδα. Η συγκεκριμένη θέση τροποποιήθηκε κατά την αντεξέταση όπου ισχυρίστηκε ότι είχε προσεγγιστεί από την Εναγόμενη 1. Η ίδια απευθύνθηκε προς την Banc de Binary συμπληρώνοντας την αίτηση και στη συνέχεια η ίδια αποδέχθηκε, μετά την επικοινωνία με τον Mike Baker, να ενταχθεί στον δικό του όμιλο επενδύσεων.

 

Σε αντίθεση με τη θέση που προσπάθησε να προωθήσει ότι πιεζόταν να προβαίνει σε επενδύσεις, διαπιστώνεται από τη μαρτυρία που η ίδια προσκόμισε, ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι τα γεγονότα και ότι η ίδια ενίοτε επέβαλλε τους δικούς της όρους. Για παράδειγμα, για να συμφωνήσει να ενταχθεί στο Laurent Group είχε απαιτήσει ότι δεν θα τοποθετείτο πέραν του 25% του λογαριασμού που τηρούσε στην αγορά ή στις επενδύσεις και ότι το ποσό που θα κατέθετε θα παρέμενε σε ξεχωριστό λογαριασμό μετρητών. Στη συνέχεια διαπραγματεύτηκε το bonus που θα της παραχωρείτο, καθώς και τον προαπαιτούμενο όγκο των επενδύσεων που θα απαιτείτο για την αποδέσμευση του bonus, ήτοι από εικοσαπλάσια βάση κατάφερε να τον μειώσει σε δεκαπλάσια. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά δεν δείχνει άνθρωπο που δεν έχει βούληση, μάλλον το αντίθετο. Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι μπορούσε να εγκαταλείψει την πλατφόρμα όποτε ήθελε. Η επαφή με τα πρόσωπα που λειτουργούσαν την πλατφόρμα ή ενεργούσαν για την Banc de Binary ήταν μέσω μηνυμάτων, skype και τηλεφωνημάτων, οπόταν μπορούσε, αν δεν ήθελε να συνεχίσει να επενδύει, να σταματήσει όταν κέρδιζε από τις συγκεκριμένες επενδύσεις στις 27/07/2013.

 

Είναι άξιο απορίας πως ένας προσεκτικός άνθρωπος, λογιστής στο επάγγελμα όπως την Ενάγουσα, δεν διάβασε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10, ήτοι του πρώτου εγγράφου που της διαβιβάστηκε στις 03/06/2014, στο οποίο καταγράφεται ότι οι συγκεκριμένες επενδύσεις είναι υψηλού ρίσκου, ότι η «BDB Services is a financial services company located at P.O.Box343, Victoria Mahe Seychelles» έτσι ώστε να το διερευνήσει. Στο ίδιο Τεκμήριο καταγράφεται επίσης ότι θα της παρασχεθούν εκπαιδευτικά εργαλεία συμπεριλαμβανομένων βίντεο και το ηλεκτρονικό βιβλίο «A new way to Trade available on our website BancdeBinary.com.». Προχώρησε και υπέγραψε την αίτηση, Τεκμήριο 11, στην οποία δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι συναλλασσόταν με την Εναγόμενη 1 χωρίς να διαβάσει το περιεχόμενο του, στο οποίο καθοριζόταν ότι μόνο ο χρήστης της πλατφόρμας ήταν υπεύθυνος για τις όποιες απώλειες από τις συγκεκριμένες επενδύσεις. Δεν έπεισε το Δικαστήριο ότι ήταν τόσο αφελής που να μην διαβάσει τα πρώτα έγγραφα που της είχαν σταλεί. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ως η ίδια παραδέχθηκε, όταν έμπαινε στην ιστοσελίδα του ομίλου που αφορούσε την Ευρώπη τότε άνοιγε άλλη σελίδα, ήτοι μεταφερόταν σε άλλη σελίδα την οποία απομνημόνευσε στον υπολογιστή της και πλέον έμπαινε απευθείας. Οπόταν δεν αποκαλύφθηκε σε ποια ιστοσελίδα προέβαινε σε επενδύσεις.

 

Δεν είπε αλήθεια ότι δεν είχε δει την προειδοποίηση σε σχέση με το ρίσκο που ενείχε η συγκεκριμένη μορφή επένδυσης αφού σε κάθε έγγραφο που της διαβιβαζόταν, Τεκμήρια 10, 11, 12, 15, 16, 17, 18, 19 καθώς και άλλα, καταγράφετο η ακόλουθη φράση «High Risk Investment Warning» με κεφαλαία γράμματα και επεξηγείτο το ρίσκο στο οποίο γινόταν αναφορά. Επίσης, υπήρχε πρόνοια για αποποίηση ευθύνης στα πλείστα έγγραφα που της αποστέλλονταν. Κατέγραφαν: «SITE RISK DISCOSURE:……..The risks involved in trading binary options may not be suitable for all investors. Bank de Binary doesn’t retain responsibility for any trading losses you might face as a result of using the data hosted on this site….». Λόγω του επαγγέλματος της το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν άφηνε τίποτα στην τύχη και αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι επέλεξε, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της, να συναλλαχθεί με εταιρεία που ήταν αδειοδοτημένη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου. Η δικαιολογία της ότι το αρχικό μήνυμα που της διαβιβάστηκε βρισκόταν στο spam είναι εκτός λογικής. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδεχθεί τις θέσεις της.

 

Ανάγνωση του περιεχομένου τόσο του Τεκμηρίου 14 αλλά και του ογκωδέστατου Τεκμηρίου 34 αποκαλύπτει την πλήρη επίγνωση της αναφορικά με το τι έπραττε η ίδια. Δεν έπεισε για την αλήθεια των ισχυρισμών της, τους οποίους ουδέποτε τεκμηρίωσε. Μιλούσε για συμβουλές αναφορικά με τις επενδύσεις από τον Mike Baker, τον Nathan Green αλλά και άλλους, συμβουλές οι οποίες οδήγησαν σε απώλειες. Ποιες ήταν αυτές οι συμβουλές δεν είπε, ούτε και επεξήγησε πώς προέκυψαν οι απώλειες ή τον λόγο που προέκυψαν. Επίσης, προκύπτει ότι ακόμη και μετά τις κατ΄ισχυρισμό απώλειες δεν σταμάτησε. Δίστασε για λίγο όμως συνέχισε να επενδύει. Σωρευτικά όλες οι πιο πάνω διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Ενάγουσα γνώριζε πολύ καλά το ρίσκο που ενείχαν οι συγκεκριμένες επενδύσεις και επέλεξε να το πάρει. Όταν αντιλήφθηκε ότι θα έχανε μεγάλο μέρος του ποσού που επένδυσε αποφάσισε να προχωρήσει δικαστικά προσποιούμενη ότι πιέστηκε στο να συνεχίζει να επενδύει. Η θέση της δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αφού τα Τεκμήρια, που η ίδια κατέθεσε, επιμαρτυρούν το αντίθετο.

 

Ούτε για την εκπαίδευση είπε την αλήθεια αφού προκύπτει από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 14 ότι στις 24/07/2014 φαίνεται να συνομιλεί η Ενάγουσα με τον Mike Baker για την εκπαίδευσή της και φαίνεται να της λέει «I want to set up a session on Monday and then start working with you on what youve learned one step at a time, not trying to drown your mind with education». Επίσης, στις 29/07/2014 υπάρχει συνομιλία που σχετίζεται με την εκπαίδευση. Ανυπόστατη είναι και η θέση της πως της είχε λεχθεί ότι συναλλασσόταν με τράπεζα, αφού κανένα από τα έγγραφα που της είχε διαβιβαστεί δεν αναφερόταν σε ανάληψη τραπεζικών εργασιών. Όταν δε της ζητήθηκε να υποδείξει στην άδεια της Εναγόμενης 1, ήτοι στο Τεκμήριο 2, την αναφορά στον Καναδά, προώθησε τη θέση ότι η άδεια είχε τροποποιηθεί μετά από διαδικασία στις Ηνωμένες Πολιτείες.

 

Η ποιότητα της μαρτυρίας της Ενάγουσας ήταν πτωχή. Δεν διαλανθάνει άλλωστε της προσοχής του Δικαστηρίου ότι η γενικότερη εκδοχή της Ενάγουσας όσον αφορά την εξέλιξη των γεγονότων, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, όπως τουλάχιστον διαπιστώθηκε από τις διαφοροποιήσεις, ανακολουθίες και αντιφάσεις είναι τέτοιας μορφής, έντασης και έκτασης, που καθίστανται ικανές, όχι μόνο να επιδράσουν στην ποιότητα της μαρτυρίας της αλλά και να πλήξουν, στο τέλος της ημέρας, γενικότερα την αξιοπιστία της ως μάρτυρα. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις οδηγούν το Δικαστήριο στην κατάληξη ότι η μαρτυρία της ήταν υποκινούμενη από την επιθυμία της να ανακτήσει τα ποσά που είχε επενδύσει και δεν ήταν ειλικρινής.

 

Ο Μ.Ε.2, δεν ήταν αντικειμενικός και αμερόληπτος μάρτυρας. Είναι εργοδοτούμενος του δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπεί την Ενάγουσα. Η συγκεκριμένη κατάληξη του Δικαστηρίου υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι πολύ εύκολα άλλαξε τη θέση του για την προέλευση των ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Αρχικά ήταν σίγουρος ότι τα συγκεκριμένα μηνύματα είχαν σταλεί από κομιστή στην Κύπρο για να καταλήξει ότι είχαν σταλεί από Κύπρο, Ισραήλ και Ηνωμένες Πολιτείες. Παραδέχθηκε ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει κατά πόσο είχε χρησιμοποιηθεί VPN, το οποίο όταν χρησιμοποιηθεί αλλοιώνει την χώρα προέλευσης των μηνυμάτων και αποδέχθηκε τη θέση ότι ο γεωγραφικός προσδιορισμός του αποστολέα δεν μπορεί να καθορισθεί. Οπόταν η μαρτυρία του είναι άνευ οποιασδήποτε αποδεικτικής αξίας.

 

Η Μ.Ε.3 δεν είχε λόγο ή συμφέρον να πει ψέματα. Είναι υπεύθυνη του Νομικού Τμήματος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου. Εμφανώς αποστασιοποιημένη από τα επίδικα γεγονότα και γενικότερα τα ζητήματα που απασχολούν στην παρούσα αγωγή υπήρξε ειλικρινής μάρτυρας, θέτοντας υπόψη του Δικαστηρίου όσα η ίδια γνώριζε για τα ζητήματα τα οποία της τίθεντο, μεταφέροντας ταυτόχρονα στο Δικαστήριο σχετικά στοιχεία και πληροφόρηση τα οποία άντλησε από την υπηρεσία της. Εξιστόρησε το τι είχε συμβεί σε σχέση με την Εναγόμενη 1 και επεξήγησε την σχέση της με την Εναγόμενη 2. Προέκυψε από τη μαρτυρία της ότι στις 15/03/2013 η Εναγόμενη 1 είχε συμβληθεί με την Εναγόμενη 2 για την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών όπως την εκκαθάριση των συναλλαγών των πελατών της, Τεκμήριο 66. Η μαρτυρία της δεν αμφισβητήθηκε. Ούτε αμφισβητήθηκε ότι είχαν επιβληθεί στην Εναγόμενη 1 διοικητικά πρόστιμα για μη συμμόρφωση με τις επιταγές του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007 ή ότι ουδέποτε είχε ανακληθεί η άδεια της Εναγόμενης 1 ως ΚΕΠΕΥ.

 

Η μαρτυρία που προσφέρθηκε από την Εναγόμενη 1 ήταν στην ολότητά της εξ ακοής. Ο Μ.Υ.1 είχε εξουσιοδοτηθεί για να δώσει μαρτυρία από τον τελικό δικαιούχο της Εναγόμενης 1 γιατί ο ίδιος αντιμετωπίζει ιατρικά προβλήματα λόγω ηλικίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν προσκομίστηκε οποιοδήποτε πιστοποιητικό που να αποκαλύπτει την κατάσταση της υγείας του. Ως δηλώνει, τα γεγονότα περιήλθαν σε γνώση του από την μελέτη του φακέλου που τηρείται από τους συνηγόρους της Εναγόμενης 1 και όχι από προσωπική γνώση.

 

Η εξ’ ακοής μαρτυρία είναι πλέον αποδεκτή ως μαρτυρία, ήτοι μια τέτοια μαρτυρία δεν αποκλείεται εκ προοιμίου από οποιαδήποτε διαδικασία για τον μόνο λόγο ότι συνιστά εξ ακοής μαρτυρία, σχετικό είναι το άρθρο 24 του Κεφ.9. Ιδιαίτερη σημασία έχει, με βάση και τα όσα ο ίδιος ο Νόμος αλλά και η νομολογία έθεσε, ο τρόπος με τον οποίο αξιολογείται μια τέτοια μαρτυρία που οδηγεί στην κατάληξη επί της βαρύτητας που θα της προσδώσει τελικά το Δικαστήριο. Αναφορά γίνεται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» των Τάκη Ηλιάδη & Νικόλα Σάντη, στη σελίδα 320 και επέκεινα.

 

Στο άρθρο 27 του Κεφ. 9 διαβάζονται τα κάτωθι σε σχέση με την αξιολόγηση της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας:

 

« 27.-(1)  Κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας.

(2) Ειδικότερα, και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), το Δικαστήριο θα λαμβάνει υπόψη τα πιο κάτω:

(α) Κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό ο διάδικος, που έχει προσαγάγει τη μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο που έκαμε την αρχική δήλωση·

(β) το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχικής δήλωσης και του γεγονότος στο οποίο αυτή αναφέρεται·

(γ) το βαθμό της εξ ακοής μαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η μαρτυρία περιλαμβάνει εξ ακοής μαρτυρία πέραν του πρώτου βαθμού·

(δ) κατά πόσο οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε οποιοδήποτε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα γεγονότα·

(ε) κατά πόσο η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι·

(στ) το πλαίσιο μέσα στο οποίο, ή οποιοσδήποτε σκοπός για τον οποίο έγινε η αρχική δήλωση·

(ζ)  κατά πόσο η εξ ακοής μαρτυρία είναι ουσιωδώς διαφορετική από την αρχική δήλωση·

(η) κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες προσάγεται η εξ ακοής μαρτυρία, φαίνεται ότι δεν διευκολύνεται η ορθή αξιολόγηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή γίνεται προσπάθεια παρεμπόδισης της ορθής αξιολόγησης της βαρύτητας της μαρτυρίας.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου,  κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το Δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε.».

 

Το ίδιο το λεκτικό του άρθρου 27 αναφέρει ότι τα κριτήρια αξιολόγησης δεν παρατίθενται εξαντλητικά αλλά μπορεί το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης. Βέβαια γίνεται αναφορά στην υποχρέωση του διαδίκου να παρουσιάσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και επεξήγησης γιατί δεν το έπραξε (βλ. απόφαση Κολάνη ν. Ταμπουρά (2010) 1 Α.Α.Δ. 1108). Η απουσία εξήγησης για τη μη κλήτευση του μάρτυρα που προέβη στην αρχική δήλωση συνιστά αδυναμία. Σχετική αναφορά για το ζήτημα αυτό γίνεται στην απόφαση Γεωργίου ν. Στυλιανού (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 70. Η νομολογία, όπως έχει εξελιχθεί, έχει θέσει διάφορα κριτήρια επί των οποίων το Δικαστήριο δύναται να βασισθεί κατά το στάδιο εξέτασης και αξιολόγησης της εξ ακοής μαρτυρίας, με γενικό κανόνα ότι η βαρύτητα με την οποία θα πιστώσει την μαρτυρία αυτή εξετάζεται μέσα από τα περιστατικά, γεγονότα και ιδιαιτερότητα της κάθε υπόθεσης.

 

Έχοντας κατά νου τις προαναφερθείσες νομολογιακές αρχές που αφορούν την προσέγγιση του Δικαστηρίου σε σχέση με την εξ ακοής μαρτυρία, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία που γενικά παρουσιάστηκε από πλευράς Εναγόμενης 1 είναι ελλιπής, ενώ παρουσιάζει μια εκδοχή αδύναμη από άποψη στοιχείων, σε τέτοιο βαθμό που εμποδίζει το Δικαστήριο από το να της προσδώσει σημαντική βαρύτητα. Το σύνολο της παρουσιάζει προβλήματα που άπτονται της αξιοπιστίας της και επηρεάζουν την βαρύτητα που το Δικαστήριο δύναται να της προσδώσει. Κατά πρώτο λόγο, ουδεμία δικαιολογία δόθηκε ως προς τα ακριβή αίτια απουσίας του δικαιούχου της Εναγόμενης 1, πλην της γενικόλογης αναφοράς ότι δεν το επιτρέπει η υγεία του. Η συγκεκριμένη αναφορά παρέμεινε αόριστη χωρίς προσδιορισμό σε οποιεσδήποτε λεπτομέρειες που να έδιδαν έστω και έμμεσα δικαιολογία για την απουσία του. Πέραν των γενικών τούτων αναφορών σε πρόβλημα υγείας λόγω ηλικίας, η ηλικία του δεν αναφέρθηκε, ούτε και οι λόγοι απουσίας του εκτός Κύπρου, ουδέν στοιχείο που να τα βεβαιώνει παρουσιάστηκε, αλλά ούτε και κάποιο ιατρικό πιστοποιητικό που να επεξηγεί για ποιο λόγο το πρόσωπο αυτό αδυνατούσε να προσέλθει στην Κύπρο και να καταθέσει προωθώντας την υπόθεση της Εναγόμενης 1. Δεν διαλανθάνει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι στην εξέλιξη της μαρτυρίας του, ειδικότερα κατά το στάδιο της αντεξέτασης του, απέφευγε επιμελώς να απαντήσει στις ερωτήσεις που του τίθεντο. Πέραν των πιο πάνω που λαμβάνονται υπόψη ως προς την βαρύτητα που τελικά θα προσδώσει το Δικαστήριο στην εξ ακοής μαρτυρία, η παντελής απουσία του προσώπου που κατά τον νόμο εκπροσωπεί την Εναγόμενη 1 προβλημάτισε το Δικαστήριο και ως προς το κατά πόσο η Υπεράσπιση της Εναγόμενης 1 προωθήθηκε δεόντως.

 

Κριτήριο αξιολόγησης της δοθείσας εξ' ακοής μαρτυρίας αποτελεί και ο συσχετισμός και ταύτιση της με την έγγραφη μαρτυρία που κατατέθηκε. Η εκδοχή που παρουσιάστηκε από τον Μ.Υ.1 δεν στηρίζεται από οιοδήποτε έγγραφο. Επιπλέον και αντίθετα με την εκδοχή που παρουσιάστηκε, η οποία ως αναφέρθηκε από τον Μ.Υ.1 προκύπτει από τον φάκελο που τηρείται από τους δικηγόρους της Εναγόμενης 1, αρκετά εκ των τεκμηρίων που παρουσιάστηκαν είναι σε αντίθεση με την εκδοχή της Εναγόμενης 1. Για παράδειγμα, τα πλείστα ηλεκτρονικά μηνύματα που διαβιβάστηκαν στην Ενάγουσα καταγράφουν διεύθυνση στην Κύπρο και όχι στις Σεϋχέλλες. Η μαρτυρία της Μ.Ε.3 αποκάλυψε ότι υπήρχαν περιπτώσεις που η Εναγόμενη 1 διαπραγματευόταν με πελάτες από χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε συμπαιγνία με την Εναγόμενη 2. Δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε εξήγηση αλλά γενικά αναφέρθηκε ότι είχαν καταστραφεί οι διακομιστές στους οποίους τηρούνταν τα αρχεία. Ο ισχυρισμός ότι καταστράφηκαν οι διακομιστές της Εναγόμενης 1 λόγω πλημμυρών και ότι δεν έχει οποιαδήποτε αρχεία, μόνο αναληθής μπορεί να χαρακτηριστεί. Είναι εξωπραγματικό μια εταιρεία της έκτασης της Εναγόμενης 1 να μην έχει εφεδρικά αρχεία. Όλα αυτά αποδυναμώνουν, σε τέτοιο βαθμό την ισχύ της εξ' ακοής μαρτυρίας, που οδηγούν το Δικαστήριο στην κατάληξη ότι δεν μπορεί να προσδώσει βαρύτητα στην μαρτυρία που παρουσιάστηκε ως εξ ακοής. Ο τελικός δικαιούχος της Εναγόμενης 1 πιθανόν να είναι ο μόνος που γνωρίζει την πραγματική διάσταση των γεγονότων.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, συνολικά ιδωμένα, αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο όμιλος εταιρειών με την ονομασία Banc de Binary παραχωρεί δικαιώματα χρήσης του ονόματος σε εταιρείες σε διάφορες χώρες. Μια από αυτές είναι και η Κύπρος όπου η εταιρεία Εναγόμενη 1 έλαβε και άδεια να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες και να λειτουργεί ως ΚΕΠΕΥ από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου. Η Εναγόμενη 1 ασχολείται με τη λειτουργία μιας διαδικτυακής πλατφόρμας συναλλαγών όπου οι επενδυτές αγοράζουν δυαδικές επιλογές (binary options), των οποίων η αξία μπορεί να αυξηθεί ή μειωθεί. Το υψηλό ρίσκο που ενέχουν οι συγκεκριμένες επενδύσεις καταγράφεται σε όλα τα έντυπα που διαβιβάζονται στους επενδυτές, ακόμη και στο μήνυμα καλωσορίσματος. Δεν τέθηκε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου κατά πόσο υπάρχει κάποιος σταθερός παράγοντας ο οποίος να καθορίζει κατά πόσο η αξία τους θα αυξηθεί ή θα μειωθεί. Η Ενάγουσα ήθελε να επενδύσει λόγω του ότι δεν χρησιμοποιούσε τα συγκεκριμένα λεφτά, ως η ίδια ανέφερε στο Τεκμήριο 14 στις 24/07/2014 και ώρα 1:44:47pm και από μόνη της, κατά την διερεύνησή της στο διαδίκτυο, εντόπισε τον όμιλο εταιρειών Banc de Binary και συμπλήρωσε σχετική αίτηση για να ανοίξει λογαριασμό συναλλαγών καταθέτοντας $250. Στην συγκεκριμένη αίτηση που συμπλήρωσε τον Ιούνιο 2014, Τεκμήρια 10 και 11, υπήρχε προειδοποίηση ότι οι συγκεκριμένες επενδύσεις ήταν υψηλού κινδύνου, υποθετικές και ότι ενέχουν μεγάλο ρίσκο. Στο Τεκμήριο 10 ως διεύθυνση της εταιρείας με την οποία επικοινωνούσε η Ενάγουσα καταγράφονταν οι Σεϋχέλλες. Μετά από λίγες μέρες, στις 16 Ιουνίου 2014 επικοινώνησε μαζί της Ανώτερος Διαχειριστής Λογαριασμών από την Banc de Binary, ο Mike Baker, Τεκμήριο 12 και ξεκίνησαν οι συνδιαλλαγές στο διαδίκτυο. Η Ενάγουσα είχε υπογράψει ηλεκτρονικά όλα τα έγγραφα που της είχαν διαβιβαστεί αναγνωρίζοντας τον υψηλό κίνδυνο που ενείχαν οι συγκεκριμένες επενδύσεις αδιαμαρτύρητα, αφού σε κάθε έγγραφο που της διαβιβαζόταν υπήρχε καταγραμμένη προειδοποίηση ότι οι συγκεκριμένες επενδύσεις ήταν υψηλού κινδύνου και ότι η ίδια αναλάμβανε το ρίσκο της οποιασδήποτε απώλειας. Όταν μετά από ένα περίπου μήνα ξεκίνησε η απαίτηση για κατάθεση μεγαλύτερων και περισσότερων ποσών στην πλατφόρμα, αρχικά η Ενάγουσα δελεάστηκε και κατέθεσε περισσότερα ποσά είτε για να μειώσει τις απώλειες ή για να αυξήσει τα κέρδη. Στη συνέχεια ανησύχησε λόγω του ότι τα αποθέματα των αποταμιεύσεων της μειώνονταν με γρήγορο ρυθμό και λόγω του ότι είχε μεγάλες απώλειες, πλην όμως συνέχισε να επενδύει διαπραγματευόμενη κάθε φορά του όρους με τους οποίους θα τύγχαναν μεταχείρισης οι λογαριασμοί της, αλλά και αναφορικά με το πότε θα μπορούσε να αποσύρει το ποσό του bonus της. Προέκυψε ότι με την κατάθεση μεγαλύτερων ποσών ο επενδυτής εντασσόταν σε ομάδα με μεγαλύτερους και πιο δυνατούς επενδυτές και άλλους επενδυτικούς συμβούλους, οι οποίοι προφανώς λειτουργούσαν και διαφορετικά, ήτοι κάποιοι ήταν πιο πιεστικοί και κάποιοι άλλοι λιγότερο. Η επενδυτική συμπεριφορά της Ενάγουσας συνεχίστηκε μέχρι τον Απρίλιο 2015. Τότε αποφάσισε να ζητήσει την επιστροφή των κερδών της και ενώ είχε επενδύσει το συνολικό ποσό των $182.250, της επιστράφηκαν μόνο $24.000.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Όπως έχει κριθεί στην απόφαση Πούρικος ν. Σάββα κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 507, η βασική υποχρέωση κάθε ενάγοντα είναι να αποδείξει με αξιόπιστη μαρτυρία τα βασικά γεγονότα πάνω στα οποία επέλεξε να βασίσει την απαίτησή του, με τη μορφή που ο ίδιος τα καθόρισε στα δικόγραφά του. Το επίπεδο απόδειξης των ισχυρισμών του εκάστοτε ενάγοντα βρίσκεται στο επίπεδο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Η έννοια του ισοζυγίου των πιθανοτήτων έχει ερμηνευθεί νομολογιακά σε πολλές υποθέσεις. Σχετική είναι η απόφαση Μαρσέλ ν. Λαϊκής (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, όπου με αναφορά στις σχετικές αυθεντίες επί του θέματος, αποφασίστηκε ότι το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not).

 

Επιπλέον, όπως έχει νομολογηθεί στην υπόθεση Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, μόνο αξιόπιστη μαρτυρία μπορεί να βαρύνει την πλάστιγγα των πιθανοτήτων. Παράλληλα, όπως έχει υποδειχθεί στην απόφαση Κύπρος Ξενοφώντος ν. Κ.Ν Zoo Bar Restaurant Ltd (2016) 1 Α.Α.Δ. 2786, το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να πιθανολογεί σε επίπεδο εικασιών, ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Συνεπώς, το Δικαστήριο θα κρίνει το κατά πόσο η Ενάγουσα πέτυχε να αποσείσει το αποδεικτικό βάρος που την βαρύνει μόνο με βάση τη μαρτυρία που έχει δεχθεί ως αξιόπιστη. Η Ενάγουσα δικογράφησε διάφορες βάσεις αγωγές εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2, κατά κύριο λόγο εναντίον της Εναγόμενης 1. Μεταξύ άλλων δικογράφησε απάτη, ψευδείς παραστάσεις, καθώς και ψυχική και οικονομική πίεση. Όμως για τα πιο πάνω ουδεμία μαρτυρία προσέφερε.

 

Το αστικό αδίκημα της απάτης έχει τύχει ανάλυσης σε πρόσφατες αποφάσεις του Εφετείου. Στην Touchstone Snail Technologies Κ.Α. ν. K. Invest Consulting S.A.L. Offshore κ.α. Πολ. Έφ. Ε11/21, ημερ. 29/03/2024, της οποίας το σκεπτικό υιοθετήθηκε και στην Andreas Kavallaris Jewellers Ltd v. 1) Γεώργιου Χατζηβασιλείου 2) N.G.D. GREAZIONI LTD Πολ. Εφ. 80/18 ημερ. 20/09/2024, διαβάζονται τα ακόλουθα:

 

« Στο σύγγραμμα  Clerk & Lindsell on Torts, εκδόσεις Sweet & Maxwell, 24η έκδοση του 2023, σελ. 1297 αναφέρεται ότι το αστικό αδίκημα της απάτης (deceit) αποκαλείται στο κοινοδίκαιο μερικές φορές ως «fraud» (δόλος). Προκύπτει ξεκάθαρα από το εν λόγω σύγγραμμα ότι όταν στο κοινοδίκαιο γίνεται αναφορά στο αστικό αδίκημα του δόλου εννοείται το αστικό αδίκημα της απάτης (deceit) όπως αυτό αναγνωρίζεται στο κοινοδίκαιο από το 1789 (βλ. Pasley v. Freeman (1789) 3 T.R. 51 και μετέπειτα Derry v. Peak (1889) 14 AppCas. 337) και όπως έχει ενσωματωθεί στο Άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148.

Στο σύγγραμμα Ενοχικό Δίκαιο, Το Δίκαιο των Αστικών Αδικημάτων, Τόμος Δεύτερος, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη του Π. Πολυβίου, σελ. 697, αναφέρεται ότι το αστικό αδίκημα της απάτης αποκαλείται στο κοινοδίκαιο deceit ή fraud, και ξεκαθαρίζεται επομένως και στο εν λόγω σύγγραμμα ότι ο δόλος (fraud) δεν αποτελεί αυτοτελές αστικό αδίκημα άλλο από την απάτη. Στην Petri vThe Police (1968) 2 C.L.R. ο όρος «fraud» χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει ένα εκ των συστατικών στοιχείων της απάτης, ήτοι ότι η ψευδής παράσταση γεγονότος, γίνεται εν γνώσει του ψεύδους αυτής, ή χωρίς πίστη για το αληθές αυτής ή απερίσκεπτα, αδιάφορα του κατά πόσο είναι αληθής ή ψευδής.

 ..........

Στρεφόμαστε στο αστικό αδίκημα της απάτης (deceit). Το Άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 προβλέπει:

«Απάτη συνίσταται σε ψευδή παράσταση γεγονότος, η οποία γίνεται εν γνώσει του ψεύδους αυτής, ή χωρίς πίστη για το αληθές αυτής ή απερίσκεπτα, αδιάφορα του κατά πόσο είναι αληθής ή ψευδής, µε σκοπό όπως το πρόσωπο που εξαπατήθηκε ενεργήσει µε βάση αυτή:

Νοείται ότι καµιά αγωγή δεν εγείρεται σε τέτοια παράσταση εκτός αν αυτή έγινε µε σκοπό εξαπάτησης του ενάγοντα και πράγµατι εξαπάτησε αυτόν, και αυτός ενέργησε µε βάση αυτή και εξαιτίας αυτού υπέστη ζηµιά:

Νοείται περαιτέρω ότι καµιά αγωγή δεν εγείρεται σε τέτοια παράσταση για το χαρακτήρα, τη συμπεριφορά, την πίστη, την ικανότητα, το επιτήδευμα ή τις συναλλαγές οποιουδήποτε προσώπου, η οποία έγινε µε σκοπό εξασφάλισης πίστωσης, χρημάτων ή αγαθών στο πρόσωπο αυτό, εκτός αν η παράσταση αυτή έγινε γραπτώς και υπογράφτηκε από τον ίδιο τον εναγόµενο.»

Στην παρούσα υπόθεση τα στοιχεία που εξήγαγε από την ενώπιον του μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο και παρέθεσε θεωρώντας ότι αποτελούν τη νομική θεμελίωση του αστικού αδικήματος της απάτης δεν συναρτώνται με τα συστατικά στοιχεία της απάτης ως προκύπτουν από τον Νόμο και τη νομολογία. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, η νοητική κατάσταση που απαιτείται από το Άρθρο 36 ανωτέρω να έχει το πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε ψευδή παράσταση, αναφέρεται μερικές φορές στη νομολογία ως δόλος (fraud). Ο «δόλος» απαντάται δε μερικές φορές στη νομολογία ως συστατικό του αστικού αδικήματος της απάτης.»

Στην Τσιάρτας Ανδρέας κ.α. v. Alocay Holdings Ltd κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1523:

«Σύμφωνα με τους Halsbury's Laws of England, 3rd edvol. 18, p.189, η έννοια του δόλου προσδιορίζεται ως κάτι ανέντιμο, ηθικώς ανάρμοστο, ειδικώς σε απόκτηση χρηματικού οφέλους με άδικα μέσα. (Βλ. επίσης Ιακώβου v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (χρηματ.) Λτδ (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 992). Ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι οι ενάγοντες έχουν το βάρος να αποδείξουν αυστηρά τις λεπτομέρειες του δόλου ή της αμέλειας χωρίς ωστόσο να χρειάζεται να αποδειχθούν όλες οι λεπτομέρειες αλλά είναι αρκετή η απόδειξη μόνο μερικών από τις κατ' ισχυρισμό λεπτομέρειες του δόλου. Βλ. Kakoullou and Another v. Kakoullou (1987) 1 C.L.R. 547. Στην προκειμένη περίπτωση η εφεσίβλητη απέτυχε να αποδείξει στο βαθμό αυστηρότητας που απαιτείται δόλο των εφεσειόντων με βάση τις λεπτομέρειες της αγωγής.».

 

Τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της απάτης είναι: η παράσταση γεγονότος, ο εναγόμενος να έχει γνώση ότι η παράσταση αυτή ήταν ψευδής ή να μην είχε γνήσια πεποίθηση ότι ήταν αληθής, η παράσταση να έγινε με πρόθεση να ενεργήσει ο ενάγοντας στη βάση αυτής, ο ενάγοντας όντως να ενέργησε με βάση αυτή, ο ενάγοντας να έχει υποστεί ζημιά (βλ. Bullen and Leake and Jacob's Precedents of Pleadings,12η έκδοσησελ. 449-459).

 

Η αποδιδόμενη απάτη, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της Έκθεσης Απαίτησης, εστιάζεται στο ότι η Εναγόμενη 1 ή και η Εναγόμενη 2 ή και υπάλληλοι τους ανέφεραν στην Ενάγουσα ότι θα την εκπαίδευαν για θέματα που αφορούν επενδύσεις ενώ ουδέποτε έλαβε οποιαδήποτε ουσιαστική εκπαίδευση, ότι της παρουσίαζαν άλλους υπαλλήλους ή και αντιπροσώπους τους ως πρόσωπα με εκτενή πείρα ή και με πολύ επιτυχημένο ιστορικό στον τομέα των επενδύσεων ενώ αυτό δεν ίσχυε και ότι της παρουσίαζαν διαδοχικά διάφορες ομάδες ή και ομίλους της Banc de Binary, όπως το VIP Lions Club ή και το Laurent Group, οι οποίες κατ΄ ισχυρισμόν προσέφεραν διάφορα προνόμια και ή καλύτερους αναλυτές ή και καλύτερες προοπτικές κερδών.

 

Από τη μαρτυρία που η ίδια η Ενάγουσα προσκόμισε, το Τεκμήριο 14, προκύπτει η ακόλουθη συνομιλία μεταξύ της Ενάγουσας και του Mike Baker, του Ανώτερου Λειτουργού Λογαριασμού, στις 24/07/2014:

 

« S.H.: When will the training start?

M.B.: I want to set up a session on Monday and then start working with what youve learned one step at a time, not trying to drown your mind with education. »

 

Και στις 29/07/2014:

 

« M.B…with much pleasure and we will have to make more sessions so that we can get you independent in the future

………………………………………………………………………………………………

S.H. That was fantastic.

M.B. Was everything understandable? If not feel free to ask.

S.H. So far, so good. I am flashing out my notes, then want to put it into practice.

……………………………………………………………………………………………..

M.B. well we do want to continue with the education and get you to a much higher level. This is only the start and we have much more to teach you».

 

Οι πιο πάνω συνομιλίες καταρρίπτουν τον ισχυρισμό της Ενάγουσας ότι δεν έλαβε εκπαίδευση για θέματα που αφορούν επενδύσεις αφού φαίνεται να τηρούσε και σημειώσεις. Από μόνος του ο ισχυρισμός της χωρίς την οποιαδήποτε περαιτέρω υποστηρικτική μαρτυρία δεν είναι αρκετός. Ανάγνωση όλου του Τεκμηρίου 14 καταδεικνύει ότι η Ενάγουσα όχι μόνο δεν είχε άγνοια σε θέματα επενδύσεων, αλλά έθετε και ερωτήσεις σε σχέση με τις επενδύσεις. Σχετικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από τις σελίδες 11 και 12 του Τεκμηρίου 14. Η Ενάγουσα λέει:

 

«      yes, but FB still has me worried. I admit I’m only just being tackle Bollinger bands and targets, etc. and I know that FB is targeting ≥ 85 but I just don’t believe that they will hit 80 consistently in August ».

 

Και στη σελίδα 12 του ίδιου Τεκμηρίου:

 

«      Ok why is that? Solely because of the employment rate or because of other factors? World events appear to be reaking havoc on commodities such as oil. »

 

Η Ενάγουσα δεν ήταν αδαής αλλά ούτε και αμαθής, ως προκύπτει από το σύνολο του περιεχομένου των Τεκμηρίων που η ίδια κατέθεσε. Γνώριζε το υψηλό ρίσκο που αναλάμβανε όταν αποφάσισε να επενδύσει στην συγκεκριμένη πλατφόρμα, από την αρχή της συνεργασίας της με την Banc de Binary, είτε την Κυπριακή είτε αυτήν των Σεϋχελλών.

 

Όσον αφορά τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της δεν προσκόμισε μαρτυρία ότι οι υπάλληλοι ή και οι αντιπρόσωποι των Εναγόμενων δεν ήταν πρόσωπα με εκτενή πείρα ή και με πολύ επιτυχημένο ιστορικό στον τομέα των επενδύσεων. Το γεγονός ότι η ίδια είχε απώλειες δεν σημαίνει, από μόνο του, ότι ήταν λανθασμένες οι συμβουλές που της δόθηκαν, οι οποίες επενδυτικές συμβουλές ουδέποτε τέθηκαν στο Δικαστήριο. Δεν τέθηκε ίχνος μαρτυρίας σε σχέση με τις συμβουλές που της δόθηκαν, ήτοι το είδος και πώς αυτές οδήγησαν στην απώλεια που ισχυρίζεται η Ενάγουσα.

 

Η Ενάγουσα δεν απέδειξε ποια ήταν η αξία των επενδυτικών προϊόντων ή ακόμα ποια ήταν τα επενδυτικά προϊόντα που πραγματεύτηκε κατά τον χρόνο που αυτή διαπραγματευόταν στην συγκεκριμένη πλατφόρμα. Γενική και αόριστη αναφορά έγινε στην Apple, στο Facebook και την Amazon. Τι αγόρασε, πόσα το αγόρασε και τί κέρδισε ή έχασε δεν αναφέρθηκε στο Δικαστήριο. Είναι προφανές, από την σκόρπια μαρτυρία της Ενάγουσας, όπως αυτή μπορεί να εξαχθεί από το Τεκμήριο 14 αλλά και τα υπόλοιπα Τεκμήρια, ότι οι επενδύσεις κατά τον χρόνο που διενεργούνταν είχαν κάποια αξία. Η Ενάγουσα παρέλειψε να αναφέρει ή να προσκομίσει άλλη μαρτυρία σε σχέση με την πραγματική αξία των επενδύσεων κατά τον χρόνο που αυτή τις αποκτούσε. Αρκέστηκε να αναφέρει μόνο ότι έχει υποστεί ζημιές και τις ζημιές αυτές τις υπολογίζει στη βάση του ποσού που δεν της επιστράφηκε από τον επενδυτικό λογαριασμό της. Προφανώς λησμόνησε το γεγονός που κατεγράφετο σε όλα τα έντυπα που της διαβιβάζονταν και η ίδια υπέγραφε, ήτοι ότι οι συγκεκριμένες επενδύσεις ήταν υψηλού κινδύνου και ότι ο επενδυτής αναλάμβανε το ρίσκο της απώλειας. Από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 34 διαπιστώνεται ότι όταν οι επενδύσεις πήγαιναν καλά δεν τίθετο θέμα δόλου ή απάτης αλλά αντίθετα η Ενάγουσα εξέφραζε την ικανοποίησή της. Στις 29/09/2014 φαίνεται να λέει τα ακόλουθα:

 

«      the Apple trades went well on Friday. I’m quite relieved about that, any plans for more sessions? ».

 

Την 01/10/2014, ώρα 08:51:35 δηλώνει ότι «I am getting addicted» και λίγο αργότερα, στις 09:25:07, «that was my whole reason for starting this in the first place – not to get rich quick, but to learn to trade, really to trade as an informed investor.». Διαβάζοντας το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 34 η μόνη κατάληξη στην οποία μπορεί να αχθεί κάποιος αντικειμενικός τρίτος είναι ότι η Ενάγουσα επιθυμούσε τη συνέχιση του επενδυτικού της ταξιδιού αφού μέχρι και τον Μάιο 2015, παρά τις όποιες απώλειες, συνέχιζε να καταθέτει ποσά στον λογαριασμό της και να επενδύει.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω συνολικά θεωρούμενα, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα δεν απέδειξε οποιαδήποτε ψευδή παράσταση γεγονότος από την Banc de Binary, η οποία έγινε εν γνώσει του ψεύδους της ή χωρίς πίστη για το αληθές της ή απερίσκεπτα και αδιάφορα του κατά πόσο είναι αληθής ή ψευδής, µε σκοπό την εξαπάτησή της έτσι ώστε να ενεργήσει µε βάση αυτή. Τις μεταφορές και τα εμβάσματα των ποσών τις διενεργούσε η ίδια πιστεύοντας ότι θα είχε μεγαλύτερη ωφέλεια αλλά και κέρδη.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι οι συναλλαγές ή και τα εμβάσματα είχαν γίνει υπό ψυχική πίεση ή και με οικονομικό εξαναγκασμό, σχετική είναι η αγγλική απόφαση Royal Bank of Scotland ν. Etridge (No.2) (2000) 32 A.C. 773 στην οποία καταγράφηκε ότι η έννοια της ψυχικής πίεσης είναι μέρος του δικαίου της επιείκειας (equity) και ιδίως δημιούργημα των Δικαστηρίων της επιείκειας, σκοπός των οποίων ήταν η συμπλήρωση του κοινοδικαίου με επικέντρωση όχι τόσο στο εάν υπήρχε συναίνεση, αλλά στον τρόπο με τον οποίο αυτή εξασφαλίστηκε. Σχετικές επι του θέματος είναι και οι αποφάσεις Κεφάλας κ.α. ν. Νικόλα (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1226, Χρυστάλλα Σεργίδη το γένος Σ. Χ"Παύλου ν. Μαρίας Σ. Χ"Παύλου ως διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιωσάσης Γαλάτειας Σ. Χ"Παύλου, (2016) 1 Α.Α.Δ. 1192 και πιο πρόσφατα στην MEA Ioannou Properties Limited v. Olga Vasileyeva Πολ. Εφ. 429/19 ημερ. 11/07/2024.

 

Στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ειδική σχέση, άρθρο 16(2)(α) και 16(2)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, απαιτείται μαρτυρία για κάποιου είδους εξαναγκασμό, πίεση ή επιβολή. Στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, Volume I, General Principles, 21st ed., παρά. 7-066, κάτω από τον τίτλο «(b) Direct Proof of Undue Influence» «Actual undue influence» αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

« If there is no special relationship, of the kind to be mentioned below, between the parties, or if there is such a relationship but the transaction that is challenged is not one that "requires explanation", the onus is upon the person seeking to avoid the transaction to establish that undue influence was used.  In Bank of Credit and Commerce International SA v. Aboody Slade L.J., delivering the judgment of the Court of Appeal, said:

".we think that a person relying on a plea of actual undue influence must show that (a) the other party to the transaction. had the capacity to influence the complainant; (b) the influence was exercised; (c) its exercise was undue; (d) that its exercise brought about the transaction."».

 

Σχετική με το υπό συζήτηση θέμα είναι η απόφαση στην υπόθεση Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Φυλάξεως v. Ουρανία Πουλλά (2004) 1 (Β) Α.Α.Δ. 961, από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα:

 

« Στην περίπτωση όπου δεν υπάρχει ειδική σχέση, θα πρέπει απαραίτητα να αποδειχθεί θετικά ότι η επιρροή που άσκησε το ένα μέρος επί του άλλου υπήρξε ο αποφασιστικός παράγων για τη σύναψη της συμφωνίας, η οποία δεν θα γινόταν αν δεν μεσολαβούσε η άσκηση της επιρροής.

Όπου δεν υφίσταται ειδική σχέση ανάμεσα στα μέρη, το βάρος απόδειξης της ψυχικής πίεσης ανήκει στο διάδικο ο οποίος επιδιώκει να αποφύγει τη συναλλαγή.  Η ψυχική πίεση θα πρέπει να αποδειχθεί με το να καταδειχθεί ότι ο παραλήπτης της δωρεάς άσκησε πραγματικό εξαναγκασμό ή ότι ο τελευταίος άσκησε επί του δωρητή τέτοιο βαθμό γενικής κυριαρχίας ή ελέγχου, ούτως ώστε να είχε υπονομευθεί ουσιωδώς η δυνατότητα του να καταλήξει σε ανεξάρτητη απόφαση.»

 

Η δικογράφηση εκ μέρους της Ενάγουσας της άσκηση ψυχικής πίεσης εστιάζεται στο γεγονός ότι η ίδια εμπιστευόταν την Εναγόμενη 1 ή και την Εναγόμενη 2 ή και τους υπαλλήλους της ή και τους συνεργάτες της οι οποίοι παρουσιάζονταν ως έμπειροι στον τομέα για να την συμβουλέψουν αναφορικά με τις επενδύσεις. Μελετώντας προσεκτικά, στην ολότητά της, τη δοθείσα μαρτυρία, διαπιστώνεται ότι δεν έχει δοθεί βάσιμη μαρτυρία καταδεικνύουσα σχέση εμπιστοσύνης ή σχέση κυριαρχίας των Εναγόμενων 1 και 2 ή των υπαλλήλων τους επί της Ενάγουσας. Δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο έτσι ώστε να εκληφθεί ότι η Ενάγουσα έκανε ότι της έλεγαν, μάλλον το αντίθετο. Διαπραγματευόταν και έθετε ερωτήματα και ενίοτε αρνείτο να ακολουθήσει τις εισηγήσεις, εξ ου και άλλαζε επενδυτικούς συμβούλους. Μπορούσε να διακόψει την σχέση οποτεδήποτε επιθυμούσε. Δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι η Ενάγουσα είναι Υπεύθυνη του Λογιστικού Τμήματος μιας μεγάλης καναδικής εταιρείας, δεν ήταν κάποια τυχαία επενδυτής και δεν ήταν άτομο χωρίς μόρφωση που να μπορεί κάποιος να την παρασύρει. Κανένα επίσης στοιχείο προσκομίστηκε που να καταδεικνύει πως η Ενάγουσα είχε προηγουμένως δοσοληψίες με τις Εναγόμενες και ότι οικονομικά εξαρτάτο από αυτές. Ως εκ τούτου, ούτε και αυτή η βάση αγωγής δεν έχει αποδειχθεί.

 

Η επόμενη βάση αγωγής που καταγράφεται στο δικόγραφο της Ενάγουσας βασίζεται στο αστικό αδίκημα της αμέλειας, το οποίο ρυθμίζεται από το άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Στην προκειμένη περίπτωση η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η οικονομική ζημιά που υπέστη προκλήθηκε συνεπεία της αμέλειας που οι Εναγόμενες 1 και 2 ή και οι υπάλληλοι ή και οι αντιπρόσωποι τους επέδειξαν όταν την συμβούλευαν να προβεί στις επενδύσεις ή και να μεταβιβάσει περαιτέρω ποσά στους λογαριασμούς της χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους περαιτέρω απωλειών. Σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 51(2)(ε) που έχουν ως εξής:

 

« (2)  Υποχρέωση, να μην επιδεικνύεται αμέλεια υφίσταται στις πιο κάτω περιπτώσεις, δηλαδή-

.............................................................................................................................................

(ε)    Πρόσωπο που ασκεί με αμοιβή ή άλλως πως επάγγελμα, επιτήδευμα ή   ασχολία ή παρέχει υπηρεσίες σε άλλο πρόσωπο υπέχει τέτοια υποχρέωση έναντι κάθε προσώπου, επί του οποίου ή επί της ιδιοκτησίας του οποίου ασκεί το επάγγελμα, επιτήδευμα ή ασχολία ή προς στον οποίο παρέχει την υπηρεσία.».

 

Η Ενάγουσα δεν προσκόμισε μαρτυρία ότι οι όποιες συμβουλές και αν της δόθηκαν ήταν δια αμοιβής. Ούτε η υπόλοιπη μαρτυρία κατέδειξε ότι οι Εναγόμενες 1 και 2 αμείφθηκαν για την συνδιαλλαγή τους με την Ενάγουσα. Η μαρτυρία που προσκομίστηκε από την ίδια την Ενάγουσα ήταν ότι επένδυσε σε μια πλατφόρμα που παρείχε επενδύσεις με υψηλό ρίσκο και έχασε τα λεφτά της. Μόνη της είχε ξεκινήσει το συγκεκριμένο εγχείρημα.

 

Η Ενάγουσα υποστηρίζει ότι είχε συνάψει συμβατική σχέση με την Εναγόμενη 1 για την παροχή εκπαίδευσης στις ειδικές αγορές και για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Ως η ίδια παραδέχθηκε, αυτή από μόνη της δημιούργησε τον λογαριασμό συμπληρώνοντας το έντυπο στην ιστοσελίδα της Εναγόμενης 2. Ως διαφάνηκε, η μόνη γραπτή συμφωνία μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης 2 αντικατοπτρίζεται στο Τεκμήριο 11. Για να υπάρχει έγκυρη συμφωνία πρέπει να υπάρχει και αντάλλαγμα. Ποιο ήταν το αντάλλαγμα δεν απαντήθηκε. Επιπρόσθετα, πρέπει να λεχθεί ότι στο Τεκμήριο 11 καταγράφονται και οι κίνδυνοι. Διαβάζονται τα ακόλουθα στην παράγραφο (C), του Section II: Terms and Conditions:

 

« (C) Each subscriber of the service acknowledges and agrees to the fact that, by its very nature, any investment in shares, stock options and similar and assimilated products is characterized by certain degree of uncertainty; consequently, any investment of this nature involves risks for which the user is solely responsible and liable. It is to be noted in this respect that past performance of a financial product does not guarantee any and are not an indication as to its future performance; »

 

Εκτός από την συγκεκριμένη ενημέρωση για τα ρίσκα που ενείχαν οι συγκεκριμένες επενδύσεις, το Τεκμήριο 12 περιέχει επεξήγηση των δυαδικών επενδύσεων αλλά παράλληλα επισύρει την προσοχή του κάθε ενδιαφερόμενου επενδυτή στο υψηλό ρίσκο που ενέχουν οι συγκεκριμένες επενδύσεις. Διαβάζονται τα ακόλουθα:

 

« HIGH RISK INVESTMENT WARNING: Trading Binary Options highly speculative, carries a level of risk and may not be suitable for all investors. You may lose some or all of your invested capital, therefore you should not speculate with capital that you cannot afford to lose. You should be aware of all of the risks associated with trading Binary Options. Please click here to read a full risk warning. ».

Η ίδια προειδοποίηση καταγράφεται και στα Τεκμήρια 15, 16, 18 και 19 ήτοι στην επικοινωνία που προηγήθηκε των συναλλαγών της Ενάγουσας με τις Εναγόμενες 1 και 2. Όσον αφορά το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 14, κάποιος που το διαβάζει διαπιστώνει ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε πίεση. Αντίθετα διαπιστώνεται, τις πλείστες μέρες, φιλική διάθεση. Η ίδια φαίνεται να ανέλαβε τον κίνδυνο που ενείχαν οι συγκεκριμένες επενδύσεις αφού υπέγραψε αδιαμαρτύρητα όλα τα έγγραφα.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω διαπιστώσεων που αφορούν όχι μόνο την έλλειψη μαρτυρίας που να στελεχώνει τα πραγματικά γεγονότα, αλλά και την έλλειψη νομικής θεμελίωσης των ισχυρισμών της Ενάγουσας, η αγωγή της είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Δεν κατάφερε να αποσείσει το αποδεικτικό βάρος που είχε. Η Αγωγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της Εναγόμενης 1, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Όσον αφορά την Εναγόμενη 2, η Αγωγή απορρίπτεται χωρίς οποιανδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

Ενόψει της κατάληξης της αγωγής, τα εκδοθέντα διατάγματα ημερομηνίας 25/08/2015 καθίστανται άνευ αντικειμένου και ακυρώνονται.

 

 

 

(Υπ.)…………………………………….

Ε. Γεωργίου - Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο