ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ κ.α. ν. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ κ.α., Αρ. Αίτησης: 3390/2017, 5/5/2025
print
Τίτλος:
ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ κ.α. ν. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ κ.α., Αρ. Αίτησης: 3390/2017, 5/5/2025

333ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αίτησης: 3390/2017

 

Μεταξύ:

 

 

1. ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ

2. ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ ΜΙΚΕΛΛΑ

3. ΟΥΡΟΛΟΓΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ ΛΤΔ

Ενάγοντες

 

και

 

1. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ

2. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

Εναγόμενοι

 

 

5 Μαΐου, 2025.

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες 1, 2 και 3/Αιτητές: κ. Στεφάνου και κ. Σεργίδης για Σκορδής & Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη 2/Καθ΄ης η Αίτηση: κα Μαυρή για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

στην Αίτηση Εναγόντων 1, 2 και 3/Αιτητών ημερομηνίας 31.3.2025
για ενδιάμεσα διατάγματα

 

 

Με την παρούσα Αίτηση οι Ενάγοντες ζητούν την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων που να απαγορεύουν την εκποίηση ενυπόθηκων ακινήτων μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.

 

Θα ξεκινήσω με μια αναφορά στις θέσεις των δύο πλευρών όπως προκύπτουν από τα ενώπιον μου στοιχεία.

 

Μεταξύ 2004 και 2008 οι Ενάγοντες 1 και 2, που είναι σύζυγοι, έλαβαν δανεισμό από το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού (στο εξής «ΣΤΛ») για ανέγερση κατοικίας, ύψους €1.250.000. Στην πορεία, το ΣΤΛ μετονομάστηκε σε Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (Εναγόμενη 1) ενώ η Εναγόμενη 2 χειρίζεται πλέον τους επίδικους λογαριασμούς των Εναγόντων. Σημειώνω παρενθετικά ότι η Εναγόμενη 1 δεν συμμετέχει στην παρούσα Αίτηση εφόσον το αποτέλεσμα δεν την επηρεάζει.

 

Προς εξασφάλιση πιο πάνω χορηγήσεων οι Ενάγοντες 1 και 2 είχαν παραχωρήσει υπέρ των δανειστών την υποθήκη Ε1702/2008, επί τριών ακινήτων. Σε σύντομο χρόνο μετά την χορήγηση των δανείων αυτών, το ΣΤΛ παράνομα, καταχρηστικά και αντισυμβατικά (ως η θέση των Εναγόντων) αύξησε το επιτόκιο με αποτέλεσμα αυτό να καταστεί περίπου τετραπλάσιο από αυτό που οι Ενάγοντες θεωρούν το επιτρεπτό με βάση τις πρόνοιες των συμφωνιών.

 

Η αύξηση του επιτοκίου, αύξησε τα ποσά των μηνιαίων δόσεων και τα χρεωστικά υπόλοιπα. Υπήρχαν επίσης, σύμφωνα με τους Ενάγοντες, λανθασμένες χρεώσεις τόκων και άλλων εξόδων στους λογαριασμούς. Για να είναι σε θέση να ανταποκριθούν, οι Ενάγοντες μεταξύ 2009 και 2015 αιτήθηκαν και έλαβαν από το ΣΤΛ και από άλλη εμπορική τράπεζα νέο δανεισμό και πιστωτικές διευκολύνσεις ώστε να εξυπηρετούν τις αυξημένες δόσεις. Προς εξασφάλιση των νέων δανείων οι Ενάγοντες παραχώρησαν εξασφαλίσεις υπό μορφή υποθηκών επί άλλης ακίνητης περιουσίας τους (υποθήκες Υ1747/2010, Υ9834/2009 και Υ2110/2015). Παραχωρήθηκαν επίσης προσωπικές εγγυήσεις και εξαργυρώθηκε πρόωρα ασφάλεια ζωής της Ενάγουσας 2. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, οι δόσεις πληρώνονταν κανονικά. Κάποια από τα επιπρόσθετα δάνεια και χορηγήσεις εξοφλήθηκαν στην πορεία όμως οι υποθήκες παρέμειναν αφού εξασφαλίζουν το σύνολο του δανεισμού των Εναγόντων.

 

Ένεκα του αυξημένου ποσού των δόσεων του στεγαστικού δανείου, προκλήθηκε γενικότερη οικονομική πίεση στην οικογένεια. Προέκυψαν επίσης αλυσιδωτές επιπτώσεις στην επιχείρηση (Ενάγουσα 3) που διατηρούσε ο Ενάγοντας 1 η οποία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί έγκαιρα σε φορολογικές υποχρεώσεις με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται με τόκους για αυτές.

 

Υπό αυτό το καθεστώς, οι Ενάγοντες αποτάθηκαν στο ΣΤΛ για να συζητήσουν τρόπους μείωσης των δόσεων του δανείου. Τους προσφέρθηκε η δυνατότητα υπογραφής τροποποιητικής συμφωνίας στεγαστικού δανείου με χαμηλότερο επιτόκιο από αυτό που πλήρωναν τότε και με παραχώρηση περαιτέρω εξασφαλίσεων, υποθηκών επί ακίνητης περιουσίας. Οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν στην τροποποιητική συμφωνία και περαιτέρω εξασφαλίσεις υπό τον οικονομικό εξαναγκασμό στον οποίο βρίσκονταν, με καταχρηστικούς και δυσμενείς όρους και σε καθεστώς παραπλάνησης ως προς τις πρόνοιες αυτής από το ΣΤΛ που είχε δεσπόζουσα οικονομική θέση έναντι τους. Οι Ενάγοντες σημειώνουν, μεταξύ άλλων, ότι το επιτόκιο που προέβλεπε η τροποποιητική συμφωνία ήταν 2,5 φορές υψηλότερο από το συμβατικό του αρχικού στεγαστικού δανείου.

 

Περί το 2015, και ενώ τα δάνεια ήταν εξυπηρετούμενα, οι Ενάγοντες 1 και 2 αποτάθηκαν σε οικονομικό σύμβουλο προς έλεγχο της ορθότητας του υπολοίπου του στεγαστικού δανείου τους. Ο έλεγχος αυτός έγινε με βάση το επιτόκιο που χρέωνε το ΣΤΛ, όπως αυξήθηκε στην πορεία. Σύμφωνα με την έκθεση που ετοιμάστηκε, διαπιστώθηκε ότι κατά την περίοδο 28.2.2008 – 2.11.2010 υπήρχαν υπερχρεώσεις ύψους €141.297,36. Οι Ενάγοντες παραπονέθηκαν προς το ΣΤΛ. Το ΣΤΛ εξέτασε το ζήτημα και περί τις 20.12.2017 απάντησε με επιστολή προς τους Ενάγοντες στην οποία, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι κατόπιν ελέγχων είχε εντοπιστεί «ακούσια λανθασμένη χρέωση τόκων» ύψους €141.297,36. Προς διόρθωση του λάθους, το ΣΤΛ στις 20.12.2017 επέστρεψε στους Ενάγοντες το εν λόγω ποσό το οποίο πιστώθηκε στο υπόλοιπο του λογαριασμού του δανείου.

 

Περί το ίδιο έτος, και ενώ οι πληρωμές έναντι δόσεων συνεχίζονταν, οι Ενάγοντες 1 και 2 αποτάθηκαν εκ νέου σε δικηγόρο και οικονομικό σύμβουλο στους οποίους ανέθεσαν τον έλεγχο της ορθότητας και νομιμότητας των χειρισμών του ΣΤΛ, της μεταβολής τόκου και της τήρησης των λογαριασμών τους. Ο δικηγόρος τους τότε τους ενημέρωσε για την ύπαρξη καταχρηστικών και παράνομων προνοιών στις συμφωνίες δανείων και εξασφαλίσεις. Ο οικονομικός σύμβουλος διενήργησε έλεγχο αναλυτικών καταστάσεων όλων των λογαριασμών δανείων και τρεχούμενων λογαριασμών των Εναγόντων από 28.2.2008 - 31.12.2016 (ο προηγούμενος έλεγχος που είχε γίνει ήταν μέχρι το 2010). Από τον έλεγχο διαπίστωσε υπερχρεώσεις και λανθασμένες χρεώσεις ύψους €336.462,21 (η σχετική έκθεση είναι το τεκμήριο 19 στην αίτηση). Αυτό το ποσό είναι επιπρόσθετο του ποσού των €141.297,36 που είχε ήδη επιστραφεί.

 

Οι Ενάγοντες απευθύνθηκαν με επιστολή του δικηγόρου τους προς το ΣΤΛ στις 4.8.2017, έθεσαν υπόψη τους την έκθεση του οικονομικού συμβούλου και ζήτησαν αποκατάσταση για το ποσό αυτό πλέον τόκους. Το ΣΤΛ απάντησε προφορικά στους Ενάγοντες προτείνοντας την επιστροφή ποσού €350.000 προς διευθέτηση όμως μεσολάβησαν οι εξελίξεις με τον Συνεργατισμό και τα δάνεια των Εναγόντων μεταφέρθηκαν, ως εξυπηρετούμενα, στην Ελληνική Τράπεζα (Εναγόμενη 2).

 

Η άρνηση των Εναγόμενων να ανταποκριθούν στα αιτήματα των Εναγόντων για αποκατάσταση των πιο πάνω, οδήγησε στην καταχώρηση της παρούσας αγωγής από τους Ενάγοντες.

 

Μέσω της αγωγής, στη βάση των πιο πάνω, οι Ενάγοντες αξιώνουν αποζημιώσεις για τα επιπλέον ποσά που πλήρωσαν σε όλους τους λογαριασμούς δανείων και πιστωτικές διευκολύνσεις, τα οποία εξειδικεύουν στην έκθεση απαίτησης. Ζητούν επιστροφή των ποσών που πλήρωσαν σε τόκους για τον αχρείαστο επιπρόσθετο δανεισμό που αναγκάστηκαν να συνάψουν. Ζητούν επίσης δηλωτικές αποφάσεις ότι ήταν παράνομες, άκυρες ή ακυρώσιμες οι συμφωνίες δανείων, πιστωτικών διευκολύνσεων και οι συμφωνίες παροχής εξασφαλίσεων, συμπεριλαμβανομένων των υποθηκών, που έγιναν για τον επιπλέον δανεισμό στον οποίο αναγκάστηκαν να προβούν για να ανταποκριθούν στις παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις (ως η θέση των Εναγόντων).

 

Η Εναγόμενη 2 δεν αρνείται την υπογραφή των διάφορων συμφωνιών. Δεν αρνείται επίσης ότι είχε γίνει η επιστροφή του ποσού των €141.297,36. Επί των υπόλοιπων ισχυρισμών των Εναγόντων, ουσιαστικά αρνείται ότι το ΣΤΛ ή η ίδια ενήργησαν παράνομα ή καταχρηστικά ή εκτός του πλαισίου των συμφωνιών και του Νόμου.

 

Μετά την καταχώρηση της αγωγής συνέχισαν οι προσπάθειες από μέρους των Εναγόντων για εξώδικη διευθέτηση της υπόθεσης χωρίς την ανταπόκριση που προσδοκούσαν από την άλλη πλευρά. Οι Ενάγοντες, βασιζόμενοι στην έκθεση του οικονομικού τους συμβούλου για τις υπερχρεώσεις που διαπίστωσε, έκριναν ότι τα ποσά των υπερχρεώσεων συνιστούσαν προπληρωμές των δόσεων του στεγαστικού δανείου και σταμάτησαν να πληρώνουν. Με βάση τους υπολογισμούς του οικονομικού τους συμβούλου τα ποσά των υπερχρεώσεων αντιστοιχούσαν σε προπληρωμές δόσεων για 4,5 χρόνια περίπου.

 

Η Εναγόμενη 2 διαφώνησε κρίνοντας ότι η μη πληρωμή δόσεων συνιστούσε παράβαση των όρων του δανεισμού και τερμάτισε τις σχετικές συμφωνίες δανείων το 2017. Ήγειρε επίσης ανταπαίτηση στην αγωγή ζητώντας την έκδοση απόφασης για τα χρεωστικά υπόλοιπα και διατάγματα για την εκποίηση των υποθηκών. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε τη διαδικασία εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων στη βάση του Μέρους VIA του Ν.9/65 με την αποστολή ειδοποιήσεων τύπου Θ.

 

Η θέση των Εναγόντων είναι ότι κατά την έναρξη της διαδικασίας του Μέρους VIA του Ν.9/65 δεν υπήρχε υπερημερία αλλά προπληρωμές. Είναι επίσης η θέση τους ότι, εάν ληφθεί υπόψη η αναστολή πληρωμής δόσεων κατά την περίοδο του κορονοϊού, τότε τα δάνεια τους ήταν προπληρωμένα μέχρι το 2023.

 

Η αγωγή είναι ορισμένη για ακρόαση σε μελλοντικό χρόνο. Στο ενδιάμεσο, γίνονταν προσπάθειες για κατάληξη σε παραδεκτά γεγονότα που θα περιόριζαν τα επίδικα θέματα ενώ γίνονταν και διαβουλεύσεις προς διευθέτηση της υπόθεσης. Οι διαβουλεύσεις αυτές ήταν σε προχωρημένο στάδιο, όπως φαίνεται από τις δηλώσεις των συνηγόρων που καταγράφονται στα πρακτικά διαφόρων δικασίμων. Παρά όμως τις προσπάθειες αυτές, η Εναγόμενη 2 συνέχιζε να προωθεί τη διαδικασία εκποίησης του Μέρους VIA, του Ν.9/65.

 

Αυτό ανάγκασε τους Ενάγοντες στην καταχώρηση της παρούσας Αίτησης με την οποία ζητούν την παροχή ενδιάμεσης θεραπείας που να απαγορεύσει την πώληση των ενυπόθηκων ακινήτων δια πλειστηριασμού μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.

 

Σημειώνω επίσης ότι προς υποστήριξη της παρούσας Αίτησης οι Ενάγοντες αποτάθηκαν εκ νέου σε οικονομικό σύμβουλο για να ετοιμάσει νέα έκθεση (Τεκμήριο 27) που να αναλύει τις χρεώσεις τόκων στο στεγαστικό δάνειο από το 2008 μέχρι και το 2025. Ο έλεγχος που έγινε βασίστηκε σε αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού που τους παρείχε η ίδια η Εναγόμενη 2 για σκοπούς αυτής της αγωγής. Αυτό παρά το ότι η θέση των Εναγόντων είναι πως τα επιτόκια που χρησιμοποιήθηκαν από την Εναγόμενη 2 για σκοπούς αναδόμησης είναι επίσης αντισυμβατικά και λανθασμένα. Έστω και έτσι, σύμφωνα με την έκθεση που παρουσιάστηκε διαπιστώνονται υπερχρεώσεις ύψους €384.134,19.

 

Η Εναγόμενη 2 έχει εγείρει ένσταση στην Αίτηση. Υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η διαδικασία πλειστηριασμού τροχοδρομήθηκε νόμιμα στα πλαίσια του Ν.9/65 και η παρούσα Αίτηση είναι λανθασμένο διάβημα για ακύρωση του πλειστηριασμού. Υποστηρίζει επίσης ότι ακόμα και εάν δεν εκδοθούν τα διατάγματα και πωληθούν τα ενυπόθηκα ακίνητα, δεν θα προκύψει ζημιά που να μην μπορεί να αποζημιωθεί σε χρήμα. Επί των γεγονότων που επικαλούνται οι Ενάγοντες, η θέση της Εναγόμενης 2 είναι ότι όλες οι συμφωνίες (πιστώσεων και εξασφαλίσεις) είναι μόνιμες και δεσμευτικές και δεν υπάρχουν καταχρηστικές ή παράνομες ρήτρες. Διαφωνεί ότι οι διάφορες συμφωνίες υπογράφηκαν υπό συνθήκες που να τις καθιστούν άκυρες ή ακυρώσιμες. Επίσης, με εξαίρεση την επιστροφή του ποσού των €141.297,36 που παραδέχονται, η Εναγόμενη 2 υποστηρίζει ότι όλες οι υπόλοιπες χρεώσεις τόκων ήταν νόμιμες και ορθές.

 

Αυτές είναι, πολύ επιγραμματικά, οι θέσεις των δύο πλευρών όπως προκύπτουν από τα δικόγραφα, τον φάκελο της υπόθεσης και από τις ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθηκαν για σκοπούς αυτής της Αίτησης.

 

Πριν προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας, σημειώνω ότι έχω μελετήσει το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου καθώς και τις αγορεύσεις των συνηγόρων.

 

Εξ αρχής σημειώνω τα ακόλουθα. Και οι δύο πλευρές, στην Αίτηση, ένσταση και στις αγορεύσεις έχουν αναφερθεί στη διαδικασία του Μέρους VIA του Ν. 9/65, στις ειδοποιήσεις που έχουν σταλθεί δυνάμει αυτού και στον προγραμματισμένο πλειστηριασμό των ενυπόθηκων ακινήτων.

 

Η διαδικασία πλειστηριασμού των ενυπόθηκων ακινήτων δυνάμει του Ν. 9/65 δεν με έχει απασχολήσει. Η παρούσα αγωγή δεν μπορεί να καταστεί όχημα για να εξεταστεί το νομότυπο της διαδικασίας εκείνης. Ο παραμερισμός ειδοποιήσεων που στάλθηκαν δυνάμει των προνοιών του Ν.9/65 γίνεται μόνο με το δικονομικό διάβημα που εκεί προβλέπεται ρητά.

 

Προσεγγίζω και αποφασίζω την παρούσα Αίτηση μόνο υπό το πρίσμα του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 που οι Ενάγοντες επικαλούνται. Δηλαδή, αυτό που θα εξετάσω είναι εάν οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης πληρούν τις προϋποθέσεις ώστε να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου στην παροχή ενδιάμεσης θεραπείας μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32(1) του Ν.14/60:

«Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, δικαστήριο κατά την άσκηση της πολιτικής του δικαιοδοσίας, δύναται να εκδίδει ενδιάμεσο διάταγμα (απαγορευτικό, διηνεκές, ή προστακτικό) ή να διορίζει παραλήπτη, εάν το κρίνει δίκαιο ή πρόσφορο υπό τις περιστάσεις, παρόλο που δεν αξιώνεται ή χορηγείται μαζί με αυτό οποιαδήποτε αποζημίωση ή άλλη θεραπεία:

Νοείται ότι, δεν εκδίδεται ενδιάμεσο διάταγμα, εκτός εάν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, ότι υπάρχει πιθανότητα ο αιτών διάδικος να δικαιούται θεραπεία, και ότι θα είναι δύσκολη ή αδύνατη η πλήρης απονομή δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, εάν δεν εκδοθεί το εν λόγω διάταγμα.»

 

Παρά την σχετικά πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 32 του Ν.14/60, οι προϋποθέσεις για χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας από το Δικαστήριο παραμένουν ως είχαν.

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω λεκτικό, το Δικαστήριο εκδίδει παρεμπίπτον διάταγμα μόνο εάν ο αιτητής καταδείξει (α) ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, (β) ότι υπάρχει πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία και (γ) εάν δείξει ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον εάν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Τέλος, διάταγμα εκδίδεται μόνο εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι «δίκαιον ή πρόσφορον» υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.

 

Αναφορικά με την 1η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960, σύμφωνα με τη νομολογία το Δικαστήριο ανατρέχει στα δικόγραφα για να αποφασίσει κατά πόσο αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής.

 

Όπως επαναλήφθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Laxiflora Holdings Ltd κ.α. ν Κώστα Ζερβού κ.α., πολιτικές εφέσεις Ε38/2021 και Ε42/2021, ημερομηνίας 12.2.2024:

 

«για εκπλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης απαιτείται απλώς η δικογραφημένη ανάδειξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση. Δεν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση, αγωγές στηριζόμενες σε βάσεις άγνωστες στον Νόμο ή και τη Νομολογία όπου η συνέχιση τους θα απολήξει να είναι ανούσια και ενοχλητική (frivolous and vexatious), αλλά και απαιτήσεις όπου επιδιώκεται η απόδοση θεραπείας παράλογης ή απαράδεκτης.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση, οι αξιώσεις που οι Ενάγοντες εγείρουν με την αγωγή τους δεν φαίνονται έκδηλα απαράδεκτες ή αντινομικές. Κρίνω ότι η έκθεση απαίτησης αποκαλύπτει νομικά και πραγματικά ζητήματα προς εξέταση κατά τη δίκη. Συνεπώς, θεωρώ ότι η 1η προϋπόθεση πληρείται.

 

Προχωρώ στη 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, που αφορά το κατά πόσο διαπιστώνεται ορατή πιθανότητα επιτυχίας στις αξιώσεις που εγείρονται.

 

«Ορατή πιθανότητα επιτυχίας» σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα και κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων[1]. Εξετάζοντας κατά πόσο πληρείται αυτή η προϋπόθεση, το Δικαστήριο περιορίζεται να διαπιστώσει μόνο αν υπάρχει ενδεχόμενο, με βάση το μαρτυρικό υλικό, ο αιτητής να επιτύχει στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας[2].

 

Στην Laxiflora (ανωτέρω), η προσέγγιση της νομολογίας συνοψίστηκε ως εξής:

 

«Κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής γίνεται συσχέτιση της νομικής βάσης της αγωγής με την προσκομισθείσα, από πλευράς αιτητή, μαρτυρίας. Σταθμίζεται βέβαια και η αντίθετη εκδοχή του καθ' ου η αίτηση. Η υποκειμενική και εξαντλητική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και η επιλογή εκδοχών και η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποφεύγεται. Αυτά είναι αξιώματα που ανήκουν στην κυρίως δίκη. Αυτού λεχθέντος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία, κάποια αποτίμηση της αποδεικτικής δύναμης της μαρτυρίας εκείνου που ζητά τη θεραπεία, θα πρέπει να γίνεται από το Δικαστήριο.»

 

Στην παρούσα περίπτωση, οι Ενάγοντες βασίζονται σε μια σειρά από γεγονότα για να καταλήξουν στις αξιώσεις που εγείρουν με την αγωγή. Ισχυρίζονται ότι μετά την αρχική χορήγηση στεγαστικού δανείου υπήρχαν υπερχρεώσεις που οδήγησαν σε αυξημένα ποσά μηνιαίων δόσεων και αυξημένα χρεωστικά υπόλοιπα. Αυτό δημιούργησε συνθήκες οικονομικής πίεσης και τους ανάγκασε να προχωρήσουν σε περαιτέρω δανεισμό για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Για τον περαιτέρω δανεισμό δόθηκαν επιπρόσθετες εξασφαλίσεις. Μέσω της αγωγής, μεταξύ άλλων, ζητούν διατάγματα που να κηρύττουν άκυρες τις υποθήκες των ακινήτων που αναγκάστηκαν υπό αυτές τις συνθήκες να συνάψουν, για αχρείαστα δάνεια που λήφθηκαν για κάλυψη αναγκών που δημιουργήθηκαν για ανύπαρκτες οφειλές. Αυτά ως αποτέλεσμα των παράνομων, καταχρηστικών, δόλιων και καταπιεστικών (πάντα κατά τους Ενάγοντες) ενεργειών των Εναγόμενων.

 

Η ύπαρξη υπερχρεώσεων στο στεγαστικό δάνειο είναι, εν μέρει, αποδεκτή από την Εναγόμενη 1. Υπενθυμίζω ότι το ΣΤΛ προέβη το 2017 σε επιστροφή ποσού €141,297,36 που είχε χρεωθεί μέχρι 31.12.2010, από ακούσιο λάθος (όπως τέθηκε). Πέραν αυτού, οι Ενάγοντες παρουσίασαν εκθέσεις από οικονομικούς συμβούλους (μέχρι το 2017 και ακολούθως μέχρι το 2025) σύμφωνα με τις οποίες υπάρχουν περαιτέρω υπερχρεώσεις και λανθασμένες χρεώσεις πέραν των €350.000 στο στεγαστικό δάνειο. Αυτό, επιπρόσθετα του ποσού των €141.297,36 που έχει ήδη επιστραφεί.

 

Έχω αναφερθεί πιο πάνω στη μαρτυρία που παρουσιάστηκε από τους Ενάγοντες στα πλαίσια της Αίτησης. Εξετάζοντας αυτή τη μαρτυρία στο πλαίσιο των ισχυρισμών που περιέχονται στην έκθεση απαίτησης, κρίνω ότι αποκαλύπτει συζητήσιμη υπόθεση, στον βαθμό που απαιτείται για σκοπούς του άρθρου 32(1) του Ν.14/60.

 

Επισημαίνω ότι η διαπίστωση αυτή βασίζεται στην εξέταση της ενώπιον μου μαρτυρίας για τους περιορισμένους σκοπούς του παρόντος σταδίου της διαδικασίας, χωρίς να προκαταβάλλω το αποτέλεσμα της αγωγής.

 

Για σκοπούς της 3ης προϋπόθεσης του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι χωρίς την ενδιάμεση θεραπεία θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Έχει επικρατήσει στη νομολογία, ζημιά να μην θεωρείται ανεπανόρθωτη εάν μπορεί να αποκατασταθεί μεταγενέστερα σε χρήμα. Αυτό όμως δεν είναι απόλυτο. Η ιδιαίτερη υφή κάποιας υπόθεσης, υπό το πρίσμα των αξιώσεων που εγείρονται, των επίδικων θεμάτων και της διαθέσιμης μαρτυρίας, μπορεί να συνθέτουν ένα πλαίσιο ιδιαίτερων περιστάσεων που να δικαιολογούν τη χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας διότι η οικονομική αποζημίωση δεν θα καταφέρει τη δίκαιη αποκατάσταση εάν τελικά οι Ενάγοντες επιτύχουν[3].

 

Όπως αναφέρθηκε στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου American University of Cyprus (AUCY) Ltd κ.α. ν SCFB Ltd, Πολιτική έφεση Ε6/2022, ημερομηνίας 4.3.2025:

 

«Η τρίτη προϋπόθεση ως γνωστό αφορά στη δυσκολία ή αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο αν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Τούτο έχει συνδεθεί με την επάρκεια της θεραπείας των αποζημιώσεων, χωρίς αυτό να είναι απόλυτα ακριβές, αφού η έννοια της δικαιοσύνης δεν περιορίζεται στα στεγανά της υλικής ζημιάς. Η δικαιοσύνη ταυτίζεται με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία.

 

[…] Πέραν της Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1(Β) ΑΑΔ 1245, στην οποία κάνει αναφορά το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραπέμπουμε στο σύγγραμμα Διατάγματα, Injunctions (ανωτέρω), σελ. 131-141, όπου αναφέρεται ότι η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία.»

 

Στην παρούσα περίπτωση, θεωρώ ότι και η συγκεκριμένη προϋπόθεση πληρείται. Μέσω των αξιώσεων που εγείρονται, αλλά και της μαρτυρίας που έχει παρουσιαστεί στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης, εάν αποξενωθούν τα ενυπόθηκα ακίνητα και κατά τη δίκη διαπιστωθεί ότι οι συμφωνίες παροχής πιστώσεων ή και οι εξασφαλίσεις που δόθηκαν για αυτά ήταν άκυρες ή ακυρώσιμες τότε οι Ενάγοντες θα έχουν μείνει χωρίς ουσιαστική θεραπεία. Τα ακίνητα θα έχουν πλέον χαθεί. Εάν οι αξιώσεις επιτύχουν και οι υποθήκες ακυρωθούν, ή έστω το χρέος που εξασφαλίζεται από αυτές διαπιστωθεί ότι έχει εξοφληθεί ή είναι χαμηλότερο αυτού που η Εναγόμενη 2 ισχυρίζεται, τότε η επιτυχία θα είναι άνευ αντικρίσματος εάν στο μεταξύ τα ακίνητα έχει εκποιηθεί. Οι Ενάγοντες και το Δικαστήριο θα έχουν τεθεί προ τετελεσμένων και δεν θα υπάρχει τρόπος απόδοσης αποτελεσματικής θεραπείας.

 

Θεωρώ επομένως, ότι και η 3η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60 πληρείται.

 

Περαιτέρω, από τα ενώπιον μου στοιχεία όπως διαμορφώθηκαν με την καταχώρηση της ένστασης, κρίνω ότι είναι ορθό και δίκαιο να παρασχεθεί ενδιάμεση θεραπεία ώστε να διαφυλαχθούν τα ακίνητα που βαρύνονται από τις υποθήκες Υ1747/2010 και Υ2110/2015 μέχρι την εκδίκαση της αγωγής. Δεν παραβλέπω ότι υπάρχουν και άλλες υποθήκες αλλά αυτές οι δύο συνιστούν το αντικείμενο της παρούσας Αίτησης.

 

Περαιτέρω, έχω σταθμίσει τις επιπτώσεις στις δύο πλευρές τόσο σε περίπτωση έγκρισης όσο και σε περίπτωση απόρριψης της Αίτησης. Κρίνω ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει προς τη έκδοση διατάγματος για τη διαφύλαξη των ακινήτων. Εάν τα ακίνητα απωλεσθούν, οι Ενάγοντες ενδεχομένως θα μείνουν χωρίς αποτελεσματική θεραπεία. Από την άλλη, εάν εκδοθεί διάταγμα για τη διατήρηση των ακινήτων, η Εναγόμενη 2 θα συνεχίσει να διατηρεί την εξασφάλιση της στο ενδιάμεσο.

 

Συνεπώς, για τους λόγους που εξήγησα και υπό το πρίσμα των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης, κρίνω ότι είναι ορθό και δίκαιο να παρασχεθεί ενδιάμεση θεραπεία για τη διατήρηση των ακινήτων που βαρύνονται με τις υποθήκες Υ1747/2010 και Υ2110/2015 μέχρι την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής.

 

Σημειώνω ότι οι Ενάγοντες με την Αίτηση διεκδικούν αριθμό άλλων διαταγμάτων το εύρος των οποίων εκφεύγει του αυστηρά αναγκαίου για να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Σαν γενική αρχή, σε περίπτωση παροχής ενδιάμεσης θεραπείας, η έκταση της πρέπει να είναι η ελάχιστη ώστε να διασφαλιστούν οι σκοποί για τους οποίους παρέχεται. Ο περιορισμός των δικαιωμάτων ενός διάδικου μέσω της έκδοσης ενδιάμεσων διαταγμάτων νομιμοποιείται μόνο στο βαθμό που τα διατάγματα είναι απολύτως απαραίτητα για διαφύλαξη της ακεραιότητας της κυρίως δίκης.

 

Συνεπώς, η Αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται διάταγμα που απαγορεύει στους Εναγόμενους 2 να πωλήσουν και/ή μεταβιβάσουν και/ή με άλλο τρόπο να αποξενώσουν τα ακίνητα που βαρύνονται με τις υποθήκες Υ2110/2015 και Υ1702/2008. Το παρόν διάταγμα θα ισχύει μέχρι την περάτωση της αγωγής.

 

Τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα, απορρίπτονται για τους λόγους που εξήγησα.

 

Παραμένει το θέμα των εξόδων της Αίτησης. Ακολουθώντας το αποτέλεσμα τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων/Αιτητών και εναντίον της Εναγόμενης 2/Καθ’ ης η Αίτηση, όπως θα υπολογιστούν και εγκριθούν, πληρωτέα στο τέλος της αγωγής.

 

 

 

(Υπ.)  …………………………………………………
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής



[1] Οδυσσέως (ανωτέρω)

[2] Fellowes v Fisher [1975]2 All E.R. 829

[3] Karydas Taxi Services Ltd v Komodikis (1975) 1 ΑΑΔ 330


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο