
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Πετρίδου, Ε.Δ
Γενική Αίτηση αρ.: 268/2022
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ
Αιτήτρια
-και-
1. ΠΑΥΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΜΙΧΑΗΛ
2. ΠΑΥΛΟ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
3. ΝΙΟΒΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
4. ΑΝΝΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ
5. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΣΙΝΙΔΟΥ
6. ΖΩΗ ΠΑΠΠΟΥΤΗ
Καθ’ ων η Αίτηση
Αίτηση ημερ. 12.7.2022 για εγγραφή διαιτητικής απόφασης
Ημερομηνία: 30 Μαϊου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Αιτήτρια: κα Καλλή για κ.κ. Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ
Για τον Καθ’ ου η Αίτηση 2: κ. Χρ. Κληρίδης
Για τις Καθ’ ων η Αίτηση 3 και 4: Αυτοπροσώπως/ Παρούσες
Για τους Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6: κ. Τ. Κουκούνης για Ανδρέας Κουκούνης & Σια ΔΕΠΕ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Στις 12.7.2022, η Αιτήτρια καταχώρησε την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση (στο εξής «η Αίτηση»), με την οποία επιζητεί άδεια του Δικαστηρίου όπως η εκδοθείσα Διαιτητική Απόφαση ημερ. 21.11.2003 (στο εξής «η Διαιτητική Απόφαση»), η οποία εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 2 - 5, καταχωρηθεί και εγγραφεί, για σκοπούς εκτέλεσης, στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Σημειώνω εδώ, εξ αρχής, ότι σε ότι αφορά την περιουσία της Καθ’ ης η Αίτηση 1, έχει ήδη εκδοθεί, εναντίον της, σχετικό διάταγμα εγγραφής της Διαιτητικής Απόφασης, για σκοπούς εκτέλεσης της, στις 11.10.2022[1].
Η Αίτηση βασίζεται στον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο, N. 22/85, άρθρο 52(1)(β) και (2)(β), (3), (4) και (5), τους περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμούς, θ. 79, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.40, Δ.41, Δ.47, θ. 1-3, Δ.48, θ. 1-3, 8(1), στον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960, Ν. 14/60, άρθρο 37, ως επίσης και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Την Αίτηση υποστηρίζει ένορκη δήλωση του κ. Α. Ανδρέου (στο εξής «ο ομνύοντας»). Σε αυτήν, ο ομνύοντας αναφέρει ότι είναι υπάλληλος στην εταιρεία Altamira Asset Management (Cyprus) Ltd (στο εξής «η Altamira»), η οποία, δυνάμει σχετικής συμφωνίας διαχείρισης και ρύθμισης δανείων μεταξύ της και της Αιτήτριας, ανέλαβε, μεταξύ άλλων, το δάνειο/ πιστωτική διευκόλυνση που αφορά την Αίτηση. Αναφέρει επίσης ότι τα καθήκοντά του στην Altamira είναι ο χειρισμός δικαστικών υποθέσεων της Αιτήτριας, ενώ σε ότι αφορά τα γεγονότα που περιβάλλουν την Αίτηση, τα γνωρίζει είτε λόγω προσωπικής γνώσης, είτε από έγγραφα που έχει στην κατοχή του. Όπου δε αναφέρεται σε γεγονότα τα οποία του έχουν μεταφέρει τρίτα πρόσωπα, αναφέρει την πηγή της πληροφόρησης του, ενώ είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από την Αιτήτρια και την Altamira να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της παρούσας Αίτησης.
Στη συνέχεια, ο ομνύοντας προχωρεί σε αναφορές που αφορούν τις διάφορες συγχωνεύσεις, μετονομασίες, μεταβολές και μεταφορές που έλαβαν χώρα, μεταξύ άλλων και αυτής που αφορά τη συγχώνευση του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Ιδιωτικών Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου (ΣΥ.Τ.Ι.Ε.Κ) Λτδ με την ΣΠΕ Λακατάμιας – Δευτεράς Λτδ και, ακολούθως, τη συγχώνευση της τελευταίας με την Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ και, τέλος, στις μεταφορές, μεταβολές και μετονομασίες που κατέληξαν στην Αιτήτρια[2].
Ως προς την επίδικη Διαιτητική Απόφαση, η εγγραφή της οποίας επιζητείται με την Αίτηση, ο ομνύοντας αναφέρει ότι, στις 21.11.2003, εκδόθηκε η επίδικη Διαιτητική Απόφαση από διαιτητή, δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 1 - 6, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, για το υπ’ αριθμό 18943 γραμμάτιο, για το ποσό των ΛΚ 2.827,64, πλέον τόκο προς 9% ετησίως από 21.11.2003 μέχρι εξόφλησης, πλέον ΛΚ 45 ως έξοδα, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτει ως Τεκμήριο 1 στην ένορκη του δήλωση. Περαιτέρω, αναφέρει ότι η Διαιτητική Απόφαση γνωστοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, στους Καθ’ ου η Αίτηση 2, 3, 4, 5 και 6, στις 24.5.2022, 4.1.2022, 26.5.2022, 8.6.2022 και 24.5.2022, αντίστοιχα και επισυνάπτει προς απόδειξη τούτου, το Τεκμήριο 2. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι, η επίδικη Διαιτητική Απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε από κανέναν εκ των Καθ’ ων η Αίτηση εντός της προθεσμίας των 21 ημερών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της σε αυτούς, και, συνεπώς, τούτη κατέστη τελεσίδικη. Τέλος, αναφέρει ότι, από την έκδοση της Διαιτητικής Απόφασης, καταβλήθηκε προς την Αιτήτρια μόνο το ποσό των €1.440,89, έναντι του ποσού που επιδικάστηκε υπέρ της, στη βάση της εν λόγω Απόφασης.
Σημειώνω εδώ ότι, κατόπιν άδειας που δόθηκε στην πλευρά της Αιτήτριας[3], καταχωρήθηκε από τον ομνύοντα, στις 16.12.2022, συμπληρωματική ένορκη δήλωση (στο εξής «η ΣΕΔ») προς περαιτέρω υποστήριξη της παρούσας Αίτησης. Σε αυτήν, ουσιαστικά, ο ομνύοντας αναφέρει ότι η Αιτήτρια δεν έκανε αποδεκτές τις αποφάσεις που εξέδωσε ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος σε σχέση με τα παράπονα που υποβλήθηκαν από τις Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 αναφορικά με τον επίδικο λογαριασμό δανείου και/ή τη Διαιτητική Απόφαση (αποφάσεις ημερ. 31.8.2022 και 1.9.2022[4]), και ότι προς τούτο ενημέρωσε γραπτώς τον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο με σχετικές επιστολές της προς αυτόν (βλ. Τεκμήριο Α επί της ΣΕΔ).
Η Αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση 2, 5 και 6, οι οποίοι και καταχώρησαν ειδοποίηση περί πρόθεσης Ένστασης. Οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 και 4, οι οποίες εμφανίστηκαν αυτοπροσώπως στην παρούσα διαδικασία, επέλεξαν να καταχωρήσουν, έκαστη, μόνο μία ένορκη δήλωση (ημερ. 11.11.2022), στην οποία, ουσιαστικά, κάθε μία εξ αυτών αναφέρει, τους λόγους, για τους οποίους αδυνατεί να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό έναντι του επιδικασθέντος, στη βάση της Διαιτητικής Απόφασης, εναντίον της ποσού.
Η πλευρά του Καθ’ ου η Αίτηση 2, μέσω της Ένστασης του, προβάλλει συνολικά 16 λόγους ένστασης, τους οποίους δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιους για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης. Και τούτο διότι, ως έχει αποκρυσταλλωθεί μέσω της αγόρευσης που καταχωρήθηκε από τον συνήγορο του, η πλευρά του, κατά το στάδιο της ακρόασης της παρούσας Αίτησης, επέλεξε να προωθήσει μόνο τους εξής λόγους ένστασης: (1) ότι το αιτητικό της Αίτησης είναι ασαφές και/ή αόριστο και/ή δεν μπορεί η Αιτήτρια να αιτείται την καταχώρηση και εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης στο μητρώο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, για σκοπούς εκτέλεσης, εφόσον οποιαδήποτε άδεια για εκτέλεση ακολουθεί της διαδικασία καταχώρησης και εγγραφής της εν λόγω Απόφασης, (2) ότι η Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει σε ότι αφορά την εκτέλεση της Διαιτητικής Απόφασης, λόγω του ότι έχει παρέλθει υπερβολικός και/ή υπέρμετρος χρόνος, και δη πέραν των 20 ετών από την έκδοση της Διαιτητικής Απόφασης, χωρίς η Αιτήτρια, κατά το χρόνο που διέρρευσε, να προβεί σε οποιαδήποτε διαβήματα για σκοπούς εξαργύρωσης του ασφαλιστηρίου ζωής που είχε η αποβιώσασα (Καθ’ ης η Αίτηση 1), ως εξασφάλιση του επίδικου δανείου, με αποτέλεσμα, με την αδράνεια της αυτή (της Αιτήτριας), να δημιουργηθεί ένα υπέρογκο ποσό λόγω του χρόνου που παρήλθε, επιφέροντας ζημία σε αυτόν, (3) ότι η Διαιτητική Απόφαση δεν φέρει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά απόφασης, και δη ότι η διατύπωση της δεν επιλύει με σαφήνεια τα επίδικα ζητήματα που τέθηκαν στην διαιτητική διαδικασία, ώστε να είναι δεκτική εκτέλεσης και/ή στερείται της δέουσας και/ή επαρκούς αιτιολογίας, με αποτέλεσμα να είναι άκυρη και/ή ανυπόστατη, (4) ότι η Αιτήτρια κωλύεται δια της συμπεριφοράς της και/ή των δηλώσεων της και/ή υποσχέσεων της προς τον Καθ’ ου η Αίτηση 2, από το να διεκδικεί τόσο την εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης, όσο και την εκτέλεση της, καθότι αυτή προέβη σε παραστάσεις και/ή υποσχέσεις προς τον τελευταίο ότι θα τον απάλλασσε από τις υποχρεώσεις του, ως αυτές απορρέουν από την Διαιτητική Απόφαση, εάν τούτος προέβαινε σε ενέργειες και της κατέβαλλε το ποσό των €10.000 από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο που διατηρούσε η Καθ’ ης η Αίτηση 1 προς εξασφάλιση του επίδικου δανείου, πράγμα που ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 έπραξε, (5) ότι η Διαιτητική Απόφαση και/ή η αιτούμενη θεραπεία αντίκειται στο Νόμο και/ή τη δημόσια πολιτική και (6) ότι η Αιτήτρια αμέλησε και/ή σκόπιμα και/ή δολίως δεν γνωστοποίησε την έκδοση της Διαιτητικής Απόφασης, προηγουμένως και δη μετά την έκδοση αυτής, με αποτέλεσμα σήμερα να διεκδικεί ποσό το οποίο έχει διογκωθεί κατά πολύ του αρχικού οφειλόμενου, ένεκα των τόκων, τόκων υπερημερίας και άλλων χρεώσεων. Σημειώνω εδώ, ότι η Ένσταση του Καθ’ ου η Αίτηση 2 υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του ίδιου, στην οποία αυτός επαναλαμβάνει, πλην όμως με περισσότερη λεπτομέρεια και επιχειρηματολογία, τους λόγους ένστασης του.
Σε ότι αφορά την Ένσταση που καταχωρήθηκε εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6, σε αυτήν προβάλλονται συνολικά 21 λόγοι ένστασης, τους οποίους, επίσης, δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιους για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, καθότι τούτοι, ως τούτοι έχουν αποκρυσταλλωθεί μέσω της αγόρευσης των συνηγόρων τους (βλ. Στέλιος Σάββα και Υιοί Λιμιτεδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αγωγή αρ. 1/2019, απόφαση ημερ. 28.5.2020), έχουν ουσιαστικά, ως ακολούθως: (1) Η νομική βάση της Αίτησης είναι ελλιπής και/ή εσφαλμένη, εφόσον, σε αυτήν δεν περιλαμβάνεται η Δ.48 θ. 8(1)(nn) που θα επέτρεπε την εγγραφή εξωδικαστηριακής απόφασης, ως επίσης, και για το λόγο ότι η Αιτήτρια δεν αποτελεί πλέον συνεργατική εταιρεία, αλλά νομικό πρόσωπο, δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και, ως εκ τούτου, αυτή δεν υπόκειται στους περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμούς, αλλά στους περί Εταιρειών Κανονισμούς, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στη νομική βάση της Αίτησης, (2) Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση είναι αντικανονική και παράτυπη, (3) Η Διαιτητική Απόφαση είναι παράνομη, εφόσον ουδέποτε επιδόθηκε στους Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 η ειδοποίηση για την διαιτητική διαδικασία που κατ’ ισχυρισμόν διεξήχθη, ούτε τους επιδόθηκε η Διαιτητική Απόφαση, αλλά ούτε τους δόθηκε το δικαίωμα να εκπροσωπηθούν από δικηγόρο στην εν λόγω διαδικασία, (4) Υπάρχει απόφαση του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου που καθιστά παράνομη την απαίτηση της Αιτήτριας έναντι των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 και/ή η οποία τους απαλλάσσει από οποιεσδήποτε υποχρεώσεις τους έναντι της, (5) Υπάρχει υπέρμετρη καθυστέρηση στην προώθηση της παρούσας Αίτησης και (6) Τα οικονομικά και/ή προσωπικά δεδομένα των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 έχουν μεταβληθεί από την ημερομηνία έκδοσης της Διαιτητικής Απόφασης.
Σημειώνω, εδώ, επίσης, ότι την Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 συνοδεύει ένορκη δήλωση της Καθ’ ης η Αίτηση 5, η οποία, ως αναφέρει, είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη και από την Καθ’ ης η Αίτηση 6 να προβεί σε αυτήν. Στην εν λόγω ένορκη δήλωση, επαναλαμβάνονται ουσιαστικά οι πιο πάνω λόγοι ένστασης, με περισσότερη λεπτομέρεια και επιχειρηματολογία.
Ακροαματική Διαδικασία
Ουδείς εκ των ομνύοντων των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν είτε την Αίτηση, είτε τις Ενστάσεις που καταχωρήθηκαν σε αυτήν εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση 2, 5 και 6, αντεξετάστηκε. Επίσης, ούτε οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 και 4 αντεξετάστηκαν επί του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης που έκαστη εξ αυτών καταχώρησε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε προφορική μαρτυρία από τους διαδίκους.
Διεξήλθα τόσο την Αίτηση, όσο και τις Ενστάσεις των Καθ’ ων η Αίτηση 2, 5 και 6 και όλο το μαρτυρικό υλικό που τις υποστηρίζει, ως επίσης και τις ένορκες δηλώσεις των Καθ’ ων η Αίτηση 3 και 4, έχοντας συνέχεια κατά νου τις θέσεις και τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν εκ μέρους των διαδίκων, όπως αυτά προβάλλουν μέσα από τις αγορεύσεις τους και/ή τις τοποθετήσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά την ημέρα της ακρόασης της παρούσας Αίτησης.
Νομική Πτυχή
Στην περίπτωση που εγείρεται οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ συνεργατικής εγγεγραμμένης εταιρείας και, μεταξύ άλλων, μέλους, πρώην μέλους, καταθετών, οφειλετών ή των εγγυητών της, αναφορικά με τις εργασίες συνεργατικής εταιρείας, εφαρμόζεται ο περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμος του 1985 (Ν.22/85), ως αυτός έχει τροποποιηθεί, σε συνάρτηση με τους περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμούς του 1987, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί.
Σύμφωνα με το άρθρο 52(1) του Ν. 22/85, η διαφορά αυτή θα παραπέμπεται από την συνεργατική εγγεγραμμένη εταιρεία ή από οποιονδήποτε εκ των πιο πάνω προσώπων, στον Έφορο, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα οποιουδήποτε προσώπου, περιλαμβανομένης της συνεργατικής εταιρείας, να προσφύγει σε αρμόδιο Δικαστήριο.
Βάσει του άρθρου 52(2) του ίδιου Νόμου, ο Έφορος δύναται με τη λήψη της παραπομπής σε διαιτησία, να επιχειρήσει συνδιαλλαγή της διαφοράς ή να παραπέμψει τη διαφορά προς επίλυση σε διαιτησία, η οποία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 και τις διατάξεις των Θεσμών 78 και 79 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών[5].
Ο κανονισμός 78 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών του 1987 (ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί), έχει ως εξής:
«78.-(1) Οσάκις εγείρεται οιαδήποτε διαφορά, αύτη παραπέμπεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 52 εις τον Έφορον.
(2) Η τοιαύτη παραπομπή θα γίνεται δι΄ εγγράφου εκθέσεως η οποία θα χρονολογήται και απευθύνεται προς τον Έφορον, θα υπογράφεται υπό του μέρους το οποίον συντάσσει ταύτην, θα ορίζη την διαφοράν και θα περιέχη πλήρεις λεπτομέρειας αυτής.
(3) Άμα τη λήψει της τοιαύτης παραπομπής ο Έφορος δύναται:
(α) να επιχειρήσει συνδιαλλαγήν, ή
(β) να παραπέμψη την διαφοράν προς επίλυσιν εις ένα ή τρεις διαιτητάς».
Στη βάση του άρθρου 52(4) του Ν. 22/85 «Οποιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση οποιουδήποτε διαιτητή ή διαιτητών δύναται να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο εντός είκοσι και μιας ημερών (21) από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της απόφασης».
Τέλος, το άρθρο 52(5) του Ν. 22/85 προνοεί ότι: «Αν οποιαδήποτε απόφαση του διαιτητή ή των διαιτητών με βάση το εδάφιο (2), δεν έχει εφεσιβληθεί στο δικαστήριο, σύμφωνα με το εδάφιο (4), ή αν η έφεση κατ' αυτής εγκαταλειφθεί ή αποσυρθεί, η διαιτητική απόφαση είναι τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως εάν αυτή να ήταν απόφαση πολιτικού δικαστηρίου».
Κρίνω σκόπιμο και αναγκαίο στο σημείο αυτό να υπενθυμίσω τις αρχές βάσει των οποίων εξετάζεται μία αίτηση εγγραφής διαιτητικής απόφασης στη βάση του Άρθρου 52 του Ν. 22/85.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η διαδικασία εγγραφής διαιτητικής απόφασης για σκοπούς εκτέλεσης, είναι διαδικαστικής μορφής διαδικασία. Το Δικαστήριο περιορίζεται στην εξέταση των διαδικαστικών προϋποθέσεων που καθορίζονται στο άρθρο 52(2) του Ν. 22/85 και δεν υπεισέρχεται σε θέματα ουσίας που σχετίζονται με την εγκυρότητα της διαιτητικής απόφασης. Τέτοια ζητήματα θα μπορούσαν να εξεταστούν μόνο στα πλαίσια έφεσης κατά της διαιτητικής απόφασης, δυνάμει του άρθρου 52(4) του Νόμου 22/85.
Στην υπόθεση Πιττάκα ν. Γ. & Β Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1895, λέχθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με τη δυνατότητα εγγραφής διαιτητικής απόφασης για σκοπούς εκτέλεσης δυνάμει του άρθρου 21 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4:
«Το λεκτικό του άρθρου 21 είναι ακριβώς το ίδιο με εκείνο του άρθρου 26(1) του Αγγλικού Arbitration Act του 1950. Σύμφωνα με το Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 2, παράγραφος 713:
«Το Δικαστήριο θα χορηγήσει άδεια για εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης εκτός αν υπάρχει πραγματικός λόγος αμφισβήτησης της εγκυρότητας της διαιτητικής απόφασης ή εκτός αν η διαιτητική απόφαση δεν είναι σε τύπο που μπορεί να εκτελεσθεί ως απόφαση»».
Στην απόφαση Μανώλης Χριστοφή v. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Λατσιών (2014) 1 ΑΑΔ 1183, κρίθηκε πως αίτηση που καταχωρήθηκε για ακύρωση της διαιτητικής απόφασης, ενώ είχε καταχωρηθεί και ένσταση κατά της εγγραφής διαιτητικής απόφασης, ουσιαστικά αποτελούσε παλινδρόμηση της διαδικασίας. Υπογραμμίστηκε δε το εξής, από το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθετώντας σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση Νικολάου Ανδρέας Χατζηγεωργίου ν. Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγλαντζιάς, Πολιτική Έφεση αρ. 357/2008, ημερ. 11.4.2012:
«Το επαρχιακό δικαστήριο κατά την ενάσκηση των εξουσιών του στα πλαίσια διαδικασίας εγγραφής και εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης δεν ελέγχει την ορθότητα της διαιτητικής απόφασης ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Από την άλλη όμως, η διαδικασία δεν είναι απλώς τυπική εφόσον δι' αυτής επιδιώκεται η πρόσδοση δικαστικής ισχύος στη διαιτητική απόφαση για σκοπούς εκτέλεσης μέσω του επαρχιακού δικαστηρίου διά της εφαρμογής των ανάλογων δικονομικών μέτρων που εφαρμόζονται για σκοπούς εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο κάθε αίτηση που υποβάλλεται στο επαρχιακό δικαστήριο για εγγραφή και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης πρέπει να επιδίδεται στο πρόσωπο προς το οποίο στρέφεται η διαιτητική απόφαση ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει οτιδήποτε που ενδεχομένως έχει σχέση μόνο με το επίδικο θέμα της προώθησης της εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται σε άλλα θέματα αναγόμενα στην ουσία κλπ της διαφοράς αναφορικά με την οποία εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση. Βασική προϋπόθεση για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης είναι η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση, φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται. Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και ορθά εφάρμοσε τις προαναφερόμενες νομικές αρχές[6]».
Επιβεβαιώνεται με τις ανωτέρω αποφάσεις και συγγράμματα, ότι το Δικαστήριο, ουσιαστικά, δεν υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς, ούτε εκδικάζει τη διαφορά που προέκυψε, απλά ελέγχει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία για να διατάξει την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου (βλ. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Νάπας ν Άντυ Κυριακίδη κ.α. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 716 και Ανδρέας Χατζηγεωργίου (ανωτέρω)), για να εκδοθεί διάταγμα καταχώρησης και εγγραφής, στο Δικαστήριο, μιας διαιτητικής απόφασης για σκοπούς εκτέλεσης, θα πρέπει ο αιτητής να αποδείξει ότι η απόφαση εκδόθηκε αρμοδίως από διορισθέντα, συμφώνως του νόμου, διαιτητή, ότι τούτη φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία μιας έγκυρης διαιτητικής απόφασης, δηλαδή ότι το περιεχόμενο της είναι ξεκάθαρο και σαφές ως προς το ποιος διατάσσεται και τι να πράξει (βλ. επίσης άρθρο στο The Journal of the Institute of Arbitration, Arbitration (2000), issue 66(2), σελ. 79-82 των OReily, M και Sfakianaki, E, υπό τον τίτλο Arbitral awards: contents, requirements and layout) και ότι η εν λόγω απόφαση γνωστοποιήθηκε στον Καθ’ ου η Αίτηση, ο οποίος δεν καταχώρησε έφεση εντός της προθεσμίας των 21 ημερών που προβλέπει το άρθρο 52(4) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν. 22/85.
Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης
Ένεκα του τρόπου που είναι συνταγμένοι οι λόγοι ένστασης των Καθ’ ων η Αίτηση 2, 5 και 6 (οι οποίοι καταχώρησαν Ένσταση) και ειδικότερα του γεγονότος ότι αρκετοί εξ αυτών προωθούνται επί κοινής βάσης και/ή αλληλοκαλύπτονται, κρίνω ορθότερο να εξετάσω, τα εγειρόμενα, από όλους τους Καθ’ ων η Αίτηση, ζητήματα (συμπεριλαμβανομένων αυτών που εγείρονται από τις Καθ’ ων η Αίτηση 3 και 4 βάσει των ενόρκων δηλώσεων τους), με βάση τον διαχωρισμό τους, ως τούτος προβάλλει μέσα από τις γραπτές αγορεύσεις και/ή τις τοποθετήσεις των διαδίκων κατά την ακρόαση της υπό κρίση Αίτησης, ούτως ώστε να εξεταστούν όλα τα εγειρόμενα από αυτούς ζητήματα.
1. Έλλειψη νομιμοποίησης της Αιτήτριας να προωθεί την υπό κρίση Αίτηση / Οι αποφάσεις του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου απαλλάσσουν τις Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 από τις υποχρεώσεις τους έναντι της Αιτήτριας
Είναι η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 ότι η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται στην προώθηση της παρούσας Αίτησης, προβάλλοντας, ουσιαστικά, ότι η επίδικη Διαιτητική Απόφαση δεν εκδόθηκε υπέρ της τελευταίας, εφόσον τούτη κατέστη υπαρκτό νομικό πρόσωπο στις 3.9.2018, ενώ η Διαιτητική Απόφαση και ο επίδικος λογαριασμός δανείου προϋπήρχαν και, ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν προκύπτει πως τούτος (ο λογαριασμός) μεταφέρθηκε από το ΣΥ.Τ.Ι.Ε.Κ στην Αιτήτρια. Ως εκ τούτου, επί της ουσίας, οι Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 ισχυρίζονται ότι η Αιτήτρια δεν είναι ο δικαιούχος του επίδικου λογαριασμού δανείου και, κατ’ επέκταση, της Διαιτητικής Απόφασης.
Με κάθε σεβασμό, η πιο πάνω θέση των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6, δεν με βρίσκει σύμφωνη. Και εξηγώ.
Είναι εμφανές από την ένορκη δήλωση, η οποία επισυνάπτεται προς υποστήριξη της παρούσας Αίτησης, ότι κατά την ημερομηνία έκδοσης της Διαιτητικής Απόφασης, ήτοι στις 21.11.2003, το ΣΥ.Τ.Ι.Ε.Κ ήταν υπαρκτό πρόσωπο (συνεργατική εταιρεία) υπέρ του οποίου εκδόθηκε τούτη (η Διαιτητική Απόφαση). Συναφώς, ήταν τότε και ο δικαιούχος των δικαιωμάτων που απορρέουν από την εν λόγω Διαιτητική Απόφαση.
Επιπρόσθετα με τα πιο πάνω, η υπό κρίση Αίτηση προωθείται από την Αιτήτρια, η οποία είναι πλέον, όπως προκύπτει από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση, ως επίσης και την Ειδοποίηση ημερ. 14.10.2022 που βρίσκεται στον ηλεκτρονικό φάκελο του Δικαστηρίου, η μόνη δικαιούχος, μεταξύ άλλων, των δικαιωμάτων που απορρέουν από την επίδικη Διαιτητική Απόφαση, εφόσον αυτή είναι το πρόσωπο το οποίο εν τέλει ανέλαβε (μετά από τις διάφορες μεταφορές, μεταβολές και μετονομασίες) όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ΣΥ.Τ.Ι.Ε.Κ, και, επομένως, είναι το μόνο πρόσωπο το οποίο σήμερα νομιμοποιείται να προωθεί την παρούσα Αίτηση.
Στρέφομαι τώρα στους ισχυρισμούς που προβάλλονται εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 περί του ότι ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος, κατόπιν υποβολής σχετικού παραπόνου σε αυτόν από τις πρώτες, εξέδωσε την απόφαση ημερ. 31.8.2022 (σε σχέση με την Καθ’ ης η Αίτηση 5) και ημερ. 1.9.2022 (σε σχέση με την Καθ’ ης η Αίτηση 6), στη βάση των οποίων, κατά τον ίδιο, η Αιτήτρια οφείλει να απαλλάξει τούτες από οποιεσδήποτε υποχρεώσεις τους έναντι της (βλ. Τεκμήρια 1 και 2 επί της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6).
Σημειώνω εδώ ότι, ως προκύπτει από την ΣΕΔ που καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της υπό κρίση Αίτησης, η Αιτήτρια δεν αποδέκτηκε τις εν λόγω αποφάσεις που εκδόθηκαν από τον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο και απέστειλε σχετικές επιστολές προς τον τελευταίο ημερ. 21.9.2022 (βλ. Τεκμήριο Α επί της εν λόγω συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης), ενημερώνοντας τον για αυτό.
Παρεμβάλλω εδώ ότι, στη βάση του άρθρου 14(3) του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου του 2010 (Ν. 84(Ι)/2010), εάν εντός της προθεσμίας των δύο (2) μηνών, που καθορίζεται στην απόφαση του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου, είτε ο καταναλωτής, είτε η χρηματοοικονομική επιχείρηση ή και τα δύο αυτά μέρη, απορρίψουν την απόφαση του (του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου) και/ή δεν ειδοποιήσουν γραπτώς τον Επίτροπο κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 14(2)(β)[7], τότε ο τελευταίος, αμέσως μετά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής, θεωρεί ότι ο καταναλωτής και η χρηματοοικονομική επιχείρηση έχουν απορρίψει την απόφασή του και, ως εκ τούτου, η απόφαση του δεν θεωρείται, πλέον, δεσμευτική για οποιονδήποτε.
Δεδομένης της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας, ως επίσης και του γεγονότος ότι η Αιτήτρια αμφισβήτησε και δεν αποδέκτηκε τις αποφάσεις του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου (ημερ. 31.8.2022 και 1.9.2022), αναφορικά με τα παράπονα των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6, τούτες δεν την δεσμεύουν, με αποτέλεσμα να μην αποτελούν κώλυμα, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στην Αιτήτρια να προωθεί την παρούσα Αίτηση εναντίον τους.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, κρίνω τους πιο πάνω λόγους ένστασης ανεδαφικούς και, ως εκ τούτου, αυτοί απορρίπτονται.
2. Η Αίτηση είναι παράτυπη και/ή στερείται της απαραίτητης και/ή ορθής νομικής βάσης και/ή η ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει είναι αντικανονική και/ή παράτυπη.
Αποτελεί θέση των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 ότι η νομική βάση της υπό κρίση Αίτησης είναι ελλιπής και/ή ανεπαρκής για σκοπούς έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος. Βασίζουν δε τη θέση τους αυτή στο ότι, (α) ελλείπει από τη νομική βάση της Αίτησης, η Δ.48 θ. 8(1)(nn), η οποία επιτρέπει την εγγραφή εξωδικαστηριακής απόφασης ως αυτήν που επιθυμεί η Αιτήτρια να εγγράψει και (β) ότι η Αιτήτρια, ως νομικό πρόσωπο, πλέον διέπεται από τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, και τους συναφείς με αυτόν κανονισμούς, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στη νομική βάση της παρούσας Αίτησης, και όχι από τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο του 1985 (Ν. 22/85) και τους περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμούς.
Με κάθε σεβασμό στις πιο πάνω θέσεις των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6, τούτες δεν έχουν έρεισμα. Και εξηγώ.
Η τελεσιδικία της διαιτητικής απόφασης (η οποία τεκμαίρεται νομοθετικά δυνάμει του άρθρου 52(5) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν. 22/85), δίδει το έναυσμα για την εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης ως εξωδικαστικού διατάγματος, δυνάμει της Δ.47 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (βλ. ΧΧΧ Παπαγεωργίου v. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Κοκκινοτριμιθιάς, Πολιτική Έφεση αρ. 192/13, απόφαση ημερ. 19.7.2019), ECLI:CY:AD:2019:A327. Το δικαιοδοτικό δε υπόβαθρο για την εγγραφή μίας διαιτητικής απόφασης στο μητρώο του Δικαστηρίου, ως εξωδικαστικό διάταγμα, δίδεται στη βάση της Δ.47 θ. 1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών (βλ. Παπαγεωργίου (ανωτέρω) και ΧΧΧ Στυλιανού v. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Δευτεράς – Ανάγυιας, Πολιτική Έφεση αρ. 92/14, ημερ. 22.4.2021), ECLI:CY:AD:2021:A168 και, επομένως, όχι στη βάση της Δ.48 θ. 8(1)(nn) ως εισηγείται η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6. Εκείνο που προνοεί η Δ.48 θ. 8(1)(nn) είναι ότι μία τέτοια αίτηση (στη βάση της Δ.47 θ. 1) δύναται να γίνει μονομερώς. Εντούτοις, στη βάση της ειδικότερης νομολογίας αναφορικά με τον Ν. 22/85 τούτη πρέπει να γίνεται δια κλήσεως.
Τα όσα δε προβάλλονται εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 ότι η Αιτήτρια πλέον είναι νομικό πρόσωπο που διέπεται από τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113 και τους συναφείς με αυτόν κανονισμούς, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στη νομική βάση της Αίτησης, αλλά και να περιλαμβάνονταν δεν παρέχεται, στη βάση αυτών, το δικαιοδοτικό υπόβαθρο που να επιτρέπει την εγγραφή μιας τέτοιας διαιτητικής απόφασης, με κάθε σεβασμό δεν ευσταθούν. Ως έχω ήδη εξηγήσει ανωτέρω, όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του ΣΥ.Τ.Ι.Ε.Κ μεταφέρθηκαν στην Αιτήτρια, περιλαμβανομένων και αυτών που απορρέουν από την επίδικη Διαιτητική Απόφαση. Αφ’ ης στιγμής, η εν λόγω Διαιτητική Απόφαση κατέστη τελεσίδικη, εφόσον τούτη δεν εφεσιβλήθηκε, τότε η Αιτήτρια έχει κάθε δικαίωμα να προωθεί την παρούσα διαδικασία εναντίον, μεταξύ άλλων, των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6. προς διεκδίκηση των δικαιωμάτων της που απορρέουν από την εν λόγω Διαιτητική Απόφαση.
Σημειώνω δε, στο σημείο αυτό, ότι τα όσα ανέφερε ο ομνύοντας στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση που αφορούν στις διάφορες μετονομασίες και μεταφορές που έγιναν και οδήγησαν στην μεταφορά του επίδικου δανείου και, κατ’ επέκταση, των δικαιωμάτων που απορρέουν από την Διαιτητική Απόφαση, στην Αιτήτρια, παρέμειναν αναντίλεκτα, καθότι, αφενός, τούτος δεν αντεξετάστηκε επ’ αυτών και, αφετέρου, δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από πλευράς των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 που να θέτει, επί της ουσίας, εν αμφιβόλω τους εν λόγω ισχυρισμούς του και κατ’ επέκταση ότι η Αιτήτρια δικαιούται στην αιτούμενη θεραπεία.
Στη βάση όλων όσων εξήγησα ανωτέρω, κρίνω ότι ορθά η Αιτήτρια, καταχώρησε την παρούσα διαδικασία με δια κλήσεως αίτηση, στη νομική βάση της οποίας, περιλαμβάνει την Δ.47 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, η οποία και παρέχει το δικαιοδοτικό έναυσμα στο Δικαστήριο για να επιληφθεί της παρούσας Αίτησης.
Επομένως, και αυτός ο λόγος ένστασης κρίνεται ανεδαφικός και, ως εκ τούτου, απορρίπτεται.
3. Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική
Είναι η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 ότι ο ομνύοντας στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση δεν παρουσιάζει καμία απόδειξη του ισχυρισμού του ότι είναι εξουσιοδοτημένος από την Αιτήτρια να προβεί σε αυτήν, όντας λειτουργός της Altamira Asset Management (Cyprus) Ltd και όχι της Αιτήτριας, ούτε και παρουσιάζεται οποιαδήποτε τεκμηρίωση από αυτόν αναφορικά με τις διάφορες μεταφορές, συγχωνεύσεις και μετονομασίες που αναφέρει, ή ακόμη ότι δεν παρουσιάζει την συμφωνία του επίδικου δανείου και εγγύησης.
Επαναλαμβάνω στο σημείο αυτό τα όσα ανέφερα ανωτέρω, και δη ότι για όλες τις πιο πάνω αναφορές του ο εν λόγω ομνύοντας δεν αντεξετάστηκε, ενώ δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε θετική μαρτυρία από πλευράς των Καθ’ ων η Αίτηση που να θέτει, πειστικά, εν αμφιβόλω, τους εν λόγω ισχυρισμούς του. Η δε δήλωση του ομνύοντος ότι είναι «δεόντως εξουσιοδοτημένος», είναι αρκετή για να θεμελιώσει την εξουσιοδότηση του να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της παρούσας Αίτησης (βλ. ΑΜΕRICAN UNIVERSITY OF CYPRUS (AUCY) LTD κ.α. v. SCFB LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε6/2022, απόφαση ημερ. 4.3.2025).
Επομένως, και αυτός ο λόγος ένστασης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
4. Η Διαιτητική Απόφαση δεν φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και/ή είναι αόριστη και/ή ασαφής/ Η Διαιτητική Απόφαση είναι αναιτιολόγητη / Δεν μπορεί να επιζητείται με την παρούσα Αίτηση τόσο η εγγραφή όσο και η εκτέλεση της Διαιτητικής Απόφασης.
Επικαλείται ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 ότι η Διαιτητική Απόφαση στερείται αιτιολογίας και ότι τούτη δεν φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, η Διαιτητική Απόφαση είναι ελλιπής, αποσπασματική, ασαφής, αόριστη και παράτυπη, εφόσον τούτη δεν επιλύει με σαφήνεια τα επίδικα ζητήματα που τέθηκαν στην Διαιτησία, καθότι ελλείπει η οποιαδήποτε αναφορά στα αποδεικτικά στοιχεία που είχε ενώπιον του ο Διαιτητής, κατά την έκδοση της.
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 2, σελ. 42, παρα. 96, δεν υπάρχει προδιαγεγραμμένος/ συγκεκριμένος τύπος για να είναι μία διαιτητική απόφαση έγκυρη, αρκεί αυτή να είναι διατυπωμένη με ξεκάθαρο και σαφή τρόπο. Παραπέμπω στο σχετικό απόσπασμα:
«No particular form of words is requisite for the validity of an award; it may be expressed in such language as the arbitrator or umpire thinks fit provided its meaning is clear. An ambiguous or uncertain award is bad and cannot be enforced».
Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, επισυνάπτεται, το Τεκμήριο 1, το οποίο αποτελεί αντίγραφο της Διαιτητικής Απόφασης, η οποία φέρει την υπογραφή του Διαιτητή. Στην εν λόγω Διαιτητική Απόφαση, αναφέρεται ότι ο κ. Ανδρέας Αντωνιάδης διορίστηκε ως διαιτητής για τη διαφορά μεταξύ του ΣΥ.Τ.Ι.Ε.Κ Λτδ και των Καθ’ ων η Αίτηση (με τους Καθ’ ων η Αίτηση 2 - 6 να αποτελούν τους εγγυητές του επίδικου δανείου). Αναφέρεται, επίσης, ότι η διαφορά είναι σε σχέση με το γραμμάτιο υπ’ αριθμόν 18943, για το ποσό των ΛΚ 2.827,64 και τόκο προς 9% ετησίως από 21.11.2003 μέχρι εξόφλησης. Περαιτέρω, καταγράφεται ότι, κατά την ακρόαση της διαιτησίας, η πρωτοφειλέτιδα (Καθ’ ης η Αίτηση 1) επικοινώνησε με τον Διαιτητή, στον οποίο δήλωσε ότι παραδέχεται το χρέος της. Μετά τα πιο πάνω, αναφέρεται ότι «Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω και τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν κατατεθεί από την κα Λένια Διαβαστού, υπεύθυνη καθυστερημένων δανείων της Αιτήτριας Εταιρείας και τα οποία έχουν μονογραφηθεί, αποφασίζω τα εξής: (α) Όπως το πιο πάνω Γραμμάτιο και οι τόκοι πληρωθούν αλληλεγγύως από την πρωτοφειλέτιδα και τους εγγυητές της και (β) Έξοδα εκ £45- πληρωθούν αλληλεγγύως από τους ιδίους (ως η παράγραφος (α))». Τέλος, καταγράφεται ο χρόνος και η ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω Διαιτητικής Απόφασης και συγκεκριμένα «Λευκωσία την 21/11/2003».
Από το περιεχόμενο λοιπόν της Διαιτητικής Απόφασης, προκύπτει ότι αυτή αναφέρει το όνομα του διορισθέντος Διαιτητή, τους διάδικους της διαιτητικής διαδικασίας, το επίδικο θέμα, που είναι το χρέος που δημιουργήθηκε βάσει του επίδικου γραμματίου και το συγκεκριμένο ποσό που αυτό αφορούσε, καθώς και την απόφαση του Διαιτητή, η οποία επιλύει την διαφορά. Είναι δε σαφές ότι, η εν λόγω Διαιτητική Απόφαση αφορά το συγκεκριμένο ποσό του εν λόγω γραμματίου, ενώ είναι, επίσης, σαφές και εναντίον ποιων προσώπων αυτή εκδόθηκε. Περαιτέρω, η Διαιτητική Απόφαση αναγράφει τον τόπο και τον χρόνο έκδοσης της και φέρει την υπογραφή του διαιτητή.
Ως εκ των πιο πάνω, κρίνω ότι η επίδικη Διαιτητική Απόφαση είναι σαφής και φέρει όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά έγκυρης διαιτητικής απόφασης.
Ενόψει των πιο πάνω, οι εν προκειμένω λόγοι ένστασης, εκ μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση 2, κρίνονται ανυπόστατοι και απορρίπτονται.
Σε ότι δε αφορά τον ισχυρισμό της πλευράς του Καθ’ ου η Αίτηση 2 ότι δεν μπορεί να επιζητείται, μέσω της παρούσας Αίτησης τόσο η εγγραφή όσο και η εκτέλεση της Διαιτητικής Απόφασης, σημειώνω τα εξής. Στην υπόθεση ΣΠΕ Αγίας Νάπας v. Κυριακίδη (ανωτέρω), λέχθηκε ότι «για να εκτελεστεί οποιαδήποτε απόφαση Δικαστηρίου χρειάζεται η εμπλοκή του ιδίου, που αφενός την διατάσσει και ταυτόχρονα την εποπτεύει. Επομένως, η διαιτητική απόφαση πρέπει κατά κάποιο τρόπο να καταχωριστεί, να «εγγραφεί» δηλαδή στα αρχεία του πρωτοκολλητείου ως απόφαση Δικαστηρίου, για να προχωρήσει η εκτέλεση της». Εν προκειμένω, είναι ξεκάθαρο από το λεκτικό το αιτούμενου διατάγματος ότι εκείνο που επιζητείται, μέσω της παρούσας Αίτησης, είναι η καταχώρηση και η εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, προφανώς για να ληφθούν, ακολούθως, μέτρα εκτέλεσης από πλευράς της Αιτήτριας. Το κατά πόσο τέτοια μέτρα θα ληφθούν και ποια θα είναι αυτά, δεν αποτελούν ζήτημα της παρούσας διαδικασίας, ούτε και επιζητείται μέσω της παρούσας Αίτησης οποιοδήποτε συγκεκριμένο μέτρο εκτέλεσης της Διαιτητικής Απόφασης. Ό,τι επιζητείται είναι η εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης, με σκοπό η Αιτήτρια να μπορεί να λάβει τυχόν μέτρα εκτέλεσης της σε μεταγενέστερο, της εγγραφής τούτης, στάδιο.
Ως εκ τούτου και ο πιο πάνω λόγος ένστασης απορρίπτεται.
5. Τα δικαιώματα φυσικής δικαιοσύνης των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 έχουν παραβιαστεί / Η διαιτητική διαδικασία ήταν παράτυπη και/ή η εκδοθείσα Διαιτητική Απόφαση είναι παράνομη.
Είναι η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 ότι η Διαιτητική Απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και του δικαιώματος ακρόασης τους. Συγκεκριμένα, αποτελεί ισχυρισμό τους ότι, ουδέποτε τους επιδόθηκε οποιαδήποτε ειδοποίηση ότι θα διεξαγόταν η διαιτητική διαδικασία ή ότι θα εκδίδετο απόφαση εναντίον τους από τον Διαιτητή, ότι η Διαιτητική Απόφαση εκδόθηκε χωρίς την παρουσία δικηγόρου εκ μέρους τους, προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους, αλλά και ότι τούτη (η Διαιτητική Απόφαση) εκδόθηκε στην απουσία τους. Επίσης, ισχυρίζονται ότι η Διαιτητική Απόφαση εκδόθηκε χωρίς να τους επεξηγηθούν τα δικαιώματά τους πριν την διαιτητική διαδικασία. Τέλος, επικαλούνται ότι δεν τους επιδόθηκε η Διαιτητική Απόφαση μετά την έκδοση της.
Με κάθε σεβασμό στις θέσεις που προβάλλονται εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6, αυτές είναι έκθετες σε απόρριψη. Και εξηγώ.
Είναι πρόδηλο από το περιεχόμενο της Διαιτητικής Απόφασης (βλ. Τεκμήριο 1 επί της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση) ότι η Καθ’ ης η Αίτηση 5, στις 21.11.2003 (ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η Διαιτητική Απόφαση), παρουσιάστηκε ενώπιον του Διαιτητή. Επομένως, αυτή είχε ξεκάθαρα ειδοποιηθεί για τη διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας και, ως είναι εμφανές από το Τεκμήριο 1, όχι μόνο εμφανίστηκε σε αυτήν, αλλά αναγνώρισε και την υπογραφή της, ως εγγυήτρια, ενώπιον του Διαιτητή, κατά την εν λόγω εμφάνιση της. Επομένως, οι όποιοι ισχυρισμοί της περί του ότι δεν έλαβε οποιαδήποτε ειδοποίηση ότι θα διεξαγόταν η διαιτητική διαδικασία και, κατά συνέπεια, στέρησης σε αυτήν, ουσιαστικά, του δικαιώματος της να προετοιμαστεί δεόντως και να λάβει μέρος στην εν λόγω διαδικασία προβάλλοντας την υπεράσπιση της, είναι έκδηλα ανυπόστατοι και απορριπτέοι στην ολότητα τους.
Σε ότι δε αφορά την Καθ’ ης η Αίτηση 6, είναι εμφανές από το περιεχόμενο του εν λόγω Τεκμηρίου 1 ότι τούτη, επίσης, ενημερώθηκε για την διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας, εντούτοις δεν εμφανίστηκε σε αυτήν. Τα όσα δε προβάλλει η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 περί του ότι τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την παρούσα Αίτηση, ως επίσης και στο Τεκμήριο 1 που επισυνάπτεται σε αυτήν, δεν ευσταθούν, αποτελούν παντελώς γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς από πλευράς τους, ενώ ελλείπει οποιαδήποτε θετική θέση εκ μέρους τους περί του αντιθέτου. Υπενθυμίζω εδώ ότι, ο ομνύοντας, της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, ουδέποτε αντεξετάστηκε επί των εν λόγω ισχυρισμών του και, ως εκ τούτου, τούτοι παρέμειναν, ουσιαστικά, αναντίλεκτοι.
Στρέφομαι τώρα να εξετάσω τους ισχυρισμούς που προβάλλονται από τις Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 περί: (1) της μη ενημέρωσης τους αναφορικά με τα δικαιώματα τους πριν την διαδικασία διαιτησίας και (2) ότι η Διαιτητική Απόφαση εκδόθηκε χωρίς την παρουσία δικηγόρου εκ μέρους τους προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους και/ή εν τη απουσία τους.
Με τους πιο πάνω λόγους ένστασης, οι οποίοι είναι συναφείς μεταξύ τους, οι Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6, ουσιαστικά υποστηρίζουν ότι υπήρχε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης εκ μέρους του Διαιτητή και/ή κακή/ ανάρμοστη συμπεριφορά εκ μέρους του, αναφορικά με την διεξαγωγή της διαδικασίας διαιτησίας και κατ’ επέκταση την εκδοθείσα Διαιτητική Απόφαση.
Από το λεκτικό του άρθρου 52(4) του Ν. 22/85, προκύπτει ότι παρέχεται, σε οποιοδήποτε πρόσωπο που θεωρεί ότι αδικείται από την απόφαση διαιτητή που εκδίδεται δυνάμει του Νόμου 22/85, το δικαίωμα να προσβάλει την απόφαση αυτή στο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο. Το δικαίωμα όμως αυτό, δεν είναι απεριόριστο όσον αφορά τον χρόνο άσκησης του. Προβλέπεται συγκεκριμένη προθεσμία 21 ημερών, μετά την παρέλευση της οποίας η διαιτητική απόφαση καθίσταται πλέον τελεσίδικη. Ως προς το αντικείμενο που μπορεί να έχει τέτοια έφεση, αυτό μπορεί να είναι οτιδήποτε έχει να κάνει με την διαδικασία της διαιτησίας, από την παραπομπή της μέχρι και την έκδοση της διαιτητικής απόφασης. Σε αυτό περιλαμβάνεται σίγουρα και ο τυχόν κακός χειρισμός της υπόθεσης από τον διαιτητή ή ότι η διαιτησία διεξήχθη ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα ή λανθασμένα. Τέτοια συμπεριφορά αποτελεί επίσης και η παραβίαση εκ μέρους του διαιτητή των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Εντούτοις, τέτοια ζητήματα, ως προκύπτει από την σχετική νομολογία, δεν μπορούν να εγερθούν στα πλαίσια αίτησης για εγγραφή διαιτητικής απόφασης, όπου το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να ελέγξει την ορθότητα της διαιτητικής διαδικασίας, αλλά ούτε και να υπεισέλθει στην ουσία της διαφοράς, η οποία οδήγησε στην διαδικασία αυτή και στην απόφαση του διαιτητή. Οι Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6, για αυτά τα ζητήματα, είχαν κάθε δικαίωμα και/ή όφειλαν να τα εγείρουν, αν επιθυμούσαν να πράξουν τούτο, με σχετική έφεση εναντίον της Διαιτητικής Απόφασης, εντός της συγκεκριμένης προθεσμίας που θέτει ο Νόμος (βλ. μεταξύ άλλων, Μανώλης Χριστοφή (ανωτέρω) και Αναφορικά με την Αίτηση της Σωτηρούλλας Κωνσταντίνου (ανωτέρω)).
Εν προκειμένω, σημειώνω ότι, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση, αναφέρεται ότι η Διαιτητική Απόφαση γνωστοποιήθηκε στις Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6, προσωπικά, στις 26.5.2022 και 24.5.2022, αντίστοιχα, έναντι της υπογραφής τους και προς τούτο επισυνάπτεται το Τεκμήριο 2. Συνεπώς, ο όποιος ισχυρισμός προβάλλεται εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6 ότι δεν τους επιδόθηκε η Διαιτητική Απόφαση μετά την έκδοση της, είναι παντελώς ανεδαφικός.
Επομένως, με τη γνωστοποίηση της Διαιτητικής Απόφασης, ως ανωτέρω αναφέρω, στις Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6, άρχισε να τρέχει και η προθεσμία των 21 ημερών για άσκηση έφεσης εναντίον αυτής, προθεσμία που παρήλθε άπρακτη και, συνεπώς, η Διαιτητική Απόφαση κατέστη τελεσίδικη. Κατ' επέκταση, δεν μπορεί στο πλαίσιο της παρούσας Αίτησης, με την οποία ζητείται η εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης, να τίθενται, με την ένσταση, οποιαδήποτε ζητήματα, τα οποία έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης, όπως η εγκυρότητα παραπομπής της διαφοράς σε διαιτησία ή η κακή συμπεριφορά του διαιτητή, περιλαμβανόμενης της κατ’ ισχυρισμόν παράβασης, εκ μέρους του, των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και της ακολουθητέας διαδικασίας.
Επομένως, ούτε και αυτοί οι λόγοι ένστασης ευσταθούν και, συνεπώς, απορρίπτονται.
6. Η Αιτήτρια κωλύεται να διεκδικεί την εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης λόγω του ότι έχει παρέλθει υπέρμετρη καθυστέρηση, εξ υπαιτιότητας της Αιτήτριας, με αποτέλεσμα το επιδικασθέν, εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση, ποσό να έχει διογκωθεί / Οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 – 6 αδυνατούν να αποπληρώσουν το εν λόγω χρέος και/ή οι προσωπικές τους περιστάσεις έχουν μεταβληθεί ουσιωδώς από την έκδοση της Διαιτητικής Απόφασης
Σε ότι αφορά τον πιο πάνω λόγο ένστασης ο οποίος είναι κοινός, κατά κάποιο τρόπο, εκ μέρους όλων των Καθ’ ων η Αίτηση, παραπέμπω στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση ΧΧΧ Στυλιανού v. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Δευτεράς – Ανάγυιας (ανωτέρω), όπου αναφέρθηκε ότι, αναφορικά με τη διαδικασία εγγραφής διαιτητικής απόφασης, δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:
«Αυτό έγινε κατ' εφαρμογή της Δ.47 θ.1 που δίδει εξουσία εγγραφής της Διαιτητικής απόφασης στο μητρώο του Δικαστηρίου. Αφού η απόφαση εγγραφεί, τότε, σύμφωνα με την Δ.47 θ.3, μπορεί να εκτελεστεί ως απόφαση του Δικαστηρίου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που την καθιστούν εκτελεστή. Συνεπώς, αυτό θα ήτο το επόμενο βήμα εάν η Εφεσίβλητη επιθυμούσε να προχωρήσει σε διαδικασία εκτέλεσης της απόφασης. Τότε θα ετίθετο θέμα χρόνου έκδοσης της απόφασης. Σχετικά με εγγραφή διαιτητικής απόφασης δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός. Βασική προϋπόθεση εγγραφής της είναι η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται. Η αίτηση για εγγραφή επιδίδεται στο πρόσωπο αυτό ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει οτιδήποτε το οποίο ενδεχομένως έχει σχέση μόνο με το επίδικο θέμα που είναι η εγγραφή της Διαιτητικής απόφασης χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε άλλα θέματα αναγόμενα στην ουσία κ.λ.π. της διαφοράς αναφορικά με την οποία εκδόθηκε η Διαιτητική απόφαση (βλ. σχετικά την XXX XXX Νικολάου ν. Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγλαντζιάς (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 707, 711 και Ζαμπά ν. Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ κ.λ.π. Π.Ε. 96/12 ημερ. 6.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:A277)».
Σε ότι δε αφορά τους ισχυρισμούς που προβάλλονται εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση 3 – 6 ότι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποπληρώσουν το επιδικασθέν εναντίον τους ποσό, δυνάμει της Διαιτητικής Απόφασης και/ή ότι οι προσωπικές και/ή οικονομικές τους περιστάσεις έχουν μεταβληθεί από την ημερομηνία έκδοσης της Διαιτητικής Απόφασης, τούτοι δεν αποτελούν ζητήματα τα οποία μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, στη βάση της ανωτέρω νομολογίας. Τέτοια ζητήματα, ενδεχομένως, να αποτελέσουν ζήτημα εξέτασης από το Δικαστήριο, αν και εφόσον η Αιτήτρια προωθήσει μέτρα εκτέλεσης εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση.
Στη βάση των πιο πάνω, οι πιο πάνω λόγοι ένστασης είναι ανυπόστατοι και, ως εκ τούτου, αυτοί απορρίπτονται.
7. Η Αιτήτρια κωλύεται να διεκδικεί την εγγραφή της Διαιτητικής Απόφασης εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση 2 ένεκα της συμπεριφοράς και/ή των δηλώσεων της προς αυτόν (αρχές του estoppel).
Αποτελεί βασικό επιχείρημα της πλευράς του Καθ’ ου η Αίτηση 2 ότι σε κάποιο στάδιο, μετά την καταχώρηση της παρούσας Αίτησης, επικοινώνησε λειτουργός της Αιτήτριας μαζί του και τον ενημέρωνε για το επίδικο χρέος, ενώ του είχε προτείνει ότι αν κατέβαλλε συγκεκριμένο ποσό προς την Αιτήτρια, αυτή θα απάλλασσε τόσο τον ίδιο όσο και τους υπόλοιπους εγγυητές από το επίδικο χρέος. Είναι δε η θέση του Καθ’ ου η Αίτηση 2 ότι επειδή ο ίδιος δεν μπορούσε, στη βάση των εισοδημάτων του να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό, προχώρησε σε όλες τις απαραίτητες διαδικασίες και εξαργύρωσε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο που είχε η μητέρα του (αποβιώσασα-Καθ’ ης η Αίτηση 1) σε συγκεκριμένη ασφαλιστική εταιρεία που κατονομάζει, για σκοπούς εξασφάλισης του επίδικου δανείου, καταβάλλοντας το ποσό των €11.904,61 προς την Αιτήτρια (βλ. Τεκμήριο 2 επί της ένορκης του δήλωσης που υποστηρίζει την Ένσταση του), με σκοπό την εξόφληση της Διαιτητικής Απόφασης. Εντούτοις, ως ισχυρίζεται ο Καθ’ ου η Αίτηση, μετά τη λήψη του εν λόγω ποσού, η Αιτήτρια απέσυρε τις όποιες παραστάσεις και υποσχέσεις έδωσε σε αυτόν. Στη βάση των πιο πάνω, είναι η θέση του ότι ο ίδιος, στη βάση των παραστάσεων της Αιτήτριας, προέβη σε ενέργειες που του προκάλεσαν έξοδα, προς βλάβη του, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να κωλύεται να προωθεί την παρούσα Αίτηση εναντίον του.
Με κάθε σεβασμό στην πιο πάνω θέση του Καθ’ ου η Αίτηση 2 και χωρίς να εξετάζω στο παρόν στάδιο αν τούτη έχει έρεισμα ή όχι, τούτη είναι απορριπτέα για τον εξής λόγο. Υπενθυμίζω ότι στη βάση των νομολογιακών αρχών (βλ. πιο πάνω στη νομική πτυχή), βασική προϋπόθεση για την εγγραφή μίας διαιτητικής απόφασης είναι η διαπίστωση ότι τούτη φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι τούτη γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται, χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε άλλα θέματα που αφορούν την ουσία της διαφοράς αναφορικά με την οποία εκδόθηκε η Διαιτητική απόφαση (βλ. σχετικά την XXX XXX Νικολάου ν. Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγλαντζιάς (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 707 και Ζαμπά ν. Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 96/12, ,απόφαση ημερ. 6.6.2018). Οι πιο πάνω θέσεις του Καθ’ ου η Αίτηση 2 αφορούν, στην ουσία, τη δυνατότητα της Αιτήτριας να επιζητεί εναντίον του οποιαδήποτε περαιτέρω ποσά (από τα όσα έχει ήδη ο ίδιος, κατ’ ισχυρισμόν, καταβάλει προς την Αιτήτρια), στη βάση της Διαιτητικής Απόφασης, ζήτημα το οποίο άπτεται τυχόν μέτρων εκτέλεσης προωθηθούν εναντίον του εκ μέρους της Αιτήτριας, αφότου η εν λόγω Διαιτητική Απόφαση καταχωρηθεί και εγγραφεί στο μητρώο του Δικαστηρίου. Συνεπώς, οι πιο πάνω ισχυρισμοί του δεν αποτελούν λόγο για να μην εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα και, ως εκ τούτου, οι εν προκειμένω λόγοι ένστασης απορρίπτονται.
Με τις πιο πάνω παρατηρήσεις και κρίσεις μου, έχω, στην ουσία, αποφανθεί επί όλων των εγειρόμενων από τους Καθ’ ων η Αίτηση 2 - 6 ζητημάτων. Η δε κρίση μου να μην αποδεχθώ καμία εκ των εισηγήσεων τους, καθιστά πλέον αναγκαία την εξέταση του κατά πόσο η Αιτήτρια, με τη μαρτυρία που παρουσίασε, κατάφερε να αποδείξει ότι θα πρέπει να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Η Αιτήτρια, στην υπό εξέταση υπόθεση, με τη μαρτυρία που προσκόμισε, κρίνω ότι ικανοποίησε όλες τις προϋποθέσεις που τάσσει η νομολογία. Και τούτο γιατί, απέδειξε ότι:
(α) εκδόθηκε νόμιμα διαιτητική απόφαση, από αρμόδιο διαιτητή, στον οποίο νομότυπα παραπέμφθηκε διαφορά των μερών, και μετά που οι Καθ’ ων η Αίτηση 2 - 6 πληροφορήθηκαν για τη διεξαγωγή της διαιτησίας,
(β) το κείμενο και/ή η εικόνα της επίδικης Διαιτητικής Απόφασης, φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης, ώστε να είναι επιδεκτική εκτέλεσης,
(γ) η επίδικη Διαιτητική Απόφαση γνωστοποιήθηκε δεόντως στους Καθ’ ων η Αίτηση 2 - 6,
(δ) οι Καθ’ ων η Αίτηση 2 - 6, δεν καταχώρησαν οποιαδήποτε έφεση εντός της, προκαθορισμένης από το Νόμο, χρονικής περιόδου (21 ημερών) από την γνωστοποίηση σε αυτούς της Διαιτητικής Απόφασης, και
(ε) η παρούσα Αίτηση έγινε δια κλήσεως και δόθηκε η ευκαιρία στους Καθ’ ων η Αίτηση 2 - 6 να προβάλουν την ένσταση τους σε αυτήν.
Κατάληξη
Με τα πιο πάνω δεδομένα, καθίσταται έκδηλο ότι η υπό εξέταση Αίτηση θα πρέπει να επιτύχει και κατά ακολουθία να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Ως εκ των ανωτέρω, εκδίδεται διάταγμα εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 2 - 6, με το οποίο διατάσσεται η καταχώρηση και εγγραφή της επίδικης Διαιτητικής Απόφασης στο μητρώο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Ως προς τα έξοδα, δεν βλέπω κανέναν λόγο γιατί τούτα να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της Αίτησης και, ως εκ τούτου, επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 2 – 6 (αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα), ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) …………………………………..
Ν. Πετρίδου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Στη βάση του εν λόγω διατάγματος, η επίδικη Διαιτητική Απόφαση ενεγράφη και εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση 2. Εντούτοις, τούτο (το διάταγμα εγγραφής) παραμερίστηκε, εναντίον του, εκ συμφώνου, στις 7.12.2022, κατόπιν σχετικής αίτησης του.
[2]Στις 24.7.2017 η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ άλλαξε το όνομα της σε Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, ενώ ακολούθως, στις 3.9.2018 η τελευταία μετονομάστηκε σε Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (ΣΕΔΙΠΕΣ), η οποία βάσει της σχετικής Ειδοποίησης ημερ. 14.10.2022 που βρίσκεται στο φάκελο του Δικαστηρίου, μεταβίβασε στην Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (ΚΕΔΙΠΕΣ) όλες τις πιστωτικές διευκολύνσεις και συναφείς εξασφαλίσεις που αυτή κατείχε, δυνάμει μεταξύ τους Συμφωνίας Μεταβίβασης Περιουσιακών Στοιχείων ημερ. 7.10.2022.
[3] Στη βάση της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, ημερ. 7.12.2022 (στο πλαίσιο της παρούσας Αίτησης).
[4] Πλήρεις λεπτομέρειες για τούτες θα δοθούν κατωτέρω κατά το στάδιο της παράθεσης των λόγων ένστασης των Καθ’ ων η Αίτηση 5 και 6.
[6] Υπογραμμίσεις δικές μου, καθώς και όσες ακολουθούν.
[7] Το άρθρο 14(2)(β) του Ν. 84(Ι)/2010 έχει ως εξής: «(2) Ο Επίτροπος στη γραπτή απόφασή του, η οποία δέον να είναι αιτιολογημένη και να φέρει την υπογραφή του, καθορίζει τα ακόλουθα:
(α) […], (β) σε περίπτωση που τα εμπλεκόμενα μέρη δεν έχουν αποδεχτεί την δεσμευτικότητα της απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, αίτημα προς τους εμπλεκομένους όπως τον ειδοποιήσουν γραπτώς, εντός δύο (2) μηνών, κατά πόσο αποδέχονται την εκδοθείσα απόφαση ή εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών για τις περιπτώσεις παραπόνου από επιλέξιμο οφειλέτη·[…]»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο