ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ ν. SPIRITO CONCRETE LIMITED, Αρ. Αγωγής: 5039/2013, 28/5/2025
print
Τίτλος:
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ ν. SPIRITO CONCRETE LIMITED, Αρ. Αγωγής: 5039/2013, 28/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 5039/2013

 

Μεταξύ:

 

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ

Ενάγουσα

και

 

SPIRITO CONCRETE LIMITED

Εναγόμενη

 

 

28 Μαΐου, 2025

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κ. Μακρίδης για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη: κ. Μιχαηλίδης για Χρίστος Μ. Τριανταφυλλίδης

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την παρούσα αγωγή η Ενάγουσα εταιρεία αξιώνει εναντίον της Εναγόμενης ποσό €138.376,64 «ως αξία εμπορευμάτων πωληθέντων και παραδοθέντων υπό των εναγόντων στους εναγόμενους» πλέον τόκο. Κατά την ακρόαση η αξίωση μειώθηκε σε €102.143,10.

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, η Ενάγουσα εταιρεία ασχολείται με την πώληση πετρελαιοειδών και συναφών προϊόντων με τα οποία προμήθευε την Εναγόμενη. Θα παραθέσω το σχετικό απόσπασμα από την Έκθεση Απαίτησης γιατί η δικογράφηση, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, είναι καθοριστική για το αποτέλεσμα:

 

3. Υπήρχε μεταξύ των εναγόντων και των εναγόμενων λογαριασμός δούναι και λαβείν κατά τη διάρκεια του έτους 2012-2013. Τελευταία όμως ο λογαριασμός των εναγόμενων παρουσίαζε υπέρβαση και καθυστερήσεις και οι ενάγοντες ειδοποίησαν επανειλημμένως τους εναγόμενους όπως προσέλθουν και εξοφλήσουν το οφειλόμενο ποσό των €138.376,64 εν τούτοις μέχρι σήμερα παρέλειψαν να πληρώσουν τούτο.

 

4. Ο πιο πάνω λογαριασμός των εναγόμενων κατά την 10.7.2013 έδειχνε οφειλόμενο ποσό προς τους ενάγοντας εκ €138.376,64 πλέον τόκο.

 

5. Οι δικηγόροι των εναγόντων ειδοποίησαν τους εναγόμενους με επιστολή τους ημερ. 10.7.2013 όπως προσέλθουν και πληρώσουν το άνω ποσό αλλά αυτοί μέχρι σήμερα παρέλειψαν και/ή αμέλησαν να το πράξουν.»

 

Στην Υπεράσπιση της, η Εναγόμενη δέχεται ότι παρέλαβε προϊόντα από την Ενάγουσα αλλά δεν παραδέχεται την οφειλή. Ισχυρίζεται ότι τα προϊόντα ήταν «ελαττωματικά και/ή ακατάλληλα», χωρίς όμως να εξειδικεύει τον ισχυρισμό αυτό. Το υπόλοιπο μέρος της Υπεράσπισης συνίσταται σε μια άρνηση των ισχυρισμών της άλλης πλευράς που έχω παραθέσει πιο πάνω.

 

Σε αυτή τη δικογραφική βάση, εκδικάστηκε η υπόθεση.

 

Κατά την ακρόαση της αγωγής κατέθεσαν στο Δικαστήριο δύο μάρτυρες. Πρόκειται για τον κ. Α. Ανδρέου (ΜΕ1) που έδωσε μαρτυρία για την Ενάγουσα εταιρεία και τον κ. Σ. Σπίριτο (ΜΥ1) που κατέθεσε για την πλευρά της Εναγόμενης.

 

Θα προχωρήσω σε μια συνοπτική αναφορά στα όσα κατέθεσε ο κάθε μάρτυρας. Επικεντρώνομαι στα σημεία της μαρτυρίας που έκρινα σημαντικά για σκοπούς διαμόρφωσης του αποτελέσματος.

 

Ο ΜΕ1, είναι υπάλληλος της Ενάγουσας εταιρείας που κατά τον επίδικο χρόνο εργαζόταν στο Τμήμα Οικονομικών Υποθέσεων, εκ των υπεύθυνων για την εποπτεία και έλεγχο της κίνησης λογαριασμών πελατών περιλαμβανομένης και της Ενάγουσας.

 

Αναφέρθηκε στη συνεργασία των δύο εταιρειών την έναρξη της οποίας τοποθέτησε περί το 2003. Πρόσθεσε ότι το 2008 είχε υπογραφεί γραπτή συμφωνία (Τεκμήριο 2) μεταξύ τους για την προμήθεια πετρελαιοειδών και λιπαντικών από την Ενάγουσα προς την Εναγόμενη. Η συμφωνία είχε διάρκεια 5 ετών. Αναφορικά με τη συνεργασία, η Ενάγουσα τηρούσε κατάσταση λογαριασμού στην οποία καταγράφονταν πιστώσεις και χρεώσεις. Για κάθε παράδοση προϊόντων η Ενάγουσα χρέωνε το λογαριασμό και για κάθε πληρωμή που γινόταν έναντι του υπολοίπου γινόταν αντίστοιχη πίστωση στο λογαριασμό. Σύμφωνα με τον ΜΕ1 κάθε πληρωμή που γινόταν πιστωνόταν προς εξόφληση των παλαιότερων τιμολογίων.

 

Ο ΜΕ1 συνέχισε λέγοντας ότι στις 27.6.2013 ο λογαριασμός της Εναγόμενης παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο €138.376,64. Παρουσίασε αντίγραφο της κατάστασης λογαριασμού για την περίοδο από 7.1.2008 μέχρι 19.10.2014 (Τεκμήριο 3) και για την περίοδο από 31.5.2003 μέχρι 5.4.2023 (Τεκμήριο 5). Παρουσίασε επίσης για κάθε κατάσταση λογαριασμού πιστοποιητικά για σκοπούς του άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 (Τεκμήρια 6(α) και 6(β)).

 

Πριν την έγερση της αγωγής, είχε σταλθεί προς την Εναγόμενη επιστολή ημερομηνίας 10.7.2013 (Τεκμήριο 1), σύμφωνα με την οποία:

 

«Κατ’ εντολή των πελατών μας κ.κ. Ελληνικά Πετρέλαια Κύπρου Λτδ, σας καλούμε όπως καταβάλετε σ’ αυτούς το ποσό των €138.376,64 που αφορά υπόλοιπο λογαριασμού από αγορά καυσίμων που είχατε στην εν λόγω εταιρεία για την περίοδο 5.11.2012 μέχρι και σήμερα.

 

Σε περίπτωση που παραλείψετε να εξοφλήσετε το οφειλόμενο ποσό, μέσα σε 10 μέρες από σήμερα, τότε θα ληφθούν εναντίον σας, δικαστικά μέτρα χωρίς άλλη ειδοποίηση.»

 

Σύμφωνα με τον ΜΕ1, η Εναγόμενη δεν εξόφλησε όμως μετά την καταχώρηση της αγωγής, η συνεργασία συνεχίστηκε και έγιναν περαιτέρω χρεοπιστώσεις στο λογαριασμό. Όταν η συνεργασία των δύο εταιρειών τερματίστηκε οριστικά τον Απρίλιο 2014, ο λογαριασμός παρουσίαζε υπόλοιπο €134.643,10. Το 2020 έγινε ακόμα μια πληρωμή από την Εναγόμενη έναντι του υπολοίπου με αποτέλεσμα το χρεωστικό υπόλοιπο να μειωθεί σε €102.143,10. Με σχετική δήλωση του ΜΕ1, το ποσό που η Ενάγουσα αξιώνει με την αγωγή περιορίστηκε σε €102.143,10.

 

Ο ΜΕ1 παρουσίασε δέσμη τιμολογίων που αφορούσαν παραδόσεις προϊόντων από 25.10.2012 μέχρι 7.4.2014 (Τεκμήριο 4) και σημείωσε ότι τα τιμολόγια που εκδίδονταν μετά τις 4.7.2013 εξοφλούνταν άμεσα.

 

Η αντεξέταση του ΜΕ1 ήταν περιορισμένη ενόψει του ότι στην Υπεράσπιση υπάρχει άρνηση του οφειλόμενου ποσού χωρίς να προβάλλεται κάποιος σχετικός θετικός ισχυρισμός. Η θέση που υποβλήθηκε στον ΜΕ1 ήταν ουσιαστικά ότι τόσο κατά την περίοδο από 5.11.2012 μέχρι 10.7.2014 που αναφέρεται στην επιστολή Τεκμήριο 1 όσο και κατά την περίοδο από 1.1.2012 μέχρι την καταχώρηση της αγωγής (αφού η Έκθεση Απαίτησης αναφέρεται σε περίοδο 2012-1013), οι πληρωμένες που έγιναν από την Εναγόμενη υπερβαίνουν τις χρεώσεις που φαίνονται στις καταστάσεις λογαριασμού Τεκμήρια 3 και 5.

 

Η θέση του ΜΕ1 ήταν ότι η κατάσταση λογαριασμού που τηρείτο από την Ενάγουσα αφορά ευρύτερη περίοδο εφόσον η συνεργασία των δύο εταιρειών είχε ξεκινήσει το 2003 και συνέχισε μετά την καταχώρηση της αγωγής. Σημείωσε ότι το αξιούμενο με την αγωγή ποσό είναι το υπόλοιπο του λογαριασμού που τηρείτο με αυτό τον τρόπο και κατά την 1.1.2012 ο λογαριασμός δεν είχε μηδενικό υπόλοιπο αλλά ήδη υπήρχε οφειλή €157.065,79. Δέχτηκε, όταν ρωτήθηκε σχετικά από το συνήγορο της Εναγόμενης, ότι την περίοδο 5.11.2012 – 10.7.2013 (δηλαδή από την ημερομηνία που αναφέρεται στην επιστολή Τεκμήριο 1 μέχρι την καταχώρηση της αγωγής) υπάρχουν στον λογαριασμό χρεώσεις ύψους €146.460 και πιστώσεις ύψους €166.000. Όμως διαφώνησε όταν του υποβλήθηκε ότι δεν υπάρχει οφειλή την επίδικη περίοδο αλλά υπερπληρωμές επιμένοντας ότι οι πληρωμές που έγιναν δεν αφορούσαν τιμολόγια αυτής της περιόδου αλλά ήταν έναντι του υπόλοιπου του λογαριασμού.

 

Αυτή ήταν, συνοπτικά, η μαρτυρία του ΜΕ1.

 

Για την πλευρά της Εναγόμενης έδωσε μαρτυρία ο κ. Α. Ανδρέου (ΜΥ1), διευθυντής της Εναγόμενης εταιρείας από το 1987. Στη μαρτυρία του σημείωσε ότι σύμφωνα με την επιστολή που είχε σταλθεί από την Ενάγουσα πριν την έγερση της αγωγής, Τεκμήριο 1, η αξίωση της Ενάγουσας αφορά την περίοδο από 5.11.2012 μέχρι 10.7.2013. Η δική του θέση είναι ότι, με βάση τις καταστάσεις λογαριασμού που παρουσίασε η Ενάγουσα, την περίοδο εκείνη τα ποσά των πιστώσεων υπερβαίνουν τις χρεώσεις. Ειδικότερα, είναι η θέση του ότι η κατάσταση λογαριασμού παρουσιάζει υπερπληρωμές ύψους €22.752,01.

 

Ο ΜΥ1 παρουσίασε κατάσταση (Τεκμήριο 10) που ετοίμασε ο ίδιος με βάση τα Τεκμήρια 3 και 5, καταστάσεις λογαριασμού της Ενάγουσας, για την περίοδο από 11.1.2012 μέχρι 30.9.2020. Σύμφωνα με την κατάσταση αυτή, για την περίοδο εκείνη καμία οφειλή παραμένει, αντίθετα οι πιστώσεις υπερβαίνουν τις χρεώσεις κατά €54.922,83.

 

Κατά την αντεξέταση του ΜΥ1 αυτός ερωτήθηκε σε σχέση με ποινική υπόθεση που είχε καταχωρηθεί εναντίον του (σχετικά τα Τεκμήρια 7, 8 και 9). Προκύπτει ότι περί το 2013, έναντι της οφειλής της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα, είχε εκδοθεί από τον ΜΥ1 ως διευθυντή της Εναγόμενης εταιρείας αριθμός επιταγών οι οποίες έμειναν απλήρωτες. Ως αποτέλεσμα καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση για το αδίκημα του άρθρου 305 Α του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Κατόπιν εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης, ο ΜΥ1 είχε κριθεί ένοχος και καταδικάστηκε. Η καταδίκη του επικυρώθηκε κατ΄ έφεση.

 

Κατά την αντεξέταση ο ΜΥ1 επίσης υποστήριξε ότι ούτε για άλλη περίοδο πέραν της επίδικης υπάρχει χρέος της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα. Υποστήριξε ότι η κατ’ ισχυρισμό οφειλή ήταν αποτέλεσμα ελαττωμάτων στο «σύστημα το οποίο μας έδωσε η εταιρεία ΕΚΟ για να καταμετρά τις ποσότητες πετρελαίου που είχαμε μες το ντεπόζιτο πετρελαίου που μας παρέδιδαν οι ίδιοι». Εστίασε στο ότι η αγωγή αφορά συγκεκριμένη χρονική περίοδο και επέμενε ότι για εκείνη την περίοδο δεν υπάρχει οφειλόμενο.

 

Αυτή ήταν η μαρτυρία που παρουσιάστηκε εκατέρωθεν στα πλαίσια της δίκης.

 

Μετά το πέρας της παρουσίασης της μαρτυρίας, οι συνήγοροι της κάθε πλευράς ετοίμασαν τελικές αγορεύσεις στις οποίες συνόψισαν τη μαρτυρία και τα εκατέρωθεν επιχειρήματα. Έχω μελετήσει τις γραπτές αγορεύσεις και τις εκεί θέσεις και εισηγήσεις των συνηγόρων.

 

Αξιολογώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, κρίνω τον ΜΕ1 αξιόπιστο μάρτυρα. Κατά τη μαρτυρία του ήταν σταθερός στην εκδοχή του, εξήγησε με σαφήνεια την εμπλοκή και το ρόλο του στα γεγονότα, δεν διαπίστωσα αντιφάσεις και όσα κατέθεσε είχαν συνοχή, ήταν πειστικά και συνάδουν με το περιεχόμενο των εγγράφων που παρουσίασε. Συνεπώς αποδέχομαι τη μαρτυρία του.

 

Ο ΜΥ1 από την άλλη, δεν άφησε θετική εντύπωση. Θεωρώ ότι διαμόρφωνε τις απαντήσεις του με σκοπό να παρουσιάσει μια εκδοχή που να συνάδει με τις νομικές θέσεις της πλευράς του. Ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση άφησαν οι απαντήσεις του σε σχέση με την ποινική υπόθεση που είχε καταχωρηθεί εναντίον του σε σχέση με επιταγές που εξέδωσε έναντι της οφειλής της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα. Σε αυτά τα σημεία η εκδοχή του και οι διάφορες δικαιολογίες που πρόβαλλε στερούνταν πειστικότητας. Το ίδιο ισχύει και για τις απαντήσεις του όταν αρνήθηκε κατά την αντεξέταση κατά πόσο υπάρχει οφειλή μεταξύ των δύο εταιρειών για συναλλαγές άλλων περιόδων από 2012-2013. Η επιμονή του ότι καμία άλλη οφειλή υπάρχει δεν πείθει. Εάν ίσχυε αυτό τότε προς τί έγιναν από την Εναγόμενη πληρωμές από το 2012 μέχρι σήμερα που υπερβαίνουν το ποσό που η Ενάγουσα αξιώνει με την αγωγή; Ένεκα αυτών των χαρακτηριστικών της μαρτυρίας του, κρίνω ότι δεν ήταν μάρτυρας που είχε πρόθεση να καταθέσει την αλήθεια αλλά μάλλον να παρουσιάσει μια εικόνα που έκρινε «θετική» για την Εναγόμενη. Δεν θεωρώ τη μαρτυρία του αξιόπιστη και δεν μπορώ να βασιστώ σε αυτή για διαμόρφωση ευρημάτων.

 

Στρέφομαι στην έγγραφη μαρτυρία. Το περιεχόμενο των εγγράφων που παρουσίασε ο ΜΕ1 δεν έχει ουσιαστικά αμφισβητηθεί. Συνεπώς κρίνω ότι οι καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμήρια 3 και 5, καθώς και η δέσμη τιμολογίων, Τεκμήριο 4, συνιστούν αποτύπωση των συναλλαγών μεταξύ των δύο εταιρειών και αποτυπώνουν ορθά την πραγματική εικόνα. Είναι αποδεκτό ότι στάλθηκε η επιστολή Τεκμήριο 1 ενώ τα Τεκμήρια που αφορούν την ποινική υπόθεση κατατέθηκαν από κοινού και το περιεχόμενο τους επίσης δεν αμφισβητήθηκε. Η δε κατάσταση λογαριασμού που παρουσιάστηκε από τον ΜΥ1, δεν προσφέρει κάτι νέο αλλά συνιστά αναπαραγωγή κάποιων δεδομένων που εξάγονται από τις καταστάσεις λογαριασμού της Ενάγουσας.

 

Κλείνοντας το κεφάλαιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, σημειώνω τα εξής σε σχέση με την ποινική υπόθεση. Είναι φανερό ότι υπάρχει σύνδεση με τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα αγωγή. Το Δικαστήριο που εκδίκασε εκείνη την υπόθεση προέβη σε κάποιες διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα. Η δε απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στα πλαίσια της έφεσης που ασκήθηκε κατά της πρωτόδικης απόφασης είναι επίσης δεδομένη. Όσα αποτυπώνουν τα έγγραφα που αφορούν την υπόθεση εκείνη (κατηγορητήριο, πρακτικά, αποφάσεις) αντικατοπτρίζουν όσα συνέβησαν εκεί. Όμως η παρούσα αγωγή έχει την αυτοτέλεια της. Τα ευρήματα που διαμορφώνω αφορούν και βασίζονται στη μαρτυρία που παρουσιάστηκε κατά την εκδίκαση η οποία κρίθηκε αξιόπιστη και έγινε αποδεκτή. Δεν δεσμεύομαι ως προς το αποτέλεσμα της παρούσας αγωγής από τις αποφάσεις (πρωτόδικη και κατ΄ έφεση) στην ποινική υπόθεση. Το αποτέλεσμα της παρούσας αγωγής θα κριθεί στη βάση των δικών μου ευρημάτων και σε συνάρτηση με τα δικόγραφα και τα εδώ επίδικα θέματα.

 

Στη βάση λοιπόν της πιο πάνω αξιολόγησης κρίνω ότι τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση και η σχέση μεταξύ των δύο εταιρειών είναι ως τα κατέθεσε ο ΜΕ1. Επομένως, όσα αναφέρω πιο πάνω στη συνοπτική αναφορά στη μαρτυρία του, προς αποφυγή επανάληψης, καθίστανται και δικά μου ευρήματα. Το περιεχόμενο των εγγράφων που παρουσίασε επίσης γίνεται αποδεκτό. Ειδικότερα, δέχομαι ότι οι καταστάσεις λογαριασμού που παρουσίασε δείχνουν την πραγματική εικόνα των χρεώσεων και πιστώσεων της συνεργασίας.

 

Αυτό που παραμένει είναι η υπαγωγή των γεγονότων στις νομικές αρχές για να διαπιστωθεί εάν στοιχειοθετείται με βάση τις δικογραφημένες θέσεις η βάση αγωγής που επικαλείται η Ενάγουσα και η αξίωση που εγείρει.

 

Αυτή η διεργασία πρέπει να γίνει υπό το πρίσμα των δικογράφων τα οποία καθορίζουν τα επίδικα θέματα και το πλαίσιο στο οποίο θα κριθούν οι αξιώσεις που εγείρονται. Για αυτό το λόγο, στην αρχή της απόφασης μου, παρέθεσα απόσπασμα από την Έκθεση Απαίτησης και σημείωσα ότι το λεκτικό της είναι καθοριστικό ως προς το αποτέλεσμα.

 

Από το φάκελο της αγωγής προκύπτει ότι το 2022 η πλευρά της Ενάγουσας είχε καταχωρήσει ενδιάμεση αίτηση με την οποία ζητούσε άδεια να τροποποιήσει την Έκθεση Απαίτησης. Επιδίωκε, μέσω της τροποποίησης, να εισαγάγει ισχυρισμούς ότι υπήρχε συμβατική σχέση και πολυετής συνεργασία μεταξύ των δύο εταιρειών, πολύ πριν την περίοδο 2012-2013 που αναφέρεται στο υφιστάμενο δικόγραφο. Επιδίωξε επίσης μέσω της τροποποίησης να εισαγάγει ισχυρισμούς ότι για σκοπούς της συνεργασίας εκδίδονταν τιμολόγια και αποδεικτικά παράδοσης (delivery notes) και η Ενάγουσα διατηρούσε λογαριασμό όπου καταγράφονταν οι χρεώσεις για την προμήθεια προϊόντων και οι πληρωμές που γίνονταν έναντι των οφειλόμενων από την Εναγόμενη. Ήθελε επίσης να προσθέσει ότι το αξιούμενο με την αγωγή ποσό αφορούσε «χρεωστικό και/ή οφειλόμενο ποσό που έχει προκύψει κατά τον ουσιώδη χρόνο εν όλων ή εν μέρει από πωλήσεις πετρελαιοειδών και/ή συναφών προϊόντων οι οποίες πωλήσεις και/ή παραδόσεις δεν εξοφλήθηκαν εν όλων ή εν μέρει.»

 

Η αίτηση εκείνη εκδικάστηκε και απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 10.11.2022 του παρόντος Δικαστηρίου (με άλλη σύνθεση). Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο είχε προβεί στις ακόλουθες επισημάνσεις:

 

«Οι ενάγοντες με την αίτηση τους προσπαθούν να διευρύνουν τον χρόνο συνεργασίας τους πηγαίνοντας πίσω, όπως προκύπτει, πολλά χρόνια, αναφερόμενοι αόριστα και γενικά σε πολυετή, μακροχρόνια συνεργασία. Τούτο κατά την κρίση μου έχοντας κατά νου το δικόγραφο τους από το οποίο εξάγεται η θέση ότι ο λογαριασμός μεταξύ τους ήταν για την περίοδο 2012-2013, έχει ακριβώς αντίθετο σκοπό από αυτόν που οι ενάγοντες διατείνονται ότι προσπαθούν να πράξουν με την αιτούμενη τροποποίηση τους, δηλαδή να διευκρινίσουν και να καθορίσουν με σαφήνεια τη διάρκεια της συνεργασίας τους και της συμβατικής τους σχέσης. […] Επαναλαμβάνω και πάλιν εδώ ότι η αγωγή των εναγόντων, ως έχει, αφορά υπόλοιπο αξίας εμπορευμάτων που πούλησαν και παρέδωσαν σε αυτούς, δυνάμει λογαριασμού δούναι και λαβείν κατά τη διάρκεια του έτους 2012-2013. Συνεπώς, έχοντας κατά νου τα πιο πάνω το γεγονός ότι η νομική βάση της αγωγής δεν αλλάζει με καταλυτικό τρόπο, κατά την κρίση μου, στην παρούσα περίπτωση δεν αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, εφόσον το τι οι ενάγοντες προσπαθούν να κάνουν είναι να διευρύνουν την αξίωση τους πηγαίνοντας πίσω σε άγνωστο αδιευκρίνιστο χρόνο, γεγονός που από μόνο του δημιουργεί δυσμενή επηρεασμό στην πλευρά των εναγόμενων, οι οποίοι δεν θα είναι σε θέση να γνωρίζουν τι έχουν να αντιμετωπίσουν». (υπογράμμιση δική μου)

 

Με την απόρριψη της αίτησης εκείνης για τους λόγους που εξήγησε το Δικαστήριο, καθίσταται σαφές ότι η επίδικη περίοδος της συνεργασίας των διαδίκων για σκοπούς αυτής της αγωγής είναι τα έτη 2012-2013.

 

Συνεπώς, στην παρούσα απόφαση μου στην αγωγή δεν θα λάβω υπόψη δοσοληψίες μεταξύ των εμπλεκομένων εταιρειών εκτός της περιόδου 2012-2013 γιατί είναι εκτός δικογράφων. Έστω και αν στο ενδιάμεσο άλλαξε η σύνθεση του Δικαστηρίου, θεσμικά πρόκειται για το ίδιο όργανο που ενεργεί με συνέπεια και συνέχεια. Εάν ενεργούσα διαφορετικά και λάμβανα υπόψη δοσοληψίες άλλων περιόδων, εκτός των δικογραφημένων, θα αυτοαναιρούμουν.

 

Σημειώνω και το εξής. Κατά τη μαρτυρία του ΜΕ1, όταν επιχειρήθηκε να παρουσιαστούν οι καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμήρια 3 και 5, εγέρθηκε ένσταση από την πλευρά της Εναγόμενης που υποστήριξε ότι είναι εκτός δικογράφων και εκτός των επίδικων θεμάτων αφού η επίδικη περίοδος της αγωγής είναι το 2012-2013. Επιτράπηκε η κατάθεση των εγγράφων με ενδιάμεση απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 13.12.2023 στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Θεωρώ ότι είναι ορθό να επιτραπεί στον ΜΕ1 να εξηγήσει τον τρόπο που – κατά τη δική του εκδοχή – λειτουργούσε η συνεργασία που επικαλείται η Ενάγουσα και τον τρόπο που προέκυψε το οφειλόμενο υπόλοιπο. Εφόσον είναι η εκδοχή του ότι το ισχυριζόμενο οφειλόμενο υπόλοιπο που προέκυψε την περίοδο 2012-2013 αποτυπώνεται σε λογαριασμό που ξεκινά από προγενέστερη περίοδο, θεωρώ επίσης ορθό να του επιτραπεί να παρουσιάσει ολοκληρωμένο το έγγραφο στο οποίο – κατά τη θέση του – αποτυπώνεται η οφειλή άσχετα αν αυτό καλύπτει διευρυμένη χρονική περίοδο. Κρίνω ότι αυτό είναι ορθότερο παρά να περιοριστεί στο να παρουσιάσει αποσπασματικά το έγγραφο ή τις καταχωρήσεις σε αυτό.

 

[…] Να προσθέσω ότι ακόμα και αν επιτραπεί να παρεισφρήσει μαρτυρία που είναι εκτός των δικογράφων, είναι δεδομένο ότι στο στάδιο της αξιολόγησης αυτή δεν θα ληφθεί υπόψη στη διαμόρφωση του αποτελέσματος.» (υπογράμμιση δική μου)

 

Το γεγονός ότι κατατέθηκαν, ως τεκμήρια, καταστάσεις λογαριασμού που καλύπτουν ευρύτερη χρονική περίοδο από τη δικογραφημένη, δεν αλλάζει το δεδομένο ότι η περίοδος που καλύπτει το δικόγραφο της Έκθεσης Απαίτησης είναι η περίοδος 2012-2013.

 

Επιπρόσθετα οφείλω να σημειώσω ότι ο χειρισμός της ακρόασης από το συνήγορο της Εναγόμενης, η αντεξέταση του ΜΕ1, η δομή της μαρτυρίας του ΜΥ1, η τελική αγόρευση της πλευράς τους, όλα έγιναν με τρόπο που να απαντά στις δικογραφημένες θέσεις της Ενάγουσας. Ρητά ο συνήγορος της Εναγόμενης δήλωσε ότι η υπεράσπιση προβάλλεται με δεδομένη τη δικογραφημένη θέση της Ενάγουσας. Συνεπώς, πέραν της βασικής αρχής ότι η δίκη διεξάγεται βάσει των δικογράφων, θα προκαλούσε εκ των πραγμάτων αδικία στην πλευρά της Εναγόμενης τυχόν παρέκκλιση από αυτό το βασικό κανόνα.

 

Δεν παραγνωρίζω το εύρημα ότι η συνεργασία των δύο εταιρειών χρονολογείται από το 2003 και ότι καθ’ όλη την περίοδο συνεργασίας διατηρείτο χρεοπιστωτικός λογαριασμός. Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι το ποσό που η Ενάγουσα αξιώνει με την αγωγή, σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης αφορά την περίοδο από 2012-2013. Συνεπώς, ασχέτως με τη διάρκεια και τον τρόπο που λειτουργούσε η συνεργασία, κατά πόσο η Ενάγουσα δικαιούται σε απόφαση θα κριθεί σε συνάρτηση με αυτό το δικογραφημένο ισχυρισμό.

 

Η ορθότητα του περιεχόμενου της κατάστασης λογαριασμού της Ενάγουσας που παρουσιάστηκαν έγινε αποδεκτή και συνιστά μέρος των ευρημάτων. Όμως η κατάσταση λογαριασμού αφορά ευρύτερη περίοδο, μη επίδικη. Επίδικη είναι η περίοδος 2012-2013. Η κατάσταση λογαριασμού είναι το μόνο έγγραφο από το οποίο μπορούν να εξαχθούν δεδομένα που αφορούν το λογαριασμό «δούναι και λαβείν» της επίδικης περιόδου. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο εάν απομονωθούν οι χρεώσεις και πιστώσεις που καταγράφονται και αφορούν την επίδικη περίοδο. Εξέτασα την κατάσταση λογαριασμού υπό αυτό το πρίσμα, και εφαρμόζοντας απλά μαθηματικά προκύπτουν οι ακόλουθες διαπιστώσεις: Οι χρεώσεις δεν αθροίζονται σε €138.376,64 ως η Ενάγουσα ισχυρίζεται. Αυτό ανεξάρτητα εάν ο υπολογισμός γίνει από 1.1.2012-31.12.2013 (αφού η Έκθεση Απαίτησης αναφέρεται σε «2012-2013») ή εάν ο υπολογισμός γίνει για την περίοδο από 5.11.2012 μέχρι 10.7.2013 (όπως αναγράφεται στην επιστολή, Τεκμήριο 1). Στα πλαίσια της μαρτυρίας του ΜΕ1, όπως σημειώνω πιο πάνω, αυτός συμφώνησε ότι οι πιστώσεις της επίδικης περιόδου υπερβαίνουν τις χρεώσεις.

 

Οι μόνες πληροφορίες για τις πληρωμές που έγιναν από την Εναγόμενη κατά την επίδικη περίοδο προέρχονται από τις καταστάσεις λογαριασμού. Δεν παραγνωρίζω την αναφορά του ΜΕ1 ότι οι πληρωμές που έγιναν πιστώνονταν έναντι των παλαιότερων τιμολογίων (που θα μπορούσε να αφορούσαν περίοδο προγενέστερη της επίδικης). Όμως επαναλαμβάνω ότι οι μόνες πληροφορίες που μπορώ να αντλήσω από τα Τεκμήρια για τη δικογραφημένη, επίδικη περίοδο είναι ότι εντός της περιόδου 2012-2013, ο λογαριασμός ήταν «δούναι και λαβείν» και έγιναν πληρωμές από την Εναγόμενη προς την Ενάγουσα. Όπως σημείωσα πιο πάνω, εφαρμόζοντας απλά μαθηματικά προκύπτει ότι το ποσό των πληρωμών υπερβαίνει το ποσό των χρεώσεων κατά την επίδικη περίοδο.  

 

Συγκεφαλαιώνοντας τα πιο πάνω η κατάσταση που διαμορφώνεται έχει ως εξής. Παρότι η μόνη αξιόπιστη μαρτυρία προήλθε από την πλευρά της Ενάγουσας, αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση απόφασης υπέρ της. Το αποτέλεσμα της αγωγής κρίνεται με γνώμονα τα επίδικα θέματα και δικογραφημένους ισχυρισμούς. Η μαρτυρία και τα αντίστοιχα ευρήματα δεν στοιχειοθετούν τους δικογραφημένους ισχυρισμούς περί ύπαρξης συγκεκριμένης οφειλής που δημιουργήθηκε την περίοδο 2012-2013 στα πλαίσια «δούναι και λαβείν» συνεργασίας. Οι καταστάσεις λογαριασμών δείχνουν ότι την επίδικη περίοδο έγιναν χρεώσεις όμως δείχνει επίσης ότι υπήρχαν και πιστώσεις. Οι χρεώσεις δεν συνάδουν με το αξιούμενο ποσό (αρχικό ή μειωμένο). Οι δε πληρωμές της επίδικης περιόδου φαίνεται ότι υπερβαίνουν τα ποσά των χρεώσεων.

 

Με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 10.11.2022 κατέστη σαφές ότι η υπόθεση θα εκδικαζόταν με βάση το υφιστάμενο δικογραφικό πλαίσιο. Παρέπεμψα σε σχετικό απόσπασμα της απόφασης εκείνης ότι «η αγωγή των εναγόντων, ως έχει, αφορά υπόλοιπο αξίας εμπορευμάτων που πούλησαν και παρέδωσαν σε αυτούς δυνάμει λογαριασμού δούναι και λαβείν κατά τη διάρκεια του έτους 2012-2013». Δεν μπορώ παρά να αποφασίσω την αγωγή στη βάση των δικογραφημένων ισχυρισμών.

 

Για τους λόγους που εξήγησα, καταλήγω ότι η αγωγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τα έξοδα, ακολουθώντας το αποτέλεσμα επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον της Ενάγουσας, όπως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν.

 

 

 

(Υπ.) ………………..………………………….
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο