TSVETAN VASSILEV ν. BAKER TILLY KLITOU AND PARTNERS LTD κ.α., Αρ. Αίτησης: 1030/2024, 30/5/2025
print
Τίτλος:
TSVETAN VASSILEV ν. BAKER TILLY KLITOU AND PARTNERS LTD κ.α., Αρ. Αίτησης: 1030/2024, 30/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αίτησης: 1030/2024

 

Μεταξύ:

 

 

TSVETAN VASSILEV

Ενάγοντας

 

και

 

1. BAKER TILLY KLITOU AND PARTNERS LTD

2. ANTONIS VASILIOU

Εναγόμενοι

 

 

30 Μαΐου, 2025.

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα/Αιτητή: κ. Κώστα με κ. Πλατή για Στέλιος Αμερικάνος & Σία Δ.Ε.Π.Ε. και Ανδρέας Μ. Κλεάνθους

Για Εναγόμενη 1/Καθ΄ ης η Αίτηση 1: κ. Γκροζάκης και κ. Καδής για George Pamboridis LLC

Για Εναγόμενο 2/Καθ’ ου η Αίτηση 2: κ. Πανάγος με κα Χριστοδούλου για Πανάγος & Πανάγος Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

στην Αίτηση του Ενάγοντα ημερομηνίας 20.9.2024 για ενδιάμεσα διατάγματα

 

 

Με την παρούσα Αίτηση ο Ενάγοντας/Αιτητής ζητά διατάγματα αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal/Bankers Trust[1] που να διατάζουν τους Εναγόμενους/Καθ’ ων η Αίτηση να αποκαλύψουν διάφορα στοιχεία και πληροφορίες σε σχέση με «έκθεση με ημερομηνία 31 Ιουλίου 2016 προς την Commercial Bank της Βουλγαρίας». Ζητά επίσης διάταγμα φίμωσης που να απαγορεύει στους Εναγόμενους/Καθ’ ων η Αίτηση να αποκαλύψουν την ύπαρξη της Αίτησης και της αγωγής προς τρίτα πρόσωπα πλην των νομικών τους συμβούλων. Κατά την πρώτη δικάσιμο, το διάταγμα φίμωσης εκδόθηκε μονομερώς και δόθηκαν οδηγίες για επίδοση της Αίτησης αναφορικά με τα αιτούμενα διατάγματα αποκάλυψης.

 

Οι Εναγόμενοι/Καθ’ ων η Αίτηση ήγειραν ένσταση στη συνέχιση ισχύος του διατάγματος φίμωσης και έχουν επίσης εγείρει ένσταση στην έκδοση των υπόλοιπων αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Θα ξεκινήσω με μια συνοπτική αναφορά στα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση όπως προκύπτουν από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση. Ενόρκως δηλών είναι δικηγόρος από το γραφείο που εκπροσωπεί τον Ενάγοντα/Αιτητή.

 

Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση, ο Ενάγοντας/Αιτητής είναι Βούλγαρος υπήκοος και υπήρξε θύμα οργανωμένης εκστρατείας εναντίον του στη Βουλγαρία ως αποτέλεσμα της οποίας αναγκάστηκε σε εξορία στη Σερβία όπου του χορηγήθηκε πολιτικό άσυλο.

 

Ζούσε και δραστηριοποιείτο επαγγελματικά στη Βουλγαρία, στο χρηματοοικονομικό τομέα. Από το 2000 και μετέπειτα διετέλεσε, μεταξύ άλλων, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, Γενικός Διευθυντής και μετέπειτα Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου και μέτοχος πλειοψηφίας στην εμπορική τράπεζα Corpbank. Υπό την ηγεσία του η Corpbank αναπτύχθηκε σημαντικά. Το 2014 η τράπεζα ήταν εύρωστη και η 4η μεγαλύτερη τράπεζα στη Βουλγαρία.

 

Το 2002 ο Ενάγοντας/Αιτητής ξεκίνησε επιχειρηματικές σχέσεις με τον Delyan Peevski, Βούλγαρο μεγιστάνα των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ο Peevski διορίστηκε το 2005 Εισαγγελέας στη Σόφια και, αργότερα, έγινε Αναπληρωτής Υπουργός Καταστάσεων Έκτακτης Ανάγκης της Βουλγαρίας.

 

Η Corpbank χρηματοδοτούσε τις επιχειρήσεις του Peevski χορηγώντας δάνεια. Μέχρι το 2013 οι οικονομικές υποχρεώσεις του Peevski προς την τράπεζα ανήλθαν περίπου σε €200.000.000. Περί το 2014 ο Ενάγοντας/Αιτητής ζήτησε από τον Peevski την αποπληρωμή των δανείων. Αυτό οδήγησε τις σχέσεις τους σε ρήξη με αποτέλεσμα ο Peevski να ξεκινήσει μια εκστρατεία εναντίον του Ενάγοντα/Αιτητή και της τράπεζας.

 

Συγκεκριμένα ο Peevski αρνήθηκε να αποπληρώσει τα δάνεια και ξεκίνησε να εκβιάζει τον Ενάγοντα/Αιτητή απαιτώντας να μεταβιβάσει προς εκείνον περιουσιακά στοιχεία, δωρεάν. Όταν ο Ενάγοντας/Αιτητής αρνήθηκε ξεκίνησε να δέχεται απειλές ενώ διέρρευσαν σε ΜΜΕ που ελέγχονταν από τον Peevski ψευδείς πληροφορίες ότι ο Ενάγοντας/Αιτητής ήταν αναμεμειγμένος σε σχέδιο δολοφονίας του Peevski. Ο τότε Γενικός Εισαγγελέας διέψευσε ότι υπήρχαν στοιχεία που να υποστηρίζουν την εμπλοκή του Ενάγοντα/Αιτητή σε σχέδιο δολοφονίας, όμως οι φήμες προκάλεσαν σημαντική ζημιά στη φήμη τόσο του Ενάγοντα/Αιτητή όσο και της Corpbank. Ακολούθησαν πληθώρα δημοσιευμάτων σε εφημερίδες που ελέγχονται από τον Peevski και τη μητέρα του που δημιούργησαν μια εικόνα κακοδιαχείρισης και εγκληματικότητας στην Corpbank. Αυτά δημιούργησαν πανικό μεταξύ των πελατών της τράπεζας και τον Ιούνιο 2014, μέσα σε λίγες μέρες, αποσύρθηκε το 20% των καταθέσεων.

 

Αυτό προκάλεσε κρίση ρευστότητας στην τράπεζα που ζήτησε τη βοήθεια της Κεντρικής Τράπεζας της Βουλγαρίας η οποία όμως αρνήθηκε να παράσχει βοήθεια ρευστότητας. Εξαιτίας της άρνησης η Corpbank αναγκάστηκε να υποβάλει αίτηση για ειδική εποπτεία μέχρι να επανέλθει στην κανονικότητα όμως στις 22.6.2014 η Κεντρική Τράπεζα της Βουλγαρίας ανακοίνωσε την πρόθεση της να εθνικοποιήσει την Corpbank.

 

Ακολούθως, η κυβέρνηση της Βουλγαρίας «χρησιμοποίησε την υπόθεση της Corpbank για να απαιτήσει την έγκριση κρατικής βοήθειας για το τραπεζικό σύστημα της Βουλγαρίας» από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στις 29.6.2014 εγκρίθηκε η παροχή βοήθειας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η βοήθεια όμως που λήφθηκε δεν επεκτάθηκε στη στήριξη της Corpbank γιατί «αντίθετα με όσα υποστήριξε η Βουλγαρία στις Βρυξέλλες, η [Κεντρική Τράπεζα της Βουλγαρίας] και το Υπουργείο Οικονομικών αρνήθηκαν να επεκτείνουν αυτήν την υποστήριξη στην Corpbank. Φάνηκε ότι ο στόχος από την αρχή ήταν να προκληθεί τεχνητά η αφερεγγυότητα της τράπεζας».

 

Τελικά, η άδεια λειτουργίας της Corpbank ανακλήθηκε στις 6.11.2014. Η πλευρά του Ενάγοντα/Αιτητή υποστηρίζει ότι «το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Βουλγαρίας, υπό σαφή και κρυφή πολιτική παρέμβαση δεν επέτρεψε σε κανέναν να αμφισβητήσει την ανάκληση της άδειας. Ο κύριος λόγος για αυτό ήταν να αποτραπεί οποιοσδήποτε να αμφισβητήσει τη μεθοδολογία και τα ευρήματα της έκθεσης που συνέταξε η AFA» (αναφορά στην AFA και το ρόλο που της αποδίδει ο Ενάγοντας/Αιτητής γίνεται πιο κάτω).

 

Συγκεκριμένα, είναι η θέση του Ενάγοντα/Αιτητή ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε με προφάσεις έφεση που είχε καταχωρήσει ο Ενάγοντας/Αιτητής εναντίον της απόφασης της Κεντρικής Τράπεζας της Βουλγαρίας να ανακαλέσει την άδεια της Corpbank. Επιπρόσθετα, αδικαιολόγητα απορρίφθηκε, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, προσπάθεια από μετόχους και πρώην διευθυντές της τράπεζας να προσβάλουν την απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της Βουλγαρίας να κηρύξει την τράπεζα αφερέγγυα και να διατάξει τη ρευστοποίηση της. Κατόπιν προσφυγής του Ενάγοντα/Αιτητή και άλλων μετόχων στο ΕΔΑΔ, διαπιστώθηκε παράβαση του άρθρου 6(1) της Σύμβασης και του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 στη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Προσθέτει ότι μετά την απόφαση του ΕΔΑΔ ξεκίνησαν άλλες δικαστικές διαδικασίες στη Βουλγαρία που εκκρεμούν προς εκδίκαση.

 

Κατά την περίοδο εκείνη, Γενικός Εισαγγελέας της Βουλγαρίας ήταν ο Sotir Tsatsarov. Η θητεία του στιγματίστηκε από πολιτικά υποκινούμενες και στοχευμένες διώξεις πολιτικών αντιπάλων. Στην περίπτωση του Ενάγοντα/Αιτητή, ο Tsatsarov τον κατηγόρησε για υπεξαίρεση και συνέβαλε στη δημιουργία των συνθηκών που προκάλεσαν τραπεζικό πανικό στην Corpbank τον Ιούνιο 2014. Σύμφωνα με τον Ενάγοντα/Αιτητή, ακόμα και μετά την κατάρρευση της Corpbank, ο Tsatsarov συνέχισε να δημιουργεί νομικά εμπόδια στον Ενάγοντα/Αιτητή και διευκόλυνε την απαλλοτρίωση περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας.

 

Ξεκίνησε ποινική διερεύνηση εναντίον του Ενάγοντα/Αιτητή σε σχέση με την κατάρρευση της Corpbank. Για σκοπούς της προανακριτικής διαδικασίας η Εισαγγελία της Σόφιας το 2015 αποφάσισε τη διεξαγωγή μιας Σύνθετης Δικαστικής Οικονομικής Αξιολόγησης (Complex Forensic Economic Assessment).

 

Στην οικονομική διερεύνηση καθοριστικό ρόλο είχε ο ελεγκτικός οίκος της Βουλγαρίας, AFA που ανέλαβε την ετοιμασία εκθέσεων που χρησιμοποιήθηκαν σε ποινικές διαδικασίες εναντίον του Ενάγοντα/Αιτητή. Σύμφωνα με τον Ενάγοντα/Αιτητή οι εκθέσεις ετοιμάστηκαν με λανθασμένη μεθοδολογία, δεν ήταν αξιόπιστες ούτε ανεξάρτητες αλλά ήταν καθοδηγούμενες και μέρος του ενορχηστρωμένου σχεδίου εναντίον της Corpbank και του ίδιου.

 

Ανατέθηκε στην Εναγόμενη 1/Καθ’ ης η Αίτηση 1 η ανεύρεση τεσσάρων κατάλληλων εμπειρογνωμόνων από το δίκτυο Baker Tilly για τη διενέργεια αυτής της αξιολόγησης και την ετοιμασία σχετικής έκθεσης. Ένας εκ των εμπειρογνωμόνων που εισηγήθηκε στις Εισαγγελικές αρχές η Εναγόμενη 1/Καθ’ ης η Αίτηση 1 ήταν ο Εναγόμενος 2/Καθ’ ου η Αίτηση 2. Η Εισαγγελία κατόπιν των εισηγήσεων διόρισε τον Εναγόμενο 2/Καθ’ ου η Αίτηση 2 καθώς και άλλα τρία πρόσωπα. Οι τέσσερις εμπειρογνώμονες διενήργησαν την εξέταση/αξιολόγηση και ετοίμασαν την έκθεση ημερομηνίας 31.7.2016 που είναι στο επίκεντρο της παρούσας διαδικασίας (στο εξής η «Έκθεση»).

 

Ο Ενάγοντας/Αιτητής υποστηρίζει ότι συγκεκριμένοι υπάλληλοι της AFA, τους οποίους κατονομάζει, είχαν πρόσβαση στα αρχεία και έγγραφα της Corpbank τα οποία «επεξεργάστηκαν και χειραγώγησαν» πριν τα παραδώσουν στους εμπειρογνώμονες προς εξέταση και ετοιμασία της Έκθεσης. Σκοπός της AFA ήταν «να καλύψει τα δικά της ίχνη καθώς και τα ίχνη των εισαγγελέων και άλλων που εμπλέκονται στην οργάνωση της επίθεσης [κατά της τράπεζας]».

 

Συγκεκριμένα, η πλευρά του Ενάγοντα/Αιτητή ισχυρίζεται ότι υπάλληλοι της AFA «υπό την εξουσιοδότηση της εισαγγελίας της Βουλγαρίας είχαν αποκλειστική πρόσβαση στα οικονομικά αρχεία και τα λογιστικά συστήματα της Corpbank. Αυτοί οι υπάλληλοι προετοίμασαν τα έγγραφα και τις αναλύσεις που στη συνέχεια παρουσιάστηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία κατά της τράπεζας, χωρίς ανεξάρτητη επαλήθευση από τους διορισμένους εμπειρογνώμονες. Ο ρόλος της AFA δεν ήταν απλώς αυτός ενός αμερόληπτου ελεγκτή αλλά ενός ενεργού συμμετέχοντα στην οργανωμένη εκστρατεία κατά του Αιτητή. Η εμπλοκή της εταιρείας στην προετοιμασία κρίσιμων οικονομικών εκθέσεων με βάση ανύπαρκτη και παράνομη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογηθεί η υποτίμηση της τράπεζας και η επακόλουθη ανάκληση της άδειας της έχει εγείρει σοβαρές ανησυχίες για συγκρούσεις συμφερόντων και την ακεραιότητα ολόκληρης της νομικής διαδικασίας. Αυτές οι εκθέσεις βασίστηκαν σε ελλιπή και ενδεχομένως χειραγωγημένα δεδομένα, οδηγώντας σε συμπεράσματα που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα εκείνων που επιδίωκαν την αποδόμηση του Αιτητή και της Corpbank και την απαλλοτρίωση των περιουσιακών της στοιχείων. Οι ενέργειες της AFA σε συνεργασία με βασικές προσωπικότητες της βουλγαρικής δικαιοσύνης και πολιτικής ελίτ, δείχνουν τη σημαντική και αμφιλεγόμενη επιρροή της εταιρείας σε μια από τις πιο αμφιλεγόμενες καταρρεύσεις στη σύγχρονη ιστορία της Βουλγαρίας. Η εμπλοκή της εταιρείας σε αυτά τα γεγονότα υποδηλώνει απόκλιση από τα ηθικά πρότυπα που αναμένονται από μια ελεγκτική εταιρεία, υπονομεύοντας περαιτέρω τη νομιμότητα των νομικών ενεργειών που έγιναν κατά του Αιτητή και της Corpbank. Υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες ότι η εμπλοκή της AFA τόσο στην αξιολόγηση των ζημιών υποτίμησης της τράπεζας που οδήγησαν στην ανάκληση της άδειας της σε μια δικαστική δίκη το 2015, η οποία αργότερα κρίθηκε παράνομη με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο στις 30 Αυγούστου 2022, όσο και στην αποκαλουμένη δικαστική-οικονομική εμπειρογνωμοσύνη με βάση την οποία η Εισαγγελία κατηγόρησε τον Αιτητή, ότι ήταν μέρος ενός σχεδίου κατά του Αιτητή.»

 

Σύμφωνα με τον Ενάγοντα/Αιτητή, ο Peevski που θεωρεί τον ιθύνων νου πίσω από το όλο σχέδιο, «αναδείχθηκε ως ο κύριος επωφελούμενος από την πτώση της Corpbank. Τα σημαντικά χρέη του προς την τράπεζα ακυρώθηκαν ουσιαστικά. Επιπλέον οντότητες και περιουσιακά στοιχεία που είχαν προηγουμένως χρηματοδοτηθεί από την Corpbank μετaβιβάστηκαν σε άτομα και οργανισμούς που ήταν συνδεδεμένα ή ελεγχόμενα από τον κ. Peevski».

 

Αναφέρονται διάφορες επικριτικές δηλώσεις από πρώην πολιτικά πρόσωπα στη Βουλγαρία που επικρίνουν τις αρχές σε σχέση με τους χειρισμούς τους στα γεγονότα που οδήγησαν στην κατάρρευση της Corpbank. Αναφέρονται επίσης παρατηρήσεις σε διεθνή φόρα για φαινόμενα διαφθοράς, εκβιασμού και πολιτικής εκμετάλλευσης στη Βουλγαρία. Ο Ενάγοντας/Αιτητής υπέβαλε καταγγελία στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ αναφορικά με όσα συνέβησαν στην Corpbank ως αποτέλεσμα της οποίας το 2021 υποβλήθηκαν κυρώσεις στον Peevksi για διαφθορά. Ακολούθησαν το 2023 κυρώσεις εναντίον του Peevski και από το Ηνωμένο Βασίλειο.

 

Ο Ενάγοντας/Αιτητής αναφέρει ότι σε σχέση με την υπόθεση της Corpbank καταχώρησε την αγωγή 766/2023 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η οποία στρεφόταν εναντίον των εδώ Εναγόμενων/Καθ’ ων η Αίτηση καθώς και εναντίον των άλλων τριών εμπειρογνωμόνων που είχαν διοριστεί για την ετοιμασία της Έκθεσης.

 

Σημειώνει ότι η αγωγή εκείνη αποσύρθηκε εναντίον των εδώ Εναγόμενων/Καθ’ ων η Αίτηση αφού προέβησαν σε δηλώσεις σε σχέση με την εμπλοκή τους.

 

Συγκεκριμένα η εδώ Εναγόμενη 1/Καθ’ ης η Αίτηση 1 είχε προσκομίσει στον Ενάγοντα/Αιτητή μια δήλωση σύμφωνα με την οποία ο ρόλος της περιορίστηκε στο ότι είχε διοριστεί για να διευκολύνει τον εντοπισμό τεσσάρων κατάλληλων εμπειρογνωμόνων για να διενεργήσουν την οικονομική αξιολόγηση και να ετοιμάσουν την Έκθεση. ΄

 

Δήλωση παρέδωσε στον Ενάγοντα/Αιτητή και ο εδώ Εναγόμενος 2/Καθ’ ου η Αίτηση 2 όπου ανέφερε ότι η εργασία που διεκπεραίωσε βασιζόταν σε πληροφορίες και έγγραφα που του παρασχέθηκαν από την Εισαγγελία της Βουλγαρίας. Εάν οι πληροφορίες και τα έγγραφα αυτά αποδειχθούν ανακριβή ή ελλιπή ή περιέχουν ψευδείς πληροφορίες τότε τα συμπεράσματα της Έκθεσης θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά.

 

Σύμφωνα με τον Ενάγοντα/Αιτητή, αυτός «πιστεύει ειλικρινά ότι υπήρξε χειραγώγηση των εγγράφων που οδήγησαν στην Έκθεση και μια βαθιά χειραγωγημένη νομική διαδικασία που ακολούθησε. Συγκεκριμένα η κα Stela Ivancheva και ο κ. Stoycho Milev, υπάλληλοι της AFA είχαν λάβει μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση σε κρίσιμα αρχεία δανείων και άλλα έγγραφα που σχετίζονται με την ‘διεθνή εμπειρογνωμοσύνη’ στην υπόθεση Corpbank. Αυτά τα έγγραφα προορίζονταν για ανάλυση από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες που διορίστηκαν από την Καθ’ ης η Αίτηση 1 αλλά αντί αυτού οι υπάλληλοι της AFA προετοίμασαν και ανέλυσαν τα αρχεία τα οποία στη συνέχεια παρουσιάστηκαν στους εμπειρογνώμονες. Επιπλέον είναι αρκετά αποκαλυπτικό ότι η Svetlana Georgieva, η Sasha Dermendjieva, η Valentina Brankova και η Valia Iordanova από την AFA είχαν πρόσβαση στα αρχεία της Εισαγγελίας τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες βάσει Εισαγγελικού Διατάγματος της 22ας Δεκεμβρίου 2015 λίγο πριν τα Χριστούγεννα όταν θα μπορούσαν να υπάρχουν λίγοι μάρτυρες στην Εισαγγελία. …Υπάρχει σαφής πιθανότητα ότι όλες οι αξιολογήσεις και τα συμπεράσματα έχουν γίνει στη Βουλγαρία από τους υπάλληλους της AFA – οι εμπειρογνώμονες που διορίστηκαν από την Καθ’ ης η Αίτηση ενδέχεται να χρησιμοποιήθηκαν απλώς ως σφραγίδα για τη χειραγωγημένη Έκθεση βάσει της οποίας κατηγορήθηκε ο Αιτητής».

 

Υποστηρίζει ότι η Κεντρική Τράπεζα της Βουλγαρίας και ειδικοί επιτηρητές που διορίστηκαν από αυτήν «επιδόθηκαν σε χειραγωγικές δραστηριότητες σε συντονισμό με την προαναφερθείσα AFA για να δημιουργήσουν λόγους για την ανάκληση της άδειας της Corpbank».

 

Εξηγώντας το λόγο για τον οποίο καταχωρήθηκε η παρούσα αγωγή και η υπό κρίση Αίτηση στην Κύπρο, η πλευρά του Ενάγοντα/Αιτητή αναφέρει ότι «υπάρχουν έγκυροι, σημαντικοί και σοβαροί λόγοι να πιστεύει ο Αιτητής ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση είναι κάτοχοι εγγράφων και πληροφοριών που σχετίζονται με τον Αιτητή και την προαναφερθείσα οργανωμένη επίθεση κατά του Αιτητή και της Corpbank».

 

Εκφράζει επίσης τη θέση ότι «λόγω των πολιτικών εξαρτήσεων της Εισαγγελίας συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ανώτεροι εισαγγελείς συμπεριλαμβανομένου του τρέχοντος ενεργούντος Γενικού Εισαγγελέα, εμπλέκονται στην επίθεση κατά της τράπεζας, μια αντικειμενική έρευνα είναι αδύνατη».

 

Διευκρινίζω ότι οι πιο πάνω είναι οι θέσεις του Ενάγοντα/Αιτητή για τα γεγονότα που συνθέτουν το υπόβαθρο της αγωγής. Τα αποσπάσματα που παρέθεσα προέρχονται από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση.

 

Όπως ανέφερα στην αρχή, οι Εναγόμενοι/Καθ’ ων η Αίτηση έχουν εγείρει ένσταση στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και στην οριστικοποίηση του προσωρινού διατάγματος φίμωσης. Αναφορικά με τα υποκείμενα γεγονότα που προβάλλει ο Ενάγοντας/Αιτητής, οι Εναγόμενοι/Καθ’ ων η Αίτηση αναφέρουν ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν και εναπόκειται σε εκείνον να τα στοιχειοθετήσει στο βαθμό που απαιτείται για σκοπούς αυτής της διαδικασίας. Οι λόγοι ένστασης που προβάλλουν επικεντρώνονται στο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal/Banker's Trust. Αναφορά σε κάποιες από τις θέσεις που προβάλλουν γίνεται πιο κάτω.

 

Πριν προχωρήσω σημειώνω ότι έχω εξετάσει το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου μέσω της Αίτησης και των ενστάσεων, τις ένορκες δηλώσεις καθώς και τις αγορεύσεις των συνηγόρων και τη νομολογία στην οποία με έχουν παραπέμψει.

 

Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal/Bankers Trust απορρέει από δικαιοδοσία που προσδίδει το δίκαιο της επιείκειας (equitable jurisdiction). Η δυνατότητα των Κυπριακών Δικαστηρίων, ως Δικαστήρια επιείκειας να εκδίδουν διατάγματα τέτοιου τύπου έχει αναγνωριστεί στην κυπριακή νομολογία[2].

 

Οι προϋποθέσεις για την άσκηση αυτής της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου έχουν συνοψιστεί στην Αγγλική απόφαση Mitsui & Co Ltd v Nexen Petroleum UK Ltd [2005] EWHC 625 (Ch) όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«The three conditions to be satisfied for the court to exercise the power to order Norwich Pharmacal relief are:

 

i) a wrong must have been carried out, or arguably carried out by an ultimate wrongdoer;

 

ii) there must be the need for an order to enable action to be brought against the ultimate wrongdoer; and

 

iii) the person against whom the order is sought must (a) be mixed up in so as to have facilitated the wrongdoing; and (b) be able or likely to provide the information necessary to enable the ultimate wrongdoer to be sued».

 

Στην Collier v Bennett [2020] EWHC 1884, ο Saini J προσθέτει και μια 4η προϋπόθεση. Όπως εξηγεί, η αποκάλυψη από τον καθ’ ου η αίτηση πρέπει να είναι κατάλληλο και αναλογικό διάβημα με γνώμονα τα δεδομένα της εκάστοτε υπόθεσης και έχοντας κατά νου την εξαιρετική αλλά ευέλικτη φύση της δικαιοδοσίας αυτής. Η προσθήκη αυτή επιβεβαιώθηκε από το Privy Council στην πολύ πρόσφατη Stanfrod Asset Holdings Ltd v Afrasia Bank Ltd (Mauritius) [2023] UKPC 35.

 

Αναφορικά με την πρώτη προϋπόθεση, διαφωτιστική είναι η ανάλυση στην απόφαση του Popplewell J στην Αγγλική υπόθεση Orb A.R.L. v Fiddler [2016] EWHC 361 (Comm), paragraph 84:

 

«The first condition is that there must have been a wrong carried out, or arguably carried out, by an ultimate wrongdoer. The “wrong” may be a crime, tort, breach of contract, equitable wrong or contempt of court. It is not necessary to establish conclusively that a wrong has been carried out; it will be sufficient if it is arguable that a wrong has been carried out. The strength of the argument will be a factor in the exercise of the discretion, but an arguable case is sufficient to meet the threshold condition. The wrongdoing must be identified by the applicant at least in general terms»[3].

 

Αναφορικά με την 1η προϋπόθεση και το ορθό κριτήριο διαφωτιστική είναι η πολύ πρόσφατη Αγγλική απόφαση του Court of Appeal Unitel SA v Unitel International Holdings BV [2024] EWCA Civ 1109 όπου σημειώθηκε ότι το κριτήριο είναι:

 

«more than barely capable of serious argument and not necessarily with a better than 50% chance of success».

 

Δηλαδή ο εκάστοτε αιτητής πρέπει να είναι σε θέση, με τα στοιχεία που θα παρουσιάσει, να δείξει ότι διαθέτει συζητήσιμη υπόθεση χωρίς όμως να χρειάζεται να στοιχειοθετήσει την υπόθεση του στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

 

Η 2η προϋπόθεση εστιάζει στην αναγκαιότητα της αποκάλυψης. Δηλαδή ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι η αποκάλυψη είναι αναγκαία για να μπορέσει να κινήσει δικαστικές διαδικασίες ή να διεκδικήσει θεραπεία για την αδικοπραξία που υπέστη. Η καθοδήγηση από τη νομολογία είναι ότι το κριτήριο της αναγκαιότητας εξετάζεται με πραγματισμό, κριτική προσέγγιση και ευελιξία.

 

Στην υπόθεση Ashworth Hospital Authority v MGN Ltd [2002] 1 WLR 2033 (HL), ο Lord Wolf CJ ανέφερε τα εξής στην παράγραφο 57 της απόφασης:

 

«The Norwich Pharmacal jurisdiction is an exceptional one and one which is only exercised by the courts when they are satisfied it is necessary that it should be exercised. New situations are inevitably going to arise where it would be appropriate for the jurisdiction to be exercised where it has not been exercised previously. The limits which apply to its use in its infancy should not be allowed to stultify its use now that it has become a valuable and mature remedy.»

 

Η προσέγγιση αυτή επαναλαμβάνεται στην R (Omar) v Secretary of Foreign and Commonwealth Affairs [2013] EWCA Civ 118 όπου ο Maurice Kay LJ σημείωσε τα εξής:

 

«Whilst necessity is sometimes referred to as if it were simply a matter or consideration in the exercise of discretion, in truth it is more than that. It is a test which must be satisfied if Norwich Pharmacal relief is to follow. The first sentence in paragraph 57 of Lord Wolf’s speck [in Ashworth] makes that plain. Nevertheless I agree with the statement of the Divisional Court in the present case (at paragraph 83) that

 

“the requirement of necessity is a requirement that must be dictated flexibly in the circumstances of each case”».

 

Συνεπώς, το κριτήριο της αναγκαιότητας είναι ζήτημα πραγματικό και εξετάζεται σε συνάρτηση με όλους τους παράγοντες που περιβάλλουν την υπόθεση.

 

Προχωρώ στην 3η προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση διατάγματος πρέπει να ήταν εμπλεκόμενο στην αδικοπραγία. Όπως το έθεσε ο Popplewell J στην Αγγλική υπόθεση Orb A.R.L. (ανωτέρω):

 

«The third threshold condition is that the person against whom the order is sought must be involved in the wrongdoing in a way that distinguishes him from being a mere witness».

 

Στην Ashworth (ανωτέρω) οι λόγοι για τους οποίους υπάρχει αυτή η προϋπόθεση επεξηγήθηκαν ως εξής:

 

«Although the requirement of involvement or participation on the part of the party from whom discovery is sought is not a stringent requirement, it is still a significant requirement. It distinguishes that party from a mere onlooker or witness. The need for involvement (the reference to participation can be dispensed with because it adds nothing to the requirement of involvement) is a significant requirement because it ensures that the mere onlooker cannot be subjected to the requirement to give disclosure. Such a requirement is an intrusion on the third party to the wrongdoing and the need for involvement provides justification for this intrusion».

 

Οι τρεις αυτές προϋποθέσεις περιγράφονται στη νομολογία ως ελάχιστες/δικαιοδοτικές προϋποθέσεις (threshold requirements) για ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου:

 

«Threshold requirement[s] to the exercise of what is a discretionary jurisdiction. [Their] satisfaction merely “triggers” the jurisdiction[4]».

 

Εφόσον πληρούνται, τότε υπεισέρχεται η 4η προϋπόθεση του «κατάλληλου και αναλογικού διαβήματος» που ανέφερα πιο πάνω. Στην Ashworth (ανωτέρω) o Lord Wolf τονίζει ότι η δικαιοδοσία αυτή είναι εξαιρετικής φύσης («exceptional one») που ασκείται μόνο εάν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι η αποκάλυψη είναι αρμόζουσα και αναλογική υπό τις περιστάσεις.

 

Για την άσκηση αυτή πρέπει να αξιολογηθούν όλοι οι σχετικοί παράγοντες. Όπως εξήγησε ο Lord Kerr στην υπόθεση The Rugby Football Union v Consolidated Information Services Limited (formerly Viagogo Limited) (in liquidation) [2012]UKSC 55:

 

«The essential purpose of the remedy is to do justice. This involves the exercise of discretion by a careful and fair weighing of all relevant factors. Various factors have been identified in the authorities as relevant.»

 

Με γνώμονα αυτές τις αρχές εξετάζω ακολούθως εάν, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, πληρούνται οι δικαιοδοτικές προϋποθέσεις και είναι ορθό, δίκαιο και αναλογικό να διαταχθεί η αποκάλυψη από τους Εναγόμενους/Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση, πρέπει να εξεταστεί εάν ο Ενάγοντας/Αιτητής έχει δείξει συζητήσιμη υπόθεση. Αυτό το οποίο διαπιστώνω και, θεωρώ, προκύπτει από τη σύνοψη της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση, είναι ότι ο Ενάγοντας/Αιτητής αισθάνεται έντονα ότι ήταν θύμα μιας ευρύτερης συνωμοσίας. Όμως, αυτό το οποίο επίσης προκύπτει είναι ότι στοιχεία που, αντικειμενικά, να υποστηρίζουν αυτή την πεποίθηση του Ενάγοντα/Αιτητή δεν παρουσιάζονται. Υπάρχουν στην ένορκη δήλωση ισχυρισμοί για διεφθαρμένους επιχειρηματίες και πολιτικούς, υπάρχουν ισχυρισμοί για διεφθαρμένους εισαγγελείς, επίσημους φορείς όπως η Κεντρική Τράπεζα της Βουλγαρίας, ο Γενικός Εισαγγελέας και τα Δικαστήρια της Βουλγαρίας. Πάνω σε αυτούς τους ισχυρισμούς αναπτύσσονται επιχειρήματα και συνειρμοί. Όμως, επί της ουσίας, η υπόθεση του Ενάγοντα/Αιτητή βασίζεται σε αυτούς τους ισχυρισμούς χωρίς να παρουσιάζονται στοιχεία που – έστω στο βαθμό που απαιτείται για σκοπούς αυτής της Αίτησης – να παρουσιάζουν συζητήσιμη υπόθεση. Δεν υπάρχουν χειροπιαστά δεδομένα ή έστω κάποια συγκεκριμένα στοιχεία, πέραν από ισχυρισμούς.

 

Η εξελικτική πορεία της δικαιοδοσίας Norwich Pharmacal φαίνεται μέσα από τη νομολογία. Αρχικά ο σκοπός απόδοσης τέτοιας θεραπείας ήταν για να διαταχθεί η αποκάλυψη της ταυτότητας του αδικοπραγούντα ώστε να μπορεί ο εκάστοτε αιτητής να λάβει μέτρα εναντίον του. Αργότερα επεκτάθηκε στην αποκάλυψη πληροφοριών ώστε να μπορεί ο αιτητής να τελειοποιήσει την αξίωση του, συμπληρώνοντας τα γεγονότα (missing piece of the jigsaw) και, μετέπειτα, για να μπορέσει ο αιτητής να λάβει λεπτομερείς πληροφορίες που ήταν απαραίτητες για να εγείρει την αξίωση του. Παρά ταύτα, παρέμεινε διαχρονικά σταθερή η θέση της νομολογίας ότι η αποκάλυψη δεν μπορεί να καταστεί εργαλείο για την αλίευση πληροφοριών (fishing expedition).

 

Η εισήγηση των Εναγόμενων/Καθ’ ων η Αίτηση στην προκείμενη περίπτωση είναι ότι συμβαίνει ακριβώς αυτό, δηλαδή ο Ενάγοντας/Αιτητής επιχειρεί να αλιεύσει πληροφορίες.

 

Εξετάζοντας το λεκτικό των αιτούμενων διαταγμάτων προκύπτει ότι το εύρος τους είναι εξαιρετικά μεγάλο. Ο Ενάγοντας/Αιτητής ζητά οδηγίες, εντολές, έγγραφα, σχέδια, σημειώσεις, επικοινωνίες, σημειώσεις συναντήσεων με πληθώρα προσώπων, κατευθυντήριες γραμμές, μεθοδολογίες σχετικά με την ετοιμασία της Έκθεσης. Ζητά επίσης έγγραφα, αρχεία και επικοινωνίες «που μπορεί να υποδεικνύουν οποιαδήποτε χειραγώγηση και/ή αλλοίωση και/ή παραποίηση και/ή απόκρυψη αποδεικτικών στοιχείων και/ή πληροφοριών». Πέραν από εξαιρετικά ευρείς, οι ζητούμενες πληροφορίες είναι διατυπωμένες με αόριστη και γενική ορολογία και όχι στοχευμένα. Αυτό δείχνει ότι η επιδίωξη είναι να έχει τη δυνατότητα ο Ενάγοντας/Αιτητής να «διερευνήσει» ουσιαστικά τις υποψίες που έχει και όχι να συμπληρώσει την εικόνα της αδικοπραγίας που διαπράχθηκε εις βάρος του. Δηλαδή η αποκάλυψη θα είναι η αρχή της διαδικασίας και της διερεύνησης που επιθυμεί και όχι το τελευταίο κομμάτι αυτής.

 

Αυτές οι διαπιστώσεις παραπέμπουν στην κατάσταση που αφορούσε η υπόθεση Axa Equity and Law Life Assurance Society Plc v National Westminster Bank [1998] PNLR 433, στην οποία το Αγγλικό Δικαστήριο αρνήθηκε να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα. Παρότι οι αιτητές σε εκείνη την υπόθεση πίστευαν ότι είχαν υποστεί παραβίαση των δικαιωμάτων τους, δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν σαν θέμα γεγονότων ότι πράγματι αυτό είχε συμβεί. Σε εκείνη την απόφαση ο Rimer J, παραπέμποντας μεταξύ άλλων στην απόφαση Norwich Pharmacal όπου οι Δικαστές έκαναν αναφορά στην απόφαση του Supreme Court of Massachusetts στην Post v Toledo, Cincinnati & St Louis Railroad Co, 11 N.E. Rep. 540 ανέφερε τα εξής:

 

«I interpret Lord Cross as approving the whole of the passage he cited from the Post case including the statement that bills of discovery could not be used “to enable a plaintiff to fish for information of any causes of action he may have against other persons than the defendant”. The Norwich Pharmacal case was not about an application of that sort. It was in no sense a fishing application. It was based on the premise that the plaintiffs had a clear case for infringement against the importers and there was no question of the plaintiffs fishing for information as to whether they had any such case. Had they been, then I consider it likely that their application would have failed.

 

By contrast with the Norwich Pharmacal case, the plaintiffs in the present proceedings do not have a prima facie case against Coopers. Nor on the material before the court do they even disclose an arguable case, since their evidence concedes that, on the information at present known to them and without the desired discovery, they cannon plead a case against Coopers and cannot hope to progress their writ to a trial. The whole point of their discovery application against the defendants is to find out if they have a case against them.

 

In my judgment, Norwich Pharmacal provides no authority at all for the proposition that discovery for that purpose can properly be ordered against third parties. On the contrary, I consider that it is implicit in the judgements of most of their Lordships that such discovery cannot be ordered and the citation from the Post case, which Lord Cross approved, incudes a specific statement to that effect. In my judgment therefore, Norwich Pharmacal itself is of no assistance to the plaintiffs on this application».

 

Ακόμα και αν η πεποίθηση του Ενάγοντα/Αιτητή είναι ειλικρινής αυτό δεν είναι αρκετό για να στοιχειοθετήσει συζητήσιμη υπόθεση ότι πράγματι έχει διαπραχθεί εις βάρος του κάποια αδικοπραξία. Πρέπει να είναι σε θέση να δείξει ότι διαθέτει καλή συζητήσιμη υπόθεση. Η συζητήσιμη υπόθεση προϋποθέτει την ύπαρξη δεδομένων που κατά λογική διεργασία να μπορούν να υποστηρίξουν το συμπέρασμα ότι έχει υποστεί αδικοπραξία. Δεν παραγνωρίζω ότι η δικαιοδοσία αυτή είναι ευέλικτη, εντούτοις δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για ευρείας έκτασης αποκάλυψη, διερεύνηση και συλλογή μαρτυρίας.

 

Στην αγόρευση των συνηγόρων του Ενάγοντα/Αιτητή υπάρχουν αναφορές σε «ερωτήματα που προκύπτουν και που χρήζουν απάντησης και διευκρίνισης από τους Καθ’ ων η Αίτηση μέσω της αποκάλυψης.» Σε αυτά περιλαμβάνονται, όπως αναφέρουν, ερωτήσεις που αφορούν τους όρους εντολής της Εναγόμενης 1/Καθ’ ης η Αίτηση 1, τον τρόπο επιλογής της Εναγόμενης 1 και εμπειρογνωμόνων, τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την ετοιμασία της Έκθεσης, το ρόλο συγκεκριμένων προσώπων, τους υπεργολάβους που διορίστηκαν και για ποιο σκοπό, ποιος τους πλήρωσε και αν συνδέονται με τον Reevski, την επιλογή της AFA και άλλων εταιρειών, τη συμμόρφωση με το Βουλγαρικό δίκαιο, τις εσωτερικές επικοινωνίες και κατανομή ευθυνών (παράγραφοι 40-50 της αγόρευσης). Στην αγόρευση, περιγράφεται αυτή η διαδικασία ως διαδικασία «συλλογής πληροφοριών» (παράγραφος 52 και 63 της αγόρευσης).

 

Αυτές οι αναφορές, στη δική μου κρίση, δείχνουν ότι αυτό που επιχειρείται είναι ευρείας κλίμακας διερευνητική άσκηση κάτι που εκφεύγει των άκρων ορίων της δικαιοδοσίας Norwich Pharmacal.

 

Σε κάποιες μεμονωμένες υποθέσεις με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (όπως στην υπόθεση Rugby Football Union), η δικαιοδοσία χρησιμοποιήθηκε για την έκδοση διαταγμάτων ευρύτερης αποκάλυψης εντούτοις παραμένει μια εξαιρετική δικαιοδοσία με περιορισμένο εύρος. Είναι λάθος, θεωρώ, να χρησιμοποιηθεί αυτή η δικαιοδοσία στην έκδοση ευρέων διαταγμάτων αποκάλυψης ή συλλογής στοιχείων ή μαρτυρίας. Ο σκοπός αυτών των διαταγμάτων είναι η περιοριστική και συγκεκριμένη αποκάλυψη αναγκαίων πληροφοριών.

 

Περαιτέρω, δεν έχω ικανοποιηθεί ως προς την αναγκαιότητα να διαταχθούν οι συγκεκριμένοι Εναγόμενοι/Καθ’ ων η Αίτηση σε αποκάλυψη. Όπως επισημάνθηκε από τον Lightman J στην Mitsui (ανωτέρω), το Δικαστήριο οφείλει να έχει πάντα κατά νου ότι τρίτα μέρη δεν πρέπει να εξαναγκάζονται να συμμετέχουν σε μια διαδικασία εάν αυτό μπορεί να αποφευχθεί:

 

«a necessity required to justify exercise of this intrusive jurisdiction is the necessity arising from the absence of any other practicable means of obtaining the essential information».

 

Όπως επίσης λέχθηκε στην υπόθεση εκείνη, η ανάγκη για έκδοση των διαταγμάτων είναι παράγοντας που συναρτάται με το κατά πόσο υπάρχουν άλλες πηγές διαθέσιμες για εξασφάλιση των ίδιων πληροφοριών. Στην Mitsui (ανωτέρω) λέχθηκαν τα εξής σχετικά στην παράγραφο 38 της απόφασης του Lightman J:

 

«38. …But the application should also be dismissed for two other reasons. The first is that, even if recourse is required to Norwich Pharmacal to obtain the information sought, the obvious party from whom the information could be obtained and against whom the application under Norwich Pharmacal should have been made was (if not EnCana Corp) Holdings. Holdings was the seller and the Defendant merely the target. Further, Holdings continues to be the wholly owned subsidiary of EnCana Corp. The Defendant has no continuing connection with EnCana Corp. In the exercise of my discretion whether to grant the relief sought I am surely entitled to have regard and do have regard to the respective involvements of the available sources of information in the impugned sale and their relationships with the likely defendant in proceedings. There is no explanation for the choice of the Defendant in place of Holdings as the defendant to this application. The proper respondent to the application should surely be the party more closely involved in the events the subject of the likely proceedings and more closely connected with the likely defendant.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει παρουσιαστεί ικανοποιητική εξήγηση γιατί ο Ενάγοντας/Αιτητής δεν αποτείνεται στις Βουλγαρικές αρχές και δεν χρησιμοποιεί οικείες διαδικασίες για να αναζητήσει τις πληροφορίες που επιδιώκει με την παρούσα Αίτηση. Οι γενικές και ατεκμηρίωτες αναφορές μεταξύ άλλων, σε διεφθαρμένα και ελεγχόμενα Δικαστήρια, Υπουργεία, Γενικό Εισαγγελέα, εισαγγελικές αρχές κτλ δεν είναι ικανοποιητική εξήγηση. Επαναλαμβάνω ότι δεν αμφισβητώ ότι η εντύπωση αυτή του Ενάγοντα/Αιτητή μπορεί να είναι ειλικρινής όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να ενεργοποιηθεί μια εξαιρετική δικαιοδοσία και να εκδοθούν δραστικότατα διατάγματα εναντίον τρίτων προσώπων.

 

Οι Εναγόμενοι/Καθ΄ ων η Αίτηση είχαν μια περιορισμένη και αποσπασματική σύνδεση με τα γεγονότα που περιοριζόταν στην ετοιμασία της Έκθεσης πριν εννέα χρόνια. Καμία ευρύτερη εμπλοκή ή ανάμειξη, καμία σχέση που συνεχίζει με τους κατ’ ισχυρισμό αδικοπραγούντες. Σημειώνω ότι πρόσβαση στα ίδια στοιχεία και πληροφορίες που είχαν δοθεί στους Εναγόμενους/Καθ’ ων η Αίτηση δόθηκαν και στους άλλους τρεις εμπειρογνώμονες. Κατονομάζονται επίσης τα πρόσωπα που ο Ενάγοντας/Αιτητής υποστηρίζει ότι κατασκεύασαν τα στοιχεία και έγγραφα. Δεν έχει εξηγηθεί ικανοποιητικά γιατί από όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα επιλέχθηκαν οι Εναγόμενοι/Καθ’ ων η Αίτηση και γιατί είναι η μοναδική ή έστω η καταλληλότερη πηγή για την πληροφόρηση που ζητά ο Ενάγοντας/Αιτητής.

 

Μια άλλη σημαντική διαπίστωση είναι η εξής. Η θέση του Ενάγοντα/Αιτητή είναι ότι τα στοιχεία και έγγραφα που είχαν δοθεί στους εμπειρογνώμονες για την ετοιμασία της Έκθεσης είχαν επεξεργαστεί ή χειραγωγηθεί από τους αδικοπραγούντες, όπως αναφέρεται στην Αίτηση. Ακόμα και αν αυτό ισχύει, οι Εναγόμενοι/Καθ΄ων η Αίτηση δεν είχαν άμεση εμπλοκή με αυτή την ισχυριζόμενη αδικοπραξία. Δεν υπάρχει εισήγηση ότι κατά τον έλεγχο των στοιχείων και τη σύνταξη της Έκθεσης διενεργήθηκε κάποια παρανομία. Η παρανομία που ο Ενάγοντας/Αιτητής ισχυρίζεται, συντελέστηκε πριν την εμπλοκή των Εναγόμενων/Καθ’ ων η Αίτηση, πριν τους δοθούν τα κατασκευασμένα αρχεία για εξέταση.

 

Παραπέμπω στο ακόλουθο απόσπασμα από την Mitsui (ανωτέρω), όπου λέχθηκαν τα εξής, σε σχέση με την εξέταση της 3ης προϋπόθεσης:

 

«39. A further ground on which I would (if this were necessary) refuse the application would be the absence of evidence that the Defendant was mixed up in or facilitated the alleged breach of the First Limb. As it seems to me, the only available breach of the First Limb is solicitation (i.e. asking for or encouraging an offer or invitation to treat) and not the subsequent negotiation or provision of information after an unsolicited offer or invitation to treat has been received. There is no reason to believe that the Defendant was involved or mixed up in the suspected breach of contract and accordingly that the third condition for exercise of the Norwich Pharmacal jurisdiction is not satisfied

 

Συνεπώς, καταλήγω ότι δεν πληρούνται οι τρεις δικαιοδοτικές προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εκδώσει διατάγματα αποκάλυψης.

 

Αυτή η διαπίστωση σφραγίζει το αποτέλεσμα, τόσο σε σχέση με την τύχη του προσωρινού διατάγματος φίμωσης όσο και σε σχέση με τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα.

 

Όπως ανέφερα, οι Εναγόμενοι/Καθ’ ων η Αίτηση εγείρουν και άλλους λόγους ένστασης. Όμως εφόσον επί της ουσίας η Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει δεν εξυπηρετεί η ενασχόληση με τους υπόλοιπους λόγους ένστασης.

 

Καταληκτικά, η Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει. Συνεπώς το προσωρινό διάταγμα ακυρώνεται και η Αίτηση απορρίπτεται ως προς τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα.

 

Παραμένει το θέμα των εξόδων της Αίτησης. Ακολουθώντας το αποτέλεσμα τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Εναγόμενων 1 και 2/Καθ΄ων η Αίτηση 1 και 2 και εναντίον του Ενάγοντα/Αιτητή. Σημειώνω ότι δεν έχουν καταχωρηθεί κατάλογοι εξόδων από τα μέρη για σκοπούς συνοπτικού υπολογισμού. Με δεδομένη αυτή την παράλειψη επιδικάζω έξοδα €4.000 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ έκαστου Εναγόμενου, ποσό που κρίνω εύλογο υπό τις περιστάσεις και με βάση την πορεία εκδίκασης της Αίτησης.

 

 

 

(Υπ.)  …………………………………………………
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Norwich Pharmacal Co and others v Commissioners of Customs & Excise (1973) 2 All ER 943, Banker’s Trust v Shapira [1980] 1 W.L.R. 1274

[2] Avila Management Services κ.α. ν Frantisek Stepanek κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 1403

[3] Σχετική και η United Company Rusal Plc v HSBC Bank Plc [2011] EWHC 404 (QB)

[4] Campaign Against Arms Trade v BAE Systems PLC [2007] EWHC 330


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο