
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 477/2024
Μεταξύ:
RAVENHILL ESTABLISHMENT, FL-0002.226.498.0, από Λιχτενστάιν
Ενάγουσα/Αιτήτρια
και
1. HAVERING LIMITED, από Κύπρο
2. EOSRA PARTNERSHIP, από Κύπρο
3. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΕΣΣΙΟΣ, από Κύπρο
Εναγόμενοι/Καθ’ ων η Αίτηση
26 Μαΐου, 2025.
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα/Αιτήτρια: κα Mάου για Μιχάλης Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενους 1 και 3/Καθ΄ ων η Αίτηση 1 και 3: κα Αντωνίου με κ. Παπασάββα για Άντης Πολυδώρου Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενη 2/Καθ’ ης η Αίτηση 2: κ. Κούρτελλος με κα Κουσταή για Π. Ν. Κούρτελλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
στην Αίτηση της Ενάγουσας/Αιτήτριας ημερομηνίας 4.12.2024
για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης
Με την παρούσα Αίτηση η πλευρά των Εναγόντων (στο εξής η «Ravenhill») ζητά άδεια για να τροποποιήσει την Έκθεση Απαίτησης. Οι Εναγόμενοι 1-3 (στο εξής «Havering», «EOSRA» και «ΚΜ») έχουν εγείρει ένσταση.
Η Ravenhill, οργανισμός του Λιχτενστάιν, και ο EOSRA, συνεταιρισμός εγγεγραμμένος στην Κύπρο, είναι οι μέτοχοι στην Κυπριακή εταιρεία Havering. Ο KM είναι ο διευθυντής της Havering. Η Havering είχε συσταθεί το 2006 με σκοπό, μέσω αυτής, η Ravenhill και ο EOSRA να υποβάλουν προσφορά για ένα αναπτυξιακό έργο στη Σερβία. Για το σκοπό αυτό συστάθηκε περί το 2008 η Σερβική εταιρεία Elgolf D.O.O. Beograd (στο εξής η «Elgolf») η οποία είναι 100% θυγατρική της Havering. Η προσφορά ήταν επιτυχής και το 2008 η Elgolf ανέλαβε τη μακροχρόνια μίσθωση ακινήτων στη Σερβία για ανάπτυξη γηπέδων γκολφ και συγκροτήματος κατοικιών.
Στην πορεία το έργο δεν προχώρησε και οι σχέσεις μεταξύ Ravenhill, EOSRA και ΚΜ διαταράχθηκαν. Η Elgolf συνεχίζει να είναι δικαιούχος της μακροχρόνιας μίσθωσης των ακινήτων. Οι διαφωνίες οδήγησαν στην καταχώρηση της παρούσας αγωγής στις 14.5.2024. Η Έκθεση Απαίτησης καταχωρήθηκε στις 20.6.2024.
Θα ξεκινήσω με μια αναφορά στην υφιστάμενη δικογραφημένη θέση της Ravenhill και στο ιστορικό, όπως προκύπτει από το φάκελο, γιατί είναι παράγοντες σημαντικοί για την κατάληξη μου. Σύμφωνα με τη δικογραφημένη θέση της Ravenhill, μεταξύ 2008 και 2022 οι μετοχές στην Havering κατέχονταν από τρίτα πρόσωπα προς όφελος και για λογαριασμό των Ravenhill και EOSRA, αρχικά για 50% μερίδιο έκαστος. Από 15.12.2008 ο ΚΜ κατέστη εγγεγραμμένος μέτοχος του 100% μετοχών στην Havering με τη δέσμευση ότι κατείχε τις μετοχές για τη Ravenhill και EOSRA, έκαστος κατά 50%. Περί το 2011, «ενόψει του ότι [ο EOSRA] είχε συνεισφέρει ποσό €66.000 περισσότερο από το ποσό που είχε συνεισφέρει η [Ravenhill], η [Ravenhill, ο EOSRA και ο ΚΜ] συμφώνησαν ότι ο ΜΚ θα κατείχε το 52% των μετοχών [στην Havering] προς όφελος [του EOSRA] και το 48% των μετοχών [στην Havering] προς όφελος της Ravenhill […] μέχρις ότου η [Ravenhill] αποπληρώσει το ποσό των €66.000 [στον EOSRA], οπότε οι 20 επιπλέον μετοχές που κατείχε ο [ΚΜ] προς όφελος [του EOSRA] θα επιστρεφόνταν στην [Havering] αποκαθιστώντας το ποσοστό 50%-50% στη συμμετοχή της [Ravenhill] και [του EOSRA] στην [Havering]» (παράγραφος 14 της Έκθεσης Απαίτησης).
Επίσης, σύμφωνα με το υφιστάμενο δικόγραφο, περί τις 20.1.2011 ο ΚΜ υπέγραψε συμφωνίες καταπιστεύματος (trust deeds) με τις οποίες δήλωνε ότι κρατούσε το 48% των μετοχών στην Havering για λογαριασμό της Ravenhill και 52% για λογαριασμό του EOSRA. Η θέση της Ravenhill είναι ότι «υπογράφοντας τις εν λόγω συμφωνίες καταπιστεύματος (trust deeds) ο [ΚΜ] παραγνώρισε και παράβηκε τη συμφωνία μεταξύ του ιδίου και της [Ravenhill] και [του EOSRA] ότι θα κατείχε 20 μετοχές» υπό τους πιο πάνω όρους και περιστάσεις (παράγραφος 16 της Έκθεσης Απαίτησης).
Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης περί τις αρχές 2015 αποφασίστηκε ο τερματισμός της συνεργασίας μεταξύ Ravenhill και EOSRA και όπως έκαστος αναλάβει μερίδιο των υπό μίσθωση ακινήτων ανάλογο με το ποσοστό συμμετοχής τους στην Havering. Υπογράφηκε μεταξύ τους σχετική συμφωνία (στο εξής η «Συμφωνία Διαχωρισμού»). Η Ravenhill παραπονείται ότι ο EOSRA δεν τήρησε τους όρους της Συμφωνίας Διαχωρισμού αλλά οι Εναγόμενοι «ενεργώντας σε συνεργασία και σε συνεννόηση μεταξύ τους, έχουν προβεί σε μια σειρά από δόλιες, παράτυπες και κακόβουλες ενέργειες για να απομειώσουν τη μετοχική συμμετοχή της [Ravenill] στην [Havering] και κατ΄ επέκταση την ιδιοκτησία της επί της εξ ολοκλήρου θυγατρικής εταιρείας Elgolf» (παράγραφος 20 της Έκθεσης Απαίτησης).
Στις 10.6.2022 ο ΚΜ μεταβίβασε στη Ravenhill το 48% των μετοχών και στον EOSRA το 52% των μετοχών στη Havering, που μέχρι τότε κατείχε ως εμπιστευματοδόχος. Η Ravenhill ισχυρίζεται ότι οι μεταβιβάσεις αυτές έγιναν κατά παράβαση των συμφωνηθέντων καθότι ο ΚΜ κατείχε το 2% μετοχών στη Havering με την υποχρέωση να τις επιστρέψει με την πληρωμή από τη Ravenhill του ποσού των €66.000 και γιατί ο ΚΜ μεταβίβασε αυτό το 2% χωρίς να ενημερώσει πρώτα την Ravenhill ώστε να της δώσει τη δυνατότητα να πληρώσει το ποσό ώστε να δικαιούται τις μετοχές. Περαιτέρω, η Ravenhill ισχυρίζεται ότι ο EOSRA έλαβε το 2% των μετοχών στη Havering «υπό τη συμβατική υποχρέωση να το επιστρέψει στη [Ravenhill] με την καταβολή από τη [Ravenhill] του ποσού [των €66.000] ή εναλλακτικά υπό υποχρέωση που απορρέει από τους όρους ρητού ή διαζευκτικά, εξυπακουόμενου εμπιστεύματος» (παράγραφος 22 της Έκθεσης Απαίτησης).
Ακολούθως, η Ravenhill ισχυρίζεται ότι τον Αύγουστο 2022 οι Εναγόμενοι συνωμότησαν να μειώσουν τη συμμετοχή της Ravenhill στη Havering. Με την πρόφαση έκτακτων πιεστικών οικονομικών υποχρεώσεων της Havering, αύξησαν το μετοχικό κεφάλαιο της Havering και εξέδωσαν επιπλέον μετοχές προς τον EOSRA ενώ η Ravenhill «αποκλείστηκε από τη διαδικασία. Η [Ravenhill] δεν έλαβε κατάλληλη ειδοποίηση για τη διαδικασία αυτή και στερήθηκε την ευκαιρία να συμμετάσχει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και να ασκήσει τα δικαιώματα της σχετικά με την παραχώρηση των μετοχών» (παράγραφος 25 της Έκθεσης Απαίτησης). Ως αποτέλεσμα της έκδοσης και παραχώρησης των νέων μετοχών προς τον EOSRA, το ποσοστό της Ravenhill στη Havering μειώθηκε σε 19,2% ενώ του EOSRA αυξήθηκε σε 80,8%.
Ακολούθησε 2η έκδοση και παραχώρηση μετοχών στην Havering προς τον EOSRA τον Ιανουάριο 2023. Αυτό επίσης έγινε, σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, στα πλαίσια της συνωμοσίας μεταξύ των Εναγόμενων που ενήργησαν «διασφαλίζοντας παράλληλα ότι η [Ravenhill] αποκλείστηκε από τη διαδικασία. Η [Ravenhill] δεν έλαβε την κατάλληλη ειδοποίηση για τη διαδικασία αυτή και δεν της δόθηκε η ευκαιρία να ασκήσει τα δικαιώματα της σχετικά με την εν λόγω παραχώρηση μετοχών» (παράγραφοι 28 και 29 της Έκθεσης Απαίτησης). Ως αποτέλεσμα της 2ης έκδοσης και παραχώρησης μετοχών προς τον EOSRA, το ποσοστό της Ravenhill στη Havering μειώθηκε σε 9,6% ενώ του EOSRA αυξήθηκε σε 90,4%.
Είναι η θέση της Ravenhill ότι «οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι η [Ravenhill] δεν είχε δικαίωμα να λάβει ειδοποίηση για την έκτακτη γενική συνέλευση, να συμμετάσχει στην ψηφοφορία ή να ασκήσει τα δικαιώματα της σχετικά με την παραχώρηση μετοχών, κατ’ επίκληση του γεγονότος ότι κατά τον εν λόγω χρόνο η [Ravenhill] είχε διαγραφεί προσωρινά από το εμπορικό μητρώο του Λιχτενστάιν» (παράγραφος 31 της Έκθεσης Απαίτησης). Αυτό παρότι γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι παρά τη διαγραφή η Ravenhill συνέχιζε να υφίσταται και διατηρούσε τη νομική προσωπικότητα της καθώς και δικαίωμα συμμετοχής και ψήφου σε γενικές συνελεύσεις. Η Ravenhill αποκαταστάθηκε στο μητρώο στις 2.3.2024.
Η θέση της Ravenhill είναι ότι συνεπεία των πιο πάνω υπέστη ζημιά «ίση με το 40,4% της οικονομικής αξίας της [Havering] και/ή της Elgolf, η οποία εκτιμάται σε €50.000.000» (παράγραφος 34 της Έκθεσης Απαίτησης).
Σε σχέση με τον ΚΜ, η Ravenhill ισχυρίζεται ότι «έθεσε τον εαυτό του σε θέση σύγκρουσης συμφερόντων και παράβασης καθήκοντος πίστης προς την [Ravenhill], όντας ταυτόχρονα πρόσωπο που κατείχε τις μετοχές δυνάμει εμπιστεύματος προς όφελος της [Ravenhill], διευθυντής της [Havering] και νομικός σύμβουλος [του EOSRA] και των συνεταίρων [του EOSRA]. Ο [ΚΜ] εισέπραξε αθέμιτα στον προσωπικό του λογαριασμό και/ή στον λογαριασμό της δικηγορικής του εταιρείας κεφάλαια που έπρεπε να καταβληθούν στη [Havering] για τα οποία αρνήθηκε να λογοδοτήσει στην [Ravenhill] ή στη [Havering]. Περαιτέρω ο [ΚΜ] παραβιάζει τις υποχρεώσεις του ως διευθυντής της [Havering]…» (παράγραφοι 35, 36 και 37 της Έκθεσης Απαίτησης).
Με βάση τα πιο πάνω, η Ravenhill αξιώνει μέσω της αγωγής (α) διάταγμα που να ακυρώνει τις μεταβιβάσεις των μετοχών στην Havering από τον ΚΜ προς τη Ravenhill και προς τον EOSRA που έγιναν στις 10.2.2022, (β) διάταγμα που να ακυρώνει τις εκδόσεις και παραχωρήσεις μετοχών στη Havering προς τον EOSRA τον Αύγουστο 2022 και Ιανουάριο 2023, (γ) διάταγμα που να ακυρώνει οποιεσδήποτε αποφάσεις λήφθηκαν στη Havering για την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, (δ) αναγνωριστική απόφαση ότι η Ravenhill και ο EOSRA κατέχουν 48%-50% των μετοχών στη Havering αντίστοιχα και ότι ο ΚΜ κατέχει 2% βάσει καταπιστεύματος ποσοστό που υποχρεούται να μεταβιβάσει στη Ravenhill με την αποπληρωμή ποσού €66.000. Διαζευκτικά ότι ο EOSRA κατέχει το 2% ως εμπιστευματοδόχος με υποχρέωση να το μεταβιβάσει στην Ravenhill με την πληρωμή €66.000, (ε) διάταγμα που να αναγνωρίζει ότι με την πληρωμή του ποσού των €66.000 από τη Ravenhill στη Havering τότε το ποσοστό συμμετοχής στην εταιρεία θα είναι 50%-50%, (στ) διάταγμα για να αποκατασταθεί η ιδιοκτησία της στο 50% στη Havering, (ζ) αποζημιώσεις εναντίον του ΚΜ και του EOSRA για «συνωμοσία, καταδολίευση, απάτη και παράβαση καταπιστεύματος, (η) αποζημιώσεις «υπέρ της [Ravenhill] και/ή της [Havering] για παράβαση καθήκοντος πίστης», (θ) αποζημίωση ύψους €50.000.000 «για τη ζημιά που υπέστη από τη μείωση του ποσοστού συμμετοχής της στην [Havering] από 50% σε 9,6%» και (ι) διάταγμα που να διατάζει τη Havering και τον ΚΜ να αποκαλύψουν ενόρκως οικονομικές συναλλαγές και οικονομικές συμφωνίες. Τέλος η Ravenhill διεκδικεί δηλωτική απόφαση ότι η Συμφωνία Διαχωρισμού καθιστά την Ravenhill δικαιούχο του 48% των περιουσιακών στοιχείων στην Havering και διάταγμα «για ειδική εκτέλεση της Συμφωνίας Διαχωρισμού ή εναλλακτικά αποζημιώσεις εναντίον της Havering και/ή EOSRA για την παράβαση της Συμφωνίας Διαχωρισμού.»
Μετά την καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης, οι Εναγόμενοι 1 και 3 καθώς και η Εναγόμενη 2 καταχώρησαν αιτήσεις ημερομηνίας 5.8.2024 και 6.8.2024, αντίστοιχα. Με αυτές ζητούν, μεταξύ άλλων, τη διαγραφή και/ή παραμερισμό της αγωγής γιατί δεν αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον τους και γιατί αυτή είναι «σκανδαλώδης και/ή επιπόλαιη και/ή ενοχλητική» (στο εξής «Αιτήσεις Παραμερισμού»).
Οι δύο Αιτήσεις Παραμερισμού υποστηρίζονται από ένορκες δηλώσεις που προβάλλουν παρόμοιες θέσεις. Μεταξύ άλλων αναφέρουν ότι η παρούσα αγωγή δεν μπορεί να προχωρήσει γιατί η Συμφωνία Διαχωρισμού εμπεριέχει ρήτρα αποκλειστικής διαιτησίας που προνοεί ότι διαφωνίες επιλύονται από διαιτητικό σώμα στο Λονδίνο, σε διαιτησία που θα διεξαχθεί σύμφωνα με τους κανόνες του LCIA.
Οι Εναγόμενοι παραπονούνται επίσης ότι δεν τηρήθηκαν τα προδικαστηριακά πρωτόκολλα, ότι η Ravenhill ενεργεί κακόπιστα και ότι η Έκθεση Απαίτησης πάσχει από αντικανονικότητα. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι δεν επισυνάπτονται οι συμφωνίες στις οποίες γίνεται αναφορά, δεν παρέχονται λεπτομέρειες για τα αστικά αδικήματα του δόλου, απάτης, συνωμοσίας και συναφή και δεν παρέχονται λεπτομέρειες αναφορικά με τον τρόπο που υπολογίστηκαν οι αποζημιώσεις των €50.000.000 που διεκδικούνται. Υποστηρίζουν επίσης ότι η αγωγή δεν εγείρεται καλόπιστα αλλά για αλλότριους σκοπούς ήτοι για άσκηση αθέμιτης πίεσης προς τους εμπλεκόμενους.
Αναφορικά με τα γεγονότα, σύμφωνα με τις δύο Αιτήσεις Παραμερισμού, περί το 2009 η Ravenhill και ο EOSRA συμφώνησαν να δανείσουν €132.000 στη Havering. Επειδή η Ravenhill δεν διέθετε τα χρήματα, ο EOSRA της δάνεισε το ποσό των €66.000 με αποπληρωμή στις 15.5.2009. Προς εξασφάλιση του δανείου η Ravenhill είχε ενεχυριάσει το 2% των μετοχών της στη Havering. Το δάνειο δεν αποπληρώθηκε από τη Ravenhill και το 2% μεταφέρθηκε τότε στον EOSRA. Στην πορεία οι μετοχές ενεγράφησαν στο όνομα του ΚΜ που τις κρατούσε ως εμπιστευματοδόχος για τη Ravenhill και τον EOSRA σε ποσοστό 48% και 52% αντίστοιχα. Στις 10.6.2022 ο ΚΜ μεταβίβασε τις μετοχές στα ονόματα των Ravenhill και EOSRA.
Στις 5.8.2022 ο ΚΜ, ως διευθυντής της Havering, συγκάλεσε γενική συνέλευση με σκοπό να κληθούν οι μέτοχοι να συνεισφέρουν στην εταιρεία €150.000 για κάλυψη λειτουργικών εξόδων. Η συνεισφορά θα γινόταν έναντι έκδοσης και παραχώρησης νέων μετοχών στην εταιρεία. Για τη σύγκληση της συνέλευσης ο ΚΜ απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο το διευθυντής της Ravenhill παρέλαβε και ανέγνωσε την ίδια μέρα. Η συνέλευση έγινε στις 29.8.2022 και ουδείς παρουσιάστηκε για την Ravenhill. Στα πλαίσια της συνέλευσης αποφασίστηκε όπως ο EOSRA συνεισφέρει ολόκληρο το ποσό έναντι νέων μετοχών όπως και έγινε. Ως αποτέλεσμα, τα ποσοστά συμμετοχής στη Havering διαμορφώθηκαν σε 80,8% για τον EOSRA και 19,2% για τη Ravenhill.
Στις 30.11.2022 ο ΜΚ απέστειλε ειδοποίηση για νέα γενική συνέλευση με σκοπό την κάλυψη περαιτέρω αναγκών της εταιρείας ύψους €250.0000, και πάλιν έναντι της έκδοσης και παραχώρησης νέων μετοχών. Η ειδοποίηση για τη συνέλευση στάλθηκε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο που παραλήφθηκε και διαβάστηκε από τον διευθυντή της Ravenhill την ίδια μέρα. Κατά τη συνέλευση στις 21.12.2022 εμφανίστηκαν δύο πρόσωπα που υποστήριζαν ότι εκπροσωπούν τη Ravenhill χωρίς όμως να έχουν στην κατοχή τους την προβλεπόμενη εξουσιοδότηση. Δεν τους επιτράπηκε να συμμετάσχουν και η συνέλευση αναβλήθηκε για τις 29.12.2022. Το ίδιο έγινε και εκείνη την ημέρα με αποτέλεσμα η συνέλευση να αναβληθεί για δεύτερη φορά για τις 9.1.2023. Στις 9.1.2023 πάλιν δεν παρουσίασαν την προβλεπόμενη εξουσιοδότηση και δεν τους επιτράπηκε να συμμετάσχουν. Η συνέλευση διεξήχθηκε στην απουσία τους και αποφασίστηκε η συνεισφορά από τον EOSRA έναντι της έκδοσης των νέων μετοχών. Συνεπεία αυτού η μετοχική συμμετοχή στη Havering διαμορφώθηκε σε 90,4% για τον EOSRA και 9,6% για τη Ravenhill.
Ο ΚΜ αναφέρει ότι διαπίστωσε ότι η Ravenhill ήταν διαγραμμένη από το μητρώο του Λιχτενστάιν και δεν μπορούσε να ασκεί εργασίες. Την 1.4.2023 ενημερώθηκε από το δικηγόρο της Ravenhill ότι η εταιρεία αποκαταστάθηκε στο μητρώο.
Το Φεβρουάριο 2024 ο ΜΚ έλαβε επιστολή απαίτησης με βάση τα Προδικαστηριακά Πρωτόκολλα των Νέων Θεσμών με την οποία η Ravenhill ζητούσε αποκατάσταση της μετοχικής συμμετοχής στη Havering και αποζημιώσεις. Ζητήθηκαν από τους Εναγόμενους διευκρινίσεις για τις συμφωνίες στις οποίες εδράζονται οι απαιτήσεις της Ravenhill και λεπτομέρειες για τον τρόπο υπολογισμού της ισχυριζόμενης ζημιάς όμως δεν δόθηκαν. Αντί ικανοποιητικών απαντήσεων, εγέρθηκε η παρούσα αγωγή.
Ενώ οι δύο Αιτήσεις Παραμερισμού εκκρεμούσαν προς εκδίκαση και είχαν καθοριστεί σχετικά χρονοδιαγράμματα για το σκοπό αυτό, η Ravenhill καταχώρησε την παρούσα Αίτηση με την οποία ζητά άδεια να τροποποιήσει την Έκθεση Απαίτησής της. Όπως εξηγείται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, οι Αιτήσεις Παραμερισμού «ώθησαν την [Ravenhill] σε επαναξιολόγηση των αξιώσεων της εναντίον των Εναγόμενων. Αφού η [Ravenhill] επανεξέτασε τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην Έκθεση Απαίτησης της, καθώς και τα όσα αναφέρονται από τον EOSRA και τον ΚΜ στις [Αιτήσεις Παραμερισμού] τους, αποφάσισε να ζητήσει άδεια τροποποίησης με σκοπό: 1. Να περιορίσει τις αξιώσεις της εναντίον των [EOSRA και ΚΜ], και 2. Να παρέχει περισσότερες λεπτομέρειες σε σχέση με ορισμένες πτυχές της εν λόγω Έκθεσης Απαίτησης οι οποίες ενδεχομένως να χρήζουν διευκρινίσεων» (παράγραφοι 6 και 7 της ένορκης δήλωσης). Στην ένορκη δήλωση αναφέρεται επίσης ότι «κύριος σκοπός της προτεινόμενης τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης δεν είναι η προσθήκη νέων γεγονότων ή νέων βάσεων αγωγής εναντίον των Εναγόμενων. Κάθε άλλο: σκοπός της είναι όπως οι βάσεις αγωγής που προωθούνται εναντίον των Εναγόμενων περιοριστούν και ταυτόχρονα όπως διάφοροι ισχυρισμοί που υφίστανται ήδη στην Έκθεση Απαίτησης διευκρινιστούν και διατυπωθούν με περισσότερη λεπτομέρεια» (παράγραφος 11 της ένορκης δήλωσης).
Οι Εναγόμενοι έχουν εγείρει ένσταση στη χορήγηση της αιτούμενης άδειας. Αναφορά στους λόγους ένστασης γίνεται πιο κάτω. Πριν προχωρήσω σημειώνω ότι έχω εξετάσει την Αίτηση και ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει καθώς και την προτεινόμενη νέα έκθεση απαίτησης. Έχω επίσης εξετάσει τις ενστάσεις που εγέρθηκαν. Περαιτέρω μελέτησα όσα αναφέρθηκαν στις αγορεύσεις των συνηγόρων και τη νομολογία στην οποία παραπέμπουν.
Η Αίτηση εδράζεται στο Μέρος 18.1(2) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023 που προβλέπει τα εξής:
«(2) Αν το δικόγραφο έχει επιδοθεί, διάδικος δύναται να το τροποποιήσει μόνο:
(α) με τη γραπτή συγκατάθεση όλων των άλλων διαδίκων·ή
(β) με άδεια του δικαστηρίου, προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και λαμβάνοντας υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό.»
Προκύπτει από το λεκτικό ότι εφόσον οι αντίδικοι δεν συναινούν στην τροποποίηση, απαιτείται άδεια από το Δικαστήριο για να επιτραπεί. Για να δοθεί άδεια τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η τροποποίηση είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, κριτήριο που αποφασίζεται σε συνάρτηση με τον πρωταρχικό σκοπό.
Η συνήγορος της Ravenhill παραπέμπει στην αγόρευση της στην Αγγλική απόφαση Cobbold v London Borough of Greenwich, Unreported CA (9.8.99) και συγκεκριμένα στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Τhe overriding objective (of the CPR) is that the court should deal with cases justly. That includes, so far as practicable, ensuring that each case is dealt with not only expeditiously but also fairly. Amendments in general ought to be allowed so that the real dispute between the parties can be adjudicated upon provided that any prejudice caused by the amendment can be compensated for in costs, and the public interest in the efficient administration of justice is not significantly harmed.»
Το απόσπασμα αυτό προέρχεται από την απόφαση του Peter Gibson LJ στην εν λόγω υπόθεση. Η απόφαση αυτή δεν είναι δημοσιευμένη, όμως αναφορές σε αυτή, και ειδικότερα στο πιο πάνω απόσπασμα, συναντώνται σε αριθμό Αγγλικών αποφάσεων που ακολούθησαν[1]. Με αναφορά σε αυτή την απόφαση, η συνήγορος της Ravenhill εισηγείται ότι η αιτούμενη τροποποίηση πρέπει να επιτραπεί γιατί οι Νέοι Θεσμοί παραπέμπουν σε μια, γενικότερα, πιο φιλελεύθερη προσέγγιση.
Δεν συμφωνώ με αυτή τη θέση. Πρέπει να επισημάνω ότι η Cobbold δεν θεωρείται πλέον καλός οδηγός (good law) ως προς την ορθή προσέγγιση. Όπως εξηγεί ο Mellor J στην Crypto Open Patent Alliance v Wright [2023] EWHC 2642:
«I confess I was somewhat surprised to see the reliance on Cobbold, since I understood it was considered no longer good law. […] Cobbold is now referred to in only three places in the White Book and is not referred to at all in the notes in CPR Pt 17 (Amendments to Statements of Case). I take the three remaining references in reverse order:
i) The reference in Section 11, 11-8 (WB Vol II at p2941) to Cobbold comes with a significant health warning. It is said this decision must now be read subject to the decisions in Savings & Investment Bank v Fincken [2003] EWCA Civ 1630, Swain-Mason v Mills & Reeve LLP [2011] EWCA Civ 14, as well as other cases including Quah Su-Ling.
ii) The other two references (in 2F-7.11, i.e. in CPR Part 63 Intellectual Property Claims, and in A1.5-008 'Procedural Guides') seem to me to be hangovers from earlier editions that have not been kept up to date.»
Η ορθή προσέγγιση, κατά την κρίση μου, αντικατοπτρίζεται σε πιο πρόσφατες Αγγλικές αποφάσεις όπως την Pearce v East and North Hertfordshire NHS Trust [2020] EWHC 1504, όπου οι αρχές συνοψίστηκαν ως εξής από την Lambert J. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι εκτενές, όμως στην απουσία Κυπριακής νομολογίας σε σχέση με το Μέρος 18 των νέων Θεσμών, κρίνω ότι είναι ορθό να το παραθέσω. Σημειώνω ότι το Part 17 των Αγγλικών Civil Procedure Rules στο οποίο υπάρχει αναφορά, είναι αντίστοιχο του Μέρους 18 των δικών μας Θεσμών:
«The starting point is CPR 17.3 which confers on the Court a broad discretionary power to grant permission to amend. The case-law is replete with guidance as to how that discretionary power should be exercised in different contexts. I need cite only two cases which taken together provide a helpful list of factors to be borne in mind when considering an application such as this: CIP Properties (AIPT) Ltd v Galliford Try Infrastructure Ltd [2015] EWHC 1345 (TCC) and Quah Su-Ling v Goldman Sachs International [2015] EWHC 759 (Comm). From those cases, I draw together the following points.
a) In exercising the discretion under CPR 17.3, the overriding objective is of central importance. Applications always involve the court striking a balance between injustice to the applicant if the amendment is refused, and injustice to the opposing party and other litigants in general, if the amendment is permitted.
b) A strict view must be taken to non-compliance with the CPR and directions of the Court. The Court must take into account the fair and efficient distribution of resources, not just between the parties but amongst litigants as a group. It follows that parties can no longer expect indulgence if they fail to comply with their procedural obligations: those obligations serve the purpose of ensuring that litigation is conducted proportionately as between the parties and that the wider public interest of ensuring that other litigants can obtain justice efficiently and proportionately is satisfied.
c) The timing of the application should be considered and weighed in the balance. An amendment can be regarded as 'very late' if permission to amend threatens the trial date, even if the application is made some months before the trial is due to start. Parties have a legitimate expectation that trial dates will be met and not adjourned without good reason. Where a very late application to amend is made the correct approach is not that the amendments ought, in general, to be allowed so that the real dispute between the parties can be adjudicated upon. A heavy burden lies on a party seeking a very late amendment to show the strength of the new case and why justice to him, his opponent and other court users requires him to be able to pursue it. The timing of the amendment, its history and an explanation for its lateness, is a matter for the amending party and is an important factor in the necessary balancing exercise: there must be a good reason for the delay.
d) The prejudice to the resisting parties if the amendments are allowed will incorporate, at one end of the spectrum, the simple fact of being 'mucked around' to the disruption of and additional pressure on their lawyers in the run-up to trial and the duplication of cost and effort at the other. The risk to a trial date may mean that the lateness of the application to amend will of itself cause the balance to be loaded heavily against the grant of permission. If allowing the amendments would necessitate the adjournment of the trial, this may be an overwhelming reason to refuse the amendments.
e) Prejudice to the amending party if the amendments are not allowed will, obviously, include its inability to advance its amended case, but that is just one factor to be considered. Moreover, if that prejudice has come about by the amending party's own conduct, then it is a much less important element of the balancing exercise».
Αυτό που δείχνει το πιο πάνω απόσπασμα είναι ότι στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη όλες τις παραμέτρους που περιβάλλουν την υπόθεση. Το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η υπόθεση – εάν είναι στο αρχικό ή σε πιο προχωρημένο - είναι ένας από τους σχετικούς παράγοντες όμως όχι ο μοναδικός.
Επανέρχομαι στην παρούσα περίπτωση.
Εξ αρχής σημειώνω ότι η υπόθεση είναι στα αρχικά στάδια, δεν έχουν κλείσει τα δικόγραφα συνεπώς η επιδιωκόμενη τροποποίηση, εάν επιτραπεί, δεν θα επηρεάσει τη δική. Αυτός όμως, όπως σημείωσα, δεν είναι ο μοναδικός ούτε ο καθοριστικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς του αποτελέσματος.
Η Αίτηση καταχωρήθηκε περί τους τέσσερεις μήνες μετά την καταχώρηση των Αιτήσεων Παραμερισμού και ενώ είχαν καθοριστεί χρονοδιαγράμματα για την εκδίκαση τους. Σύμφωνα με τη Ravenhill οι Αιτήσεις Παραμερισμού αποτέλεσαν το έναυσμα για επαναξιολόγηση της Έκθεσης Απαίτησης όμως ικανοποιητική εξήγηση γιατί η επαναξιολόγηση αυτή έγινε μετά πάροδο τόσων μηνών από τις Αιτήσεις Παραμερισμού, δεν έχει δοθεί.
Καμία επίσης δικαιολογία δόθηκε γιατί η ανάγκη περιορισμού των αξιώσεων και διευκρίνισης πτυχών - όπως αναφέρεται - της Έκθεσης Απαίτησης, δεν είχε εντοπιστεί ενωρίτερα, κατά την αρχική σύνταξη του υφιστάμενου δικογράφου ή πριν την καταχώρηση των Αιτήσεων Παραμερισμού.
Έρχομαι στην εξέταση της φύσης των επιδιωκόμενων τροποποιήσεων. Οι αλλαγές που επιδιώκονται δεν είναι, όπως η πλευρά της Ravenhill θέλει να παρουσιάσει, απλώς «περιορισμός των αξιώσεων και παροχή περαιτέρω λεπτομερειών για ορισμένες πτυχές της υφιστάμενης Έκθεσης Απαίτησης οι οποίες ενδεχομένως να χρήζουν διευκρινίσεων» (παράγραφος 7 της ένορκης δήλωσης της Αίτησης).
Όπως ορθά επισημαίνουν οι συνήγοροι των Εναγόμενων, για την εγκατάλειψη αξιώσεων δεν απαιτείται τροποποίηση του δικογράφου. Είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με μια απλή δήλωση από την πλευρά της Ravenhill.
Μια ανάγνωση της υφιστάμενης Έκθεσης Απαίτησης και του προτεινόμενου νέου δικογράφου δείχνει την έκταση των επιδιωκόμενων αλλαγών. Η υφιστάμενη Έκθεση Απαίτησης αποτελείται από 11 σελίδες. Η προτεινόμενη έκθεση απαίτησης αποτελείται από 21 σελίδες. Οι αξιώσεις στο υφιστάμενο δικόγραφο εδράζονται ουσιαστικά στην παράβαση των προνοιών της Συμφωνίας Διαχωρισμού. Οι ενέργειες που ακολούθησαν, με τη μεταβίβαση των μετοχών στο όνομα της Ravenhill και EOSRA από τον ΚΜ και οι αυξήσεις κεφαλαίου έγιναν «κατά παράβαση της Συμφωνίας Διαχωρισμού» (παράγραφος 20 της Έκθεσης Απαίτησης). Οι αναφορές σε απάτη, δόλο, συνωμοσία δεν μπορούν να θεωρηθούν οι κύριες βάσεις των αξιώσεων που εγείρονται. Για τη δικογράφηση αυτών των βάσεων αγωγής απαιτούνται λεπτομέρειες που δεν υπάρχουν στο υφιστάμενο δικόγραφο.
Η προτεινόμενη έκθεση απαίτησης προωθείται σε νέα βάση. Εισάγονται αναφορές σε συμφωνία τροποποίησης μεριδίων ημερομηνίας 29.3.2009 και εισάγονται αξιώσεις κατ΄ επίκληση παράβασης προνοιών του Κεφ. 113 και του καταστατικού της Havering και στη βάση συνωμοσίας δια νόμιμων και/ή παράνομων μέσων μεταξύ EOSRA και ΚΜ.
Περαιτέρω, παραδόξως, προβάλλονται διαφορετικές εκδοχές ως προς τα γεγονότα. Ενώ στο υφιστάμενο δικόγραφο η θέση ήταν ότι η Ravenhill δεν ειδοποιήθηκε για τις γενικές συνελεύσεις που οδήγησαν στην αλλαγή της μετοχικής δομής της εταιρείας, τώρα εισάγονται για πρώτη φορά εκτενείς αναφορές για γεγονότα που – κατά την Ravenhill – είχαν λάβει χώρα τότε για τα οποία καμία νύξη υπάρχει στο υφιστάμενο δικόγραφο. Προσθέτω ότι πρόκειται για γεγονότα που, εκ της φύσης τους, ήταν ή θα έπρεπε να ήταν σε γνώση της Ravenhill εξ αρχής.
Οι συνήγοροι των Εναγόμενων εισηγήθηκαν ότι η εγκατάλειψη των αξιώσεων που αφορούν τη Συμφωνία Διαχωρισμού έγινε επί σκοπού, για να αποφύγει η Ravenhill την ρήτρα διαιτησίας που εκεί περιέχεται. Δεν έχω ενώπιον μου επαρκή στοιχεία που να δείχνουν ότι η Ravenhill ενεργεί κακόπιστα. Όμως πρέπει να σημειώσω ότι η επιχειρούμενη εγκατάλειψη της κεντρικής βάσης αγωγής και οι ριζικές αλλαγές στα ισχυριζόμενα γεγονότα προκαλούν ερωτηματικά για τα οποία δεν προσφέρεται κάποια εξήγηση από την πλευρά της Ravenhill. Να σημειώσω ότι η Έκθεση Απαίτησης πρέπει να επιβεβαιώνεται από δήλωση αλήθειας (όμως στην προκείμενη περίπτωση ούτε το υφιστάμενο δικόγραφο ούτε το προτεινόμενο δικόγραφο επιβεβαιώνονται από δήλωση αλήθειας). Θεωρώ ότι επιβάλλεται ξεκάθαρη και πειστική εξήγηση όταν διαπιστώνεται τέτοια απόκλιση στα γεγονότα και τέτοιας έκτασης αλλαγές σε δικόγραφα, με δεδομένο ότι πλέον επιβεβαιώνεται η αλήθεια του περιεχομένου τους.
Η φύση των επιδιωκόμενων αλλαγών είναι τέτοια που θα έλεγα πως η Ravenhill δεν επιθυμεί να τροποποιήσει το υφιστάμενο δικόγραφο αλλά, ουσιαστικά, επιδιώκει να εγείρει μια νέα αγωγή.
Η πλευρά της Ravenhill έπρεπε να μεριμνήσει ώστε η Αίτηση να συνοδευόταν από «αντίγραφο του δικογράφου το οποίο να προσδιορίζει με σαφήνεια τις προτεινόμενες τροποποιήσεις» (Μέρος 18.6(2)). Τέτοιο έγγραφο δεν καταχωρήθηκε μαζί με την Αίτηση. Εάν είχε καταχωρηθεί τότε θα ήταν εξ όψεως ξεκάθαρη η πολύ περιορισμένη σύνδεση που υπάρχει μεταξύ της υφιστάμενης και προτεινόμενης Έκθεσης Απαίτησης. Αυτό τόσο σε σχέση με τα νομικά σημεία όσο και σε σχέση με τα ισχυριζόμενα γεγονότα. Έστω όμως και χωρίς τέτοιο έγγραφο, απλή ανάγνωση των δύο κειμένων είναι αρκετή για να φανεί ότι πρόκειται για δύο ουσιαστικά διαφορετικές αγωγές.
Στην αγόρευση της η συνήγορος της Ravenhill παραπονείται ότι οι αντίδικοι αδίκως και παράλογα εγείρουν ένσταση στην Αίτηση. Αναφέρει ότι, στο πνεύμα των νέων Θεσμών και του πρωταρχικού σκοπού, οι διάδικοι οφείλουν να αποφεύγουν τον πειρασμό έγερσης ένστασης σε αιτήματα τροποποίησης. Το επιχείρημα αυτό όμως αγνοεί τη διαγωγή της ίδιας της Ravenhill που οδήγησε τη διαδικασία σε αυτό το σημείο. Όπως παρατήρησε το Εφετείο στην πολύ πρόσφατη απόφαση του στην υπόθεση Χριστάκης Σκαπούλης κ.α. ν Γιαννάκης Θεοκλίτου κ.α., Πολιτική Έφεση 28/2024, ημερομηνίας 14.5.2025:
«για να επικαλείται κανείς δικαιώματα που αναφύονται από τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας, θα πρέπει πρώτα να τους τηρεί ο ίδιος.»
Πέραν των παρατυπιών που σημείωσα πιο πάνω, στο προτεινόμενο δικόγραφο υπάρχουν αναφορές σε συμφωνίες χωρίς να διευκρινίζεται εάν είναι γραπτές ή προφορικές. Στο βαθμό που είναι γραπτές δεν φαίνεται/δεν δηλώνεται ότι επισυνάπτονται. Εάν πρόκειται για προφορικές, τότε δεν περιλαμβάνονται οι λεπτομέρειες που προβλέπει το Μέρος 16.11.(4). Περαιτέρω, το προτεινόμενο δικόγραφο δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από δήλωση αλήθειας κατά το Μέρος 22.1(1). Η δε αποζημίωση των €50.000.000 που διεκδικείται ως ζημιά, δεν επεξηγείται με οποιοδήποτε τρόπο.
Στην Quah Su-Ling v Goldman Sachs International (ανωτέρω), η Carr J αναφέρει τα εξής:
«A much stricter view is taken nowadays of non-compliance with the Civil Procedure Rules and directions of the Court. The achievement of justice means something different now. Parties can no longer expect indulgence if they fail to comply with their procedural obligations because those obligations not only serve the purpose of ensuring that they conduct the litigation proportionately in order to ensure their own costs are kept within proportionate bounds but also the wider public interest of ensuring that other litigants can obtain justice efficiently and proportionately, and that the courts enable them to do so.»
H Δικαστής Carr J, στην ίδια απόφαση επισημαίνει επίσης ότι:
«Gone are the days when it was sufficient for the amending party to argue that no prejudice had been suffered, save as to costs. In the modern era it is more readily recognised that the payment of costs may not be adequate compensation».
Στην υπόθεση εκείνη, βαρύνουσας σημασίας στην απόφαση της Carr J. να απορρίψει αίτημα τροποποίησης της Υπεράσπισης ήταν οι διαπιστώσεις της για τη δύναμη της υπόθεσης μετά την τροποποίηση. Αφού προέβη σε εκτενή αναφορά στη μαρτυρία που προσφέρθηκε για να δικαιολογήσει την ανάγκη για τροποποίηση αναφέρει ότι:
«the fact that the proposed amendments raise a totally different and inconsistent case to the original case is relevant background. It heightens the need for careful scrutiny of the merits of the new case».
Αυτό ισχύει και στην παρούσα περίπτωση. Έχω ήδη επισημάνει την έκταση και ριζικότητα των αλλαγών τόσο στα νομικά ζητήματα όσο και στην εκδοχή σε σχέση με τα γεγονότα. Παρά τη θέση ότι οι αξιώσεις πλέον δεν βασίζονται στη Συμφωνία Διαχωρισμού, δεν εξηγείται ούτε γιατί συμβαίνει αυτό ούτε με ποιο τρόπο οι επίδικες εταιρικές πράξεις μπορούν να διαχωριστούν αποτελεσματικά από την εν λόγω Συμφωνία ιδιαίτερα ενόψει της νέας θέσης ότι η απάτη, δόλος κτλ διενεργήθηκαν/προκλήθηκαν ένεκα της άρνησης της Ravenhill να συναινέσει στην τροποποίηση της Συμφωνίας Διαχωρισμού. Επίσης κεντρικό επιχείρημα της νέας βάσης αγωγής είναι η θέση ότι η διαγραφή της Ravenhill από το μητρώο του Λιχτενστάιν δεν επηρέαζε τη δυνατότητα της εταιρείας να κατέχει περιουσία (μετοχές στην Havering) και να ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές (συμμετοχή σε γενικές συνελεύσεις και άσκηση δικαιωμάτων ψήφου). Αυτή η θέση, για σκοπούς της Αίτησης, παραμένει σε επίπεδο απλών ισχυρισμών αφού δεν υποστηρίζεται από καμία μαρτυρία. Ο ισχυρισμός ότι οι εκπρόσωποι της Ravenhill είχαν παρουσιάσει κατά τις συνελεύσεις «όλα τα απαραίτητα έγγραφα και/ή πληρεξούσια και/ή πιστοποιητικά» (παράγραφος 41 της προτεινόμενης έκθεσης απαίτησης) για να τους επιτραπεί να συμμετάσχουν σε αυτές συνιστά νέα εκδοχή για τα γεγονότα. Μάλιστα πρόκειται για εκδοχή που δε συνάδει με την υφιστάμενη εκδοχή ότι δεν είχε ειδοποιηθεί δεόντως η Ravenhill για τις συνελεύσεις. Επειδή ακριβώς πρόκειται για νέα εκδοχή λογικά θα αναμένετο ότι για την εξέταση της Αίτησης εάν είχαν παρουσιαστεί τα έγγραφα στα οποία αναφέρεται ο εν λόγω ισχυρισμός. Όπως εξηγείται στο πιο πάνω απόσπασμα, όταν η προτεινόμενη νέα υπόθεση είναι τόσο διαφορετική από την υφιστάμενη αυτό δημιουργεί αυξημένη ανάγκη προσεκτικής μελέτης της ισχύος της νέας υπόθεσης (need for careful scrutiny of the merits of the new case) για να αποφασιστεί εάν θα επιτραπεί η τροποποίηση.
Στάθμισα τις επιπτώσεις στην πλευρά της Ravenhill εάν χάσει την ευκαιρία να εγείρει μια (ουσιαστικά διαφορετική) αγωγή βασισμένη σε διαφορετικά/αντιφατικά γεγονότα από τα υφιστάμενα. Στάθμισα επίσης τις επιπτώσεις στους Εναγόμενους εάν κληθούν να υπερασπιστούν μια άλλη (ουσιαστικά) υπόθεση στο παρόν στάδιο και με τα άλλα διαβήματα που εκκρεμούν στο φάκελο - μάλιστα αυτό χωρίς να έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση γιατί το προτεινόμενο νέο δικόγραφο δεν είχε καταχωρηθεί εξ αρχής. Στάθμισα τέλος τα δικαιώματα όλων των άλλων διάδικων για πρόσβαση και αναλογική κατανομή των περιορισμένων πόρων του Δικαστηρίου.
Κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να επιτραπεί η αιτούμενη τροποποίηση. Δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η τροποποίηση θα προήγαγε τον πρωταρχικό σκοπό.
Συνεπώς, η Αίτηση απορρίπτεται.
Αναφορικά με τα έξοδα της Αίτησης, ακολουθώντας το αποτέλεσμα επιδικάζονται υπέρ των Εναγόμενων 1-3/Καθ΄ων η Αίτηση και εναντίον της Ενάγουσας/Αιτήτριας. Σημειώνω ότι δεν έχουν καταχωρηθεί κατάλογοι εξόδων από τα μέρη για σκοπούς συνοπτικού υπολογισμού. Με δεδομένη αυτή την παράλειψη επιδικάζω έξοδα €2.500 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ Εναγόμενων 1 & 3 και €2.500 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ Εναγόμενου 2, ποσό που κρίνω εύλογο υπό τις περιστάσεις και με βάση την πορεία εκδίκασης της παρούσας Αίτησης.
(Υπ.) …………………………………………………
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Law Debenture Trust Corp. Ltd v Lexington Insurance Company [2001] EWCA Civ 1673 (paragraph 5) and in Roberts v Williams [2005] CP Rep 44 (paragraph 19).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο