
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.
Αρ. Απαίτησης: 3409/23
Μεταξύ:
G. D. L. Trading Limited (ΗΕ 8954)
Ενάγουσας
-και-
Χ. Δράκος Ψαραγορά Λτδ (ΗΕ 212234)
Εναγόμενης
Ημερομηνία: 4 Ιουνίου 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα: κ. Κ. Χοίρας για Μαυρομάτης & Χριστοδουλίδου Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενη: κ. Γ. Αδαμίδης για Γεώργιος Αδαμίδης Δ.Ε.Π.Ε.
ΑΠΟΦΑΣΗ
(α) Σύνοψη διαφοράς
1. Με την παρούσα Απαίτησή της η Ενάγουσα εταιρεία αξιώνει εναντίον της Εναγόμενης το ποσό των €10.040,87 «δυνάμει εκοδοθέντων και/ή παραδοθέντων τιμολογίων και/ή ως υπόλοιπο κατάστασης λογαριασμού και/ή ως παράβαση σύμβασης και/ή αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή άλλως πως», πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της Απαίτησης, πλέον δικηγορικά έξοδα.
(β) Δικογραφία
2. Ισχυρίζεται η Ενάγουσα δια της Έκθεσης Απαίτησής της που επισυνάπτεται επί του Εντύπου Απαίτησης, ότι αποτελεί εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, δεόντως εγγεγραμμένη στην Κυπριακή Δημοκρατία με έδρα στη Λάρνακα και ότι ασχολείται και δραστηριοποιείται στην Κυπριακή Δημοκρατία στον τομέα της εισαγωγής, παραγωγής, διανομής και εμπορίας φρέσκων και κατεψυγμένων προϊόντων φούρνου, γλυκών και άλλων συναφών προϊόντων. Η Εναγόμενη, αναφέρει, αποτελεί ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, επίσης δεόντως εγγεγραμμένη σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία στην Δημοκρατία, με εγγεγραμμένο γραφείο στη Λευκωσία.
3. Συνεχίζει ότι, η Εναγόμενη ήταν πελάτιδα της Ενάγουσας και κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας, η Ενάγουσα πωλούσε στην Εναγόμενη διάφορα τρόφιμα όπως είδη φούρνου και γλυκά. Στο πιο πάνω πλαίσιο, η Ενάγουσα εξέδιδε στο όνομα της Εναγόμενης τιμολόγια τα οποία παρέδιδε ή απέστελλε στην Εναγόμενη και τα οποία έγιναν αποδεκτά από την τελευταία τα οποία και ουδέποτε αμφισβήτησε. Προσθέτει ακόμη ότι ήταν ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, ότι η Εναγόμενη θα κατέβαλλε προς την Ενάγουσα τα εκάστοτε οφειλόμενα προς την Ενάγουσα ποσά σε πρώτη ζήτηση ή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την παράδοση των εν λόγω προϊόντων.
4. Στο πιο πάνω πλαίσιο, συνεχίζει, η Ενάγουσα τηρούσε στο όνομα της Εναγόμενης λογαριασμούς και/ή κατάσταση λογαριασμών με αριθμούς C10004373, στους οποίους η Ενάγουσα χρέωνε τα ποσά των τιμολογίων που εξέδιδε για τις αντίστοιχες πωλήσεις των προϊόντων της και πίστωνε τα ποσά που τυχόν πληρώνονταν από την Εναγόμενη, εκδίδοντας προς τούτο και σχετικές αποδείξεις είσπραξης. Η Ενάγουσα εξέδωσε, απέστειλε και παρέδωσε τιμολόγια προς την Εναγόμενη, η οποία και τα αποδέχθηκε και ουδέποτε αμφισβήτησε.
5. Κατά παράβαση της μεταξύ των μερών συμφωνίας η Εναγόμενη παρέλειψε να καταβάλει τα οφειλόμενα προς την Ενάγουσα ποσά και δη το αξιούμενο ποσό.
6. Στις 28.8.2023 η Ενάγουσα απέστειλε προειδοποιητική επιστολή με την οποία αξίωνε την πλήρη εξόφληση των οφειλόμενων εντός 15 ημερών από την ημερομηνία λήψης της, χωρίς η Εναγόμενη να ανταποκριθεί. Στις 15.11.2023 επιδόθηκε στην Εναγόμενη επιστολή Απαίτησης Εντύπου 1, Τύπου Α, πλην όμως και πάλιν η Εναγόμενη παρέλειψε να ανταποκριθεί.
7. Η Εναγόμενη δια της Υπεράσπισής της αποδέχεται το σύνολο των θέσεων της Ενάγουσας ως καταγράφονται στις παρ. 2 μέχρι 4 και 6 ανωτέρω. Αρνείται τη θέση της ότι υπάρχει σήμερα οφειλή επισημαίνοντας ότι με βάση την κατάσταση λογαριασμού ημερ. 25.8.2023 την οποία τηρούσε η Ενάγουσα, «η Εναγόμενη από την 1/4/2021 μέχρι την 25/8/2023 εξόφλησε όλα τα τιμολόγια τα οποία φαίνονται σε αυτή με τραπεζικές επιταγές.» Συνεχίζει ότι, σύμφωνα με την ίδια κατάσταση, στις 3.1.2023 η Ενάγουσα χρέωσε τα ποσά €10.572,23 και €2.209,71 χωρίς να εκδοθεί οποιοδήποτε τιμολόγιο. Επίσης, στις 7.7.2023 η Ενάγουσα αφαίρεσε το ποσό των €2.741,07 χωρίς να γίνει οποιαδήποτε πληρωμή από την Εναγόμενη. Προβάλλει ότι η Εναγόμενη κάλεσε την Ενάγουσα να επεξηγήσει την χρέωση των πιο πάνω ποσών και ουδεμία απάντηση έλαβε μέχρι σήμερα.
8. Η Ενάγουσα δια της Απάντησής της επανέλαβε τις θέσεις της προσθέτοντας ότι σε σχέση προβάλλοντας τη δική της εκδοχή ως προς την προέλευση και περιεχόμενο των πιο πάνω ποσών.
(γ) Σύνοψη μαρτυρίας
9. Προς υποστήριξη της Απαίτησης κατέθεσε η κα Κυριακή Γεωργίου (ΜΕ1), υπάλληλος της Ενάγουσας, η οποία κατέθεσε δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασης της (Έγγραφο Α’) και κατέθεσε τα Τεκμήρια 1 και 2. Κατέθεσε επίσης και ο κ. Γιάννης Μιχαήλ, Διευθυντής της Ενάγουσας ο οποίος κατέθεσε γραπτή δήλωση (Έγγραφο Β’) και κατέθεσε τα Τεκμήρια 3 μέχρι 8. Για την Εναγόμενη κατέθεσε ο κ. Χρήστος Δράκος, διευθυντής της.
10. Η ΜΕ1 κατέθεσε ότι από το έτος 2019 εργάζεται στο λογιστήριο της Ενάγουσας και διατηρεί θετική γνώση των γεγονότων. Στα πλαίσια των καθηκόντων της χειριζόταν ως λογιστικός λειτουργός καταστάσεις λογαριασμών που διατηρούσαν όλες οι εταιρείες του «ομίλου Λόρδος» με τους πελάτες τους. Στις εταιρείες αυτές, περιλαμβάνεται και η Ενάγουσα αλλά και η εταιρεία G.D.L. Trading (Nicosia) Ltd, θυγατρική της Ενάγουσας (“GDL Nicosia”). Ειδικότερα, στα πλαίσια των καθηκόντων της άνοιγε και διατηρούσε καταστάσεις λογαριασμού για κάθε πελάτη των εταιρειών του ομίλου, στους οποίους και χρέωνε τα εκάστοτε ποσά των τιμολογίων που εξέδιδαν οι εν λόγω εταιρείες για τις αντίστοιχες πωλήσεις των προϊόντων τους και πιστώνονταν όλα τα ποσά που πληρώνονταν από τους πελάτες. Ως Τεκμήριο 1 κατέθεσε αντίγραφο κατάστασης λογαριασμού η οποία εκδόθηκε από την GDL Nicosia για την περίοδο 1.1.2021 μέχρι 10.7.2024 επισημαίνοντας ότι κατά την 31.1.2021, το υπόλοιπο οφειλόμενο που παρουσιαζόταν επί της εν λόγω κατάστασης ήταν το ποσό των €14.991,65.
11. Συνέχισε ότι η Ενάγουσα διατηρούσε ασφαλιστική κάλυψη στην εταιρεία Euler Hermes Hellas (Allianz Trade) («η Ασφαλιστική Εταιρεία»), η οποία κάλυπτε όλες τις εταιρείες του ομίλου, περιλαμβανομένης της GDL Nicosia. Τον Φεβρουάριο του έτους 2021 υποβλήθηκε από την Ενάγουσα προς την Ασφαλιστική Εταιρεία αίτημα για αποζημίωση για ανείσπρακτη οφειλή ύψους €14.991,65. Η Ασφαλιστική Εταιρεία κάλυψε ποσό των €12.781,94. Ως εκ τούτου, η ίδια η μάρτυς στις 7.1.22 πίστωσε την προαναφερθείσα κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 1) με το ανάλογο ποσό.
12. Ακολούθως, και κατόπιν πληροφόρησης που έτυχε από την Ασφαλιστική Εταιρεία, λόγω παράβασης των όρων του ασφαλιστηρίου εγγράφου, ζητήθηκε από την Ενάγουσα όπως επιστρέψει το προαναφερόμενο ποσό, όπως και έγινε. Ως εκ τούτου στις 3.1.2023 και πάλιν η ίδια, προσωπικά, προέβη σε ανάλογη χρέωση. Ως Τεκμήριο 2 επισύναψε αντίγραφο της εν λόγω κατάστασης αναφορικά με την περίοδο 1.4.2021 έως 25.8.2023, η οποία εκδόθηκε από την ίδια την Ενάγουσα («η Κατάσταση Λογαριασμού»), παραπέμποντας σχετικά στην τρίτη σελίδα στην πιο πάνω πράξη (οι εκεί χρεώσεις αθροίζονται στο εν λόγω ποσό).
13. Ακολούθως, κατέθεσε, στις 4.7.2023 η Ασφαλιστική Εταιρεία αποφάσισε την καταβολή μειωμένης συμπληρωματικής ασφαλιστικής κάλυψης για το ποσό των €2.741,07, το οποίο και πίστωσε στις 7.7.2023 στην Κατάσταση Λογαριασμού (Τεκμήριο 2). Ως εκ τούτου, ως οφειλόμενο παρέμεινε το αξιούμενο ποσό.
14. Αντεξεταζόμενη επανέλαβε τη θέση της ότι το συμβόλαιο που διατηρούσε η Ενάγουσα με την Ασφαλιστική Εταιρεία κάλυπτε και όλες τις θυγατρικές της. Ερωτηθείσα για ποιον λόγο χρέωσε το ποσό των €10.040,87 στο Τεκμήριο 2 και όχι στο Τεκμήριο 1 απάντησε ότι η GDL Nicosia σταμάτησε δραστηριότητες με αυτές να έχουν μεταφερθεί στην μητρική της, την Ενάγουσα.
15. Ο ΜΕ2 αναφέρθηκε στην ιδιότητα των διαδίκων προσθέτοντας ότι η GDL Nicosia δραστηριοποιείται σε αντίστοιχο με την Ενάγουσα τομέα. Επί τούτου κατέθεσε ως Τεκμήριο 3 δέσμη εγγράφων του Έφορου Εταιρειών αναφορικά με την εν λόγω οντότητα. Συνέχισε ότι η Εναγόμενη ήταν πελάτης τόσο της Ενάγουσας όσο και της θυγατρικής GDL Nicosia και κατόπιν συμφωνίας και παράκλησης της Εναγόμενης και του Διευθυντή της Χρίστου Δράκου, πωλούσαν προς όφελος και για λογαριασμό της Εναγόμενης φρέσκα ή κατεψυγμένα είδη τροφίμων. Συνέχισε ότι η Ενάγουσα τηρεί στο όνομα της Εναγόμενης την Κατάσταση Λογαριασμού επί της οποίας χρέωνε ποσά των τιμολογίων που εξέδιδε για τις αντίστοιχες πωλήσεις των προϊόντων της και πίστωνε τα ποσά που τυχόν πληρώνονταν από την Εναγόμενη. Προέβαλε αντίστοιχες με την ΜΕ1 θέσεις ως προς το αίτημα της Ενάγουσας προς την Ασφαλιστική Εταιρεία για την καταβολή αποζημίωσης για ανείσπρακτη οφειλή και κατέθεσε ως Τεκμήρια 4 μέχρι 8 σχετική αλληλογραφία, επεξηγώντας τους λόγους που σήμερα αξιώνεται το συγκεκριμένο ποσό. Ακολούθως, επανέλαβε τις δικογραφημένες θέσεις της Ενάγουσας ως προς την έκκληση της ιδίας προς την Εναγόμενη, να καταβάλει το αξιούμενο ποσό.
16. Ερωτηθείς κατά την αντεξέταση του για ποιον λόγο το ποσό των €10.040,87 χρεώθηκε στην Κατάσταση Λογαριασμού (Τεκμήριο 2) και όχι στον λογαριασμό της GDL Nicosia (Τεκμήριο 1), απάντησε ότι ο λόγος είναι διότι τον Μάιο του έτους 2022, η GDL Nicosia σταμάτησε τις εργασίες της και τις υποχρεώσεις της ανέλαβε η Ενάγουσα, μητρική της εταιρεία. Αναφορικά με τη λήψη του Τεκμηρίου 5 από την Εναγόμενη, ανέφερε ότι η πρακτική είναι όπως τέτοιες επιστολές επιδίδονται από επιδότη πλην όμως, ότι, δεν μπορεί να γνωρίζει για τη συγκεκριμένη περίπτωση το τί είχε γίνει. Σε υποβολή του κ. Αδαμίδη ότι η διεύθυνση που αναγράφεται επί του Τεκμηρίου 5 δεν ανήκει στην Εναγόμενη, ανέφερε ότι ο ίδιος δεν το γνωρίζει.
17. Ο ΜΥ1 στα πλαίσια της γραπτής του δήλωσης επανέλαβε τις δικογραφημένες του θέσεις. Αντεξεταζόμενος κατέθεσε ότι η εξόφληση όλων των οφειλόμενων προς την Ενάγουσα ποσών προκύπτει από τις καταστάσεις λογαριασμών. Διερωτήθηκε και ρώτησε τον συνήγορο από πού πηγάζει η οφειλή, κατά τη θέση του τελευταίου, αρχικά, για το ποσό των €14.991,65. Σε υποβολή του συνηγόρου της Ενάγουσας ότι το ποσό των €14.991,65 αρχικώς εξοφλήθηκε λόγω πιστώσεων που έγιναν από την Ασφαλιστική Εταιρεία μετά από αίτηση για αποζημίωση λόγω ανείσπρακτων οφειλών και όχι γιατί η Εναγόμενη τα πλήρωσε, και πάλιν διερωτήθηκε ποια η συσχέτιση της Ασφαλιστικής Εταιρείας με τη συνεργασία των διαδίκων. Υποδεικνύοντας του ο συνήγορος το Τεκμήριο 5, ανέφερε ότι δεν έχει παραλάβει μια τέτοια επιστολή και ότι ουδέποτε ο ίδιος είχε μια τέτοια διεύθυνση. Σε υποβολή του συνηγόρου της Ενάγουσας ότι τα ποσά €10.572,23 και €2.200,71 που χρεώθηκαν με βάση το Τεκμήριο 2 στην Κατάσταση Λογαριασμού, αποτελούν ποσά που θα έπρεπε να επιστραφούν στην Ασφαλιστική Εταιρεία και για τον λόγο αυτό είχαν χρεωθεί στην Κατάσταση Λογαριασμού και πάλιν επανέλαβε ότι δεν αντιλαμβάνεται ποιος ο λόγος που η Εναγόμενη εμπλέκεται με την Ασφαλιστική Εταιρεία. Το ίδιο επανέλαβε και σε σχέση με τη θέση που του υποβλήθηκε από τον συνήγορο της Ενάγουσας, ότι το ποσό των €2.741,07 το οποίο επέστρεψε η Ασφαλιστική Εταιρεία προς την Ενάγουσα, ως ποσό μειωμένης αποζημίωσης, πιστώθηκε στην Κατάσταση Λογαριασμού.
(δ) Ευρήματα στη βάση παραδεκτών γεγονότων και επίδικο θέμα
18. Από τη δικογραφία προκύπτουν ως κοινώς αποδεκτά γεγονότα τα όσα καταγράφονται στις παρ. 2, 3, 4 και 6 πιο πάνω και συνεπώς προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.
19. Το μοναδικό επίδικο θέμα προς επίλυση είναι το κατά πόσο υφίσταται οιαδήποτε άλλη οφειλή από την Εναγόμενη προς την Ενάγουσα στο πλαίσιο της εμπορικής τους συνεργασίας, η οποία εκκρεμεί, και εάν ναι, το ύψος αυτής. Έχοντας τούτο κατά νουν, στρέφομαι στην αξιολόγηση της ενώπιον μου μαρτυρίας.
(ε) Αξιολόγηση μαρτυρίας
i. Αξιολόγηση μαρτυρίας ΜΕ1 και ΜΕ2
20. Οι θέσεις της ΜΕ1 ότι η ίδια υπό την ιδιότητα της ως υπάλληλος του λογιστηρίου της Ενάγουσας προέβαινε στις χρεωπιστώσεις που καταγράφονται επί των Τεκμηρίων 1 και 2 δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης και την αποδέχομαι. Δεν αποτέλεσε ούτε αντικείμενο αμφισβήτησης η θέση της ότι: (α) το Τεκμήριο 2 αποτελεί την Κατάσταση Λογαριασμού που τηρείτο από την Ενάγουσα στα πλαίσια της συνεργασίας των διαδίκων και (β) ότι η Ενάγουσα διατηρούσε ασφαλιστική κάλυψη με την Ασφαλιστική Εταιρεία για ανείσπρακτες οφειλές. Αναντίλεκτη απέμεινε και η θέση των ΜΕ1 και ΜΕ2 ότι οι χρεώσεις που καταγράφονται επί της Κατάστασης Λογαριασμού, με ημερ. εγγραφής 3.1.23, αποτελούν χρεώσεις που διενεργήθηκαν από την ΜΕ1 κατόπιν της καταβολής των εκεί ποσών από την Ενάγουσα προς την Ασφαλιστική Εταιρεία. Συνεπώς, αποδέχομαι το σύνολο των πιο πάνω θέσεων των μαρτύρων.
21. Αναφορικά με την ουσία των επεξηγήσεων των ΜΕ1 και ΜΕ2 ως προς το σημερινό υπόλοιπο που σήμερα καταγράφεται επί της Κατάστασης Λογαριασμού (Τεκμήριο 2) (βλ. παρ. 10 μέχρι 13 ανωτέρω), σημειώνω τα πιο κάτω.
22. Ανατρέχοντας στην Κατάσταση Λογαριασμού (Τεκμήριο 2), προκύπτει ότι το υπόλοιπο με βάση την προτελευταία εγγραφή με ημερ. 28.2.2023 είναι €12.781,94. Το ποσό αυτό αντανακλά επακριβώς το ποσό που κατά τη θέση της ΜΕ1 επιστράφηκε από την Ασφαλιστική Εταιρεία και χρεώθηκε αναλόγως. Κανένα άλλο ποσό προκύπτει ως υπόλοιπο, εκείνην την ημερομηνία. Η μοναδική μεταγενέστερη πράξη που παρουσιάζεται είναι στις 7.7.2023, ως πίστωση του ποσού €2.741,09 το οποίο, ως επεξήγησε η ΜΕ1, αποτελεί το ποσό που εν τέλει η Ασφαλιστική Εταιρεία αποφάσισε να καλύψει και έτσι πιστώθηκε επί της Κατάστασης Λογαριασμού.
23. Μάλιστα, σημειώνεται ότι στις 5.12.2022 το οφειλόμενο υπόλοιπο με βάση της Κατάσταση Λογαριασμού είχε μηδενιστεί. Συνεπώς, εκείνη την ημερομηνία δεν προκύπτει οποιαδήποτε οφειλή. Οι επόμενες, κατά χρονολογική σειρά, εγγραφές, αποτελούν χρεώσεις αναφορικά με την περίοδο 9.12.2022 μέχρι 11.1.2023 για τα ποσά των (α) €179,55, €612,66, €372,08 και €529,18 και (β) €10.572,23 και €2.209,71. Η κατηγορία (β) αθροίζεται και αποτελείται από το προαναφερόμενο ποσό που καταβλήθηκε προς την Ασφαλιστική Εταιρεία. Η κατηγορία (α) αθροίζεται σε συνολικό ποσό ύψους €1693. Το τελευταίο αυτό ποσό καταγράφεται στην ενότητα «πιστώσεις» ως την αμέσως επόμενη εγγραφή, στις 17.1.2023. Κατ’ ίδιο πλέγμα, από τις 19.1.2023 μέχρι τις 10.2.23, παρουσιάζεται στη στήλη πιστώσεις το συνολικό ποσό των €2830,49 (€529,18 + €529,18 + €1087,82, €40,44, €566,69 και €77,18) και στην αντίστοιχη στήλη «πιστώσεις», για την πιο πάνω περίοδο, το ίδιο συνολικό ποσό των €2830,49 (€529,18 + €529,18 + €1694,95 + €77,18). Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι στη βάση της ίδιας της Κατάστασης Λογαριασμού που η Ενάγουσα παρουσίασε, η Εναγόμενη εξόφλησε όλα τα οφειλόμενα προς την Ενάγουσα ποσά. Το μοναδικό ποσό που δεν εξόφλησε είναι το ποσό με το οποίο χρεώθηκε η Ενάγουσα από την Ασφαλιστική Εταιρεία, σύμφωνα τη θέση των ΜΕ1 και ΜΕ2, ποσό το οποίο ακολούθως η ΜΕ1 «χρέωσε» στην Εναγόμενη στην Κατάσταση Λογαριασμού, με ανάλογη ένδειξη.
24. Σημειώνω εδώ ότι το γεγονός της χρέωσης του ποσού αυτού, δεν αποτελεί στοιχείο από μόνο του που παραχωρεί στην Ενάγουσα το δικαίωμα να το αξιώσει υπό μορφή αποζημίωσης. Όφειλε η Ενάγουσα να παράσχει πλήρεις επεξηγήσεις με σκοπό να στοιχειοθετηθεί το δικαίωμα αυτό, ανεξαρτήτως του τί καταγράφεται επί της Κατάστασης Λογαριασμού. Ανατρέχοντας όμως με προσοχή στα όσα οι ΜΕ1 και ΜΕ2 κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς το δικαίωμα τους για να αξιώσουν το ποσό αυτό από την Εναγόμενη, καταδεικνύεται ότι οι θέσεις τους απολήγουν σε πεδία εκτός δικογραφίας. Τούτο διότι, με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία, το ποσό που σήμερα η Ενάγουσα αξιώνει έχει ως αποκλειστική πηγή αφετηρίας και δημιουργίας του την ισχυριζόμενη ευθύνη της Εναγόμενης έναντι τρίτου νομικού προσώπου και δη της GDL Nicosia και όχι έναντι της Ενάγουσας. Ειδικότερα, δεν αφορά εμπορικές δοσοληψίες μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης οι οποίες να έχουν καταγραφεί επί τιμολογίων που εξέδωσε η Ενάγουσα, σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης και τα οποία να μην έχουν εξοφληθεί. Δεν αφορά ούτε και παράδοση αγαθών από την Ενάγουσα προς την Εναγόμενη για τα οποία δεν καταβλήθηκε το συμφωνηθέν τίμημα, σύμφωνα και πάλιν με την Έκθεση Απαίτησης. Στην ουσία αποτελούν θέσεις που άπτονται κάποιας ισχυριζόμενης εμπορικής σχέσης μεταξύ της Εναγόμενης και ενός τρίτου νομικού προσώπου που δεν είναι διάδικος στην διαδικασία και οι λεπτομέρειες της οποίας δεν έχουν δικογραφηθεί. Σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στην Ενδιάμεση Απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 13.2.2025.
25. Τα όσα κατέθεσε η ΜΕ1 δια το ότι η Ενάγουσα, ως η μητρική εταιρεία του ομίλου, διατηρούσε ασφαλιστική κάλυψη «η οποία κάλυπτε και όλες τις εταιρείες του ομίλου, μεταξύ άλλων» και της Nicosia GDL, καθώς και οι αντίστοιχες επί τούτου θέσεις του ΜΕ2, δεν αλλοιώνουν την πιο πάνω εικόνα. Η ίδια η ΜΕ1, κατέθεσε, ότι πίστωσε το Τεκμήριο 1 με το ποσό των €12.781,94 που αρχικώς κάλυψε η Ασφαλιστική Εταιρεία.[1] Τούτο πράγματι προκύπτει από την σχετική εγγραφή επί του Τεκμηρίου 1. Όμως το Τεκμήριο 1 δεν αφορά την εμπορική σχέση και συμφωνία των διαδίκων, ως αυτή έχει δικογραφηθεί από την ίδια την Ενάγουσα, αλλά αποτελεί κατάσταση λογαριασμού που εκδόθηκε από την GDL Nicosia, σε σχέση με την εμπλοκή της οποίας σχετικά είναι τα όσα έχουν καταγραφεί αμέσως πιο πάνω.
26. Παραθέτω στο σημείο αυτό αυτούσια τα όσα έχει καταγράψει η Ενάγουσα στην παρ. 4 της Απάντησης της αναφορικά με τη φύση και το περιεχόμενο του αξιούμενου ποσού:
«(…) τα ποσά αυτά είχαν καταβληθεί αρχικά από την [Ασφαλιστική Εταιρεία] (…) προς τους Ενάγοντες μετά από αίτηση για υποβολή ανείσπραχτης απαίτησης που υπέβαλαν οι Ενάγοντες προς την εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία σε σχέση με την οφειλή της Εναγόμενης προς τους Ενάγοντες. Ακολούθως και λόγω του ότι οι Ενάγοντες συνέχιζαν την δοσοληψία με την Εναγόμενη, ενεργοποιήθηκε ο όρος 10.2 του ασφαλιστηρίου εγγράφου και η ασφαλιστική εταιρεία ζήτησε την επιστροφή της αποζημίωσης που καταβλήθηκε με βάσει τις εισπράξεις που έγιναν από την Εναγόμενη προς τους Ενάγοντες, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης των Εναγόντων προς την ασφαλιστική εταιρεία και εντεύθεν, ως οι πρόνοιες του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Μετά την επιστροφή του ποσού των €10.572,23 και €2.209,71 προς την ασφαλιστική εταιρεία, ακολούθως οι Ενάγοντες έλαβαν από την [Ασφαλιστική Εταιρεία] (…) συμπληρωματική αποζημίωση για το ποσό των €2.741,07 ως η αναθεωρημένη και/ή μειωμένη και/ή η ορθή αποζημίωση προς τους Ενάγοντες.»
27. Όμως, από τα όσα κατέθεσαν οι ΜΕ1 και ΜΕ2 επί του ζητήματος της απαίτησης της ούτω καλούμενης ανείσπρακτης οφειλής, συνάγεται ότι το νομικό πρόσωπο που φέρεται να έλαβε την προαναφερόμενη αποζημίωση από την Ασφαλιστική Εταιρεία, δεν ήταν η Ενάγουσα, σύμφωνα με το πιο πάνω απόσπασμα από την Απάντηση της Ενάγουσας, αλλά, και πάλιν, η GDL Nicosia. Τούτο πράγματι προκύπτει και από το ίδιο το Τεκμήριο 1 και τις επεξηγήσεις της ΜΕ1. Συνεπώς, οι θέσεις των ΜΕ1 και ΜΕ2 ότι είναι η GDL Nicosia που έλαβε αρχικά την αποζημίωση της Ασφαλιστικής Εταιρείας και όχι η Ενάγουσα, αντίκεινται στην δικογραφία και δη στο περιεχόμενο της Απάντησης. Ως τέτοιες, δεν δύνανται να ληφθούν και δεν λαμβάνονται υπόψιν.
28. Επιπλέον, από τη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2 προκύπτει ότι το αίτημα για ανείσπρακτη οφειλή αφορούσε σε ισχυριζόμενη οφειλή της Εναγόμενης προς την GDL Nicosia και όχι σε οποιαδήποτε οφειλή της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα. Οι σχετικές τους θέσεις και πάλιν αντίκεινται στο πιο πάνω απόσπασμα της Απάντησης της Ενάγουσας, όπου καταγράφεται ότι το ζήτημα αφορούσε σε «οφειλή της Εναγόμενης προς τους Ενάγοντες». Ακόμη, κατέθεσε ο ΜΕ2 ότι το αίτημα υποβλήθηκε από την Ενάγουσα, όμως, εκ μέρους της GDL Nicosia και κατόπιν σχετικής απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της τελευταίας,[2] θέσεις που και πάλιν εκπίπτουν της δικογραφίας. Η αναφορά επί τούτου στην Απάντηση περιορίζεται σε αίτημα από την ίδια της Ενάγουσα, για οφειλή της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα και τίποτε περισσότερο.
29. Κατά την ακροαματική διαδικασία αποτέλεσε τη θέση του συνηγόρου της Ενάγουσας ότι δια των ως άνω αναφορών τους οι μάρτυρες επιχειρηθούν μόνο να επεξηγήσουν το ύψος του υπόλοιπου οφειλόμενου ποσού. Όμως η όλη προσέγγιση της Ενάγουσας, κατόπιν αποτίμησης του συνόλου της μαρτυρίας των ΜΕ1 και ΜΕ2, καταδεικνύει ότι στην ουσία επιχειρεί να παρουσιάσει την υπόθεση της σε μη δικογραφημένη βάση και δη στη βάση του ότι η Ενάγουσα έχει αναλάβει δια υποκατάστασης τα δικαιώματα και/ή τις υποχρεώσεις της GDL Nicosia. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά των ΜΕ1 και ΜΕ2 ότι η εμπορική σχέση ήταν αρχικά μεταξύ της Εναγόμενης και της GDL Nicosia και ακολούθως «συνεχίστηκε» μεταξύ των διαδίκων, με τον ΜΕ2 να προβαίνει σε ρητή αναφορά περί υποκατάστασης δικαιωμάτων (βλ. παρ. 8 του Έγγραφου Β). Καμία εκ των πιο πάνω θέσεων αποτελούν μέρος της δικογραφίας. Συνεπώς, οι σχετικές θέσεις των ΜΕ1 και ΜΕ2 δεν δύνανται να ληφθούν και δεν λαμβάνονται υπόψιν.
ii. Αξιολόγηση μαρτυρίας ΜΥ1
30. Η όλη μαρτυρία του ΜΥ1 ήταν εμποτισμένη με το στοιχείο γνήσιας απορίας έναντι της πηγής προέλευσης του αξιούμενου ποσού, με τον ίδιο να ρωτά επανειλημμένα τον συνήγορο επί τούτου κατά την αντεξέτασή του. Χαρακτηριστική ήταν και η επανειλημμένη παραπομπή του στο περιεχόμενο της Κατάστασης Λογαριασμού, εμμένοντας ότι η Εναγόμενη έχει εξοφλήσει κάθε οφειλόμενο ποσό. Έθεσε κατ’ επανάληψη ερωτήματα αναφορικά με την συσχέτιση της Ασφαλιστικής Εταιρείας με την όποια οφειλή της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα. Παρέμεινε πλήρως σταθερός στις θέσεις του περί εξόφλησης όλων των ποσών από την Εναγόμενη προς την Ενάγουσα, με τις θέσεις του να ερείδονται επί της ίδιας της Κατάστασης Λογαριασμού (βλ. παρ. 22 και 23 πιο πάνω) διαφωνώντας κατ’ επανάληψη με τη θέση του συνηγόρου ότι οφείλει επιπλέον το αξιούμενο ποσό. Εξίσου σταθερός παρέμεινε στη θέση του δια το ότι ουδέποτε παρέλαβε το Τεκμήριο 5 καταθέτοντας με σαφήνεια ότι η εκεί αναγραφόμενη διεύθυνση δεν συσχετίζεται είτε με τον ίδιο είτε με την Εναγόμενη. Η θέση αυτή δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης. Υπό το φως των πιο πάνω αποδέχομαι τη μαρτυρία του.
(στ) Ευρήματα και συμπεράσματα
31. Πέραν των ευρημάτων του Δικαστηρίου στη βάση των παραδεκτών γεγονότων ενώπιον μου (βλ. παρ. 18 πιο πάνω), στη βάση της ενώπιον μου αποδεκτής και αξιόπιστης μαρτυρίας βρίσκω πρόσθετα ότι το Τεκμήριο 2 αποτελεί την Κατάσταση Λογαριασμού που τηρείτο από την Ενάγουσα στα πλαίσια της συνεργασίας των διαδίκων και ότι οι χρεώσεις που καταγράφονται επί της Κατάστασης Λογαριασμού, με ημερ. εγγραφής 3.1.23, αποτελούν χρεώσεις που διενεργήθηκαν από την ΜΕ2 κατόπιν της καταβολής των εκεί ποσών από την Ενάγουσα προς την Ασφαλιστική Εταιρεία. Ακόμη ότι, η Ενάγουσα διατηρούσε ασφαλιστική κάλυψη με την Ασφαλιστική Εταιρεία για ανείσπρακτες οφειλές.
32. Στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου συνάγεται αβίαστα ότι η ενέργεια χρέωσης των ποσών €10.572,23 και €2.209,71 επί της Κατάστασης Λογαριασμού επρόκειτο για πράξη μονομερή της Ενάγουσας, χωρίς έρεισμα στη βάση της συμφωνίας των διαδίκων. Τα όσα οι ΜΕ1 και ΜΕ2 επιχείρησαν να καταθέσουν ως προς την εμπλοκή του τρίτου νομικού αυτού με τις δοσοληψίες των διαδίκων με αναφορά σε υποκατάσταση δικαιωμάτων κ.ά., εκπίπτουν παντελώς της δικογραφίας, για τους λόγους που παρατέθηκαν λεπτομερώς πιο πάνω. Υπό τις πιο πάνω συνθήκες δεν αποδείχθηκε ότι η συγκεκριμένη εγγραφή αποτελούσε είτε μέρος της συμφωνίας των διαδίκων είτε μέρος των μεταξύ τους δοσοληψιών. Κατά τα λοιπά, από μια απλή ανάγνωση της Κατάστασης Λογαριασμού προκύπτει ότι ουδέν άλλο ποσό οφείλεται από την Εναγόμενη προς την Ενάγουσα.
33. Των πιο πάνω δοθέντων, δεν έχει αποδειχθεί με θετική μαρτυρία η επίδικη οφειλή. Υπενθυμίζω εδώ, ότι οι λογαριασμοί εμπορευομένου δεν αποτελούν αφ’ εαυτών απόδειξη των γεγονότων που καταγράφουν, εφόσον τα γεγονότα που απεικονίζουν πρέπει να αποδειχθούν μέσω αποδεκτής και αξιόπιστης μαρτυρίας Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Κυριάκου κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 1628 και ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΩΣΑΙΚΩΝ ΜΑ.ΜΙ.ΠΑ. ΛΤΔ ν. ALLAN VELIGALOUSKAYA Πολ. Έφ. 139/2015, 12.12.2023. Στην απουσία τέτοιας μαρτυρίας που να στοιχειοθετεί γεγονότα που θα μπορούσαν να προσμετρήσουν ως αποδεικτικά της υπόθεσης, δεν εγείρεται ζήτημα βάρους απόδειξης το οποίο εγείρεται μόνο όπου αποδεικνύονται γεγονότα που τείνουν να υποστηρίξουν την απαίτηση (A. L. Mantovani & Sons Ltd v. Christis Travel & Tourism Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 156 και βλ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΡΑΣΑΡΗΣ ν. CYPRUS INVERSTMENT SECURITIES CORPORATION LTD Πολ. Έφ. Αρ. 95/2010, 10/7/2015 και D. & G. Products Ltd v. Premixco Asphalting Company Limited (1999) 1(A) Α.Α.Δ. 263). Συνεπώς, τα όσα έχει επικαλεσθεί ο συνήγορος της Ενάγουσας με παραπομπή στην Demil Co. Ltd ν. A. Panayides Contracting Ltd (2008) 1 ΑΑΔ 661 δεν τυγχάνουν εφαρμογής (βλ. Εταιρεία Μωσαϊκών, ανωτέρω).
(ζ) Κατάληξη
34. Υπό το φως όλων των πιο πάνω, η απαίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Ενόψει της αποτυχίας της, τα έξοδα της απαίτησης επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον της Ενάγουσας στο ποσό των €2560 πλέον Φ.Π.Α. πραγματικά έξοδα €9,00 το οποίο υπολογίστηκε συνοπτικώς ως εξής: (α) οδηγίες για καταχώρηση Υπεράσπισης €184, (β) καταχώρηση Σημειώματος Εμφάνισης €57, (γ) Σύνταξη Υπεράσπισης €162,50, (δ) προσέλευση ενώπιον του Πρωτοκολλητή (δις) €92, (ε) εμφάνιση ενώπιον Δικαστηρίου σε προκαταρκτικό στάδιο και ετοιμασία ερωτηματολογίου οδηγιών €225, (στ) προετοιμασία και εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου για Συνεδρία Διαχείρισης €315, (ζ) προετοιμασία για ακρόαση €347,50, (η) εμφάνιση για ακρόαση (25.2.25) €355, (θ) εμφάνιση για ακρόαση (24.4.25) €355, (ι) εμφάνιση για απαγγελία απόφασης €152, (κ) ετοιμασία δήλωσης μάρτυρα €80, (λ) αναγκαίες επιστολές (4) €164 και (μ) ετοιμασία καταλόγου εξόδων €71.
(Υπ.)………………………..
Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Βλ. παρ. 6 μέχρι 7 του Έγγραφου Α.
[2] Βλ. παρ. 7 του Έγγραφου Β.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο