
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Πετρίδου, Ε.Δ
Αγωγή αρ.: 1212/2019
Μεταξύ:
ΜΑΡΙΑΣ ΣΙΑΜΑΡΙΑΣ
Ενάγουσα
-και-
1. ΑΓΝΗΣ ΤΙΜΟΘΗ
2. CNP ASFALISTIKI LIMITED (HE 15555)
Εναγόμενων
Ημερομηνία: 23 Μαΐου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Ενάγουσα: κ. Ροτσίδης μαζί με κα Κριμπά για Ροτσίδης & Σια ΔΕΠΕ
Για τις Εναγόμενες 1 και 2: κ. Τρίγγας για Θεόδωρο Ιωαννίδη & Σια ΔΕΠΕ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή, η Ενάγουσα επιζητεί εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 (αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα), γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις αναφορικά με τις ζημίες τις οποίες υπέστη, συνεπεία τροχαίου ατυχήματος που επεσυνέβη κατά ή περί τις 9.4.2019 (στο εξής «το επίδικο ατύχημα»), μεταξύ του οχήματος που οδηγούσε η Ενάγουσα και αυτού που οδηγούσε η Εναγόμενη 1.
Κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα
Στη βάση των κοινώς αποδεκτών γεγονότων, ως τούτα προκύπτουν από τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων, της μαρτυρίας που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά την ακροαματική διαδικασία, και δεν αμφισβητήθηκε (βλ. Frederickou Schoοls Co. Ltd v. Acuac Inc. (2002) 1 ΑΑΔ 1527), ως επίσης και των σχετικών δηλώσεων των συνηγόρων των διαδίκων, κατά την ακροαματική διαδικασία, τα πιο κάτω προκύπτουν ως κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα.
Κατά πάντα ουσιώδη, για την παρούσα αγωγή, χρόνο, η Ενάγουσα ήταν ηλικίας 63 ετών και ήταν η οδηγός συγκεκριμένου οχήματος, με αριθμό εγγραφής που καταγράφεται ρητώς στην Έκθεση Απαίτησης της (στο εξής «το πρώτο όχημα»), ενώ η Εναγόμενη 1 ήταν η οδηγός συγκεκριμένου οχήματος, με αριθμό εγγραφής που, επίσης, καταγράφεται ρητώς στην Έκθεση Απαίτησης (στο εξής «το δεύτερο όχημα»). Η δε Εναγόμενη 2 είναι η ασφαλιστική εταιρεία η οποία παρείχε ασφαλιστική κάλυψη, έναντι τρίτου, στο δεύτερο όχημα, κατά τον επίδικο χρόνο.
Στις 9.4.2019 και περί ώρα 9.50πμ, η Ενάγουσα οδηγούσε το πρώτο όχημα εντός της Λεωφόρου 28ης Οκτωβρίου, στην Έγκωμη (στο εξής «η Λεωφόρος»), κατευθυνόμενη νότια, κρατώντας την αριστερή λωρίδα της Λεωφόρου ως η πορεία της. Η δε Εναγόμενη 1, κατά τον ίδιο χρόνο, οδηγούσε το δεύτερο όχημα επί της οδού Μαραθώνος (στο εξής «ο Δρόμος»), στην Έγκωμη, κατευθυνόμενη προς τη συμβολή του Δρόμου με τη Λεωφόρο (στο εξής «η Διασταύρωση»). Στη Διασταύρωση, υπήρχε σήμανση με την ένδειξη «STOP».
Κατά τον επίδικο χρόνο, η Εναγόμενη 1, στην προσπάθεια της να εισέλθει, με το δεύτερο όχημα, από τον Δρόμο εντός της Λεωφόρου και δη εντός της λωρίδας κυκλοφορίας της Ενάγουσας (στρίβοντας αριστερά στη Διασταύρωση), συγκρούστηκε με την αριστερή πλευρά του πρώτου οχήματος. Οι δε συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε η επίδικη σύγκρουση, παραμένουν ζήτημα διαφιλονικούμενο.
Από την επίδικη σύγκρουση, το πρώτο όχημα υπέστη ζημίες στην αριστερή πλευρά του, και δη στο μπροστινό αριστερό φτερό, στην αριστερή πόρτα του συνοδηγού, στο πίσω αριστερό φτερό και στους αριστερούς τροχούς, ως τούτο εμφαίνεται από τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 4 και του Τεκμηρίου 28, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν. Το δε κόστος επιδιόρθωσης του πρώτου οχήματος ανήλθε στο ποσό των €1.864,73 (βλ. Τεκμήρια 5 και 6), το οποίο και καταβλήθηκε από την Ενάγουσα.
Πέραν των ανωτέρω, αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των μερών ότι κατά τον επίδικο χρόνο, το οδόστρωμα ήταν στεγνό και ο καιρός ήταν αίθριος.
Η Ενάγουσα, μετά το επίδικο ατύχημα, έκατσε σε παρακείμενο «καφενεδάκι», μαζί με την Εναγόμενη 1, με την οποία ήπιε καφέ και γνωρίστηκε[1]. Ακολούθως, στο σημείο μετέβη η θυγατέρα της Ενάγουσας, η οποία μετέφερε την τελευταία στο Τμήμα Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών (ΤΑΕΠ) του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας (στο εξής «το Νοσοκομείο»), όπου η Ενάγουσα υπεβλήθη σε ακτινογραφία αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης (βλ. Τεκμήριο 7).
Η Ενάγουσα είχε διαγνωστεί με αυξημένη αρτηριακή πίεση στην ηλικία των 45 ετών και λάμβανε σχετική φαρμακευτική αγωγή για τούτο, ενώ υπέφερε, επίσης, από χρόνιο άλγος, από τον Ιούνιο του 2012, όταν διαγνώστηκε με υπακρωμιακή θυλακίτιδα και ρήξη του στροφικού πετάλου[2] (αρθροπάθεια) στο δεξί της ώμο, για την οποία λάμβανε αναλγητική αγωγή όποτε ένιωθε πόνο. Ένεκα δε του προβλήματος που παρουσίαζε η Ενάγουσα στον δεξί της ώμο, σταμάτησε (έκτοτε) να εργάζεται και δεν έκανε δουλειές στο σπίτι.
Στην Ενάγουσα, μετά το επίδικο ατύχημα, συστήθηκαν περί τις 16 φυσιοθεραπείες από τον ΜΕ 2 (βλ. Τεκμήρια 13 και 17), με αυτήν να διενεργεί τις 12 εξ αυτών, πλέον μία παγοθεραπεία και ένα θεραπευτικό μασάζ, τα οποία ολοκλήρωσε περί τα τέλη Μαΐου του 2019 και για τα οποία κατέβαλε το συνολικό ποσό των €447 (βλ. Τεκμήρια 19 και 20).
Τα πιο πάνω αποτελούν, πλέον, ευρήματα του Δικαστηρίου από αυτό το στάδιο.
Οι εκδοχές των μερών
Προτού προχωρήσω να παραθέσω την ενώπιον μου μαρτυρία, κρίνω ορθό, στο σημείο αυτό, να καταγράψω, με εντελώς συνοπτικό τρόπο, τις εκδοχές των διαδίκων.
Η εκδοχή της Ενάγουσας στη βάση των δικογράφων της και της μαρτυρίας που παρουσίασε
Είναι η θέση της Ενάγουσας ότι, κατά τον επίδικο χρόνο, αυτή οδηγούσε νόμιμα και κανονικά το πρώτο όχημα εντός της Λεωφόρου, όταν, ξαφνικά, η Εναγόμενη 1 εισήλθε εντός αυτής (της Λεωφόρου) και εντός της πορείας της (της Ενάγουσας), με αποτέλεσμα να ανακόψει την ευθεία πορεία της και να συγκρουστεί με την αριστερή πλευρά του πρώτου οχήματος. Είναι δε, η συναφής θέση της ότι το επίδικο ατύχημα οφείλεται στην αποκλειστική αμέλεια και/ή παράβαση θεσμοθετημένου καθήκοντος της Εναγόμενης 1 και δικογραφεί προς τούτο σχετικές λεπτομέρειες[3], τις οποίες δεν προτίθεμαι να παραθέσω λεπτομερώς εν προκειμένω. Είναι, περαιτέρω, η θέση της ότι, συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, η ίδια υπέστη διάφορες σωματικές βλάβες, πόνο και ταλαιπωρία, τα οποία και δικογραφεί[4]. Συνεπεία δε του εν λόγω ατυχήματος και των σωματικών βλαβών που υπέστη ένεκα τούτου, η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι αναγκάστηκε να υποβληθεί σε διάφορες ιατρικές εξετάσεις και να ακολουθήσει τις θεραπείες που της συνέστησαν οι γιατροί της, ενώ υπέστη τραυματισμούς μόνιμης φύσης και/ή μόνιμους πόνους, μη αναστρέψιμες ενοχλήσεις, προβλήματα στην σωματική και ψυχική της υγεία, την καθημερινότητα της, την ικανότητα της «για παραγωγή εισοδήματος» και τις οικογενειακές τις σχέσεις, με αποτέλεσμα η ζωή της να υποβαθμιστεί. Πέραν των πιο πάνω, δικογραφικά, ισχυρίζεται ότι οι σωματικές βλάβες που υπέστη επιτάχυναν και/ή θα επιταχύνουν την πρόκληση εκφυλιστικών αλλοιώσεων στην σπονδυλική στήλη και τον δεξί της ώμο και/ή επιδείνωσαν και/ή θα επιδεινώσουν τις υφιστάμενες εκφυλιστικές αλλοιώσεις στις εν λόγω περιοχές και/ή προκάλεσαν και/ή θα προκαλέσουν μετατραυματική οστεοαρθρίτιδα και ευπάθεια στις εν λόγω περιοχές. Επίσης, δικογραφικώς, είναι η θέση της ότι, ένεκα των τραυματισμών που υπέστη, συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, είναι αναγκασμένη να υποβάλλεται σε ιατρικές εξετάσεις και θεραπείες στο μέλλον και να επωμίζεται το ανάλογο κόστος. Τέλος, είναι η θέση της ότι, συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, υπέστη οικονομική ζημία, συνολικού ύψους €2.919,89 (για έξοδα φαρμακείου, φυσιοθεραπείες, έξοδα αμοιβής του ΜΕ 2, ως επίσης και έξοδα για το κόστος επιδιόρθωσης των ζημιών του πρώτου οχήματος και της απώλειας χρήσης αυτού), την οποία και δικογραφεί[5].
Η εκδοχή των Εναγομένων στη βάση της Υπεράσπισης τους[6] αλλά και των δηλώσεων του συνηγόρου τους κατά το στάδιο των εισαγωγικών αγορεύσεων
Κατ’ αρχάς, σημειώνω ότι οι Εναγόμενες εγείρουν προδικαστική ένσταση και ισχυρίζονται ότι η παρούσα αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί εναντίον της Εναγόμενης 2, καθότι τούτη είναι καταχρηστική, εφόσον η Ενάγουσα δεν νομιμοποιείται, στη βάση του άρθρου 16Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλισης Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000, Ν. 96(Ι)/2000 (στο εξής «ο Νόμος»), να ενάγει τόσο την Εναγόμενη 1, ως την οδηγό του δεύτερου οχήματος και, συνεπώς, την κατ’ ισχυρισμόν υπεύθυνη για το επίδικο ατύχημα, όσο και την Εναγόμενη 2, ως την ασφαλιστική εταιρεία που παρείχε ασφαλιστική κάλυψη στο εν λόγω όχημα.
Πέραν όμως της πιο πάνω προδικαστικής ένστασης, είναι η δικογραφημένη θέση των Εναγομένων ότι το επίδικο ατύχημα επεσυνέβη ένεκα της αποκλειστικής και/ή συντρέχουσας αμέλειας και/ή παράβασης θεσμοθετημένου καθήκοντος της Ενάγουσας και δικογραφούν προς τούτο σχετικές λεπτομέρειες[7]. Ειδικότερα, είναι η θέση τους ότι, (α) η Ενάγουσα οδηγούσε με υπερβολική, υπό τις περιστάσεις, ταχύτητα, (β) ότι παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα φρένα της εγκαίρως, αρκετά και/ή καθόλου, (γ) ότι δεν είχε την προσοχή της στο δρόμο και γενικά οδηγούσε αμελώς και χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα. Πιο συγκεκριμένα, ο συνήγορος τους, κατά το στάδιο των εισαγωγικών αγορεύσεων, υποστήριξε τη θέση ότι το πρώτο όχημα βρισκόταν σε τέτοια απόσταση από το δεύτερο όχημα, όταν τούτο εισήλθε εντός της Λεωφόρου, που, αν η Ενάγουσα χρησιμοποιούσε εγκαίρως τα φρένα του πρώτου οχήματος, θα αποφεύγετο η επίδικη σύγκρουση. Επίσης, οι Εναγόμενες αρνούνται, δικογραφικά, όλες τις λεπτομέρειες σωματικών βλαβών και τραυματισμών της Ενάγουσας και ισχυρίζονται ότι οι τούτοι προϋπήρχαν του επίδικου ατυχήματος. Τέλος, δικογραφικά, οι Εναγόμενες, αρνούνται όλες τις λεπτομέρειες ειδικών ζημίων της Ενάγουσας.
Αμφισβητούμενα γεγονότα
Στη βάση των πιο πάνω, κοινώς αποδεκτών και μη αμφισβητούμενων γεγονότων, εκείνα που παραμένουν ως επίδικα, υπό αμφισβήτηση, ζητήματα προς εξέταση, είναι (α) η συμπεριφορά των ενεχόμενων οδηγών, ήτοι της Ενάγουσας και της Εναγόμενης 1, μέχρι την επίδικη σύγκρουση και (β) κατά πόσο η Ενάγουσα υπέστη τις αξιούμενες ζημίες ένεκα τούτης (της σύγκρουσης).
Ακροαματική Διαδικασία
Κατά την ακροαματική διαδικασία της παρούσας αγωγής, μαρτυρία παρουσιάστηκε μόνο από πλευράς της Ενάγουσας. Πιο συγκεκριμένα, προς απόδειξη της υπόθεσης της, κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, η ίδια η Ενάγουσα (ΜΕ 1), ο Δρ. Ο. Αθάνατος (ΜΕ 2), ο οποίος είναι ορθοπεδικός χειρούργος και ο κ. Ν. Κιτηρής (ΜΕ 3), ο οποίος, κατά τον επίδικο χρόνο του ατυχήματος, ήταν λειτουργός στην ασφαλιστική εταιρεία που παρείχε ασφαλιστική κάλυψη στο πρώτο όχημα. Εκ μέρους των Εναγομένων, δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία. Τέλος, σημειώνω ότι, ενώπιον του Δικαστηρίου, κατατέθηκαν συνολικά 28 Τεκμήρια.
Κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις. Έχω μελετήσει με προσοχή αυτές και αναφορά στα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων θα γίνει, όπου αυτό κριθεί απαραίτητο, κατωτέρω.
Προδικαστική Ένσταση
Προτού προχωρήσω να παραθέσω την ενώπιον μου μαρτυρία, κρίνω σκόπιμο, πρωτίστως, να εξετάσω την προδικαστική ένσταση που εγείρεται, από πλευράς των Εναγομένων, και ουσιαστικά της Εναγόμενης 2, εφόσον αν κριθεί ότι τούτη είναι βάσιμη, τότε η παρούσα αγωγή εναντίον της τελευταίας δύναται να αποφασισθεί από αυτό το στάδιο.
Ως έχω ήδη αναφέρει ανωτέρω, στην εκδοχή των Εναγομένων, αποτελεί βασικό επιχείρημα της πλευράς τους ότι, στη βάση του άρθρου 16Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων Νόμου, η Ενάγουσα δεν νομιμοποιείται να ενάγει τόσο την Εναγόμενη 1, ως την οδηγό του δεύτερου οχήματος και κατ’ επέκταση την κατ’ ισχυρισμόν υπεύθυνη για το επίδικο ατύχημα, όσο και την Εναγόμενη 2, ως την ασφαλιστική εταιρεία που παρείχε ασφαλιστική κάλυψη στο δεύτερο όχημα. Ειδικότερα, είναι η θέση τους ότι η προώθηση της παρούσας αγωγής και εναντίον της Εναγόμενης 2 είναι καταχρηστική.
Κρίνω σκόπιμο, εν προκειμένω, να παραθέσω τις πρόνοιες του άρθρου 16Α του Νόμου που εδώ απασχολούν:
«Απευθείας αγώγιμο δικαίωμα κατά του ασφαλιστή
16Α-(1) Ανεξαρτήτως οποιασδήποτε διάταξης του περί Συμβάσεων Νόμου και του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ο ζημιωθείς υπό την επιφύλαξη των εδαφίων (2) και (3), αποκτά απευθείας αγώγιμο δικαίωμα και εναντίον του ασφαλιστή που καλύπτει την αστική ευθύνη του υπευθύνου, ο οποίος σε τέτοια περίπτωση υποκαθίσταται στη θέση του ασφαλισμένου έναντι του ζημιωθέντος, χωρίς ο ζημιωθείς να υποχρεούται να στραφεί και εναντίον του ασφαλισμένου[8]:
Νοείται ότι σε περίπτωση καταγγελίας του ασφαλιστηρίου από τον ασφαλιστή, τότε στη δικαστική διαδικασία πρέπει να συμμετέχει και ο ασφαλισμένος.
(2) Στην περίπτωση του εδαφίου (1) ο ασφαλιστής μπορεί να προβάλει έναντι του ζημιωθέντος όλες τις υπερασπίσεις που διαθέτει εναντίον του ασφαλισμένου.
(3) Ο διορισμός αντιπροσώπου για διακανονισμό απαιτήσεως δεν εμποδίζει τον ζημιωθέντα ή τον ασφαλιστή του, να στρέφονται απευθείας κατά του προσώπου που φέρει την ευθύνη για το ατύχημα ή του ασφαλιστή δυνάμει του εδαφίου (1).
(4) Δικαστική απόφαση η οποία εξασφαλίζεται δυνάμει του άρθρου αυτού λογίζεται ως δικαστική απόφαση για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.
(5) Οι διατάξεις των άρθρων 14, 15 και 16 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και στην περίπτωση που αναφέρεται στο εδάφιο (1)».
Είναι διαχρονική θέση της νομολογίας μας ότι η γραμματική ερμηνεία συνιστά τον πρωταρχικό κανόνα ερμηνείας νομοθετημάτων. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου αναφορικά με την Αίτηση των Δικηγόρων του Παγκύπριου Οργανισμού Αγελαδοτρόφων (ΠΟΑ) Δημόσια/Λίμιτεδ Εφεσιβλήτων στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 66/2023 ν. Αναφορικά με την Απόφαση του Εφετείου στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 66/2023, Αίτηση Αρ. 1/2024, απόφαση ημερ. 23.5.2024:
«Υφίσταται διαχρονικώς αδιάθλαστη κατ' ουσίαν η νομολογιακή θέση ότι η γραμματική ερμηνεία συνιστά τον ιεραρχικώς πρώτο, αλλά και θεμελιακό, κανόνα ερμηνείας νομοθετημάτων. Το απαύγασμα της νομολογίας αυτής δεικνύει πως ο κανόνας τούτος υπαγορεύει την απόδοση της απλής γραμματικής και κατά κυριολεξία ετυμολογικής σημασίας στις λέξεις που χρησιμοποιούνται σε ένα νομοθετικό κείμενο κατά τη φυσική και συνήθη έννοια τους. Μόνο όταν οι αφορώσες λέξεις ή όροι είναι ασαφείς το δικαστήριο προστρέχει σε άλλες ερμηνευτικές μεθόδους. Το νομοθετικό κείμενο συγκροτεί κατά λογική επακολουθία το σημείο εκκίνησης του ερμηνευτικού εγχειρήματος και το επίκεντρο της προσοχής του ερμηνευτή. Βεβαίως, η γραμματική ερμηνεία δεν παραμένει αποτμημένη από την ευρύτερη εικόνα του εκάστοτε νομοθετικού σκοπού. Τούτο, διότι, εκ των πραγμάτων, η γραμματική ερμηνεία σπανίως, αν ποτέ, επιχειρείται στο κενό. Αυτό εντούτοις, ως παράπλευρη παρατήρηση, ποσώς διαγράφει την πρωταρχική βαρύτητα του κανόνα της γραμματικής ερμηνείας. Ούτε την αμβλύνει. Μα μήτε και εξυπονοεί αυτομάτως την ασύμμετρη και τελικώς εσφαλμένη και άκαιρη σύμμειξη της με άλλες μεθόδους ερμηνείας».
Εν προκειμένω, γραμματική ερμηνεία του άρθρου 16Α(1) του Νόμου, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα που εισηγείται η πλευρά της Εναγόμενης 2, και δη ότι στην περίπτωση που ο ζημιωθείς ενός τροχαίου ατυχήματος ενάγει τον υπεύθυνο για την πρόκληση ενός τροχαίου ατυχήματος (και δη τον ασφαλισμένο), δεν δικαιούται να ενάγει και τον ασφαλιστή. Τουναντίον, κατά την κρίση μου, γραμματική ερμηνεία της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, βάσει του άρθρου 16Α του Νόμου, δίδεται το δικαίωμα - το οποίο, ενδεχομένως, να μην είχε ο ζημιωθείς, εν τη απουσία αυτής της πρόνοιας -, της απόκτησης από τον τελευταίο απευθείας αγώγιμου δικαιώματος, τόσο εναντίον του ασφαλισμένου, όσο και εναντίον του ασφαλιστή. Ο δε ασφαλιστής, στη βάση του άρθρου 16Α, δικαιούται να υποκαθιστά τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του ασφαλισμένου έναντι του ζημιωθέντος, χωρίς όμως ο τελευταίος να έχει, απαραιτήτως, την υποχρέωση να στραφεί και εναντίον του ασφαλισμένου αν επιλέξει να στραφεί εναντίον του ασφαλιστή. Θεωρώ, εν προκειμένω, ότι, η χρήση της λέξης «και», στις δύο περιπτώσεις που τούτη αναφέρεται στο άρθρο 16Α(1) του Νόμου («ο ζημιωθείς υπό την επιφύλαξη των εδαφίων (2) και (3), αποκτά απευθείας αγώγιμο δικαίωμα και εναντίον του ασφαλιστή που καλύπτει την αστική ευθύνη του υπευθύνου, ο οποίος σε τέτοια περίπτωση υποκαθίσταται στη θέση του ασφαλισμένου έναντι του ζημιωθέντος, χωρίς ο ζημιωθείς να υποχρεούται να στραφεί και εναντίον του ασφαλισμένου»), υποδηλοί ότι η πιο πάνω νομοθετική διάταξη δίδει το δικαίωμα στον ζημιωθέντα να στραφεί εναντίον και των δύο αυτών προσώπων (και δη τόσο εναντίον του ασφαλισμένου όσο και εναντίον του ασφαλιστή), κατά τρόπο αλληλέγγυο και/ή κεχωρισμένο, καθότι αν ο νομοθέτης ήθελε να απαγορεύεται στον ζημιωθέντα να στρέφεται, ταυτόχρονα, εναντίον και των δύο εν λόγω προσώπων, τότε τούτο θα καταγράφετο ρητώς στην εν λόγω πρόνοια.
Εν πάση περιπτώσει, το μόνο σίγουρο είναι ότι η οποιαδήποτε από το Νόμο υποκατάσταση είναι του ασφαλισμένου από τον ασφαλιστή και όχι αντίστροφα, με αποτέλεσμα, η εισήγηση του συνηγόρου των Εναγομένων, που θέλει την αγωγή να πρέπει να απορριφθεί εναντίον της Εναγόμενης 2 (ασφαλιστή), καθότι η Ενάγουσα επέλεξε να στραφεί εναντίον του ασφαλισμένου (Εναγόμενης 1), να μην μπορούσε, ούτως ή άλλως, να γίνει δεκτή, αφού δεν προβλέπεται στο Νόμο καμία υποκατάσταση του ασφαλιστή από τον ασφαλισμένο.
Στη βάση των ανωτέρω, κρίνω ότι η προδικαστική ένσταση που εγείρεται από πλευράς της Εναγόμενης 2 δεν ευσταθεί και, ως εκ τούτου, απορρίπτεται.
Μαρτυρία
Δεν θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω με λεπτομέρεια την ενώπιον μου μαρτυρία. Πλήρης έκταση της μαρτυρίας που δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, βρίσκεται καταγεγραμμένη στα πρακτικά. Σκοπός της παρούσας απόφασης, δεν είναι η λεπτομερής παράθεση του συνόλου της μαρτυρίας που δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, εφόσον, κάτι τέτοιο, θεωρώ, δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Αναφορά στα κυριότερα σημεία της μαρτυρίας θα γίνει, για σκοπούς αξιολόγησης της, λαμβανομένου υπόψη των ανωτέρω επίδικων ζητημάτων (βλ. Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. ν. Α. Ʃταθιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).
Προχωρώ τώρα, να σκιαγραφήσω τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, στη βάση των όσων ζητημάτων παρέμειναν υπό αμφισβήτηση.
Ενάγουσα
Ο Ενάγουσα με τη μαρτυρία της[9], επί της ουσίας, προώθησε ισχυρισμούς ως η πιο πάνω εκδοχή της. Ανέφερε ότι πριν το επίδικο ατύχημα ήταν υγιής και δεν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε σοβαρό πρόβλημα υγείας. Ήταν η θέση της ότι η επίδικη σύγκρουση ήταν ξαφνική και χωρίς καμία προειδοποίηση σε αυτήν. Ως ανέφερε, ένιωσε ένα δυνατό τράνταγμα και ακολούθως σταμάτησε το πρώτο όχημα - «Νόμισα ότι έπεσε βόμβα. Είπα παναγία μου βοήθα με και σταμάτησα το αυτοκίνητο και έπεσα πάνω στο τιμόνι με τα μάτια κλειστά». Κατέθεσε το Τεκμήριο 2, το οποίο είναι το Έντυπο Απαίτησης της ασφαλιστικής εταιρείας «Ύδρα», η οποία παρείχε ασφαλιστική κάλυψη στο πρώτο όχημα (στο εξής «η Ύδρα»), το οποίο ετοιμάστηκε από τον λειτουργό της εν λόγω ασφαλιστικής, ο οποίος είχε επισκεφθεί τη σκηνή του επίδικου ατυχήματος κατά τον επίδικο χρόνο. Ως μάλιστα ισχυρίστηκε η Ενάγουσα, κατόπιν μελέτης του εν λόγω Εντύπου, η ίδια διαπίστωσε ότι η Εναγόμενη 2 ανέλαβε την ευθύνη για το επίδικο ατύχημα. Ήταν η θέση της ότι, λίγη ώρα μετά από το εν λόγω ατύχημα, η ίδια άρχισε να αισθάνεται μία έντονη ενόχληση στον αυχένα και τον δεξί της ώμο, ενώ είχε έντονο πονοκέφαλο και ζαλάδα. Παρά ταύτα, αποφάσισε να κατέβει από το πρώτο όχημα και να βοηθήσει την Εναγόμενη 1, η οποία είχε λιποθυμήσει. Κατά τη μαρτυρία της, κατέθεσε το Τεκμήριο 7, το οποίο αποτελεί το αποτέλεσμα της ακτινογραφίας της αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης, στην οποία προέβη στο Νοσοκομείο μετά το ατύχημα, το Τεκμήριο 8, το οποίο είναι το παραπεμπτικό που της έδωσε το Νοσοκομείο για να επισκεφθεί ορθοπεδικό, το Τεκμήριο 9, που είναι η ιατρική συνταγή του Νοσοκομείου για τη λήψη της φαρμακευτικής αναλγητικής αγωγής «Narox» και «Mydoflex», και το Τεκμήριο 10, που είναι η απόδειξη αγοράς της εν λόγω φαρμακευτικής αγωγής (εκ ποσού €17,81).
Η Ενάγουσα ανέφερε, επίσης, ότι, στις 15.4.2019, επισκέφθηκε τον ΜΕ 2 για να την εξετάσει, εφόσον αυτή πονούσε πολύ τον αυχένα, τον δεξί της ώμο και την περιοχή της μέσης της, «κάτω χαμηλά στο σπόνδυλο», και υπέφερε από ημικρανίες. Κατέθεσε το Τεκμήριο 11, που είναι η απόδειξη πληρωμής του ΜΕ 2 αναφορικά με την εν λόγω επίσκεψη της (εκ ποσού €50). Ήταν η θέση της ότι, κατά την εν λόγω επίσκεψη της, ο ΜΕ 2 της συνέστησε τη χρήση αυχενικού κολάρου και τη συνέχιση λήψης αναλγητικής αγωγής σε σχέση με τον πόνο που ένιωθε στον αυχένα και την παρέπεμψε να προβεί σε αριθμό φυσιοθεραπειών. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της, κατέθεσε το Τεκμήριο 12, το οποίο αποτελεί την απόδειξη ημερ. 15.4.2019 για την αγορά αυχενικού κολάρου και των παυσίπονων φαρμάκων «Areston» (εκ συνολικού ποσού €19,95).
Ήταν, περαιτέρω, η θέση της ότι λίγες μέρες μετά το επίδικο ατύχημα, ξεκίνησε να νιώθει έντονο πόνο στην περιοχή της καρδίας και είχε υψηλή αρτηριακή πίεση, γεγονός που την φόβισε και για αυτό επισκέφθηκε τον καρδιολόγο της, τον οποίο και κατονομάζει, για να την εξετάσει. Κατά την εν λόγω εξέταση, ως ανέφερε, ο καρδιολόγος της διέγνωσε υπερτασική κρίση και της χορήγησε σχετική φαρμακευτική αγωγή. Κατέθεσε το Τεκμήριο 14, το οποίο αποτελεί βεβαίωση ημερ. 20.4.2019, την οποία εξέδωσε ο εν λόγω καρδιολόγος, ως επίσης και το Τεκμήριο 15, το οποίο αποτελεί την απόδειξη πληρωμής της εν λόγω εξέτασης, ημερ. 19.4.2019 (εκ ποσού €100). Ως ισχυρίστηκε η Ενάγουσα, ο εν λόγω γιατρός της συνέστησε ηρεμία και της τροποποίησε τη φαρμακευτική αγωγή που λάμβανε μέχρι τότε αναφορικά με το ζήτημα της υπέρτασης.
Επιπρόσθετα με τα πιο πάνω, η Ενάγουσα ανέφερε ότι, τις μέρες που ακολούθησαν της επίσκεψης της στον ΜΕ 2, η ίδια ακολούθησε τις οδηγίες του τελευταίου. Εντούτοις, κατά τους ισχυρισμούς της, συνέχισε να υποφέρει από ημικρανίες και πόνο στον αυχένα, στην οσφύ και στον δεξί της ώμο. Ανέφερε, επίσης, ότι λόγω του ότι δεν υποχωρούσε ο πόνος που αισθανόταν, αναγκάστηκε να προμηθευτεί, εκ νέου, παυσίπονη/ αναλγητική φαρμακευτική αγωγή, αλλά και ένα ειδικό gel για εντριβή στον αυχένα για ανακούφιση του πόνου. Κατέθεσε δε το Τεκμήριο 16, το οποίο αποτελεί την απόδειξη του φαρμακείου αναφορικά με την αγορά παυσίπονων φαρμάκων και του εν λόγω ειδικού gel, ημερ. 30.4.2019 (εκ ποσού €25,40).
Πέραν των ανωτέρω, ισχυρίστηκε ότι, στις 10.5.2019, είχε επισκεφθεί εκ νέου τον ΜΕ 2 (βλ. απόδειξη ημερ. 10.5.2019 – Τεκμήριο 19 (εκ ποσού €50)), με σκοπό την αξιολόγηση της κατάστασης της και αυτός, αφού την εξέτασε, την παρέπεμψε να προβεί σε περαιτέρω συνεδρίες ειδικού φυσιοθεραπευτικού μασάζ (βλ. Τεκμήριο 17). Επίσης, ως ανέφερε, ο ΜΕ 2 της συνέστησε τη λήψη των φαρμάκων «Nimm», που θα την βοηθούσαν να υποχωρήσει ο πόνος που αισθανόταν, την οποία αγωγή, η ίδια, άμεσα, προμηθεύτηκε (βλ. Τεκμήριο 18 (εκ ποσού €11)). Πάντα συναφώς, ισχυρίστηκε ότι, στις 31.5.2019, επισκέφθηκε εκ νέου τον ΜΕ 2 για να την εξετάσει και κατέβαλε σε αυτόν το ποσό των €50 για την εν λόγω εξέταση της ((βλ. Τεκμήριο 22), ενώ, στις 26.6.2019, τον επισκέφθηκε, ξανά, με σκοπό την ετοιμασία σχετικού ιατρικού πιστοποιητικού (βλ. Τεκμήριο 23) για το οποίο του κατέβαλε το ποσό των €300 (βλ. Τεκμήριο 24).
Ήταν η θέση της Ενάγουσας ότι, φορούσε το αυχενικό κολάρο, συνεχώς, για περίοδο 3 εβδομάδων και έβγαζε τούτο μόνο όταν κοιμόταν, ενώ μετά την πάροδο των εν λόγω 3 εβδομάδων φορούσε τούτο (το αυχενικό κολάρο) όταν δεν άντεχε τον πόνο στην περιοχή του αυχένα. Περαιτέρω, ανέφερε ότι έπρεπε να μένει σε ακινησία, καθότι, όταν κινείτο, πονούσε και ζαλιζόταν. Ήταν, επίσης, η θέση της ότι, συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, είχε υποστεί μεγάλη ταλαιπωρία, εφόσον, για περίοδο 3 μηνών μετά από αυτό, υπέφερε από έντονους πονοκεφάλου και ζαλάδες, αλλά και από αφόρητο πόνο στον αυχένα και τον δεξί της ώμο, ως επίσης και πόνο στην περιοχή της μέσης της (οσφύ). Ισχυρίστηκε, ακόμη, ότι το επίδικο ατύχημα της δημιούργησε ένταση, ενώ το γεγονός ότι έπρεπε να περιοριστεί στο σπίτι, της δημιούργησε άγχος και στεναχώρια, πράγμα που συνέτεινε στην αύξηση της αρτηριακής της πίεσης. Επίσης, ως ανέφερε, η ψυχολογία της είχε επηρεαστεί αρνητικά, διότι εξαρτιόταν, συνεχώς, από άλλα άτομα για την μεταφορά της, εφόσον η ίδια δεν μπορούσε να οδηγήσει, με την κατάσταση αυτή να της προκαλούσε θυμό και αγανάκτηση, ενώ η ζωή της περιορίστηκε σημαντικά για 3 μήνες μετά το ατύχημα. Τέλος, ήταν η θέση της ότι, συνεπεία του επίδικου ατυχήματος της δημιουργήθηκε έντονη φοβία σε σχέση με την οδήγηση, εξού, και μετά από αυτό, οδηγούσε πιο σπάνια, ενώ εδώ και μερικούς μήνες σταμάτησε εντελώς να οδηγεί.
ΜΕ 2
Ο μάρτυρας αυτός αναγνώρισε τα Τεκμήρια 11, 13, 17, 19, 22, 23 και 24 και υιοθέτησε το περιεχόμενο τους. Όπως ανέφερε, κατά την πρώτη επίσκεψη της Ενάγουσας, στο ιατρείο του (στις 15.4.2019), αυτή του είχε προσκομίσει το πιστοποιητικό της ακτινολόγου του Νοσοκομείου (το Τεκμήριο 7), όπου είχε υποβληθεί σε κλινικό και ακτινολογικό έλεγχο μετά το επίδικο ατύχημα. Ανέφερε ότι οι εκφυλιστικές αλλοιώσεις που παρουσίαζε η Ενάγουσα, μετά το εν λόγω ατύχημα, οι οποίες καταγράφονται στο Τεκμήριο 7, προϋπήρχαν τούτου (του ατυχήματος). Ήταν δε η θέση του ότι ο ίδιος δεν θεώρησε αναγκαίο να παραπέμψει την Ενάγουσα σε περαιτέρω ακτινολογικό έλεγχο, εφόσον από τον υφιστάμενο έλεγχο, στον οποίο αυτή είχε προβεί, δεν παρουσίαζε κάποιο παθολογικό σημείο και η κλινική της εικόνα ήταν αρκετή για να μπορέσει ο ίδιος να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Σε ότι αφορά το ποσοστό περιορισμού στην έκταση του αυχένα της Ενάγουσας (βλ. σελ. 3 του Τεκμηρίου 23), ύψους 50%, ο μάρτυρας αυτός εξήγησε ότι η διαπίστωση του εν λόγω ποσοστού είναι ζήτημα εμπειρικό, με τον κάθε γιατρό να μπορεί να κρίνει αν τούτος ο περιορισμός οφείλεται σε μυϊκό σπασμό ή σε κάποια υποβόσκουσα κατάσταση σοβαρής μορφής. Στην προκειμένη περίπτωση της Ενάγουσας, ως ανέφερε, το ποσοστό 50% περιορισμού στην έκταση του αυχένα λόγω άλγους, καταγράφηκε, καθότι η Ενάγουσα, κατά την κλινική της εξέταση (στις 15.4.2019), από τον ίδιο, παρουσίαζε αρκετό μυϊκό σπασμό ο οποίος περιόριζε τις κινήσεις της. Επίσης, ως ανέφερε, κατά την εξέταση της Ενάγουσας, την ίδια μέρα, στην περιοχή της οσφύος, αυτή παρουσίαζε ευαισθησία στην πίεση στην ιερολαγόνιο άρθρωση, η οποία είναι η άρθρωση που ενώνει τον σπόνδυλο με τη λεκάνη και είναι η άρθρωση η οποία επιβαρύνεται («παίρνει το βάρος του σώματος ουσιαστικά»). Πάντα, συναφώς, ανέφερε ότι κατά την κάμψη της οσφύος της Ενάγουσας, τα άκρα των δακτύλων του χεριού της τελευταίας έφταναν μέχρι τα γόνατα της, πράγμα που υποδηλοί περιορισμένη κάμψη της οσφύος. Ήταν η θέση του ότι, στις 31.5.2019, όταν εξέτασε ξανά την Ενάγουσα, η κάμψη του αυχένα της ήταν πλέον πλήρης, αλλά με δυσφορία στην ακραία θέση, ενώ η έκταση του αυχένα της ήταν επώδυνη στις τελευταίες 30 μοίρες, πράγμα που υποδήλωνε ότι η Ενάγουσα είχε παρουσιάσει βελτίωση στην εν λόγω περιοχή. Επίσης, ως εξήγησε, ήταν αναμενόμενο να υπάρξει βελτίωση της κατάστασης της Ενάγουσας με την διενέργεια φυσιοθεραπειών, εφόσον τούτες βοηθούν στην υποχώρηση του μυϊκού σπασμού και, επομένως, η κίνηση στην περιοχή του αυχένα βελτιώνεται. Μάλιστα, ως ανέφερε, είχε συστήσει στην Ενάγουσα να προβεί, συνολικά, σε 16 φυσιοθεραπείες στην περιοχή του αυχένα, περιοχή η οποία ήταν και το «οξύ πρόβλημα» που είχε να αντιμετωπίσει η Ενάγουσα μετά το ατύχημα, ενώ η κάκωση στην περιοχή της οσφύος δεν ήταν τόσο «εκσεσημασμένη» (δηλαδή δεν ήταν τόσο έντονη) ως ανέφερε. Πέραν των ανωτέρω, ο μάρτυρας αυτός ανέφερε ότι δεν γνώριζε ποια ήταν η κατάσταση της Ενάγουσας πριν από το ατύχημα, πλην του ότι αυτή είχε υποστεί, κατά το 2012, υπακρωμιακή θυλακίτιδα και ρήξη του στροφικού πετάλου (αρθροπάθεια) στον δεξί της ώμο, στον οποίο υπέφερε από χρόνιο άλγος. Εντούτοις, ως ανέφερε, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό της και την εξέλιξη των συμπτωμάτων της, η γνώμη του ήταν ότι τα συμπτώματα που παρουσίαζε η Ενάγουσα στον αυχένα, στην οσφύ και στον δεξί της ώμο (βλ. Τεκμήριο 23), μετά το επίδικο ατύχημα, ήταν συνεπεία τούτου (του ατυχήματος). Εξήγησε όμως, επίσης, ότι το επίδικο ατύχημα δεν ήταν η γενεσιουργός αιτία του γενικότερου προβλήματος αρθροπάθειας που παρουσίαζε η Ενάγουσα στο δεξί της ώμο, το οποίο προϋπήρχε, και ότι απλά τούτο (το ατύχημα) επιδείνωσε τα ήδη υπάρχοντα συμπτώματα της, ενώ αναμένετο η βελτίωση των οξέων συμπτωμάτων στον δεξί της ώμο με την πάροδο του χρόνου (βλ. σελ. 6, Τεκμηρίου 23). Πάντα συναφώς, ισχυρίστηκε ότι εάν η Ενάγουσα δεν παρουσίαζε το εν λόγω προϋπάρχον πρόβλημα στον δεξί της ώμο, θα είχε κάποια συμπτώματα άλγους και πιθανής δυσκαμψίας για κάποιες μέρες ένεκα του ατυχήματος, όμως, στην προκειμένη περίπτωση, τα συμπτώματα της ήταν, ουσιαστικά, αυξημένα, ένεκα τούτου του προϋπάρχοντος προβλήματος της.
Τέλος, ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε το Τεκμήριο 25, το οποίο, ως ανέφερε, αποτελεί την απόδειξη που ο ίδιος εξέδωσε στην Ενάγουσα, για το ποσό των €400 που αυτή του κατέβαλε ως αμοιβή για την παρουσίαση του ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης.
ΜΕ 3
Ο μάρτυρας αυτός[10] ανέφερε ότι, κατά τον επίδικο χρόνο, εργαζόταν στην ασφαλιστική εταιρεία Ύδρα, η οποία παρείχε ασφαλιστική κάλυψη στο πρώτο όχημα, ενώ σήμερα εργάζεται σε κάποια άλλη ασφαλιστική εταιρεία, την οποία και κατονόμασε. Ανέφερε ότι, τα καθήκοντα του, τόσο σήμερα, όσο και κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν και είναι η διερεύνηση τροχαίων ατυχημάτων και η απόδοση ευθύνης για τούτα, με την μόνη διαφορά ότι, κατά τον επίδικο χρόνο, μετέβαινε ο ίδιος στο χώρο του ατυχήματος, για σκοπούς της επί τόπου καταγραφής του και την ετοιμασία του σχετικού εντύπου απαίτησης. Ισχυρίστηκε ότι, κατόπιν λήψης από τον ίδιο της κλήση μάρτυρα (Τεκμήριο 26) για να παρουσιαστεί στην παρούσα διαδικασία, επικοινώνησε με την Ύδρα για να ζητήσει τις πληροφορίες που αφορούσαν το επίδικο ατύχημα, για να φρεσκάρει, ουσιαστικά, τη μνήμη του, αναφορικά με τούτο. Εντούτοις, η ενημέρωση που έλαβε από την Ύδρα ήταν ότι ο φάκελος που τηρείτο και οι φωτογραφίες που αφορούσαν το επίδικο ατύχημα, είχαν καταστραφεί. Ακολούθως, ως ανέφερε, επικοινώνησε με συγκεκριμένη λειτουργό της Εναγόμενης 2, την οποία και κατονόμασε, και της ζήτησε αν γινόταν να του κοινοποιήσει τις φωτογραφίες που η Εναγόμενη 2 τηρεί στο αρχείο της, σε σχέση με το επίδικο ατύχημα, αλλά αυτή αρνήθηκε, για λόγους προσωπικών δεδομένων. Ενόψει τούτου, στις 24.11.2023, και δη λίγες μέρες πριν παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου, μετέβη ο ίδιος, επί τόπου, στο χώρο που επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα και τράβηξε τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 27 (το οποίο και κατέθεσε), με σκοπό να δείξει στο Δικαστήριο τον τόπο που έγινε τούτο (το ατύχημα). Ήταν η θέση του ότι, ο τόπος και η φύση των δρόμων, δεν μεταβλήθηκαν, έκτοτε, και είναι τα ίδια ως ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, όταν επισκέφθηκε τη σκηνή του επίδικου ατυχήματος. Ανέφερε ότι η φωτογραφία 1, του Τεκμηρίου 27, δείχνει τη Διασταύρωση, η φωτογραφία 2 του ίδιου τεκμηρίου, δείχνει τον Δρόμο, στον οποίο οδηγούσε η Εναγόμενη 1, που οδηγεί προς την συμβολή με τη Λεωφόρο. Επίσης, ανέφερε ότι, η φωτογραφία 4, του Τεκμηρίου 27, δεικνύει την ορατότητα που έχει ένας οδηγός, όταν είναι σταματημένος στη Διασταύρωση, προς τα δεξιά του, και δη εντός της Λεωφόρου και εντός της λωρίδας κυκλοφορίας της Ενάγουσας, με την ορατότητα να είναι ελεύθερη αλλά και μεγάλη. Επίσης, ως ανέφερε, η Λεωφόρος είναι πλατιά και το συγκεκριμένο σημείο, στο οποίο επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα, αποτελείται από 3 λωρίδες κυκλοφορίας, και δη αυτήν στην οποία κινείτο η Ενάγουσα και δύο στην αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν, περαιτέρω, η θέση του ότι, στις 9.4.2019, λήφθηκε κλήση από την Ύδρα αναφορικά με το επίδικο ατύχημα. Ο ίδιος, εντός περίπου 20 λεπτών από την εν λόγω κλήση, είχε μεταβεί στον χώρο του εν λόγω ατυχήματος, αλλά τα ενεχόμενα οχήματα είχαν ήδη μετακινηθεί από την τελική θέση που είχαν μετά από αυτό. Κατόπιν δε συζήτησης που είχε, κατ’ εκείνο το χρόνο, τόσο με την Ενάγουσα όσο και με την Εναγόμενη 1 για το τι ακριβώς συνέβη, η Ενάγουσα του ανέφερε ότι το δεύτερο όχημα εξήλθε από τον Δρόμο εντός της Λεωφόρου, παραβιάζοντας το αλτ της Διασταύρωσης και κτύπησε το πρώτο όχημα, αριστερά «στα πλευρά», πράγμα που η Εναγόμενη 1, όταν το άκουσε, δεν το αρνήθηκε στην παρουσία του. Τούτο, ως ανέφερε, επιβεβαιώνεται και από τις φωτογραφίες του πρώτου οχήματος μετά το επίδικο ατύχημα, τις οποίες του έδωσαν οι δικηγόροι της Ενάγουσας, και οι οποίες, ως του ανέφεραν, τραβήχτηκαν από τον εκτιμητή της Εναγόμενης 2 (βλ. Τεκμήριο 4). Τις εν λόγω φωτογραφίες, ο ME 3, τις κατέθεσε σε έγχρωμη μορφή, ως Τεκμήριο 28, στο οποίο σημείωσε με μπλε μελάνι (σε κύκλο) τα σημεία στα οποία το δεύτερο όχημα είχε συγκρουστεί με το πρώτο όχημα. Ήταν, επίσης, η θέση του ότι, μετά την πιο πάνω συζήτηση που είχε με τις ενεχόμενες οδηγούς, ο ίδιος φωτογράφησε τη σκηνή του ατυχήματος (με τις εν λόγω φωτογραφίες να έχουν καταστραφεί από την Ύδρα) και συμπλήρωσε, επί τόπου, το έντυπο απαίτησης και έλαβε τη δήλωση της Ενάγουσας (βλ. Τεκμήριο 2). Μάλιστα, ως ανέφερε, σε συζήτηση που είχαν μεταξύ τους οι ενεχόμενες οδηγοί, στην οποία ο ίδιος ήταν αυτήκοος μάρτυρας, η Εναγόμενη 1 απολογήθηκε 2-3 φορές στην Ενάγουσα για το εν λόγω ατύχημα. Ήταν, ακόμη, η θέση του, ότι όταν ο ίδιος ολοκλήρωσε τις ενέργειες του αναφορικά με τη συμπλήρωση του Τεκμηρίου 2, έδωσε οδηγίες σε συγκεκριμένο τότε συνάδελφο του, τον οποίο και κατονόμασε, να στείλει το εν λόγω έντυπο απαίτησης προς την Εναγόμενη 2 (βλ. Τεκμήριο 3). Μετέπειτα, κατόπιν επικοινωνίας που είχε ο εν λόγω συνάδελφος του με συγκεκριμένη λειτουργό της Εναγόμενης 2, την οποία, επίσης, κατονόμασε, η τελευταία ανέλαβε την ευθύνη για το επίδικο ατύχημα, πράγμα που σημειώθηκε, χειρόγραφα, στο Τεκμήριο 2 από τον εν λόγω συνάδελφο του.
Ανέφερε, επίσης, ο μάρτυρας αυτός ότι, ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει σε ποιο σημείο ακριβώς, εντός της Λεωφόρου, βρισκόταν το πρώτο όχημα όταν το δεύτερο όχημα εξήλθε από το Δρόμο εντός αυτής (της Λεωφόρου). Εντούτοις, ήταν η θέση του ότι βάσει των σημείων που παρουσιάζονταν οι ζημιές στο πρώτο όχημα, οι οποίες δεν ήταν στο μπροστινό μέρος του εν λόγω οχήματος, αλλά αριστερά «στα πλευρά», η Ενάγουσα δεν είχε το χρόνο να αποφύγει τη σύγκρουση. Ενδεχομένως, ανέφερε, να είχε το χρόνο να αποφύγει τούτη (τη σύγκρουση), αν οι ζημιές που παρουσίαζε το πρώτο όχημα ήταν στο μπροστινό μέρος αυτού, πράγμα που θα σήμαινε, ουσιαστικά, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι το δεύτερο όχημα θα είχε ήδη εξέλθει εντός της Λεωφόρου πριν η Ενάγουσα φτάσει στο εν λόγω σημείο.
Αξιολόγηση μαρτυρίας
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, είχα την ευκαιρία, μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή όλους τους μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον μου, ώστε να είμαι σε θέση να αξιολογήσω την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα, με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια επί του θέματος νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ. 1119 και Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).
Σημασία στην αξιολόγηση του κάθε μάρτυρα έχει, μεταξύ άλλων, το περιεχόμενο της μαρτυρίας του, η εκφορά του λόγου του, ο δισταγμός ή η αμεσότητα των απαντήσεων του, η φυσικότητα, η ύπαρξη υπερβολών ή αντιφάσεων κατά τη μαρτυρία του, η σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων του, η λογικοφάνεια και αληθοφάνεια της εκδοχής του, η ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης στην υπόθεση, οι ευκαιρίες που είχε να αντιληφθεί τα διαδραματισθέντα και η εν γένει συμπεριφορά του στο εδώλιο (βλ. μεταξύ άλλων C & Α Pelekanos Associates Limited v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 και Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401).
Ως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», 2η έκδοση, των Ηλιάδη και Σάντη (σελ.135): «Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά (Rana και Άλλου v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 489) αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται στο σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και από τις δυο πλευρές (Σκορδέλλη και Άλλων v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 101/13, ημ. 6.616, Φώτσιου v Ηροδότου (2010) 1(Β) ΑΑΔ 1172), με αναφορά και στη δικογραφία (S Pavlou & Sons Constructions Ltd και Άλλου v. Θεοδώρου, ΠΕ 199/10, ημ. 6.7.15). […] Τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι αλληλένδετα με τη συνολική εκτίμηση της μαρτυρίας και των προεκτάσεων της και συναρτάται με την αντικειμενική όψη των πραγμάτων (Βασιλείου v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 254). Αυτή η προσέγγιση επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου και την πίστη του κοινού στη δικαστική διαδικασία […].».
Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες, δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων (Κουδουνάρης v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 329), αλλά αντίθετα την ενδυναμώνουν, υπό την έννοια ότι δεν υπήρξε προσχεδιασμός και/ή συνεννόηση μεταξύ των μαρτύρων ως προς το τι θα κατέθεταν (Τυμπιώτης v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 612). Επίσης, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα είτε στην ολότητά της, είτε μέρος αυτής (Shahin Haisan Fawzy Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266).
Όσον τώρα αφορά στη προσέγγιση μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, στην υπόθεση Philippou v. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1 έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα:
«(1) The duty of an expert is to furnish the Judge with the necessary scientific criteria for testing the accuracy of their conclusions, so as to enable the Judge to form his own independent judgment by the application of these criteria to the facts proved in evidence. (2) Trial Judges should not turn themselves into experts. They may look at the real and other evidence and draw inferences and reach conclusions as regards the existence of liability for negligence, not in the form of an expert opinion, but as a matter of sheer common sense.»
Στην υπόθεση Σπύρου v. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 298, λέχθηκαν τα εξής:
«Τα Δικαστήρια δέχονται τη μαρτυρία εμπειρογνωμόνων και χρησιμοποιούν την εξειδικευμένη γνώμη τους για να καταλήξουν σε ορθές αποφάσεις. Το καθήκον αυτών των μαρτύρων είναι να δώσουν στον Δικαστή τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για να μπορέσει να σχηματίσει γνώμη για την ανεξαρτησία της κρίσης του και να καταλήξει ορθά στα ευρήματα των γεγονότων από την ενώπιον του μαρτυρία. Κατά κανόνα, η ιατρική μαρτυρία, όπως και άλλη μαρτυρία εμπειρογνώμονα, θεωρείται ότι είναι μαρτυρία ανεξάρτητου μάρτυρα. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Andreas Anastassiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97 και Kyriacos Nicola Kouppis v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 361».
Στην υπόθεση Κωνσταντίνα Σιακόλα ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 53/2011, ημερ. 24.1.2013, το Δικαστήριο ανέφερε, τα ακόλουθα, αναφορικά με το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα:
«Σύμφωνα με τη νομολογία, το Δικαστήριο αποφασίζει κατά πόσο ένας μάρτυρας είναι ικανός να δώσει μαρτυρία ως εμπειρογνώμονας. Για την εξακρίβωση τούτου, πρέπει να απαντηθούν δύο ερωτήματα: Πρώτο, κατά πόσο το αντικείμενο της εμπειρογνωμοσύνης του εμπίπτει στην κατηγορία των θεμάτων εκείνων για τα οποία επιτρέπεται να δοθεί μαρτυρία πραγματογνώμονα και δεύτερο, κατά πόσο ο μάρτυρας έχει αποκτήσει είτε κατόπιν σπουδών είτε λόγω εμπειρίας επαρκή γνώση του αντικειμένου ώστε η γνώμη του να καθίσταται πολύτιμη (of value) στην επίλυση των επίδικων θεμάτων (βλ. μεταξύ άλλων, R. ν Bonython (1984) 38 S.A.S.R. 45 και R. ν Henderson [2010] EWCA 1269). Είναι δε σαφώς νομολογημένο από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σ' αυτό. Βλ. Θεοσκέπαστη Φαρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ.984.»
Αφού το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι ένας μάρτυρας μπορεί να θεωρηθεί ως εμπειρογνώμονας και αυτός αξιολογείται ανάλογα, με την όλη συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα να μην παραγνωρίζεται, αλλά να λαμβάνεται και αυτή υπόψη για τον σκοπό εκτίμησης της αξίας της μαρτυρίας του. Σχετικά παραπέμπω στην υπόθεση Jovce v. Yeomans (1981) 2 All Ε.R. 21.
Σημειώνω εδώ ότι ο ΜΕ 2 είναι γιατρός, ο οποίος προσήλθε ενώπιον του Δικαστηρίου τόσο ως μάρτυρας γεγονότων (αναφορικά με το πότε τον επισκέφθηκε η Ενάγουσα και τι εξετάσεις της έκανε), όσο και ως μάρτυρας γνώμης (αναφορικά με τη διάγνωση της ιατρικής κατάστασης της Ενάγουσας στην οποία αυτός προέβη, βάσει της εξειδίκευσής του). Αναφέρω, επίσης, ότι η πλευρά των Εναγομένων, δεν αμφισβήτησε τα προσόντα του εν λόγω μάρτυρα, ούτε την εμπειρία του στον τομέα της εξειδίκευσής του, με βάση τα νομολογημένα κριτήρια (βλ. Θεοσκέπαστη Φαρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 934). Πρόκειται για γιατρό που, ως προκύπτει από τη μαρτυρία του, είναι εγγεγραμμένος ιατρός στην Κύπρο εδώ και δεκαετίες, με αποδεδειγμένη πρακτική εμπειρία. Συνεπώς, δεν παρέχεται έρεισμα στο Δικαστήριο να θέσει υπό αξιολόγηση το αν εμπίπτει στη νομολογιακή έννοια του «εμπειρογνώμονα». Στη βάση δε των όσων τέθηκαν ενώπιον μου, κρίνω ότι τούτος εμπίπτει εντός της πιο πάνω έννοιας.
Τα πιο πάνω ισχύουν, κατ’ αναλογία, και για τον ΜΕ 3, τα προσόντα και η πείρα του οποίου, στον τομέα εργασίας του, και δη σε ότι αφορά τη διερεύνηση τροχαίων ατυχημάτων και απόδοσης ευθύνης για τούτα, επίσης, δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς των Εναγομένων. Πρόκειται για μάρτυρα ο οποίος προσήλθε ενώπιον του Δικαστηρίου τόσο ως μάρτυρας γεγονότων (αναφορικά με το πότε επισκέφθηκε την σκηνή του επίδικου ατυχήματος και τι έπραξε κατά τον επίδικο χρόνο, αλλά και μετέπειτα όταν επισκέφθηκε το χώρο του εν λόγω ατυχήματος), όσο και ως μάρτυρας γνώμης (αναφορικά με τη διερεύνηση του επίδικου ατυχήματος, βάσει της εμπειρίας του).
Επιπρόσθετα με τα ανωτέρω, εν προκειμένω, σημειώνω ότι το επίδικο ατύχημα δεν διερευνήθηκε από την Αστυνομία, αλλά ούτε ετοιμάστηκε σχέδιο της σκηνής αυτού, με ακριβείς μετρήσεις. Τα μόνα τεκμήρια τα οποία δεικνύουν τον χώρο όπου έγινε το επίδικο ατύχημα, ως επίσης και τις ζημίες του πρώτου οχήματος, είναι οι φωτογραφίες που κατατέθηκαν ως τεκμήρια από τον ΜΕ 3 (βλ. Τεκμήριο 27 και 28), τις οποίες, ο εν λόγω μάρτυρας τράβηξε ο ίδιος (Τεκμήριο 27) και αυτές που εξασφάλισε από τους δικηγόρους της Ενάγουσας, οι οποίες λήφθηκαν από τον εκτιμητή της Εναγόμενης 2 (Τεκμήριο 28), χωρίς, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, να αμφισβητηθεί για τούτο, ως επίσης και αυτές που κατατέθηκαν από την Ενάγουσα, ως Τεκμήριο 4 (οι οποίες είναι οι ίδιες με το Τεκμήριο 28, με αυτές του τελευταίου να είναι σε έγχρωμη μορφή). Με δεδομένο, όμως, ότι, το περιεχόμενο των εν λόγω φωτογραφιών δεν αμφισβητείται, ούτε αμφισβητείται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ότι αυτές απεικονίζουν το χώρο που επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα, τη φύση του Δρόμου, της Λεωφόρου και της Διασταύρωσης, ως επίσης και τις ζημιές στο πρώτο όχημα μετά το επίδικο συμβάν (δεν αμφισβητήθηκαν επί τούτου οι εν λόγω μάρτυρες επί των αναφορών τους κατά τη μαρτυρία τους), αυτές αποτελούν πραγματική μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου και δύναται να χρησιμοποιηθούν για να το διαφωτίσουν επί των επίδικων θεμάτων, αφού τούτες συνυπολογιστούν με την υπόλοιπη, ενώπιον του Δικαστηρίου, μαρτυρία. Σε υποθέσεις, όπως η παρούσα, η πραγματική μαρτυρία αποκτά ιδιαίτερη σημασία, εφόσον μπορεί να αποτελέσει ασφαλές μέσο για την άσκηση κρίσης αναφορικά με την αξιοπιστία της μαρτυρίας, ως επίσης και για την ακρίβεια της μαρτυρίας αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος (βλ. Κυριάκου ν Δημητρίου (1997) 1 ΑΑΔ 1362 και Conway v Νεοφύτου (2003) 1 ΑΑΔ 540). Επομένως, το Δικαστήριο, δύναται, στη βάση των εν λόγω φωτογραφιών, να προβεί σε ευρήματα αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου ατυχήματος (βλ. επίσης, το σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη, 2η έκδοση, «Το Δίκαιο της Απόδειξης», στη σελ. 337, όπου αναφέρεται ότι μια φωτογραφία μπορεί να κατατεθεί ως πραγματική μαρτυρία για οποιοδήποτε σκοπό).
Υπό το φως των πιο πάνω αρχών, και αφού παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες, κατά τη στιγμή που παρέθεσαν την μαρτυρία τους, προφορική και έγγραφη, ενώπιον μου, την οποία αντιπαρέβαλα και εξέτασα ως σύνολο, σε συνάρτηση με τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων, προχωρώ στην πιο κάτω αξιολόγηση.
Ενάγουσα
Σε γενικές γραμμές, η Ενάγουσα μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι προσήλθε στο Δικαστήριο με σκοπό να αναφέρει τα γεγονότα, ως η ίδια τα βίωσε κατά τον επίδικο χρόνο. Οι απαντήσεις και τοποθετήσεις της σε ότι αφορά τα επίδικα ζητήματα ήταν άμεσες και δεν διακρίνονταν από οποιοδήποτε δισταγμό ή προσχεδιασμό. Η δε μαρτυρία της, δεν παρουσιάζει οποιεσδήποτε ουσιώδεις αντιφάσεις ή τέτοιας μορφής αδυναμίες που να κλονίζουν την αξιοπιστία της.
Εν πάση περιπτώσει, σημειώνω εδώ ότι η μαρτυρία της Ενάγουσας σε ότι αφορά τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου ατυχήματος, παρέμεινε, ουσιαστικά, αναντίλεκτη, εφόσον δεν παρουσιάστηκε από πλευράς των Εναγομένων οποιαδήποτε αντίθετη εκδοχή σε σχέση με αυτό. Επίσης, οι όποιες υποβολές τέθηκαν εκ μέρους των Εναγομένων αναφορικά με το ότι (α) η Ενάγουσα οδηγούσε με υπερβολική, υπό τις περιστάσεις, ταχύτητα ή (β) ότι η θέση του πρώτου οχήματος εντός της Λεωφόρου ήταν σε τέτοια απόσταση, από την είσοδο του δεύτερου οχήματος εντός αυτής (της Λεωφόρου), που επέτρεπε στην Ενάγουσα να αποφύγει την επίδικη σύγκρουση αν έθετε τα φρένα του πρώτου οχήματος, εγκαίρως, σε λειτουργία, παρέμειναν εντελώς μετέωρες και χωρίς «σάρκα και οστά», εφόσον ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε από πλευράς τους, ούτε και η μαρτυρία της Ενάγουσας είναι τέτοια που να επιτρέπει στο Δικαστήριο να προβεί σε σχετικά ευρήματα (βλ. απόφαση στην Πολ. Έφεση αρ. 2/2011, MIRZA FEIZ HASAN v ΜΙΧΑΛΗ ΑΝΔΡΕΟΥ, απόφαση ημερ. 2.12.2015). Περαιτέρω, σημειώνω, ακόμη, ότι ουδεμία μαρτυρία παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο αναφορικά με το ποιο ήταν το επιτρεπτό όριο ταχύτητας στη Λεωφόρο ή ποια ήταν η ταχύτητα του πρώτου οχήματος πριν την επίδικη σύγκρουση, ενώ η μόνη, ενώπιον μου, μαρτυρία, ως προς το πότε η Ενάγουσα έθεσε σε εφαρμογή τα φρένα του πρώτου οχήματος είναι αυτή της ίδιας, η οποία ανέφερε ότι πρώτα άκουσε το θόρυβο από το κτύπημα στο όχημα της (ένεκα της σύγκρουσης του δεύτερου οχήματος με αυτό) και μετά έθεσε τα φρένα του πρώτου οχήματος σε εφαρμογή.
Παρά τα πιο πάνω, στο μέρος της μαρτυρίας της που θέλει την υπερτασική κρίση που αυτή υπέστη 10 μέρες μετά το ατύχημα, να οφείλεται σε αυτό, δεν μπορώ να προσδώσω βαρύτητα ή να την αποδεκτώ, για τους λόγους που θα εξηγήσω ευθύς αμέσως.
Κατ’ αρχάς, δεν έχει παρουσιαστεί ενώπιον μου οποιαδήποτε σχετική ιατρική μαρτυρία που να θέλει την αύξηση στην αρτηριακή πίεση της Ενάγουσας και, συνακόλουθα, την υπερτασική κρίση που αυτή υπέστη, να συνδέεται με το επίδικο ατύχημα. Η βεβαίωση ημερ. 20.4.2019, που αποτελεί το Τεκμήριο 14, η οποία ετοιμάστηκε από τον καρδιολόγο που εξέτασε, στις 19.4.2019, την Ενάγουσα, πουθενά δεν αναφέρει ότι η εν λόγω κρίση οφείλεται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, σε άγχος ή σύγχυση της Ενάγουσας (ως η ίδια επικαλέστηκε κατά την αντεξέταση της) είτε άλλως πως, συνεπεία του εν λόγω ατυχήματος. Οι όποιες δε σχετικές εξηγήσεις έδωσε η Ενάγουσα αντεξεταζόμενη, αναφορικά με το πως μπορεί η υπερτασική κρίση που υπέστη, στις 19.4.2019, να συνδέεται με το ατύχημα, με κάθε σεβασμό, δεν μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για εξαγωγή σχετικού ευρήματος ή συμπεράσματος, καθότι το ζήτημα είναι αμιγώς ιατρικό, για το οποίο μαρτυρία θα έπρεπε να δοθεί από εμπειρογνώμονα, η οποία να επέτρεπε στο Δικαστήριο να καταλήξει, επ’ αυτής, στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα και/ή ευρήματα. Εν πάση περιπτώσει, στη βάση της μαρτυρίας της Ενάγουσας, η αρτηριακή της πίεση αυξήθηκε μόνο στις 19.4.2019, και δη 10 ημέρες μετά το ατύχημα, χωρίς το γεγονός αυτό να συνδεθεί με το εν λόγω ατύχημα.
Στη βάση όλων των πιο πάνω, πλην των όσων ρητώς δεν αποδέκτηκα, για τους λόγους που έχω εξηγήσει, αποδέχομαι τη μαρτυρία της Ενάγουσας και προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα στη βάση αυτής.
ΜΕ 2
Ο μάρτυρας αυτός μου έκανε πολύ καλή εντύπωση. Εξήγησε με σαφήνεια το Τεκμήριο 23, που αποτελεί το ιατρικό του πιστοποιητικό, το οποίο και υιοθέτησε. Οι θέσεις που προώθησε ήταν σαφείς, εμπεριστατωμένες και πλήρως σχετικές με τα επίδικα ζητήματα. Η δε μαρτυρία του χαρακτηρίζεται από αμεσότητα και ευκρίνεια. Εξήγησε με σαφή, παραστατικό, επεξηγηματικό και αρκούντως διαφωτιστικό τρόπο, τα όσα ανέφερε στο Τεκμήριο 23, χωρίς η επί τούτου μαρτυρία του να παρουσιάζει οποιεσδήποτε ουσιώδεις αντιφάσεις ή τέτοιας μορφής αδυναμίες που να κλονίζουν την αξιοπιστία του. Τουναντίον, μέσω της μαρτυρίας του έδωσε όλα τα απαραίτητα εχέγγυα και επιστημονικά κριτήρια που επιτρέπουν στο Δικαστήριο να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα ευρήματα σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα. Εξάλλου, η μαρτυρία του, επί της ουσίας της, δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά των Εναγόμενων και παρέμεινε, ουσιαστικά, αναντίλεκτη.
Ως εκ τούτου, την μαρτυρία του ΜΕ 2, την αποδέχομαι στο σύνολο της και στη βάση αυτής προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα. Ενδεικτικά, στη βάση της μαρτυρίας του, καταλήγω ότι από το επίδικο ατύχημα η Ενάγουσα υπέστη κάκωση στην περιοχή του αυχένα, το οποίο ήταν και το οξύ πρόβλημα που αυτή είχε να αντιμετωπίσει συνεπεία τούτου (του ατυχήματος) με τα συμπτώματα της να βελτιώθηκαν με την διενέργεια φυσιοθεραπειών. Επίσης, το εν λόγω ατύχημα επιδείνωσε το προϋπάρχον πρόβλημα της Ενάγουσας στην περιοχή του δεξί της ώμου, και δη τα συμπτώματα άλγους που ήδη παρουσίαζε, κατά καιρούς, σε αυτόν, τα οποία όμως αναμένετο να βελτιωθούν με την πάροδο του χρόνου. Τέλος, ένεκα του επίδικου ατυχήματος, η Ενάγουσα υπέστη κάκωση στην περιοχή της οσφύος, η οποία δεν ήταν τόσο έντονη, με αυτήν (την Ενάγουσα) να παρουσιάζει ενοχλήσεις στην ιερολαγόνιο άρθρωση και τα συμπτώματα της να βελτιώθηκαν με την πάροδο του χρόνου.
ΜΕ 3
Η μαρτυρία του ΜΕ 3, στο βαθμό που αφορά την επίδικη σύγκρουση, συμβαδίζει με την κοινή λογική, αλλά και την πραγματική και λοιπή αποδεκτή μαρτυρία, ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η δε μαρτυρία του, στο βαθμό που αφορά τη φύση των επίδικων δρόμων και τη σκηνή του επίδικου ατυχήματος, τα σημεία στα οποία προκλήθηκαν οι επίδικες ζημίες στο πρώτο όχημα, επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο των φωτογραφιών (Τεκμήρια 4, 27 και 28[11]), τα οποία, επί της ουσίας τους, δεν αμφισβητήθηκαν και, κατά συνέπεια, γίνεται δεκτή.
Σημειώνω εδώ, επίσης, ότι ο ισχυρισμός του περί του ότι η Ενάγουσα, όταν ο ίδιος βρισκόταν στη σκηνή του επίδικου ατυχήματος με σκοπό να συλλέξει τα στοιχεία και τα γεγονότα που αφορούσαν τούτο, του είχε αναφέρει ότι η Εναγόμενη 1 παραβίασε το αλτ της Διασταύρωσης και εξήλθε από το Δρόμο εντός της Λεωφόρου και εντός της πορείας της, με την Εναγόμενη 1 να είναι παρούσα και να μην αρνείται τούτο στον ίδιο, δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς των Εναγομένων (δεν αντεξετάστηκε επί τούτου ο ΜΕ 3) και, επομένως, αυτός γίνεται δεκτός. Εν πάση δε περιπτώσει, τούτο συμβαδίζει και με το Τεκμήριο 2, στο οποίο υπάρχει χειρόγραφη σημείωση από συγκεκριμένο λειτουργό της Ύδρας που επικοινώνησε, κατά τον επίδικο χρόνο, με συγκεκριμένη λειτουργό της Εναγόμενης 2 ότι η τελευταία παραδέκτηκε ευθύνη για το επίδικο ατύχημα, σημείωση η οποία, επίσης, ουδόλως αμφισβητήθηκε από πλευράς των Εναγομένων.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους που εξήγησα, τη μαρτυρία του ΜΕ 3 την αποδέχομαι στο σύνολο της και στη βάση αυτής προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.
Τελικά ευρήματα
Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης της ενώπιον μου μαρτυρίας, μπορώ να καταλήξω με ασφάλεια και στα, επιπρόσθετα, των αρχικών, εξής ευρήματα:
Κατά τον επίδικο χρόνο, η Ενάγουσα οδηγούσε το πρώτο όχημα κρατώντας την αριστερή λωρίδα της Λεωφόρου ως η πορεία της. Σε κάποια στιγμή, και ενώ το πρώτο όχημα βρισκόταν σε σημείο πολύ κοντά στη συμβολή του Δρόμου με τη Λεωφόρο, η Εναγόμενη 2, με το δεύτερο όχημα, εισήλθε, από το Δρόμο, εντός της Λεωφόρου (κύριος δρόμος) και εντός της λωρίδας κυκλοφορίας της Ενάγουσας, παραβιάζοντας το αλτ της Διασταύρωσης, χωρίς να ελέγξει την κίνηση των διερχόμενων οχημάτων εντός της Λεωφόρου, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με την αριστερή πλευρά του πρώτου οχήματος και να επέλθουν οι πιο πάνω κοινώς αποδεκτές και μη αμφισβητούμενες ζημίες σε αυτό. Η κρίση μου ότι η είσοδος του δεύτερου οχήματος εντός της Λεωφόρου, κατά τον πιο πάνω τρόπο, έλαβε χώρα σε χρόνο που η απόσταση του πρώτου οχήματος, από τη συμβολή του Δρόμου με τη Λεωφόρο, ήταν πολύ μικρή, βασίζεται στο γεγονός ότι οι κοινώς αποδεκτές και μη αμφισβητούμενες ζημίες που προκλήθηκαν από την επίδικη σύγκρουση στο πρώτο όχημα παρουσιάζοντο μόνο στην αριστερή πλευρά αυτού και όχι στο μπροστινό του μέρος, γεγονός ενδεικτικό της εγγύτητας των δύο εμπλεκόμενων οχημάτων ακριβώς πριν την είσοδο του δεύτερου οχήματος στη Λεωφόρο (αναφορικά με το ζήτημα της εγγύτητας δύο οχημάτων όταν το ένα εξέρχεται από πάροδο εντός του κύριου δρόμου, βλ. Ιωαννίδου v. Γιάννη (1990) 1 Α.Α.Δ. 213). Η Ενάγουσα, αφότου επήλθε η εν λόγω σύγκρουση και, έτσι, αντιλήφθηκε τον κίνδυνο, έθεσε, ενστικτωδώς, σε εφαρμογή τα φρένα του πρώτου οχήματος, το οποίο είχε σχεδόν ακινητοποιηθεί από την επίδικη σύγκρουση, ενώ με την εφαρμογή των φρένων ακινητοποιήθηκε εντελώς, με την ίδια να «πέφτει» πάνω στο τιμόνι του πρώτου οχήματος. Στη βάση των γεγονότων αυτών, μολονότι αδυνατώ, από την ενώπιον μου σχετική, αποδεκτή, μαρτυρία να καταλήξω σε εύρημα ως προ την ακριβή ταχύτητα του πρώτου οχήματος, εντούτοις, μπορώ με ασφάλεια να καταλήξω ότι αυτή δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υπερβολική ή μεγάλη, δεδομένης της σχεδόν ακινητοποίησης του από την πλευρική και μόνο επίδικη σύγκρουση. Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι, η όποια προηγούμενη οδική συμπεριφορά της Εναγόμενης στο Δρόμο, παρέμεινε άγνωστη στο Δικαστήριο, αφού ουδεμία σχετική μαρτυρία παρουσιάστηκε.
Συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, η Ενάγουσα υπέστη διάσειση, η οποία της προκάλεσε τα συμπτώματα κεφαλαλγίας και ζαλάδας που παρουσίαζε (βλ. Τεκμήριο 23). Επίσης, υπέστη θλάση αυχένα, σε υπόβαθρο προϋπάρχοντων εκφυλιστικών αλλοιώσεων, η οποία θλάση ήταν το αποτέλεσμα της παλινδρόμου κίνησης της κεφαλής (η οποία (κεφαλή) πριν το επίδικο ατύχημα βρισκόταν σε αδράνεια), κάκωση στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης, με την Ενάγουσα να παρουσιάζει ενοχλήσεις στην ιερολαγόνιο άρθρωση και κάκωση στον δεξί της ώμο, επί εδάφους προϋπάρχουσας χρόνιας αρθροπάθειας σε αυτόν. Ένεκα δε της εν λόγω προϋπάρχουσας κατάστασης της Ενάγουσας, στον δεξί της ώμο, η κάκωση την οποία αυτή υπέστη στην εν λόγω περιοχή, από το επίδικο ατύχημα, επιδείνωσε τα συμπτώματα άλγους που παρουσίαζε, κατά καιρούς, σε αυτόν (τον ώμο), με τα οξέα όμως συμπτώματα της, ως κατέγραψε ο ΜΕ 2 στο Τεκμήριο 23, να αναμένετο να βελτιωθούν με την πάροδο του χρόνου.
Η Ενάγουσα, στις 15.4.2019, όταν επισκέφθηκε τον ΜΕ 2 παρουσίαζε άλγος και δυσκαμψία στην περιοχή του αυχένα, άλγος στην περιοχή της οσφύος, που επιδεινώνετο με την κίνηση, ως επίσης και άλγος στον δεξί της ώμο κατά την κίνηση. Ένεκα δε των εν λόγω συμπτωμάτων, ο ΜΕ 2 της συνέστησε τη χρήση αυχενικού κολάρου, το οποίο η Ενάγουσα φορούσε, συνεχώς, για περίοδο 3 εβδομάδων, πλην των ωρών που κοιμόταν, ενώ λάμβανε και σχετική αναλγητική φαρμακευτική αγωγή και χρησιμοποιούσε ειδικό gel για εντριβή στην περιοχή του αυχένα για να ανακουφίζεται από τον πόνο. Επίσης, για περίοδο 3 μηνών περίπου, η Ενάγουσα παρουσίαζε έντονες κεφαλαλγίες και ζαλάδες, ενώ είχε αφόρητους πόνους στην περιοχή του αυχένα, στον δεξί της ώμο και πόνο στην περιοχή της οσφύος. Το μεγαλύτερο (οξύ) όμως πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η Ενάγουσα, συνεπεία του ατυχήματος, ήταν οι κακώσεις που υπέστη στον αυχένα και τα συμπτώματα που ανέπτυξε στην εν λόγω περιοχή ένεκα τούτων, ενώ η κάκωση στην οσφύ και τα συμπτώματα που παρουσίαζε η Ενάγουσα λόγω αυτής, ήταν λιγότερο έντονα.
Κατά τις 31.5.2019, όταν η Ενάγουσα εξετάστηκε εκ νέου από τον ΜΕ 2, η κατάσταση της παρουσίαζε βελτίωση, με τα συμπτώματα κεφαλαλγίας και ζαλάδας, όμως, να εξακολουθούσαν να υφίσταντο σε κάποιο βαθμό. Επίσης, το άλγος που παρουσίαζε στην περιοχή του αυχένα και η κίνηση του αυχένα της είχαν βελτιωθεί, με την κάμψη του να είναι πλήρης, παρουσιάζοντας δυσφορία στην ακραία θέση και η έκταση του να είναι επώδυνη στις τελευταίες 30 μοίρες. Παρά την βελτίωση των εν λόγω συμπτωμάτων της, η Ενάγουσα, ανεμένετο να παρουσιάζει κρίσεις άλγους και δυσφορίας κατά την αλλαγή του καιρού και την φυσική κόπωση. Περαιτέρω, η Ενάγουσα, στις 31.5.2019, αν και παρουσίαζε βελτίωση των συμπτωμάτων της στην περιοχή της οσφύος, συνέχιζε να παρουσιάζει ευαισθησία στην ιερολαγόνιο άρθρωση και αναμένετο, επίσης, να παρουσιάζει κρίσεις άλγους και δυσφορίας, στην εν λόγω περιοχή, κατά την αλλαγή του καιρού και την φυσική κόπωση.
Η ζωή της Ενάγουσας, συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, περιορίστηκε σημαντικά για περίοδο, περίπου, 3 μηνών μετά από αυτό, ενώ λόγω τούτου (του ατυχήματος), της δημιουργήθηκε έντονη φοβία σε σχέση με την οδήγηση και για αυτό οδηγούσε πιο σπάνια.
Συνεπεία δε του επίδικου ατυχήματος, η Ενάγουσα κατέβαλε πέραν του συνολικού ποσού των €2.311,73 (βλ. κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα αναφορικά με το κόστος επιδιόρθωσης του πρώτου οχήματος και το κόστος διενέργειας φυσιοθεραπειών), το συνολικό ποσό των €74,16 για την αγορά φαρμακευτικής αναλγητικής/ παυσίπονης αγωγής και αυχενικού κολάρου (βλ. Τεκμήρια 10, 16 και 18), ως επίσης και το συνολικό ποσό των €450 αναφορικά με τις επισκέψεις της στον ΜΕ 2 για εξέταση της ιατρικής της κατάστασης, αλλά και την έκδοση από αυτόν του ιατρικού πιστοποιητικού - Τεκμήριο 23. Περαιτέρω, η Ενάγουσα κατέβαλε στον ΜΕ 2, το ποσό των €400 (βλ. Τεκμήριο 25) ως αμοιβή για να παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της ακρόασης της ουσίας της παρούσας αγωγής.
Τέλος, η όποια υπερτασική κρίση της Ενάγουσας στις 19.4.2019 και τα όποια έξοδα υπέστη συνεπεία αυτής, δεν συνδέθηκαν με το επίδικο ατύχημα.
Νομική πτυχή και υπαγωγή των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης σε αυτήν
Αναφορικά με το θέμα της ευθύνης, είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι η αμέλεια είναι θέμα γεγονότος το οποίο αποφασίζεται βάσει των συνθηκών και των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης (βλ. Patsalides v. Yiapani (1969) 1 CLR 84 και Panayiotou v. Mavrou (1970) 1 CLR 215).
Στα πλαίσια εκδίκασης μιας τέτοιας υπόθεσης, το Δικαστήριο θα πρέπει πρώτα να αποφασίσει αν έχει αποδειχθεί αμέλεια εκ μέρους του εναγόμενου και εάν η απάντηση είναι καταφατική, τότε, θα πρέπει να εξετάσει εάν ο ενάγοντας έχει συντρέχουσα αμέλεια και, σε μια τέτοια περίπτωση, ακολούθως, να καθορίσει τα εκατέρωθεν ποσοστά ευθύνης (βλ. Φοίβος Μαυρίδης v. Rima J. Dharaghji κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013).
Αποτελεί θεμελιωμένη νομολογιακή αρχή ότι η αμέλεια, ως πραγματικό γεγονός, συνίσταται στην παράλειψη επίδειξης εύλογης προσοχής κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης (βλ. Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475).
Η συμπεριφορά ενός οδηγού εξετάζεται και κρίνεται με βάση το επίπεδο του μέσου συνετού ανθρώπου, δηλαδή με βάση την αντίληψη ενός συνηθισμένου οδηγού και όχι του ενεχόμενου οδηγού (βλ. Μαρκαντώνης ν. Δημάκη (1989) 1 C.L.R. 387), ο δε προσδιορισμός του καθήκοντος, ποικίλει ανάλογα με τα αντικειμενικά δεδομένα που επικρατούν στη σκηνή.
Όπως, μάλιστα, αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρόσφατη απόφαση, ημερομηνίας 16.12.2019, στην Πολιτική Έφεση αρ. 38/2015, Χαραλάμπους ν. McGill, το καθήκον φροντίδας και μέριμνας οφείλεται και επιδεικνύεται σε κάθε πρόσωπο που, κατά λογική πρόβλεψη, δυνατόν να επηρεαστεί από τις πράξεις ενός οδηγού. Το κριτήριο για την διαπίστωση αμέλειας είναι αντικειμενικό, με μέτρο τον μέσο συνετό και προσεκτικό οδηγό και η πρόβλεψη για τη δυνατότητα κινδύνου συναρτάται με τις κοινές εμπειρίες οδήγησης και το καθήκον της δέουσας παρατηρητικότητας. Όταν η πιθανότητα κινδύνου είναι εύλογα αναμενόμενη ή αντιληπτή, τότε η παράλειψη προφύλαξης συνιστά αμέλεια (βλ. Αργυρού ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 378). Με αναφορά στην υπόθεση Γεώργιου Μάρκου ν. Παναγιώτη Μιχαήλ, Πολιτική Έφεση αρ. 246/2012, απόφαση ημερομηνίας 27.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:A310, υπογραμμίστηκε ότι η αμέλεια, ως νομική έννοια, εξαντλείται, στην πράξη, στην εξέταση των πραγματικών γεγονότων της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Ούτε είναι μετρήσιμη με απόλυτους μαθηματικούς υπολογισμούς, παραμένουσα ζήτημα εκτίμησης και υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών του ατυχήματος στις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές. Ο οδηγός, έχοντας υπόψη το αντικειμενικό επίπεδο επιμέλειας, έχει την υποχρέωση να συμπεριφέρεται, κατά τον έλεγχο του οχήματός του, όπως αναμένεται από ένα μέσο συνετό οδηγό. Από την άλλη, οι άλλοι χρήστες του δρόμου, είτε οδηγοί, είτε πεζοί, υπέχουν συντρέχουσας αμέλειας εάν δεν λαμβάνουν μέτρα αυτοπροστασίας. Η συντρέχουσα αμέλεια, δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο ενάγων απέναντι στον εναγόμενο, αλλά σε καθήκον αυτοπροστασίας (βλ. Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Mohammad Al Sharif (2012) 1 ΑΑΔ 28).
Τέλος, το ζήτημα της αμέλειας, αποφασίζεται υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας που έχει προσαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ασχέτως εάν η μαρτυρία δόθηκε από τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο (βλ. Kardanos Transport Co. Limited v Κωνσταντίνου (2011) 1 ΑΑΔ 267, Fabrey a.ο. v. Demetriou, as administratrix of the estate of the deceased Angelos Demetriou (1976) 1 C.L.R. 1).
Εν προκειμένω, ως ήδη ανέφερα ανωτέρω, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι το δεύτερο όχημα εξήλθε από το Δρόμο και εισήλθε εντός της Λεωφόρου (κύριο δρόμο) και εντός της λωρίδας κυκλοφορίας της Ενάγουσας, παραβιάζοντας το αλτ της Διασταύρωσης, χωρίς να βεβαιωθεί, προτού εισέλθει εντός της Λεωφόρου, ότι ήταν ασφαλές να πράξει τούτο. Ως λέχθηκε στην υπόθεση Ουλουπή Μάριος Σ. v. Γεώργιου Χρίστου κ.α (1999) 1 ΑΑΔ 1508:
«Είναι γεγονός ότι η είσοδος του εφεσείοντα στον κύριο δρόμο χωρίς να σταματήσει στη συμβολή των δύο δρόμων θα αποτελούσε από μόνη της αμέλεια. Είναι όμως νομολογιακά καθιερωμένο ότι αποτελεί αμέλεια και αν ακόμα ο οδηγός της παρόδου σταματήσει στη συμβολή της με τον κύριο δρόμο, αν πριν εισέλθει σ' αυτόν δεν εβεβαιώνετο ότι ήταν ασφαλής να το κάμει σε σχέση με οχήματα που χρησιμοποιούν τον κύριο δρόμο κατά προτεραιότητα. (Βλέπε: Παπαδέτης ν. Αστυνομία (1991) 2 Α.Α.Δ. 279).
[…]
Είμαστε της γνώμης ότι, έχοντας υπόψη την αιφνίδια κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο εφεσίβλητος 1 ως αποτέλεσμα της αμέλειας του εφεσείοντα να εισέλθει από την πάροδο στον κύριο δρόμο απροειδοποίητα και χωρίς να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να το πράξει, δεν είχε ο εφεσίβλητος 1 καθόλου χρόνο να αποφύγει τη σύγκρουση ή να είχε λάβει προηγουμένως άλλα μέτρα προφύλαξης απ' αυτά που έλαβε. Και, κατά συνέπεια, ότι δεν συνέτεινε σε οποιοδήποτε βαθμό στο ατύχημα. Συνακόλουθα, ούτε ο εφεσίβλητος 2 υπέχει ευθύνη στο ατύχημα. Περιττεύει ως εκ τούτου να ασχοληθούμε με το λόγο έφεσης 1(στ) που αναφέρεται στην εκ προστήσεως ευθύνη του εφεσίβλητου 2.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα».
Στην υπόθεση Κυριάκου Παύλου ν. Ανδρέα Παπακυπριανού (2000) 1 ΑΑΔ 974, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα, αναφορικά με το ζήτημα της επιμελούς οδήγησης και της δέουσας παρατηρητικότητας που αναμένεται να επιδεικνύεται από οδηγούς:
«…έχει νομολογηθεί ότι το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών.Ο νουνεχής οδηγός μπορεί εύλογα να υποθέσει ότι όπως ο ίδιος έτσι και άλλοι οδηγοί θα εκπληρώσουν το καθήκον επιμέλειας έναντι του ιδίου και άλλων οδηγών (Βλ. Varnakides v. Police (1969) 2 C.L.R. 1, Νικολαΐδης κ.α. ν. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 422, 428, Κυριάκου κ.α. ν. Κανάρη, Πολιτική ΄Εφεση 8907/5.11.97).
Σε σχέση με τον οδηγό οχήματος που οδηγεί κατά μήκος κύριου δρόμου, έχει νομολογηθεί ότι, δεν χρειάζεται, εκτός αν υπάρχουν συνθήκες τέτοιες που να προδιαθέτουν για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, να προβλέψει ότι άλλος οδηγός θα μπεί από πάροδο στον κύριο δρόμο, χωρίς πρώτα να σταματήσει και να βεβαιωθεί ότι είναι ασφαλές να το πράξει (Βλ. Varnakides v. Papamichael and Another (1970) 1 C.L.R. 367 και Χατζηγιάννη ν. Κουμάση κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 150, 154).Δεν έχει καθήκον να λάβει εξαιρετικές προφυλάξεις εκτός εάν είχε οποιαδήποτε προειδοποίηση ή ένδειξη ότι άλλος οδηγός που χρησιμοποιεί το δρόμο θα εισέρχετο στον κύριο δρόμο από πάροδο χωρίς να σταματήσει στη συμβολή των δύο δρόμων και να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να προχωρήσει (Βλ. Τουλουπή ν. Λαμπασκή, Πολιτική ΄Εφεση 9605/23.9.97, Σοφοκλέους ν. Χαριλάου, Πολιτική ΄Εφεση 9761/22.9.98)».
Στην υπόθεση Ιωαννίδου v. Γιάννη (ανωτέρω), τονίστηκε η πάγια υποχρέωση οδηγών οχημάτων που προσεγγίζουν τον κύριο δρόμο να μην παρεμβάλουν εμπόδια στην πορεία των οχημάτων επί του κύριου δρόμου και ότι κάθε παρέμβαση στο δικαίωμα αυτό συνιστά παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας. Στην εν λόγω δε υπόθεση, κρίθηκε ότι η εκεί οδηγός που εξέρχετο από την πάροδο, έφερε αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα εφόσον εισήλθε στον κύριο δρόμο όταν την χώριζε μικρή μόνο απόσταση από το όχημα που οδηγείτο στον κύριο δρόμο, πράξη η οποία κατέστησε την σύγκρουση αναπόφευκτη. Μάλιστα δε, σε εκείνη την περίπτωση η οδηγός είχε σταματήσει στο αλτ πριν την συμβολή και η σύγκρουση έγινε περί τα 5μ. (16 πόδια) από την συμβολή των δύο οδών, στοιχείο που κατά το Εφετείο υποδηλούσε ότι η σύγκρουση έγινε σε ελάχιστη απόσταση και χρόνο μετά την είσοδο του οχήματος της στην λεωφόρο. Ως προς το ζήτημα της ευθύνης όταν η σύγκρουση γίνεται σε ελάχιστη απόσταση και χρόνο από την είσοδο ενός οχήματος από την πάροδο εντός του κύριου δρόμου, καθιστώντας της σύγκρουση αναπόφευκτη, βλέπε επίσης την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Πολ. Έφεση αρ. 167/2019, Ελένη Λοϊζου v. Μιχάλη Χριστοδούλου, απόφαση ημερ. 22.1.2025.
Έχοντας κατά νου τα ευρήματα μου, κρίνω ότι η Εναγόμενη 1 και κατ’ επέκταση, στη βάση των προνοιών του άρθρου 16Α του Νόμου, η Εναγόμενη 2 (ως η ασφαλιστική εταιρεία που παρείχε ασφαλιστική κάλυψη στο δεύτερο όχημα), ήταν αμελείς έναντι της Ενάγουσας. Και τούτο γιατί το δεύτερο όχημα εισήλθε, από το Δρόμο, εντός της Λεωφόρου, και δη εντός του κύριου δρόμου, κατά το χρόνο που το πρώτο όχημα κινείτο σε σημείο πολύ κοντά στην Διασταύρωση, θέτοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εμπόδιο στην ελεύθερη πορεία του πρώτου οχήματος, το οποίο χρησιμοποιούσε τη Λεωφόρο κατά προτεραιότητα, καθιστώντας τη σύγκρουση αναπόφευκτη.
Αποτελεί, επομένως, κρίση μου ότι η γενεσιουργός αιτία της επίδικης σύγκρουσης ήταν η αμελής κίνηση της Εναγόμενης 1, ενώ η Ενάγουσα είχε κάθε δικαίωμα για ελεύθερη και ανεμπόδιστη χρήση του μέρους της Λεωφόρου που βρισκόταν στην πορεία της.
Προχωρώ τώρα να εξετάσω την εισήγηση των Εναγομένων ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να καταλήξει ότι η Ενάγουσα υπέχει συντρέχουσας αμέλειας. Στη βάση των πιο πάνω νομολογιακών αρχών αλλά και των ευρημάτων μου, κατά την κρίση μου, δεν μπορεί να αποδοθεί συντρέχουσα αμέλεια και/ή ευθύνη στην Ενάγουσα λόγω παράλειψης της να λάβει μέτρα προφύλαξης έναντι του ενδεχόμενου η Εναγόμενη 1, αιφνιδίως και χωρίς καμία προειδοποίηση, να εισέλθει από το Δρόμο εντός της Λεωφόρου (τον κύριο δρόμο), κατά το χρόνο που το πρώτο όχημα κινείτο στο συγκεκριμένο σημείο (και δη πολύ κοντά στη Διασταύρωση) και σε δρόμο στον οποίο η Ενάγουσα είχε προτεραιότητα. Το καθήκον για επιμελή οδήγηση, δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών. Άλλωστε, στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ελλείπει οποιαδήποτε μαρτυρία που να επιτρέπει κρίση ότι η Ενάγουσα είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί την παρουσία του δεύτερου οχήματος εντός του Δρόμου, καθώς επίσης και της ταχύτητας με την οποία τούτο κινείτο και γενικότερα της όλης οδικής συμπεριφοράς της Εναγόμενης 1, κατ’ εκείνο το χρόνο, ώστε να ήταν δυνατόν για το Δικαστήριο να καταλήξει σε εύρημα ότι η Ενάγουσα απέτυχε να αντιληφθεί την πρόθεση της Εναγόμενης 1 να ενεργήσει αμελώς, σε χρόνο που να επέτρεπε στην πρώτη να λάβει αποτρεπτικά, της σύγκρουσης, μέτρα. Η όποια δε σχετική αντίληψη μπορεί να προκύψει, από το περιεχόμενο των φωτογραφιών (Τεκμήριο 27), ως προς την όποια τυχόν ορατότητα της Ενάγουσας προς το Δρόμο, περιορίζεται σε σημείο που το πρώτο όχημα θα βρίσκετο ήδη σε πολύ κοντινή απόσταση από το Δρόμο. Αποτέλεσμα τούτων, είναι ότι, στη βάση της ενώπιον μου μαρτυρίας, τίποτε δεν προδίκαζε ότι η Εναγόμενη 1 θα εξέρχετο αιφνιδίως, κατά τον πιο πάνω τρόπο, από το Δρόμο εντός της Λεωφόρου, κατά το χρόνο που το πρώτο όχημα κινείτο στο συγκεκριμένο σημείο και, ως εκ τούτου, υπό τις περιστάσεις, δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί στην Ενάγουσα ευθύνη για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη. Η εν λόγω πράξη της Εναγόμενης 1 κατέστησε την επίδικη σύγκρουση αναπόφευκτη, εφόσον δεν άφησε κανένα περιθώριο στην Ενάγουσα για να λάβει μέτρα προς αποτροπή της σύγκρουσης. Σημειώνω, επίσης, ότι, εν προκειμένω, δεν έχει τεθεί οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς το ποιο ήταν το όριο ταχύτητας στη Λεωφόρο ή ποια ήταν η ακριβής ταχύτητα της Ενάγουσας πριν την επίδικη σύγκρουση. Υπενθυμίζω δε ότι το βάρος απόδειξης της συντρέχουσας αμέλειας βρίσκετο στους ώμους των Εναγομένων, οι οποίες ουδεμία μαρτυρία παρουσίασαν ενώπιον του Δικαστηρίου είτε ως προς την οδική συμπεριφορά της Ενάγουσας είτε αυτήν της Εναγόμενης 1, κατά το χρόνο πριν και μέχρι την επίδικη σύγκρουση.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι αποκλειστική υπεύθυνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος ήταν η Εναγόμενη 1 και κατ’ επέκταση η Εναγόμενη 2.
Αποζημιώσεις
Γενικές Αποζημιώσεις
Σε ότι αφορά τις γενικές αποζημιώσεις, οι αρχές είναι πολύ καλά γνωστές και δεν χρειάζεται εκτενής αναφορά σε αυτές. Αρκεί να λεχθεί ότι ο σκοπός της επιδίκασης αποζημιώσεων που επιδικάζονται προς όφελος θύματος αστικού αδικήματος είναι η, κατά το δυνατόν, αποκατάσταση του στη θέση που θα βρισκόταν πριν διαπραχθεί το εν λόγω αστικό αδίκημα και να αποδοθεί δικαιοσύνη στην απώλεια και ζημιά του, χωρίς να τίθεται υπέρμετρο βάρος στον αδικοπραγούντα (βλ. Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1982) 1 CLR 789). H νομολογία αποκαλύπτει σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, τάση που αντανακλά μεγαλύτερη ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο, την αγωνία της αναπηρίας και την ψυχική οδύνη από την περιθωριοποίηση του ανθρώπου (βλ. Μαυροπετρή ν. Γεωργίου (1995) 1 ΑΑΔ 66, Θεμιστοκλέους ν. Παρασκευά (1992) 1 Α.Α.Δ. 498, Παναγή κ.ά. ν. Κακόψιτου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 839). Προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο, υπό την έννοια της αρχής του stare decisis, αλλά παρέχουν καθοδήγηση. Είναι δεκτό, επίσης, πως πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος (βλ. Ιακώβου v. Ι. Παπαδάκη κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 2079, Τζιβανίδης v. Μιχαηλίδη (2008) 1 ΑΑΔ 218 και Karkallis v. Galatariotis & Sons (1980) 1 CLR 265). Αποτελεί, επίσης, σταθερή αρχή πως οι αποζημιώσεις πρέπει να είναι κοινωνικά παραδεκτές. Η αποζημίωση δεν έχει σκοπό την τιμωρία, αλλά την αποκατάσταση του θύματος του αστικού αδικήματος στη θέση στην οποία εύλογα θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα βρισκόταν αν δεν τραυματιζόταν (βλ. Μιχαήλ v. Συκοπετρίτης Λτδ (2000) 1 ΑΑΔ 1049 και Μαυροπετρή (ανωτέρω)).
Εν προκειμένω, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Ενάγουσας εισηγήθηκαν ότι το ποσό των €6.000 είναι λογικό ως γενικές αποζημιώσεις για τους τραυματισμούς της, ενώ ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγομένων εισηγήθηκε ότι, επί πλήρους ευθύνης, το ποσό των €3.000 είναι λογικό.
Μελέτησα με προσοχή τα στοιχεία αριθμού υποθέσεων στις οποίες καθορίστηκαν ποσά γενικών αποζημιώσεων για παρόμοιους τραυματισμούς και τα σύγκρινα με αυτά της υπό κρίση περίπτωσης. Άντλησα καθοδήγηση από αριθμό αποφάσεων στις οποίες υπάρχει αναλογία με τη συγκεκριμένη υπόθεση, στο είδος των τραυμάτων και στα επακόλουθα, προβαίνοντας, βέβαια, στις αναγκαίες προσαρμογές και λαμβάνοντας υπόψη ότι η κάθε υπόθεση έχει τις ιδιαιτερότητες της και ότι είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρξουν δύο υποθέσεις με τα ίδια ακριβώς γεγονότα και στοιχεία.
Στην υπόθεση Στέφανου v. Αντωνίου, Πολ. Έφεση αρ. 508/2012, απόφαση ημερ. 17.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:A545, στην οποία με παρέπεμψαν οι συνήγοροι της Ενάγουσας, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία το τελευταίο επιδίκασε το ποσό των €6.000 ως γενικές αποζημιώσεις στην εφεσίβλητη, η οποία συνεπεία του ατυχήματος είχε υποστεί εγκεφαλική διάσειση, διάστρεμμα αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης πρώτου βαθμού, θλάση θώρακος και θωρακικής μοίρας και θλάση δεξιού μηρού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την περίοδο 2 μηνών που χρειάστηκε η εφεσίβλητη για την αποθεραπεία της, την μελλοντική πιθανότητα δημιουργίας οστεοαρθρίτιδας, ως επίσης και τον πόνο και ταλαιπωρία που αυτή υπέστη συνεπεία του ατυχήματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην εν λόγω υπόθεση, ανέφερε και τα εξής: «Η σοβαρότητα των τραυματισμών της εφεσίβλητης, ο πόνος, η οδύνη και η ταλαιπωρία, η διάρκεια της δυσχέρειας, τα κατάλοιπα και οι μελλοντικές συνέπειες του τραυματισμού της: ενοχλήσεις στις αλλαγές του καιρού, λήψη αναλγητικών φαρμάκων, ότι σε κάποιο βαθμό περιορίστηκαν οι δραστηριότητες της προ του ατυχήματος, τρέξιμο, δρόμο, ποδήλατο, περπάτημα και κολύμβηση, δικαιολογούσαν την επιδίκαση του ποσού των €6.000 ως γενικές αποζημιώσεις. Οι προηγούμενες αποφάσεις στις οποίες παραπέμπει ο δικηγόρος του εφεσείοντος Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, Μερακλή ν. Ταλιώτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1148 και Δημητρίου ν. Ιωάννου (2003) 1 Α.Α.Δ. 274) και στις οποίες επιδικάστηκαν, για τους ίδιους ή παρόμοιους τραυματισμούς, πολύ χαμηλότερα ποσά, καθοδηγητικές και μόνο, δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο, ούτε και ανταποκρίνονται στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα (Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789)».
Στην υπόθεση Δέσποινας Χριστοδούλου v. Rudolf Hoffer, Πολ. Έφεση αρ. 263/2012, απόφαση ημερ. 11.1.2018, στην οποία, επίσης, με παρέπεμψαν οι συνήγοροι της Ενάγουσας, το ποσό των €4.500 που επιδικάστηκε ως γενικές αποζημιώσεις, στην εφεσείουσα, η οποία είχε υποστεί κάκωση αυχένα, τραυματισμό στην περιοχή του θώρακα και φούσκωμα στο πηγούνι, με αυτήν να παραπονείτο για πόνο στον αυχένα, κεφαλαγία και ζάλη, στην οποία χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή και της συστήθηκε να χρησιμοποιηθεί κολάρο αυχένα, επικυρώθηκε κατ’ έφεση. Τα συμπτώματα ζάλης της εφεσείουσας διήρκησαν για περίοδο 2-3 μηνών μετά το ατύχημα, ενώ σχεδόν 2 μήνες μετά το ατύχημα, η βελτίωση της κατάστασης της ήταν ικανοποιητική.
Στην υπόθεση Κωνσταντινίδης v. Παπαμιλτιάδους κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ. 733, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε αποζημίωση ύψους £1.000, για πόνο στον αυχένα, κεφαλαλγία και ζάλη, για τα οποία η ασθενής έπαιρνε, για αρκετό καιρό, φάρμακα.
Στην υπόθεση Νεοκλέους v. Worley (2001) 1 A.A.Δ. 652, το Ανώτατο Δικαστήριο αύξησε το ποσό των γενικών αποζημιώσεων που επιδικάσθηκαν υπέρ του Εφεσείοντα, από £2.000 σε £3.500, καθότι σε εκείνη την περίπτωση ο Εφεσείοντας είχε υποστεί βαρύ διάστρεμμα του αυχένα που περιλάμβανε κακώσεις μαλακών μορίων, περιλαμβανομένων συνδέσμων του αυχένα και δεν αποκλείετο και η κάκωση δίσκων. Τρία χρόνια μετά το ατύχημα, ο Εφεσείοντας παρουσίασε μεγάλη αύξηση οστεοαρθρητικών αλλοιώσεων, οι οποίες προϋπήρχαν του τραυματισμού του, αλλά επιδεινώθηκαν. Η επιδείνωση της προϋπάρχουσας κατάστασης αποδόθηκε, μερικώς, στον τραυματισμό του κατά το ατύχημα.
Στην υπόθεση Αλέξης Χριστοφίνης v. Στέλλας Φραντζή, Πολ. Έφεση αρ. 328/2011, απόφαση ημερ. 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A202, στην οποία με παρέπεμψαν οι συνήγοροι της Ενάγουσας, η εφεσίβλητη, συνεπεία του ατυχήματος, υπέστη διάστρεμμα αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και αιμωδίες άνω άκρων, θλάση προσθίου θωρακικού τοιχώματος και μώλωπες στην περιοχή στέρνου. Έγινε θεραπεία με τοποθέτηση αυχενικού κολλάρου για 15 μέρες, χορήγηση αναλγητικών και αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, ενώ συνεστήθη φυσιοθεραπεία και ανάπαυση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη επίσης σε εύρημα ότι η εφεσείουσα παρουσιάζει άλγος, δυσκαμψία του αυχένα και αιμωδίες άνω άκρων, μόνο κατά τις αλλαγές του καιρού ή όταν κουράζεται αρκετά. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην εν λόγω υπόθεση, έκρινε υπερβολικό το ποσό των €10.000 που επιδικάσθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως γενικές αποζημιώσεις και αντικατέστησε τούτο με το ποσό των €7.000 ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για τον πόνο και ταλαιπωρία που η εφεσίβλητη υπέστη και εξακολουθεί να υφίσταται συνεπεία του ατυχήματος.
Σημειώνω εδώ ότι τα δεδομένα της πιο πάνω υπόθεσης είναι σοβαρότερης μορφής από την υπό κρίση περίπτωση.
Όπως γίνεται αντιληπτό οι πιο πάνω υποθέσεις, αφορούν τραυματισμούς που, σε κάποιο βαθμό, ομοιάζουν με την παρούσα περίπτωση, χωρίς να μου διαφεύγει ότι σε κάποιες εξ’ αυτών προκλήθηκαν και σωματικές βλάβες που δεν παρατηρούνται στην παρούσα περίπτωση και/ή ότι σε κάποιες εξ αυτών οι σωματικές βλάβες ήταν πολύ πιο σοβαρές από την παρούσα υπόθεση.
Δεν μου διαφεύγει, βέβαια, σε καμία περίπτωση ότι αφενός οι πιο πάνω αποφάσεις εξεδόθησαν τα έτη 2001-2018 (σε εφετειακό επίπεδο, με τις πρωτόδικες κρίσεις να ανάγονται, προφανώς, σε προγενέστερο χρόνο) και, αφετέρου, ότι τα τελευταία χρόνια διαπιστώνεται μια τάση για αύξηση των αποζημιώσεων σε σύγκριση με το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικαζόταν στο παρελθόν.
Οι παράγοντες, κατ’ εμένα, που υπέχουν σημασίας για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων, είναι ο πόνος και ταλαιπωρία την οποία υπέστη η Ενάγουσα συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, τα όποια τυχόν κατάλοιπα της έχουν μείνει ως αποτέλεσμα των συγκεκριμένων τραυματισμών, το κατά πόσο πρόκειται για μόνιμες βλάβες, ενώ, στα πλαίσια της ταλαιπωρίας, θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η οποιαδήποτε επίδραση των επίδικων τραυμάτων στην καθημερινότητα της Ενάγουσας. Στα πιο πάνω συνυπολογίζεται επίσης, το γεγονός ότι, ένεκα του επίδικου ατυχήματος, η προϋπάρχουσα βλάβη της Ενάγουσας στο δεξί της ώμο επιδεινώθηκε, για τουλάχιστον κάποιο χρονικό διάστημα μετά το εν λόγω ατύχημα (βλ. Αριστείδου v. Παυλίδου (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2153 και Καρδανάς κ.ά. v. Καραμούζη (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 191).
Έχω υπόψη μου τα όσα καταγράφηκαν στα ευρήματα μου ανωτέρω, τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω, και ότι η Ενάγουσα έχει υποστεί τις σωματικές ζημιές και τους τραυματισμούς που αναφέρθηκαν ανωτέρω, με τα οξέα συμπτώματα της να έχουν βελτιωθεί, χωρίς να της έχουν μείνει οποιαδήποτε λειτουργικά κατάλοιπα. Λαμβάνω, επίσης, υπόψη μου ότι η Ενάγουσα, είχε έντονους πόνους, μετά το επίδικο ατύχημα, στην περιοχή του αυχένα (που ήταν και το σοβαρότερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει), στον δεξί της ώμο και πόνο στην περιοχή της οσφύος (περιοχή η οποία παρουσίαζε λιγότερο έντονα συμπτώματα) και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή της ιερολαγόνιου άρθρωσης, ενώ υπέφερε από έντονους πονοκεφάλους και ζαλάδες. Έχω δε υπόψη μου ότι η διάρκεια της ταλαιπωρίας της, από τους τραυματισμούς που υπέστη συνεπεία του ατυχήματος, διήρκησε για περίπου 3 μήνες. Ακόμη, λαμβάνω υπόψη μου ότι για περίοδο περίπου 3 εβδομάδων μετά το ατύχημα, η Ενάγουσα λάμβανε αναλγητική/ παυσίπονη αγωγή και φορούσε, συνεχώς (πλην των ωρών που κοιμόταν), αυχενικό κολάρο, το οποίο, μετά τις εν λόγω 3 εβδομάδες, συνέχιζε να το φορά όταν αισθανόταν αφόρητο πόνο στον αυχένα. Έχω, επίσης, υπόψη ότι, η Ενάγουσα, μετά την ολοκλήρωση των 12 φυσιοθεραπειών που ακολούθησε, μίας παγοθεραπείας και ενός θεραπευτικού μασάζ, δεν χρειάστηκε να αναζητήσει ξανά βοήθεια επαγγελματία φυσιοθεραπευτή. Περαιτέρω, λαμβάνω υπόψη μου ότι, συνεπεία του ατυχήματος, η Ενάγουσα, κατά την περίοδο αλλαγής του καιρού ή τη φυσική κόπωση, θα παρουσιάζει άλγος και δυσφορία στην περιοχή του αυχένα και της οσφύος (στην ιερολαγόνιο άρθρωση). Τέλος, λαμβάνω υπόψη ότι η καθημερινότητα της Ενάγουσας, για περίπου 3 μήνες μετά το ατύχημα, επηρεάστηκε από τους εν λόγω τραυματισμούς της, εφόσον πονούσε και ζαλιζόταν κατά την κίνηση, χρειαζόταν τρίτα άτομα για να την μεταφέρουν, καθότι δεν μπορούσε να οδηγήσει, ενώ μετά το ατύχημα της δημιουργήθηκε φοβία σε σχέση με την οδήγηση.
Έχοντας κατά νου όλη την προαναφερθείσα νομολογία, κρίνω ότι είναι ορθό και δίκαιο να επιδικαστεί υπέρ της Ενάγουσας, το ποσό των €5.000 για τον πόνο και ταλαιπωρία που αυτή υπέστη συνεπεία του επίδικου ατυχήματος.
Ειδικές Αποζημιώσεις
Υπενθυμίζω εδώ ότι οι ειδικές αποζημιώσεις που διεκδικεί η Ενάγουσα για τις φυσιοθεραπείες και το κόστος επιδιόρθωσης του πρώτου οχήματος έχουν συμφωνηθεί ότι, επί πλήρους ευθύνης, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των €2.311,73.
Υπενθυμίζω, στο παρόν στάδιο, ότι νομολογιακά έχει καθιερωθεί ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να καταγράφονται με κάθε λεπτομέρεια στις έγγραφες προτάσεις και να αποδεικνύονται αυστηρά από τον ενάγοντα με την προσκόμιση της κατάλληλης αποδεκτής μαρτυρίας και τις οποίες πρέπει να αποδεικνύει με σαφήνεια και συγκεκριμένα στοιχεία (βλ. υποθέσεις Σπύρου ν. Χ"Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 298, Ηρακλέους ν. Πίτρος (1994) 1 ΑΑΔ 299 και Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου (1996) 1 ΑΑΔ. 1157, Νεοκλής Αντωνιάδης ν. Μιχάλης Σταύρου (1998) 1 ΑΑΔ 1171).
Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, σε ότι αφορά τα υπόλοιπα ποσά που η Ενάγουσα διεκδικεί ως ειδικές αποζημιώσεις, σημειώνω τα εξής.
Σε ότι αφορά το συνολικό ποσό των €74,16 για τα έξοδα φαρμακείου, σχετικά είναι τα Τεκμήρια 10, 12, 16 και 18, τα οποία ουδόλως αμφισβητήθηκαν από πλευράς των Εναγομένων και τα οποία αποτελούν έξοδα τα οποία έχουν δεόντως δικογραφηθεί εκ μέρους της Ενάγουσας. Κρίνω δε ότι τούτα τα έξοδα, στη βάση των ανωτέρω τελικών μου ευρημάτων, ήταν αναγκαία, υπό τις περιστάσεις, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε η Ενάγουσα, συνεπεία του επίδικου ατυχήματος.
Σε ότι αφορά το ποσό των €100 που διεκδικεί η Ενάγουσα (όπως προκύπτει από την γραπτή της αγόρευση), στη βάση του Τεκμηρίου 15, αρκούμαι απλά να σημειώσω ότι το εν λόγω ποσό δεν έχει δικογραφηθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στην Έκθεση Απαίτησης της και, επομένως, δεν πληρείται, εν προκειμένω, η νομολογιακή επιταγή που θέλει κάθε ειδική ζημία τόσο να δικογραφείται όσο και να αποδεικνύεται ειδικώς, και, επομένως, τούτο δεν μπορεί να της αποδοθεί. Εν πάση όμως περιπτώσει, σημειώνω εδώ και το εξής. Στην προκειμένη περίπτωση, ως έχω ήδη αναφέρει στα τελικά μου ευρήματα ανωτέρω, η Ενάγουσα δεν έχει συσχετίσει, μέσω της μαρτυρίας που προσκόμισε, επαρκώς, ότι η υπερτασική κρίση που υπέστη, στις 19.4.2019, και κατ’ επέκταση η αναγκαιότητα της επίσκεψης της στον εν λόγω γιατρό (που εξέδωσε το Τεκμήριο 15) ήταν απόρροια του επίδικου ατυχήματος. Ως προς το ζήτημα του ότι ένας ενάγοντας οφείλει να αποδείξει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας του αντίδικου του και των ζημιών που έχει υποστεί, βλ. σχετικά την απόφαση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ελευθερίας Ζιπίτη κ.α (2003) 1 ΑΑΔ 749. Τα όσα δε αναφέρουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Ενάγουσας στην αγόρευση τους περί του ότι τα όσα αυτή βίωσε ένεκα των τραυματισμών που υπέστη, συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, δικαιολογούν την έξαρση άγχους εκ μέρους της και, συνεπώς, την αύξηση της αρτηριακής της πίεσης, με κάθε σεβασμό, ως έχω ήδη εξηγήσει ανωτέρω, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά, καθότι συνιστούν μαρτυρία και δη μαρτυρία γνώμης, με μία τέτοια μαρτυρία (γνώμης) για το εν λόγω ζήτημα να μην έχει παρουσιαστεί ενώπιον μου, ενώ, γενικότερα, σημειώνω ότι δεν είναι επιτρεπτό να δίδεται μαρτυρία μέσω της αγόρευσης ενός διαδίκου.
Στρέφομαι τώρα στο συνολικό ποσό των €450, το οποίο δικογραφείται και διεκδικείται από την Ενάγουσα αναφορικά με τις επισκέψεις της στον ΜΕ 2 και την σύνταξη, από τον τελευταίο, του ιατρικού πιστοποιητικού (Τεκμήριο 23). Σχετικά με το εν λόγω συνολικό ποσό είναι τα Τεκμήρια 11, 19, 22 και 24), τα οποία υιοθετήθηκαν πλήρως από τον ΜΕ 2, ο οποίος τα συνέταξε και ο οποίος ουδόλως αμφισβητήθηκε για τούτα κατά την αντεξέταση του. Κρίνω δε ότι οι υπηρεσίες για τις οποίες έγιναν οι συγκεκριμένες χρεώσεις και καταβλήθηκαν τα συγκεκριμένα ποσά, ήταν αναγκαίες, υπό τις περιστάσεις, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε η Ενάγουσα, συνεπεία του επίδικου ατυχήματος.
Αναφορικά τώρα με το ποσό των €400 (Τεκμήριο 25) που η Ενάγουσα διεκδικεί για τα έξοδα παρουσίας του ΜΕ 2 ενώπιον του Δικαστηρίου, για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσης της εναντίον των Εναγομένων, σημειώνω ότι το εν λόγω τεκμήριο προσήχθη χωρίς οποιαδήποτε ένσταση από πλευράς των τελευταίων, ενώ τούτο ουδόλως τέθηκε εν αμφιβόλω από πλευράς τους, κατά την αντεξέταση του ΜΕ 2, που το κατέθεσε. Παρά δε το γεγονός ότι το εν λόγω ποσό δεν είναι δικογραφημένο, ως η σχετική νομολογία, επιτάσσει αναφορικά με την δικογράφηση των ειδικών αποζημιώσεων, εντούτοις, σημειώνω, ότι τούτο αποτελεί ειδική ζημία που υπέστη η Ενάγουσα μετά την καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης της και ειδικότερα λίγες μέρες πριν την παρουσίαση του ΜΕ 2 ενώπιον του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της ακρόασης της ουσίας της υπόθεσης. Στη βάση δε των όσων αποφασίστηκαν στην υπόθεση Fysco v. Γεωργίου (1991) 1 ΑΑΔ 1014, σχετικό απόσπασμα το οποίο παραθέτω κατωτέρω, στις περιπτώσεις που έχει αποκρυσταλλωθεί ειδική ζημία μεταξύ της καταχώρησης της έκθεσης απαίτησης και της δίκης και δεν γίνει ανάλογη τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης, τότε, αν η σχετική μαρτυρία προσαχθεί χωρίς ένσταση, τέτοια αποζημίωση μπορεί να δοθεί ως ειδική ζημία, νοουμένου ότι γίνει η εν λόγω αναγκαία τροποποίηση:
«Στις περιπτώσεις όπου από την ημερομηνία της καταχώρησης της έκθεσης απαιτήσεως μέχρι την δίκη έχει αποκρυσταλλωθεί ζημία επιδεκτική αριθμητικού υπολογισμού, αναμένεται πως θα γίνεται η κατάλληλη τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως. Αν δεν γίνει, και μαρτυρία έχει προσαχθεί χωρίς ένσταση, η αποζημίωση μπορεί να δοθεί σαν ειδική αποζημίωση υπό τον όρο ότι θα γίνει η αναγκαία τροποποίηση στην έκθεση απαιτήσεως».
Στη βάση, επομένως, των πιο πάνω, και με δεδομένο ότι η συγκεκριμένη χρέωση ύψους €400 (Τεκμήριο 25), η οποία καταβλήθηκε από την Ενάγουσα προς τον ΜΕ 2, ήταν αναγκαία, υπό τις περιστάσεις, για σκοπούς απόδειξης των σωματικών βλαβών που αυτή υπέστη συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, κρίνω ότι η Ενάγουσα απέδειξε ότι δικαιούται στο εν λόγω ποσό. Παρά ταύτα, οι Εναγόμενες θα υποχρεούνται να της καταβάλουν τούτο, νοουμένου ότι η Ενάγουσα, εντός 15 ημερών από σήμερα, προχωρήσει στην καταχώρηση τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης, στην οποία να περιλαμβάνει το εν λόγω ποσό, στις αξιώσεις της για ειδικές αποζημιώσεις εναντίον τους.
Στη βάση όλων των ανωτέρω, κρίνω ότι η Ενάγουσα απέδειξε, ως η νομολογία επιτάσσει, ότι δικαιούται στο συνολικό ποσό των €3.235,89, ως ειδικές αποζημιώσεις (€2.311,73 (βλ. κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα) + €74,16 + €450 + €400).
Τόκος
Παραμένει τέλος, το θέμα του τόκου. Είναι γνωστό ότι το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια σε σχέση με το θέμα του τόκου. Σχετικό είναι το άρθρο 58 (Α) του Κεφ. 148 και το άρθρο 33 του Ν. 14/60. Υπάρχει δε επί του θέματος πλούσια νομολογία. Ενδεικτικά αναφέρω τις αποφάσεις στις υποθέσεις Φοινικαρίδης κ.ά. v. Γεωργίου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475) και Θεοφάνους v. Κουρουκλά (2006) 1 Α.Α.Δ. 528.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, το επίδικο ατύχημα επεσυνέβη στις 9.4.2019 και η Ενάγουσα καταχώρησε γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα στις 14.5.2019. Στη βάση των πιο πάνω, είναι δεδομένο ότι η Ενάγουσα ενήργησε με τη δέουσα σπουδή στην καταχώρηση της παρούσας αγωγής και, ως εκ τούτου, κρίνω ότι στο ποσό των γενικών αποζημιώσεων, αυτή δικαιούται τόκο από την ημερομηνία του εν λόγω ατυχήματος. Σε ότι δε αφορά το ποσό των ειδικών αποζημιώσεων ύψους €2.835,89 (€3.235,89 - €400), κρίνω ότι η Ενάγουσα δικαιούται τόκο, από την ημερομηνία καταχώρησης της Έκθεσης Απαίτησης της (17.9.2019), όταν ήταν ήδη αποκρυσταλλωμένες τούτες οι ζημιές, αφού είχε ήδη καταβάλει τα σχετικά ποσά (βλ. Fysco -ν- Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014). Τέλος, σε ότι αφορά το ποσό των €400 που η Ενάγουσα κατέβαλε στον ΜΕ 2 για την παρουσία του στο Δικαστήριο κατά την ακρόαση της υπόθεσης, η Ενάγουσα δικαιούται τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.
Κατάληξη
Στη βάση των όσων προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, κρίνω ότι αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος, φέρει η Εναγόμενη 1 και, κατ’ επέκταση, και η Εναγόμενη 2, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω.
Κατά συνέπεια, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων 1 και/ή 2, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα:
(1) για το ποσό των €5.000 ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμο τόκο επί του εν λόγω ποσού από τις 9.4.2019 μέχρι εξόφλησης.
(2) για το ποσό των €2.835,89 ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμο τόκο από τις 17.9.2019 μέχρι εξόφλησης.
(3) για το ποσό των €400 ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμο τόκο από σήμερα μέχρι εξόφλησης. Νοείται ότι το εν λόγω ποσό, οι Εναγόμενες 1 και/ή 2 θα υποχρεούνται να το καταβάλουν στην Ενάγουσα, νοουμένου ότι αυτή, εντός 15 ημερών από σήμερα, καταχωρήσει τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης, στην οποία να περιλαμβάνει τούτο (το ποσό των €400) στις αξιώσεις της για ειδικές αποζημιώσεις εναντίον των Εναγομένων 1 και/ή 2, χωρίς, για την ενέργεια της αυτή, να είναι απαραίτητη η επισύναψη πιστού αντίγραφου της παρούσας απόφασης.
Σε ότι αφορά τα έξοδα, δεν βρίσκω κανέναν λόγο για να αποκλίνω από τον γενικό κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων 1 και/ή 2, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, στην κλίμακα της αγωγής (€2.000 - €10.000).
(Υπογρ.)……………………..
Ν. Πετρίδου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Βλ. πρακτικό ημερ. 18.10.2023, σελ. 25.
[2] Βλ. Τεκμήριο 23.
[3] Βλ. παράγραφο 6(α) έως (κδ) της Έκθεσης Απαίτησης.
[4] Βλ. παράγραφο 7(α) – 7(ιθ) της Έκθεσης Απαίτησης.
[5] Βλ. παράγραφο 12 της Έκθεσης Απαίτησης.
[6] Η πλευρά των Εναγομένων, δεν προσκόμισε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου.
[7] Βλ. παράγραφο 4 (α) – (δ) της Υπεράσπισης.
[8] Οι υπογραμμίσεις δικές μου, καθώς και όσες ακολουθούν.
[9] Η Ενάγουσα, ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, κατέθεσε το Έγγραφο Α.
[10] Παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, κατόπιν κλήσης μάρτυρα – Τεκμήριο 26 και κατέθεσε, ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, το Έγγραφο Β.
[11] Σημειώνω ότι το Τεκμήριο 28 και μέρος του Τεκμηρίου 4 (οι φωτογραφίες), ως ανέφερε ο ΜΕ 3 και δεν αμφισβητήθηκε επί τούτου, αποτελείται από φωτογραφίες που λήφθηκαν από τον εκτιμητή της Εναγόμενης 2 αναφορικά με τις ζημίες που υπέστη το πρώτο όχημα κατά τον επίδικο χρόνο, συνεπεία του επίδικου ατυχήματος.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο