Ανδρέας Αναστασίου ν. Ανδρέας Κόκκινος, Απαίτηση αρ. 1166/24, 20/6/2025
print
Τίτλος:
Ανδρέας Αναστασίου ν. Ανδρέας Κόκκινος, Απαίτηση αρ. 1166/24, 20/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Ηλία, Ε.Δ.

Απαίτηση αρ. 1166/24

Μεταξύ:-

Ανδρέας Αναστασίου

Ενάγων

-και-

 

Ανδρέας Κόκκινος

Εναγόμενος

 

Ενδιάμεση Απόφαση

Αίτηση, ημ. 8/11/2024

 

Ημερομηνία: 20 Ιουνίου 2025

Για Ενάγοντα / Καθ’ ου η Αίτηση: κ. Μ. Βιολάρης για M. Violares LLC

Για Εναγόμενο / Αιτητή: κ. Γ. Γεωργίου για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε.

 

Με την ως άνω απαίτηση ο Ενάγων αξιώνει:

-       το ποσό των €19,245.71, πλέον ΦΠΑ, δυνάμει, μεταξύ άλλων, πιστοποιητικού και/ή διατακτικού πληρωμής για εκτελεσθείσες εργασίες,

-       το ποσό των €6,272, πλέον ΦΠΑ, μεταξύ άλλων, «ως εκτελεσθείσα – μη πιστοποιημένη από τον Αρχιτέκτονα του Έργου – εργασία», και

-       το ποσό των €15,327.50, πλέον ΦΠΑ, ως επακόλουθη χρηματική απώλεια και/ή διαφυγόντα κέρδη,

-       νόμιμο τόκο και έξοδα.

 

Ο Εναγόμενος στις 30/10/2024 καταχώρισε δια των συνηγόρων του σημείωμα εμφάνισης στο οποίο δηλώνεται η πρόθεση του να αμφισβητήσει την απαίτηση, πλην, όμως, δεν σημειώνεται η πρόθεση του να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

 

Στις 8/11/2024 καταχωρίστηκε η υπό κρίση αίτηση με την οποία ο Εναγόμενος αιτείται:

-       τη «διόρθωση και/ή θεραπεία του διαδικαστικού λάθους στο σημείωμα εμφάνισης κατά τρόπο το οποίο [sic] να μπορεί να αμφισβητηθεί η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου σύμφωνα με το Μέρος 12 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας»,

-       δήλωση ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει την δικαιοδοσία του, και

-       την αναστολή της διαδικασίας και την προώθηση των διαφορών των μερών σε διαιτησία. 

 

Η αίτηση βασίζεται μεταξύ άλλων στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας 2023, Μέρη 1, 2, 3 (κ. 3.8), 10, 12, 22, 23, 25 και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Εναγόμενου, αναφορά στην οποία θα γίνει πιο κάτω.

 

Ο Ενάγων καταχώρισε ένσταση στην αίτηση προβάλλοντας αριθμό λόγων ένστασης, οι οποίοι στη βάση της επιχειρηματολογίας που προώθησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του, εστιάζονται στα ακόλουθα:

-       Ο Εναγόμενος υπήχθη εκούσια στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και υφίσταται διαδικαστικό κώλυμα (procedural estoppel).

-       Δεν υφίσταται δικονομική πρόνοια για διόρθωση ή τροποποίηση του σημειώματος εμφάνισης.

-       Ελλείπει το δικαιοδοτικό άρθρο 8, Κεφ. 4 από τη νομική βάση της αίτησης.

-       Το Πιστοποιητικό Πληρωμής / Διατακτικό Αρ. 3 ουδέποτε αμφισβητήθηκε σύμφωνα με τους όρους της Συμφωνίας και εντός των σχετικών προθεσμιών με αποτέλεσμα να καταστεί τελεσίδικο, δεσμευτικό και εκτός πλαισίου αμφισβήτησης.

-       Η αίτηση αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας αφού σκοπεύει στην καθυστέρηση της ομαλής και απρόσκοπτης επίλυσης της διαφοράς.

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Ενάγοντα, αναφορά στην οποία θα γίνει πιο κάτω.

 

Η ακρόαση διεξήχθη στη βάση των γραπτών και προφορικών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των μερών, οι οποίες έχουν μελετηθεί και δεν κρίνεται σκόπιμη η λεπτομερής αναφορά σε αυτές, πέραν του αναγκαίου κατωτέρω.

 

Εξέταση της αίτησης

 

Αμφότεροι οι διάδικοι συμφωνούν ότι στις 16/10/2023 συνήψαν τη Συμφωνία, Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, δυνάμει της οποίας ο Εναγόμενος ανέθεσε στον Ενάγοντα διάφορες οικοδομικές εργασίες για την ανέγερση της οικίας του έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής.

 

Αυτό που κατ’ ουσία επιδιώκει ο Εναγόμενος δια της υπό κρίση αίτησης είναι η αναστολή της δικαστικής διαδικασίας προκειμένου η διαφορά μεταξύ των μερών να επιλυθεί στο πλαίσιο διαιτησίας, σύμφωνα με τον όρο 37 της Συμφωνίας.

 

Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει αφορά στη μη σημείωση στο καταχωρισθέν σημείωμα εμφάνισης της πρόθεσης του Εναγόμενου να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Βασικά, δεν είναι η ύπαρξη δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου για εκδίκαση της απαίτησης που αμφισβητείται αλλά το κατά πόσο, κατ’ εφαρμογή των προνοιών της Συμφωνίας, το Δικαστήριο θα πρέπει να αρνηθεί να ασκήσει τη δικαιοδοσία του αναστέλλοντας τη διαδικασία προς επίλυση της διαφοράς μέσω διαιτησίας.

 

Ως τέθηκε από τον Πική, Δ., ως ήταν τότε, στην Tradax Graanhandel B.V. v Queensea Marine Company Limited (1986) 1 CLR 559, «[t]he very object of arbitration, I may add, is to provide alternative machinery to that of the judicial process for the resolution of disputes arising under the contract. Au arbitration clause does not oust the jurisdiction of the Court nor could such a proposition be countenanced in view of Article 30.1 of the Constitution guaranteeing access to the Court. But the Court may stay the proceedings in appropriate circumstances to enable the parties to resolve their dispute in the forum chosen in their agreement.». Ωσαύτως, λέχθηκε, περαιτέρω, ότι «[t]he object of arbitration is not to provide a substitute for the coercive powers of the Court to order the discharge of contractual or other obligations. Arbitration is merely an alternative forum for the elucidation of the facts and establishment of the contractual liabilities of the parties.».

 

(δέστε, επίσης, Προοδευτική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν Κουρουκλίδη κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 1374, Κεφάλας ν Petevis & Georgiades Associates κ.α. (2011) 1 ΑΑΔ 1916)

 

Σχετικά, ο κ. 12.1(2) των ΚΠΔ 2023 προβλέπει ότι εναγόμενος ο οποίος επιθυμεί να υποβάλει αίτηση για την έκδοση διατάγματος με το οποίο να αναγνωρίζεται ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του οφείλει πρώτα να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης στο οποίο να σημειώνεται η κατάλληλη επιλογή υποδηλώνοντας την πρόθεση του αυτή (δέστε, επίσης, κ. 10.1(5)).

 

Αντίστοιχο είναι το Part 11 των αγγλικών διαδικαστικών κανονισμών, το οποίο, ως αναφέρεται στο σύγγραμμα Blackstone’s Civil Practice 2022, παρ. 19.1 «…may be invoked where there is any dispute over the court’s power or authority to try a claim, including disputes over the bringing of litigation despite an arbitration clause in an agreement between the parties.».

 

Αφενός, ο Ενάγων χαρακτηρίζει την παράλειψη του να σημειώσει επί του σημειώματος εμφάνισης την εν λόγω πρόθεση του ως διαδικαστικό σφάλμα και επικαλείται για τη διόρθωση του τη σχετική γενική εξουσία του Δικαστηρίου (κ. 3.8) και, διαζευκτικά, τη δυνατότητα για τροποποίηση του σημειώματος εμφάνισης (κ. 10.2(4)(5)). Αφετέρου, ο Εναγόμενος προβάλλει ότι δεν τίθεται ζήτημα σφάλματος ή τροποποίησης του σημειώματος εμφάνισης εφόσον η μη σημείωση της πρόθεσης για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας στο σημείωμα εμφάνισης δημιουργεί διαδικαστικό κώλυμα (procedural estoppel) εμποδίζοντας πλέον τον Εναγόμενο να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Προς τούτο παραπέμπει στην Arvi & Co., UABARVIir ko v Hip Azotara Doo, Πολ. Εφ. Αρ. 66/18, ημ. 28/9/2023.

 

Σχετική με το ζήτημα αυτό είναι η Pitalia and another v NHS England [2023] EWCA Civ 657, όπου ο πρωτόδικος δικαστής ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«60. I should add, since it is relevant to some of the argument advanced in this case, that it is clear that the failure to tick the box in a Claim form indicating an intention to contest the court’s jurisdiction is neither a necessary nor a sufficient basis to do so. It is not necessary because an application under CPR 11(1) is not predicated on the defendant having done so; it is not sufficient because, once the Acknowledgement of Service is served, CPR 11(1) sets out a different procedure that must be adopted in order to contest the court’s jurisdiction. However, the court will not doubt be alert in the appropriate case to the possibility that, by failing to tick the relevant box, the defendant may in fact be taken to have accepted that the court has jurisdiction to hear the case. That matter will be fact specific. It would certainly not apply here where the Acknowledgment of Service was accompanied by a letter specifically raising that issue.».

 

Ο Lord Bean συμφωνώντας με τον πρωτόδικο δικαστή ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«34. I agree with the judge that the failure of the Defendant’s solicitors, when completing the acknowledgment of service form, to tick the box indicating an intention to contest jurisdiction is not fatal to their application for relief. Even if the box had been ticked an application would still have been required to be made within 14 days. CPR 11(1) does not say that a box on a form must be ticked: it says that an application must be made. As the judge put it, a tick in the box is neither necessary nor sufficient as a basis for challenging jurisdiction.».

 

Κρίθηκε, επομένως, ότι η σημείωση στο σχετικό κουτάκι δεν ήταν ούτε απαραίτητη ούτε αρκετή, εφόσον «CPR 11(1) does not say that a box on a form must be ticked: it says that an application must be made.».

 

Οι ημεδαποί, όμως, διαδικαστικοί κανονισμοί διαφοροποιούνται στο ότι, πέραν της καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, η οποία είναι κοινή προϋπόθεση στα δύο νομικά συστήματα, προσθέτουν ότι θα πρέπει να σημειωθεί σε αυτό η πρόθεση για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας (κ. 12.1 (2) (πιο πάνω)). Έτσι, ενώ ο αγγλικός κανονισμός 11(5) προβλέπει ότι «(5) If the defendant – (a) files an acknowledgment of service; and (b) does not make such an application within the period specified in paragraph (4), he is to be treated as having accepted that the court has jurisdiction to try the claim.», ο ημεδαπός κ. 12.1(4) προβλέπει ότι «αν ο εναγόμενος: (α) δεν συμμορφωθεί με την παράγραφο (2) ή (β) έχοντας συμμορφωθεί με την παράγραφο (2), δεν υποβάλει τέτοια αίτηση εντός της περιόδου η οποία καθορίζεται στην παράγραφο (3), ο εναγόμενος θεωρείται ότι έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και δεν δύναται να ισχυριστεί ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του.». Ενώ, δηλαδή, πέραν της καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, με βάση τους αγγλικούς κανονισμούς, ως έχουν ερμηνευθεί στην Pitalia (ανωτέρω), το βασικό δικονομικό διάβημα είναι η καταχώριση σχετικής αίτησης, με βάση τους ημεδαπούς κανονισμούς οι βασικές προϋποθέσεις είναι δύο: η σημείωση της κατάλληλης επιλογής στο σημείωμα εμφάνισης και η καταχώριση σχετικής αίτησης. Η παράλειψη συμμόρφωσης με οποιαδήποτε από αυτές τις δύο προϋποθέσεις («ή») δημιουργεί τεκμήριο («θεωρείται») αποδοχής από μέρους του εναγομένου της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου μη καθιστώντας πλέον δυνατή την έγερση ισχυρισμού περί μη άσκησης της. 

 

Θα πρέπει, επομένως, να εξεταστεί κατά πόσο η εν λόγω παράλειψη μπορεί να θεραπευτεί λαμβάνοντας υπόψη ότι, βάσει του κ. 12.1(4), ο Εναγόμενος θεωρείται ότι έχει αποδεχτεί τη δικαιoδοσία του Δικαστηρίου.

 

Στην αγγλική νομολογία το ζήτημα απασχόλησε με αναφορά στην παράταση του χρόνου καταχώρισης της σχετικής αίτησης. Έχω την άποψη ότι καθοδήγηση από τις σχετικές αρχές της αγγλικής νομολογίας μπορεί να αντληθεί και σε σχέση με την παράλειψη συμμόρφωσης με την ημεδαπή επιπρόσθετη προϋπόθεση, δηλαδή την παράλειψη σχετικής σημείωσης στο σημείωμα εμφάνισης, αφού η ουσία του ζητήματος είναι κοινή: κατά πόσο παράλειψη συμμόρφωσης με σχετική προϋπόθεση μπορεί να θεραπευτεί προς άρση του τεκμηρίου αποδοχής της δικαιοδοσίας.

 

Αρχικά, στην υπόθεση του Privy Council, Texan Management Ltd v Pacific Electric Wire and Cable Company Ltd [2009] UKPC 46, ο Lord Collins ανέφερε ότι παρά την πρόνοια του αγγλικού κ. 11(5) για αποδοχή της δικαιοδοσίας σε περίπτωση μη καταχώρισης της σχετικής αίτησης εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, το δικαστήριο μπορεί ακόμα και αναδρομικά να επεκτείνει το χρόνο καταχώρισης της. Λέχθηκε, περαιτέρω, ότι δεν τίθεται ζήτημα κυρώσεων καθότι ο κ. 11(5) εφαρμόζεται σε οποιοδήποτε εναγόμενο που καταχωρεί σημείωμα εμφάνισης και δεν επιθυμεί την αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας. Ως εκ τούτου, η αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρισης αίτησης για αμφισβήτηση δικαιοδοσίας θα μπορούσε να στηρίζεται στον αγγλικό κ. 3.1(2)(α) για επέκταση του χρόνου αντί στον κ. 3.9 για απαλλαγή από κυρώσεις (δέστε, επίσης, The Alexandros T [2013] UKSC 70, Awendale Resources Incorporated v Pyxis Capital Management Limited [2020] EWHC 1286 (Ch)).

 

Στη συνέχεια, όμως, θεωρήθηκε ότι εφαρμογή είχαν οι αρχές για άρση κύρωσης. Στην Zumax Nigeria Ltd v First City Monument Bank plc [2016] EWCA Civ 567 ο Lord Kitchin, αφού αναφέρθηκε στην Texan (ανωτέρω), ανέφερε τα ακόλουθα: «Nevertheless, it has now been confirmed by the decision of this court in Salford Estates (No 2) Ltd v Altomart Ltd [2015] 1 WLR 1825that an application for an extension of time for compliance with the rules falls to be decided in accordance with the same principles as an application for relief from sanctions, and that is so even if the rule in issue does not itself prescribe a sanction for its default.». Ακολούθως, στην Apex Global Management Ltd and another v Global Torch Ltd [2017] EWCA Civ 315 o Lord Gloster, με αναφορά στην Zumax (ανωτέρω), ανέφερε ότι «It follows that whether the appellants should be permitted to make a late application for a stay falls to be determined in accordance with Denton v TH White [2014] 1 WLR 3926. Otherwise they will be taken to have submitted to the English courts' jurisdiction.». (Δέστε, επίσης, Ibrahim v AXA Belgium [2024] EWHC 856 (KB).)

 

Ωσαύτως, στην πρόσφατη Wei and others v Long and other companies [2025] EWHC 158 (KB), η οποία αφορούσε στην εκπρόθεσμη καταχώριση σημειώματος εμφάνισης σε συνάρτηση με αίτηση βάσει του Part 11, το High Court εφαρμόζοντας τις αρχές της Denton and others v TH White Ltd and another [2014] EWCA Civ 906 επέτρεψε την αίτηση για άρση κύρωσης ώστε ο εναγόμενος να μην θεωρούνταν ότι είχε δεχθεί τη δικαιοδοσία ή να του απαγορευόταν να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία. Θα πρέπει να σημειωθεί, βέβαια, ότι υπήρχε αμφισβήτηση κατά πόσο η εκπρόθεσμη καταχώριση σημειώματος εμφάνισης συνεπαγόταν την επιβολή εξυπακουόμενης κύρωσης. Κατά πόσο, δηλαδή η μη δυνατότητα υποβολής αίτησης δυνάμει του Part 11 συνιστούσε εξυπακουόμενη κύρωση. Ο προβληματισμός εδραζόταν στις Lufthansa Technik AG v Panasonic Avionics Corp and others [2023] EWCA Civ 1273 και Yesss (A) Electrical Ltd v Warren [2024] EWCA Civ 14. Εντούτοις, ο εναγόμενος αναγνωρίζοντας ότι υπήρχαν πρωτόδικες αποφάσεις που υποστήριζαν τη θέση περί επιβολής εξυπακουόμενης κύρωσης και επιφυλάσσοντας τη θέση του σε σχέση με την ορθότητα της προσέγγισης αυτής υπέβαλε αίτηση για άρση από κυρώσεις «to protect their position.». 

 

Τόσο στη Lufthansa (ανωτέρω) όσο και στην Yesss (ανωτέρω), αλλά και στην πιο πρόσφατη Viegas and others v The Estate of Jose Luis Cutrale and another [2024] EWCA Civ 1122, υιοθετήθηκε η προσέγγιση ότι το κατά πόσο ένας κανονισμός επιφέρει εξυπακουόμενη κύρωση θα πρέπει να τυγχάνει στενότερης ερμηνείας. Η ουσία του ζητήματος αφορά στις εφαρμοστέες αρχές προς άρση ή διόρθωση της κατάστασης. Στην περίπτωση εξυπακουόμενης κύρωσης εφαρμόζονται για την άρση της οι αρχές της Denton (ανωτέρω), ενώ στην περίπτωση που δεν υφίσταται εξυπακουόμενη κύρωση εφαρμόζονται οι αρχές του πρωταρχικού σκοπού. Παρόλο που ως λέχθηκε στην Lufthansa (ανωτέρω) «the “ethos” of Denton (c.f. FXF paragraph 76) applies generally in the overriding objective»,  «the characteristic feature of applications for relief from sanctions is not these factors as such, it is the fact that the application arises in circumstances in which the sanction is already properly in place and the applicant is seeking to disapply it.  Thus as Lord Dyson MR (giving the judgment of the court) noted in Mitchell v News Group Newspapers [2014] 1 WLR 795at paragraph 45: “On an application for relief from a sanction, therefore, the starting point should be that the sanction has been properly imposed and complies with the overriding objective.”». Ως εναργέστερα τέθηκε στην Viegas (ανωτέρω), «It may still be relevant to consider the matters reflected in the Denton three-stage test (seriousness and significance of the delay, the reasons for it and other relevant circumstances), but, unlike an application for relief from sanction, the matter should not be approached on the basis that the “starting point” is that “the sanction has been properly imposed and complies with the overriding objective” (to use words of Lord Dyson MR in Mitchell v News Group Newspapers Ltd (Practice Note) [2013] EWCA Civ 1537, [2014] 1 WLR 795, at paragraph 45).».».

 

Σύμφωνα με την Yesss (ανωτέρω), «the hurdle for identifying something as an unexpressed but implicit sanction must be a high one» και, ως εξηγήθηκε στη Viegas (ανωτέρω), «It is evident from Yesss that the scope for identifying further implied sanctions is “very narrow”.». Ως προς το κριτήριο του κατά πόσο υφίσταται εξυπακουόμενη κύρωση, λέχθηκαν τα ακόλουθα στην Lufthansa (ανωτέρω) από τον Lord Birss: «…it does not follow that breach of any rule, PD or order which required something to be done within a certain time necessarily requires a relief from sanctions application, and in that respect I agree with both Martin Spencer J in Mark v Universal Coatings & Services [2019] 1 WLR 2376at paragraph 54 and with HHJ Paul Matthews in In Re Wolf Rock (Cornwall) Ltd [2020] EWHC 2500 (Ch) at paragraph 26.  Simply because a rule, PD or order uses a word like “must” does not on its own engage the relief from sanctions doctrine.  As Martin Spencer J observed in Mark v Universal, one needs to look at what the default position would be if no extension of time (or other relief) was granted.  If a sanction is in effect, either as a result of the express terms of a rule, PD or order, or by implication, then relief is required, but if not, not. For example in the context of witness statements (see Chartwell), rule 32.10 provides that if a witness statement is not served in time the witness may not be called to give evidence, unless the court gives permission.  This therefore makes provision for a sanction for failure to comply with the order setting a deadline for service of witness statements.».

 

Εν προκειμένω, κατά την κρίση μου, η παράλειψη σημείωσης στο σημείωμα εμφάνισης της πρόθεσης για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας επιφέρει την κύρωση της μη δυνατότητας αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας, αφού ο ίδιος ο κ. 12.1(4) προσδιορίζει το τί συνεπάγεται η εν λόγω παράλειψη. Σε περίπτωση που η εν λόγω κατάσταση δεν θεραπευτεί ο εναγόμενος ρητά εμποδίζεται να πράξει αυτό που τώρα επιδιώκει, δηλαδή να ισχυριστεί ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του. Είναι την άρση αυτής της κύρωσης που κατ’ ουσία ο Εναγόμενος επιδιώκει με το αίτημα του για «διόρθωση και/ή θεραπεία του διαδικαστικού λάθους στο σημείωμα εμφάνισης …».

 

Στη βάση, λοιπόν, των πιο πάνω, δυνάμει του κ. 3.6 και εφαρμόζοντας τις αρχές που καθιερώθηκαν στην Denton (ανωτέρω), υπάρχει η δυνατότητα για άρση της εν λόγω κύρωσης ούτως ώστε, εάν ήθελε κριθεί ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για άρση της, να καθίσταται δυνατή η εξέταση του επί της ουσίας αιτήματος του Εναγόμενου για αναστολή της διαδικασίας. Ως προκύπτει από τις πιο πάνω αρχές, ακόμα κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι η μη δυνατότητα αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας δεν συνιστά κύρωση, και πάλι οι αρχές της Denton (ανωτέρω) τυγχάνουν εφαρμογής.

 

Εφόσον δικονομικά παρέχεται αυτή η δυνατότητα, δεν θα συμφωνήσω με τον κ. Βιολάρη ότι η μη σημείωση στο σημείωμα εμφάνισης της σχετικής πρόθεσης συνιστά εκ προοιμίου και άνευ άλλου κώλυμα για την προώθηση του επί της ουσίας αιτήματος του Εναγόμενου. Το δε διαδικαστικό κώλυμα, στο οποίο αναφέρθηκε, στην Arvi (ανωτέρω), στην οποία παρέπεμψε, ορίζεται ως εξής: «…τόσο το κυπριακό δίκαιο όσο και οι σχετικοί κανονισμοί αλλά και η νομολογία αναγνωρίζουν την ύπαρξη διαδικαστικού κωλύματος (Procedural  Estoppel) που εμποδίζει μέρος που συμμετέχει σε διαιτητική διαδικασία χωρίς να εγείρει έγκαιρα κάποια παρατυπία από του να την εγείρει σε κατοπινό στάδιο.». Προκύπτει, δηλαδή, ότι το διαδικαστικό κώλυμα στο οποίο γίνεται αναφορά αφορά σε ζήτημα που προκύπτει κατά τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας και θα έπρεπε να είχε εγερθεί έγκαιρα με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η έγερση του μεταγενέστερα. Εξ ου και στην ίδια υπόθεση γίνεται αναφορά σε «πάγια θέση της νομολογίας πως η μη προσβολή ενδιάμεσης διαιτητικής απόφασης επί δικαιοδοσίας καθιστά τελεσίδικο το ζήτημα της δικαιοδοσίας και δεν είναι πλέον δυνατός ο έλεγχος του στα πλαίσια προσβολής της τελικής διαιτητικής απόφασης.».  Προφανώς δεν είναι τέτοια η περίπτωση εδώ αφού η διαιτητική διαδικασία δεν έχει ξεκινήσει και το ζήτημα της δικαιοδοσίας τίθεται για πρώτη φορά στο πλαίσιο σχετικής δικαστικής διαδικασίας. Πέραν τούτου, ο Εναγόμενος αμέσως μετά την καταχώριση του σημειώματος εμφάνισης και πριν την λήψη οποιουδήποτε άλλου διαβήματος στην απαίτηση από οποιοδήποτε διάδικο ήγειρε το υπό εξέταση ζήτημα. Αιτήθηκε δε την αναστολή της διαδικασίας εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στον κ. 12.1(3)(α).

 

Επομένως, δεν θεωρώ ότι υφίσταται οποιοδήποτε κώλυμα, ως ο κ. Βιολάρης υποστήριξε. Εννοείται, βεβαίως, ότι για να μπορεί να εξεταστεί το επί της ουσίας αίτημα του Εναγόμενου για αναστολή της διαδικασίας, προέχει η εξέταση του κατά πόσο η υπό κρίση περίπτωση είναι κατάλληλη για άρση της κύρωσης σε σχέση με τη μη αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας, ζήτημα το οποίο προχωρώ ευθύς αμέσως να εξετάσω.

 

Στην υπόθεση Denton (ανωτέρω) λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«A judge should address an application for relief from sanctions in three stages. The first stage is to identify and assess the seriousness and significance of the “failure to comply with any rule, practice direction or court order” which engages rule 3.9(1). If the breach is neither serious nor significant, the court is unlikely to need to spend much time on the second and third stages. The second stage is to consider why the default occurred. The third stage is to evaluate “all the circumstances of the case, so as to enable [the court] to deal justly with the application including [factors (a) and (b)]”.»


Στο σύγγραμμα Blackstone’s Civil Practice 2022, παρ. 48.36 αναφέρεται ότι «the first stage is to consider the nature of the non-compliance… At this stage the question is whether the breach was either serious or significant, and at this stage the court simply needs to reach a yes or no answer. In assessing whether a breach is serious or significant the court may take into account whether it is material in the sense that it might imperil future hearing dates or otherwise disrupt the course of the litigation… At the first stage seriousness is assessed based on the current breach. It was recognized that there are degrees of seriousness… A non-serious breach is not rendered serious because of other defaults…».

 

Αναμφίβολα, ζητήματα που άπτονται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου θεωρούνται σοβαρά εφόσον τυχόν μη ύπαρξη ή άρνηση ανάληψης δικαιοδοσίας μπορεί να επιφέρει σημαντικές συνέπειες στον ενάγοντα, νοουμένου ότι ενδεχομένως η απαίτηση του να μην μπορεί να προωθηθεί και να υποστεί έξοδα. Εν προκειμένω, όμως, η σημείωση στο σημείωμα εμφάνισης της σχετικής πρόθεσης συνιστά τη μια εκ των δύο προϋποθέσεων για εξέταση αιτήματος για αναστολή της δικαστικής διαδικασίας. Η δε σημείωση από μόνη της δεν είναι αρκετή. Απαιτείται και η καταχώριση σχετικής αίτησης εντός καθορισθείσας προθεσμίας. Ακόμα, δηλαδή, και να σημειωνόταν η σχετική πρόθεση στο σημείωμα εμφάνισης, ουδεμία σημασία θα είχε εάν δεν υποβαλλόταν και η σχετική αίτηση. Στην προκειμένη περίπτωση η σχετική αίτηση καταχωρίστηκε εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και υπό αυτό το πρίσμα δεν θεωρώ ότι η παράλειψη ήταν ιδιαίτερα σοβαρή.

 

Σημειώνω δε ότι, αν θεωρήσουμε ότι η σημείωση της πρόθεσης για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας στο σημείωμα εμφάνισης αντιστοιχεί στην καταχώριση σημειώματος εμφάνισης υπό διαμαρτυρία κατά τους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με αυτούς δεν απαιτούνταν η καταχώριση τέτοιου σημειώματος εμφάνισης για την αναστολή της διαδικασίας δυνάμει του α. 8, Κεφ. 4. Απαιτούνταν η «υποβολή της αίτησης μετά την καταχώριση εμφάνισης και πριν την ανταλλαγή εγγράφων προτάσεων ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου διαβήματος στη διαδικασία(Cyprus Phassouri Plantations Co. Ltd v Adriatica Di Navigazione Sp. A of Venice (1985) 1 CLR 290, Bulfracht v Third World Steel Company Ltd (1993) 1 ΑΑΔ 148).

 

Στο δεύτερο στάδιο, το δικαστήριο εξετάζει τους λόγους της παράλειψης και κατά πόσο υφίσταται καλός λόγος για αυτή. Ως λέχθηκε στην Denton (ανωτέρω), παρ. 30, «It would be inappropriate to produce an encyclopaedia of good and bad reasons for a failure to comply with rules, practice directions or court orders. Para 41 of Mitchell gives some examples, but they are no more than examples.». Περαιτέρω, στην παρ. 35 λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Τhe more serious or significant the breach the less likely it is that relief will be granted unless there is a good reason for it. Where there is a good reason for a serious or significant breach, relief is likely to be granted. Where the breach is not serious or significant, relief is also likely to be granted.».

 

Εν προκειμένω, η παράλειψη σημείωσης στο σημείωμα εμφάνισης της πρόθεσης για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας συνιστά κατ’ ουσία διαδικαστικό σφάλμα. Στην Steele v Mooney and others [2005] EWCA Civ 96 ο Lord Dyson ανέφερε τα ακόλουθα σε σχέση με τον ορισμό του διαδικαστικού σφάλματος:

 

«[18]  A procedural error may take many forms. Rule 3.10 gives a non-exhaustive definition of a procedural error as including a failure to comply with a rule or practice direction. This is not surprising since the rules provide a detailed code of the procedural steps that parties to litigation may and/or must take and the procedural decisions that the court can make. These steps and decisions will sometimes affect the parties' substantive rights, but that does not alter the fact that they are procedural in character….

[20]  But procedural errors are not confined to failures to comply with a rule or practice direction. A party may take a procedural step which is permitted by the rules and practice directions, but which he takes in error. A party may by mistake do X when he intended to do Y, where both X and Y are procedural steps and both are permissible….».

 

Η συμπεριφορά του Εναγόμενου δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας ότι η μη σημείωση της σχετικής πρόθεσης στο σημείωμα εμφάνισης συνιστά διαδικαστικό σφάλμα αφού αμέσως μετά την καταχώριση του σημειώματος εμφάνισης και, ουσιωδώς, εντός της προβλεπόμενης στον κ. 12.1(3)(α) προθεσμίας, προχώρησε με την καταχώριση της υπό κρίση αίτησης. Είχε δε καταστήσει σαφή την πρόθεση του για επίλυση της επίδικης διαφοράς του με τον Ενάγοντα μέσω διαιτησίας ήδη από την απάντηση του στο προδικαστηριακό πρωτόκολλο (Τεκμήριο 3 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση). Η αναφορά εξάλλου στην ένορκη δήλωση του περί «διαδικαστικού λάθους» ουδόλως αμφισβητήθηκε. Πέραν τούτου, τα πιο πάνω ουδόλως αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας ως προς την ύπαρξη καλής πίστη από μέρους του.

 

Σε ό,τι αφορά το τρίτο στάδιο, σχετικά είναι όσα αναφέρθηκαν στην Denton (ανωτέρω), παρ. 31: «The important misunderstanding that has occurred is that, if (i) there is a non-trivial (now serious or significant) breach and (ii) there is no good reason for the breach, the application for relief from sanctions will automatically fail. That is not so and is not what the court said in Mitchell: see para 37. Rule 3.9(1) requires that, in every case, the court will consider “all the circumstances of the case, so as to enable it to deal justly with the application”. We regard this as the third stage.» Περαιτέρω, στην παρ. 36 λέχθηκαν τα ακόλουθα: «But it is always necessary to have regard to all the circumstances of the case. The factors that are relevant will vary from case to case. As has been pointed out in some of the authorities that have followed Mitchell, the promptness of the application will be a relevant circumstance to be weighed in the balance along with all the circumstances. Likewise, other past or current breaches of the rules, practice directions and court orders by the parties may also be taken into account as a relevant circumstance.».

 

Ως λέχθηκε πιο πάνω, η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε εντός της περιόδου που προβλέπεται στον κ. 12.1(3)(α) και ως εκ τούτου, ακόμα κι αν ο Εναγόμενος σημείωνε στο σημείωμα εμφάνισης την πρόθεση του να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία, ο Ενάγων στην ίδια θέση θα βρισκόταν. Είχε δε υπόψη του τη σχετική πρόθεση του Εναγόμενου ήδη από την απάντηση του στο προδικαστηριακό πρωτόκολλο. Επιπλέον, πέραν της καταχώρισης της απαίτησης και της υπό κρίση αίτησης, ουδέν άλλο δικονομικό διάβημα λήφθηκε. Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν την απαίτηση, δεν θεωρώ, δηλαδή, ότι επήλθε οποιοσδήποτε βάσιμος επηρεασμός στα δικαιώματα του Ενάγοντα ή ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης είναι τέτοιες που θα πρέπει να οδηγήσουν στη μη άρση της εν λόγω κύρωσης.

 

Λαμβάνοντας υπόψη και τις αρχές του πρωταρχικού σκοπού, θεωρώ δίκαιο αλλά και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης ο Εναγόμενος να απαλλαχθεί από την κύρωση που επήλθε συνεπεία της μη συμμόρφωσης του με τον κ. 12.1(2) ώστε να καθίσταται δυνατή η εξέταση του αιτήματος του για αναστολή της διαδικασίας.

 

Φρονώ ότι αξίζει να σημειωθούν τα όσα λέχθηκαν στην Denton (ανωτέρω), παρ. 41: «We think we should make it plain that it is wholly inappropriate for litigants or their lawyers to take advantage of mistakes made by opposing parties in the hope that relief from sanctions will be denied and that they will obtain a windfall strike out or other litigation advantage. In a case where (a) the failure can be seen to be neither serious nor significant, (b) where a good reason is demonstrated, or (c) where it is otherwise obvious that relief from sanctions is appropriate, parties should agree that relief from sanctions be granted without the need for further costs to be expended in satellite litigation...»

 

Έχοντας πει αυτά, και δεδομένου ότι το αίτημα για διόρθωση του σημειώματος εμφάνισης υποβλήθηκε μαζί με το αίτημα για αναστολή της διαδικασίας, δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε ουσιώδη σκοπό να διαταχθεί η τροποποίηση και επανακαταχώριση του σημειώματος εμφάνισης. Τούτο θα προκαλούσε περαιτέρω έξοδα και καθυστέρηση. Προχωρώ, λοιπόν, με την εξέταση του αιτήματος για αναστολή της διαδικασίας.

 

Το α. 8, Κεφ. 4 προβλέπει ως ακολούθως:

 

«Αv oπoιoσδήπoτε συμβαλλόμεvoς σε συvυπoσχετικό ή oπoιoδήπoτε πρόσωπo πoυ πρoβάλλει αξίωση μέσω τoυ ή βάσει oδηγιώv τoυ, αρχίζει oπoιαδήπoτε διαδικασία εvώπιov Δικαστηρίoυ κατά oπoιoυδήπoτε άλλoυ πρoσώπoυ πoυ είvαι συμβαλλόμεvoς στo συvυπoσχετικό ή κατά oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ πoυ πρoβάλλει αξίωση μέσω ή βάσει oδηγιώv τoυ, αvαφoρικά με oπoιoδήπoτε από τα θέματα πoυ συμφωvήθηκε vα παραπεμφθoύv σε διατησία, τότε oπoιoσδήπoτε από τoυς διαδίκoυς στηv εv λόγω διαδικασία δύvαται oπoτεδήπoτε μετά τηv εμφάvιση, και πριv παραδώσει oπoιεσδήπoτε γραπτές πρoτάσεις ή πρoβεί σε oπoιoδήπoτε άλλo στάδιo της διαδικασίας, vα απoταθεί στo Δικαστήριo για αvαστoλή της διαδικασίας και τo Δικαστήριo δύvαται vα εκδώσει διάταγμα για αvαστoλή της διαδικασίας αv ικαvoπoιηθεί ότι δεv υπάρχει λόγoς πoυ vα δικαιoλoγεί τη μη παραπoμπή τoυ θέματoς σε διαιτησία σύμφωvα με τo συvυπoσχετικό και ότι o αιτητής ήταv, όταv άρχισε η διαδικασία, και εξακoλoυθεί vα είvαι έτoιμoς και πρόθυμoς vα πράξει oτιδήπoτε τo αvαγκαίo για τηv καvovική διεξαγωγή της διατησίας.».

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η εξουσία του Δικαστηρίου για αναστολή της διαδικασίας λόγω ύπαρξης ρήτρας διαιτησίας είναι διακριτική. Εξετάζονται τα ακόλουθα:

α.    κατά πόσο υπάρχει διαφορά («dispute») και η ακριβής φύση της προστρέχοντας προς τούτο στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, στην οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος, στην Έκθεση Απαίτησης καθώς και σε ό,τι άλλο σχετικό έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου,

β.    κατά πόσο η διαφορά εμπίπτει στη ρήτρα διαιτησίας (σχετικός είναι ο κ. 44.8(3)),

γ.    κατά πόσο η ρήτρα διαιτησίας «is still effective or whether something has happened to render it no longer operative»,

δ.    κατά πόσο υπάρχει οποιοσδήποτε επαρκής λόγος συναρτώμενος με το συμφέρον της δικαιοσύνης για τον οποίο η διαφορά δεν θα πρέπει να επιλυθεί σε διαιτησία έχοντας προς τούτο το σχετικό βάρος το μέρος που ενίσταται στην αναστολή.

 

(Skaliotou v Pelekanos (1976) 1 CLR 251, Nicosia Race Club and another v Vafeades and another (1986) 1 CLR 125, Λενιάνα Τούριστ Σέρβισες Λτδ ν Ανδρέα Χ. Καρπασπή & Υιοί, (Βιομηχανία) Λτδ (1991) 1 ΑΑΔ 75, Balkancarimpex FTO v Leasco Ltd (1994) 1 ΑΑΔ 815, Steamer Shipping Co Ltd v Sibyl Trading & Shipping Ltd κ.α. (1999) 1 ΑΑΔ 1069, N. A. Chance Limited v Electromontaj S.A., Πολ. Εφ. Αρ. 229/2012, ημ. 20/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:A180)

 

Το πρώτο ζήτημα που θα πρέπει να εξεταστεί αφορά στη μη συμπερίληψη του α. 8, Κεφ. 4 στη νομική βάση της αίτησης. Διαπιστώνεται ότι αμφότεροι οι συνήγοροι προώθησαν τις θέσεις τους εκλαμβάνοντας ως δεδομένο ότι το αίτημα εκεί εδράζεται και ορθά ο κ. Βιολάρης δεν στάθηκε στο σημείο αυτό κατά την προφορική του αγόρευση. Θεωρώ, λοιπόν, την παρατυπία ως θεραπευθείσα και κατ’ ακολουθία μη αποτρέπουσα την εξέταση της ουσίας της αίτησης (Αναφορικά με την αίτηση του Sergueyevich, Πολ. Εφ. Αρ. 55/20, ημ. 5/4/2021).

 

Σε σχέση με την ύπαρξη διαφοράς, στη Skaliotou (ανωτέρω) λέχθηκε ότι «…in such cases, there must be a dispute in fact, that is to say, there must be some issue joined between the parties which the arbitrator would have to try at the end». Ως λέχθηκε στην Tradax (ανωτέρω), «[a] dispute presupposes disagreement about facts relevant to liability of the parties or the implications of such facts in law.». Σύμφωνα δε με την Oterom Ltd v Χριστοδουλίδη (2002) 1 ΑΑΔ 1081, «[τ]ο γεγονός ότι οι πρόνοιες της ρήτρας διαιτησίας καλύπτουν "οποιαδήποτε διαφορά", δεν εξυπακούει κατ΄ ανάγκη ότι οποιαδήποτε αξίωση, έστω και αν αυτή πηγάζει από τη μη τήρηση των όρων της συμφωνίας, συνιστά και "διαφορά" η οποία να καλύπτεται από τις πρόνοιες της ρήτρας διαιτησίας.  Για να υπάρχει "διαφορά" αυτή πρέπει να αφορά είτε στα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν την ευθύνη, ή την υποχρέωση, είτε στις νομικές επιπτώσεις των εν λόγω γεγονότων.». Τέλος, στη N. A. Chance Limited (ανωτέρω) το ζήτημα τέθηκε ως εξής: «Η ύπαρξη διαφοράς προϋποθέτει κάποιο βαθμό επικοινωνίας μεταξύ των μερών.  Πρέπει δηλαδή να τεθεί το θέμα στο άλλο μέρος και να συναντήσει την αντίρρηση του, έστω και εμμέσως. Η άρνηση από μόνη της όμως, χωρίς να παρέχεται δικαιολογία, δεν μπορεί να θεωρηθεί τελειωτικά ότι ισοδυναμεί με την ύπαρξη διαφοράς γιατί μπορεί να οφείλεται σε κάποιο άλλο λόγο, ο οποίος δεν συνιστά διαφορά [βλ. Skaliotou και Tradax Graanhandel B.V. (ανωτέρω)].  Εναπόκειται στον αιτούντα την αναστολή να προσδιορίσει τη διαφορά με ακρίβεια. Απλή αναφορά στη ρήτρα διαιτησίας δεν επαρκεί.».

 

Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του Ενάγοντα στην Έκθεση Απαίτησης, η οποία καταχωρίστηκε μαζί με το Έντυπο Απαίτησης, ο Ενάγων εκτέλεσε τις συμφωνηθείσες εργασίες και κατά ή περί τον Ιούνιο 2024 η αρχιτέκτονας του έργου εξέδωσε το Πιστοποιητικό Πληρωμής Αρ. (3) για το ποσό των €19,245.71, πλέον ΦΠΑ, το οποίο ο Εναγόμενος παρέλειψε να εξοφλήσει εντός της συμφωνηθείσας περιόδου, ενώ τα προηγούμενα δύο πιστοποιητικά πληρωμής εξοφλήθηκαν. Ένεκα της άρνησης του Εναγόμενου να ανταποκριθεί στις ειδοποιήσεις / προειδοποιήσεις του Ενάγοντα, ημερομηνίας 11/7/2024 και 29/7/2024, επήλθε λύση της Συμφωνίας. Επιπρόσθετα, λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς και/ή των παραλείψεων του Εναγόμενου, ο Ενάγων υπέστη ειδικές ζημιές συνολικού ύψους €6,272, πλέον ΦΠΑ, καθώς και ζημιά ύψους €15,327.50, πλέον ΦΠΑ, ως επακόλουθη χρηματική απώλεια και/ή διαφυγόντα κέρδη. Σημειώνω ότι πέραν της παράβασης σύμβασης, τα πιο πάνω αξιώνονται και σε άλλες βάσεις, όπως αδικαιολόγητος πλουτισμός, quantum meruit και εξ επαγωγής εμπίστευμα (constructive trust).

 

Ο Εναγόμενος, στην ένορκη δήλωση του, η οποία υποστηρίζει την αίτηση, αναφέρει ότι κατά την πορεία της ανέγερσης της οικίας του διαπίστωνε πολλές κακοτεχνίες. Παρ’ όλο που η αρχιτέκτονας τον διαβεβαίωνε ότι θα διορθωθούν, εντούτοις, σε συνεννόηση με τον εργολάβο, εξέδιδε τα πιστοποιητικά χωρίς να τον λαμβάνει υπόψη. Λόγω της διαφωνίας του, ζήτησε από την αρχιτέκτονα, με επιστολή του, ημερομηνίας 26/9/2024 (μέρος Τεκμηρίου 3), να προχωρήσει στην έκδοση Απόφασης Αρχιτέκτονα και η τελευταία, με επιστολή της, ημερομηνίας 7/10/2024, τον ενημέρωσε ότι η έκδοση της εν λόγω απόφασης πραγματοποιήθηκε με την αποστολή του διατακτικού, ημερομηνίας 21/6/2024 (Τεκμήριο 4). Λόγω της διαφωνίας του με την Απόφαση της αρχιτέκτονος, στις 22/10/2024 αποτάθηκε στο ΕΤΕΚ για έκδοση πραγματογνωμοσύνης με σκοπό να αποταθεί σε διαιτησία προς επίλυση όλων των διαφορών (Τεκμήριο 5) και την 1/11/2024 απέστειλε στον Ενάγοντα, με κοινοποίηση στην αρχιτέκτονα, επιστολή βάση του όρου 37 της Συμφωνίας με την οποία αξίωσε την επίλυση όλων των διαφορών μέσω διαιτησίας και το διορισμό διαιτητών (Τεκμήριο 7).

 

Ο Ενάγων στην ένορκη δήλωση του, η οποία υποστηρίζει την ένσταση, ισχυρίζεται ότι ο Εναγόμενος δεν αμφισβήτησε το Πιστοποιητικό Πληρωμής Αρ. 3 ως οι όροι της Συμφωνίας και αρνήθηκε να το εξοφλήσει εντός της συμφωνηθείσας περιόδου. Ως προς τις κατ’ ισχυρισμό του Εναγόμενου κακοτεχνίες προβάλλει τα εξής (παρ. 15(i)): «Οι ούτω καλούμενες κακοτεχνίες – τις οποίες μονά [sic] ο Αιτητής και ουδείς ειδικός ή εμπειρογνώμονας διαπίστωσαν – αποτελούν προϊόν δεύτερης σκέψης και τίθενται κακόπιστα και κακόβουλα ως πρόσχημα για τη μη εξόφληση της εκκαθαρισμένης πλέον απαίτησης που βαραίνει τον Αιτητή».

 

Στη βάση των πιο πάνω, θεωρώ ότι όντως προκύπτει διαφορά μεταξύ των μερών, η οποία συνίσταται στο κατά πόσο υφίστανται οι κατ’ ισχυρισμό του Εναγόμενου κακοτεχνίες και, εν τέλει, στο κατά είναι υπόχρεος στην καταβολή των όσων ο Ενάγων αξιώνει. Οι πρόνοιες του όρου 30 της Συμφωνίας, οι οποίες αφορούν στην περίοδο πληρωμής των ενδιάμεσων πιστοποιητικών, ως το επίδικο Πιστοποιητικό Πληρωμής Αρ. 3, δεν θεωρώ ότι αναιρούν το δικαίωμα του Εναγόμενου να αμφισβητήσει το εν λόγω πιστοποιητικό, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη και τις πρόνοιες του όρου 37.1, αναφορά στις οποίες θα γίνει πιο κάτω. Η δε πρόνοια του όρου 30.6 ότι «…Πιστοποιητικό Πληρωμής του Αρχιτέκτονα θα αποτελεί από μόνο του αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ότι οποιεσδήποτε εργασίες ή υλικά εις τα οποία αναφέρεται είναι σύμφωνα με το Συμβόλαιο» τελεί υπό την αίρεση της έναρξης διαδικασίας διαιτησίας («Με βάση την επιφύλαξη των πιο πάνω προνοιών του άρθρου τούτου…»).

 

Ο όρος 37 της Συμφωνίας, στον οποίο αμφότερες οι πλευρές παραπέμπουν, προνοεί ως ακολούθως:

 

«37.1 Σε περίπτωση που οποιαδήποτε διαφωνία ήθελε προκύψει μεταξύ του Εργοδότου ή του Αρχιτέκτονα ενεργούντος εκ μέρους του Εργοδότου και του Εργολάβου, είτε μεταξύ οποιοδήποτε από αυτούς και οποιουδήποτε άλλου που σχετίζεται με το Συμβόλαιο και την εκτέλεση των Εργασιών, τότε το θέμα της διαφοράς θα αναφέρεται κατ’ αρχή στον Αρχιτέκτονα εγγράφως, με αντίγραφο στο άλλο μέρος, με ρητή αναφορά ότι τούτο γίνεται σύμφωνα με τις πρόνοιες αυτού του Άρθρου για επίλυση και έκδοση «Απόφασης του Αρχιτέκτονα.

 

Ζητήματα από τα οποία δυνατόν να αναφυούν διαφορές, περιλαμβάνουν οποιαδήποτε γνωμοδότηση, οδηγία, απόφαση, εκτίμηση, πιστοποιητικό του Αρχιτέκτονα, αναπροσαρμογή του Ποσού του Συμβολαίου, τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από το Συμβόλαιο και την αδικαιολόγητη παρεμπόδιση ή άρνηση συγκατάθεσης ή συμφωνίας από μέρους του Εργοδότη ή του Εργολάβου.

 

Η τέτοια αναφορά διαφοράς προς έκδοση «Απόφασης Αρχιτέκτονα» μπορεί να γίνει, είτε κατά την διάρκεια της εκτέλεσης των εργασιών, ή μετά την συμπλήρωση των και είτε πριν είτε μετά την ακύρωση ή τερματισμό του Συμβολαίου.

….

37.3 Ο Αρχιτέκτων μέσα σε 30 μέρες από την ημερομηνία έγγραφης αναφοράς της διαφοράς, οφείλει να εκδώσει την Απόφαση του και να την κοινοποίηση [sic], τόσο στον Εργοδότη, όσο και στον Εργολάβο. Η τέτοια Απόφαση πρέπει να αναφέρει ρητά ότι, εκδίδεται σύμφωνα με τες πρόνοιες του Άρθρου τούτου, διαφορετικά θα θεωρείται άνευ αποτελέσματος.

 

37.4 Αν μέσα στη περίοδο 30 ημερών, ο Αρχιτέκτων δεν εκδώσει την Απόφαση του πάνω στη διαφορά, ή εάν αφού εκδώσει την Απόφαση του, είτε ο Εργοδότης είτε ο Εργολάβος δεν είναι ικανοποιημένοι από την Απόφαση, τότε μέσα σε πρόσθετες 30 μέρες από την παράλειψη ή έκδοση της Απόφασης από τον Αρχιτέκτονα, το ενδιαφερόμενο μέρος θα δώσει έγγραφη ειδοποίηση στο άλλο μέρος, με κοινοποίηση στον Αρχιτέκτονα με την οποία να αξιώνει την παραπομπή της διαφοράς σε Διαιτησία.».

 

Ο όρος 37 αναφέρεται σε «οποιαδήποτε διαφωνία» και προσδιορίζει μάλιστα ότι «[ζ]ητήματα από τα οποία δυνατόν να αναφυούν διαφορές, περιλαμβάνουν … πιστοποιητικό του Αρχιτέκτονα, … τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από το Συμβόλαιο …». Αναμφίβολα, λοιπόν, η διαφορά που ανέκυψε μεταξύ των μερών καλύπτεται από τον όρο 37 της Συμφωνίας.

 

Ως προκύπτει από την ένορκη δήλωση του Εναγόμενου, το Πιστοποιητικό Πληρωμής Αρ. 3 εκδόθηκε στις 21/6/2024. Στις 26/9/2024, με επιστολή του προς την Αρχιτέκτονα, η οποία κοινοποιήθηκε στον Ενάγοντα, ο Εναγόμενος της ζήτησε βάσει του όρου 37.1 να ερευνήσει τις αναφερόμενες κακοτεχνίες και να προχωρήσει σε επίλυση της διαφοράς και έκδοση Απόφασης Αρχιτέκτονα. Σημειώνω ότι στον όρο 37 δεν προβλέπεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη προθεσμία για την αμφισβήτηση ενδιάμεσου πιστοποιητικού πληρωμής, αλλά αντίθετα προνοείται ότι «[η] τέτοια αναφορά διαφοράς προς έκδοση «Απόφασης Αρχιτέκτονα» μπορεί να γίνει, είτε κατά την διάρκεια της εκτέλεσης των εργασιών, ή μετά την συμπλήρωση των και είτε πριν είτε μετά την ακύρωση ή τερματισμό του Συμβολαίου.».

 

Η αρχιτέκτονας με επιστολή της, ημερομηνίας 7/10/2024, η οποία κοινοποιήθηκε και στον Ενάγοντα, ανέφερε ότι «[η] έκδοση απόφασης αρχιτέκτονα πραγματοποιήθηκε με την αποστολή του διατακτικού στις 21 Ιουνίου 2024.». Αφού αναφέρθηκε σε «κάποια σημεία προς καθησυχασμό», ανέφερε τα εξής: «Κατόπιν αυτών, θεωρώ την απόφαση μου πλήρως δικαιολογημένη και σας ζητώ να προβείτε στην πληρωμή του διατακτικού. Εάν δεν είσαστε σύμφωνοι με τα όσα προτείναμε εγώ και η πολιτικός μηχανικός και χωρίς κάποια αντιπρόταση από μέρους σας, μπορείτε να προχωρήσετε σε άλλες ενέργειες, όπως την επίλυση των διαφορών μέσω διαιτησίας.». Δεδομένου ότι είναι με την επιστολή, ημερομηνίας 26/9/2024, που ζητήθηκε η έκδοση Απόφασης Αρχιτέκτονα σε σχέση με το αμφισβητούμενο Πιστοποιητικό Πληρωμής Αρ. 3, ημερομηνίας 21/6/2024, αυτό που προκύπτει από το σύνολο της ως άνω επιστολής της είναι ότι η αρχιτέκτονας επέμεινε στην ορθότητα του εν λόγω πιστοποιητικού.

 

Ακολούθως, ενόψει της διαφωνίας του, ο Εναγόμενος την 1/11/2024 απέστειλε επιστολή στον Ενάγοντα με κοινοποίηση στην αρχιτέκτονα, Τεκμήριο 7 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, με την οποία ζήτησε την επίλυση των διαφορών μέσω διαιτησίας.

 

Είτε θεωρηθεί ότι η Απόφαση Αρχιτέκτονα εκδόθηκε στις 7/10/2024, είτε θεωρηθεί ότι η απόφαση, ημερομηνίας 7/10/2024, είναι άνευ αποτελέσματος, εφόσον δεν «αναφέρει ρητά ότι, εκδίδεται σύμφωνα με τες πρόνοιες του Άρθρου τούτου [ήτοι του όρου 37]», και ως εκ τούτου ότι η αρχιτέκτονας παρέλειψε να εκδώσει απόφαση, ο Ενάγων απέστειλε την σχετική ειδοποίηση για παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία εντός του καθορισμένου χρόνου.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω προκύπτει ότι ο Ενάγων ακολούθησε την διαδικασία που διαλαμβάνεται στη Συμφωνία για παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία και ουδόλως έχει βάσιμα στοιχειοθετηθεί ότι η ρήτρα διαιτησίας δεν είναι πλέον σε ισχύ ή ότι υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος που να την καθιστά μη εφαρμόσιμη ή εκτελεστή.

 

Ο δε Εναγόμενος, ο οποίος είχε και το σχετικό βάρος, ουδόλως κατέδειξε ότι υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος, πόσο μάλλον επαρκής, για τον οποίο η διαφορά δεν θα πρέπει να επιλυθεί στο πλαίσιο διαιτησίας.

 

Όσον αφορά την ετοιμότητα του Εναγόμενου να δεχθεί τη διαιτησία, τούτο καθίσταται πρόδηλο με την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης (δέστε Λενιάνα Τούριστ Σέρβισες Λτδ (ανωτέρω), Bulfracht (ανωτέρω)) και ουδόλως υπήρξε οποιαδήποτε αντίθετη εισήγηση από μέρους του Ενάγοντα.  

 

Τέλος, σε ότι αφορά τη θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του Ενάγοντα περί του ότι η καταχώριση και περαιτέρω προώθηση της υπό κρίση αίτησης συνιστά «καινοφανή μορφή κατάχρησης», υπό το φως των όσων λέχθηκαν πιο πάνω, δεν εντοπίζω οτιδήποτε που βάσιμα να την υποστηρίζει.

 

Κατάληξη

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι το αίτημα του Εναγόμενου για αναστολή της διαδικασίας θα πρέπει να επιτύχει.

 

Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο αναγνωρίζεται ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να ασκήσει την δικαιοδοσία του για την εκδίκαση της απαίτησης και, ως εκ τούτου, διατάσσεται η αναστολή κάθε διαδικασίας στην απαίτηση λόγω ύπαρξης δεσμευτικής ρήτρας διαιτησίας στη Συμφωνία (όρος 37).

 

Τα έξοδα της υπό κρίση αίτησης επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου και εναντίον του Ενάγοντα, πλέον Φ.Π.Α..

 

Σε ό,τι αφορά τα έξοδα της απαίτησης, νοουμένου ότι η ειδοποίηση για παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησίας αποστάληκε στον Ενάγοντα την 1/11/2024, ήτοι μετά την καταχώριση της απαίτησης (16/10/2024), κρίνω ορθό όπως επιδικαστούν υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Εναγομένου, πλέον Φ.Π.Α..

 

Τα επιδικασθέντα έξοδα θα συμψηφιστούν.

 

Εκτός εάν τα έξοδα συμφωνηθούν, ενόψει του ότι δεν υπεβλήθηκαν κατάλογοι εξόδων δύο μέρες πριν την ακρόαση (κ. 39.9(1)), δίδονται οδηγίες για εκατέρωθεν καταχώριση τους εντός 5 ημερών από σήμερα. Η εν λόγω παράλειψη θα ληφθεί υπόψη κατά το συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων, εκτός εάν καταδειχθεί εύλογη αιτία (κ. 39.9(2)).

 

Το Δικαστήριο θα επιληφθεί του ζητήματος των εξόδων στις 2/7/2025-9πμ.

 

(Υπ.)……………………

Κ. Ηλία, Ε.Δ.

Πρωτοκολλητής

Πιστό αντίγραφο


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο