Λεωνίδα Θεοδώρου κ.α. ν. Νικόλας Ματθαίου, Αρ. Αγωγής: 4721/2016, 20/6/2025
print
Τίτλος:
Λεωνίδα Θεοδώρου κ.α. ν. Νικόλας Ματθαίου, Αρ. Αγωγής: 4721/2016, 20/6/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Μ-Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Ε.Δ.  

                

 

                                                                                       Αρ. Αγωγής: 4721/2016                                                                

Μεταξύ:

 

1.     Λεωνίδα Θεοδώρου

2.     Dominikova Marie                                                                                                         

                                                                                                                             Ενάγοντας

 

                                                            και

 

Νικόλας Ματθαίου

                                                                       

             Εναγόμενης

Ημερομηνία:  20 Ιουνίου 2025

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγοντες: κος Παυλίδης

Για Εναγόμενη: κα Μ. Κλεάνθους

 

                                                        ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η απόφαση δίδεται χωρίς τη φυσική παρουσία των συνηγόρων των διαδίκων και διαβιβάζεται σε αυτούς ηλεκτρονικά, με τη συγκατάθεσή τους.

 

Με γενικά  οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα oι Ενάγοντες αξίωσαν αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και ζημιές συνεπεία τροχαίου ατυχήματος την 17/09/2016 και ώρα 21:00 στο Πέρα Χωριό Νήσου προς Λευκωσία στο παλαιό δρόμο με κατεύθυνση το νέο αυτοκινητόδρομο. Αποτελεί ισχυρισμό της Ενάγουσας 2 ότι ο Εναγόμενος ξέφυγε της λωρίδας κυκλοφορίας του, ότι κινήθηκε στη λωρίδα που ακολουθούσε η ίδια προσκρούοντας με το όχημα που οδηγούσε, προκαλώντας ατύχημα και σωματικές βλάβες στην Ενάγουσα 2, ενώ το όχημα που οδηγούσε η Ενάγουσα ιδιοκτησίας του Ενάγοντα 1 καταστράφηκε ολοσχερώς.  Παραθέτει δε λεπτομέρειες αμέλειας ειδικών ζημιών και σωματικών βλαβών.

Ο Εναγόμενος μέσω της Υπεράσπισης του αρνείται τις θέσεις των Εναγόντων και αποδίδει ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος στην Ενάγουσα 1. Ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι ο Εναγόμενος κρατούσε την ενδεδειγμένη λωρίδα ως όφειλε με πρόθεση να κατευθυνθεί ευθεία. Η Ενάγουσα 2 με πρόθεση να στρίψει δεξιά προς την έξοδο για να εισέλθει στο δρόμο που οδηγεί στον Κοτσιάτη έχασε τον έλεγχο του οχήματος που οδηγούσε, με αποτέλεσμα να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα και λωρίδα κυκλοφορίας και ν’ ανακόψει την πορεία του οχήματος που οδηγούσε ο Εναγόμενος. Παραθέτει δε λεπτομέρειες αμέλειας ειδικών ζημιών και σωματικών βλαβών. Ο Εναγόμενος ενώ εισήγαγε ανταπαίτηση εν τέλει τη διέκοψε αυτή.

 

Για να αποδείξουν τις αξιώσεις τους οι Ενάγοντες καταθέσαν ο Ενάγοντας 1 (ΜΕ1), η Ενάγουσα 2 (ΜΕ2), κα Ανδρονίκη Σιμιλλίδου (ΜΕ3), κος Βασίλης Παίσης (ΜΕ4), κα Μυριάνθη Θεοδοσίου (ΜΕ5). Εκ μέρους του Εναγόμενου κατάθεσε η κα Ανδρονίκη Σόλωνος (ΜΥ1), ο Εναγόμενος (ΜΥ2), ο κος Δημήτρης Ματθαίου (ΜΥ3) και η κα Πολυδώρα Ματθαίου (ΜΥ4).

 

Επιπλέον της προφορικής μαρτυρίας κατετέθηκε και έγγραφη.  Η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε με τις εκατέρωθεν αγορεύσεις. Επίσης η ακροαματική διαδικασία διευκολύνθηκε με την από κοινού δήλωση των συνηγόρων των διαδίκων ότι τα ποσά των ειδικών ζημιών ανέρχονται στο συνολικό ποσό των €1.985,65σ. Ουσιαστικά οι Ενάγοντες με την εν λόγω δήλωση περιόρισαν την απαίτηση τους για ειδικές ζημιές στο πιο πάνω ποσό και έκαναν στις γραπτές δηλώσεις τους Έγγραφο Α και Έγγραφο Β διορθώσεις επί των ποσών.

 

Η προφορική μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της διαδικασίας, η δε έγγραφη είναι καταχωρισμένη ως Τεκμήρια.  Συνοπτικά παρατίθενται τα κύρια σημεία της μαρτυρίας.

 

Πρωτίστως να αναφερθεί ότι το βάρος απόδειξης της απαίτησης το φέρουν οι Ενάγοντες στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.[1] Θα πρέπει δηλαδή να παρουσιάσουν επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία με την απαραίτητη αποδεικτική βαρύτητα ώστε να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που τους βαραίνει. Το κριτήριο είναι να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο με επαρκή στοιχεία ότι η θέση του είναι πιο πιθανή[2]. Είναι ορθό επίσης να αναφερθεί ότι βασικός κανόνας είναι ότι τα δικόγραφα αποτελούν το θεμέλιο της δίκης και αποτελούν το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί ή να επεκταθεί σε θέματα που δε δικογραφούνται.[3]

 

Μαρτυρία

 

Αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος σχετική είναι η μαρτυρία των ΜΕ1, ΜΕ2, ΜΥ1, ΜΥ2, ΜΥ3 και ΜΥ4. Η μαρτυρία των ΜΕ3, ΜΕ4, ΜΕ5 σχετίζεται με τις ισχυριζόμενες σωματικές βλάβες.

 

ΜΕ1

 

Ο ΜΕ1 ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατάθεσε το Έγγραφο Α. Μαζί κατάθεσε τα Τεκμήρια 1-24. Τα τεκμήρια που κατάθεσε πλείστα εξ’ αυτών αφορούν ιατρικά έγγραφα της Ενάγουσας 2 αλλά και την ίδια την Ενάγουσα.  Διευκρινίζω ότι παρόλο που κατατέθηκαν τα τεκμήρια με αριθμό 3,4,5,6,7,8,9,10,11,12,13,14,15 τα οποία σχετίζονται με τις ειδικές ζημιές εντούτοις ως προκύπτει από το Έγγραφο Α οι ειδικές ζημιές ανεξαρτήτως των τεκμηρίων που κατατέθηκαν περιορίστηκαν ως ακολούθως: α) αξία αυτοκινήτου 1500, β)μεταφορά ταξί € 68, γ) ιατρικά έξοδα € 254, έξοδα για φαρμακευτική αγωγή € 23.65, γ) έξοδα έκδοσης αστυνομικής έκθεσης € 85, δ) εμφάνιση φωτογραφιών ατυχήματος € 65 σύνολο € 1985.

 

Ο ΜΕ1 παρουσίασε τον εαυτό του ως αυτόπτη μάρτυρα στη διαδικασία.  Ανάφερε στην κυρίως εξέταση του ότι οδηγούσε όχημα φίλου του για να μεταβούν στη Λεμεσό, μπροστά του βρισκόταν ένα άλλο όχημα το οποίο έστριψε δεξιά για Λευκωσία. Η σύζυγος του τον ακολουθούσε, δεν υπήρχε πουθενά όχημα αλλά ξαφνικά είδε φώτα στη λωρίδα τους και έστριψε αμέσως αριστερά με αποτέλεσμα να κτυπήσει τη σύζυγο του. Κατά την αντεξέταση του αμφισβητήθηκε η θέση του ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας με την υποβολή ερωτήσεων σχετικά με τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος.

 

ΜΕ2

 

Η ΜΕ2 ως μέρος της κυρίως εξέτασης της κατάθεσε το Έγγραφο Β πανομοιότυπο με το Έγγραφο Α. Ουσιαστικά η γραπτή δήλωση της ήταν ακριβή αντιγραφή της μαρτυρίας του ΜΕ1. Περιέγραψε επίσης τις σωματικές βλάβες που ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί, το πως βίωσε η ίδια το ατύχημα, τι ακολούθησε του συμβάντος τι θεραπείες έκανε. Η ίδια έδωσε έμφαση σε ζημιά στο μάτι της. Παρόλο που ως αναφέρθηκε δεν έχει σήμερα κάποια μόνιμη βλάβη ανάφερε ότι έχει κατά καιρούς ενοχλήσεις. Μέσω του Εγγράφου Β ισχυρίστηκε ότι υπέστηκε θλάση αυχένος, κεφαλαλγίες, ρινορραγία, κάκωση αριστερής κνήμης, αριστερού κάτω άκρου ποδός, ερυθρότητα δεξιού οφθαλμού, ζαλάδες, πόνο, ταλαιπωρία.

 

Ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος υιοθέτησε την εκδοχή του ΜΕ1 ότι δηλαδή αυτός προπορευόταν αλλά παρόλα αυτά σε ορισμένα σημεία διαφοροποιήθηκε από την εκδοχή του ως θα εξηγηθεί κατωτέρω. Απόφυγε να εξηγήσει που ακριβώς βρισκόταν όταν έγινε η σύγκρουση. Ουσιαστικά παρουσίασε τον εαυτό της ως άτομο αβοήθητο ότι ακόμη και ο σύζυγος της δεν τη σκέφτηκε ότι αυτή ήταν πίσω του. Επισημαίνω ότι αυτή την εκδοχή την παρουσίασαν για πρώτη φορά στην ακροαματική διαδικασία. Ο Εναγόμενος είχε αναφέρει ξεκάθαρα την εκδοχή του ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος  μέσω της Υπεράσπισης αλλά δεν απάντησε κάτι η Ενάγουσα 2. Ούτε καν τέθηκε υπόψη της άλλης πλευράς αυτή η εκδοχή που παρουσιάστηκε στην ακροαματική διαδικασία μέσω της σύνοψης μαρτυρίας η οποία καταχωρείται πριν την έναρξη ακρόασης.

 

Επίσης ανάφερε αντεξεταζόμενη ότι πίσω της τυχαία βρίσκονταν και άλλα άτομα γνωστοί της οι οποίοι είδαν το ατύχημα και σταμάτησαν να βοηθήσουν.

 

Για πρώτη φορά επίσης ανάφερε ότι ο λόγος που βρέθηκε ο Εναγόμενος στη λωρίδα της ήταν γιατί προσπάθησε να αποφύγει το όχημα που οδηγούσε ο ΜΕ1.

 

Αναφορικά με τις σωματικές βλάβες που έχει υποστεί ανάφερε ότι είχε για περίπου 6 μήνες πρόβλημα με το μάτι της. Κατά την αντεξέταση της αμφισβητήθηκε η σοβαρότητα των τραυματισμών της.

 

Επισημαίνω ότι παρόλο που ο Ενάγοντας 1 ΜΕ1, κατάθεσε εκ μέρους της Ενάγουσας τα Τεκμήρια 1-24 κατά την παρουσίαση της δικής της μαρτυρίας δεν έγινε καμία αναφορά ή επεξήγηση από την ίδια των Τεκμηρίων που στο τέλος της ημέρας αφορούσαν την ίδια.

 

ΜΕ3

 

Τρίτη μάρτυρας εκ μέρους των Εναγόντων ήταν η κα Σιμιλλίδου (ΜΕ3) ιατρός η οποία κατά τον επίδικο χρόνο εργαζόταν στις πρώτες βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου στη Λευκωσία.  Αναγνώρισε το Τεκμήριο 18. Ως ανάφερε η Ενάγουσα διαγνώστηκε με θλάση αυχενικής μοίρας, ρινορραγία, κάκωση αριστερής κνήμης, αριστερού κάτω άκρου ποδός και ερυθρότητα δεξιού οφθαλμού. Αντεξεταζόμενη εξήγησε ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείται στις πρώτες βοήθειες. Η ίδια ως εξήγησε δίδει οδηγίες και γίνονται κάθε φορά αιματολογικές ή ακτινολογικές εξετάσεις, κλινική εξέταση. Η μάρτυρας με αναφορά στο Τεκμήριο 22 εξήγησε ότι για να βγάλει το πόρισμα του Τεκμηρίου 22 σίγουρα η Ενάγουσα 2 έκανε και τις ακτινογραφίες στέρνου, θώρακα, μύτης και αυχένα. Σε κάθε περίπτωση ανάφερε ότι συνήθως γίνονται τέτοιες εξετάσεις.

 

Επιβεβαίωσε ότι κάθε φορά που δίδεται διαταγή για ακτινογραφίες, αυτές γίνονται. Εξήγησε πως κατέληξε στη διάγνωση της και τι συνεπάγεται θλάση μυών. Κάταγμα δεν υπήρχε.

 

ΜΕ4

 

Τέταρτος στη σειρά κατάθεσε ο κος Βασίλης Παίσης, ιατρός ο οποίος ως ανάφερε το έτος 2016 εργαζόταν στις πρώτες βοήθειες στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Ο μάρτυρας αναγνώρισε το Τεκμήριο 19 το οποίο εξήγησε τι αφορά. Αντεξεταζόμενος εξήγησε πως πρόκυψε η διάγνωση του για κάκωση αυχένα. Εξήγησε την εμπειρία του στο να διαβάζει ακτινογραφίες. Ανάφερε ότι έγραψε «κάκωση αυχένα» επειδή δεν είναι ειδικός ακτινολόγος.

 

Η κα Θεοδοσίου, ιατρός στο επάγγελμα η οποία επίσης κατά το έτος 2016 εργαζόταν στο τμήμα πρώτων βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, κατάθεσε πέμπτη στη σειρά. Κατάθεσε ως Τεκμήριο 24 αντίγραφο φακέλου των πρώτων βοηθειών σχετικά με την Ενάγουσα 2. Εξήγησε το περιεχόμενο του φακέλου. Ως ανάφερε αυτά που καταγράφησαν στη σελίδα 2 είναι πληροφορίες που δόθηκαν από την ασθενή αλλά και όσα διαπίστωσε από την κλινική εξέταση. Επιβεβαίωσε ότι η Ενάγουσα 2 υπέστη ευθειασμό αυχένα, θλάση μυών αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και ότι έγιναν οι ακτινογραφίες για τις οποίες είχαν δοθεί οδηγίες.

 

ΜΥ1

 

Εκ μέρους του Εναγόμενου κατάθεσε πρώτα η κα Ανδρονίκη Σόλωνος (ΜΥ1) η οποία ως ανάφερε είναι αστυνομικός και το άτομο που ετοίμασε το πρόχειρο σχεδιάγραμμα αλλά και την αστυνομική έκθεση ως το Τεκμήριο 25.

 

Η μάρτυρας εξήγησε πως ετοίμασε το σχεδιαγράφημα. Ως ανάφερε επισκέφθηκε η ίδια το χώρο προβαίνοντας σε μετρήσεις. Στο σχέδιο κατέγραψε την τελική κατάληξη των δύο οχημάτων το σημείο σύγκρουσης Χ, την πορεία των δύο οχημάτων, ως πορεία Α κατέγραψε την πορεία του οχήματος που οδηγούσε η Ενάγουσα 2 και ως Β την πορεία που ακολουθούσε ο Εναγόμενος. Επεσήμανε ότι οι θέσεις Α1 και Β1 είναι οι τελικές θέσεις στις οποίες εντόπισε τα οχήματα όταν επισκέφθηκε τη σκηνή του ατυχήματος. Το σημείο Χ σημειώνεται με βάση τα ευρήματα που εντοπίστηκαν στη σκηνή. Σύμφωνα με το σχεδιαγράφημα ως ανάφερε φαίνεται ότι το δυστύχημα έγινε στη λωρίδα του οχήματος που οδηγούσε ο Εναγόμενος. Τις πληροφορίες που εξασφάλισε από την επίσκεψη της στη σκηνή καταχώρησε την ίδια μέρα στο ημερολόγιο παραπόνων και συμβάντων του σταθμού ως πληροφορία.

 

Κατά την αντεξέταση της ερωτήθηκε εάν η Ενάγουσα 2 τραυματίστηκε από το δυστύχημα με τη μάρτυρα να εξηγεί ότι κατάγραψε στην έκθεση ότι τραυματίστηκε ελαφρά. Είχε επικοινωνία με τις πρώτες βοήθειες. Η μάρτυρας 8 χρόνια μετά δεν θυμόταν λεπτομέρειες του δυστυχήματος όμως ανάφερε ότι αυτά τα οποία κατάγραψε στο πρόχειρο σχέδιο είναι με βάση το τι βρήκε στη σκηνή του δυστυχήματος. Το σημείο Χ το τοποθετεί με βάση ευρήματα στο οδόστρωμα όπως σπασμένα κομμάτια από τα αυτοκίνητα αλλά εν προκειμένω δεν θυμόταν τι βρήκε. Ως ανάφερε προκειμένου να εντοπίσει το σημείο σύγκρουσης Χ ερωτά επίσης τους οδηγούς των οχημάτων. Επισημαίνω όμως ότι δεν αμφισβητήθηκε ότι η μάρτυρας πήγε επιτόπου στη σκηνή και ότι επιτόπου ετοίμασε το πρόχειρο σχαδιαγράφημα με βάση το τι είδε την ώρα που πήγε εκεί.

 

ΜΥ2

 

Ο Νικόλας Ματθαίου (ΜΥ2), Εναγόμενος ως ανάφερε ήταν ο οδηγός του οχήματος που συγκρούστηκε με το όχημα που οδηγούσε η Ενάγουσα 2. Κατάθεσε το Έγγραφο Γ ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Σύμφωνα με το ΜΥ2 ο ίδιος οδηγούσε το όχημα του πατέρα του στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού στο Πέρα Χωριό παρά τα φυτώρια Λεμεσού με κατεύθυνση προς Πέρα Χωριό. Παράθεσε τη δική του εκδοχή ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος.  Η θέση του ουσιαστικά είναι ότι ενώ βρισκόταν στην είσοδο της παρόδου που παίρνει κάποιος για να στρίψει προς Κοτσιάτη, έχοντας το εν λόγω στρίψιμο προς Κοτσιάτη στα αριστερά ως η πορεία του, το όχημα που οδηγούσε η Ενάγουσα 2 στη αντίθετη λωρίδα, έστριψε απροειδοποίητα δεξιά ως η πορεία του για να κατευθυνθεί προς το στρίψιμο του Κοτσιάτη με αποτέλεσμα να συγκρουστεί  στο όχημα του, εντός της λωρίδας του. Εξήγησε επίσης τι ζημιές προκλήθηκαν στο όχημα του.

 

Ο ΜΥ2 αρνήθηκε ότι το σημείο σύγκρουσης είναι στο σημείο Α που αναγράφεται στο πρόχειρο σχεδιαγράφημα ως η πορεία του οχήματος που οδηγούσε η Ενάγουσα 2, όπως αρνήθηκε ότι ο λόγος της σύγκρουσης είναι επειδή μπροστά από το όχημα της Ενάγουσας είχε άλλο όχημα και στο μεταξύ είχε στρίψει άλλο όχημα προς το Κοτσιάτη με αποτέλεσμα να κινηθεί εντός του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας. Αρνήθηκε την υποβολή ότι οδηγούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα.  Όσον αφορά το σημείο σύγκρουσης Χ ανάφερε ότι μετά από ερώτηση της αστυνομικού της υπέδειξε το σημείο Χ.

 

ΜΥ3

Ο κος Δημήτρης Ματθαίου (ΜΥ3) κατάθεσε το Έγγραφο Δ ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος ουσιαστικά ανάφερε ότι ανάφερε ο ΜΥ2 με τη διαφορά ότι ο ίδιος ήταν ο συνοδηγός. Σε ερώτηση για το αν συμφωνεί με την τοποθέτηση του σημείου σύγκρουσης Χ στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα απάντησε θετικά. Αναφορικά με το που και πως έγινε το ατύχημα ανάφερε ότι μόλις πέρασαν το στρίψιμο μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου έγινε η σύγκρουση. Το αυτοκίνητο που οδηγούσε η Ενάγουσα 2 ήθελε να στρίψει δεξιά προς Κοτσιάτη και τους ανέκοψε την πορεία τους. Εξήγησε μετά από επίμονες ερωτήσεις ότι πέρασαν το στρίψιμο δεν είχαν πρόθεση να εισέλθουν αριστερά προς Κοτσιάτη, περνούσαν ευθεία, και έγινε η σύγκρουση. Δεν είχαν περάσει ολόκληρο το στρίψιμο εξηγώντας τι εννοούσε με τη φράση «περάσαμε το στρίψιμο». Ο ΜΥ3 ανάφερε πολλές φορές ότι η σύγκρουση έγινε περίπου στο σημείο Χ στη λωρίδα που ακολουθούσαν.

 

ΜΥ4

 

Η κα Πολυδώρα Ματθαίου (ΜΥ4) ως μέρος της κυρίως εξέτασης της κατάθεσε το Έγγραφο Ε. Η μαρτυρία της ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος είναι η ίδια με τους ΜΥ2 και ΜΥ3. Επιπροσθέτως ανάφερε κατά το χρόνο του ατυχήματος έπαθε σοκ. Αντεξεταζόμενη ανάφερε ότι το όχημα κινείτο κανονικά στην πορεία του. Αρνήθηκε ότι εξήλθε της πορείας του. Αναφορικά με το σημείο σύγκρουσης Χ ανάφερε ότι δεν ρωτήθηκε η ίδια για να τοποθετηθεί από την Αστυνομία. Ανάφερε επίσης στη μαρτυρία της ότι θεωρεί το σημείο σύγκρουσης Χ ως ορθά τοποθετημένο και εντός της λωρίδας που ακολουθούσαν.

 

Αξιολόγηση

 

Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση της μαρτυρίας σημειώνω ότι παρακολούθησα τους μάρτυρες ενώ έδιδαν τη μαρτυρία τους και έλαβα υπόψη την ποιότητα της μαρτυρίας, τη σαφήνεια στον τρόπο απάντησης, στη φυσικότητα και  αμεσότητα των απαντήσεων, την ύπαρξη τυχόν συμφέροντος, τυχόν ουσιαστικές αντιφάσεις, τη μνήμη των μαρτύρων, τους λόγους που είχαν να τα θυμούνται αυτά κοσκινίζοντας τη μαρτυρία τους, συγκρίνοντας, συσχετίζοντας και αντιπαραβάλλοντας τούτη με τα όσα ανάφερε ο κάθε μάρτυρας ξεχωριστά.[4]

 

Η λογική του πράγματος επιβάλλει την εξέταση πρωτίστως των συνθηκών πρόκλησης του ατυχήματος και δη τη μαρτυρία σχετικά με την ευθύνη. Τέτοια μαρτυρία παρατέθηκε από το ΜΕ1, ΜΕ2, ΜΥ1, ΜΥ2, ΜΥ3 και ΜΥ4.

 

Ο ΜΕ1 δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Ο τρόπος που απαντούσε έδωσε την εντύπωση ότι ο λόγος που προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει είναι για να βοηθήσει τη σύζυγο του. Για τα ουσιώδη γεγονότα και δη τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος η μαρτυρία του περιείχε ουσιώδεις αντιφάσεις και κενά. Ανάφερε κατά την κυρίως εξέταση του ότι κατά τον επίδικο χρόνο οδηγούσε το όχημα ενός φίλου του για να πάνε Λεμεσό. Η σύζυγος του, τότε σύντροφος του, οδηγούσε το δικό του όχημα και βρισκόταν πίσω από αυτόν. Προπορευόταν του οχήματος που οδηγούσε ένα άλλο όχημα που έστριψε δεξιά για Λευκωσία. Αυτοκίνητο άλλο ως ανάφερε δεν υπήρχε πουθενά όταν ξαφνικά είδε φώτα στη δική τους λωρίδα. Έστριψε αριστερά για να τον αποφύγει αλλά κτύπησε τη σύζυγο του η οποία δεν κίνησε το αυτοκίνητο ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Αντεξεταζόμενος ανάφερε ότι το όχημα που ερχόταν από απέναντι του, κινείτο με ιλιγγιώδη ταχύτητα, έχοντας τα φώτα κλειστά ενώ σε άλλο σημείο ανάφερε ότι είδε φώτα. Το εν λόγω όχημα σύμφωνα με τη θέση του εισήλθε στη δική του λωρίδα και για να τον αποφύγει έστριψε δεξιά. Υπενθυμίζω σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του ανάφερε ότι έστριψε δεξιά. Στο όχημα που οδηγούσε αυτός βρισκόταν με άλλα άτομα. Επίσης σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του ανάφερε αντεξεταζόμενος και πάλι ότι απέναντι στη δεξιά πλευρά του δρόμου δεν υπήρχε κανένα αυτοκίνητο αλλά ξαφνικά ανάψαν τα φώτα.

 

Πρώτη φορά ανάφερε ότι το όχημα δεν το οδηγούσε ο Εναγόμενος αλλά κάποια κοπέλα, ότι το όχημα ήταν εκπαιδευτικό όχημα. Επίσης η θέση ότι ο Εναγόμενος οδηγούσε χωρίς αναμμένα τα φώτα, λέχθηκε για πρώτη φορά στην ακροαματική διαδικασία.

 

Αναφορικά με την αστυνομική έκθεση όταν του υποδείχθηκε ότι δεν προκύπτουν αυτά που λέει μέσα από το περιεχόμενο της απάντησε «διαπλοκή συμφερόντων». Σε ερώτηση ως προς το λόγο που ζητούν το ποσό των €85 για έκδοση αστυνομικής έκθεσης ανάφερε επί λεξεί «τα λεφτά τα πληρώσαμε αλλά την έκθεση δεν την είδαμε ούτε τη διαβάσαμε». Μιλούσε στον πληθυντικό αριθμό εννοώντας προφανώς τον ίδιο και τη σύζυγο του. Είναι αξιοπερίεργη όμως αυτή η τοποθέτηση του καθότι όχι μόνο διεκδίκησαν τα χρήματα για έκδοση της αστυνομικής έκθεσης αλλά η σύζυγος του, Ενάγουσα 2 στην ένορκη δήλωση της ημερομηνίας 28/11/2017 αποκάλυψε ενόρκως εξουσιοδιοτημένη και από τον Ενάγοντα 1 ότι είχε στην κατοχή της την αστυνομική έκθεση για το οδικό ατύχημα.

 

Ο ΜΕ1 επίσης ουδέποτε ανάφερε ότι μίλησε με την αστυνομικό και ότι της είχε υποδείξει ο ίδιος άλλο σημείο σύγκρουσης από το σημείο σύγκρουσης Χ που κατέγραψε στο Τεκμήριο 25 ως υποδείχθηκε στη ΜΥ1 από το συνήγορο των Εναγόντων. Ουσιαστικά απόφυγε να αναφερθεί στην αστυνομική έκθεση ή στο τι λέχθηκε εάν λέχθηκε κάτι μεταξύ του και της ΜΥ1 σχετικά με το σημείο σύγκρουσης παρόλο που αξίωσαν τα τέλη για την αστυνομική έκθεση.  Λογικά θα αναμενόταν να ενημέρωνε την αστυνομικό για την παρουσία του ως αυτόπτης μάρτυρας και να κατέγραφε όσα ισχυρίστηκε ότι έγιναν πριν τη σύγκρουση, και γενικά τι είχε δει. Επισημαίνω ότι κατά την αντεξέταση της ΜΥ1 υποδείχθηκε σ’ αυτήν από το συνήγορο του Εναγόμενου 1 ότι ο ίδιος είχε αρνηθεί ότι στο σημείο Χ ήταν το σημείο σύγκρουσης λέγοντας το στη ΜΥ1. Επισημαίνω ότι ο ΜΕ1 ουδέποτε ανάφερε ότι μίλησε με την αστυνομικό (ΜΥ1).

 

Ως επίσης ανάφερε εκείνη τη μέρα θα πήγαιναν Λεμεσό για να φάνε με τους φίλους τους. Επισημαίνω ότι η σύζυγος του ανάφερε ότι θα πήγαιναν στη Λάρνακα για φαγητό και ότι ο σύζυγος της ήθελε να κάνει κάποια τηλεφωνήματα γι’ αυτό πήγε με το όχημα των φίλων και κουμπάρων τους, ενώ ο ΜΕ1 ανάφερε ότι ο ιδιοκτήτης του άλλου οχήματος δεν ένιωθε καλά να οδηγήσει και έτσι οδήγησε αυτός. Στο άλλο όχημα στο μεταξύ ο ΜΕ1 βρισκόταν ως ισχυρίστηκε με ακόμα δύο άτομα. Είναι αξιοπερίεργο να περιγράφει τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος, να παρουσιάζεται ως αυτόπτης μάρτυρας μαζί με άλλα άτομα, αλλά κανένα εκ των προσώπων αυτών να μη κλήθηκε να καταθέσει αλλά ούτε τα ονόματα τους να καταγράφηκαν ως ανεξάρτητοι μάρτυρες στην αστυνομική έκθεση. Είναι επίσης αξιοπερίεργο που ούτε το όνομα του ΜΕ1 καταγράφηκε ως ανεξάρτητος αυτόπτης μάρτυρας στην αστυνομική έκθεση. Ενώ φαίνεται στο Τεκμήριο 25 να καταγράφεται το όνομα του και τα στοιχεία του ως ιδιοκτήτης του οχήματος δεν αναγράφεται κάτι άλλο. Εάν πράγματι ήταν παρών και αυτόπτης μάρτυρας η λογική επιτάσσει ότι θα γινόταν αναφορά στο όνομα του σαν αυτόπτης μάρτυρας. Στο ζήτημα αυτό τηρήθηκε σιωπή. Το μόνο που ανάφερε είναι ότι δεν είδε την έκθεση!

 

Εν κατακλείδι η μαρτυρία του ΜΕ1 φαίνεται να είναι υστερόβουλη. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να βοηθήσει τη σύζυγο του αλλά η μαρτυρία του άφησε κενά και ασάφειες. Αναφέρθηκε ακόμη και σε ισχυρισμούς που δε δικογραφήθηκαν. Ανάφερε αρκετές φορές ότι το όχημα οδηγούσε μια κοπέλα και όχι ο Εναγόμενος.  Στην Έκθεση  Απαίτησης όμως υπάρχει ρητός ισχυρισμός ότι ο Εναγόμενος ήταν ο οδηγός του οχήματος εναντίον του οποίου κινήθηκε η αγωγή. Είναι άξιον απορίας ως προς το λόγο που καταχωρήθηκε η αγωγή εναντίον του Εναγόμενου εάν ο ίδιος δεν οδηγούσε το όχημα και όχι εναντίον της κοπέλας οδηγού του οχήματος.

 

Επιπλέον ο ΜΕ1 ανάφερε για πρώτη φορά ότι ο Εναγόμενος οδηγούσε με κλειστά φώτα αν και εντελώς αντιφατικά σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του ανάφερε ότι  άναψαν ξαφνικά τα φώτα του οχήματος του. Αρχικά ανάφερε ότι κινήθηκε αριστερά μόλις είδε το όχημα που οδηγούσε ο Εναγόμενος ενώ σε άλλο σημείο ότι κινήθηκε δεξιά. Επίσης πρόβαλε τη θέση ότι μπροστά του υπήρχε άλλο όχημα που έστριψε δεξιά προς Κοτσιάτη. Η διάσταση από τη δικογραφημένη εκδοχή αλλά και η εύκολη εναλλαγή στις θέσεις του (ότι πήγε αρχικά αριστερά, μετά δεξιά, ότι είχε κλειστά τα φώτα, ότι οδηγούσε ο ίδιος στον ίδιο δρόμο και ότι έστριψε άλλο όχημα αριστερά) κλόνισαν μεταξύ άλλων την αξιοπιστία του.

 

Παρατηρώ επίσης ότι ο συνήγορος του ΜΕ1 κατά την αντεξέταση του ΜΥ2, υπέβαλε σ’ αυτόν ότι κινήθηκε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας από αυτήν που κινείτο για να αποφύγει το προπορευόμενο του Ενάγοντος όχημα. Ο ΜΕ1 στο μεταξύ ανάφερε ότι υπήρχε προπορευόμενο όχημα αλλά δεν υιοθέτησε αυτή τη θέση περί εμποδίου στην πορεία του ΜΥ2 ώστε να αναγκάστηκε να εισέλθει στη δική του λωρίδα, αλλά ότι ξαφνικά εισήλθε στην πορεία του με κλειστά φώτα. Οι εκδοχές που προβλήθηκαν και ως αναπτύχθηκαν δημιουργούν ασάφεια και αμφιβολία για την αλήθεια των ισχυρισμών. Επισημαίνω ότι ουδέποτε αποκάλυψε η πλευρά των Εναγόντων αυτή την εκδοχή και μαρτυρία στον Εναγόμενο. Ο Εναγόμενος στην Υπεράσπιση του είχε προβάλει την εκδοχή του ότι δηλαδή οδηγούσε κατά τον επίδικο χρόνο στη λωρίδα του ευθεία πορεία, αλλά στην Απάντηση στην Υπεράσπιση πέραν της γενικής άρνησης δεν υπάρχει αναφορά για ύπαρξη εμποδίου στην πορεία του Εναγόμενου που είχε ως συνέπεια να εισέλθει αυτός στην αντίθετη λωρίδα. Στη σύνοψη δε της μαρτυρίας του ΜΕ1 ουδέν αναφέρθηκε.

 

Εν κατακλείδι η μαρτυρία του δεν είναι πειστική ούτε παρέχει εχέγγυα στο Δικαστήριο ώστε να βασιστεί σ’ αυτή για ασφαλή ευρήματα και έτσι απορρίπτεται.

 

Ομοίως η μαρτυρία της ΜΕ2 ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος δεν έκανε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο και δε γίνεται αποδεκτή εκτός κι αν αφορά μαρτυρία η οποία συνάδει με μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ή δεν αμφισβητήθηκε. Υπενθυμίζω ότι η μαρτυρία της ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος ήταν ακριβώς αντιγραφή της μαρτυρίας του ΜΕ1 ο οποίος βασικά ως καταδείχθηκε προσήλθε στο δικαστήριο για να βοηθήσει την Ενάγουσα με την απαίτηση της. Σε γενικές γραμμές η μαρτυρία της δεν είχε κάποιο στοιχείο ώστε να μπορώ να κρίνω ότι αυτή είναι αντικειμενική και ανεξάρτητη. Η ΜΕ2 επίσης στην προσπάθεια της να δείξει ότι δεν επιχείρησε να στρίψει αριστερά ώστε να εισέλθει στο στρίψιμο προς Κοτσιάτη ανάφερε ότι πίσω από το όχημα της βρισκόταν με το όχημα του και κάποιος γνωστός της αλλά και γενικά γνωστοί τους σταμάτησαν να βοηθήσουν. Είναι άξιο απορίας γιατί δε παρουσιάστηκε μαρτυρία από αυτούς τους γνωστούς και φίλους ειδικότερα εάν ήταν και αυτόπτες μάρτυρες. Επισημαίνω στην αστυνομική έκθεση Τεκμήριο 25 δε γίνεται αναφορά σε αυτόπτες μάρτυρες αλλά καταγράφεται ότι δεν υπήρξαν ανεξάρτητοι αυτόπτες μάρτυρες.

 

Ενώ ο ΜΕ1 ανάφερε κατά τη μαρτυρία του ότι σκοπό είχαν να μεταβούν στη Λεμεσό για φαγητό και πήγαιναν με δύο οχήματα, αυτή ανάφερε ότι θα πήγαιναν στη Λάρνακα για φαγητό όχι στη Λεμεσό και ότι πήγαιναν με δύο οχήματα για να κάνει ο σύζυγος της κάποια τηλεφωνήματα. Ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος αυτή ανάφερε ότι είδε το σύζυγο της o οποίος σύμφωνα με τη μάρτυρα προπορευόταν να στρίβει απότομα δεξιά αλλά η ίδια δεν πρόλαβε να κάνει κάτι. Κατά την αντεξέταση της επίσης ανάφερε ότι ο Εναγόμενος προσπάθησε να αποφύγει το όχημα του συζύγου της γι’ αυτό μπήκε στη δική της λωρίδα. Ουσιαστικά η ΜΕ2 για το όχημα που κατ’ ισχυρισμό οδηγούσε ο ΜΕ1, ένα range rover ως το αποκάλεσε, ανάφερε ότι αυτό κινήθηκε δεξιότερα της πορείας του. Ο ΜΕ1 ανάφερε αρχικά ότι κινήθηκε αριστερά ενώ στη συνέχεια δεξιά. Δε δικογραφείται τέτοια θέση αλλά δίδεται έμφαση για να υποδειχθεί η διαφοροποίηση των θέσεων της με το ΜΕ1.

 

Επιπροσθέτως και η ΜΕ2 στην προσπάθεια της να προωθήσει την εκδοχή της ως βόλευε ανάφερε για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση της ότι ο λόγος που εισήλθε κατά τον ισχυρισμό της ο Εναγόμενος στη λωρίδα της ήταν για να αποφύγει το range rover. Κατά την κυρίως εξέταση της ανάφερε όμως ότι ήταν ήδη στη λωρίδα της ο Εναγόμενος τον οποίο προσπάθησε να αποφύγει ο σύζυγος της αλλά η ίδια δεν πρόλαβε. Πρόβαλε δύο διαφορετικές εκδοχές οι οποίες εκτός από ασαφείς είναι και αντιφατικές. Για πρώτη φορά επίσης ανάφερε ότι το όχημα δεν οδηγείτο από τον Εναγόμενο αλλά από μια κοπέλα θέση που έρχεται σε πλήρη αντίφαση με τις δικογραφημένες θέσεις της. Εάν πράγματι το όχημα δεν οδηγείτο από τον Εναγόμενο αυτό συνεπάγεται ότι εξ’ αρχής δε θα έπρεπε να καταχωρήσει αγωγή εναντίον του. Οι θέσεις που πρόβαλε για πρώτη φορά αντιβαίνουν και τη κοινή λογική.

 

Η μαρτυρία της ΜΕ2 λοιπόν ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος άφησε κενά και ασάφεια. Υπό το φως των πιο κρίνεται αναξιόπιστη και δε γίνεται αποδεκτή. Αναφορικά με τους τραυματισμούς γίνεται μνεία κατωτέρω.

 

Μαρτυρία ΜΥ1 και Τεκμήριο 25

 

Το πρόχειρο σχεδιαγράφημα της σκηνής του ατυχήματος (μέρος του τεκμηρίου 25) ετοιμάστηκε από την εξετάστρια της υπόθεσης αστυφύλακα Α/3523 κα Σόλωνος (Μ.Υ.1). Ως ανάφερε η μάρτυρας και δεν αμφισβητήθηκε, αυτή ετοίμασε το σχέδιο επί τόπου με βάση των μετρήσεων που έκανε αλλά και με το τι βρήκε στη σκηνή και τι της είπαν οι ενεχόμενοι οδηγοί. Στη βάση αυτού του σχεδίου και των πληροφοριών που της έδωσαν ετοιμάστηκε και η έκθεση του Τεκμηρίου 25.  Ως ανάφερε παρήλθαν 8 έτη από το ατύχημα και δεν το θυμάται αλλά δεν αμφισβητήθηκε ότι ετοίμασε το σχέδιο στη σκηνή επί τη βάσει των μετρήσεών της, ως αυτές καταγράφονται, δεν αμφισβητήθηκε η τοποθέτηση στο σχεδιαγράφημα των τελικών θέσεων των οχημάτων αλλά και ότι εντόπισε τα οχήματα στις θέσεις που καταγράφονται. Κρίνω ορθό να αναφέρω ότι δεν έχω αμφιβολία ότι η μαρτυρία της ΜΥ1, εξετάστρια της υπόθεσης είναι ανεξάρτητη. Μπορεί να μη θυμάται το ατύχημα όμως εξήγησε με σαφήνεια τι έλαβε υπόψη της για το σημείο σύγκρουσης Χ (ευρήματα πχ σπασμένα κομμάτια και μετά από ερωτήσεις προς τους οδηγούς των οχημάτων) τη μαρτυρία της οποίας κρίνω ως αξιόπιστη. Κρίνω ως αξιόπιστο και το πρόχειρο σχεδιαγράφημα. Σημειώνω ότι παρόλο που υποβλήθηκε στη ΜΥ1 ότι δε ρωτήθηκε η ΜΕ2 για το σημείο σύγκρουσης ή ότι δεν ήταν κατά το χρόνο εκείνο σε θέση να το υποδείξει κάτι τέτοιο δεν υποστήριξε η ΜΕ2 στη μαρτυρία της ούτε τέθηκε μαρτυρία ότι το χρόνο του συμβάντος δεν ήταν σε κατάσταση να το υποδείξει.

 

Επισημαίνω επίσης ούτε ο ΜΕ1 αναφέρθηκε στη μαρτυρία του για τυχόν συνομιλία του με τη ΜΥ1 σχετική με το σημείο σύγκρουσης. Το γεγονός ότι η ΜΥ1 δε θυμάται το ατύχημα σήμερα δε μπορεί να σημαίνει ότι τα όσα κατέγραψε είναι εσφαλμένα. Ήταν σαφής σε τι ενέργειες προβαίνει ότι συντάσσει πρόχειρο σχέδιο. Ως πρόκυψε στην αστυνομική έκθεση η ΜΥ1 κατέγραψε μεταξύ άλλων και προσωπικές πληροφορίες για τους οδηγούς των οχημάτων, στοιχείων των ιδιοκτητών, εάν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες. Δεν αμφισβητήθηκε ούτε υποδείχθηκε στη μάρτυρα ότι οι καταγραφές της είναι λάθος. Μάλιστα η ΜΥ1 ανάφερε ότι τις πληροφορίες τις έλαβε από τους παρευρισκόμενους.

 

Στο σημείο αυτό είναι ορθό να επισημανθεί ότι μεταξύ των Εναγόντων και Εναγόμενου υπάρχει διαφορά στις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος αφού οι Ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι το ατύχημα ότι έγινε στη λωρίδα που ακολουθούσε η Ενάγουσα ενώ ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η Ενάγουσα 2 επιχείρησε να στρίψει αριστερά και του έκοψε το δρόμο. Το σημείο σύγκρουσης Χ βρίσκεται στη λωρίδα που ακολουθούσε ο Εναγόμενος. Με βάση την τελική θέση των οχημάτων για τις οποίες δεν υπήρξε αμφισβήτηση  ούτε αντικρούστηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο αλλά και τις εξηγήσεις της ΜΥ1 σε συνάρτηση με το σύνολο της μαρτυρίας αποδέχομαι ότι η σύγκρουση έγινε στη λωρίδα που ακολουθούσε ο Εναγόμενος στην είσοδο του δρόμου που οδηγεί προς Κοτσιάτη. Δεν αντέχει ούτε στη βάσανο της λογικής να έγινε το δυστύχημα στην πορεία που ακολουθούσε η Ενάγουσα και το όχημα να βρέθηκε εντός του στριψίματος προς Κοτσιάτη. Το στρίψιμο βρισκόταν δίπλα από τη λωρίδα που ακολουθούσε ο Εναγόμενος.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, το πρόχειρο σχεδιαγράφημα το οποίο εν προκειμένω δεν αμφισβητήθηκε ότι έγινε επί τόπου αμέσως μετά το ατύχημα δίδει πληροφορίες για την πορεία των οχημάτων που κινούνταν στο δρόμο πριν το ατύχημα, τις τελικές θέσεις των εμπλεκόμενων οχημάτων ή το σημείο σύγκρουσης. Ως έχει νομολογηθεί αποτελεί σημαντικό οδηγό για τη διαπίστωση κρίσιμων γεγονότων και παρέχει στο Δικαστήριο τη βάση για να κριθεί η αξιοπιστία και η ακρίβεια της υπόλοιπης μαρτυρίας που έχει προσαχθεί.[5]

 

Εν προκειμένω, το πρόχειρο σχεδιαγράφημα της σκηνής του δυστυχήματος (τεκμήριο 25) παρουσιάζει την ακόλουθη εικόνα: Η Ενάγουσα 2 κατά τον επίδικο χρόνο οδηγούσε το όχημα του Ενάγοντα 1 στο δρόμο Πέρα Χωριό Νήσου με κατεύθυνση τον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού ώσπου κάποια στιγμή κινήθηκε δεξιά ως η πορεία της. Σχετική είναι η πορεία Α. Ο Εναγόμενος κινείτο ως η πορεία Β, ακολουθούσε ευθεία πορεία και κατευθυνόταν προς Δάλι. Οδηγούσε στην αντίθετη κατεύθυνση από την Ενάγουσα 2. Η σύγκρουση έγινε στη λωρίδα της πορείας Β. Η τελική θέση των εμπλεκόμενων οχημάτων είναι ως το Α1 και Β1 και δη βρίσκονται εντός του στριψίματος προς Κοτσιάτη. Το σημείο σύγκρουσης Χ βρίσκεται εντός της λωρίδας της πορείας Β.

 

Σε γενικές γραμμές κρίνω ότι η ΜΥ1 υπήρξε σταθερή, και συνεκτική στις τοποθετήσεις της και εξήγησε το πρόχειρο σχεδιαγράφημα της σκηνής του ατυχήματος (τεκμήριο 12). Οι υποβολές προς τη ΜΥ1 ότι μίλησε με το ΜΕ1 παρέμειναν μετέωρες και δε λαμβάνονται υπόψη.

 

Επισημαίνω το γεγονός ότι δε θυμόταν 8 χρόνια μετά το ατύχημα δεν μπορεί να σημαίνει ότι τα συμπεράσματα της είναι αυθαίρετα. Επίσης παρατήρησα ότι κατά την αντεξέταση της όποτε βόλευε τους Ενάγοντες γινόταν αναφορά στην έκθεση της. Η ΜΥ1 ερωτήθηκε για τις αναφορές της για τους τραυματισμούς της Ενάγουσας 1.

 

Υπενθυμίζω ότι η Ενάγουσα 2 απόφυγε να αναφερθεί σε λεπτομέρειες επί του σημείου σύγκρουσης ούτε καν ανάφερε που βρέθηκε το όχημα της μετά τη σύγκρουση.

 

Η θέση που υποβλήθηκε στη μάρτυρα ότι δεν έδωσε στοιχεία η Ενάγουσα 2 στην αστυνομικό καθότι δεν ήταν σε θέση να δώσει παρέμεινε μετέωρη καθότι δεν παρουσιάστηκε τέτοια μαρτυρία. Η ίδια δεν ανάφερε καν αυτό τον ισχυρισμό κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

ΜΥ2

 

Η μαρτυρία του ΜΥ2 έκανε θετική εντύπωση. Ήταν σαφής, περιεκτική και δεν κλονίστηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατά την αντεξέταση του. Η μαρτυρία του έρχεται σε πλήρη συνάφεια και με τη μαρτυρία της ΜΥ1 και δη με το πρόχειρο σχέδιο του Τεκμηρίου 25. Η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή στο σύνολο.

 

Κρίνω ότι και η μαρτυρία των ΜΥ3 και ΜΥ4 πρέπει να γίνει αποδεκτή ως αξιόπιστη. Παρατηρώ μεν ότι ουσιαστικά η μαρτυρία τους ήταν η ίδια με το ΜΥ2. Όμως δεν αμφισβητείται ότι ήταν συνεπιβάτες στο όχημα που οδηγούσε ο Εναγόμενος και περιέγραψαν αυτά που είδαν και βίωσαν. Τα εν λόγω πρόσωπα ήταν μέσα στο όχημα. Δεν υπέπεσαν σε αντιφάσεις και σε καμία περίπτωση δεν υπέπεσαν σε σοβαρές αντιφάσεις ικανές να κλονίσουν την εν γένει αξιοπιστία τους.

 

Ο ΜΥ3 παρόλη την επίμονη αντεξέταση του για το εάν η σύγκρουση έγινε μετά που πέρασαν το στρίψιμο, ή πριν και που ήταν ακριβώς, εξήγησε τι εννοούσε όταν ανάφερε ότι η σύγκρουση έγινε μετά που πέρασαν το στρίψιμο. Σε κάθε περίπτωση οι απαντήσεις τους δεν είχαν ως συνέπεια ώστε να θεωρηθεί ή να υπαινιχθεί ότι η σύγκρουση δεν έγινε εντός της λωρίδας που ακολουθούσε ο Εναγόμενος. Αυτό που προέκυψε αβίαστα από τη μαρτυρία των ΜΥ2, ΜΥ3 και ΜΥ4 είναι ότι η σύγκρουση έγινε εντός της λωρίδας που ακολουθούσε ο Εναγόμενος. Ήταν σαφείς στις περιγραφές τους παρουσιάζοντας ακόμη και με κάποια ζωντάνια τι βίωσαν και πως ένιωσαν. Κατά συνέπεια η μαρτυρία τους γίνεται αποδεκτή.

 

Yπό το φως των πιο πάνω δεν μπορώ να αποδεχθώ τη θέση των Εναγόντων ως προς τις συνθήκες που επικρατούσαν πριν τη πρόκληση του ατυχήματος και γενικά για τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος.

 

Μαρτυρία για σωματικές βλάβες ΜΕ2, ΜΕ3, ΜΕ4, ΜΕ5

 

Οι ΜΕ3, ΜΕ4, ΜΕ5 είναι ιατροί στο επάγγελμα. Καταθέσαν στο Δικαστήριο υπό αυτή τους την ιδιότητα.

 

Σε σχέση με τον εμπειρογνώμονα, αυτός οφείλει να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλα τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια και δεδομένα που θα του επιτρέψουν να καταλήξει σε δικαστική κρίση. Ενώ η μαρτυρία πραγματογνώμονα, κατά κανόνα θεωρείται μαρτυρία ανεξάρτητου μάρτυρα, η εκτίμηση της εν λόγω μαρτυρίας δε διαφέρει από την εκτίμηση της μαρτυρίας άλλων μαρτύρων. Και τούτο, επειδή οι κανόνες που διέπουν τη μαρτυρία των πραγματογνωμόνων είναι ίδιοι με τους κανόνες που διέπουν τη μαρτυρία όλων των άλλων μαρτύρων. Ένα πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ως εμπειρογνώμονας, με βάση, είτε τα ακαδημαϊκά του προσόντα είτε την πείρα του σ' ένα τομέα, η  οποία από μόνη της μπορεί να καταστήσει το μάρτυρα εμπειρογνώμονα ή πραγματογνώμονα. Το Δικαστήριο θα αξιολογήσει όλα τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, την όλη εντύπωση και τους λόγους που δίνει ο μάρτυρας για τα όσα κατάθεσε.[6]

 

Πρωτίστως αναφέρω ότι η ΜΕ2 αναφορικά με τις σωματικές βλάβες που υπέστηκε από το ατύχημα δεν υπήρξε αρκετά λεπτομερής. Ανάφερε απλώς στη γραπτή της δήλωση τη διάγνωση των ιατρών. Επέμενε ότι τυφλώθηκε για 6 μήνες αλλά θεωρώ αυτή την τοποθέτηση υπερβολική καθότι όχι μόνο δεν παρουσιάστηκε σχετική ιατρική μαρτυρία αλλά ούτε τέτοιος ισχυρισμός δικογραφήθηκε. Επίσης ως δηλώθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία από το συνήγορο της Ενάγουσας 2 σήμερα ουδέν μόνιμη βλάβη είχε. Σχετικά με τον οφθαλμό της Ενάγουσας 2 έγινε αποδεκτό από την πλευρά του Εναγόμενου ότι κατά το επίδικο ατύχημα υπέστη ερυθρότητα οφθαλμού. Η μαρτυρία της ως προς τις λοιπές σωματικές βλάβες ήταν λίγο γενική. Σε κάθε περίπτωση ευρήματα μπορούν να διατυπωθούν μόνο μετά την αξιολόγηση της ιατρικής μαρτυρίας. Όμως από τη μαρτυρία της σαφώς γίνεται αποδεκτό ότι μετά το ατύχημα μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, ότι μεταξύ άλλων τραυματίστηκε στο μάτι (δεν αμφισβητήθηκε η θέση περί τραυματισμού βλ. φωτός Τεκμηρίου 23 φωτογραφία αρ. 1). Δεν αντικρούστηκε η θέση της ΜΕ2 ότι από το ατύχημα υπέστη ταλαιπωρία. Η ΜΕ2 ως εξηγείται κατωτέρω ανάφερε ότι χορήγησε στην Ενάγουσα 2 αναρρωτική άδεια ως το Τεκμήριο 18.  

 

Σημειώνω ότι όσον αφορά τις υπόλοιπες φωτογραφίες του Τεκμηρίου 23 δεν εξηγήθηκε τι απεικονίζουν. Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι σχετίζονται με το επίδικο ατύχημα αλλά ενόψει μη σχετικής επεξήγησης δεν μπορώ να προβώ σε άλλα ευρήματα.  Επισημαίνω επίσης ότι τα Τεκμήρια 16,17, 20 και 21 κατατέθηκαν ως τεκμήρια προς αναγνώριση. Τα συγκεκριμένα τεκμήρια δεν αναγνωρίστηκαν από το συντάκτη τους. Ούτε καν η Ενάγουσα 2 αναφέρθηκε σ΄αυτά. Καμία αποδεικτική βαρύτητα δε δίνεται.

 

Παρατηρώ επίσης ότι αμφισβητήθηκε έντονα ότι η Ενάγουσα 2 υποβλήθηκε σε φυσιοθεραπείες. Ουδέν αποδεικτικό στοιχείο κατάθεσε ούτε παρουσίασε άλλη αξιόπιστη μαρτυρία. Η θέση της παρέμεινε μετέωρη και δεν έγινε αποδεκτή.

 

Αναφορικά δε με τις σωματικές βλάβες σχετική είναι η ιατρική μαρτυρία των ΜΕ3, ΜΕ4 και ΜΕ5. Παρόλο που δεν αμφισβητήθηκαν τα προσόντα τους και ότι αυτοί είναι εμπειρογνώμονες στην ειδικότητά τους, εξέτασα το επάγγελμα, την εκπαίδευση, τα προσόντα, τις γνώσεις και την πείρα τους και έχοντας κατά νου τις αρχές που καθορίζουν πότε ένας μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας, κρίνω ότι αυτοί είναι εμπειρογνώμονες, στην ειδικότητα που έχουν.[7]

 

Ως αναφέρθηκε και οι 3 μάρτυρες είναι ιατροί με ειδικότητα την παθολογία και εργάζονταν κατά τον επίδικο χρόνο στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών (στο εξής «ως το ΤΑΕΠ»)  του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Και οι 3 μάρτυρες αναφέρθηκαν σε ακτινογραφίες που υποβλήθηκε η Ενάγουσα 2. Δεν είναι ορθοπαιδικοί αλλά ως φάνηκε από τη μαρτυρία τους η εμπειρία τους στο ΤΑΕΠ και τα προσόντα τους  προσέδωσε σ’ αυτούς τη γνώση να διαβάζουν ακτινογραφίες.

 

Η ΜΕ3 εξήγησε πως κατέληξε στα ευρήματα της ως τα καταγράφει στο Τεκμήριο 18 στη βάση των οποίων έκρινε δικαιολογημένη την παραχώρηση στην Ενάγουσα 2 αναρρωτική άδεια. Εξήγησε με επάρκεια τι συνίσταται θλάση μυών αυχενικής μοίρας και γιατί κατέληξε στη διάγνωση αυτή. Εξήγησε επίσης ότι αυτά που διάγνωσε προέκυψαν όχι μόνο από την ακτινογραφία αλλά και από την κλινική εικόνα. Εξήγησε ότι κάταγμα δεν υπήρξε αλλά λόγω του πόνου, οιδήματος στην αριστερή κνήμη και αριστερό κάτω άκρου ποδός διέγνωσε κάκωση. Παρόλο που αμφισβητήθηκε κατά πόσο έγιναν οι ακτινογραφίες αυτό επιβεβαιώθηκε από τη ΜΕ5 η οποία κατάθεσε το Τεκμήριο 24 αντίγραφο του ιατρικού φακέλου που τηρείται για την Ενάγουσα στο ΤΑΕΠ.  Η μαρτυρία αλλά και οι επεξηγήσεις της μάρτυρος ήταν σαφείς και κατατοπιστικές. Φαίνεται ότι η εν λόγω μάρτυρας ανέλαβε την εξέταση και περίθαλψη της Ενάγουσας 2 μετά από τη ΜΕ5. Επισημαίνω ότι δεν αντικρούστηκε επίσης ότι διαπίστωσε ρινορραγία. Σε γενικές γραμμές αυτό που προκύπτει είναι ότι οι σωματικές βλάβες τις οποίες έχει υποστεί η Ενάγουσα 2 δεν ήταν σοβαρής μορφής.

 

Η μαρτυρία της είναι βοηθητική για το Δικαστήριο, έχει επίσης παράσχει τα εχέγγυα ώστε να μπορεί να βασιστεί σ’ αυτήν και να προβεί σ’ ασφαλή ευρήματα.

 

Ο ΜΕ4, ως φαίνεται είναι ο συντάκτης του Τεκμηρίου 19. Ο μάρτυρας την 22/09/2016  διέγνωσε εκτός από ζάλη κάκωση αυχένα προ 5 ημερών λόγω τροχαίου. Ουσιαστικά ο μάρτυρας ενώ φαίνεται να υιοθέτησε τη γνωμάτευση των άλλων ιατρών σε σχέση με τον αυχένα κατάγραψε τον όρο κάκωση αυχένα επειδή ως ανάφερε δεν είναι ακτινολόγος. Θεωρώ ότι ο μάρτυρας δεν εξήγησε με σαφήνεια γιατί υιοθέτησε τον όρο κάκωση αυχένα που περιλαμβάνει και τα οστά εκτός από τους μυς του αυχένα. Η μαρτυρία της ΜΕ3 ήταν πλήρως κατατοπιστική και ξεκάθαρη ότι η Ενάγουσα 2 υπέστη θλάση αυχένα. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να υιοθετήσει και να βασιστεί στη γνώμη του ΜΕ4 για κάκωση αυχένα καθότι ως φαίνεται ο λόγος που το κατέγραψε είναι λόγω του ότι δεν είναι ακτινολόγος. Δεν έχει τεκμηριώσει ουσιαστικά τη γνώμη του για κάκωση αυχένα. Βλάβη στα οστά στο μεταξύ δε φαίνεται να είχε η Ενάγουσα 2. Συνεπώς το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί με ασφάλεια στη μαρτυρία του.

 

Αναφορικά με τη μαρτυρία της κας Θεοδοσίου ΜΕ5, μπορώ με ασφάλεια να πω ότι παρείχε τα εχέγγυα ώστε το Δικαστήριο να μπορεί με ασφάλεια να βασιστεί στη γνώμη της. Η ΜΕ5 ήταν η ιατρός που την εξέτασε αρχικά τη μέρα του ατυχήματος. Στη συνέχεια ανάλαβε η ΜΕ3 την περίθαλψη της. Εξήγησε με επάρκεια το Τεκμήριο 24 και επιβεβαίωσε ότι η Ενάγουσα 2 υποβλήθηκε σε ακτινογραφίες.

 

Ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε η μαρτυρία της η οποία κρίνεται αποδεκτή στο σύνολο της. Επίσης εμπεριείχε τα απαραίτητα εχέγγυα ώστε να μπορώ να βασιστώ σ’ αυτή.

 

Επί τη βάση λοιπόν της αξιολόγησης της μαρτυρίας, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα αναφορικά με τα γεγονότα:

 

Περί την 17/09/2016  η Ενάγουσα 2 οδηγούσε το όχημα με αρ. Εγγραφής HYB310, ιδιοκτησίας του Ενάγοντα 1 περί τις 21:00 στο δρόμο που οδηγεί προς τον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού στο Πέρα Χωριό, παρά τα φυτώρια Σολωμού στην επαρχία Λευκωσίας. Ο Εναγόμενος οδηγούσε το όχημα με αρ. Εγγραφής KZL847 ιδιοκτησίας κάποιου Παναγιώτη Ματθαίου στην αντίθετη κατεύθυνση ευθεία πορεία. Δεξιά του δρόμου υπάρχει στρίψιμο προς Κοτσιάτη. Η Ενάγουσα 2 κινείτο αρχικά ως η πορεία Α του δρόμου ενώ ο Εναγόμενος ως η πορεία Β του δρόμου ως φαίνεται στο πρόχειρο σχεδιαγράφημα (μέρος του Τεκμηρίου 25). Στην προσπάθεια της Ενάγουσας 2 να στρίψει δεξιά στο δρόμο που οδηγεί προς Κοτσιάτη, ανέκοψε την ελεύθερη πορεία του οχήματος που οδηγούσε ο Εναγόμενος. Στο όχημα που οδηγούσε ο Εναγόμενος συνεπιβάτες ήταν ο Δημήτρης Ματθαίου και Πολυδώρα Ματθαίου.

Μετά το ατύχημα όλοι οι επιβάτες μεταφέρθηκαν με ασθενοφόρο στο ΤΑΕΠ. Η ΜΥ1 μετάβηκε στη σκηνή και ετοίμασε πρόχειρο σχεδιαγράφημα. Το ατύχημα επεσυνέβη στη λωρίδα του δρόμου που ακολουθούσε ο Εναγόμενος. Η Ενάγουσα 2 κινήθηκε δεξιότερα και εισήλθε εντός της άλλης λωρίδας προς το στρίψιμο που οδηγεί στο Κοτσιάτη.  Τα εμπλεκόμενα με το ατύχημα οχήματα βρέθηκαν στις θέσεις Α1 και Β1 ως το πρόχειρο σχεδιαγράφημα και δη τα οχήματα βρέθηκαν εντός του στριψίματος στο δρόμο προς τον Κοτσιάτη.

 

Η Ενάγουσα 2 όταν μετέβεηκε στο ΤΑΕΠ υποβλήθηκε σε διάφορες εξετάσεις, ακτινογραφίες. Από το ατύχημα υπέστη θλάση αυχένα, κεφαλαλγίες, οίδημα αριστερής κνήμης και αριστερού κάτω άκρου ποδός, ρινορραγία, ερυθρότητα δεξιού οφθαλμού, είχε πόνο αλλά οι τραυματισμοί ήταν ήπιας μορφής. Φόρεσε κολλάρο και της δόθηκαν για λίγες μέρες αναρρωτική άδεια ως το Τεκμήριο 18.

 

Νομική Πτυχή

 

Σε υποθέσεις αμέλειας το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει πρωτίστως το θέμα της ευθύνης. Η στοιχειοθέτηση του αστικού αδικήματος της αμέλειας ουσιαστικά είναι θέμα γεγονότων και αποφασίζεται με βάση τις συνθήκες και περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.[8] Η ίδια η αμέλεια ως αστικό αδίκημα δεν μπορεί να εξετάζεται αφηρημένα, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με το συγκεκριμένο πρόσωπο που την επικαλείται και με αναφορά στην παράλειψη που προκάλεσε τη ζημιά.[9] Τα συστατικά στοιχεία που πρέπει να αποδειχθούν σε κάθε αγωγή για αμέλεια είναι τα ακόλουθα τρία: (1) αμελής πράξη ή παράλειψη, (2) υποχρέωση επιμέλειας προς το ζημιωθέν πρόσωπο και (3) πρόκληση ζημιάς.  Ο εναγόμενος για να υπέχει ευθύνη πληρωμής αποζημιώσεων για το αστικό αδίκημα της αμέλειας πρέπει να αποδειχθεί ότι: (α) απέτυχε να επιδείξει επιμέλεια, (β) υπείχε υποχρέωση επιμέλειας προς το ζημιωθέν πρόσωπο και (γ) η αποτυχία του να επιδείξει επιμέλεια ήταν η αιτία που προκάλεσε τη ζημιά. Tο καθήκον για επιμέλεια γεννάται αφότου η διακίνηση άλλων προσώπων καθιστά εξ αντικειμένου μέριμνα του προσώπου που χρησιμοποιεί το δρόμο στη λήψη προφυλακτικών μέτρων για την προστασία της ασφάλειας τους.[10]

Η  συμπεριφορά ενός οδηγού εξετάζεται και κρίνεται με βάση το επίπεδο του μέσου συνετού ανθρώπου, δηλαδή με βάση την αντίληψη ενός συνηθισμένου οδηγού όχι και του ενεχόμενου οδηγού[11], δε προσδιορισμός του καθήκοντος ποικίλλει ανάλογα με τα αντικειμενικά δεδομένα που επικρατούν στη σκηνή.  Το καθήκον για λήψη προφυλακτικών μέτρων διαφαίνεται κατά τη λογική πρόβλεψη.[12] Ο βαθμός της απαιτούμενης προσοχής από τον Ενάγοντα συσχετίζεται με τις περιστάσεις και τις συνθήκες που περιστοιχίζουν το ατύχημα. Ο κανόνας που διέπει την συμπεριφορά του Ενάγοντα είναι ότι πρέπει να φανεί ότι επέδειξε, για τη δική του ασφάλεια, την προσοχή που αναμένεται από το μέσο λογικό άνθρωπο που είναι συνυφασμένη με την έννοια της σωφροσύνης.[13]

 

Εάν αποδειχθεί η αμέλεια του Εναγόμενου τότε ο Ενάγοντας θα δικαιούται σε αποζημίωση για τη ζημιά που αποτελεί απόρροια της αμέλειας.

 

 

Στην υπόθεση Σταύρου Ελισάβετ Σταύρου Νικολάου (2004) 1 ΑΑΔ 746 αποδόθηκε αποκλειστική ευθύνη για πρόκληση τροχαίου ατυχήματος σε οδηγό ελκυστήρα ο οποίος εισήλθε στη λωρίδα κυκλοφορίας εξ αντιθέτου επερχόμενου αυτοκινήτου και προκάλεσε σύγκρουση με αυτό. Η εφεσείουσα, η οποία επέβαινε στον ελκυστήρα που οδηγούσε ο τριτοδιάδικος-σύζυγός της, τραυματίστηκε όταν ο ελκυστήρας συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος από την αντίθετη κατεύθυνση. Με γνώμονα το σημείο σύγκρουσης, όπως το εντόπισε ο εξεταστής της υπόθεσης, το οποίο απείχε μόνο 1.50 μέτρα από την άκρη του δρόμου σε σχέση με την πορεία του εφεσίβλητου, κατά τη στιγμή της σύγκρουσης ο ελκυστήρας βρισκόταν σχεδόν κατά ένα μέτρο στην λωρίδα κυκλοφορίας του εφεσίβλητου. Οι θέσεις των διαδίκων ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος διϊσταντο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της μαρτυρίας του εξεταστή ο οποίος είχε κληθεί από την εφεσείουσα διαπίστωσε πως πράγματι η σύγκρουση έγινε στην πλευρά του εφεσίβλητου. Το Δικαστήριο, στη βάση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, τον οποίο έκρινε ως καθόλα αξιόπιστο, απέδωσε αποκλειστική ευθύνη στον τριτοδιάδικο και απέρριψε την αγωγή.

 

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε πως ο τριτοδιάδικος είχε αποκλειστική ευθύνη αφού δεν είχε λάβει καθόλου υπόψη τη μαρτυρία της και τη μαρτυρία του τριτοδιάδικου, όπως και την πορεία του οχήματος του εφεσίβλητου. Κρίθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του και στη βάση της μαρτυρίας που είχε αποδεχθεί ως αξιόπιστη, κατέληξε στην ορθή διαπίστωση ότι δεν δικαιολογείτο η απόδοση συντρέχουσας αμέλειας στον εφεσίβλητο επειδή, κάτω από την αγωνία της στιγμής, δεν κινήθηκε αριστερότερα στο κράσπεδο, ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση.

 

Στην υπόθεση Παναγιώτη Παναγή v Σάββα Κακόψητου και Σάββα Κακόψητου v Παναγιώτη Παναγή[14], επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση με την οποία αυτοκίνητο οδηγούμενο στο δρόμο Λεμεσού-Πλατρών με κατεύθυνση προς Λεμεσό, συγκρούστηκε με φορτηγό που οδηγείτο εξ΄αντιθέτου κατευθύνσεως το οποίο είχε κινηθεί δεξιότερα σε σχέση με την πορεία του, κρίθηκε ότι ο οδηγός του φορτηγού ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος.

 

Εν προκειμένω με γνώμονα το σημείο σύγκρουσης όπως το εντόπισε η εξετάστρια της υπόθεσης, το οποίο ως φαίνεται στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα βρίσκεται εντός της λωρίδας που ακολουθούσε ο Εναγόμενος σε σχέση με την πορεία του Εναγόμενου και σε κάθε περίπτωση με βάση το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η σύγκρουση έγινε εντός της λωρίδας που κινείτο ο Εναγόμενος και δη τα οχήματα βρέθηκαν εντός του δρόμου που είναι το στρίψιμο προς το Κοτσιάτη προκύπτει ότι η Ενάγουσα 2 κατά τη στιγμή της σύγκρουσης κινήθηκε δεξιότερα και εισήλθε εντός της λωρίδας που οδηγούσε ο Εναγόμενος κανονικώς και νομίμως αποκόπτωντας ουσιαστικά την ελεύθερη διέλευση. Η Ενάγουσα 2 είναι αυτή που ενήργησε με τρόπο θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια του Εναγόμενου και των συνεπιβατών του με το να εισέλθει στη λωρίδα που ακολουθούσε αυτός νομίμως και κανονικώς, απροειδοποίητα και ξαφνικά. Ως προέκυψε από το σύνολο της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή η ενέργεια της Ενάγουσας 2 να εισέλθει δεξιότερα αλλά και η προσπάθεια της να στρίψει δεξιά προς το δρόμο που οδηγεί στον Κοτσιάτη υπήρξε η αιτία πρόκλησης του ατυχήματος.

 

Η αιτία λοιπόν πρόκλησης του δυστυχήματος δεν είναι άλλη από την οδική συμπεριφορά της Ενάγουσας ως περιγράφεται στην παρούσα και η οποία ανάκοψε τη διέλευση του Εναγόμενου. Έπεται πως ο Εναγόμενος δεν υπήρξε αμελής.

 

Ήταν προβλεπτό ότι δυνατόν να προκληθεί κίνδυνος σε άλλο χρήστη του δρόμου σε περίπτωση που κάποιος αποφάσιζε να στρίψει ξαφνικά στα δεξιά για να εισέλθει δεξιά. Η Ενάγουσα δε φαίνεται να έλαβε υπόψη αυτό τον κίνδυνο.

 

Επισημαίνω ότι δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μου που να δεικνύει ότι ο Εναγόμενος δε τήρησε τη δέουσα επόπτευση και παρακολούθηση του δρόμου. Αντιθέτως η Ενάγουσα 2 ως φαίνεται οδηγούσε χωρίς παρατηρητικότητα και προσοχή.

  

Με βάση τη μαρτυρία που έχει γίνει αποδεκτή δεν έχω διαπιστώσει λοιπόν να παραβίασε με οποιοδήποτε τρόπο ο Ενάγοντας το καθήκον επιμέλειας του ή να πρόβηκε σε κάποια ενέργεια που να συνέβαλε στην πρόκληση του επίδικου ατυχήματος.

Εν κατακλείδι οι Ενάγοντες δεν απόσεισαν το βάρος απόδειξης και δεν απόδειξαν ότι ο Εναγόμενος παραβίασε το καθήκον επιμέλειας έναντι της Ενάγουσας 2.

 

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου και για σκοπούς πληρότητας της απόφασης σε περίπτωση ανατροπής των πιο πάνω συμπερασμάτων και απόφασης μου στο θέμα της ευθύνης, θα προχωρήσω να εξετάσω το ύψος των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων που θα δικαιούτο η Ενάγουσα 2.[15]

 

Αναφορικά με τις γενικές αποζημιώσεις, έχω κατά νου ότι ο σκοπός για τον οποίο επιδικάζονται είναι η δίκαιη αποζημίωση του θύματος για τη ζημιά και τραυματισμούς που έχει υποστεί και συναρτώνται άμεσα με τη σοβαρότητα των τραυμάτων, τον πόνο, την οδύνη, τη δυσχέρεια που προκαλούν τα τραύματα, τη διάρκεια των τραυμάτων και τα κατάλοιπα από τους τραυματισμούς με την όποια μορφή αυτά παίρνουν. Δεν υπάρχει μέτρο, ούτε ζυγαριά, με τα οποία θα μπορούσαμε να μετρήσουμε και να ζυγίσουμε αυτό τούτο τον τραυματισμό και τα όσα πιθανόν να έπονται απ' αυτόν, χωρίς όμως να εναποτίθεται υπέρμετρο βάρος στον αδικοπραγούντα[16]. Έχω επίσης κατά νου ότι το επιδικασθέν ποσό πρέπει να είναι εύλογο,[17] «κοινωνικά αποδεκτό»[18] και να αντανακλά την ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο που υπέστη το αθώο μέρος[19]. Επίσης, χωρίς όμως να πρόκειται για απόλυτο κανόνα, διαπιστώνεται μια γενικά αυξητική τάση στα ποσά που επιδικάζονται ως γενικές αποζημιώσεις. [20]

 

Η υποτίμηση του χρήματος στην περίοδο που διέρρευσε από τον χρόνο προηγουμένων επιδικασθέντων ποσών, είναι παράγοντας που κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψη.[21] Για τον λόγο αυτό, προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο με την έννοια του δεδικασμένου αλλά παρέχουν απλή καθοδήγηση στο Δικαστήριο.[22]

 

Για σκοπούς καθοδήγησης ως προς το ύψος των γενικών αποζημιώσεων έχω λάβει υπόψη μου, το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν σε περιπτώσεις όπου η φύση και έκταση των τραυματισμών όπως και τα κατάλοιπα των τραυμάτων ήταν αντίστοιχα ή προσομοίαζαν με την παρούσα υπόθεση (βλέπε ενδεικτικά Δημητρίου ν Ιωάννου κ.α. (2003) 1 Α ΑΑΔ 274, Κωνσταντινίδης ν Παπαμιλτιάδους (2007) 1Β ΑΑΔ 733, Π.Ε. 288/2018 Μιρέλα Μαρκίδου Χριστάκης Παπαμάρκου ημερ. 16/07/2024, Αρετούλα Μερακλή κ.α. v. Α. Ταλιώτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1148, Ανδρέας Νεοκλέους v. Simon John Worley (2001) 1 A.A.Δ. 652, Κασιάνα Χαραλάμπους v. Γιαννάκη Αναστασιάδη (2003)1Γ Α.Α.Δ. 1709, Χαραλάμπους v. Αβραάμ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1441. Σε κάποιες υποθέσεις υπήρξαν και σοβαρότερα τραύματα.

 

Για σκοπούς γενικών αποζημιώσεων λοιπόν λαμβάνω υπόψη μου τον πόνο και ενόχληση που είχε η Ενάγουσα 2 στον αυχένα, το γεγονός ότι υπέστη θλάση αυχένα, ότι είχε κεφαλαλγίες, ζαλάδες, ριννοραγία, οίδημα στην αριστερή κνήμη και αριστερό κάτω άκρο ποδιού, ερυθρότητα δεξιού οφθαλμού, ήπιοι τραυματισμοί, την ταλαιπωρία και πόνο, το γεγονός ότι έβαλε κολλάρο και ότι έλαβε αναρρωτική άδεια ως το Τεκμήριο 18.

 

Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω, θα έκρινα ως εύλογο και δίκαιο, το ποσό των €5.000 ως γενικές αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης.

 

Σημειώνω ότι οι ειδικές ζημιές έχουν ήδη συμφωνηθεί για το συνολικό ποσό των €1985,65 επί πλήρους ευθύνης. Ελλείψει ευρήματος περί υπαιτιότητας του Εναγόμενου δεν τίθεται ζήτημα για περαιτέρω συζήτηση του θέματος.

 

Υπό το φως των πιο πάνω η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εναγόμενου και εναντίον των Εναγόντων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                                                  (Υπ.)…………….………………
                                                                                              Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 



[1] Πουρίκος v Σάββα κ.α. (1991) 1 ΑΑΔ 507.

[2] Βλ. σύγραμμα των κκ Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Γ. Σάντη “Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές ” 2014, σελ. 196-198 και Σοφοκλέους ν Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665 .

[3] Γεώργιος Παπαγεωργίου v Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ. 24

[4] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506

 

[5] (βλ.  Κονναρής v. Κυριάκου (1996) (1 (Α) Α.Α.Δ. 267, 270Κυριάκου v. Δημητρίου (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1362 και Conway v. Ηλία (2003) 1 (Α) Α.Α.Δ. 540, 546).

 

 

[6] Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 841.

[7] Ελένη Τσαγγάρη Δημητρίου ν. Ανδριανής Κυριάκου Εγγλέζου κ.ά. (1997) 1 ΑΑΔ 1285).

 

 

[8] Panayiotoy v Mavrou (1970)1 C.L.R. 215.

[9] Λάππας ν. Παφίτη (1995) 1 Α.Α.Δ. 832 και  Συκοπετρίτης ν. Χριστοδούλου (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 218.

[10] Αλεξάνδρου ν. Λεβέντη  (1996) 1 Α.Α.Δ. 420

[11] Μαρκαντώνης ν. Δημάκη (1989) 1 C.L.R. 387  

[12] Βίκης ν. Νεοφύτου (1990) 1 Α.Α.Δ. 345

[13] Αβραάμ ν. Αρέστη Στυλιανού (2002) 1 Α.Α.Δ. 50

[15]  Αντώνης Χατζηγεωργίου v Ανδρέα Σταύρου, Demco Insurance Ltd Π.Ε. 239/2015, 04/11/2024.

[16] Χαριλάου ν Νικολάου (2003)1 Α.Α.Δ. 1460, Fletcher v Autocar Transporters Ltd [1968] 1 All E.R. 726, Constantinou v Salahouris (1969) 1 C.L.R. 416.

[17] Βαρβάρα Χρίστου Μιχαήλ ν Φίλιος Συκοπετρίτης Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 1049, Κώστας Ιακώβου ν Αλέξανδρος Παπαδάκη κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 2079

[18] Paraskevaides (Overseas) Ltd v Christofi (1982) 1 C.L.R. 789

[19] Φοινικαρίδης κ.α. ν Γεωργίου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, Παναγή ν Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1303, Μαυροπετρή ν Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66

[20] Παναγή ν Θεοδώρου κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1303, Κωνσταντίνου ν Ιωάννου (1993) 1 Α.Α.Δ. 669

[21] (βλ.Σύγραμμα Φρίξου Νικολαΐδη 'Αποζημιώσεις για Σωματικές Βλάβες' παρ. 1-21, σελ. 25)

[22] Ιακώβου ν Παπαδάκη κ.α (2000) 1Γ Α.Α.Δ 2079)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο