Σάββα Χριστοδούλου ν. Μιχάλη Βαρνακίδη, Αρ. Αγωγής: 1512/2023, 27/6/2025
print
Τίτλος:
Σάββα Χριστοδούλου ν. Μιχάλη Βαρνακίδη, Αρ. Αγωγής: 1512/2023, 27/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 1512/2023 (ijustice)

Μεταξύ:

Σάββα Χριστοδούλου

Ενάγοντα

- και –

Μιχάλη Βαρνακίδη

Εναγόμενου

Ημερομηνία:                                                            27η Ιουνίου 2025

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα - Αιτητή:                                             κα. Κανδρή             

Για την Εναγόμενη - Καθ’ ης η Αίτηση:                κος. Μίτας                

Αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης ημερομηνίας 1/11/2024

Ενδιάμεση Απόφαση

[Η απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων ηλεκτρονικά κατόπιν λήψης της γραπτής συγκατάθεσής τους και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα]

            Με την παρούσα Αίτηση, ο Ενάγων αιτείται συνοπτική απόφαση στη βάση της Διαταγής 18, των πλέον παλαιών – πλην όμως εφαρμοστέων – θεσμών πολιτικής δικονομίας. Πιο συγκεκριμένα ο Ενάγων ζητά συνοπτική απόφαση με την οποία το Δικαστήριο θα διατάσσει τον Εναγόμενο να παραδώσει στον Ενάγοντα κενή κατοχή του υποστατικού στην οδό [ ] 20Β, 2020 Στρόβολος.

Προτού στρέψω την προσοχή μου στην κρίσιμη Αίτηση, δυο λόγια για το νομικό πλαίσιο που την αφορά. Η Διαταγή 18(1)(α) των παλαιών θεσμών προνοεί:

«1. (a) Where the defendant appears to a writ of summons specially indorsed under Order 2, Rule 6, the plaintiff may on affidavit made by himself, or by any other person who can swear positively to the facts, verifying the cause of action, and the amount claimed (if any), and stating that in his belief there is no defence to the action, apply for judgment for the amount so indorsed, together with interest (if any), or for the recovery of the land (with or without rent), or for the delivering up of a specific chattel, as the case may be, and costs. And judgment for the plaintiff may be given thereupon, unless the defendant shall satisfy the Court that he has a good defence to the action on the merits, or disclose such facts as may be deemed sufficient to entitle him to defend.»

Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αθηνούλλα Γ. Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ. (1997) 1 Α.Α.Δ. 782, κρίνεται ιδιαίτερα διαφωτιστικό ως προς την προσέγγιση του ζητήματος:

«Η τήρηση των πιο πάνω προϋποθέσεων σχετίζεται με την δικαιοδοσία του δικαστηρίου και η μη ικανοποίησή τους στερεί από το δικαστήριο τη δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση (Βλ. Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130, 135). Ο λόγος της αυστηρής προσέγγισης όσον αφορά την επάρκεια ή πληρότητα της ένορκης δήλωσης επεξηγείται ως πιο κάτω στην Symon & Co. v. Palmer's Stores (1903) Limited [1912] 1 K.B. 259, 266-267: […] "Κατά κανόνα η δίκη πρέπει να προηγείται της απόφασης. Η Δ.14 προσφέρει μια ειδική διαδικασία σε ορισμένες υποθέσεις.  Είναι διαδικασία κατά την οποία αντί να αρχίζει πρώτα η δίκη και μετά η απόφαση, υπάρχει αμέσως απόφαση και μετά δίκη. Τέτοια διαδικασία πρέπει να περιορίζεται αυστηρά για τις εξειδικευμένες υποθέσεις για τις οποίες προβλέπεται όπως καθορίζεται στον Κανονισμό […]"

Η Δ.18 πρέπει να εφαρμόζεται στις ξεκάθαρες και αδιαμβισβήτητες υποθέσεις. Σκοπός της, καθώς έχει νομολογηθεί, είναι να καταστήσει ικανό τον ενάγοντα να πάρει συνοπτική απόφαση χωρίς δίκη, εάν μπορεί να αποδείξει την αξίωσή του ξεκάθαρα και εάν ο εναγόμενος δεν είναι σε θέση να εγείρει μια καλόπιστη υπεράσπιση ή να εγείρει οποιοδήποτε επίδικο θέμα εναντίον της αξίωσης, το οποίο πρέπει να εκδικαστεί (Βλ. Roberts v. Plant [1895] 1 Q.B. 597) […]».

Η εμβέλεια, ο σκοπός και η εφαρμογή της Διαταγής 18 ερμηνεύθηκαν και σε σωρεία άλλων αποφάσεων. Το Ανώτατο Δικαστήριο χαρακτηριστικά αναφέρει ότι: 

«Ο σκοπός της διαδικασίας για συνοπτική απόφαση είναι κυρίως η ταχύτητα, δηλαδή να λαμβάνει ο ενάγων έγκαιρα απόφαση εκεί που τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του είναι τόσο καθαρή που να μην χρειάζεται κανονική δίκη, ενώ αντίθετα να δείχνουν ότι η υπεράσπιση δεν προβάλλεται καλόπιστα, αλλά απλώς για σκοπούς καθυστέρησης της υπόθεσης. Επειδή όμως η διαδικασία αυτή αποστερεί ουσιαστικά τον εναγόμενο από του να υπερασπίσει την υπόθεση σε κανονική δίκη, η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης ασκείται πολύ προσεκτικά, σπάνια και με βάση ορισμένα κριτήρια τα οποία περιέχονται στη Δ.18, θ.θ.1-5, όπως αυτά εξηγήθηκαν τόσο σε αγγλική νομολογία όσο και σε νομολογία του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου [...]»[1].

«[...] (Ε)φόσον ο ενάγων ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις που τίθενται στη Δ.18, Θ.1 το βάρος μετατοπίζεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση και/ή ότι υπάρχουν τέτοια γεγονότα που να του δίνουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί.  Συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη [...][2]». 

Ενώ, σχετικά πιο πρόσφατα αναφέρθηκε ότι:

«[…]«Συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη. Τέτοια διαπίστωση γίνεται όταν το πράγμα είναι προφανές και όχι ως εγχείρημα αξιολόγησης και στάθμισης»[3].

Προκύπτει ότι τα κριτήρια που πρέπει να ικανοποιηθούν από τον αιτούντα Ενάγοντα και τα οποία η Νομολογία καθιέρωσε ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τη σχετική δικονομική πρόνοια είναι ότι (α) το κλητήριο πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο, (β) ο εναγόμενος θα πρέπει να έχει καταχωρήσει εμφάνιση στην αγωγή και (γ) η ένορκη δήλωση για υποστήριξη της αίτησης πρέπει να γίνεται από τον ίδιο τον Ενάγοντα ή άλλο πρόσωπο που να μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και του βάσιμου της αξίωσης, καθώς και να δηλώνει ρητά ότι πιστεύει ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση σε αυτή.

Από τη στιγμή που το βάρος μετατίθεται στους ώμους του Εναγόμενου, χαρακτηριστικές είναι οι επί του σημείου αναφορές του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστόδουλος Μεττή κ.α. ν Τράπεζας Κύπρου Λτδ. (2002) 1 Α.Α.Δ. 417 όπου σε σχετικό απόσπασμα λέχθηκε:

«[...] Ο εναγόμενος θα πρέπει να δείξει είτε ότι έχει καλή υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής, είτε να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρούνται ικανοποιητικά για να του παρασχεθεί το δικαίωμα να υπερασπιστεί. Το βάρος βρίσκεται επί των ώμων του εναγόμενου (Kyprianides ν. Ioannou (1966) 1 C.L.R. 265, 269) και το δικαστήριο θα πρέπει να καταλήξει σε σχετικό  συμπέρασμα, ύστερα από ακρόαση της αίτησης για συνοπτική απόφαση (Christodoulou ν. Erotocritou ΧΧΙ C.L.R. 175).

Στην πρακτική είναι αρκετό για τον εναγόμενο να αποκαλύψει γεγονότα ικανά να καταδείξουν καλόπιστα την ύπαρξη δικάσιμου θέματος. Άδεια για καταχώρηση εμφάνισης θα πρέπει να του παρέχεται, ακόμα κι' όταν φαίνεται ότι δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας (Jacobs v. Booth's Distillery Co [1901] 85 L.T. 262).

Μόνο σε καθαρές περιπτώσεις το Δικαστήριο μπορεί να στερήσει διάδικο από του να προβάλει την υπεράσπισή του.  Διαφορετική αντιμετώπιση θα συνιστούσε άρνηση δικαιοσύνης ((Trans Middle East (Trading) (T.M.E.T.) Ltd v. Tlais, ανωτέρω)».

Στην υπόθεση Λαζάρου κ.ά. v. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817, με αναφορά στο σύγγραμμα Supreme Court Practice 1999 λέχθηκε ότι: 

«...όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση».

Στην ενώπιον μου υπό κρίση περίπτωση ο Ενάγων στήριξε την Αίτησή του με ένορκη δήλωση και δέκα τεκμήρια. Συνοπτικά η θέση του Ενάγοντα είναι ότι ως ιδιοκτήτης του επίδικου υποστατικού, τερμάτισε την ενοικίαση που είχε συνάψει με τον Εναγόμενο, αλλά και ότι το ενοικιαστήριο έληξε αυτοδικαίως. Παρά ταύτα, ο Εναγόμενος εξακολουθεί να κατέχει το υποστατικό. Ο Ενάγων εκφράζει την πεποίθηση ότι ο Εναγόμενος δεν έχει πραγματική υπεράσπιση στην Αγωγή και ότι σκοπεί μόνον στο να κερδίζει χρόνο. Πέραν τούτου, ο Ενάγων αναφέρει ότι ο Εναγόμενος δεν πλήρωνε, ως όφειλε, λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, εκτός όταν αναγκάστηκε να το πράξει, οπότε όμως κι έσπευσε να το αποκόψει από το ενοίκιο. Επίσης, παρά τη συμφωνηθείσα χρήση του υποστατικού ως σχολή χορού, ο Εναγόμενος χρησιμοποιεί αυτό και ως κατοικία. Αλλά και η χρήση ως σχολή χορού γίνεται και σε ακατάλληλες ώρες προκαλώντας οχληρία. Εξηγεί δε ο Ενάγων, ότι η κατάσταση τούτη, επηρεάζει την υγεία και ψυχολογία του και τέλος αναφέρεται στο ιστορικό της επικοινωνίας και ορισμένων διαπραγματεύσεων που έλαβαν χώρα μεταξύ των δικηγόρων των διαδίκων, χωρίς όμως οποιοδήποτε αποτέλεσμα.

Ο Εναγόμενος ενίσταται στην Αίτηση με 16 λόγους, οι οποίοι άπτονται τόσο ουσιαστικών όσο και τυπικών ζητημάτων. Περισσότερες λεπτομέρειες δίδονται στην ένορκη δήλωση του Εναγόμενου στην οποία επισυνάπτει και τεκμήρια και η οποία συνοψίζεται ως ακολούθως: ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο Ενάγων δεν είναι, εν τέλει, ιδιοκτήτης του επίδικου υποστατικού και δεν έχει δικαίωμα ν’ αξιώνει τις θεραπείες. Πέραν τούτου, ο Εναγόμενος προβάλλει τον ισχυρισμό αφενός ότι η διάρκεια του συμβολαίου είναι 4 έτη και όχι 2, αλλά κι αφετέρου με τη λήξη του συμβολαίου ο ίδιος καθίσταται θέσμιος ενοικιαστής σύμφωνα με τον περί Ενοικιοστασίου Νόμο και συνεπώς το ζήτημα τίθεται εκτός της εμβέλειας της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Ως προς τη θέση του Ενάγοντα αναφορικά με την άρνησή του να παραλάβει αυξημένο ενοίκιο προκειμένου να μην θεωρηθεί ότι αποδέχεται την ανανέωση της ενοικίασης, ο Εναγόμενος επισυνάπτει σχετική απόδειξη πληρωμής του αυξημένου τούτου ενοικίου. Τέλος ο Εναγόμενος σχολιάζει τις θέσεις του Ενάγοντα και υποστηρίζει ότι έχει βάσιμη Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην Αγωγή. Κατά τον Εναγόμενο, ο Ενάγοντας δεν τερμάτισε νόμιμα την ενοικίαση στη βάση της επιστολής που απέστειλαν οι δικηγόροι του. Ο Εναγόμενος έπειτα αρνείται τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα.

Οι συνήγοροι των διαδίκων υπέβαλαν γραπτές αγορεύσεις επί του θέματος. Από πλευράς της, η συνήγορος του Ενάγοντα με αγόρευση που καταλαμβάνει 20 πυκνογραμμένες σελίδες, αναφέρεται στο ιστορικό της διαφοράς, στη νομική βάση κι έπειτα παραθέτει γεγονότα απαντητικά στην ένσταση του Εναγόμενου. Προκρίνει συνολικά ότι οι ισχυρισμοί του Εναγόμενου είναι αναληθείς και στερούνται νομικού και πραγματικού ερείσματος. Μέρος των θέσεων της συνηγόρου είναι ότι κανένα συμβόλαιο και δη το συγκεκριμένο ενοικιαστήριο συμβόλαιο, δεν ανανεώνεται αυτόματα χωρίς τη βούληση και των δύο συμβαλλόμενων. Ως προς τη βασιμότητα ή ακόμα και την ύπαρξη υπεράσπισης, είναι θέση της συνηγόρου ότι οι ισχυρισμοί του Εναγόμενοι είναι γενικοί και αόριστοι και δεν αποκαλύπτουν οτιδήποτε που θα μπορούσε ν’ αποτελέσει λόγο για να οδηγηθεί η παρούσα διαφορά σε δίκη. Με αναφορά σε πρωτόδικες αποφάσεις και σύγγραμμα, η συνήγορος ισχυρίζεται ότι ο Εναγόμενος δεν προβάλλει καλόπιστη υπεράσπιση. Εξ αντιθέτου ο συνήγορος του Εναγόμενου επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης κι έπειτα παραθέτει νομολογία αναφορικά με την εφαρμογή κι ερμηνεία της Διαταγής 18. Με αναφορά σε συγκεκριμένες παραγράφους της ένορκης δήλωσης του πελάτη του, ο συνήγορος αναφέρεται στις υπερασπίσεις που προβάλλει η πλευρά του και εισηγείται ότι υπάρχει σοβαρή διαφωνία μεταξύ των διαδίκων ως προς τα γεγονότα, αλλά και ότι η παρούσα δεν αφορά σε ξεκάθαρη περίπτωση στην οποία ο Εναγόμενος δεν έχει καταδείξει υπεράσπιση. Προτού αναλύσω όλα τα πιο πάνω υπό το φως της νομικής πτυχής, οφείλω να παρατηρήσω ότι οι αγορεύσεις δικηγόρων δεν αποτελούν αποδεχτό τρόπο εισαγωγής μαρτυρίας[4]. Συνεπώς το Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη γεγονότα τα οποία τέθηκαν μόνον στις αγορεύσεις των συνηγόρων, είτε ως απαντητικά γεγονότων που περιλήφθηκαν σε ένορκη δήλωση είτε ως απλούς ισχυρισμούς. Πέραν τούτου, αλλά και παραδόξως, μεγάλο μέρος των εκατέρωθεν ενόρκων δηλώσεων των ίδιων των διαδίκων αναλώθηκε σε νομική επιχειρηματολογία, αλλά και σ’ επαναλήψεις και εκ νέου παράθεση και επισύναψη ίδιων τεκμηρίων, καθιστώντας τις εν λόγω δηλώσεις από δαιδαλώδεις έως και, σε ορισμένα σημεία, δυσνόητες.

Στρέφω την προσοχή μου στα ουσιαστικά σημεία της κρίσιμης Αίτησης: Εφαρμόζοντας τις σχετικές νομολογιακές αρχές διαφαίνεται ότι, πρώτον η πλευρά του Ενάγοντα καταχώρισε ειδικά οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα, αλλά και δεύτερον, ότι ο Εναγόμενος καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης. Επίσης, εκ της παραγράφου 7 της ένορκης δήλωσης που στήριξε την Αίτηση, ο ομνύοντας δηλώνει ότι πιστεύει ότι ο Εναγόμενος δεν έχει Υπεράσπιση στην Αγωγή. Τέλος, το πρόσωπο που προβαίνει στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της Αίτησης είναι ο ίδιος ο Ενάγοντας, πρόσωπο για το οποίο δεν έχει τεθεί οτιδήποτε που να υποδηλοί ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τα γεγονότα για τα οποία ορκίζεται. Συνεπεία του πιο πάνω συμπεράσματος, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο ο Εναγόμενος, με τα όσα ο ίδιος πρόβαλε ως λόγους για τους οποίους πρέπει να του επιτραπεί να υπερασπιστεί, έχει καταδείξει ότι υπάρχει δικάσιμο θέμα στην υπό κρίση Αγωγή.

Μελετώντας προσεκτικά τους ισχυρισμούς του Εναγόμενου διαπιστώνω ότι, κατ’ ελάχιστον, αυτός έχει καταφέρει να καταδείξει ότι υπάρχει ζήτημα το οποίο δικαιολογεί όπως η παρούσα υπόθεση οδηγηθεί σε Ακρόαση. Κι εξηγώ, χωρίς να υπεισέρχομαι καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην ουσία των εκατέρωθεν ισχυρισμών: Ο Ενάγοντας αιτείται έκδοση διατάγματος παράδοσης κενής κατοχής του επίδικου υποστατικού. Εν μέσω της πλειάδας θεμάτων που εγείρει ο Εναγόμενος, τη βασιμότητα των οποίων το Δικαστήριο δεν αξιολογεί επί του παρόντος, διακρίνονται δύο ισχυρισμοί, οι οποίοι δύναται να θεωρηθούν ως αρκούντως συγκεκριμένοι και σαφείς και οι οποίοι, έχοντας κατά νου το νομολογιακώς ερμηνευμένο καθήκον που απαιτείται να εκπληρωθεί από τον Εναγόμενο, δικαιολογούν να δοθεί το δικαίωμα στον Εναγόμενο να υπερασπιστεί. Ο πρώτος αφορά στο ότι η πλευρά του Ενάγοντα δεν τερμάτισε νόμιμα το επίμαχο ενοικιαστήριο έγγραφο και ο δεύτερος στο ότι η διάρκεια του εν λόγω ενοικιαστηρίου είναι 4 έτη κατ’ επιλογή του Εναγόμενου κι όχι 2 έτη ως διατείνεται η πλευρά του Ενάγοντα. Πιο συγκεκριμένα, ο Εναγόμενος αμφισβητεί τη νομιμότητα του τερματισμού από πλευράς Ενάγοντος, αλλά και την συμφωνηθείσα διάρκεια της ενοικίασης. Βάσει των όσων ο Ενάγοντας παρέθεσε, η ενοικίαση τερματίστηκε πριν τη λήξη της με σχετική επιστολή της δικηγόρου του προς τον Εναγόμενο στην οποία αναφερόταν σε πρόκληση οχληρίας ένεκα της χρήσης του υποστατικού από τον Εναγόμενο. Κατά τον Εναγόμενο τέτοια οχληρία δεν υφίσταται τόσο με αναφορά στην ίδια τη συμφωνηθείσα χρήση του υποστατικού, όσο και με αναφορά στους ίδιους τους συμβατικούς όρους. Το κατά πόσο πράγματι ο Εναγόμενος προκάλεσε οχληρία και συνεπώς ο τερματισμός κατά το χρόνο που έγινε ήταν δικαιολογημένος είναι ζήτημα που θα είναι δυνατό να αποφασιστεί κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας.

Εγείρεται επίσης και το κατά πόσο πράγματι η ενοικίαση έχει εκπνεύσει δυνάμει του συγκεκριμένου συμβατικού όρου και ανεξαρτήτως του κατά πόσο αυτή είχε προηγουμένως τερματιστεί με υπαιτιότητα του Εναγόμενου. Η ερμηνεία που ο Εναγόμενος προτείνει θέλει τον εν λόγω όρο να του παρέχει την επιλογή ν’ ανανεώσει την ενοικίαση για άλλα 2 έτη. Το κατά πόσο πράγματι ο Εναγόμενος πράγματι άσκησε το δικαίωμα τούτο, αλλά και με ποιο τρόπο, είναι επίσης ζήτημα που θεωρώ θα πρέπει να επιλυθεί κατόπιν Ακρόασης. Επίσης για το δεύτερο αυτό ζήτημα, το Δικαστήριο πρόκειται να ερμηνεύσει το συγκεκριμένο όρο, αλλά και να υπαγάγει τις εκατέρωθεν ενέργειες στην ερμηνεία τούτη, ούτως ώστε να καταλήξει στο κατά πόσο πράγματι η ενοικίαση έληξε ή εάν αφορούσε στη διάρκεια που  Εναγόμενος προτείνει ή και εάν ο Εναγόμενος πραγματι άσκησε δικαίωμα ανανέωσής της. Συνδυαστικά δε, η εξέταση της βασιμότητας και νομιμότητας του τερματισμού της ενοικίασης για το λόγο που πρόβαλε η πλευρά του Ενάγοντα πιθανώς να υπενεργεί και καταλυτικά επί του ζητήματος της λήξης της διάρκειας του ενοικιαστηρίου, αλλά και αντιστρόφως, νοουμένου ότι, κατόπιν την ανάλυσης, διαφανεί ότι η μια εκ των δύο προτεινόμενων ερμηνειών ισχύει. Επί παραδείγματι, εάν ισχύει η ερμηνεία την οποία προτείνει ο Εναγόμενος, η βασιμότητα του ισχυρισμού του Ενάγοντα περί τερματισμού λόγω πρόκλησης οχληρίας θ’ αποτελεί ίσως ζήτημα μείζονος σημασίας για το κατά πόσο πράγματι θα δικαιολογείται η χορήγηση της επίμαχης θεραπείας, πράγμα όμως για το οποίο το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση, με τα όσα, προς το παρόν τέθηκαν ενώπιον του και στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης, ν’ αποφασίσει. Εν αντιθέσει εάν η ερμηνεία που προκρίνει ο Ενάγοντας ισχύει, το ζήτημα του τερματισμού πιθανώς να τίθεται υπό διαφορετικό φως.

Με τα πιο πάνω κατά νου και ως ήδη ανέφερα, θεωρώ ότι με τις πιο πάνω αιτιάσεις, ο Εναγόμενος απλώς ικανοποίησε το ελάχιστο εκείνων τω κριτηρίων που θέτει η Νομολογία προκειμένου η Αγωγή να οδηγηθεί σε κανονική δίκη, ούτως ώστε ν’ ασκηθεί δικαστική κρίση επ’ αυτών. Έχοντας καταλήξει στα πιο πάνω, η Αίτηση δεν έχει περιθώριο επιτυχίας και απορρίπτεται. Στη βάση της πρόνοιας της Διαταγής 18, θεσμός 9(α), τα έξοδα της παρούσας ν’ ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δίκης.

(Υπ.) ....................................

Π. Αγαπητός, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. Νεάρχου και Άλλου ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) (2005) 1 Α.Α.Δ. 818

[2] Βλ. L.C.A Domiki Limited v. Ice Developers Ltd, ΠολΈφεση 473/2011, απόφαση ημερομηνίας 28ης Σεπτεμβρίου 2017 

[3] Βλ. BRAINVIBES LTD κ.α. ν. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ Πολ. Έφεση 504/2012, απόφαση ημερομηνίας 17ης Μαΐου 2018

[4] βλ. El Fath Co. For International Trade S.A.E. v. E.D.T. Shipping Ltd κ. Α. (1992) 1 ΑΑΔ 1255


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο