
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Δ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 2214/16
Μεταξύ:
Astrobank Public Company Ltd
Ενάγουσα
-και-
Ξένια Άννα Φωτίου
Εναγόμενη
-και-
Αντώνη Φάλαγγα
Τριτοδιαδίκου
Η Αίτηση της Astrobank Public Company Ltd (HE 189515) ημερ. 03.04.2024 αφορά επίσης τους πιο κάτω Καθ’ ων η Αίτηση-
2. Ανδρέα – Κορνέλια Σεφέρη
3. Χριστοδούλου Φωτίου
4. Ανδριανής Φωτίου
Ημερομηνία: 19 Ιουνίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα: κ. Κυπραίος με κ. Μενελάου
Για Εναγόμενη και Καθ’ ων η Αίτηση 2, 3 και 4: κ. Καλλής με κα Καρτελιά
Ενδιάμεση απόφαση
Η τελική απόφαση
Στο πλαίσιο της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγής, στις 10.03.2023, το Δικαστήριο εξέδωσε εκ συμφώνου απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης με την οποία επιδίκασε προς όφελος της πρώτης το ποσό των €2.474.158,43 με τόκο 4% από 01.01.2023 μέχρι εξοφλήσεως (στο εξής «το εξ' αποφάσεως χρέος»). Το δικαίωμα της Ενάγουσας για εκτέλεση της πιο πάνω τελικής απόφασης, αναστάλθηκε μέχρι και τις 30.06.2023.
Η επίδικη αίτηση
Στη βάση της ανωτέρω τελικής απόφασης, και κατ' ακολουθία της ιδιότητας που απέκτησε η Ενάγουσα, μέσω της, ως εξ αποφάσεως πιστωτής της Εναγόμενης, και αφού, στο μεταξύ, κατόπιν έρευνας, την οποία διενήργησε, διεφάνη ότι η τελευταία, κατά το 2013 και 2014, μεταβίβασε τρία ακίνητα της σε τρίτα πρόσωπα, η πρώτη καταχώρισε την επίδικη αίτηση, στη βάση των προνοιών των άρθρων 91Α – 91Δ του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 (στο εξής «ο Νόμος»), με την οποία επιζητεί διατάγματα, μέσω των οποίων, (α) να ακυρώνονται οι εν προκειμένω μεταβιβάσεις, ως καταδολιευτικές πράξεις, (β) να επανεγράφονται τα ακίνητα στην Eναγόμενη και, (γ) στον βαθμό που αφορά στα δύο εκ των τριών ακινήτων (τα οποία βρίσκονται στην Κύπρο), να εγγράφεται, επί εκάστου, ως εμπράγματο βάρος, η εκδοθείσα τελική απόφαση της παρούσας αγωγής, και να διατάσσεται ο Διευθυντής του Κτηματολογίου όπως κατάσχει και πωλήσει τούτα προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους της Εναγόμενης. Στο αιτητικό της επίδικης αίτησης, γίνεται ειδική αναφορά στα τρία ακίνητα της Εναγόμενης, των οποίων η μεταβίβαση επιδιώκεται να ακυρωθεί, με ειδική αναφορά στους αριθμούς εγγραφής τους και γενικότερα στα στοιχεία τους, ως αυτά καταγράφονται στα σχετικά μητρώα των κτηματολογικών γραφείων, στα οποία υπόκεινται.
Σημειώνεται, συναφώς, ότι, δεδομένου ότι το ένα εκ των τριών επίδικων ακινήτων της Εναγόμενης βρίσκεται στην Ελλάδα, με την επίδικη αίτηση, η Ενάγουσα, όπως και για τα άλλα δύο, εν Κύπρο, ακίνητα της Εναγόμενης, επιζητεί την έκδοση απόφασης ότι η μεταβίβαση του αποτελεί καταδολιευτική πράξη και, κατά συνέπεια, τούτη θα πρέπει να ακυρωθεί, πλην όμως, για σκοπούς επανεγγραφής του στο όνομά της τελευταίας, δεν επιζητεί την έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος προς το οικείο Κτηματολογικό Γραφείο της Ελληνικής Δημοκρατίας, στο οποίο, αυτό, υπόκειται, αλλά την έκδοση διαταγής προς τα πρόσωπα στα οποία μεταβιβάστηκε, ώστε να ενεργήσουν για να επανεγγραφεί/επαναμεταβιβαστεί στο όνομα της Εναγόμενης.
Η επίδικη αίτηση δεν προωθήθηκε ως προς την υπό στοιχείο Η κατ’ αίτηση θεραπεία και, κατά συνέπεια, δεν θα απασχολήσει το Δικαστήριο η όποια άλλη, τυχόν, αποξένωση περιουσίας από πλευράς της Εναγόμενης, εκτός, φυσικά, στο βαθμό που τούτη κριθεί σχετική με το κατά πόσο οι επίδικες μεταβιβάσεις αποτελούν καταδολιευτικές πράξεις.
Στον τίτλο της επίδικης αίτησης, η Ενάγουσα πρόσθεσε, ως Καθ΄ ων η Αίτηση 2, 3 και 4, τα τρία φυσικά πρόσωπα, στα οποία η Εναγόμενη μεταβίβασε, εν όλω ή εν μέρη, τα επίδικα ακίνητα της, στα οποία πρόσωπα και επιδόθηκε τούτη.
Η ένσταση
Η Eναγόμενη και οι Καθ΄ ων η Αίτηση 2, 3 και 4, καταχώρησαν κοινή ένσταση, στο κυρίως σώμα της οποίας αναφέρονται, συνολικά, 18 λόγοι ένστασης, οι οποίοι δεν κρίνεται αναγκαίο να καταγραφούν με λεπτομέρεια. Στη βάση, (α) της γραπτής αγόρευσης των συνήγορων τους και των όσων εκεί αναπτύσσονται[1] και (β) των δηλώσεων τους (των συνηγόρων τους) κατά την ακροαματική διαδικασία, εκείνοι, που, στην ουσία, προβάλλονται ως λόγοι για να απορριφθεί η επίδικη αίτηση μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:
1) η Ενάγουσα δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος που φέρει για να αποδείξει ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις αποτελούν καταδολιευτικές πράξεις, οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, έγιναν καλόπιστα και νομίμως,
2) το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδώσει τα κατ' αίτηση διατάγματα που αφορούν στο μεταβιβασθέν ακίνητο της Εναγόμενης, που βρίσκεται στην Ελλάδα,
3) η αίτηση είναι καταχρηστική της δικαστικής διαδικασίας και
4) η Ενάγουσα επέδειξε υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώρηση της επίδικης αίτησης, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται (estopped) να προωθεί τούτη.
Κοινώς αποδεκτά γεγονότα
Στη βάση του γεγονότος ότι η Eναγόμενη, στην ένορκη δήλωσή της, που υποστηρίζει την ένσταση, εκ μέρους όλων των Καθ' ων η αίτηση[2], αφενός παραδέχεται ως αληθείς συγκεκριμένους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση και αφετέρου δεν αμφισβητεί άλλους, τα πιο κάτω αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ των διαδίκων.
Τον Ιούλιο του 2010, μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης, συνομολογήθηκε σύμβαση δανείου τακτής προθεσμίας για το ποσό των Ελβετικών Φράγκων 2.431.440,00 (στο εξής «το ποσό του δανείου»), για σκοπούς αγοράς αγροτεμαχίου στη Νήσο Άνδρο, στον Νομό Κυκλάδες, της Ελλάδας, το οποίο ακίνητο επιβαρύνθηκε με προσομοίωση υποθήκης προς όφελος της Ενάγουσας. Κατά το 2011 και το 2012, κατόπιν σχετικών αιτήσεων της Εναγόμενης, οι οποίες εγκρίθηκαν από την Ενάγουσα, το πιο πάνω δάνειο αναδιαρθρώθηκε, με αποτέλεσμα, στη βάση της σχετικής συμφωνίας αναδιάρθρωσης ημερομηνίας 31.12.2012[3], η αποπληρωμή του θα γινόταν ως εξής:
(α) με την καταβολή μίας, πρώτης, μειωμένης δόσης, ύψους Ελβετικών Φράγκων 8.089,00, στις 31.01.2013,
(β) καταβολή δεύτερης μειωμένης δόσης, ύψους Ελβετικών Φράγκων 47.490,00, στις 31.07.2013,
(γ) καταβολή, ακολούθως, 22 εξαμηνιαίων, αυξημένων, δόσεων ύψους, έκαστη, Ελβετικών Φράγκων 124.986,00 (με την πρώτη εξ' αυτών πληρωτέα στις 31.01.2014) και
(δ) καταβολή μίας τελευταίας εξαμηνιαίας δόσης για κάλυψη της όποιας, υπολειμματικής τότε, αξίας, στις 31.07.2025.
Η Eναγόμενη, δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα την πρώτη, ανωτέρω, αναφερόμενη μειωμένη δόση, την οποία και κατέβαλε με καθυστέρηση στις 27.02.2013. Μέχρι και τις 08.08.2013, και ενώ είχε, ήδη, παρέλθει η προθεσμία εντός της οποίας θα έπρεπε να καταβάλει τη δεύτερη μειωμένη δόση, ύψους Ελβετικών Φράγκων 47.490,00, δεν έπραξε τούτο, και, την εν λόγω ημέρα (08.08.2013), μεταβίβασε στην Καθ' ης η Αίτηση 2 (αδελφότεκνή της), τα δύο, ευρισκόμενα στην Κύπρο, ακίνητα της, τα οποία περιγράφονται στην υπό στοιχείο Α κατ’ αίτηση θεραπεία. Πρόκειται για δύο διαμερίσματα, στην περιοχή Αγίου Αντρέα στον Δήμο Λευκωσίας. Μολονότι η υποβολή της αίτησης, από πλευράς της Εναγόμενης, στο Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας, για να διενεργηθεί η εν προκειμένω μεταβίβαση, υποβλήθηκε, ως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, στις 08.08.2013, εντούτοις, η υλοποίηση της μεταβίβασης, και δη η εγγραφή των ακινήτων στο όνομα της Καθ' ης η Αίτηση 2, έγινε στις 05.09.2013. Η μεταβίβαση αυτών των δύο ακινήτων από την Eναγόμενη στην Καθ' ης η Αίτηση 2, έγινε δια δωρεάς, με την πρώτη να εγγράφει επ' αυτών δικαίωμα οίκησης και επικαρπίας εφ' όρου ζωής. Στις 10.09.2013, η Eναγόμενη, έναντι της δεύτερης μειωμένης δόσης, η οποία θα έπρεπε να είχε καταβληθεί μέχρι τις 31.07.2013, κατέβαλε το ποσό των Ελβετικών Φράγκων 12.290,02, με αποτέλεσμα, κατ' εκείνη την ημέρα, στη βάση της σχετικής συμφωνίας των μερών, να παρουσιάζονται καθυστερήσεις ύψους Ελβετικών Φράγκων 35.199,98. Εντός του 2014, και ενώ στις 31 Ιανουαρίου του εν λόγω έτους θα έπρεπε να καταβληθεί η πρώτη εξαμηνιαία, αυξημένη, δόση – η οποία δεν καταβλήθηκε ? η Εναγόμενη κατέβαλε, έναντι του δανείου, το συνολικό ποσό Ελβετικών Φράγκων 35.456,73. με την τελευταία, σχετική, πληρωμή, να διενεργείται στις 15.05.2014. Αυτή αποτέλεσε και την τελευταία καταβολή χρημάτων από πλευράς της Εναγόμενης έναντι του δανείου. Με την καταβολή του τελευταίου αυτού ποσού, στην ουσία, η Eναγόμενη κάλυψε και τη δεύτερη, καθυστερημένη, τότε, μειωμένη δόση των Ελβετικών Φράγκων 47.490,00, καθώς επίσης και πολύ μικρό μέρος της πρώτης εξαμηνιαίας, αυξημένης, δόσης, με αποτέλεσμα, στις 15.05.2014, να παρατηρείται καθυστέρηση στην καταβολή της πρώτης αυξημένης δόσης, ύψους Ελβετικών Φράγκων 124.729,25. Στη βάση της πιο πάνω συμπεριφοράς της Εναγόμενης, ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της για εξόφληση του δανείου, η Ενάγουσα απέστειλε στην τελευταία έξι, συνολικά, επιστολές, με τις οποίες την ενημέρωνε αναφορικά με τις καθυστερήσεις που παρουσίαζε ο λογαριασμός δανείου, καθώς επίσης και την καλούσε να τακτοποιήσει τούτες. Η πρώτη, τέτοια, επιστολή στάλθηκε στις 15.08.2013, και η τελευταία στις 24.03.2014. Στις 18.07.2014, και δη πριν προκύψει η υποχρέωση καταβολής της δεύτερης αυξημένης εξαμηνιαίας δόσης, πλην όμως με την πρώτη σχετική δόση να παρουσιάζει τις ανωτέρω αναφερόμενες καθυστερήσεις, και χωρίς, από τις 15.05.2014 και μετά, να έχει πληρωθεί οποιοδήποτε ποσό έναντι του δανείου, η Eναγόμενη μεταβίβασε, δυνάμει σχετικού συμβολαιογραφικού εγγράφου, στην Καθ' ης η Αίτηση 2 και στους Καθ΄ ων η Αίτηση 3 και 4 (γονείς της) το διαμέρισμα, με χώρο στάθμευσης, το οποίο βρίσκεται στον Δήμο Βάρης στην Αττική, Ελλάδας, του οποίου τα ακριβή στοιχεία αναφέρονται, με λεπτομέρεια, στην υπό στοιχείο Στ κατ’ αίτηση θεραπεία[4]. Τα ακριβή στοιχεία και των τριών επίδικων ακινήτων της Εναγόμενης, αναφέρονται, λεπτομερώς, και στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση (βλέπε παραγράφους 18, 21, 26, 28, καθώς επίσης και στα σχετικά τεκμήρια που επισυνάπτονται σε αυτή). Και η μεταβίβαση του ακινήτου στην Ελλάδα έγινε δια δωρεάς, διατηρώντας, όμως, η Eναγόμενη, το δικαίωμα οικήσεως εφ' όρου ζωής. Τέλος, στο πλαίσιο άλλης ενδιάμεσης αίτησης που βρίσκεται στον φάκελο της παρούσας αγωγής, η Eναγόμενη, σε ένορκη της δήλωση ημερομηνίας 26.03.2024, αναφορικά με τις επίδικες μεταβιβάσεις, ανέφερε ότι «κάτω από την ολέθρια ψυχολογική πίεση το 2013 νόμιζα ότι ήταν το τέλος και από την άλλη χρειαζόμουν χρήματα για να πληρώνω δικηγόρους στην Ελλάδα για αυτό έγιναν οι μεταβιβάσεις το 2013 στην Κύπρο και το 2014 στην Ελλάδα.»
Τα πιο πάνω γεγονότα αποτελούν, πλέον, ευρήματα του Δικαστηρίου.
Συνοπτικά οι θέσεις των μερών
Της Ενάγουσας
Κατά την Ενάγουσα, στη βάση των πιο πάνω κοινώς αποδεκτών γεγονότων, προκύπτει, αβίαστα, ότι η Εναγόμενη, με την μεταβίβαση και των τριών επίδικων ακινήτων προς τους Καθ’ ων η Αίτηση 2, 3 και 4, σκοπό είχε να την καθυστερήσει και/ή παρεμποδίσει από το να εισπράξει το εξ αποφάσεως χρέος της και, κατά συνέπεια, και οι τρεις μεταβιβάσεις, ως καταδολιευτικές, θα πρέπει να ακυρωθούν και να αποδοθούν σε αυτή οι κατ’ αίτηση, υπό στοιχεία Α, Β, Γ, Δ, Ε, Στ και Ζ, θεραπείες. Προτάσσει, προς τούτο, ότι, προκύπτει από τα γεγονότα αυτά, ότι η Εναγόμενη, κατά το χρόνο της μεταβίβασης των δύο, εν Κύπρο, ακινήτων της, γνώριζε για την οφειλή της, καθώς επίσης και για το ότι η συμφωνηθείσα μεταξύ των διαδίκων διαδικασία αποπληρωμής του δανείου παρουσίαζε καθυστερήσεις, ακόμα και σε σχέση με τις μειωμένες δόσεις που θα έπρεπε να καταβάλει η Εναγόμενη. Όσο δε αφορά στη μεταβίβαση του, εν Ελλάδι, ακινήτου της, κατά τον χρόνο μεταβίβασης του (Ιούλιος του 2014) υπήρχαν ήδη καθυστερήσεις ύψους ίσου περίπου του ποσού της πρώτης αυξημένης εξαμηνιαίας δόσης (πέραν των 124.000 Ελβετικών Φράγκων), που δεν είχε σκοπό η Εναγόμενη να καταβάλει, ως προκύπτει, τόσο από την προηγουμένη, αλλά και την μετέπειτα συμπεριφορά της, αφού η τελευταία καταβολή χρημάτων, έναντι του δανείου, έλαβε χώρα τον Μάιο του 2014. Προβάλλει, δε, η Ενάγουσα, περαιτέρω, ότι, τα όσα η Εναγόμενη ισχυρίζεται προς υποστήριξη της θέσης της ότι οι εν προκειμένω μεταβιβάσεις δεν αποτελούν καταδολιευτικές πράξεις, είναι αντιφατικά και ή δεν συσχετίστηκαν με αυτές (τις μεταβιβάσεις), καθώς επίσης στερούνται και λογικής, αφού δεν συμβαδίζουν με την αδιαμφισβήτητη εξέλιξη των πραγμάτων, και, κατά συνέπεια, δεν επαρκούν για να αποσείσει το βάρος που φέρει προς ανατροπή του τεκμηρίου καταδολίευσης που δημιουργεί ο ίδιος ο Νόμος.
Της Εναγόμενης και των Καθ’ ων η Αίτηση 2, 3 και 4
Στη βάση του περιεχομένου της Ένορκης Δήλωσης της Εναγόμενης, που υποστηρίζει την ένσταση, εκ μέρους και των Καθ’ ων η Αίτηση 2, 3 και 4, εκείνα που προβάλλονται είναι τα εξής:
Οι επίδικες μεταβιβάσεις έγιναν καλόπιστα και νομίμως και όχι με σκοπό να παρεμποδιστεί ή να καθυστερήσει η Ενάγουσα να εισπράξει το εξ αποφάσεως χρέος της Εναγόμενης. Πιο συγκεκριμένα, κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα οι επίδικες μεταβιβάσεις, η Εναγόμενη προσπαθούσε να αναδιαρθρώσει το επίδικο δάνειο, ώστε να μπορεί να το αποπληρώσει και, παράλληλα, ασκούσε πίεση προς συγκεκριμένο πρόσωπο (το οποίο είχε προσθέσει, στην αγωγή, ως Τριτοδιάδικο), με σκοπό τούτος να το αποπληρώσει. Πέραν τούτου, η Εναγόμενη προτάσσει ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις, έγιναν λόγω μεγάλων ανασφαλειών και φόβων που της προκάλεσαν τρία γεγονότα. Ειδικότερα, πρώτον, τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε από το 2008 και αντιμετωπίζει μέχρι και σήμερα, τα οποία την ανάγκασαν να τύχει συγκεκριμένων θεραπειών, εξετάσεων και εγχείρησης από ειδικούς ιατρούς στην Κύπρο, Ελλάδα και Αγγλία, γεγονότα που της προκάλεσαν αυξημένα έξοδα, για τα οποία λάμβανε οικονομική βοήθεια από τους γονείς της (Καθ’ ων η Αίτηση 3 και 4). Δεύτερον, η απομείωση («κούρεμα») των καταθέσεων που έγινε μετά τα γνωστά γεγονότα τον Μάρτιο του 2013 στη χώρα μας. Τρίτον, οι απειλές κατά της ζωής της από Κρήτες οι οποίοι υπέστηκαν οικονομική ζημιά στο πλαίσιο επένδυσης τους σε μια εταιρεία, που η μόνη ανάμιξη της, ως εκ της ιδιότητάς της ως δικηγόρος, ήταν η εγγραφή της εταιρείας αυτής. Οι εν λόγω Κρήτες, καταχώρησαν, το 2013, αριθμό υποθέσεων στα Δικαστήρια της Κρήτης και γενικότερα της Ελλάδας, και, έκτοτε, άρχισε ένας τεράστιος δικαστικός αγώνας εναντίον της, τον οποίο έχει κερδίσει, αφού, με εξαίρεση μια υπόθεση που παραμένει ακόμη για εκδίκαση, σε όλες τις άλλες ήταν η επιτυχούσα διάδικος. Και για τις δικαστικές αυτές διαδικασίες, δαπάνησε αρκετά χρήματα, αφού έπρεπε να διορίσει δικηγόρους για να την εκπροσωπήσουν, καθώς επίσης και να καλύψει έξοδα διαφόρων Κυπρίων πολιτών, που κλήθηκαν, από την ίδια, να μεταβούν στην Ελλάδα για να καταθέσουν ενώπιον Δικαστηρίων. Ως η Εναγόμενη ισχυρίζεται, «Κάτω από αυτή την ολέθρια ψυχολογική πίεση το 2013 νόμιζα ότι ήταν το τέλος και από την άλλη χρειαζόμουν χρήματα για να πληρώνω εκτός από τα ιατρικά προβλήματα που αντιμετώπιζα και τους δικηγόρους στην Ελλάδα και γι’ αυτό έγιναν οι μεταβιβάσεις το 2013 στην Κύπρο και το 2014 στην Ελλάδα». Στη βάση δε της θέσης της ότι τα ιατρικά έξοδα της καταβάλλονταν από τους γονείς της, και ότι η ίδια δεν δημιούργησε δική της οικογένεια, ισχυρίζεται, επίσης, ότι, «… νοιώθοντας τους γονείς μου ότι κατά κάποιο τρόπο αδικούσαν την Αδελφή μου με το να μου δίνουν χρήματα για τις Ιατρικές μου ανάγκες, που δεν ήξερα στο τέλος της ημέρας πιο θα ήταν το αποτέλεσμα, αποφάσισα κατά κάποιο τρόπο να τους ανακουφίσω με το να μεταβιβάσω τα ακίνητα στον Άγιο Ανδρέα [εν Κύπρο ακίνητα] και στην Αττική [εν Ελλάδι ακίνητο]. Έτσι και αλλιώς τα ακίνητα αγοράστηκαν από τους γονείς μου το 1990, 1993 και 2003 και μου τα μεταβίβασαν δυνάμει δωρεάς και αυτοί με εκτός από τα Ιατρικά μου Έξοδα με στήριξαν και με τις δικηγορικές αμοιβές των πολλών υποθέσεων από την Ελλάδα». Επιπροσθέτως, προς υποστήριξη της θέσης της ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις έγιναν καλόπιστα, και όχι με σκοπό να καθυστερήσει και/ή παρεμποδίσει την Ενάγουσα να εισπράξει τα σε αυτή οφειλόμενα, η Εναγόμενη υποδεικνύει ότι ο τερματισμός της συμφωνίας δανείου έγινε κατά το 2015, και δη σε χρόνο μετά τις επίδικες μεταβάσεις, η δε παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε τον επόμενο χρόνο, και δη το 2016. Ισχυρίζεται, εν προκειμένω, ότι η Ενάγουσα, κατά το χρόνο των επίδικων μεταβιβάσεων, δεν είχε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της, ενώ η ίδια (η Εναγόμενη), μέχρι και εννέα μήνες μετά την μεταβίβαση των εν Κύπρο ακινήτων της, και δη μέχρι και τον Μάιο του 2014, συνέχιζε να καταβάλλει στην Ενάγουσα χρήματα έναντι του δανείου, και, πιο συγκεκριμένα, στο διάστημα αυτό, κατέβαλε το συνολικό ποσό των €47.746,75. Προς αντίκρουση ισχυρισμού της Ενάγουσας[5] ότι, κατά τον χρόνο συνομολόγησης της σύμβασης του δανείου (Ιούλιο του 2010), αυτή δήλωσε ιδιοκτήτρια πολλών περιουσιακών στοιχείων, τα οποία έχει, στο μεταξύ, αποξενώσει, η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η αποξένωση τους έγινε με σκοπό να καλύψει τα ιατρικά και δικαστικά έξοδα της τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Αναφορικά, τώρα, με τη θέση της ότι η επίδικη αίτηση είναι καταχρηστική, η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι αυτή καταχωρήθηκε και προωθείται με σκοπό να καταστραφεί η ίδια επαγγελματικά. Προς τούτο, ισχυρίζεται ότι ο ομνύοντας της ενόρκου δηλώσεως που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση, στο πλαίσιο άλλης ένορκης δήλωσής του, ημερομηνίας 29.02.2024, η οποία υποστήριξε αίτηση της Ενάγουσας για έκδοση, μεταξύ άλλων, προσωρινών διαταγμάτων, αποκαλύπτει ότι γνώριζε, έκτοτε, συνεπεία έρευνας που έγινε στο Κτηματολόγιο, για τις επίδικες μεταβιβάσεις των, εν Κύπρο, ακινήτων της, χωρίς εκεί, αλλά ούτε και στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση, να αποκαλύπτει πότε έγινε η εν λόγω έρευνα, κάτι που καταδεικνύει ότι η επίδικη αίτηση προωθείται με αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Προβάλλει η Εναγόμενη, πάντα συναφώς, ότι ο αλλότριος σκοπός της Ενάγουσας, προκύπτει και από το γεγονός ότι, μέσω της έτερης αίτησης της, ημερομηνίας 29.02.2024, τούτη κατάφερε να εξασφαλίσει προσωρινό διάταγμα σε σχέση με την διαχείριση των εσόδων της από την λειτουργία του δικηγορικού της γραφείου[6], με τέτοιες πρόνοιες, που, στην ουσία, έχουν ως αποτέλεσμα «να κλείσει» το δικηγορικό γραφείο που λειτουργεί, το οποίο στεγάζεται στο ένα εκ των δυο, εν Κύπρο, ακινήτων που μεταβίβασε τον Αύγουστο του 2013 στην αδελφότεκνή της, Καθ’ ης η Αίτηση 2. Το έτερο μεταβιβασθέν, εν Κύπρο, ακίνητο, αποτελεί την οικία, στην οποία διαμένουν οι γονείς της, Καθ’ ων η Αίτηση 3 και 4. Τέλος, στη βάση γνωμάτευσης που ετοίμασε δικηγορική εταιρεία στην Ελλάδα, η οποία επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση της Εναγόμενης που υποστηρίζει την ένσταση, η τελευταία προβάλει την θέση ότι, το παρόν Δικαστήριο, ως Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν έχει δικαιοδοσία να εκδώσει διάταγμα με το οποίο να εξαναγκάζει Ελληνική Δημόσια Αρχή (υπονοώντας, προφανώς, το οικείο Κτηματολογικό Γραφείο της Ελληνικής Δημοκρατίας) να συμμορφωθεί με το όποιο τυχόν διάταγμα θα εκδώσει σε σχέση με τη μεταβίβαση του, εν Ελλάδι, ακινήτου της προς τους Καθ’ ων η Αίτηση 2, 3 και 4.
Νομική πτυχή
Τα άρθρα 91Α και 91Γ του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, επί των οποίων εδράζεται η επίδικη αίτηση, προνοούν ότι:
«91A.-(1) Πράξεις καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτών συνιστούν, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες ενέργειες από ή εκ μέρους του εξ αποφάσεως οφειλέτη-
(α) Οποιαδήποτε δωρεά, μεταβίβαση ή επιβάρυνση προς όφελος τρίτου οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του εξ αποφάσεως οφειλέτη, ή
(β) […]
εφόσον αυτές γίνονται με σκοπό την παρεμπόδιση ή καθυστέρηση ικανοποίησης των εξ αποφάσεως χρεών του οφειλέτη.
(2) Οι ενέργειες που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) τεκμαίρονται, μέχρις απόδειξης του αντιθέτου, ότι έγιναν με σκοπό την καταδολίευση του εξ αποφάσεως πιστωτή, ανεξαρτήτως εάν έγιναν πριν ή μετά την καταχώρηση της αγωγής δυνάμει της οποίας εκδόθηκε απόφαση την εκτέλεση της οποίας επιδιώκει ο ειρημένος πιστωτής.
(3) […].»
«91Γ.-(1) Οποιαδήποτε καταδολιευτική μεταβίβαση, επιβάρυνση ή άλλη αποξένωση περιουσιακού στοιχείου η οποία γίνεται από οποιοδήποτε οφειλέτη δύναται να κηρυχθεί άκυρη από το Δικαστήριο κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε εξ αποφάσεως πιστωτή του εν λόγω οφειλέτη, λαμβανομένων προσηκόντως υπόψη των συμφερόντων οποιουδήποτε καλόπιστου τρίτου. Προς το σκοπό αυτό το Δικαστήριο δύναται, κατά την κρίση του, να διατάξει όπως η αίτηση επιδοθεί επίσης σ’ οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δυνατό να έχει οποιοδήποτε συμφέρον επί του περιουσιακού στοιχείου που αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης.
(2) Το Δικαστήριο κατά την εξέταση αίτησης δυνάμει του εδαφίου (1) δύναται, εκδίδοντας το ακυρωτικό διάταγμα, να διατάξει όπως-
(α) To περιουσιακό στοιχείο κατασχεθεί και πωληθεί προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους, ή
(β) εάν το περιουσιακό στοιχείο υπόκειται δυνάμει οποιασδήποτε νομοθετικής διάταξης σε εγγραφή ή επιβάρυνση, ακυρωθεί η εν λόγω εγγραφή ή επιβάρυνση και επανεγγραφεί στο όνομα του οφειλέτη, ή
(γ) εάν το περιουσιακό στοιχείο είναι ακίνητη περιουσία, η ακύρωση της εγγραφής και επανεγγραφή στο όνομα του οφειλέτη συνοδεύεται ταυτόχρονα με εγγραφή του εξ αποφάσεως χρέους ως επιβάρυνσης επι της εν λόγω ακίνητης περιουσίας με τις ίδιες συνέπειες ως εάν επρόκειτο περί εγγραφής δυνάμει των άρθρων 53 μέχρι 62.».
Στη υπόθεση ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ Λτδ (Σε εκκαθάριση) ν. Lakis Georgiou Construction Ltd, Πολ. Εφ. 214/2012, απόφαση ημερομηνίας 28.09.2018, ECLI:CY:AD:2018:A422, η οποία αφορούσε σε όμοια, με την επίδικη, αίτηση, που εδραζόταν, ως και εδώ, αποκλειστικώς στα άρθρα 91Α και 91Γ του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:
«Πέραν όμως των πιο πάνω, παρατηρείται ότι η διαδικασία κατά το Μέρος ΙΧ του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, αρχίζει με «αίτηση» οποιουδήποτε εξ αποφάσεως πιστωτή που επιδιώκει την ακύρωση μεταβίβασης, επιβάρυνσης ή αποξένωσης περιουσιακού στοιχείου από οφειλέτη που θεωρείται, κατά το άρθρο 91Γ, ως καταδολιευτική. Δεν αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο ο τρόπος ή η φύση της αίτησης, αλλά στο προηγούμενο άρθρο 89(3), προνοείται ότι μέχρις ότου εκδοθούν διαδικαστικοί κανονισμοί για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων των Μερών VIII και ΙΧ, θα εφαρμόζονται οι ισχύοντες διαδικαστικοί κανονισμοί αναφορικά με αιτήσεις διά κλήσεως. Επομένως η αίτηση η οποία εισήχθηκε από τους εφεσίβλητους για την ακύρωση της μεταβίβασης είχε ορθά καταχωρηθεί στον Τύπο Αιτήσεως διά Κλήσεως και δεν θα μπορούσε να εισαγόταν, παρά την αυτοτέλεια του αντικειμένου της, με οποιαδήποτε άλλη διαδικασία εκτός εντός του φακέλου της κυρίως αιτήσεως για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης.
Επιβεβαίωση των ανωτέρω προσφέρουν τα προνοούμενα στον περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμο, Κεφ. 62, στον οποίο δεν βασίζεται η επίδικη αίτηση για ακύρωση, αλλά οι πρόνοιες του στοχεύουν προς την ίδια κατεύθυνση με το Μέρος ΙΧ του Κεφ. 6. Στο άρθρο 4 του Κεφ. 62, που τιτλοφορείται «διαδικασία ακύρωσης μεταβίβασης», προβλέπεται ότι οποιαδήποτε δωρεά, πώληση, ενέχυρο, υποθήκη ή άλλη μεταβίβαση ή διάθεση κινητής ή ακίνητης περιουσίας που θεωρείται δόλια δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3, δύναται να ακυρωθεί με διάταγμα του Δικαστηρίου «.. που εξασφαλίζεται με αίτηση οποιουδήποτε εξ αποφάσεως πιστωτή που γίνεται στην εν λόγω αγωγή ή άλλη διαδικασία και στο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου η αγωγή ή άλλη διαδικασία έχει ακουστεί ή εκκρεμεί.». Και αυτό, βεβαίως, είναι και λογικό ούτως ώστε να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της κυρίως αγωγής ή άλλης εναρκτήριας διαδικασίας, όπως ήταν εν προκειμένω η Γενική Αίτηση για εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, με την αίτηση ακύρωσης της μεταβίβασης του περιουσιακού στοιχείου. Κατ΄ αναλογία, λοιπόν, ορθό και λογικά αναμενόμενο είναι η ενιαία και σφαιρική αντίκρυνση και επίλυση θεμάτων που αναδύονται από το ίδιο υπόβαθρο γεγονότων ή έχουν κοινή θεματολογία.
[…]
Ως προς τους υπόλοιπους λόγους έφεσης που σχετίζονται με την ουσία της υπόθεσης είναι ορθή η ανάλυση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως προς τη νομική πτυχή του θέματος. Ένα Δικαστήριο έχει κατά το άρθρο 91Γ του Κεφ. 6, τη δυνατότητα ακύρωσης καταδολιευτικής μεταβίβασης και, αναλόγως, δύναται να διατάξει την ακύρωση της εγγραφής και την επαναεγγραφή στο όνομα του οφειλέτη, με ταυτόχρονη εγγραφή του εξ αποφάσεως χρέους ως επιβάρυνση επί του περιουσιακού στοιχείου. Κατά δε το άρθρο 91Α του Κεφ. 6, μεταξύ άλλων, θεωρείται πράξη καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτή, η δωρεά, μεταβίβαση ή επιβάρυνση προς όφελος τρίτου οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του εξ αποφάσεως οφειλέτη εφόσον γίνεται με σκοπό την παρεμπόδιση ή καθυστέρηση ικανοποίησης των εξ αποφάσεως χρεών. Τέτοια πράξη λογίζεται κατά το εδάφιο (2) του άρθρου ως γενόμενη με σκοπό την καταδολίευση του εξ αποφάσεως πιστωτή μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου. Περαιτέρω, τέτοια πράξη θεωρείται καταδολιευτική, ανεξαρτήτως του αν έγινε πριν ή μετά την καταχώρηση αγωγής δυνάμει της οποίας εκδόθηκε απόφαση υπέρ του πιστωτή.
Παρατηρείται επομένως ότι υπάρχει τεκμήριο το οποίο λειτουργεί υπέρ του πιστωτή με τον οφειλέτη να βαρύνεται με την απόδειξη του αντιθέτου. Απόδειξη που ικανοποιείται στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, (Ευαγγέλου ν. Κωστάκης Κουρέας και Υιός Λτδ (2005) 2 Α.Α.Δ. 415). Η δωρεά, όπως είναι εν προκειμένω η περίπτωση, προς όφελος τρίτου του περιουσιακού στοιχείου της εφεσείουσας εταιρείας τεκμαίρεται να αποτελεί πράξη καταδολίευσης των εφεσιβλήτων και αυτό ανεξάρτητα από το χρονικό σημείο που έγινε η μεταβίβαση δηλαδή πριν ή μετά την καταχώρηση αγωγής, ή, στα δεδομένα της παρούσας διαφοράς, της έκδοσης της διαιτητικής απόφασης και της μεταγενέστερης εγγραφής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου. Παρόμοιες πρόνοιες υπάρχουν στο Κεφ. 62, το άρθρο 3(1) του οποίου προνοεί ότι κάθε δωρεά, πώληση, κλπ, με πρόθεση την παρεμπόδιση ή καθυστέρηση των πιστωτών θα θεωρείται ως δόλια, κατά τεκμήριο, δηλαδή, με το βάρος κατά το εδάφιο (2), απόδειξης της καλής πίστης της μεταβίβασης ή εκχώρησης να φέρει ο δικαιοπάροχος ή εκχωρητής καθώς και το πρόσωπο στο οποίο έγινε η μεταβίβαση ή εκχώρηση. Παρόμοιες είναι και οι πρόνοιες των άρθρων 46(1) και 47(1) του περί Πτωχεύσεως Νόμου Κεφ. 5, τα οποία προνοούν ότι οποιαδήποτε διάθεση περιουσίας που δεν γίνεται λόγω γάμου ή προς όφελος αγοραστή καλή τη πίστει και με νόμιμη αντιπαροχή, θα είναι άκυρη έναντι του Επιτρόπου Πτωχεύσεως αν η διάθεση έγινε μέσα σε δύο χρόνια από την κήρυξη του διαθέτη σε πτώχευση ή αν ο διαθέτης σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα μετά τη διάθεση και εντός περιόδου δέκα ετών κηρύχθηκε σε πτώχευση.
[…]
Η ουσία παραμένει ότι το επίδικο ακίνητο μεταβιβάστηκε σε χρόνο που κατά τη νομοθεσία δημιουργεί μαχητό τεκμήριο περί πρόθεσης καταδολίευσης. Εναπόκειτο στους εφεσείοντες να πείσουν ότι καλή τη πίστει είχε γίνει η μεταβίβαση χωρίς πρόθεση αποστέρησης από τους εφεσίβλητους του προϊόντος της διαιτητικής αποφάσεως. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα εταιρεία μεταβίβασε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο και μάλιστα στους μετόχους της χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα εύλογα καταγράφηκε ως πράξη που αποστερεί τους πιστωτές από αυτό το περιουσιακό στοιχείο και καμία ουσιαστική εύλογη εξήγηση δεν δόθηκε για το αντίθετο. Η υπόθεση Αργυρού ν. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ (2008) 1 Α.Α.Δ. 1256, που επικαλέσθηκαν οι εφεσείοντες δεν προσομοιάζει με τα εδώ δεδομένα. Εκεί ο εφεσείων είχε σε ανύποπτο χρόνο πριν τη γένεση οποιασδήποτε αστικής ευθύνης δηλώσει εγγράφως πρόθεση μεταβίβασης.
Σημασία έχει η ίδια η πράξη της μεταβίβασης η οποία ομιλεί αφεαυτής και όχι, όπως εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες, ότι αν ήθελαν πράγματι να αποστερήσουν τους εφεσίβλητους από του να εισπράξουν το λαβείν τους ήταν δυνατό να γίνει μεταβίβαση σε τρίτους στα πέντε έτη που μεσολάβησαν μεταξύ της έκδοσης της διαιτητικής απόφασης και της τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου. Κάτι τέτοιο παραμένει στη σφαίρα της θεωρίας εφόσον ουδέποτε έγινε, η δε μεταβίβαση έγινε διά δωρεάς και χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα, χωρίς δηλαδή, οποιαδήποτε αντιπαροχή για να παρουσιαζόταν τουλάχιστον, εκ πρώτης όψεως, η ύπαρξη νόμιμου ανταλλάγματος για τη δικαιοπραξία αυτή. Η πρόθεση, σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζουν οι εφεσείοντες, συνάγεται από τα γεγονότα και μόνο.»
Ως προκύπτει από τα όσα, ανωτέρω, σημειώθηκαν στην υπόθεση ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ, τα όσα κατά καιρούς αποφασίστηκαν, μέσω της νομολογίας, αναφορικά με τις πρόνοιες του Περί Δόλιων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ. 62, στο βαθμό που οι πρόνοιες αυτές είναι όμοιες με τις αντίστοιχες πρόνοιες του Κεφ. 6, αποτελούν πηγή καθοδήγησης για σκοπούς εξέτασης αιτήσεων ως η επίδικη, η οποία εδράζεται, αποκλειστικώς, επί των προνοιών του Κεφ. 6.
Εκείνο που προκύπτει από τις σχετικές πρόνοιες των δύο Νομοθετημάτων, είναι ότι, μεταξύ άλλων, κάθε μεταβίβαση ή διάθεση ακίνητης περιουσίας, που γίνεται από οποιοδήποτε πρόσωπο, με πρόθεση να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει τους πιστωτές του ή οποιοδήποτε απ' αυτούς να ανακτήσουν απ' αυτό τα χρέη τους, είναι δόλια, και, ως τέτοια, άκυρη εναντίον των εν λόγω πιστωτών του.
Στην υπόθεση Lymperopoulou v. Christodoulou a.ο. (1957) Vol. 22 C.L.R., 184, η οποία υιοθετήθηκε από τη μεταγενέστερη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Pampos Zenios Trading Ltd a.ο. v. Χατζηπαύλου & Υιός Λτδ κ.ά. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2322), αποφασίστηκε ότι μια δόλια μεταβίβαση είναι άκυρη σε σχέση μόνο με πιστωτή ή πιστωτές του μεταβιβάζοντος, τους οποίους ο τελευταίος είχε πρόθεση να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει να ανακτήσουν τα χρέη τους από αυτόν. Κατά συνέπεια, δόλια μεταβίβαση μπορεί ν' ακυρωθεί, μόνον εάν ο πιστωτής, που υποβάλλει την αίτηση ακύρωσης, συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που ο μεταβιβάζων (χρεώστης)/καθ’ ου η αίτηση, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, είχε πρόθεση να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει στην ανάκτηση του οφειλόμενου, προς αυτόν, χρέους του. Οι Νόμοι δεν παρέχουν θεραπεία για «μεταγενέστερο πιστωτή», δηλαδή πιστωτή ο οποίος δεν βρισκόταν στη σκέψη του χρεώστη κατά το χρόνο της μεταβίβασης. (βλ. μεταξύ άλλων, Τζιέπρα Σταυρούλλα ν. Χαράλαμπου Σάββα κ.α. (2013) 1 ΑΑΔ 2410 και Zenios Pambos Trading Ltd κ.α. ν. Μιχάλης Χατζηπαύλου Υιός Λτδ κ.α., (2011) 1 Α.Α.Δ. 2322)
Έτσι, για να χαρακτηριστεί μια μεταβίβαση ως «δόλια», ουσιώδες στοιχείο αποτελεί η πρόθεση του μεταβιβάζοντος κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Ωστόσο, για τους σκοπούς του Νόμου, στην έννοια του «δόλου» δεν περιλαμβάνεται και ο «ηθικός δόλος», αλλά μόνο αυτός που προκύπτει από το γεγονός ότι ο καθ’ ου η αίτηση είχε πρόθεση να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει τον συγκεκριμένο πιστωτή του/αιτητή, από του να ανακτήσει το χρέος του από αυτόν (βλ. Aphrodite N. Vassiliades v. Artemis N. Vassiliades a.o., (V18) 1 CLR 10 1941).
Όσον αφορά στους όρους «να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει» που απαντώνται στο μεταφρασμένο ελληνικό κείμενο του άρθρου 3(1) του Κεφ. 62, αλλά και στο άρθρο 91Α του Κεφ. 6, σημειώνω ότι στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο του, το οποίο, για σκοπούς ερμηνείας νομοθετικών προνοιών, αποτελεί την ορθή ερμηνευτική βάση (βλ. Χρήστος Μαυρομμάτης ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ 69), αντί του όρου «παρεμποδίσει - prevent» αντικρίζουμε τον όρο «hinder», και δη να καταστήσει δύσκολο για κάποιον να κάνει κάτι ή για να γίνει κάτι (make it difficult for (someone) to do something or for (something) to happen). Συναφώς, στη υπόθεση Vassiliades, ανωτέρω, η οποία να σημειωθεί ότι πρόκειται για απόφαση του Ανακτοσυμβουλίου (Privy Council) σε έφεση από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου, τονίστηκε ότι, για να καταδειχθεί η απαιτούμενη από το Νόμο πρόθεση, αυτό που απαιτείται να αποδειχθεί, είναι κάτι λιγότερο από «παρεμπόδιση» των πιστωτών. Η σχετική περικοπή έχει ως εξής:
«The law of Cyprus as stated in the sections cited above makes the intent of the transferor the crucial test for deciding whether the transfer or disposal is to be deemed to be "fraudulent". The fraud contemplated is not what has been called "moral" fraud; but consists in the intention of the transferor to "hinder" or "delay" (that is something less than "prevent") his creditors».
Αναφορικά τώρα με την απαιτούμενη πρόθεση, εκεί όπου τέτοια πρόθεση χρειάζεται να αποδειχθεί, όσο και η καλή πίστη του μεταβιβάζοντος, εκεί που ο τελευταίος φέρει το σχετικό βάρος, αποφασίζονται στη βάση του συνόλου των περιστατικών της κάθε υπόθεσης και κατά την εξέταση αυτή, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, εκεί όπου παρέχεται η δυνατότητα, μεταξύ άλλων, και την ιδιομορφία της κυπριακής κοινωνίας που περιβάλλει την ειδική σχέση των μερών. Όπως, συναφώς, σημειώθηκε στη Vassiliades, ανωτέρω:
«(w)hether or not that intention exists, must be decided as an inference of fact from considering all the circumstances of the case.. The decision that the first respondent had satisfied this onus, which was arrived at by the Courts in Cyprus, the Judges of which have a knowledge of local conditions and habits which their Lordships do not pretend to possess, is not one which they would lightly interfere with. But they feel satisfied on a consideration of all the evidence and documents that it is a right conclusion, and that the judgment should be affirmed».
Όσο δε αφορά στην αρχή του Κοινοδικαίου που δημιουργεί τεκμήριο δολιότητας όταν μια μεταβίβαση γίνεται δια δωρεάς, αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, καθότι σχετικό τεκμήριο δημιουργείται από το άρθρο 91Α (2) του Κεφ. 6, ανεξάρτητα από το κατά πόσο η μεταβίβαση έγινε ή όχι δια δωρεάς. Και τούτο γιατί, ως αναφέρθηκε στην υπόθεση Lymperopoulou (ανωτέρω), εκεί που ο νόμος προβλέπει ειδικώς για ένα θέμα, προνοώντας ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες δημιουργείται ένα τεκμήριο, όπως συμβαίνει, εν προκειμένω, στη βάση των προνοιών του άρθρου 91Α, του Κεφ. 6, δεν παρέχεται χώρος για εφαρμογή της σχετικής αρχής του Κοινοδικαίου.
Έχει επίσης αποφασιστεί ότι, εκεί που δεν τίθεται σε εφαρμογή το τεκμήριο δολιότητας, και το βάρος απόδειξης παραμένει στους ώμους του αιτητή, η απόδειξη από πλευράς του τελευταίου ότι κατά τον χρόνο της επίδικης μεταβίβασης τούτος «βρισκόταν στη σκέψη του» καθ’ ου η αίτηση με σκοπό να τον δυσκολέψει ή παρεμποδίσει ή καθυστερήσει από το να ανακτήσει τα ποσά που του οφείλει ο τελευταίος, αποτελεί προϋπόθεση για να κριθεί ως πιστωτής (κατά το χρόνο της μεταβίβασης της περιουσίας και όχι της καταχώρησης της αίτησης[7]) του καθ’ ου η αίτηση στην έννοια του Νόμου και, κατά συνέπεια, αποτυχία απόδειξης του γεγονότος αυτού, αίρει την νομιμοποίηση του αιτητή να καταχωρήσει αίτηση ως η επίδικη (βλ. Pambos Zenios Trading Ltd κ.α., ανωτέρω).
Υπαγωγή γεγονότων που περιβάλουν την παρούσα υπόθεση στο ανωτέρω νομικό πλαίσιο που τα διέπει.
Κρίνω ορθό να ασχοληθώ, αρχικώς, με τη θέση της Εναγόμενης και των Καθ’ ων η Αίτηση 2, 3 και 4 ότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να αποδώσει τις κατ’ αίτηση θεραπείες που σχετίζονται με τη μεταβίβαση του εν Ελλάδι ακινήτου της πρώτης. Εν προκειμένω, η σχετική θέση προβάλλεται, εντελώς περιοριστικά, στη βάση επικαλούμενης από αυτούς έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να διατάξει δημόσια αρχή άλλου κράτους (προφανώς το οικείο Κτηματολογικό γραφείο της Ελληνικής Δημοκρατίας) να ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο.
Ωστόσο, ως και ο συνήγορος της Ενάγουσας υποδεικνύει, μέσω των σχετικών κατ’ αίτηση θεραπειών δεν επιζητείται κάτι τέτοιο. Εκείνο, που, στην ουσία, σχετικώς, επιδιώκεται από την Ενάγουσα, είναι η έκδοση διατάγματος ακύρωσης της μεταβίβασης στη βάση κρίσης ότι τούτη αποτελεί πράξη καταδολίευσης, καθώς επίσης και διάταγμα που να διατάσσει τους Καθ’ ων η Αίτηση 2, 3 και 4 να ενεργήσουν ώστε το εν λόγω ακίνητο να επανεγγραφεί στο όνομα της Εναγόμενης, χωρίς να επιδιώκεται έκδοση διατάγματος που να επιβάλλει στο οικείο κτηματολογικό γραφείο της Ελληνικής Δημοκρατίας να ενεργήσει προς αυτή την κατεύθυνση, κάτι, όμως, που επιδιώκεται (εναντίον του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας) σε σχέση με τα εν Κύπρο ακίνητα της Εναγόμενης, που μεταβιβάστηκαν στην Καθ’ ης η Αίτηση 2.
Το, δικαιοδοτικό για το Δικαστήριο, άρθρο 91Γ (1) του Κεφ. 6, δεν περιορίζει - για σκοπούς κρίσης ως προς το καταδολιευτικό ή μη μιας μεταβίβασης και, κατά συνέπεια, και την ακύρωσή της - την εμβέλεια του σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που βρίσκονται εντός της επικράτειας και ελέγχου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τουναντίον, η σχετική εξουσία του Δικαστηρίου για ακύρωση τέτοιας μεταβίβασης, είναι ευρεία. Στη βάση δε των προνοιών του άρθρου 91Γ (2)[8], τέτοια ακύρωση, αποτελεί προαπαιτούμενο για σκοπούς έκδοσης των όποιων, τυχόν, επιπρόσθετων, διαταγών, που, δυνητικά, πλέον, μπορεί το Δικαστήριο να εκδώσει στη βάση των προνοιών των υποπαραγράφων (α) (β) και (γ) του εν λόγω άρθρου.
Ωστόσο, στη βάση των προνοιών του άρθρου 91Γ (2)(γ), σε συνδυασμό με τις πρόνοιες της υποπαραγράφου (2)(β) του εν λόγω άρθρου, του άρθρου 53 (στο οποίο παραπέμπει η υποπαράγραφος (γ) του άρθρου 91Γ (2))[9], και του άρθρου 23[10], που αφορά στην εκτέλεση δικαστικής απόφασης μέσω πώλησης ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη, παρατηρείται δικαιοδοτικός περιορισμός, αναφορικά με την όποια, τυχόν, επιπρόσθετη διαταγή, όπως, (α) την επανεγγραφή της περιουσίας στον οφειλέτη, (β) την εγγραφή του εξ αποφάσεως χρέους ως επιβάρυνση επί της εν λόγω ακίνητης περιουσίας και (γ) την κατάσχεση και πώληση της, προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους.
Και τούτο γιατί, το όποιο τυχόν διάταγμα για επανεγγραφή ακίνητης περιουσίας στο όνομα του οφειλέτη[11], - έστω και αν τούτη (η επανεγγραφή) δεν αποτελεί μέτρο εκτέλεσης - θα πρέπει, επιτακτικώς[12], να συνοδεύεται με ταυτόχρονη εγγραφή του εξ αποφάσεως χρέους ως επιβάρυνση επί της εν λόγω ακίνητης περιουσίας, ενέργεια η οποία αποτελεί μέτρο εκτέλεσης επί ακίνητης περιουσίας ενός οφειλέτη. Τέτοια επιβάρυνση, σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 53 και 54 του Κεφ. 6, πρέπει να εγγράφεται στο Κτηματολογικό Γραφείο της «Επαρχίας, όπου βρίσκεται η ιδιοκτησία που ζητείται να επιβαρυνθεί[13]», ώστε, ακολούθως, -και ενώ είναι σε ισχύ η εν λόγω επιβάρυνση – «διατάσσεται από το Δικαστήριο να πωληθεί [το ακίνητο] προς εκτέλεση της δικαστικής απόφασης[14]». Τέτοια επιβάρυνση, στη βάση των προνοιών της επιφύλαξης του άρθρου 53, δεν μπορεί να διενεργηθεί επί ακίνητης ιδιοκτησίας του οφειλέτη η οποία βρίσκεται σε μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Ίδιος περιορισμός παρατηρείται και σε σχέση με ενδεχόμενη πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας του οφειλέτη, στη βάση των προνοιών της τελευταίας επιφύλαξης του άρθρου 23 του Κεφ. 6.
Κατά συνέπεια, δεδομένης της, ανωτέρω αναφερόμενης, επιτακτικής, ανάγκης, ένα διάταγμα επανεγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας στον οφειλέτη να συνοδεύεται και από διάταγμα εγγραφής, εν είδει επιβάρυνσης, του εξ αποφάσεως χρέους επί αυτής, τούτο μπορεί να εκδοθεί μόνο σε σχέση με ακίνητη περιουσία που βρίσκεται σε ελεγχόμενες, από την Κυπριακή Δημοκρατία, περιοχές. Επομένως, αν και το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί ως προς το κατά πόσο η μεταβίβαση του εν Ελλάδι ακινήτου της Εναγόμενης αποτελεί καταδολιευτική πράξη, καθώς και, στην περίπτωση που κρίνει τούτη καταδολιευτική, να ακυρώσει την μεταβίβαση, εντούτοις δεν έχει δικαιοδοσία να διατάξει την επανεγγραφή του, έστω και αν τούτη επιδιώκεται, όχι μέσω σχετικής διαταγής προς το οικείο Κτηματολογικό Γραφείο της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά μέσω σχετικής διαταγής προς τους Καθ’ ων η Αίτηση 2, 3 και 4, αφού, εν πάση περιπτώσει, θα αποτελεί διάταγμα επανεγγραφής, το οποίο, πρέπει, να συνοδεύεται (δυνάμει των προνοιών της υποπαραγράφου (2)(γ) του άρθρου 91Γ) και με διάταγμα εγγραφής της δικαστικής απόφασης επί της ακίνητης ιδιοκτησίας εν είδει επιβάρυνσης, διάταγμα, που για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδώσει.
Δεν μου διαφεύγει το γεγονός ότι η Εναγόμενη και οι Καθ’ ων η Αίτηση 2, 3 και 4, μέσω της, για σκοπούς υποστήριξης της εν προκειμένω θέσης τους, παραπέμπουν στους Νόμους της Ελληνικής Δημοκρατίας μέσω σχετικής γνωμάτευσης που ετοίμασε συγκεκριμένο Ελληνικό δικηγορικό γραφείο. Ωστόσο, αφενός γιατί, ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, ο σχετικός λόγος ένστασης προωθείται εντελώς περιοριστικά με το κατά πόσο το παρόν Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να διατάξει δημόσια αρχή άλλου κράτους να επανεγγράψει το εν Ελλάδι ακίνητο στο όνομα της Εναγόμενης, και όχι να αποφανθεί επί των συνθηκών της μεταβίβασης του, και αφετέρου γιατί, το Δικαστήριο δεν δύναται, για τους λόγους που θα εξηγήσω κατωτέρω, να προσδώσει βαρύτητα στο περιεχόμενο της εν λόγω γνωμάτευσης, το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί του καταδολιευτικού ή μη της μεταβίβασης του εν λόγω ακινήτου, εξετάζεται, αμιγώς, στη βάση των προνοιών της Κυπριακής, σχετικής, νομοθεσίας. Συναφώς σημειώνω ότι, στη βάση των όσων, σχετικών, αποφασίστηκαν στην Ποιν. Έφ. 101/2021, μεταξύ Γενικού Εισαγγελέα ν. Ράφφι Ντέρ Γκαραπετιάν, «Το αλλοδαπό δίκαιο αποτελεί απλό πραγματικά γεγονός και αποδεικνύεται από τον διάδικο που εγείρει το ζήτημα, ο οποίος οφείλει να το τεκμηριώσει με την προσαγωγή κατάλληλης μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, κυρίως με τη γνώμη νομομαθούς». Υποδείχθηκε, δε, συναφώς ότι «Ο κανόνας είναι επιτακτικός και μονάχα στην περίπτωση παραδοχής από τον αντίδικο του περιεχομένου του ισχύοντος στην ξένη χώρα δικαίου θα μπορούσε να συγχωρεθεί η όποια παρέκκλιση». Ως προς δε τον επιτρεπτό τρόπο με το οποίο δύναται να προσκομιστεί η σχετική μαρτυρία, στην ίδια υπόθεση, με παραπομπή στο σύγγραμμα Phipson on Evidence, 19η έκδοση, Παρ. 33-77, σημειώνεται ότι «Foreign law must, in general, be proved on oath, either orally or in some cases by affidavit or witness statement, and not by the mere certificates of expert». Είναι για αυτό το λόγο που δεν είναι δυνατό να προσδοθεί βαρύτητα στο περιεχόμενο της εν προκειμένω γνωμάτευσης, ελλείψει και υποβάθρου που να θέλει την Εναγόμενη να δύναται να εκφράσει σχετική γνώμη.
Στη βάση των ανωτέρω, ο σχετικός λόγος ένστασης, στο βαθμό που θέλει το παρόν Δικαστήριο να μην έχει δικαιοδοσία να εκδώσει διαταγή για επανεγγραφή του εν Ελλάδι ακινήτου στην Εναγόμενη, επιτυγχάνει, ενώ απορρίπτεται αναφορικά με τα λοιπά εκεί προβαλλόμενα, και δη τη μη ύπαρξη δικαιοδοσίας για ακύρωση της σχετικής μεταβίβασης.
Αναφορικά τώρα με τη θέση ότι η επίδικη αίτηση προωθείται με αλλότρια κίνητρα και κατά συνέπεια καταχρηστικώς, στο βαθμό που αυτή εδράζεται επί το ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις ήταν γνήσιες και έγιναν με καλή πίστη από πλευράς της Εναγόμενης, τούτη θα εξεταστεί στο πλαίσιο εξέτασης της ουσίας της Αίτησης. Το μόνο άλλο που προβάλλεται προς υποστήριξη της εν προκειμένω θέσης από πλευράς της Εναγόμενης και των Καθ’ ων η Αίτηση 2, 3 και 4, είναι ότι, η Ενάγουσα προωθεί την επίδικη αίτηση με σκοπό την επαγγελματική καταστροφή της, καθώς επίσης και ότι τούτη (η επίδικη αίτηση), καταχωρήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση.
Σε ό,τι αφορά στον ισχυρισμό περί επαγγελματικής καταστροφής της Εναγόμενης, κάθε τι το οποίο προβάλλεται δεν αφορά στην επίδικη αίτηση, αλλά άλλη ενδιάμεση διαδικασία που προώθησε η Ενάγουσα, στο πλαίσιο της οποίας εξασφάλισε προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα, το οποίο και οριστικοποιήθηκε, κατόπιν τροποποίησης του. Στη βάση του δεδομένου αυτού, δεν είναι δυνατό τα όσα περιβάλλουν τον τρόπο δράσης της Ενάγουσας στο πλαίσιο άλλης ενδιάμεσης αίτησης της, ή οποία και τελεσιδίκησε με σχετική απόφαση του Δικαστηρίου, να αποτελέσουν τη βάση για να κριθεί η επίδικη αίτηση ως καταχρηστική, όταν, εξάλλου, δεν έχει τεθεί τίποτα ενώπιον του Δικαστηρίου που να θέλει την επίδικη αίτηση να προωθείται για οποιοδήποτε άλλο λόγο, παρά την εξασφάλιση θεραπειών που προβλέπονται από τις πρόνοιες του Κεφ. 6, επί των οποίων εδράζεται τούτη. Εξάλλου, η Εναγόμενη είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει, είτε την μαρτυρία της Ενάγουσας που υποστήριξε την έτερη ενδιάμεση αίτησή της είτε το/τα διάταγμα/τα που εκδόθηκε/αν στο πλαίσιο της, ή ακόμα και τα κίνητρα της τελευταίας που την οδήγησαν στην προώθηση της, και δεν αποκάλυψε κατά πόσο έπραξε οτιδήποτε σχετικό ή, στην περίπτωση που το έπραξε, πως τούτο αντιμετωπίστηκε από το Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, οι σχετικές θέσεις της Εναγόμενης περί καταχρηστικότητας της επίδικης Αίτησης, δεν μπορούν να γίνουν δεκτές.
Όσον τώρα αφορά στο θέμα της καθυστέρησης στην καταχώρηση της επίδικης αίτησης, εξεταζόμενο τούτο, τόσο στο πλαίσιο του λόγου ένστασης περί καταχρηστικότητας, όσο και του έτερου, ειδικού, σχετικού λόγου, με κάθε σεβασμό στη σχετική εισήγηση, τούτη δεν με βρίσκει σύμφωνο. Και τούτο γιατί, δεν παρατηρείται η δωδεκάμηνη καθυστέρηση στην οποία κάνει αναφορά η Εναγόμενη, η οποία, εν πάση περιπτώσει, άνευ άλλου, δεν θα μπορούσε, εν απουσία ειδικής πρόνοιας στο νόμο που να επιβάλλει την καταχώρηση της εντός συγκεκριμένου χρονικού περιθωρίου, να θεωρηθεί ως τέτοια που να οδηγεί σε απόρριψη της επίδικης αίτησης. Επί τούτου, δεν πρέπει να λησμονείται, ότι στη βάση του ενώπιον μου κοινώς αποδεκτού μαρτυρικού υλικού, αλλά και ως προκύπτει από το Τεκμήριο 6 της ενόρκου δηλώσεως που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση, η τελική απόφαση στην αγωγή εκδόθηκε στις 10.03.2023, με την εκτέλεση της να αναστέλλεται μέχρι και τις 30.06.2023, και, κατά συνέπεια, η επίδικη αίτηση καταχωρήθηκε 9, και όχι 12, μήνες μετά από τον χρόνο που επιτρεπόταν στην Ενάγουσα να επιδιώξει την εκτέλεση της[15].
Ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, εν απουσία νομοθετικής πρόνοιας που να θέλει αίτηση, ως η επίδικη, να καταχωρείται εντός συγκεκριμένου χρονικού περιθωρίου, η όποια καθυστέρηση παρατηρείται στην καταχώρηση της, δεν μπορεί, ελλείψει άλλου λόγου, όπως, π.χ. αλλότριων κινήτρων, να κριθεί ως καταχρηστική συμπεριφορά από πλευράς της Ενάγουσας. Τέτοιοι άλλοι λόγοι δεν παρατηρούνται στην υπό εξέταση περίπτωση, ούτε η Εναγόμενη, αλλά και οι Καθ’ ων η Αίτηση 2, 3 και 4, μέσω της, υποστηρίζουν ότι υπάρχουν, πλην των όσων, ανωτέρω, σημειώθηκαν, περί επαγγελματικής καταστροφής της Εναγόμενης, και τα οποία σχολιάστηκαν ήδη από το Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, οι δυο σχετικοί λόγοι ένστασης δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί.
Με τις ανωτέρω κρίσεις δεδομένες, αυτό που παραμένει προς εξέταση είναι η ουσία της επίδικης αίτησης. Εκείνο που αβίαστα προκύπτει από το ενώπιον μου μαρτυρικό υλικό, καθώς επίσης και από τις τοποθετήσεις των συνηγόρων των διαδίκων στις γραπτές αγορεύσεις που παρέδωσαν στο Δικαστήριο, είναι ότι η βασική διαφωνία τους επικεντρώνεται στο κατά πόσο, οι εν προκειμένω μεταβιβάσεις έγιναν από την Εναγόμενη με σκοπό να δυσκολέψει και ή παρεμποδίσει και ή καθυστερήσει την Ενάγουσα στην ανάκτηση των οφειλομένων της πρώτης.
Σε διαφωνία με τα όσα η Εναγόμενη και οι Καθ’ ων η Αίτηση 2, 3 και 4 προβάλλουν, δεδομένων των προνοιών του άρθρου 91Α του Κεφ. 6, ως τούτες ερμηνεύτηκαν από τη σχετική νομολογία (βλ. νομική πτυχή ανωτέρω), το βάρος απόδειξης της γνησιότητας και καλοπιστίας των επίδικων μεταβιβάσεων, το φέρουν τούτοι και όχι η Ενάγουσα για να αποδείξει ότι τούτες (οι επίδικες μεταβιβάσεις) αποτελούν καταδολιευτικές πράξεις.
Εν προκειμένω, η ίδια η Εναγόμενη παραδέχεται ότι κατά τον χρόνο που μεταβίβασε τα εν Κύπρο ακίνητα στην Καθ’ ης η Αίτηση 2, και προφανώς, μετέπειτα που μεταβίβασε το εν Ελλάδι ακίνητο, γνώριζε για την οφειλή της, καθώς επίσης και για το ότι καθυστερούσε την πληρωμή των συμφωνηθέντων, με την Ενάγουσα, δόσεων του δανείου της, λόγω αδυναμίας της να το αποπληρώσει. Ισχυρίστηκε, συναφώς, ότι, λόγω της εν προκειμένω αδυναμίας της, προσπαθούσε να αναδιαρθρώσει το δάνειο. Το γεγονός ότι, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, δεν είχε ακόμα τερματιστεί, από την Ενάγουσα, η συμφωνία δανείου, με αποτέλεσμα να μην νομιμοποιείτο να καταχωρίσει αγωγή, δεν αποτελεί λόγο για να μην τεθεί σε εφαρμογή το προνοούμενο από το Νόμο τεκμήριο, αφού στη βάση των ανωτέρω δεδομένων, η Ενάγουσα αποτελούσε, ούτως ή άλλως, πιστωτής της στην έννοια του Νόμου. Ως σημειώθηκε, συναφώς, στην Πολ. Έφ. Ε92/2014, μεταξύ Ζίττη κ.α. ν. Φθαρτεμπορική Α/φοι Α. Κατσαρής Π. Λτδ, απόφαση ημερ. 16.07.2019, η οποία καταπιάστηκε, μεταξύ άλλων, και με την έννοια του όρου «πιστωτής» στο πλαίσιο αίτησης για ακύρωση καταδολιευτικής μεταβίβασης:
«Το κρίσιμο ερώτημα που αναφύεται είναι αν ο δικαιούχος γραμματίου, όταν η ημερομηνία πληρωμής δεν έχει φθάσει, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πιστωτής του εγγυητή; Η απάντηση είναι θετική, εξαρτώμενη βεβαίως από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, έστω και αν το δικαίωμα του «πιστωτή» δεν είναι ακόμη εκτελεστό, αφού δεν μπορούσε να κινήσει αγωγή για να το ανακτήσει. Εν προκειμένω, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως περιγράφονται πιο πάνω και δη η τεκμηριωμένη αδυναμία ανταπόκρισης των πρωτοφειλετών στις υποχρεώσεις τους, σε συνάρτηση με τις ηθελημένες ενέργειες της εφεσείουσας και τη γνώση, οδηγούν στην επιβεβαίωση της ορθότητας του πρωτόδικου συμπεράσματος ως προς το χαρακτηρισμό της εφεσίβλητης ως πιστωτή.
[…]
Έχοντας ήδη καταλήξει ότι η εφεσείουσα αρ. 1 γνώριζε περί της ύπαρξης του οφειλόμενου χρέους και ότι η εφεσίβλητη ήταν πιστωτής κατά το χρόνο της μεταβίβασης, η μεταβίβαση θεωρείται ότι έγινε με σκοπό και πρόθεση να εμποδίσουν την εφεσίβλητη να ανακτήσει το εν λόγω οφειλόμενο ποσό. »
Προκύπτει, κατά συνέπεια, ότι, στη βάση των γεγονότων που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση, η Ενάγουσα, κατά το χρόνο που διενεργήθηκαν όλες οι επίδικες μεταβιβάσεις, αποτελούσε πιστωτή της Εναγόμενης, με αποτέλεσμα το τεκμήριο καταδολίευσης που δημιουργείται από το Κεφ. 6 να έχει ενεργοποιηθεί, με την τελευταία να φέρει, πλέον, το βάρος να αποδείξει την γνησιότητα και καλοπιστία των επίδικων μεταβιβάσεων.
Για τους λόγους που θα εξηγήσω ευθύς αμέσως, η Εναγόμενη, αλλά και οι Καθ’ ων η Αίτηση 2, 3 και 4, μέσω της, δεν κατάφεραν να αποσείσουν το σχετικό βάρος.
Πιο συγκεκριμένα, η μαρτυρία της πρώτης, η μόνη, δηλαδή, μαρτυρία που υποστήριξε την ένσταση, παρουσιάζει ουσιώδεις αντιφάσεις, συγκρούεται με την κοινή λογική, καθώς επίσης και δεν συμβαδίζει με την αδιαμφησβήτητη εξέλιξη των πραγμάτων.
Προς επίρρωση της μόλις εκφρασθείσας κρίσης μου ως προς την ποιότητα της μαρτυρίας της Εναγόμενης, ενδεικτικώς και όχι εξαντλητικώς, σημειώνω τα ακόλουθα:
Για να πείσει ότι, κατά το χρόνο της μεταβίβασης των εν Κύπρο ακινήτων της, σκοπό είχε να τιμήσει τις δεσμεύσεις της έναντι της Ενάγουσας σε σχέση με την αποπληρωμή του δανείου, ισχυρίστηκε ότι κατέβαλλε προσπάθεια αναδιάρθρωσης του. Εντούτοις, αυτή η εντελώς γενική αναφορά, αποτελεί και τη μόνη σχετική μαρτυρία που παρουσίασε, χωρίς να παρουσιάσει οτιδήποτε άλλο προς υποστήριξή της, όπως, π.χ. την όποια τυχόν σχετική αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε με την Ενάγουσα ή, έστω, να αναφερθεί στα πρόσωπα, εκ μέρους της τελευταίας, με τα οποία, ως ισχυρίζεται, προφανώς, συνομίλησε για τον σκοπό αυτό.
Επιπροσθέτως, πάντα με σκοπό να πείσει ότι σκοπό είχε, κατά τον χρόνο μεταβίβασης των εν Κύπρο ακινήτων της, να τιμήσει τις ανωτέρω δεσμεύσεις της, ισχυρίστηκε ότι ασκούσε πιέσεις προς τον Τριτοδιάδικο, με σκοπό ο τελευταίος να αποπληρώσει το δάνειο. Προς επίρρωση του ισχυρισμού της αυτού, ως τεκμήρια στην Ένορκη της Δήλωση, επισυνάπτει αλληλογραφία της με τον Τριτοδιάδικο, την οποία και χαρακτηρίζει ως σχετική και/ή αποδεικτική των εν λόγω πιέσεων που ασκούσε. Ωστόσο, η αλληλογραφία αυτή, πέραν του γεγονότος ότι λαμβάνει χώρα ένα και πλέον μήνα μετά τις επίδικες μεταβιβάσεις των εν Κύπρο ακινήτων[16], περιορίζεται μόνο σε τοποθετήσεις του Τριτοδιαδίκου προς την ίδια, χωρίς να αποκαλύπτει τα δικά της μηνύματα, επί των οποίων απαντούσε το Τριτοδιάδικος. Οι δε τοποθετήσεις του Τριτοδιαδίκου, δεν είναι ενδεικτικές της όποιας πίεσης της Εναγόμενης για αποπληρωμή του δανείου από τον ίδιο. Ούτε και παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς το γιατί ο Τριτοδιάδικος να όφειλε, ή να είχε οποιοδήποτε λόγο για να αποπληρώσει τούτο. Το μόνο που μπορεί να εξαχθεί από τις τοποθετήσεις του Τριτοδιαδίκου είναι ότι, η Εναγόμενη, στο πλαίσιο κάποιου εκ των μηνυμάτων που του απέστειλε, εξέφραζε αδυναμία αποπληρωμής του δανείου, κάτι, που, εξάλλου, το αποδέχεται και η ίδια, και ότι ο αυτός θα το αποπληρώσει.
Εντελώς γενική και αόριστη αναφορά από πλευράς της Εναγόμενης, παρατηρείται και σε σχέση με τους λόγους, που, κατά την ίδια, την εξώθησαν στην αποξένωση των ακινήτων της. Ένας εκ των βασικών αυτών τριών λόγων, πάντα κατά την Εναγόμενη, ήταν η απομείωση των καταθέσεων στα τραπεζικά ιδρύματα κατά τον Μάρτιο του 2013. Ωστόσο, δεν αναφέρει τίποτε ως προς το πως τα γεγονότα του Μαρτίου 2013 και ειδικότερα η απομείωση των καταθέσεων, επενέργησε ώστε να την εξωθήσει στο να μεταβιβάσει τα επίδικα ακίνητα. Ελλείπει, λόγου χάρη, οποιαδήποτε θέση που να την θέλει να έχει επηρεαστεί δυσμενώς, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, από τις εν λόγω απομειώσεις.
Ενώ, πλειστάκις, αναφέρεται σε ιατρικά και δικαστικά έξοδα που της κάλυπταν οι γονείς της, δεν προσδιορίζει με την μαρτυρία της το ύψος των εν λόγω εξόδων, ούτε και την αξία των τριών μεταβιβασθέντων ακινήτων, ώστε να διαφανεί η όποια, τυχόν, σχετικότητα της όποιας τυχόν κάλυψης εξόδων με τις επίδικες μεταβιβάσεις. Επίσης, ελλείπει οποιαδήποτε θέση ως προς το κατά πόσο, στην αδελφή της, έχει μεταβιβαστεί, από τους γονείς της, όπως και στην ίδια, οποιαδήποτε ακίνητη, ή άλλου είδους, περιουσία, ώστε να είναι δυνατή η εξέταση της βασιμότητας του ισχυρισμού της περί του ότι η αδελφή της ήταν αδικημένη. Εν πάση περιπτώσει, και να ένιωθε, όντως, ότι η αδελφή της ήταν αδικημένη, δεν μεταβίβασε τα επίδικα ακίνητα σε αυτήν, παρά μόνο στην αδελφότεκνή της, χωρίς, έστω, να ισχυριστεί ότι η αδελφή της, της είχε υποδείξει την κόρη της ως το πρόσωπο προς το οποίο θα γίνονταν οι μεταβιβάσεις για σκοπούς μετριασμού της αδικίας που προκαλείτο στην ίδια. Όπως όμως και να έχει το πράγμα, δεδομένων των μεταβιβάσεων των δυο, εν Κύπρο, ακινήτων, αποκλειστικά στην αδελφότεκνή της, και μόνο μέρος του εν Ελλάδι ακινήτου στο όνομα των Καθ’ ων η Αίτηση 3 και 4, η απουσία μαρτυρίας ως προς, αφενός, τα χρήματα που κατέβαλαν οι τελευταίοι έναντι των ανωτέρω εξόδων της και αφετέρου, την αξία εκάστου ακινήτου, καθιστά αδύνατη την εξέταση της βασιμότητας και αλήθειας των εν προκειμένων ισχυρισμών της.
Εκείνο που πραγματικά ξενίζει, είναι η θέση της ότι αποφάσισε να αποξενώσει τα επίδικα ακίνητα λόγω της οικονομικής ανάγκης που προέκυψε συνεπεία των πολλών ιατρικών και δικαστικών της εξόδων. Πως η θέση της αυτή συμβαδίζει με το γεγονός ότι και οι τρείς επίδικες μεταβάσεις έγιναν δια δωρεάς, και δη χωρίς αντάλλαγμα; Εν πάση περιπτώσει, η θέση της αυτή περί αποξένωσης των επίδικων ακινήτων για άντληση χρημάτων για να καλύψει τα έξοδα της, βρίσκεται και σε πλήρη σύγκρουση με την έτερη, συναφή, βασική θέση της, ότι τα ιατρικά και δικαστικά έξοδα της τα κάλυπταν και καλύπτουν ακόμα οι γονείς της.
Ανεξαρτήτως, όμως, των ανωτέρω, αν πραγματικά μεταβίβασε, εν μέρει, το εν Ελλάδι ακίνητο στους γονείς της ως αντάλλαγμα για την, κατά καιρούς, κάλυψη των εξόδων της, και τα υπόλοιπα ακίνητα της στην Καθ’ ης η Αίτηση 2, για μετριασμό της αδικίας, που, ως θεωρεί, υπόκειτο η αδελφή της, και δη, και πάλι εν είδει ανταλλάγματος, ποιος ο λόγος να διατηρήσει σε όλα τα εν λόγω ακίνητα δικαίωμα επικαρπίας και ή οικήσεως, εφ’ όρου ζωής; Τίποτα, σχετικό, αναφέρει, ώστε να δικαιολογήσει την ενέργεια της αυτή και ή να την καταστήσει ουδέτερη ή άσχετη με τον βασικό ισχυρισμό της που θέλει τις επίδικες μεταβιβάσεις να διενεργούνται εν είδει ανταλλάγματος προς πρόσωπα, στα οποία όφειλε χρήματα ή αδικούσε.
Ουσιώδης αντίφαση παρατηρείται και στους ισχυρισμούς της αναφορικά με το ποιος κάλυπτε τα όποια κατά καιρούς ιατρικά και δικαστικά έξοδα της. Η βασική επί τούτου θέση της, η οποία επαναλαμβάνεται στη μαρτυρία της, θέλει, ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, τους Καθ’ ων η Αίτηση 3 και 4, γονείς της, να είναι τα πρόσωπα που τα κάλυψαν και καλύπτουν ακόμα. Ωστόσο, στην παράγραφο 16 της ένορκης δήλωσής της, η Εναγόμενη, στην προσπάθεια της να απαντήσει στα όσα, σχετικώς με τα κατά καιρούς περιουσιακά στοιχεία της, αναφέρονται στις παραγράφους 30, 31 και 32 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση, σε πλήρη σύγκρουση με την ανωτέρω βασική θέση της, ισχυρίζεται ότι, δεν κατέχει πλέον τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, καθότι, ως αφήνει να νοηθεί, τα έχει ρευστοποιήσει για να καλύψει, η ίδια, τα ιατρικά και δικαστικά έξοδά της.
Ούτε ο τρίτος λόγος που προβάλλει η Εναγόμενη συσχετίστηκε με τις επίδικες μεταβιβάσεις. Εν προκειμένω, αποτέλεσε κύρια θέση της Εναγόμενης ότι ένας εκ των τριών λόγων που την εξώθησε στο να μεταβιβάσει τα επίδικα ακίνητα, ήταν οι απειλές που δεχόταν από Κρήτες, οι οποίοι και καταχώρησαν μεγάλο αριθμό δικαστικών διαδικασιών εναντίον της σε σχέση με επενδυτική ζημιά που υπέστηκαν. Καμία μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε που να συσχετίζει τις όποιες τέτοιες απειλές με την απόφαση της Εναγόμενης να προβεί στις επίδικες μεταβιβάσεις. Σημειώνεται, στο σημείο αυτό, ότι, η Εναγόμενη δεν επικαλείται ότι, κατά τον επίδικο χρόνο, διακατεχόταν από οποιοδήποτε φόβο ή ανησυχία ως προς το αποτέλεσμα των εν λόγω δικαστικών αποφάσεων ή ότι προέβη στις μεταβιβάσεις με σκοπό να αποφύγει το ενδεχόμενο τα ακίνητα της να εκποιηθούν για σκοπούς ικανοποίησης της όποιας, τυχόν, δικαστικής απόφασης θα εκδιδόταν υπέρ των εν λόγω Κρητικών και εναντίον της. Τουναντίον, στη βάση πάντα των δικών της σχετικών θέσεων, η Εναγόμενη, στην ουσία, χαρακτηρίζει τις εν λόγω δικαστικές διαδικασίες, ως, εκ προοιμίου, καταδικασμένες σε αποτυχία, καθότι, η μόνη ανάμιξη της στα γεγονότα που στοιχειοθετούσαν τις εν λόγω απαιτήσεις, ήταν η σύσταση, από πλευράς της, ως δικηγόρος, της εταιρείας με την οποία συμβλήθηκαν οι εν προκειμένω Κρήτες. Εξ ου και αναφέρει ότι, πλην μιας, όλες οι άλλες σχετικές διαδικασίες έχουν περατωθεί, με την ίδια να αποτελεί τον επιτυχόντα διάδικο.
Εν ολίγοι, για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω, η μαρτυρία ως προς τους επικαλούμενους λόγους που την εξώθησαν να προβεί στις επίδικες μεταβιβάσεις, κρίνεται μη πειστική, αφού, οι δυο εκ των λόγων αυτών, δεν συσχετίστηκαν, με την όποια ανάγκη να προβεί σε αυτές, ενώ για τον τρίτο, προώθησε συγκρουόμενες και μη λογικές εκδοχές.
Ούτε μου διαφεύγει το γεγονός ότι, μετά την μεταβίβαση των εν Κύπρο ακινήτων της, και μέχρι και τον Μάιο του 2014, η Εναγόμενη κατέβαλε, έναντι του δανείου, €47.746,75. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν πρέπει να ιδωθεί απομονωμένα, ως, τούτο, προβάλλεται από την Εναγόμενη, αλλά σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα, σχετιζόμενα με αυτό, δεδομένα. Τούτα, δε, είναι, ως ήδη αναφέρθηκαν και ανωτέρω, ότι, κατά τον χρόνο καταβολής του εν λόγω ποσού, η Εναγόμενη γνώριζε και δήλωνε αδυναμία να αποπληρώσει το δάνειο, είχε ήδη καθυστερήσεις σημαντικών ποσών, και δεν είχε, ελλείψει σχετικής προς τούτο μαρτυρίας ή έστω κάποιου ισχυρισμού, οποιανδήποτε ένδειξη από πλευράς της Εναγόμενης ότι σκόπευε να αποδεχθεί την όποια αναδιάρθρωση του δανείου για να καταστήσει την αποπληρωμή του από την Εναγόμενη, εφικτή. Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, το γεγονός ότι η Εναγόμενη κατέβαλλε, μετά τις μεταβιβάσεις των εν Κύπρο ακινήτων της, το πιο πάνω ποσό, δεν έχει την δυναμική που η τελευταία του αποδίδει.
Στη βάση της ανωτέρω κρίσης, η Εναγόμενη, απέτυχε να αποσείσει το βάρος που έφερε για να ανατρέψει το τεκμήριο καταδολιευτικότητας που δημιουργεί ο Νόμος σε σχέση με τις επίδικες μεταβιβάσεις.
Έχοντας καταλήξει ως ανωτέρω, η επίδικη αίτηση επιτυγχάνει, μερικώς, και κατά συνέπεια εκδίδονται διατάγματα ως το Α, Β, Γ, Δ, Ε και Στ.
Ως προς τα έξοδα, δεν έχω κανένα λόγο για να αποκλίνω από τον κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα, και κατά συνέπεια τούτα επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Εναγόμενης και των Καθ’ ων η Αίτηση 2, 3 και 4 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα (μεταξύ Εναγόμενης και Καθ’ ων η Αίτηση 2, 3 και 4), ως αυτά θα υπολογιστούν από τον/την Πρωτοκολλητή/τρια και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
( Υπ.)................................
Δ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Στην Αγωγή αριθμός 1/2019, μεταξύ Στέλιου Σάββα και Υιοι Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα, απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 28 Μαΐου 2020, σημειώθηκε ότι «... η τελική αγόρευση η οποία δεν επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο επίδικο θέμα, θεωρείται ότι περιορίζει τα προς απόφαση ζητήματα και όσα δεν αναπτύχθηκαν με την αγόρευση, κρίνεται ότι έχουν εγκαταλειφθεί.».
2 Οι λοιποί Καθ’ ων η Αίτηση δεν ετοίμασαν ένορκες δηλώσεις προς υποστήριξή της.
[4]. 18% στην Καθ’ ης η αίτηση 2 και από 41% στους Καθ’ ων η Αίτηση 3 και 4.
[5] Σχετικές είναι οι παράγραφοι 30, 31 και 32 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση.
[6] Η Εναγόμενη είναι δικηγόρος.
[7] Στη βάση των προνοιών του Νόμου, ο αιτητής πρέπει να αποδείξει ότι κατά το χρόνο της μεταβίβασης ήταν απλά πιστωτής του καθ’ ου η αίτηση, ενώ κατά το χρόνο της καταχώρησης της αίτησης, ότι ήταν ήδη εξ αποφάσεως πιστωτή του.
[8] «Το Δικαστήριο κατά την εξέταση αίτησης δυνάμει του εδαφίου (1) δύναται, εκδίδοντας το ακυρωτικό διάταγμα, να διατάξει όπως-»
[9] 53. Ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής δύναται, όπως ορίζεται πιο κάτω, αφού εγγράψει τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε υπέρ του στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, να καταστήσει οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία επί της οποίας ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους έχει συμφέρον (is beneficially interested) και η οποία είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, εγγύηση για την πληρωμή του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους:
[10] 23. Η ακίνητη ιδιοκτησία του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους, η οποία δύναται να πωληθεί με εκτέλεση θα περιλαμβάνει μόνο την εγγεγραμμένη ακίνητη ιδιοκτησία που είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου:
[11] Δυνάμει των προνοιών της υποπαραγράφου (β) του άρθρου 91Γ (2).
[12] Δυνάμει των προνοιών της υποπαραγράφου (γ) του άρθρου 91Γ (2).
13 Αυτούσια περικοπή από τις πρόνοιες του άρθρου 54 του Κεφ. 6.
[15] Η επίδικη αίτηση καταχωρήθηκε στις 03.04.2024.
[16] Η πρώτη σχετική αλληλογραφία είναι ημερομηνίας 06.09.2013, ενώ οι μεταβιβάσεις έγιναν στις 08.08.2013.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο