SHIMON KOGAN ν. YC & AC ESTATES LTD, Αρ. Απαίτησης: 3218/23, 30/6/2025
print
Τίτλος:
SHIMON KOGAN ν. YC & AC ESTATES LTD, Αρ. Απαίτησης: 3218/23, 30/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

Αρ. Απαίτησης: 3218/23

Μεταξύ:

SHIMON KOGAN

Ενάγοντα

-και-

 

YC & AC ESTATES LTD

Εναγόμενης

 

 

Ημερομηνία: 30 Ιουνίου 2025

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα: κα Μ. Κίτσιου μαζί με κ. Α. Νικολάου για Κώστα Τσιρίδη & Σια Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη: κ. Κλ. Δημοσθένους μαζί με κα Μ. Δημοσθένους για Αργυρού & Δημοσθένους Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

(α) ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1.    Το έτος 2023, η Εναγόμενη βρισκόταν στη διαδικασία ανέγερσης συγκροτήματος κατοικιών στη Λεμεσό. Πώλησε μία εκ των κατοικιών αυτών στον Ενάγοντα, δυνάμει γραπτής συμφωνίας πώλησης ακινήτου. Ο Ενάγων, στα πλαίσια εκπλήρωσης των σχετικών συμβατικών του υποχρεώσεων κατέβαλε στην Εναγόμενη το ποσό των €98.200,00 έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος πώλησης. Σε μεταγενέστερο στάδιο, οι διάδικοι συμφώνησαν, δια γραπτής συμφωνίας, τον τερματισμό της συμφωνίας πώλησης και όπως η Εναγόμενη επιστρέψει στον Ενάγοντα ολόκληρο το πιο πάνω ποσό. Η Εναγόμενη επέστεψε στον Ενάγοντα μόνο το ποσό των €20.000,00 σε ημερομηνία που υπεγράφη μεταξύ των μερών και ένα περαιτέρω έγγραφο με τίτλο «Απόδειξη». Απέμεινε προς επιστροφή το υπόλοιπο ποσό των €78.200,00, το οποίο η Εναγόμενη δεν επέστρεψε. Ως εκ τούτου, ο Ενάγων με την παρούσα Απαίτησή του αξιώνει εναντίον της Εναγομένης το υπόλοιπο αυτό ποσό ως αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης ή ως αθέμιτο όφελος που η Εναγόμενη έλαβε σε βάρος του Ενάγοντα, στη βάση των αρχών του αθέμιτου πλουτισμού. Αξιώνει περαιτέρω νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της Απαίτησης και έξοδα.

 

2.    Η Εναγόμενη αποδέχεται την ύπαρξη συμβατικής υποχρέωσής της για επιστροφή του ως άνω ποσού, καθώς και το ότι η υποχρέωση της αυτή πηγάζει από γραπτή συμφωνία, μεταγενέστερης της ως άνω συμφωνίας πώλησης. Ισχυρίζεται όμως ότι δεν έχει επέλθει το συμφωνηθέν χρονικό σημείο για την καταβολή του και, συναφώς, ότι δεν έχει ενεργοποιηθεί η σχετική της συμβατική υποχρέωση. Κατ’ επέκταση, ισχυρίζεται ότι η Απαίτηση του Ενάγοντα είναι πρόωρη. Επί τούτου, στηρίζεται στο περιεχόμενο του προαναφερόμενου εγγράφου «Απόδειξης». Ως εκ τούτου, ζητά την απόρριψη της Απαίτησης με έξοδα σε βάρος του Ενάγοντα.

 

(β) ΚΟΙΝΩΣ ΑΠΟΔΕΚΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ 

3.    Το μέγιστο υπόβαθρο επί των γεγονότων είναι κοινώς αποδεκτό και συνεπώς παρατίθεται ευθύς εξ αρχής. Ειδικότερα, στη βάση της δικογραφίας, του περιεχομένου του Εντύπου 19 (Ειδοποίηση με Αξίωση Παραδεκτών Γεγονότων) που καταχώρησε ο Ενάγοντας,[1] της αποδοχής του συνόλου των πιο πάνω γεγονότων από την Εναγόμενη αλλά και της ενώπιον μου μη αμφισβητηθείσας μαρτυρίας, αποτελεί κοινό τόπο ότι:  

 

       i.        Η Εναγόμενη το έτος 2023 ανήγειρε συγκρότημα πολυτελών ακινήτων με την επωνυμία UTOPIA στην περιοχή Αγίου Τύχωνα στη Λεμεσό («το Έργο»). Στις 23.12.2022 υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία για την κράτηση ενός ακινήτου επί του Έργου, και δη αναφορικά με την «Έπαυλη Αρ. 10» («το Ακίνητο»). Ο τίτλος ιδιοκτησίας επί του οποίου ανεγειρόταν το Έργο περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο 1. Η εν λόγω συμφωνία κράτησης ημερ. 23.12.2022 αποτελείται από το Τεκμήριο 2. Στις 3.2.2023, οι διάδικοι υπέγραψαν συμφωνία πώλησης δια της οποίας η Εναγόμενη πωλούσε στον Ενάγοντα και ο Ενάγων αγόραζε από την Εναγόμενη το Ακίνητο, έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος πώλησης («η Συμφωνία Πώλησης»). Η Συμφωνία Πώλησης αποτελείται από το Τεκμήριο 3.

 

      ii.        Στο πιο πάνω πλαίσιο, ο Ενάγων, ο οποίος είναι νομικός και οικονομικός σύμβουλος στο επάγγελμα, κατέβαλε προς την Εναγόμενη το ποσό των €98.200 το οποίο αποτελούσε την πρώτη πληρωμή με βάση τον όρο 5(α)(i) της Συμφωνίας Πώλησης, περιλαμβανομένου και του Φ.Π.Α. («η Προκαταβολή»).

 

    iii.        Κατόπιν, στις 25.5.2023 οι διάδικοι συνήψαν γραπτή συμφωνία δια της οποίας συμφωνείτο όπως η Συμφωνία Πώλησης τερματιστεί και επιστραφεί η Προκαταβολή («η Συμφωνία Τερματισμού»). Η Συμφωνία Τερματισμού αποτελείται από το Τεκμήριο 5 και προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τα εξής: (α) ότι η Συμφωνία Πώλησης τερματίζεται, (β) ότι η Εναγόμενη οφείλει να επιστρέψει την Προκαταβολή στον Ενάγοντα το αργότερο μέχρι την 31.7.2023 και (γ) ότι η Συμφωνία Τερματισμού μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με άλλη γραπτή συμφωνία υπογεγραμμένη από τους διαδίκους.

 

    iv.        Ακολούθως, στις 19.7.2023, η Εναγόμενη μέσω του διευθυντή της κ. Λάμπρου Χριστοφή, ενημέρωσε τον Ενάγοντα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι η Εναγόμενη αδυνατούσε οικονομικά να επιστρέψει ολόκληρο το ποσό της Προκαταβολής και του πρόσφερε το ποσό των €20.000, ως μερική πληρωμή. Στις 19.7.2023, ο Ενάγων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αποδέχθηκε την πιο πάνω προσφορά της Εναγόμενης. Η σχετική αλληλογραφία αποτελείται από το Τεκμήριο 13.

 

     v.        Στις 20.7.2023, ο Ενάγων μετέβη στα γραφεία της Εναγόμενης όπου και έλαβε το ποσό των €20.000,00. Πρόσθετα, καθ’ υπόδειξη της κας Χρίστου, διευθύντριας της Εναγόμενης, υπέγραψε ένα έγγραφο που αποτελείται από το Τεκμήριο 10. Η κα Χρίστου του κατέστησε σαφές ότι εάν δεν το υπέγραφε, δεν θα λάμβανε το ποσό των €20.000. Το Τεκμήριο 10 περιείχε το εξής λεκτικό:

 

 

RECEIPT

 

I Shimon Kogan with passport Number […] hereby confirm that I have received the amount of €20,000 (twenty Thousand Euro) today Thursday 20th of July 2023 in relation to the Termination agreement dated 6/2/2003.

 

This €20,000 are given to me by YC & AC Estates Ltd in cash, as a partial payment against the €98,200 I have paid the Company for the purchase of the Villa No. 10, in the Utopia Project.

 

The Property Sale Agreement was terminated on 06/02/2023 and by receiving this €20.000 initial payment I understand that the company will continue making periodic payments until my fully[2] repayment as per the Company’s cash flow, or in full the moment they will resell Villa 10.”

 

Nicosia, 20th July 2023»

 

 

    vi.        Στο κάτω μέρος του Τεκμηρίου 10, παρουσιάζεται η υπογραφή αμφότερων των διαδίκων.

 

   vii.        Η Εναγόμενη μέχρι και σήμερα, ουδεμία άλλη πληρωμή διενήργησε αναφορικά με το υπόλοιπο ποσό της Προκαταβολής. Περιπλέον, το Ακίνητο δεν έχει πωληθεί σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο.

 

 viii.        Στα πλαίσια της παρούσας Απαίτησης, καταχωρήθηκε αίτηση για προσωρινό διάταγμα εναντίον της Εναγόμενης, όπου, η Εναγόμενη καταχώρησε σχετική ένσταση. Η εν λόγω ένσταση ερείδετο επί της ένορκης δήλωσης του κ. Λάμπρου Χριστοφή ημερ. 5.12.23 («η ΕΔ Χριστοφή»). Αμφότερες περιλαμβάνονται επί του Τεκμηρίου 11. Επί της ΕΔ Χριστοφή, επισυναπτόταν και τραπεζική κατάσταση λογαριασμού της Εναγόμενης, η οποία επίσης περιλαμβάνεται επί του Τεκμηρίου 11 («η Τραπεζική Κατάσταση Λογαριασμού»).

 

4.    Συνεπώς προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

(γ) ΕΠΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

5.    Η διαφωνία των μερών, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα, επίκεντρο έχει την εγκυρότητα του Τεκμηρίου 10, ως συμφωνίας.

 

6.    Ειδικότερα, αποτελεί τη δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα ότι το Τεκμήριο 10 δεν αποτελεί έγκυρη συμφωνία εν τη εννοία του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, καθώς δεν υπήρχε πρόθεση δημιουργίας συμβατικών υποχρεώσεων, το λεκτικό του περιεχομένου του είναι ασαφές ενώ απουσιάζει το στοιχείο της αντιπαροχής. Συναφώς, δεν δύναται να θεωρείται ότι τροποποιεί την Συμφωνία Τερματισμού ως προς την εκεί συμφωνηθείσα προθεσμία καταβολής της Προκαταβολής (31.7.2023). Συνεχίζει ότι η παράλειψη της Εναγόμενης να επιστρέψει στον Ενάγοντα το σύνολο της Προκαταβολής μέχρι την 31.7.2023, συνιστά παράβαση των όρων της Συμφωνίας Τερματισμού και αδικαιολόγητο πλουτισμό σε βάρος του Ενάγοντα.

 

7.    Από την αντίπερα όχθη, η Εναγόμενη εγείρει προδικαστική ένσταση προβάλλοντας ότι η Απαίτηση εγέρθηκε πρόωρα και πριν από την δημιουργία του αγώγιμου δικαιώματος του Ενάγοντα. Αναφέρει ότι δια του Τεκμηρίου 10, η Συμφωνία Τερματισμού τροποποιήθηκε ως προς τον χρόνο επιστροφής της Προκαταβολής. Συνεχίζει ότι ο Ενάγων κωλύεται από του να προωθεί την παρούσα Απαίτηση στην βάση της Συμφωνίας Τερματισμού, καθώς δια της υπογραφής του Τεκμηρίου 10, έχει αποποιηθεί των δικαιωμάτων του δυνάμει αυτής. Ισχυρίζεται ακόμη ότι το Τεκμήριο 10 συνιστά νέα συμφωνία η οποία δημιουργεί νέες συμβατικές υποχρεώσεις και δικαιώματα, το λεκτικό της οποίας είναι σαφές και οι όροι της ρητοί. Επιπλέον, ότι προκύπτει νόμιμη αντιπαροχή εκ μέρους της Εναγόμενης η οποία συνίσταται στην καταβολή του ποσού των €20.000 αλλά και στην υπόσχεσή της να καταβάλλει το υπόλοιπο της Προκαταβολής.

 

8.    Υπό το φως όλων των πιο πάνω, επίδικο θέμα προς επίλυση είναι το κατά πόσο το Τεκμήριο 10 αποτελεί μια έγκυρη συμφωνία στη βάση των τριών παραγόντων που επικαλέστηκε ο Ενάγων (βλ. παρ. 6 πιο πάνω) και, κατ’ επέκταση, ικανή να επιφέρει τροποποίηση της Συμφωνίας Τερματισμού ή να την αντικαταστήσει.

 

9.    Εάν η απάντηση είναι καταφατική, κατά πόσο η καταχώρηση της Απαίτησης είναι πρόωρη, ήτοι, κατά πόσο στη βάση του Τεκμηρίου 10 έχει ενεργοποιηθεί η υποχρέωση της Εναγόμενης για επιστροφή του συνόλου της Προκαταβολής.

 

10.        Εάν η απάντηση είναι αρνητική, κατά πόσο ο Ενάγων, σε κάθε περίπτωση, κωλύεται από του να προωθεί την Απαίτηση στη βάση παραίτησης δικαιωμάτων του που απορρέουν από τη Συμφωνία Τερματισμού ή κωλύματος λόγω καταχώρησης δηλώσεων σε έγγραφα.

 

11.        Σημειώνω ότι εάν η απάντηση σε όλα τα πιο πάνω ερωτήματα είναι αρνητική, τότε, δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης ότι το νομικό έγγραφο που θα πρέπει να θεωρείται ότι δεσμεύει τα μέρη είναι η Συμφωνία Τερματισμού.

 

12.        Σημειώνω επίσης ευθύς εξ αρχής ότι το ζήτημα της «ρευστότητας» της Εναγόμενης, κατά το χρόνο καταχώρησης Απαίτησης, σε σχέση με το οποίο δόθηκε μαρτυρία, θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο στα πλαίσια της Προδικαστικής Ένστασης που αφορά στο κατ’ ισχυρισμό πρόωρο της Απαίτησης και όχι ως νέα βάση Απαίτησης του Ενάγοντα.[3] Τούτο διότι, ο Ενάγων βάσισε την όλη του Απαίτηση στην παράβαση της Συμφωνίας Τερματισμού και όχι στην παράβαση του Τεκμηρίου 10, το οποίο, για σκοπούς υποστήριξης και απόδειξης της Απαίτησής του επιχειρεί να πλήξει ως μη έγκυρο συμβατικό έγγραφο.

 

13.        Έχοντας τα πιο πάνω κατά νουν, στρέφομαι στην μαρτυρία που έχει προσκομιστεί.

 

 

(δ)  ΣΥΝΟΨΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

14.        Προς υποστήριξη της Απαίτησης κατέθεσε ο Ενάγων (ΜΕ1). Προς υποστήριξη της Υπεράσπισης κατέθεσαν ο κ. Λάμπρος Χριστοφή (ΜΥ1) και η κα Χρυσοβαλάντω Χρίστου (ΜΥ1), αμφότεροι Διευθυντές της Εναγόμενης. Όλοι οι μάρτυρες κατέθεσαν γραπτές δηλώσεις τις οποίες υιοθέτησαν ως μέρος της κυρίως εξέτασης τους και οι οποίες σημειώθηκαν ως Έγγραφα Α’ μέχρι Γ’, αντίστοιχα. Μεταφρασμένο κείμενο της γραπτής δήλωσης του Ενάγοντα στην ελληνική γλώσσα, κατατέθηκε ως Τεκμήριο Α. Ο ΜΕ1 κατέθεσε τα Τεκμήρια 1 μέχρι 12 κατά την κυρίως εξέταση του, ενώ κατά την αντεξέταση του κατατέθηκαν τα Τεκμήρια 13, 14 και το Τεκμήριο προς Αναγνώριση Α. Ο ΜΥ1 κατέθεσε τα Τεκμήρια 15 μέχρι 19. Η ΜΥ2 κατέθεσε το Τεκμήριο 20 και αναγνώρισε το Τεκμήριο προς Αναγνώριση Α το οποίο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 21.

 

i.        Σύνοψη μαρτυρίας Ενάγοντα (ΜΕ1)

 

15.        Ο Ενάγων στη γραπτή του δήλωση παρέθεσε θέσεις οι οποίες αποτέλεσαν μέρος των κοινώς αποδεκτών γεγονότων ή δεν αμφισβητήθηκαν, ως καταγράφονται την παρ. 3 πιο πάνω. Πέραν αυτών, παραχώρησε λεπτομέρειες ως προς τις δικές του προσπάθειες δανειοδότησης του και τους λόγους απόρριψης των σχετικών του αιτημάτων από τραπεζικά ιδρύματα, επιρρίπτοντας ουσιαστικά την ευθύνη στην Εναγόμενη και τον ΜΥ1. Αναφέρθηκε στην αλληλουχία γεγονότων ως προς την υπογραφή της Συμφωνίας Τερματισμού και του Τεκμηρίου 10, επαναλαμβάνοντας ότι η Εναγόμενη δεν του επέστρεψε το σύνολο της Προκαταβολής. Κατέθεσε ότι, από την Τραπεζική Κατάσταση Λογαριασμού προκύπτει ότι η Εναγόμενη μετέφερε χρήματα σε εταιρείες συμφερόντων του ΜΥ1, αρνούμενη να καταβάλει το χρέος της προς τον ίδιο και επικαλούμενη οικονομική αδυναμία. Επί τούτου, παρέπεμψε επί της Τραπεζικής Κατάστασης Λογαριασμού σε διάφορα παραδείγματα. Ακολούθως, παρέπεμψε σε διάφορα μέρη της ΕΔ Χριστοφή και στο περιεχόμενο της Τραπεζικής Κατάστασης Λογαριασμού, ώστε να καταδείξει ότι υπήρχε χρηματική ροή στην Εναγόμενη. Ως Τεκμήριο 12 κατέθεσε επίσης εκ νέου έγγραφο που είχε επισυναφθεί στην ΕΔ Χριστοφή, προς επίρρωση της θέσης του ότι ο ΜΥ1 μετέφερε χρήματα της Εναγόμενης, σε άλλες εταιρείες δικών του συμφερόντων, καθ’ όν χρόνο διετείνετο ότι δεν υπάρχει ρευστότητα στην Εναγόμενη.

 

16.        Αντεξεταζόμενος κατέθεσε ότι είναι σύμβουλος νομικών και οικονομικών θεμάτων, αλλά όχι κύπριος δικηγόρος. Ακολούθησε συζήτηση ως προς το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 13 το οποίο κατατέθηκε κατά την αντεξέταση του. Κατέθεσε ότι μία ημέρα πριν παραλάβει από την Εναγόμενη το ποσό των €20.000, είχε συνομιλήσει με την ΜΥ2. Μισή ώρα πριν καταφθάσει στα γραφεία της Εναγόμενης, εφ’ όσον ο ίδιος χάθηκε στη Λευκωσία, της τηλεφώνησε για να του αποστείλει την τοποθεσία με μήνυμα στο κινητό του τηλέφωνο. Σε εισήγηση του κ. Δημοσθένους ότι επί του Τεκμηρίου 14 επισυναπτόταν ανυπόγραφο αντίγραφο του Τεκμηρίου 10, ανέφερε ότι δεν θυμάται κατά πόσο επισυναπτόταν ένα τέτοιο αντίγραφο καθώς εκείνη την ώρα οδηγούσε και δεν άνοιξε το συνημμένο. Το φερόμενο ως επισυναπτόμενο έγγραφο, κατατέθηκε ως Τεκμήριο προς Αναγνώριση Α.  Ερωτηθείς κατά πόσο διάβασε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10 προτού το υπογράψει, απάντησε ότι αυτό δεν έχει σημασία καθώς δεν είχε επιλογή, επαναλαμβάνοντας τη θέση του ότι η ΜΥ2 του είχε καταστήσει σαφές ότι εάν δεν το υπέγραφε δεν θα έπαιρνε τις €20.000. Σε υποβολή του συνηγόρου της Εναγόμενης ότι μεταξύ της ημερ. 20.7.2023, ημερ. υπογραφής του Τεκμηρίου 10 μέχρι και τις 26.9.2023, ημερ. καταχώρησης της Απαίτησης, η Εναγόμενη δεν είχε διαθέσιμη ρευστότητα για να μπορέσει να της επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό έναντι της οφειλής της, απάντησε «φυσικά, αφού όλα πήγαν στην LA Business Consultancy» και ακολούθως, αναφορικά με την συγκεκριμένη περίοδο, ότι δεν γνωρίζει.

 

ii.        Σύνοψη μαρτυρίας Λάμπρου Χριστοφή (ΜΥ1)

 

17.        O MY1 αναφέρθηκε κατά την κυρίως εξέταση του στις λεπτομέρειες απόκτησης του Ακινήτου από τρίτη νομική οντότητα και τις λεπτομέρειες εξασφάλισης πολεοδομικής άδειας για ανέγερση 12 κατοικιών, αντίγραφα των οποίων επισύναψε ως Τεκμήρια 16 μέχρι 18. Ακολούθως, αναφέρθηκε στο κοινώς αποδεκτό ιστορικό της υπόθεσης, προσθέτοντας και το ότι ο τερματισμός της Συμφωνίας Πώλησης αποτελούσε παράκληση του Ενάγοντα, ο οποίος δήλωνε οικονομική αδυναμία. Τότε ο ίδιος ο ΜΥ1 είχε θέσει ξεκάθαρα προς τον Ενάγοντα το θέμα ζημιάς στο οποίο υπόκειτο η Εναγόμενη και ότι ήταν αδύνατη η επιστροφή της Προκαταβολής αμέσως. Ο Ενάγων, έτσι, αναγνώρισε και αποδέχτηκε την τμηματική επιστροφή της Προκαταβολής «όταν αυτό ήταν εφικτό και/ή όταν επέρχετο η πώληση της επίδικης κατοικίας σε τρίτο πρόσωπο.» Είναι, συνέχισε, και ο λόγος «που αποδεχτήκαμε να επιστρέψουμε τα χρήματα, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, θα αναγκαζόμασταν να προχωρήσουμε με αγωγή εναντίον του, λόγω αδυναμίας του να υλοποιήσει τη συμφωνία αγοράς του ακινήτου, που θα οδηγούσε σε παρατεταμένη διαδικασία.»[4] Συνέχισε ότι, εν’ όψει ζητημάτων ρευστότητας που αντιμετώπιζε η Εναγόμενη κατά τον ουσιώδη χρόνο, εισηγήθηκε στον Ενάγοντα στις 19.7.2023 την άμεση επιστροφή του ποσού των €20.000 έναντι του ποσού της Προκαταβολής. Στο πιο πάνω πλαίσιο, παραχώρησε επεξηγήσεις σε αυτόν ως προς την κατάσταση ρευστότητας και τις δραστηριότητες της Εναγόμενης και τον κάλεσε να επιβεβαιώσει κατά πόσο αποδέχεται τις €20.000 ως μερική πληρωμή, ώστε η Εναγόμενη εταιρεία να ετοιμάσει τα σχετικά έγγραφα. Μάλιστα, τόνισε, ότι με βάση το Τεκμήριο 14 και προτού ο Ενάγων επισκεφθεί τα γραφεία της Εναγόμενης, του απεστάλη αντίγραφο του Τεκμηρίου 10 με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Σημείωσε ότι ο Ενάγων μετέβη στα γραφεία της Εναγόμενης για τον πιο πάνω σκοπό, στις 20.7.2023 το μεσημέρι. Ως Τεκμήριο 19 κατέθεσε αποτελέσματα έρευνας του Κτηματολογίου αναφορικά με το Ακίνητο, ημερομηνίας 17.12.2024.

 

18.        Αντεξεταζόμενος επί της αναφοράς του στην παρ. 23 της ΕΔ Χριστοφή ότι η Εναγόμενη διαθέτει «καταθέσεις και πληρωμές» ύψους €1.200.000, κατέθεσε ότι η Εναγόμενη λάμβανε δάνεια, είτε από συγγενικές εταιρείες, είτε από τον ίδιο προσωπικά και ότι η αναφορά αυτή καταγράφηκε με σκοπό να καταδειχθεί ότι η Εναγόμενη δεν είναι αφερέγγυα στα πλαίσια έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων. Ακολούθως, επιχείρησε να ερμηνεύσει τις εκεί αναφορές του καθώς και το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10. Ερωτηθείς επί τούτου, αναφέρθηκε και στην Τραπεζική Κατάσταση Λογαριασμού αποδεχόμενος ότι στις 5.9.2023 κατατέθηκαν στον λογαριασμό της Εναγόμενης €66.000 από δύο εταιρείες δικών του συμφερόντων, με σκοπό η Εναγόμενη να προβεί σε κάποιες πληρωμές άλλων οφειλών της. Ως κατέθεσε, αυτές οι δύο εταιρείες ήταν οι Lambros Christofi Holdings Ltd και η Riviera Plaza και ότι από εκεί έγιναν οι πληρωμές. Από αυτά πληρώθηκε ο εργολάβος «Κουρούσιης» στην Πάφο, για το ποσό των €50.000. Αναφορικά με την αναφορά του σε €1.200.000 στην παρ. 23 της ΕΔ Χριστοφή κατέθεσε ότι, «σας λέω βάλαμε 1.2 για να κάνουμε συγκεκριμένες πληρωμές» και ότι «προτεραιότητα» δεν είναι ο Ενάγων «που αθέτησε τη σύμβαση του, προτεραιότητα είναι ο εργολάβος που έχει ανθρώπους να πληρώσει μεροκάματα, προτεραιότητα είναι ο αρχιτέκτονας που πρέπει να τον πληρώσω.»[5] Ακολούθως, κατέθεσε ότι παρά την ημερομηνία που αναγραφόταν επί της Συμφωνίας Τερματισμού ως η ημερ. 31.7.2023, προφορικά είχε συμφωνηθεί ότι η ημερομηνία αυτή ήταν ενδεικτική. 

 

iii.        Σύνοψη μαρτυρίας Χρυσοβαλάντως Χρίστου (ΜΥ2)

 

19.        Η ΜΥ2 κατέθεσε ότι στις 20.7.2023 και κατόπιν οδηγιών του ΜΥ1, προέβη στην ετοιμασία του Τεκμηρίου 10 και την αποστολή αυτής προς τον Ενάγοντα μέσω του ηλ. μηνύματος, Τεκμήριο 14. Κατόπιν, είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ενάγοντα τον οποίο και ενημέρωσε ότι του απεστάλη το Τεκμήριο 10 έτσι ώστε να το μελετήσει και εάν συμφωνεί επί του περιεχομένου του, να διευθετηθεί ώρα συνάντησης στα γραφεία της Εναγόμενης. Ο Ενάγων της ανέφερε ότι ήταν σύμφωνος με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10 και διευθετήθηκε συνάντηση το μεσημέρι και προς τούτο του απέστειλε και τη σχετική τοποθεσία των γραφείων της Εναγόμενης. Ως Τεκμήριο 20 παρουσίασε την προαναφερόμενη επικοινωνία. Ακολούθησε η επίσκεψη του Ενάγοντα στα γραφεία της Εναγόμενης, το μεσημέρι της ίδιας ημερομηνίας. Δια ζώσης αναγνώρισε το Τεκμήριο προς Αναγνώριση Α, το οποίο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 21, επισημαίνοντας ότι επρόκειτο για το συνημμένο αντίγραφο επί του ηλ. της μηνύματος προς τον Ενάγοντα ημερ. 20.7.2023, Τεκμήριο 14. Αντεξεταζόμενη κατέθεσε ότι ο Ενάγων δεν την είχε ενημερώσει ότι έλαβε το Τεκμήριο 21 και ότι η ίδια θεώρησε ότι το είχε λάβει και το αποδεχθεί εφ’ όσον ο Ενάγων δεν της είχε αναφέρει ότι δεν το αποδέχεται.

 

 

(ε)  ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

20.        Αναφέρω κατ’ αρχάς ότι αμφότεροι οι ΜΕ1 και ΜΥ1 παρέθεσαν τις θέσεις τους ως προς την ερμηνεία και ισχύ του Τεκμηρίου 10. Τέτοιες αναφορές εντοπίζονται, για παράδειγμα, στην παρ. 24 της δήλωσης του ΜΕ1 αλλά και κατά την αντεξέτασή του, στις παρ. 17 μέχρι 20 της δήλωσης του ΜΥ1 και στα πρακτικά της αντεξέτασης του ΜΥ1 ημερ. 14.4.25 στη σελ. 27. Οι αναφορές αυτές δεν δύνανται να ληφθούν και δεν λαμβάνονται υπόψιν, εφ’ όσον το ζήτημα αποτελεί αποκλειστικό έργο του Δικαστηρίου.[6]

 

21.        Αναφέρω ακόμη εδώ ότι οι εκατέρωθεν θέσεις των μαρτύρων, ως προς το κατά πόσο αντίγραφο του Τεκμηρίου 10 είχε αποσταλεί από την Εναγόμενη προς τον Ενάγοντα δια μέσου του Τεκμηρίου 14 από προηγουμένως, δεν σχετίζονται με τα επίδικα θέματα. Ουδόλως αποτέλεσε τη θέση του Ενάγοντα, είτε στα πλαίσια της Έκθεσης Απαίτησής του είτε κατά τη μαρτυρία του, ότι παραπλανήθηκε είτε ως προς τη φύση είτε ως προς το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10, ούτε και αξίωσε την ακύρωση του εγγράφου αυτού στη βάση οιωνδήποτε παραγόντων του Μέρους ΙΙΙ του Κεφ. 149. Ως μη σχετικές με τα επίδικα θέματα, δεν δύνανται να ληφθούν και δεν λαμβάνονται υπόψιν.

 

i.        Αξιολόγηση μαρτυρίας ΜΕ1

 

22.        Ο Ενάγων κατέθεσε με ειλικρίνεια και σταθερότητα με τις θέσεις του να ερείδονται επί της ενώπιον μου έγγραφης μαρτυρίας. Αποδέχομαι τη μαρτυρία του στην πλήρη της έκταση εκτός στον βαθμό και για τους λόγους που καταγράφονται αμέσως πιο κάτω.

 

23.        Οι θέσεις του ως προς το ιστορικό των προσπαθειών του για δανειοδότησή του με σκοπό την αγορά του Ακινήτου και τους λόγους που οι προσπάθειες αυτές δεν καρποφόρησαν,[7] δεν παρουσιάζουν οποιαδήποτε σχετικότητα με τα επίδικα θέματα προς επίλυση και συνεπώς επίσης δεν λαμβάνονται υπόψιν. Όπως ούτε και οι λόγοι που οδήγησαν τα μέρη στην σύναψη της Συμφωνίας Τερματισμού[8] και συνομιλίες που προηγήθηκαν για τη σύναψη αυτής.[9] Τονίζω εδώ η Εναγόμενη σε κανένα στάδιο αμφισβήτησε την εγκυρότητα ή τη δεσμευτικότητα της Συμφωνίας Τερματισμού κατά το χρόνο που αυτή υπεγράφη. Εξίσου μη σχετικές είναι και οι αναφορές του στη γραπτή του δήλωση ως προς τον τρόπο καταβολής της Προκαταβολής από τον ίδιο προς την Εναγόμενη,[10] εφ’ όσον και πάλιν το ζήτημα δεν είναι επίδικο.

 

24.        Η θέση του ότι δύο εβδομάδες πριν από την καθορισθείσα προθεσμία για επιστροφή της Προκαταβολής, δυνάμει της Συμφωνίας Τερματισμού, ο ίδιος επιχειρούσε να επικοινωνήσει με τον ΜΥ1 χωρίς επαρκή ανταπόκριση, ερείδεται επί του Τεκμηρίου 9, το οποίο, ως ήταν κοινώς αποδεκτό, αποτελούσε επικοινωνία μέσω μηνυμάτων μεταξύ του Ενάγοντα και ΜΥ1. Συνεπώς, αποδέχομαι τη θέση του αυτή.

 

25.        Αναφορικά με την μεταφορά χρημάτων από την Εναγόμενη σε συνδεδεμένες με αυτήν εταιρεία κατέθεσε ότι:

 

«Μπορώ να δω ότι η αξία ταμειακών ρευστών και ότι η εταιρεία η Εναγόμενη έχει επιχειρηματική δραστηριότητα. Επιπλέον, αυτό που έχει ανακαλύψει ήταν ότι την 8/9/23, η Eναγόμενη μετάφερε 2000 ευρώ σε μια εταιρεία με το όνομα L. Christophi Holdings η οποία ανήκει στον Λάμπρο Χριστοφή. Επιπλέον την 1/11/23, η εταιρεία μετάφερε 26.000 ευρώ σε εταιρεία με το όνομα Davelio Ltd. Αυτή η εταιρεία βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Λάμπρου Χριστοφή. Την ίδια μέρα την 1/11/23, η Εναγόμενη μετάφερε 1500 ευρώ προσωπικά στον Λάμπρο Χριστοφή. Στις 7/11/23 έγινε ακόμα μια μεταφορά στην Davelio Ltd. Για το συνολικό ποσό ύψους 50000 ευρώ. Στις 13/11/23 έγινε άλλη μια μεταφορά στην Davelio Ltd, ύψους 2000 ευρώ. Την ίδια μέρα έγινε ακόμα μια μεταφορά προσωπικά στον Λάμπρο για ποσό ύψους 8000 ευρώ. Στις 13/11/23 έγιναν δύο μεταφορές στην εταιρεία Davelio Ltd, συνολικού ποσού 25000 ευρώ.»

 

26.        Πράγματι, το σύνολο των πιο πάνω θέσεων του βρίσκει έρεισμα στο περιεχόμενο της Τραπεζικής Κατάστασης Λογαριασμού και τις αποδέχομαι. Η δε θέση του Ενάγοντα ότι η εταιρεία Davelio Ltd ήταν πρόσωπο συνδεμένο της Εναγόμενης, δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης, ερείδεται επί του Τεκμηρίου 12 και τις ίδιες τις επεξηγήσεις του Ενάγοντα αναφορικά με το Τεκμήριο 12, οι οποίες, εξίσου δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβήτησης.[11] Αποδέχομαι και τη θέση του ότι τον Φεβρουάριο του έτους 2023 η Εναγόμενη μετέφερε ποσό των €124,000 στην ως άνω εταιρεία, θέση που επίσης βρίσκει έρεισμα στην Τραπεζική Κατάσταση Λογαριασμού και δεν αμφισβητήθηκε.

 

27.        Συνέχισε ο Ενάγοντας ότι, κατά τον Σεπτέμβριο του έτους 2023, η Eναγόμενη μετάφερε €114.500,00 σε εταιρείες οι οποίες συσχετίζονται με τον ΜΥ1. Με δεδομένη και τη θέση του ότι αποκλειστική πηγή γνώσης των προαναφερθέντων, είναι η ίδια η Τραπεζική Κατάσταση Λογαριασμού, δεν δύναμαι να αποδεχθώ την πιο πάνω θέση καθώς ανατρέχοντας στο περιεχόμενο της δεν είναι σαφές από πού αντλείται το προαναφερθέν ποσό των €114.500,00 εν σχέσει με τον Σεπτέμβριο του 2023.

 

 

ii.        Αξιολόγηση μαρτυρίας ΜΥ1

 

28.        Ο ΜΥ1 δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Από το εδώλιο του μάρτυρα κατέθετε με δυσανάλογη νευρικότητα, εκνευρισμό και ένταση, χωρίς να επιδεικνύει πραγματική διάθεση να κατατοπίσει επαρκώς και με ειλικρίνεια το Δικαστήριο, ως προς τις λεπτομέρειες των θέσεων του. Οι θέσεις του έβριθαν γενικότητας, ασάφειας, έλλειψης τεκμηρίωσης, εξειδίκευσης και συνοχής, συνεχών μεταβολών, αντιφάσεων και μη σχετικών με τα επίδικα θέματα ισχυρισμών, οι οποίες δεν βρίσκουν έρεισμα στην ενώπιον μου έγγραφη μαρτυρία αλλά και στην κοινή λογική, για τους λόγους που καταγράφονται αμέσως πιο κάτω.

 

29.        Οι θέσεις του ως προς τον τρόπο απόκτησης του ακινήτου επί του οποίου ανεγειρόταν το Έργο καθώς και η διαδικασία εξασφάλισης πολεοδομικής άδειας για τον σκοπό αυτόν, δεν παρουσιάζουν οποιαδήποτε σχετικότητα με τα επίδικα θέματα.[12] Ως τέτοιες δεν δύνανται να ληφθούν και δεν λαμβάνονται υπόψιν.

 

30.        Οι αναφορές του ΜΥ1 ότι κατά τη σύναψη της Συμφωνίας Τερματισμού συμφωνήθηκε ότι θα γινόταν τμηματική αποπληρωμή της Προκαταβολής, αντιβαίνει το ίδιο της το περιεχόμενό της. Ειδικότερα, στον όρο 1.1 της Συμφωνίας Τερματισμού ορίζεται η υποχρέωση της Εναγόμενης να επιστρέψει στον Ενάγοντα το ποσό της Προκαταβολής μέχρι την 31.7.20203. Καμία αναφορά περί τμηματικής πληρωμής καταγράφεται. Συνεπώς, δεν την αποδέχομαι. Κατ’ ίδιο πλέγμα, η θέση που εξέφρασε σε άλλο σημείο της κατάθεσης του, δια ζώσης, ότι «του είχα τονίσει (αναφερόμενος στον Ενάγοντα) ότι θα εξαρτηθεί από τη ρευστότητα της εταιρείας» και ότι έτσι είχε συμφωνηθεί «προφορικά»,[13] και πάλιν δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, καθώς προσκρούει στον κανόνα αποκλεισμού εξωγενούς μαρτυρίας, ήτοι, μαρτυρίας η οποία εκδήλως αποσκοπεί στην τροποποίηση ή προσθήκη όρων που δεν περιλαμβάνονται στο γραπτό κείμενο που αποτελεί την συμφωνία, εν προκειμένω, τη Συμφωνία Τερματισμού (βλ. Πίγκος Εστέιτς Λτδ ν. Καλογήρου κ.ά. Πολ. Έφ. 304/2009, 28.9.2015, Θεόδωρος Θεοδώρου ν. Φωτεινής Βατίστα Πολ. Έφ. 373/2011, 24.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:A111 και Marketrends Finance Ltd v. Ανδρέα Περδίκου κ.ά. (2006) 1 ΑΑΔ 1042.)

 

31.        Η αντεξέταση του ΜΥ1 επικεντρώθηκε στην αναφορά του ότι κατά τον χρόνο καταχώρησης της Απαίτησης, η Ενάγουσα δεν διέθετε ρευστότητα ή δυνατότητα προς καταβολή μέρους ή ολόκληρου του ποσού της οφειλής της. Σε αντίθετη με την πιο πάνω θέση του, στην παρ. 23 της ΕΔ Χριστοφή αναφέρει ότι (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Απορρίπτω τα όσα αναφέρει ο Αιτητής στην παρ. 17 της Ε.Δ. του, και συγκεκριμένα ότι με βάση το email 19/7/2023 η Καθ’ ης η Αίτηση εταιρεία δεν έχει ταμειακή ροή ή κανένα απολύτως εισόδημα, καθότι αυτό δεν είναι αλήθεια και σε καμιά περίπτωση δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 19/7/2023. Παρουσιάζω ως Τεκμήριο 15 κατάσταση τραπεζικών λογαριασμών της εταιρείας που αποδεικνύει ότι η εταιρεία είχε και καταθέσεις και πληρωμές συνολικού ύψους €1,2 εκ, στοιχεία που ανατρέπουν τις αναφορές και/ή ερμηνείες του Αιτητή, επί του θέματος της ρευστότητας της Καθ’ ης η Αίτηση.»

 

32.        Αφού επιβεβαίωσε ότι πρόκειται για τη δική του ένορκη δήλωση, ο ΜΥ1 επιβεβαίωσε δια ζώσης ότι η Εναγόμενη είχε και καταθέσεις και πληρωμές.[14] Παρά τούτο, αρνήθηκε ότι υπήρχε «ταμειακή ροή» στην Εναγόμενη. Στα πλαίσια αυτά ισχυρίστηκε ότι η Εναγόμενη λάμβανε δάνεια από «συγγενικές εταιρείες» ή από τον ίδιο προσωπικά «και όποτε μπορούσε τα έπαιρνε πίσω». Δηλαδή, συνέχισε, «μπορούσε να πληρώσει έναν εργολάβο, μπορεί να της έδινα 30 χιλιάδες ευρώ και μετά τα πιάναμε πίσω, αλλά δεν είχε ούτε ένα περιθώριο η εταιρεία, την εν λόγω περίοδο για να επιστρέψει στον κύριο Simon» την Προκαταβολή. Πρόσθεσε ότι, «όταν έκτισα το σπίτι κατά 80% και μου πλήρωσε το 5%, δεν είναι προτεραιότητα μου να του δώσω τα λεφτά του πίσω και αυτό τον έβαλα να υπογράψει στις 19.07 με τις 20 χιλιάδες ευρώ, ότι πρέπει να κάνεις υπομονή είτε να έχουμε ελεύθερα λεφτά να σου δώσουμε, πλεόνασμα δηλαδή, είτε να πωλήσουμε το σπίτι του.»[15] Αντίστοιχες θέσεις επανέλαβε και σε άλλα σημεία της αντεξέτασης του.

 

33.        Με όλο το σέβας, οι ως άνω θέσεις του δεν παρουσιάζουν ειρμό ως ζήτημα κοινής λογικής. Από την Τραπεζική Κατάσταση Λογαριασμού προκύπτει ότι υπήρχαν κατά καιρούς διάφορες πιστώσεις και διάφορες πληρωμές. Το άθροισμα των πιστώσεων είναι πέραν του αξιούμενου ποσού. Τις πιστώσεις αυτές τις επικαλέστηκε ο ίδιος ο ΜΥ1 στα πλαίσια της ΕΔ Χριστοφή με σκοπό την ακύρωση του προσωρινού διατάγματος που εκδόθηκε εναντίον της Εναγόμενης. Πουθενά δεν αναφέρθηκε στα πλαίσια της ΕΔ Χριστοφή σε συνεχείς υποχρεώσεις της Εναγόμενης προς τρίτα πρόσωπα, η έκταση των οποίων ήταν τέτοια που η ίδια δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι είχε «ρευστότητα» ή «ταμειακή ροή».

 

34.        Είναι σαφές ότι η όλη εικόνα που επιχείρησε να αναδείξει αναφορικά με την Εναγόμενη στα πλαίσια της παρ. 23 της ΕΔ Χριστοφή, ήταν άκρως αντίθετη με αυτήν που επιχείρησε να αναδείξει κατά την ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης. Στην παρ. 23 της ΕΔ Χριστοφή έσπευσε να τονίσει τον όγκο των συναλλαγών που παρουσιάζονται επί της Τραπεζικής Κατάστασης Λογαριασμού, τονίζοντας ακόμη ότι είναι συνολικού ύψους €1.200.000,00. Αυτά τα επικαλέστηκε, όχι μόνο για να καταδείξει ότι η Εναγόμενη δεν είναι αφερέγγυα, όπως ανέφερε κατά την αντεξέταση του αλλά, ως ο ίδιος αναφέρει στην παρ. 23 της ΕΔ Χριστοφή ως «στοιχεία που ανατρέπουν τις αναφορές και/ή ερμηνείες του Αιτητή, επί του θέματος ρευστότητας της Καθ’ ης η Αίτηση».

 

35.        Ούτε και η διάσταση αυτή επιχειρήθηκε να επεξηγηθεί στη βάση του ότι η έννοια «ρευστότητα» ήταν διαφορετική από την «ταμειακή ροή», φράση που ο ίδιος φαίνεται να χρησιμοποιούσε εναλλάξιμα, ώστε να περιγράψει την οικονομική δυνατότητα της Εναγόμενης, στη βάση των υποκειμενικών του αντιλήψεων.

 

36.        Δεν νοείται ούτε ως ζήτημα λογικής, να λογίζεται η Εναγόμενη ως πρόσωπο που δεν έχει ρευστότητα ή ταμειακή ροή ή οικονομική δυνατότητα έναντι του Ενάγοντα και σε σχέση με την υποχρέωση της να του επιστρέψει το σύνολο της Προκαταβολής, αλλά να έχει έναντι οποιουδήποτε άλλου προσώπου και για οποιονδήποτε άλλο σκοπό. Πρόκειται στην πραγματικότητα για υποκειμενική ερμηνεία των πραγμάτων του ΜΥ1 η οποία, προσθέτω ακόμη, ουδόλως στηρίζεται επί αντικειμενικών δεδομένων και στοιχείων αλλά μεταβάλλεται αναλόγως των συμφερόντων της Εναγόμενης.

 

37.        Οι επανειλημμένες του προσπάθειες να ερμηνεύει στενά τις εκεί αναφορές του, κατά τρόπο που να επεξηγεί την πιο πάνω αντιφατικότητα, δεν κρίνονται πειστικές. Περιπλέον, καταδεικνύουν τη ανειλικρινή του διάθεση ενώπιον του Δικαστηρίου και την επιλεκτικότητα της προσέγγισης του ΜΥ1 επί του σημείου, ως στοιχείου που κλονίζει την ευρύτερη αξιοπιστία του ως μάρτυρα ενώπιον Δικαστηρίου.

 

38.        Δόθηκε στον ΜΥ1 επανειλημμένα η ευχέρεια κατά την αντεξέταση του να τοποθετηθεί επί των δεδομένων που στηρίζει την όποια του πεποίθηση περί απουσίας ρευστότητας της Εναγόμενης, όμως ο ΜΥ1 απέτυχε να το πράξει. Αναφέρθηκε στα πλαίσια αυτά σε διάφορες υποχρεώσεις της Εναγόμενης προς εργολάβους και άλλους επαγγελματίες προς εκπλήρωση των έργων που ανέλαβε η Εναγόμενη να διεκπεραιώσει. Όμως, το σύνολο των αναφορών του αυτών τέθηκαν με τέτοια γενικότητα χωρίς επαρκή εξειδίκευση και τεκμηρίωση, που δεν δύναμαι να τις αποδεχθώ. Υπό το φως του γεγονότος ότι ο ίδιος έθεσε ζήτημα προώρου της Απαίτησης, όφειλε να παράσχει σαφείς επεξηγήσεις, εξ αρχής. Ουδόλως παρουσίασε οποιεσδήποτε τέτοιες συμφωνίες με τα τρίτα αυτά πρόσωπα ούτε και συγκεκριμενοποίησε το οτιδήποτε σχετικό ανέφερε. Πρόσθετα, η θέση του ότι οι πιστώσεις αφορούσαν αποκλειστικά δάνεια συγγενικών εταιρειών της Εναγόμενης, δεν επεξηγεί τις πιστώσεις που παρουσιάζονται στις 31.10.2023, 6.11.2023 και 10.11.2023 οι οποίες φαίνεται να μην αφορούν πιστώσεις από οποιαδήποτε εταιρεία και αθροίζονται σε πολύ μεγαλύτερο ποσό από το αξιούμενο. Ερωτηθείς δε επί των συγκεκριμένων πιστώσεων και σε εισήγηση της συνηγόρου του Ενάγοντα ότι ακόμη και μετά την καταχώρηση της Απαίτησης φαίνεται να υπήρχε ρευστότητα ικανή να καλύψει το αξιούμενο ποσό, απέφυγε να τοποθετηθεί αναφέροντας «(α)υτό το λέτε επειδή είστε ειδικοί στα χρηματοικονομικά;»[16] και, ακολούθως, επανέλαβε τη θέση του ότι η αποπληρωμή του Ενάγοντα δεν ήταν η προτεραιότητα της Εναγόμενης.

 

39.        Το απαύγασμα των πιο πάνω θέσεων του και η όλη εικόνα που αναδύεται από αυτές, είναι ότι η Εναγόμενη αποφάσισε με τα δεδομένα που είχε ενώπιον της ότι δεν θα παραχωρούσε προτεραιότητα στην αποπληρωμή της Προκαταβολής προς τον Ενάγοντα. Τα δεδομένα αυτά όμως δεν έχουν τεκμηριωθεί με όρους αντικειμενικής και πραγματικής έλλειψης ρευστότητας της Εναγόμενης, με τον ΜΥ1 να περιορίζεται στο να αναφέρει ότι «δεν υπήρχε πλεόνασμα» να παραχωρήσει στον ίδιο τον Ενάγοντα,[17] σε πλήρη αντίθεση με προηγούμενες σχετικές του δηλώσεις στα πλαίσια της ΕΔ Χριστοφή.

 

40.        Υπό το φως όλων των πιο πάνω, δεν αποδέχομαι την μαρτυρία του ΜΥ1 εκτός στην έκταση που τα όσα ανέφερε αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ των διαδίκων (βλ. παρ. 3 πιο πάνω).  

 

 

iii.        Αξιολόγηση μαρτυρίας ΜΥ2

 

41.        Η μαρτυρία της ΜΥ2 περιστράφηκε ουσιαστικά στο κατά πόσο ο Ενάγων είχε την ευχέρεια να μελετήσει το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10 πριν από την υπογραφή του. Σχετικά είναι τα όσα έχουν καταγραφεί στην παρ. 21 πιο πάνω. Κατά τα λοιπά, η μαρτυρία της αποτέλεσε μέρος των παραδεκτών γεγονότων (βλ. παρ. 3 πιο πάνω).

 

(στ)   ΕΥΡΗΜΑΤΑ

42.        Πέραν των ευρημάτων που καταγράφονται στην παρ. 3 πιο πάνω, βρίσκω ακόμη ότι δύο εβδομάδες πριν από την καθορισθείσα προθεσμία για επιστροφή της Προκαταβολής, δυνάμει της Συμφωνίας Τερματισμού, ο Ενάγων επιχειρούσε να επικοινωνήσει με τον ΜΥ1, για τον σκοπό αυτόν, χωρίς επαρκή ανταπόκριση. Βρίσκω ακόμη ότι κατά καιρούς η Εναγόμενη μετέφερε ποσά από την Τραπεζική Κατάσταση Λογαριασμού της προς συνδεδεμένες σε αυτήν εταιρείες, τα οποία στο σύνολο τους υπερτερούσαν το σύνολο του αξιούμενου ποσού.

 

(ζ)  ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

i.             Εγκυρότητα του Τεκμηρίου 10 ως Σύμβασης

 

43.        Στρέφομαι στις θέσεις των μερών ως προς την εγκυρότητα του Τεκμηρίου 10, ως συμφωνίας, εν τη εννοία του Κεφ. 149 (βλ. παρ. 6 πιο πάνω).

 

Πρόθεση δημιουργίας έννομης σχέσης  

44.        Όπως αναφέρθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Λοϊζου κ.ά. ν. Τοφαρή κ.ά. Πολ. Έφ. 269/2015, 12.12.2023, με παραπομπή στις Στέλιος Στυλιανίδης v. British American Insurance Co Ltd (2003) 1 ΑΑΔ 1772 και C. Malathouras & Sons Ltd v. Λαϊκής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1233, για την εγκυρότητα μιας σύμβασης αναγκαία είναι και η δικαιοπρακτική βούληση προς δημιουργία έννομης σχέσης (intention to create legal relations). Αναφέρεται στο Σύγγραμμα Chitty on Contracts, Volume I, General Principles, 32η Έκδοση (2015) («το Σύγγραμμα Chitty»), στην παρ. 2-168, ότι το βάρος απόδειξης δια το ότι δεν υπάρχει δικαιοπρακτική βούληση βρίσκεται στον διάδικο που προβάλλει τον ισχυρισμό αυτόν και είναι ιδιαίτερα υψηλό (“and the onus is a heavy one”). Αναφέρεται επίσης ότι για σκοπούς αξιολόγησης μιας τέτοιας θέσης, το Δικαστήριο θα εξετάσει τη σημασία του εγγράφου για τα μέρη, το περιεχόμενό του και το κατά πόσο οποιοδήποτε από τα μέρη που το υπέγραψαν, ενήργησε στη βάση του περιεχομένου του, με το κριτήριο να είναι αντικειμενικό.[18]

 

45.        Ανατρέχοντας στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10, συνάγεται ότι πρόκειται για δήλωση του Ενάγοντα, η οποία υπογράφεται όμως και από τα δύο μέρη. Το έγγραφο τιτλοφορείται «Απόδειξη» και εκεί καταγράφονται τα στοιχεία του Ενάγοντα (όνομα και αριθμός διαβατηρίου). Ο τίτλος «Απόδειξη» δεν δεσμεύει την κρίση του Δικαστηρίου ως προς την φύση του εγγράφου, έχει όμως βαρύνουσα σημασία.[19]  Στο ίδιο το έγγραφο γίνεται παραπομπή στη Συμφωνία Τερματισμού, στο γεγονός της καταβολής του ποσού των €20.000 την ίδια ημερομηνία της υπογραφής του Τεκμηρίου 10, καθώς και στο γεγονός ότι το ποσό αυτό αφορά την εκεί συμφωνηθείσα επιστροφή της Προκαταβολής. Γίνεται επίσης αναφορά στο ότι, λαμβάνοντας το πιο πάνω ποσό, ο Ενάγων «αντιλαμβάνεται» (“by receiving this €20.000 initial payment I understand”) ότι η Εταιρεία θα αποπληρώσει την Προκαταβολή σε μεταγενέστερο στάδιο, σύμφωνα με τον μηχανισμό που εκεί καταγράφεται, ο οποίος σαφώς και παραπέμπει σε διαφορετικό μηχανισμό από αυτόν που προνοείται δυνάμει της Συμφωνίας Τερματισμού.

 

46.        Η υπογραφή του Τεκμηρίου 10 ακολούθησε τις προσπάθειες του Ενάγοντα να επικοινωνήσει με την Εναγόμενη, μέσω του ΜΥ1. Η ίδια η Εναγόμενη, με βάση τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα, κατέστησε σαφές ότι αντιμετώπιζε οικονομική αδυναμία να καταβάλει το σύνολο της Προκαταβολής μέχρι την αρχικώς συμφωνηθείσα προθεσμία και έθεσε ως όρο την υπογραφή του Τεκμηρίου 10, ώστε να παραχωρήσει μετά δυσκολίας, ως παρουσίασε, το προαναφερόμενο ποσό. Είναι στα πλαίσια αυτά που ο Ενάγων, πέραν του να λάβει το πιο πάνω ποσό έναντι της Προκαταβολής, επιπρόσθετα, υπέγραψε και το Τεκμήριο 10. Επειδή ο Ενάγων υπέγραψε το Τεκμήριο 10, η Εναγόμενη ενήργησε στη βάση του περιεχομένου του και του παραχώρησε το ποσό των €20,000.

 

47.        Το σύνολο των πιο πάνω καταδεικνύει ότι ουδόλως απέδειξε ο Ενάγων, στο ψηλό μάλιστα επίπεδο που αναμένεται, ότι οι διάδικοι δεν είχαν πρόθεση να δεσμευτούν νομικά από το Τεκμήριο 10. Υπό το φως των πιο πάνω, ο τίτλος «Απόδειξη» δεν δύναται να θεωρηθεί ότι περιορίζει τη φύση του εγγράφου, ως μόνο τέτοια απόδειξη παραλαβής του πιο πάνω ποσού.

 

48.        Επιχειρηματολόγησαν οι συνήγοροι του Ενάγοντα ότι το Τεκμήριο 10 είναι τόσο ασαφές ώστε να καταδεικνύεται ότι δεν υπήρχε πρόθεση δημιουργίας έννομης σχέσης δια της υπογραφής του. Η ασάφεια ενός εγγράφου πράγματι δύναται να αποτελέσει παράγοντα σχετικό στα πλαίσια διαπίστωσης ύπαρξης δημιουργίας έννομων σχέσεων. Όμως, η ασάφεια που παρατηρείται στο Τεκμήριο 10 και τυγχάνει σχολιασμού σε χωριστή ενότητα πιο κάτω, δεν είναι τέτοια που να αναιρεί την ίδια την πρόθεση,[20] υπό το φως των όσων έχουν καταγραφεί πιο πάνω. Ως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Chitty, στην παρ. 2-194, “an agreement may satisfy the requirement of contractual intention, yet be too vague to enforce.” Συνεπώς, εν προκειμένω, τα δύο σημεία εγκυρότητας, θα τύχουν χωριστής αξιολόγησης.

 

49.        Υπό το φως των πιο πάνω, η εισήγηση του Ενάγοντα ότι δεν καταδεικνύεται πρόθεση δημιουργίας έννομης σχέσης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

 

Αντιπαροχή

50.        Αποτέλεσε τη θέση της κας Κίτσιου ότι η καταβολή του ποσού των €20.000 δεν συνιστά αντιπαροχή καθώς η υποχρέωση πληρωμής του συνόλου της Προκαταβολής υφίστατο και πήγαζε από τη Συμφωνία Τερματισμού. Προς επίρρωση της θέσης της επικαλείται την αγγλική αυθεντία Foakes v. Beer (1884) 9 App Cas. 605 όπου η Βουλή των Λόρδων της Αγγλίας επιβεβαίωσε ότι πληρωμή μέρους υφιστάμενης οφειλής δεν μπορεί να αποτελεί αντιπαροχή. Επικαλείται πρόσθετα την Καραολή κ.ά. ν. Γιώργου Λαούρη κ.ά. (2008) 1 ΑΑΔ 225 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι τροποποίηση μίας συμφωνίας θα πρέπει να τηρεί όλες τις προϋποθέσεις για σύναψη μιας σύμβασης όπως κοινοποίηση πρότασης, αποδοχή και αντιπαροχή. Από την αντίπερα όχθη, αποτέλεσε τη θέση του κ. Δημοσθένους με παραπομπή στην Κακουλλής Μάριος κ.ά. ν. Μ.Μ.Τ. Wash & Co Car Ltd (2005) 1 ΑΑΔ 339, ότι προκύπτει επαρκές αντάλλαγμα στη βάση του Τεκμηρίου 10, εφ’ όσον ο Ενάγων εισέπραξε το ποσό των €20,000 δηλώνοντας σαφώς την πρόθεσή του για τροποποίηση της Συμφωνίας Τερματισμού.

 

51.        Σύμφωνα με το Άρθρο 63 του Κεφ. 149:

 

«Ο δανειστής δύναται να απαλλάξει ολικά ή μερικά τον οφειλέτη από την υποχρέωση του προς εκπλήρωση ή δύναται να παραιτηθεί ολικά ή μερικά από την αξίωση του προς εκπλήρωση ή να παρατείνει το χρόνο της εκπλήρωσης ή να δεχτεί αντί αυτής οποιαδήποτε ικανοποίηση την οποία θεωρεί προσήκουσα.»

 

 

52.        Στο Σύγγραμμα των Pollock & Mullah, “Indian Contract and Specific Relief Acts(1972) («το Σύγγραμμα Pollock & Mullah»), στη σελ. 455, όπου εξετάζεται το αντίστοιχο άρθρο 63 του Ινδικού Νόμου, αναφέρεται, σε αντιδιαστολή με την αγγλική νομολογία, ότι: an agreement simply extending the time for performance of a contract is exempted by this section from any requirement of consideration to support it. No consideration is necessary to support such an agreement, exactly as none is required for the total or partial remission of performance.”

 

53.        Στην Κύπρο υιοθετήθηκε η προσέγγιση της αγγλικής νομολογίας[21] δια της οποίας απαιτείται αντιπαροχή σε κάθε τροποποίηση μιας συμφωνίας. Ειδικότερα, στην Καραολή κ.ά. ν. Γιώργου Λαούρη κ.ά. (2008) 1 ΑΑΔ 225, ξεκαθαρίστηκε ότι η τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας θα πρέπει να τηρεί όλες τις προϋποθέσεις για σύναψη μιας σύμβασης όπως κοινοποίηση της πρότασης, αποδοχή και αντιπαροχή.

 

54.        Σύμφωνα με το άρθρο 25(1) του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, κάθε συμφωνία που συνάπτεται χωρίς αντιπαροχή είναι άκυρη, εκτός εάν η περίπτωση κριθεί ότι εμπίπτει εντός των εκεί εξαιρέσεων. Ανατρέχοντας στο περιεχόμενό τους, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής οιασδήποτε εξ αυτών.[22] Συνεπώς, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο προκύπτει αντιπαροχή για την υπόσχεση του Ενάγοντα, εν τη εννοία του Άρθρου 2(2)(δ) του Κεφ. 149, όπου αναφέρεται ότι:

 

«(Ό)ταν, με απαίτηση του οφειλέτη, ο δανειστής ή οποιοσδήποτε τρίτος προέβηκε ή προβαίνει ή υπόσχεται να προβεί σε πράξη ή αποχή, η πράξη αυτή ή αποχή καλείται αντιπαροχή για την υπόσχεση

 

55.        Η υπόσχεση που επιχειρεί η πλευρά της Εναγόμενης να αναδείξει ως εκτελεστή υπόσχεση προς υποστήριξη της θέσης της ότι η παρούσα αγωγή είναι πρόωρη, είναι η υπόσχεση, ουσιαστικά, του Ενάγοντα να αποδεχθεί επέκταση του χρόνου εκπλήρωσης της υποχρέωσης της Εναγόμενης να του καταβάλει το σύνολο της Προκαταβολής μέχρι την 31.7.2023, ως προνοείτο δυνάμει της Συμφωνίας Τερματισμού. Η αντιπαροχή που η ίδια επικαλείται, η οποία καθιστά συμβατικά έγκυρη και εκτελεστή την πιο πάνω υπόσχεση, είναι η καταβολή του ποσού των €20.000 από την Εναγόμενη προς την Ενάγουσα έναντι της Προκαταβολής. Συνεπώς, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η πράξη αυτή της Εναγόμενης αποτελεί νόμιμη αντιπαροχή για την προαναφερθείσα υπόσχεση του Ενάγοντα, εν τη εννοία του Άρθρου 2(2)(δ) του Κεφ. 149.

 

56.        Στο Σύγγραμμα του Π. Πολυβίου «το Δίκαιο των Συμβάσεων» Τόμος Α (2014) («το Σύγγραμμα Πολυβίου»), στη σελ. 171, αναφέρεται ότι, «η γενική θεωρητική προσέγγιση του κοινοδικαίου είναι ότι όταν ο Ενάγων έχει ήδη δεσμευτεί στο πλαίσιο κάποιας συμφωνίας, όταν δηλαδή έχει ήδη αναλάβει κάποια συμβατική υποχρέωση προς κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο έναντι νόμιμης αντιπαροχής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει νέα αντιπαροχή προς το πρόσωπο αυτό (στο άλλο συμβαλλόμενο πρόσωπο) απλώς με το να διεκπεραιώσει ή να υποσχεθεί ότι θα διεκπεραιώσει το ήδη υφιστάμενο συμβατικό του καθήκον.» Οι κλασσικές αυθεντίες που εγκαθιδρύουν την ως άνω προσέγγιση στο αγγλικό κοινοδίκαιο είναι οι Stilk v. Myrick [1809] 2 Camp 317 (“Myrick”) και Foakes v. Beer (1884) 9 App Cas 605 (“Foakes”).

 

57.        Στην Myrick, o ναύτης Stilk, συνήψε σύμβαση με τον καπετάνιο του πλοίου, Myrick, για συγκεκριμένο ταξίδι έναντι συγκεκριμένης αμοιβής. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, δύο από τα μέλη του πληρώματος εγκατέλειψαν το πλοίο και ο καπετάνιος υποσχέθηκε ότι θα διαμοίραζε τον μισθό τους στους υπόλοιπους ναύτες, εάν αυτοί αποδέχονταν να συνεχίσουν το ταξίδι με μειωμένο πλήρωμα και να επιστρέψουν το πλοίο στην Αγγλία. Όταν αποπερατώθηκε το ταξίδι, ο Myrick αρνήθηκε να καταβάλει την πρόσθετη αμοιβή που είχε υποσχεθεί. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Stilk δεν προσέφερε κανένα νέο αντάλλαγμα για την επιπλέον υπόσχεση πληρωμής, καθότι οι ναύτες ήταν ήδη συμβατικά υποχρεωμένοι να φέρουν το πλοίο πίσω στην Αγγλία, ακόμη και στην περίπτωση αποχώρησης, δηλαδή, μελών του πληρώματος. Συνεπώς, η υπόσχεση του καπετάνιου κρίθηκε ως μη δεσμευτική λόγω απουσίας νέου ανταλλάγματος. Στην Foakes, ο Foakes όφειλε στην Beer συγκεκριμένο ποσό δυνάμει δικαστικής απόφασης. Τα μέρη κατόπιν συμφώνησαν ότι η εναγόμενη δεν θα προχωρούσε στη λήψη μέτρων, εάν ο εναγόμενος κατέβαλλε το οφειλόμενο ποσό σε δόσεις, όπως και έπραξε. Η εναγόμενη όμως απαίτησε και την καταβολή των τόκων που προβλέπονταν βάσει του νόμου, αναφορικά με τις καθυστερημένες πληρωμές. Το Δικαστήριο, αποφάσισε ότι η καταβολή μέρος της οφειλής δεν συνιστούσε επαρκή αντιπαροχή για την παραίτηση του δανειστή από το υπόλοιπο χρέος και έτσι η εν λόγω συμφωνία κρίθηκε ως μη δεσμευτική.

 

58.        Στην μεταγενέστερη υπόθεση Williams v. Roffey Bros [1990] 1 ALL ER 512 υιοθετήθηκε μια πιο ευέλικτη προσέγγιση ως προς την ύπαρξη αντιπαροχής, με αναφορά στην ύπαρξη πρακτικού οφέλους (“practical benefit”) προς το πρόσωπο που παραχωρεί την υπόσχεση (τον «οφειλέτη» εν τη εννοία του Άρθρου 2(2)(γ) του Κεφ. 149), χωρίς όμως να ανατρέπεται η Foakes. Σε αυτήν την υπόθεση, ο Williams ανέλαβε εργασίες υπεργολαβίας εκ μέρους της Roffey Bros, έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής. Ο Williams αντιμετώπισε δυσκολίες στην έγκαιρη ολοκλήρωση του έργου. Η Roffey Bros, αντιμέτωπη με ποινικές ρήτρες και συνεπακόλουθες ζημιές εάν καθυστερούσε το έργο, υποσχέθηκε να καταβάλει στον Williams επιπλέον αμοιβή εάν το ολοκλήρωνε εγκαίρως. Παρότι ο Williams ολοκλήρωσε την εργασία, η Roffey Bros αρνήθηκε να καταβάλει την πρόσθετη αμοιβή. Το αγγλικό Εφετείο αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι έλαβαν επαρκή αντιπαροχή εν σχέσει με την υπόσχεση τους, η οποία αντιπαροχή απαρτιζόταν από πρακτικά πλεονεκτήματα (“practical benefits”) όπως ήταν, μεταξύ άλλων, η μη ενεργοποίηση των ποινικών ρητρών.

 

59.        Παρά το ότι, ως προανέφερα, η Williams δεν ανέτρεψε τον λόγο της Foakes ή της Myrick, η προσέγγιση της Williams χαρακτηρίστηκε ως πιο φιλελεύθερη[23] εφ’ όσον ρητώς αναγνωρίστηκε ότι ένα πρακτικό όφελος δύναται να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη νόμιμου ανταλλάγματος. Η διάσταση στην πιο πάνω προσέγγιση αποτέλεσε διαχρονικό σημείο δικαστικής αναγνώρισης και αξιολόγησης (βλ. In re Selectmove Ltd [1995] 1 WLR 474). Στην πιο πρόσφατη υπόθεση Rock Advertising Ltd v MWB Business Exchange Centres Ltd [2018] UKSC 24, εκφράστηκαν επιφυλάξεις αναφορικά με την εφαρμογή της Williams στη βάση της διάστασης που παρουσιάζεται από την προηγούμενη νομολογία.[24]  Όμως, παρά τις επιφυλάξεις που τέθηκαν στην Rock Advertising ως προς το κατά πόσο η ύπαρξη ενός πρακτικού ή εμπορικού οφέλους θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη νόμιμου ανταλλάγματος, το Δικαστήριο δεν απέρριψε την υιοθέτηση της πιο φιλελεύθερης προσέγγισης της Roffey Bros, η προσέγγιση της οποίας θεωρώ ότι θα πρέπει να υιοθετηθεί και στην υπό κρίση περίπτωση, για τους πιο κάτω λόγους. 

 

60.        Πρώτον, η αιτιολόγηση που ο Ενάγων παρείχε ως προς τους λόγους που επέλεξε να λάβει το ποσό των €20,000 έναντι της Προκαταβολής και να υπογράψει το Τεκμήριο 10, ήταν ο «μετριασμός της ζημιάς του.» Η αναφορά του αυτή αποτελεί απολύτως εύλογη προσέγγιση ως ζήτημα εξισορρόπησης των διαφόρων ρίσκων που αντιμετώπιζε κατά τη δεδομένη στιγμή. Όμως, ως τέτοια, είναι ικανή να καταδείξει ότι ο ίδιος αξιολόγησε τα δεδομένα που η Εναγόμενη του παρουσίαζε και δη την οικονομική της αδυναμία να του παραχωρήσει το σύνολο της Προκαταβολής μέχρι την αρχικώς συμφωνηθείσα ημερομηνία. Έτσι, ο ίδιος επέλεξε αυτήν την οδό και έλαβε το εν λόγω ποσό, πριν ακόμη την παρέλευση της προθεσμίας που είχε τεθεί δυνάμει της Συμφωνίας Τερματισμού.[25] Επρόκειτο για επαγγελματία οικονομικό σύμβουλο, στοιχείο που καθιστά σαφές ότι ήταν σε θέση να αξιολογήσει τα οικονομικά του συμφέροντα. Και πράγματι τα αξιολόγησε.

 

61.        Δεύτερον, σε κανένα στάδιο αποτέλεσε τη θέση του Ενάγοντα είτε ότι εξαναγκάστηκε, είτε ότι πιέστηκε είτε ότι ξεγελάστηκε από την Εναγόμενη για να υπογράψει το Τεκμήριο 10, ως προϋπόθεση για να λάβει αμέσως το ποσό των €20.000 έναντι της Προκαταβολής. Υπενθυμίζω ότι η Εναγόμενη του είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν θα του παραχωρούσε το ποσό των €20.000 εάν δεν υπέγραφε το Τεκμήριο 10. Του παραχωρούσε την επιλογή. Ουδόλως αποτέλεσε μέρος της Έκθεσης Απαίτησης του ότι ο ίδιος ήταν δέκτης οποιασδήποτε πίεσης είτε στη βάση ενεργειών της Εναγόμενης είτε στη βάση των δικών του συνθηκών οι οποίες έτυχαν εκμετάλλευσης από την Εναγόμενη. Ως νομικός σαφώς και αντιλαμβανόταν τις συνέπειες της  υπογραφής του.

 

62.        Τρίτον, σε αντίθεση με την Foakes εδώ δεν υπήρξε παραίτηση δικαιώματος από το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό, αλλά ένα εγχείρημα εγκαθίδρυσης ενός μηχανισμού για την μετέπειτα καταβολή του. Στο Σύγγραμμα Πολυβίου στη σελ. 182 αναφέρονται τα εξής (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Η αρχή όμως της Foakes v. Beer εφαρμόζεται μόνον εκεί που ο πιστωτής ή δανειστής αποδέχεται μικρότερο ποσό σε πλήρη εξόφληση, χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίησης στον τρόπο πληρωμής. Εάν υπάρξει συμφωνία για διαφοροποιημένη διεκπεραίωση της αρχικής υπόσχεσης καταβολής κάποιου ποσού, τότε είναι ενδεχόμενο να θεωρηθεί είτε ότι έχει προκύπτει νέα συμφωνία είτε ότι υπάρχει έγκυρη διαφοροποίηση της υφιστάμενος συμφωνίας, νοουμένου πάντα ότι δεν υπήρξε εξαναγκασμός ή αθέμιτος επηρεασμός του ενός συμβαλλόμενου από τον άλλον

 

63.        Αναφορικά με το κατά πόσο η σαφής ένδειξη του ΜΥ1, εκ μέρους της Εναγόμενης, ότι η Εναγόμενη επρόκειτο να παραβιάσει τη Συμφωνία Τερματισμού, από μόνη της, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά έναν τέτοιο αθέμιτο επηρεασμό, στο Σύγγραμμα Chitty, στην παρ. 4-070 καταγράφονται τα εξής (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):

 

“The consideration of B’s promise in the Williams case appears to have been the factual benefit obtained by B from A’s actual performance of his earlier contract with B. This element of factual benefit has been regarded as consideration where a person performs or (promises to perform) a contractual duty owed to a third party; and the Williams case is to be welcomed in bringing the two - party cases in line with those involving three parties. But it is by no means clear how the case is, from this point of view, to be reconciled with Stilk v. Myrick and the line of more recent decisions which have followed that case. As has been suggested above, the master in Stilk v. Myrick also obtained a factual benefit (in getting the ship home); and such a factual benefit will very often be obtained by B where he secures actual performance form A (as opposed to having to sue him for non - performance of the original contract). In the Williams case, Stilk v. Myrick was not overruled; indeed Purchas L.J. described it as a ‘pillarstone of the law of contract.’ But he added that the case might be differently decided today; while Glidewell LJ said that the present decision did not ‘contravene’ but did ‘refine and limit’ the principle of the earlier case; and Russell LJ said that the ‘rigid approach’ to consideration in Stilk v. Myrick was ‘no longer necessary or desirable.’ The conclusion which may tentatively be drawn from these statements is that the factual benefit to B in securing A’s performance of the earlier contract normally suffices to constitute consideration. The insistence in the earlier cases on the strict requirement of legal benefit or detriment is no longer justified (if it ever was) by the need to protect B from the undue pressure that A might exert by refusing to perform his original contract; for this need can not be met by the expanding concept of duress. This provides a more satisfactory solution of the present problem since it invalidates promises only where actual duress is established. Where this is not the case, and the promise has in fact conferred a benefit on the promisor by performing the original contract, then the requirement of consideration is satisfied and there seems to be no good reason for refusing to enforce the new promise.”

 

 

64.        Εν προκειμένω, ο Ενάγων πράγματι έλαβε ένα τέτοιο πρακτικό όφελος για τους λόγους που έχουν εκτεθεί πιο πάνω. Στην In re Selectmove Ltd (στην οποία όμως δεν ακολουθήθηκε η Williams) αναφέρθηκε ότι:When a creditor and a debtor who are at arm's length reach agreement on the payment of the debt by instalments to accommodate the debtor, the creditor will no doubt always see a practical benefit to himself in so doing.” Στην ίδια την Foakes αναφέρθηκε από τον Δικαστή Lord Blackburn ότι:
(…) all men of business, whether merchants or tradesmen, do every day recognise and act on the ground that prompt payment of a part of their demand may be more beneficial to them than it would be to insist on their rights and enforce payment of the whole. Even where the debtor is perfectly solvent, and sure to pay at last, this often is so. Where the credit of the debtor is doubtful it must be more so.”)

 

65.        Υπό το φως όλων των πιο πάνω, αποτελεί την κρίση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία ως καταγράφεται επί του Τεκμηρίου 10 στηρίζεται από επαρκή αντιπαροχή, δια της παραχώρησης του ποσού των €20.000 από την Εναγόμενη προς τον Ενάγοντα, πριν ακόμη από τη λήξη της προθεσμίας που καταγράφηκε επί της Συμφωνίας Τερματισμού. Συνεπώς ούτε η σχετική εισήγηση του Ενάγοντα δύναται να γίνει αποδεκτή.

 

Ασάφεια

66.        Σύμφωνα με το Άρθρο 29 του Κεφ. 149, συμφωνίες, των οποίων το νόημα δεν είναι σαφές ή δεν δύναται να καταστεί σαφές, είναι άκυρες.

 

67.        Οι συνήγοροι του Ενάγοντα, προς επίρρωση της θέσης τους ότι το Τεκμήριο 10 είναι ασαφές εστίασαν την προσοχή τους στην εξής φράσηthe company will continue making periodic payments until my fully repayment as per the Companys cash flow. Υιοθετώ το σύνολο των θέσεων τους επί του σημείου στην πλήρη τους έκταση. Εξηγώ.

 

68.        Η πιο πάνω φράση ουδόλως διαφωτίζει ως προς τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να ενυπάρχουν ώστε να θεωρείται ότι ενεργοποιείται η υποχρέωση της Εναγόμενης για επιστροφή της Προκαταβολής και δη τμηματικής, όπως επίσης καταγράφεται επί του Τεκμηρίου 10. Ειδικότερα, εν σχέσει με την πιο πάνω φράση, απομένουν άγνωστα τα εξής στοιχεία:

 

(α) Ποια είναι η έννοια της λέξης “cashflow”. Ενώ πρόκειται για τεχνικό όρο, κατά την ακρόαση, διεφάνη ότι τα μέρη και οι συνήγοροι τους υιοθέτησαν διαφορετικές προσεγγίσεις επί της έννοιας της λέξης αυτής (βλ. παρ. 70 πιο κάτω). Για χάριν όμως συζήτησης και μόνο, θα χρησιμοποιείται η φράση «ταμειακή ροή».

 

(α) Η μέθοδος υπολογισμού και τα κριτήρια που θα εφαρμόζονται για σκοπούς καθορισμού και διαπίστωσης ύπαρξης ταμειακής ροής στην Εταιρεία. Ειδικότερα, θα λαμβάνονται υπόψιν τα μικτά ή τα καθαρά εισοδήματα της Εταιρείας; Στα εισοδήματα της Εναγόμενης θα λογίζονται και τα ποσά που λαμβάνει ως δάνεια; Ποια είδη οφειλών ή εκροών θα αφαιρούνται; Για παράδειγμα, θα αφαιρούνται οι τυχόν δανειοδοτικές και φορολογικές υποχρεώσεις και/ή σχετικές πληρωμές της Εναγόμενης ή μόνο οι οφειλές και πληρωμές προς λ.χ. εργολάβους ή σε μισθωτούς της Εναγόμενης ή μόνο τα λειτουργικά της έξοδα, για σκοπούς του σχετικού υπολογισμού; Ή μήπως είναι μόνο αρκετό να φαίνεται ότι υπάρχουν χρεωπιστώσεις στους λογαριασμούς της Εναγόμενης;

 

(β) Ο χρόνος κατά τον οποίο θα καθορίζεται η ταμειακή ροή. Θα είναι μηνιαίως, ανά τρεις μήνες, ανά έτος ή καθημερινά;

 

(δ) Από ποιο πρόσωπο θα κρίνεται η ταμειακή ροή της Εναγόμενης. Θα είναι από λογιστή, ελεγκτή ή την ίδια την Εναγόμενη; 

 

(γ) Το ύψος της ταμειακής ροής που θα πρέπει να διαπιστώνεται ώστε να ενεργοποιείται ανά πάσα στιγμή και η υποχρέωση της Εναγόμενης για «τμηματική» επιστροφή της Προκαταβολής.

 

(ζ) Το ύψος της τμηματικής καταβολής που θα πρέπει να καταβάλλεται αναλόγως και του ύψους της ταμειακής ροής που διαπιστώνεται, ανά πάσα στιγμή, εφ’ όσον, ως αναφέρεται επί του κειμένου του Τεκμηρίου 10 το τελευταίο καθορίζει το πρώτο (“periodic paymentsas per the Companys cash flow - σε ελεύθερη μετάφραση «τμηματικές πληρωμές …. αναλόγως της ταμειακής ροής της Εταιρείας»).

 

69.        Όπως επίσης αναφέρεται στο Σύγγραμμα Chitty στη 290, “(a)n agreement may lack contractual force because it is so vague or uncertain that no definite meaning can be given to it without adding further terms. Η έκταση των ως άνω ασαφειών αποκαλύπτει και την έκταση της ανάγκης προσθήκης συμβατικών όρων, με σκοπό να αποδοθεί νόημα στην πιο πάνω φράση, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο.

 

70.        Ενδεικτικό ακόμη της ασάφειας του πιο πάνω όρου, είναι η διάσταση των απόψεων των μερών και των συνηγόρων τους, ως προς την έννοια της λέξης “cashflow”.  Η διάσταση αυτή αναδείχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Ενώ οι συνήγοροι του Ενάγοντα χρησιμοποιούσαν τη φράση «ταμειακή ροή», οι συνήγοροι της Εναγόμενης χρησιμοποιήσαν τη λέξη «ρευστότητα».[26] Πρόκειται σαφώς για τεχνικούς όρους, οι οποίοι, όμως, δεν είναι σαφές ότι έχουν πανομοιότυπη έννοια ή ότι είναι συνώνυμοι. Μάλιστα, η έννοια που φαίνεται να αποδίδουν οι συνήγοροι της Εναγόμενης στη λέξη «ρευστότητα», όπως τέθηκε κατά την αντεξέταση του Ενάγοντα είναι «όταν το επιτρέψουν τα οικονομικά της».[27] Ο δε ΜΥ1 ανέφερε θα έπρεπε «να έχουμε ελεύθερα λεφτά να σου δώσουμε, πλεόνασμα δηλαδή»,[28] ότι η υπόσχεση του Ενάγοντα προς την Εναγόμενη ήταν «όποτε θέλεις δώσ’ μου τα»,[29] ή ότι η Εναγόμενη είχε υποχρέωση να καταβάλει την Προκαταβολή «όταν μπορέσει».[30] Πρόκειται για ερμηνείες της λέξης “cashflow”, στην πραγματικότητα, χωρίς νόημα και ουσία ή κατ’ ελάχιστον, χωρίς αντίκρισμα στη βάση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 10.  

 

71.        Υπό το φως όλων των πιο πάνω, καταλήγω ότι ο όρος που αναγράφεται επί του Τεκμηρίου 10 δια το ότι η Εναγόμενη θα συνεχίζει να καταβάλλει τμηματικές πληρωμές μέχρι την πλήρη αποπληρωμή του Ενάγοντα αναλόγως της ταμειακής ροής (“cashflow”) της Εταιρείας, είναι ασαφής ως προς την έκταση της παράτασης που παρεχωρείτο στην Εναγόμενη για σκοπούς εκπλήρωσης της υποχρέωσης της, δυνάμει της Συμφωνίας Τερματισμού, εν τη εννοία του Άρθρου 63 του Κεφ. 149. Η ασάφεια είναι τέτοιας έκτασης που δεν δύναται να θεωρηθεί ότι αποτελεί έγκυρο συμβατικό όρο, εν τη εννοία του άρθρου 29 του Κεφ. 149.

 

72.        Το επόμενο ερώτημα είναι κατά πόσο το Τεκμήριο 10 δύναται να διασωθεί, ως συμφωνία, εν τη απουσία του πιο πάνω όρου και ειδικότερα κατά τρόπο ώστε η υποχρέωση της Εναγόμενης για καταβολή της Προκαταβολής, να θεωρείται ότι ενεργοποιείται μόνο με αναφορά την δεύτερη προϋπόθεση που εκεί τίθεται, ήτοι με την πώληση του Ακινήτου. Υπενθυμίζω εδώ ότι ο όρος έχει ως εξής:

 

“The Property Sale Agreement was terminated on 06/02/2023 and by receiving this €2000 initial payment I understand that the company will continue making periodic payments until my fully repayment as per the Company’s cash flow, or in full the moment they will resell Villa 10.”

 

73.        Στην υπόθεση Keshavlal Lallubhai Patel And vs Lalbhai Trikumlal Mills Ltd [1958] ΑΙR 512 το Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας εξέτασε, μεταξύ άλλων, ζήτημα ασάφειας συμφωνίας, υπό το φως του αντίστοιχου Άρθρου 63 του Ινδικού Νόμου, ήτοι, στα πλαίσια ισχυριζόμενης τροποποίησης προηγούμενης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων. Στην υπόθεση αυτή οι διάδικοι συνήψαν συμφωνία για την παράδοση αγαθών μέχρι συγκεκριμένη ημερομηνία. Στο μεσοδιάστημα, ξέσπασε απεργία που επηρέαζε τη δυνατότητα παράδοσης του μέρους που θα τα παρέδιδε. Το μέρος που θα παρέδιδε ειδοποίησε γραπτώς το αντισυμβαλλόμενο μέρος, δια επιστολής, ότι είναι αντιληπτό ότι η προθεσμία παράδοσης παρατείνεται για όλη την περίοδο που οι εργασίες του σταμάτησαν και μέχρι την ανάκτηση της κανονικότητας (“Under the circumstances, please note that the delivery time of all your pending contracts with us shall be automatically understood as extended for the period the working is stopped and till the normal state of affairs recurs,”). Ακολούθως όμως, το ίδιο μέρος και παρά το τέλος της απεργίας, αρνήθηκε να παραδώσει τα αγαθά. Ενώπιον του Δικαστηρίου, στα πλαίσια εναντίον του αγωγής για αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης, ισχυρίστηκε ότι η πιο πάνω συμφωνία ως προς την παράταση του χρόνου εκπλήρωσης ήταν άκυρη λόγω ασάφειας. Αποφασίστηκε ότι η δεύτερη προϋπόθεση (“till the normal state of affairs recurs”) ήταν ασαφής ενώ η πρώτη προϋπόθεση (“for the period the working is stopped”) δεν ήταν. Εντούτοις, κρίθηκε ότι η συμφωνία ήταν άκυρη στην ολότητα της στη βάση του ότι:

 

“The respondent's proposal was to extend time for the performance of the contract subject to two conditions and unless both the conditions were agreed upon between the parties there would be no valid or binding extension of time under s. 63 of the Indian Contract Act. The fact that the second condition introduced by the respondent is vague and uncertain, does not necessarily show that the said condition was intended by the respondent to be the addition of a meaningless surplusage. If that be the true position, then the material allegations in the plaint itself demonstrably prove that there has been no acceptance by the appellants of the second condition mentioned by the respondent in its proposal to extend time for the performance of the contract. Besides, as we have already indicated, it is really difficult to hold that the respondent had a clear and precise notion as to the constituent elements of the second condition mentioned in its letter and that the appellants were duly apprised of the said constituent elements and agreed with the said condition with that knowledge.”

 

74.        Εν προκειμένω, ανεξαρτήτως της ασάφειας η οποία διαπνέει την πρώτη προϋπόθεση για τους λόγους που έχουν εκτεθεί πιο πάνω για σκοπούς απόδοσης συμβατικής εγκυρότητας σ’ αυτήν, από το ίδιο το κείμενο του Τεκμηρίου 10 συνάγεται ότι πρόθεση των μερών ήταν να δοθεί κάποια παράταση στην εκπλήρωση της υποχρέωσης της Εναγόμενης, για επιστροφή της Προκαταβολής. Στα πλαίσια αυτά, ουδέποτε αποτέλεσε την πρόθεση των μερών όπως η παράταση περιοριστεί αποκλειστικά με αναφορά στην πώληση του Ακινήτου. Ούτε και ήταν αυτή η θέση της Εναγόμενης. Αντιθέτως, ο ΜΥ1 βασιζόμενος στη δεσμευτικότητα της πρώτης προϋπόθεσης, επέμεινε κατά τη μαρτυρία του ότι η Εναγόμενη εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει οικονομική αδυναμία κατά το χρόνο καταχώρησης της Απαίτησης, με σκοπό να καταδείξει ότι η καταχώρηση της παρούσας Απαίτησης είναι πρόωρη. Όπως λοιπόν στην Keshavlal έτσι και εδώ, το γεγονός ότι ο πιο πάνω όρος είναι ασαφής, ως προς την έκταση της παράτασης που παρεχωρείτο, και για τους λόγους που έχουν εκτεθεί ανωτέρω, δεν εξυπακούει ότι επρόκειτο για ανούσιο πλεονασμό (“(t)he fact that the second condition introduced by the respondent is vague and uncertain, does not necessarily show that the said condition was intended by the respondent to be the addition of a meaningless surplusage.”).

 

75.        Εντοπίζεται επί τούτου ότι οι δύο προϋποθέσεις επί του Τεκμηρίου 10 λειτουργούν διαζευκτικά και όχι σωρευτικά όπως στην Keshavlal. Όμως, σωρευτικά μεταξύ τους εγκαθιδρύουν τον μηχανισμό της επιχειρούμενης παράτασης της εκπλήρωσης. Ο μηχανισμός αυτός είναι ένας και ενιαίος. Απαρτίζεται από δύο παράγοντες με έναν και κοινό στόχο και σκοπό: Τον καθορισμό της έκτασης της παράτασης της εκπλήρωσης, εν τη εννοία του Άρθρου 63 του Κεφ. 149. Η ενεργοποίηση της υποχρέωσης της Εναγόμενης συναρτάται και εξαρτάται από το ποιος θα εκπληρωθεί νωρίτερα. Επομένως, ο μηχανισμός αυτός δεν δύναται να επιβιώσει κατά το ήμισυ. Θα ήταν σαφώς ημιτελής. Τυχόν ανάγνωση κατά τον πιο πάνω τρόπο θα απέληγε σε αναστολή στο διηνεκές (in perpetuity) της υποχρέωσης καταβολής της Προκαταβολής από την Εναγόμενη προς τον Ενάγοντα, εάν η Εναγόμενη ουδέποτε πωλούσε το Ακίνητο. Ασφαλώς και ουδέποτε αυτή ήταν η πρόθεση των μερών.

 

76.        Υπό το φως των πιο πάνω, καταλήγω ότι η ασάφεια που διαπνέει τον όρο περί ταμειακής ροής της Εναγόμενης καθιστά ολόκληρο το εγχείρημα των διαδίκων να παρατείνουν τον χρόνο εκπλήρωσης δυνάμει της Συμφωνίας Τερματισμού, παντελώς ασαφές. Τονίζω εδώ ότι παρά το ότι σκοπός του Τεκμηρίου 10 ήταν να δοθεί κάποια χρονική παράταση στην εκπλήρωση της υποχρέωσης της Εναγόμενης, εντούτοις, για τους πιο πάνω λόγους, δεν καθίσταται σαφές ούτε και δύναται να καταστεί σαφές ποια ήταν η έκταση της παράτασης αυτής (βλ. άρθρο 29 του Κεφ. 149). Κατ’ επέκταση, τα όσα κατέγραψαν επί του Τεκμηρίου 10 δεν επιφέρουν έγκυρη τροποποίηση της Συμφωνίας Τερματισμού, εν τη εννοία του άρθρου 63 του Κεφ. 159.

 

 

ii.            Κώλυμα λόγω καταχωρήσεως δηλώσεων σε έγγραφα και παραίτηση (waiver)

 

77.        Λόγω της διαπιστωθείσας ασάφειας αυτής, η Υπεράσπιση του κωλύματος λόγω καταχωρήσεως σε έγγραφα είναι εξίσου καταδικασμένη σε αποτυχία. Τούτο διότι, απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του εν λόγω κανόνα είναι η σαφήνεια της υπόσχεσης αυτής (βλ. Χατζηστυλλή Γιώργος ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2012) 1 ΑΑ 989 στην οποία ο συνήγορος της Εναγόμενης με έχει παραπέμψει.) Σημειώνω εδώ ότι η αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης περί «παραίτησης» των δικαιωμάτων του Ενάγοντα, δεν προωθήθηκε κατά το στάδιο των αγορεύσεων. Όμως, για σκοπούς πληρότητας, σημειώνω ότι και πάλιν η σαφήνεια της δήλωσης, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για σκοπούς εφαρμογής του κανόνα της παραίτησης.[31] Σημειώνω ακόμη ότι δεν δικογραφήθηκε οποιαδήποτε άλλη βάση κωλύματος (λ.χ. εξ υποσχέσεως κώλυμα) με αναφορά στο γεγονός ότι η Εναγόμενη ενήργησε προς ζημιά της, ώστε να δύναται να εξεταστεί η Υπεράσπιση στη βάση αυτή[32] όπου και πάλιν όμως, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η σαφήνεια της παράστασης.[33]

 

 

iii.          Δεσμευτικότητα της Συμφωνίας Τερματισμού

 

78.        Όλων των πιο πάνω δοθέντων, συνάγεται ότι η Συμφωνία Τερματισμού εξακολουθούσε να δεσμεύει τα μέρη κατά την 31.7.2023, εφ’ όσον, το Τεκμήριο 10 δεν επέφερε οποιαδήποτε έγκυρη μεταβολή της ισχύος ή του περιεχομένου της κατά το χρόνο που υπεγράφη.

 

79.        Κατ’ επέκταση, κατά την πιο πάνω ημερομηνία, η Εναγόμενη τελούσε υπό παράβαση σύμβασης εφ’ όσον δεν είχε επιστρέψει το σύνολο της Προκαταβολής. Τούτο παραχωρούσε δικαίωμα στον Ενάγοντα να την τερματίσει, εφ΄ όσον σαφώς επρόκειτο για την μοναδική υποχρέωση της Εναγόμενης δυνάμει της Συμφωνίας Τερματισμού. Δηλαδή, η παράβαση συνιστούσε παράβαση ουσιώδους όρου. Ο τερματισμός της επήλθε με την καταχώρηση της παρούσας Απαίτησης,[34] με τη ζημιά του Ενάγοντα να αντανακλά το υπόλοιπο ποσό της Προκαταβολής, ήτοι, το αξιούμενο, εφ’ όσον είχε ήδη λάβει το ποσό των €20.000. Ο Ενάγων απέδειξε την Απαίτηση του στην πιο πάνω βάση. Η προδικαστική ένσταση της Εναγόμενης ότι η παρούσα Απαίτηση είναι πρόωρη, δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

(η)  ΚΑΤΑΛΗΞΗ

80.        Υπό το φως όλων των πιο πάνω η Απαίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των €78.200,00 πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της Απαίτησης, πλέον έξοδα πλέον Φ.Π.Α.

 

81.        Το ύψος των εξόδων της Απαίτησης θα καθοριστεί από το Δικαστήριο στη βάση συνοπτικού υπολογισμού. Αμφότερα τα μέρη καταχώρησαν στον δικαστικό φάκελο κατάλογο εξόδων για τον πιο πάνω σκοπό, σύμφωνα με προηγούμενες οδηγίες του Δικαστηρίου. Διαπιστώνω όμως στον δικό του κατάλογο εξόδων ο Ενάγων εισηγείται όπως του αποδοθεί το μέγιστο του ύψους των εξόδων που προνοείται από τους σχετικούς κανονισμούς[35] για κάθε διάβημα που λήφθηκε, χωρίς όμως σχετική αιτιολόγηση. Τούτου δοθέντος, θα παραχωρήσω την ευχέρεια στα μέρη να ακουσθούν. Η Απαίτηση ορίζεται στις 4.7.25 η ώρα 9:00 π.μ. για σκοπούς συνοπτικού υπολογισμού των εξόδων του Ενάγοντα σε σχέση με την Απαίτηση.  

 

 

 

 

 

 

 

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. ημερ. καταχώρησης στον ηλ. φάκελο 8.4.2025.

[2] Το συντακτικό λάθος αποτυπώνεται ως επακριβώς καταγράφεται επί του Τεκμηρίου 10.

[3] Βλ. Παναγιώτης Μαστρής Λίμιτεδ ν. Ευθυμίου Σωκράτους (2000) 1 ΑΑΔ 128.

[4] Βλ. παρ. 8 του Έγγραφου Β.

[5] Βλ. πρακτικά ημερ. 15.4.25, σελ. 9 μέχρι 10.

[6] Glory Worldwide Holdings Ltd v. Αθλητικού Συλλόγου Ομόνοια Λευκωσίας (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1633.

[7] Βλ. παρ. 5, 6 και 9 μέχρι 14 του Τεκμηρίου Α.

[8] Βλ. παρ. 15 του Τεκμηρίου Α.

[9] Βλ. παρ. 17 του Τεκμηρίου Α.

[10] Βλ. παρ. 7 του Τεκμηρίου Α.

[11] Βλ. πρακτικά ημερ. 14.4.25, σελ. 12 - 13.

[12] Βλ. παρ. 3 και 4 του Εγγράφου Β’.

[13] Βλ. πρακτικά ημερ. 15.4.2025, σελ. 5., γρ. 5 μέχρι 6 και γρ. 12.

[14] Βλ. πρακτικά ημερ. 15.4.25, σελ. 7, γρ. 1 - 2.

[15] Βλ. πρακτικά ημερ. 15.4.25, σελ. 7.

[16] Βλ. πρακτικά ημερ. 15.4.2025, σελ. 9, γρ. 26.

[17] Βλ. πρακτικά ημερ. 15.4.2025, σελ. 8, γρ. 13 μέχρι 14.

[18] Σύγγραμμα Chitty παρ. 2 - 168 μέχρι 2 - 170.

[19] Αριστοφάνη Α. Γεωργίου κ.ά. ν. Χριστάκη Ανδρέου κ.ά. Πολ. Έφ. 162/2015, 8.2.2024.

[20] Βλ. Σύγγραμμα Chitty, παρ. 2 - 194.

[21] Βλ. Stilk v. Myrick [1809] 2 Camp 317 και Σύγγραμμα Chitty, σελ. 1656, παρ. 22 – 035.

[22] Βλ. Σύγγραμμα Pollock & Mullah, σελ. 253 – 254.

[23] Βλ. Σύγγραμμα Chitty, παρ. 22 – 035.

[24] Βλ. παρ. 18 της απόφασης του Δικαστή Lord Sumption:The issue is a difficult one. The only consideration which MWB can be said to have been given for accepting a less advantageous schedule of payments was (i) the prospect that the payments were more likely to be made if they were loaded onto the back end of the contract term, and (ii) the fact that MWB would be less likely to have the premises left vacant on its hands while it sought a new licensee. These were both expectations of practical value, but neither was a contractual entitlement. In Williams v Roffey Bros & Nicholls (Contractors) Ltd [1991] 1 QB 1, the Court of Appeal held that an expectation of commercial advantage was good consideration. The problem about this was that practical expectation of benefit was the very thing which the House of Lords held not to be adequate consideration in Foakes v Beer (1884) 9 App Cas 605: see in particular p 622 per Lord Blackburn. There are arguable points of distinction, although the arguments are somewhat forced. A differently constituted Court of Appeal made these points in In re Selectmove Ltd [1995] 1 WLR 474, and declined to follow Williams v Roffey. The reality is that any decision on this point is likely to involve a re-examination of the decision in Foakes v Beer.”

 

[25] Βλ. Σύγγραμμα Chitty, παρ. 4 - 081.

[26] Βλ. λ.χ. πρακτικά ημερ. 14.5.25, σελ. 21.

[27] Βλ. πρακτικά ημερ. 14.4.25, σελ. 20.

[28] Βλ. πρακτικά ημερ. 15.4.25, σελ. 7.

[29] Βλ. πρακτικά ημερ. 15.4.25, σελ. 7.

[30] Βλ. πρακτικά ημερ. 16.5.24, σελ. 9.

[31] Βλ. Σύγγραμμα Chitty, παρ. 22 – 044: Although consideration need not be proved, certain other requirements must be satisfied for such an estoppel to be effective: first, it must be clear and unequivocal; secondly the other party must have altered his position in reliance on it, or at least acted on it και βλ. Πελεκάνου κ.ά. ν. Πελεκάνου (2001) 1 ΑΑΔ 1768.

[32] Βλ. κατ’ αναλογίαν Υπό Εκκαθάριση Εταιρεία Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ δια του Εκκαθαριστού της, του Επίσημου Παραλήπτη και Εφόρου Εταιρειών Σπύρου Κόκκινου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Πολ. Εφ. 201/2014, 19.5.2024 και Παναγιώτης Μαστρης Λτδ ν. Ευθυμίου Σωκράτους (2000) 1 ΑΑΔ 128.

[33] Βλ. Αλεξάνδρου ν. Πικροδάφνη κ.ά. (2012) 1 ΑΑΔ 915 και εκεί αναφερόμενες αυθεντίες και Μάρκου ν. Πασχάλη (2001) 1 ΑΑΔ 829.

 

[34] Βλ. Έλληνας κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφ. 87/2013, 3.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A503 και εκεί αναφερόμενες αυθεντίες.

[35] Νέοι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας, Παράρτημα Β: Δικηγορικά Δικαιώματα για Απαιτήσεις.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο