Χαράλαμπου Κυπριανού ν. Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λιμιτεδ (πρώην Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία(Δευτεράς-Ανάγυιας) κ.α., Αρ. Αγωγής: 3464/19, 24/6/2025
print
Τίτλος:
Χαράλαμπου Κυπριανού ν. Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λιμιτεδ (πρώην Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία(Δευτεράς-Ανάγυιας) κ.α., Αρ. Αγωγής: 3464/19, 24/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:Ν. Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Π. Ε. Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 3464/19

Ημερομηνία:24/06/2025

Mεταξύ:

 

Χαράλαμπου Κυπριανού

Ενάγοντα

Και

1.    Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λιμιτεδ(πρώην Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία(Δευτεράς-Ανάγυιας)

2.    Επαρχιακό Κτηματολόγιο Γραφείο Λευκωσίας

Εναγόμενοι

Αίτηση ημερομηνίας 14/5/24

Εμφανίσεις:

Για τους Αιτητές:κα Ιωαννίδη για Γ. Στυλιανού και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για την Καθ’ ης η Αίτηση 1:κ. Θέμης για Γ.Ζ. Γεωργίου και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

Ενδιάμεση Απόφαση

 

Στις 14/5/2024 καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση μονομερώς για την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να απαγορεύει στην Eναγόμενη 1 να προχωρήσει με πλειστηριασμό του ενυπόθηκου ακίνητου με αριθμό υποθήκης Y6448/2008 μέχρι την αποπεράτωση της αγωγής.

Η νομική βάση της αίτησης είναι οι Θεσμοί της Πολιτικής Δικονομίας, τα άρθρα 32, 42, 42 (Α) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 και ο περί Δικαστηρίων Νόμος 14/1960.

Τα γεγονότα επί των οποίων βασίστηκε η αίτηση περιέρχονται σε ένορκη δήλωση που ετοίμασε ο Χαράλαμπος Κυπριανού, Ενάγοντας στην αγωγή, ο οποίος ανέφερε ότι στις 13/3/2024 επιδόθηκε σε εκείνον και στους γονείς του επιστολή Τύπου ΙΑ με την οποία τους ενημέρωναν πως το ενυπόθηκο ακίνητο με αριθμό εγγραφής 0/[ ] τεμ. [ ] με αριθμό υποθήκης Y6448/2008 έχει καταστεί πληρωτέο και η Eναγόμενη θα προχωρήσει σε πώληση του ενυπόθηκου ακίνητου στις 20/5/2024 και ώρα 10:00 με διαδικασία πλειστηριασμού σε συγκεκριμένη ιστοσελίδα. Το ενυπόθηκο ακίνητο είναι αντικείμενο της αγωγής που εκκρεμεί και αν το ακίνητο εκποιηθεί θα είναι δύσκολο και αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη.

Στους Αιτητές επιτράπηκε να καταχωρήσουν συμπληρωματική ένορκη δήλωση του Ενάγοντα εις την οποία πρόσθεσε στο πραγματικό πλαίσιο της αίτησης ότι η καταχώρηση της αίτησης καθυστέρησε διότι οι δικηγόροι είχαν θέματα υγείας και ότι ο Ενάγοντας αμφισβητούσε κατά πόσο η Eναγόμενη είχε το δικαίωμα να υποθηκεύσει το ακίνητο. Στις 14/5/2008 συνομολογήθηκε μεταξύ του Ενάγοντα και της Eναγόμενης 1 συμφωνία δανείου για το ποσό των €135.000.

Εκ των βασικών όρων της ως ακολούθως:

«Το δάνειο θα χρεώνεται:

Α. Με ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο που από τώρα και στο εξής θα αναφέρεται « το συνολικό επιτόκιο », το οποίο θα αποτελείται από το βασικό επιτόκιο της συνεργατικής και το οποίο θα καθορίζεται από τη Συνεργατική από καιρού εις καιρό και το οποίο από τώρα και στο εξής θα αναφέρεται ως «το Βασικό Επιτόκιο » και την προσαύξηση, η οποία επίσης θα καθορίζεται από τη συνεργατική και από τώρα και στο εξής θα αναφέρεται ως «Το Περιθώριο ».

 

Β. Με τραπεζικά δικαιώματα, προμήθεια έξοδα, επιβαρύνσεις ή/και δικαιώματα που η συνεργατική κατά την απόλυτη κρίση της τυχόν αποφασίσει κατά καιρούς και για τα οποία θα ειδοποιήσει γραπτώς τον χρεώστη και τα οποία σήμερα ανέρχονται σε ευρώ 17 ετησίως. Νοείται ότι τα τέλη χαρτοσήμων και οποιαδήποτε άλλα τέλη που αφορούν το παρόν δάνειο και/ή πιστωτική διευκόλυνση θα τα επιβαρύνεται ο χρεώστης.

 

Ο τόκος θα υπολογίζεται πάνω στα ημερήσια χρεωστικά υπόλοιπα και είναι πληρωτέος την 30η Ιουνίου και την 31ή Δεκεμβρίου κάθε χρόνου, οπότε και θα χρεώνεται το υπόλοιπο του λογαριασμού και θα υπολογίζονται πάνω σε αυτό τόκοι και οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα, προμήθειες και/ή χρεώσεις, σύμφωνα με τους όρους της παρούσας συμφωνίας,


Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω η συνεργατική δικαιούται να μεταβάλει κατά την κρίση της και οποτεδήποτε το βασικό επιτόκιο, το περιθώριο, την προμήθεια, τα τραπεζικά δικαιώματα και/ή άλλα έξοδα και επιβαρύνσεις, τον τόκο υπερημερίας όπως αναφέρεται πιο κάτω η και η μεταβολή αυτή θα είναι δεσμευτική για τον χρεώστη που θα λαμβάνει γνώση με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο ή με γραπτή ειδοποίηση προς αυτόν όπως προνοείται στην παρούσα συμφωνία ή με τον προσφορότερο κατά την κρίση της συνεργατικής τρόπο και τέτοια μεταβολή θα ισχύει από την ημερομηνία που θα καθορίζεται στην ανακοίνωση ή ειδοποίηση.[...]

 

Σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής οποιασδήποτε δόσης ή μέρους της ή σε περίπτωση που δάνειο ή οποιοδήποτε υπόλοιπο του κατέστη πληρωτέο και απαιτητό, το καθυστερούμενο και/ή οφειλόμενο ποσό θα φέρει επί πλέον χρέωση τόκου υπερημερίας από την ημέρα της καθυστέρησης και/ή από την πειρα που κατέστη απαιτητό και οφειλόμενο μέχρι την εξόφληση του. Ως τόκος υπερημερίας συμφωνείται το εκάστοτε συνολικό επιτόκιο προσαυξημένο κατά 1,75%. Ο χρεώστης εκτός από τους τόκους υπερημερίας οφείλει τόκους επί αυτών από τον πρώτη μέρα καθαρή περίπτωσης οι οποίοι προστίθενται στο ποσό του δανείου ανά εξάμηνο.

Περαιτέρω, παράλειψη ή άρνηση του χρεώστη να καταβάλει ολόκληρη ή μέρος οποιασδήποτε από τις πιο πάνω δόσεις μαζί με οποιουσδήποτε τόκους ή προμήθειες ή δικαιώματα που οφείλονται δυνάμει της παρούσας συμφωνάς κατά τις καθορισμένες ημερομηνίες ή μόλις η συνεργατική πε βάση την παρούσα συμφωνία απαιτήσει οποιαδήποτε πληρωμή καθιστούν το πιο πάνω δάνειο ή οποιοδήποτε υπόλοιπο του αμέσως πληρωτέο και απαιτητό και παρέχει στην Συνεργατική, χωρίς οποιασδήποτε άλλης θεραπείας ή δικαιώματος της, το δικαίωμα όπως απαιτήσει και εισπράξει αμέσως ολόκληρο το πιο πάνω δάνειο, προμήθειες, δικαιώματα και οποιαδήποτε άλλα έξοδα.


Νοείται ότι η συνεργατική θα έχει το δικαίωμα να δίνει παραστάσεις και να δέχεται πληρωμές έναντι οποιασδήποτε δόσης η οποία είναι πληρωτέα και/ή να τροποποιεί όλους ή οποιουσδήποτε από τους όρους που αναφέρονται στην αποπληρωμή του δανείου. »

Ήταν θέση του ότι η συμφωνία περιέχει καταχρηστικές ρήτρες του είδους που μπορούν να εξετασθούν αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο στις αγωγές. Υπέδειξε ότι ακόμα και να μην πωληθεί το ακίνητο θα εξακολουθεί να είναι υποθηκευμένο προς όφελος της Καθ' ης η Αίτηση 1 και έτσι δεν θα διαταραχθεί η επικρατούσα κατάσταση των πραγμάτων. Η συμφωνία δανείου ήταν παράνομη και αντινομική. Παρέπεμψε στην ευρωπαϊκή οδηγία 2394/17 /ΕΚ και στον Νόμο περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμου 112(Ι)/21. Η προστασία των καταναλωτών ανάγεται με πάγια Νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη σφαίρα του δημόσιου συμφέροντος και γι' αυτό ως ζήτημα δημόσιας τάξης πρέπει να εξετάζεται αυτεπάγγελτα. Ένας από τους όρους της συμφωνίας ήταν η μεταβολή του επιτοκίου που ήταν κυμαινόμενο και ήταν αποτελούμενο από το βασικό επιτόκιο της Συνεργατικής που καθορίζεται από τη Συνεργατική από καιρό εις καιρό και αυτό κρίθηκε στη Γενική Αίτηση με αριθμό 177/2020 ότι είναι όρος καταχρηστικός και αδιαφανής και δίδει αυθαίρετο μονομερές δικαίωμα στην Καθ' ης η Αίτηση να τροποποιεί μονομερώς τη συμφωνία επειδή διατάρασσε τη συμβατική ισορροπία σε βάρος του καταναλωτή.

Η Καθ' ης η Αίτηση καταχώρισε ένσταση στην αίτηση και έχει προβάλει 7 λόγους ένστασης ως ακολούθως:

Οι λόγοι ένστασης της Καθ' ης η Αίτηση είναι οι ακόλουθοι:

(1) Η παρούσα αίτηση έχει καταχωρηθεί από μέρους του Αιτητή καταχρηστικά (abuse of process) και/ή για αλλότριους με τη Δικαιοσύνη σκοπούς και/ή για να αποφύγει ο Αιτητής να τηρήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις προς την Καθ' ης η Αίτηση.

(2) Ο Αιτητής δεν έχει δικογραφήσει ή ικανοποιήσει τις πρόνοιες των Νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 αναφορικά με αιτήσεις χωρίς ειδοποίηση.

(3) Ο Αιτητής δεν έχει καταδείξει ότι υπάρχει κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις.
 

(4) Ο Αιτητής έχει προβεί σε απόκρυψη γεγονότων κατά τη μονομερή αίτηση για προσωρινά διατάγματα.
 

(5) Δεν πληρούνται και/ή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/1960) για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, καθότι, ο Αιτητής απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων αυτό στα πλαίσια της παρούσας αίτησης:

 

I. Ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει ή παρουσιάσει οποιαδήποτε και/ή οποιαδήποτε εύλογη και/ή ικανοποιητική μαρτυρία με την οποία να καταδεικνύεται οποιοδήποτε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και/ή δεν υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και/ή

ΙΙ. Ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει ή παρουσιάσει οποιαδήποτε και/ή οποιαδήποτε εύλογη και/ή ικανοποιητική μαρτυρία με την οποία να καταδεικνύεται ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας στην παρούσα αγωγή και/ή δεν υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας στην παρούσα αγωγή και/ή

III. Η οποιαδήποτε ισχυριζόμενη ζημιά του Αιτητή αποτιμάται σε χρηματική αποζημίωση και/ή η Δικαιοσύνη μπορεί να απονεμηθεί σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς τα αιτούμενα διατάγματα και/ή ο Αιτητής δεν έχει δείξει ότι θα είναι αδύνατο ή δύσκολο να απονεμηθεί Δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο

 

(6) Eνδεχόμενη έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων προσβάλλει το συνταγματικό δικαίωμα της Καθ' ης η Αίτηση της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 26 του Συντάγματος, καθότι, μεταξύ άλλων, περιορίζει αυτή από του να προχωρήσει με εκποίηση νόμιμης εμπράγματης εξασφάλισης που διατηρεί προς όφελος της για την τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων του Αιτητή.

 

7) Tο ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της Καθ' ης η Αίτηση και/ή δεν είναι δίκαιη και/ή εύλογη η έκδοση των αιτούμενων διαδίκων, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση που σύνταξε ο Γιώργος Ελευθερίου που είναι υπάλληλος της Hellenic Bank Public Company Ltd. Ο συγκεκριμένος υπάλληλος εργάζεται στην υπηρεσία υποστήριξης χορηγήσεων και έχει εξαιτίας της ιδιότητάς του προσωπική γνώση των γεγονότων και επίσης είναι εξουσιοδοτημένος από την τράπεζα. Έχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα της υπόθεσης και ηλεκτρονική πρόσβαση σε αντίγραφα.

Κατά τον ουσιώδη στην παρούσα αγωγή χρόνο, η συνεργατική πιστωτική εταιρεία Δευτεράς‑ Ανάγυιας ήταν Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη δυνάμει της Νομοθεσίας. Περί τις 24/06/2013 η ευθύνη των μελών της μετατράπηκε σε περιορισμένη και ως εκ τούτου η ονομασία της έγινε Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Δευτεράς‑ Ανάγυιας ΛΤΔ. Περί το 2013 η Σ.Π.Ε Δευτεράς‑ Ανάγυιας ΛΤΔ συγχωνεύτηκε με την Σ.Π.Ε Λακατάμειας ‑ Δευτεράς ΛΤΔ, οπόταν όλα δικαιώματα, υποχρεώσεις, πράξεις συμβόλαια και άλλα έγγραφα της πρώτης μεταφέρθηκαν και ίσχυαν πλέον για τη δεύτερη. Περί τις 01/07/2017 η Σ.Π.Ε Λακατάμειας ‑ Δευτεράς ΛΤΔ συγχωνεύτηκε με τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα ΛΤΔ, οπόταν όλα τα δικαιώματα, υποχρεώσεις, πράξεις, συμβόλαια και άλλα έγγραφα της πρώτης μεταφέρθηκαν και ίσχυαν πλέον για τη δεύτερη. Η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα μετονομάστηκε σε Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα ΛΤΔ περί τις 24/07/2017 και σε Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων ΛΤΔ περί τις 03/09/2018.

 

Η πιστωτική διευκόλυνση του Ενάγοντα μεταφέρθηκε στην Καθ' ης η Αίτηση από την πρώην Συνεργατική Κυπριακή τράπεζα ΛΤΔ δυνάμει συμφωνίας μεταφοράς εργασιών ημερομηνίας κατά ή περί τις 25/06/2018 (και ο αριθμός του επίδικου λογαριασμού από xxx5052 μετατράπηκε σε xxxxx xxx511‑ 01). Ο Ενάγοντας ενημερώθηκε ανάλογα και δεν έφερε ένσταση σε αυτή. Μετά από τη μεταφορά η Eναγόμενη 1 απέκτησε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που πόρευαν από τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ του Ενάγοντα και της συνεργατικής κυπριακής τράπεζας ΛΤΔ, όπως και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που προκύπτουν από οποιεσδήποτε συναφείς εξασφαλίσεις που σχετίζονταν με τη συμφωνία δανείου συμπεριλαμβανομένης και της συμφωνίας υποθήκης Υ6448/08.

Αληθεύει ότι στις 14/5/2008 ο Ενάγοντας συμβλήθηκε με τη Σ.Π.Ε Δευτεράς - Ανάγυιας για τον σκοπό παροχής δανείου ύψους €135.000 και για να εξασφαλιστεί το δάνειο υποθήκευσε το εν λόγω ακίνητο στο Παλιομέτοχο με την υποθήκη Υ6448/08. Το 2015 το ακίνητο ήταν υποθηκευμένο με την επίδικη υποθήκη. Δεν είναι
o Ενάγοντας που προέβη στη σύναψη της υποθήκης. Η επίδικη υποθήκη μεταβιβάστηκε στον Αιτητή επιβαρυμένο με την επίδικη υποθήκη και με την αποδοχή και γνώση του Αιτητή. Λόγω μη τήρησης του προγράμματος αποπληρωμής του δανείου ο Ενάγοντας έκανε αίτηση να αναδιαρθρωθεί η πιστωτική διευκόλυνση που έλαβε. Υπέβαλε αίτηση αναδιάρθρωσης, ζήτησε διαγραφή των καθυστερήσεων, επέκταση της διάρκειας αποπληρωμής και μείωση της δόσης και αποδέχτηκε με αυτόν τον τρόπο τη νομιμότητα της συμφωνίας δανείου. Υπογράφτηκε τροποποιητική συμφωνία δανείου με τη Σ.Π.Ε Λακατάμειας Δευτεράς την 30/8/2016. Ο Αιτητής παραβίασε τις συμβατικές του υποχρεώσεις και η Καθ' ης η Αίτηση προχώρησε σε τερματισμό του λογαριασμού στις 18/3/21 . Απέστειλε προς τον Ενάγοντα επιστολή τερματισμού που συνοδευόταν από την επιστολή Τύπου Θ με το ταχυδρομείο και προειδοποιητική επιστολή ημερομηνίας 8/2/2021. Ο Ενάγοντας ενημερώθηκε ότι το βασικό επιτόκιο του δανείου ήταν 2% ετησίως με περιθώριο 1,75%, 2% τόκο υπερημερίας σύνολο επιτόκιο 5,75%. Για τον τερματισμό του λογαριασμού δανείου ενημερώθηκαν όλοι οι υπόλοιποι πάροχοι εξασφαλίσεων. Το 2021 που έγινε ο τερματισμό η Ενάγουσα δεν είχε ακόμα προχωρήσει στην καταχώρηση της αγωγής.

Στις 8/8/23 η Καθ' ης η Αίτηση προώθησε διαδικασία πώλησης του ενυπόθηκου ακίνητου ως αυτή προβλέπεται στο μέρος VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου 9/65. Το ενυπόθηκο χρέος ήταν υπερήμερο και στάλθηκε γραπτή ειδοποίηση ημερομηνίας 8/8/23 υπό του άρθρου 44 (Γ) στον Αιτητή και σε όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Ο Αιτητής παρέλαβε την ειδοποίηση στις 22/8/23. Πρόκειται για ειδοποίηση Τύπου (Ι). Συνεπώς γνώριζε τη διαδικασία πλειστηριασμού από τότε και δεν έπραξε οτιδήποτε. Καλείτο να πληρώσει την επίδικη υποθήκη ύψους €140.072, πλέον τόκους 139,451 προς 6, 09% από 1/8/23 εντός 45 ημερών. Στις 18/9/23 ο Αιτητής έστειλε επιστολή προς την Καθ' ης η Αίτηση και έγινε παραδεκτή η παραλαβή της ειδοποίησης τύπου (Ι). Ζητούσε πληροφόρηση σε σχέση με συγκεκριμένες χρεώσεις επί του λογαριασμού, για το ύψος του οφειλόμενου ποσού και τις ημερομηνίες των χρεώσεων αυτών. Ζήτησε ανάλυση που να αναδεικνύει το υπόλοιπο και αυτό επιβεβαιώθηκε εκ νέου από την Καθ' ης η Αίτηση με πρόθεση να προωθήσει τη διαδικασία της εκποίησης. Προς τούτο στάληκαν οι επιστολές ημερομηνίας 18/9/23 και 25/10/23. Στις 22/11/23 η Καθ' ης η Αίτηση έστειλε την ειδοποίηση Τύπου (ΙΒ) με συστημένο ταχυδρομείο και την παρέλαβε στις 6/12/23. Δεν ανταποκρίθηκε στην ειδοποίηση και δεν προέβη σε διορισμό εκτιμητή. Η Καθ' ης η Αίτηση βάσει του άρθρου 44 (Δ) έδωσε οδηγίες για δεύτερο εκτιμητικό γραφείο της εκτίμησης της αγοραίας αξίας του ενυπόθηκου ακίνητου.

Λόγω της παράλειψης οποιασδήποτε ανταπόκρισης προς την ειδοποίηση τύπου για αποπληρωμή του ενυπόθηκου χρέους από τον Αιτητή ή από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος μετά το πέρας των 45 ημερών από την ολοκλήρωση των επιδόσεων της ειδοποίησης «I», η Καθ' ης η Αίτηση προχώρησε στην αποστολή των ειδοποιήσεων « IΑ» σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και ταυτόχρονα, μαζί με την ειδοποίηση « IΑ », στάλθηκε και η ειδοποίηση « ΔΕΛΤΙΟ » που προνοείται στον περί Πώλησης Ενυπόθηκου Ακίνητου Μέσω Ηλεκτρονικού Συστήματος Πλειστηριασμού Διάταγμα Του 2019, και με τις ειδοποιήσεις αυτές ημερομηνία πλειστηριασμού καθοριστικέ στις 20/05/2024 και η επιφυλασσόμενη τιμή του επίδικου ακίνητου καθορίστηκε σε €84.600. Ειδικότερα περί τις 13/03/2024 η ειδοποίηση τύπου « IΑ » μαζί με το « Δελτίο » στάλθηκε με συστημένο ταχυδρομείο στον Αιτητή και αυτή παραλήφθηκε στις 03/04/2024. Λόγω του ότι η Eναγόμενη δεν είχε ενημερωθεί εγκαίρως ότι είχαν παραληφθεί οι ειδοποιήσεις μέσω συστημένου ταχυδρομείου προχώρησε στην επίδοση αυτών στον Αιτητή και μέσω ιδιώτη επιδότη, η οποία επίδοση διενεργήθηκε στις 2/4/2024. Όλες οι επιδόσεις των ειδοποιήσεων «IΑ» και δελτίου διενεργήθηκαν περισσότερο από 45 ημέρες πριν την καθορισμένη ημερομηνία πλειστηριασμού. Στη συνέχεια καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση στις 14/05/2024.

Παρόλο που γίνεται αναφορά σε καταχρηστικές ρήτρες η αγωγή δεν περιέχει κανέναν ισχυρισμό για καταχρηστικές ρήτρες και ούτε αξιώνεται οποιαδήποτε απόφαση διά της οποίας να αναγνωρίζεται καταχρηστικός χαρακτήρας κάποιας συγκεκριμένης ρήτρας. Παρουσίασε το αρχείο όπου φαίνονται όλες οι συναλλαγές και πράξεις που σχετίζονται με τον επίδικο λογαριασμό και η κατάσταση συγκρίθηκε με την αρχική καταχώριση των συναλλαγών στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και διαπίστωσε ότι όλες οι καταχωρίσεις είναι ορθές. Η περίοδος καλύπτει την περίοδο από την υπογραφή του δανείου μέχρι 28/6/19 και την περίοδο από 1/1/19 μέχρι 30/6/24. Παρέθεσε και την τροποποιητική συμφωνία ημερομηνίας 30/8/16 εις την οποία ο Αιτητής αποδέχτηκε χωρίς καμιά επιφύλαξη ότι το υπόλοιπο και καταχωρίσεις στην κατάσταση λογαριασμού ήταν ορθά. Επομένως, δεν μπορεί να υπάρξει αμφισβήτηση για τα στοιχεία που είναι καταχωρημένα πριν την 30/8/16.

Αναφορικά με την κατάσταση λογαριασμού, καθώς επίσης και για τις χρεώσεις και πιστώσεις σε σχέση με την εν λόγω κατάσταση:

 

(Α)Το τραπεζικό βιβλίο που τηρείτο από τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Δευτεράς ‑ Ανάγυιας σε ηλεκτρονική μορφή ήταν καθόλο τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή από το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού ένα από τα συνήθη τραπεζικά βιβλία αυτού και βρισκόταν φυλαγμένο στις κτηριακές του εγκαταστάσεις και υπό τον έλεγχο του.

 

(Β)Το ηλεκτρονικό αρχείο της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Δευτεράς ‑ Ανάγυιας, ως αναφέρεται ανωτέρω, μεταφέρθηκε αυτούσιο στο ηλεκτρονικό αρχείο των ιδρυμάτων που, ως αναφέρεται ανωτέρω, διαδέχθηκαν και συγχωνεύτηκαν με αυτό, και στη συνέχεια στην Καθ' ης η Αίτηση, στο οποίο καταχωρήθηκαν όλες οι πράξεις που αφορούσαν τον επίδικο λογαριασμό, από το άνοιγμά του μέχρι και σήμερα και συνέχισε να λειτουργεί ως ηλεκτρονικό αρχείο της Καθ' ης η Αίτηση και συνεχίζει να τηρήται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.

 

(Γ) το ηλεκτρονικό αρχείο βρίσκεται φυλαγμένο μέχρι και σήμερα στις κτηριακές εγκαταστάσεις της Καθ' ης η Αίτηση, υπό τον έλεγχο της και είναι ένα από τα συνήθη βιβλία της Καθ' ης η Αίτηση. Όλες οι καταχωρίσεις στο εν λόγω ηλεκτρονικό αρχείο συμπεριλαμβανομένων και των καταχωρίσεων για τον πιο πάνω λογαριασμό έγιναν κατά τη συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Δευτεράς Ανάγυιας, και των ιδρυμάτων που, ως αναφέρεται ανωτέρω, διαδέχθηκαν και συγχωνεύτηκαν με αυτήν, και της Καθ' ης η Αίτηση στην οποία μεταφέρθηκε ο επίδικος λογαριασμός.

 

Υπάρχει δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης καταχρηστικότητας ρήτρων, ωστόσο για να διαπιστωθεί κατά πόσο μια ρήτρα ικανοποίει την απαίτηση « καλής πίστης », σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 50 του Νόμου Ν112 (1)/2021) και λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, κατά πόσο ο καταναλωτής δέχθηκε οποιεσδήποτε παροτρύνσεις για να συμφωνήσει στη ρήτρα, αν τα αγαθά ή οι υπηρεσίες πωλήθηκαν ή επρομηθεύτηκαν κατόπιν ειδικής παραγγελίας του καταναλωτή και ο βαθμός στον οποίο ο πωλητής ή προμηθευτής χειρίστηκαν δίκαια τον καταναλωτή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Ενάγων δεν έχει προσκομίσει καμιά μαρτυρία για τα θέματα αυτά. Ούτε έχει παρουσιαστεί τέτοια μαρτυρία, αναφορικά με την επίδικη υποθήκη, την οποία είχε συνάψει ο κ. Κύπρος Κυπριανού και όχι ο Αιτητής. Επιπρόσθετα θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ζητήματα καταχρηστικότητας ρητρών έχουν παραγραφεί, διότι δεν έχουν δικογραφηθεί, και η έγερση του θέματος τώρα «αυτεπάγγελτα» δεν μπορεί να γίνει εφόσον η προθεσμία παραγραφής έχει παρέλθει για το ζήτημα.

Με τον όρο 28 της αρχικής συμφωνίας ο Αιτητής δήλωνε ότι κατανοούσε πλήρως το δικαίωμα του να εξετάσει επιστάμενα το περιεχόμενο της συμφωνίας με δικηγόρο της επιλογής του και είχε την ευκαιρία να συμβουλευτεί δικηγόρο. Επίσης 8 χρόνια μετά τη λειτουργία του λογαριασμού δανείου υπέγραψε την τροποποιητική συμφωνία δανείου 30/8/16 και στο προοίμιο της συμφωνίας αποδέχτηκε ότι το τότε υπόλοιπο του δανείου ανερχόταν τότε σε €112.282, πλέον τόκους, από 1/1/16. Επίσης αποδέχθηκε ότι το υπόλοιπο παρουσίαζε καθυστερήσεις €6.086. Με τον όρο 1(Α) της συμφωνίας υποδείχθηκε ότι παραμένει σε ισχύ η συμφωνία και ότι σε περίπτωση σύγκρουσης των προνοιών της βασικής συμφωνίας με την τροποποιητική συμφωνία υπερισχύει η τροποποιητική συμφωνία. Επίσης είχε το δικαίωμα να επισκοπήσει όλους τους όρους της συμφωνίας με δικηγόρο και με οικονομικό σύμβουλο που είχε ευκαιρία να συμβουλευθεί.

Όσον αφορά τη συγκεκριμένη δικαστική απόφαση που παρατίθεται στην αίτηση δεν αφορούσε την Καθ' ης η Αίτηση και δεν είναι απόφαση που δεσμεύει την Καθ' ης η Αίτηση. Ο όρος 2 της συμφωνίας ημερομηνίας 14/5/2008 αναφέρει ότι κατά την ημερομηνία της συμφωνίας το βασικό επιτόκιο ήταν 4% με περιθώριο 2, 25% δηλαδή σύνολο 6, 25%. Ο όρος 3 της συμφωνίας έδιδε δικαίωμα μεταβολής του βασικού επιτοκίου και περιθώριο για τα οποία λάμβανε γνώση ο χρεώστης με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο ή με γραπτή ειδοποίηση, όποιος τρόπος ήταν προσφορότερος κατά την κρίση της τράπεζας. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας η διακύμανση του βασικού επιτοκίου και του περιθωρίου ήταν πάντα σε επίπεδα κάτω από 4% και 2, 25% αντίστοιχα. Δηλαδή ακόμα και να κρινόταν ο όρος διακύμανσης άκυρος η τράπεζα δικαιούται συνολικό επιτόκιο τουλάχιστον 6,25% ως προνοήθηκε στη συμφωνία. Στην τροποποιητική συμφωνία δανείου συμφωνήθηκε βασικό επιτόκιο 2, 75% και περιθώριο 1. 75%. Με την επιστολή τερματισμού 18/3/21 ο Ενάγων ενημερώθηκε ότι το βασικό επιτόκιο είναι 2% το περιθώριο 1, 75% και το επιτόκιο υπερημερίας 2%, άρα δεν υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και δεν υπάρχει καμία ένδειξη για διαφοροποίηση στο ύψους τελικού οφειλόμενου ποσού. Δεν στοιχειοθετείται ότι θα πάθει ζημιά που δεν μπορεί να αποκατασταθεί ο Ενάγοντας σε μεταγενέστερο χρόνο. Αφαιρώντας τις πληρωμές του Αιτητή προς την Καθ' ης η Αίτηση €101.315 από το ποσό που παραχωρήθηκε με την υπογραφή του δανείου προς τον Αιτητή και χωρίς να ληφθούν υπόψη τόκοι και οι χρεώσεις παραμένει ένα υπόλοιπο €33.684 που είναι αναμφισβήτητο. Η ζημιά που μπορεί να υποστεί ο Αιτητής εάν ο πλειστηριασμός λάβει χώρα είναι μόνο χρηματική και δεν είναι ανεπανόρθωτη. Το ακίνητο έχει ελεγχθεί και φαίνεται ότι δεν υπάρχει κτίριο στο ακίνητο. Η συμπεριφορά του Αιτητή αποτελεί εμπόδιο στην Καθ' ης η Αίτηση. Ως φορέας που είναι επωμιζόμενος με μη εξυπηρετούμενους λογαριασμούς που είχαν ανοιχθεί στον συνεργατικό τομέα για να προβεί σε όλα τα αναγκαία διαβήματα στην προσπάθεια του να περιορίσει τον αριθμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων ώστε να αποσοβηθεί ο κίνδυνος κατάρρευσης της κυπριακής οικονομίας το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της Καθ' ης η Αίτησης.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Ο αιτητής επικαλείται την καταχώρηση της αγωγής ως λόγο που δικαιολογεί την έκδοση και τη διατήρηση του προσωρινού διατάγματος που απαγορεύει τον πλειστηριασμό του ακινήτου δυνάμει του μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου 9/1965. Τούτο το επιχείρημα δεν βοηθά τον αιτητή καθότι με την αγωγή δεν εκφράζεται αγώγιμο δικαίωμα σε σχέση με την καταχρηστικότητα συγκεκριμένης ρήτρας στη συμφωνία δανείου ημερομηνίας 4.5.2008 και της τροποποιητικής συμφωνίας δανείου ημερομηνίας 25.8.2016. Η απαίτηση του ενάγοντα στα πλαίσια της αγωγής ζητεί την ακύρωση της συμφωνίας υποθήκης Υ6448/08 ως άκυρη και παράνομη επειδή αντιβαίνει στον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο του 1985 και στον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμο 9/1965. Στο σώμα της απαίτησης διατυπώνονται γεγονότα ότι ο ενάγοντας είχε πιεστεί να υποθηκεύσει το ακίνητο εξαιτίας οικονομικής ανάγκης και επαναλαμβάνει ότι η εν λόγω συμφωνία δανείου είναι άκυρη επειδή αντιβαίνει τις διατάξεις των πιο πάνω νόμων. Με την αίτηση προωθείται ως λόγο για την έκδοση και διατήρηση του διατάγματος ότι η συμφωνία δανείου περιέχει καταχρηστικούς όρους.

Δεν συνάδει αυτή η επιχειρηματολογία με το αγώγιμο δικαίωμα που εκφράζεται με την αγωγή. Το επιχείρημα για την καταχρηστικότητα συμβατικών ρητρών δεν καθορίζεται και δεν συγκεκριμενοποιείται στην αίτηση. Πρόκειται για εκ των υστέρων σκέψη διότι δεν γίνεται καμία μνεία σε ζητήματα καταχρηστικών ρητρών στα πλαίσια της αγωγής. Το ότι προβάλλεται τέτοιο επιχείρημα πέντε χρόνια μετά την καταχώηρη της αγωγής έχει τη σημασία του, εφόσον μέλημα του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει κατά πόσο καλόπιστα επιδιώκεται προσωρινή θεραπεία ενόψει της καταχώρησης της αγωγής.

Ο αιτητής δεν τήρησε την υποχρέωση αποκάλυψης προκειμένου να του χορηγηθεί μονομερώς η προσωρινή απαγορευτική θεραπεία. Κατά την εμφάνισή του στο Δικαστήριο μονομερώς του υποδείχθηκε να δικαιολογήσει γιατί καθυστέρησε να αποταθεί στο Δικαστήριο με προσωρινή θεραπεία δεδομένου ότι η αγωγή είχε καταχωρηθεί από το 2019. Ο λόγος καθυστέρησης που επικαλέστηκε με συμπληρωματική ένορκη δήλωση ήταν η αδυναμία των δικηγόρων του να ετοιμάσουν την αίτηση. Εν τέλει επικαλέστηκε τις πρόνοιες της συμφωνίας δανειου ως το έναυσμα για την καταχώηρηση της αίτησης και δεν αποκάλυψε στο Δικαστήριο ότι από τις 18.3.2021 του είχε αποσταλεί επιστολή τερματισμού του λογαριασμού συμφωνίας δανείου αρ. ΧΧΧ-31-ΕΧΧΧΧ-01 με την οποία πληροφορήθηκε ότι το δάνειο ήταν σε υπερημερία. Αυτός ηταν ο λόγος που τερματίσθηκε το δάνειο και η συνεργατική στην συνέχεια αποφάσισε να ανακτήσει τις εξασφαλίσεις για να πληρωθεί το δάνειο. Επίσης δεν αποκάλυψε ότι από τις 18.9.2023 έλαβε ειδοποίηση τύπου Ι για την πρόθεση της Καθ’ ης η Αίτηση να προχωρήσει με την διαδικασία εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου που προνοεί το μέρος VI του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου 9/1965. Παρά την εν λόγω πληροφόρηση από τον Σεπτέμβριο του 2023 επέλεξε να μην κάνει ένδικο διάβημα, ούτε και αποκάλυψε ότι έλαβε ειδοποίηση ΙΒ που του έδιδε το δικαίωμα να διορίσει δικό του εκτιμητή του ακινήτου σε σχέση με την επιφυλασσόμενη τιμή του εκπλειστηριάσματος του ενυπόθηκου ακινήτου και που επέλεξε και πάλι να αγνοήσει.

Στην απόφαση Global Cruise Lines v. Metro Shipping 1 ΑΑΔ 607 (1989) λέχθηκε ότι το καθήκον για αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων συναρτάται προς την καλή πίστη που πρέπει να έχει ο διάδικος όταν ζητεί την έκδοση θεραπείας χωρίς να ακουσθεί η άλλη πλευρά. Το κριτήριο, για τα ποια γεγονότα είναι ουσιώδης και που τείνουν να επηρεάζουν την κρίση του Δικαστηρίου αν δεν αποκαλυφθούν, είναι αντικειμενικό.


“Ουσιώδεις για τους σκοπούς αυτούς είναι κάθε γεγονός το οποίο άπτεται και μπορεί εξ' αντικειμένου να επιδράσει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για τη χορήγηση ή όχι της αιτούμενης θεραπείας”

 
Είναι σημαντικό ο Ενάγοντας να έχει αποκαλύψει στο Δικαστήριο όλα τα ουσιώδη γεγονότα που ενδεχομένως θα επιδρούσαν στην κρίση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση μονομερούς προσωρινού διατάγματος. Το καθήκον αυτό είναι συνυφασμένο με την καλή πίστη που πρέπει να επιδείξει ο ενάγοντας κατά την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, κυρίως επειδή το διάταγμα εκδίδεται χωρίς να εισακουσθεί η άλλη πλευρά.

 
Όπως λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση
M & Ch Mitsingas Trading Ltd. V Timberland 1 ΑΑΔ 1791 (1997) η σημασία της μη αποκάλυψης έγκειται στην αποστέρηση του Δικαστηρίου γνώσης ουσιωδών γεγονότων. Το τι είναι ουσιώδης γεγονός προσδιορίζεται με αναφορά των επίδικων θεμάτων που εγείρονται στα πλαίσια του αιτήματος για απαγορευτικό διάταγμα όπως καθορίζονται από το άρθρο 32 του Ν. 14/60.Επίσης στην πιο πάνω απόφαση επισημαίνονται και τα ακόλουθα:


           
"Το κριτήριο για τα γεγονότα που πρέπει να αποκαλυφθούν είναι αντικειμενικό. Το ηθελημένο ή μη της παράλειψης δεν είναι σημαντικό ούτε η πρόθεση εξαπάτησης αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση του διατάγματος για τη μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων..."Αυτά που πρέπει να αποκαλυφθούν από τον ενάγοντα είναι γεγονότα γνωστά σ' αυτόν ή γεγονότα τα οποία θα μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογη προσπάθεια τα οποία σχετίζονται με:

 
(α) το βάσιμο του δικαιώματος του όπως διαγράφεται στο δικόγραφο του

 
(β) τη σοβαρότητα του ζητήματος που εγείρεται καθώς και

 
(γ) την πιθανότητα της επιτυχίας

 
Η υποχρέωση για αποκάλυψη γεγονότων δεν περιλαμβάνει μόνο τα ουσιώδη γεγονότα που είναι γνωστά στον Αιτητή αλλά και αυτά τα οποία θα μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογη έρευνα. (Βλ. Ρένα Αριστοτέλους Λτδ. 1 ΑΑΔ 280 (2006). Εάν ανακαλύψει το Δικαστήριο ότι παραπλανήθηκε για να επιτευχθεί η έκδοση μονομερούς διατάγματος τότε έχει τη διακριτική εξουσία άμεσης ακύρωσης του διατάγματος.

Η έκδοση μονομερούς διατάγματος είναι εξαιρετικό μέτρο εφόσον παρέχεται κατά παρέκκλιση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης χωρίς να δοθεί ευκαιρία στον αντίδικο να ακουστεί. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο διάδικος που επιζητεί την επιχορήγηση τέτοιας θεραπείας οφείλει να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη όλων των γεγονότων τα οποία μπορεί να επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου.

Ο ενάγοντας με την αίτησή του παρουσίασε τα γεγονότα αλλιώς. Δηλαδή, αφέθηκε η εντύπωση ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να προχωρήσουν με την εκποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου ήταν άμεση και αιφνίδια απόφαση που έπρεπε να αντιμετωπισθεί. Αυτός ήταν ο λόγος που το Δικαστήριο ζήτησε από τον ενάγοντα να δικαιολογήσει την καθυστέρηση. Πρόβαλε τα προσωπικά προβλήματα των δικηγόρων του ως δικαιολογία για την καθυστέρηση . Αλλά εάν το Δικαστήριο γνώριζε για την πρόθεση των καθ’ ων η αίτηση να τερματίσουν τον λογαριαμσό με την ανάκτηση των εξασφαλίσεων από το 2021 δυνατόν το ζήτημα της καθυστέρησης και η δικαιολογία που προβλήθηκε για την καθυστέρηση να έτυχε διαφορετικής εκτίμησης. Το ότι η αίτηση καταχωρήθηκε μόνο επειδή ο ενάγοντας ήρθε αντιμέτωπος με τις συνέπειες της άντισυμβατικής, ήτοι το ότι σταμάτησε εξ’ ολοκλήρου να πληρώνει το δάνειο από το 2017 θα ήταν σημαντικός παράγοντας να το γνωρίζει το Δικαστήριο προτού του χορηγήσει το διάταγμα μονομερώς. Ως εκ τούτου σκόπιμα παρουσίασε κατάσταση κατεπείγοντος που ήταν πλασματική και αυτός είναι ικανός λόγος για ακύρωση του διατάγματος.

Ομως πέραν της μη αποκάλυψης το διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί και για λόγους ουσίας.

Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδώσει προσωρινά διατάγματα, πηγάζει από το άρθρο 32 του Ν.14/60.

Με βάση το πιο πάνω άρθρο, το Δικαστήριο έχει ευρεία εξουσία σε σχέση με την έκδοση τέτοιας φύσεως διαταγμάτων. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, πρέπει να ασκείται με γνώμονα τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

1.   Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.

2.   Η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο Ενάγων σε θεραπεία.
3. Η διαπίστωση ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.


Στην αγγλική υπόθεση
American Cyanamid v. Ethican Ltd (1975) AC 396, το Δικαστήριο επεξήγησε ότι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν από του να αποδείξει ο Ενάγοντας ότι έχει συζητήσιμη υπόθεση με βάση τα δικόγραφα και του δικαιώματος που προσπαθεί να προστατεύσει.


Το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιχειρήσει να επιλύσει τα διάφορα πραγματικά ζητήματα που εγείρονται στην απαίτηση με βάση τα πραγματικά γεγονότα που εκτίθενται στις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις που έχουν καταχωρηθεί προς υποστήριξη της Αίτησης και ένστασης για την έκδοση του απαγορευτικού διατάγματος. Ο ρόλος του Δικαστηρίου δεν επεκτείνεται πέραν από του να αποφασίσει εάν εγείρεται σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση. Επομένως, δεν πρέπει το Δικαστήριο να εισέλθει σε εις βάθος εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Το Δικαστήριο εξετάζει την απαίτηση του Ενάγοντα στον βαθμό που απαιτείται για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απαίτηση του Ενάγοντα δεν είναι επιπόλαια με βάση τις πραγματικές παραστάσεις που τίθενται ενώπιον του, ως και επίσης εξετάζει κατά πόσο η θεραπεία που αναζητεί ο Ενάγοντας θεμελιώνεται στον νόμο.


Η έκδοση ή μη του προσωρινού διατάγματος, είναι πάντοτε ζήτημα διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου πρέπει όμως να ασκείται δικαστικά με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές. Όπως λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση
Jonitexo Ltd v. Adidas 1 CLR 263 (1983), η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου με βάση το άρθρο 32 Ν.14/60, δεν πρέπει να περιορίζεται από άκαμπτους και αυστηρούς κανόνες, διότι το Δικαστήριο θα πρέπει να αφεθεί ελεύθερο να ασκήσει την κρίση του και να χορηγήσει αυτήν τη θεραπεία εκεί όπου θα απονεμηθεί δικαιοσύνη.

Ο αιτητής με την αγωγή επιχειρεί να απαλλαχθεί από τις συμβατικές του υποχρεώσεις ως πρωτοφειλέτης δανείου. Το ότι το ποσό είναι απαιτητό και πληρωτέο, πηγάζει από τη δεδομένη συμβατική υποχρέωση του αιτητή. Με βάση τα Τεκμήρια 3 και 6 που επισυνάπτονται στην ένσταση προκύπτει ότι ο ενάγοντας υπέγραψε συμφωνία δανείου και στη συνέχεια αιτήθηκε μόνος του τροποποίηση των όρων της εν λόγω συμφωνίας. Ζήτησε και αποδέχθηκε την τροποποίηση χωρίς να εγείρει προσκόμματα προκειμένου να επεκταθεί η αποπληρωμή του δανείου και για να χαμηλώσει το ύψος της δόσης. Στη βάση του Τεκμήριου 12 της ένστασης προκύπτει ότι τα χρήματα του δανείου κατατέθηκαν σε λογαριασμό δανείου στο όνομα του Ενάγοντα και ότι το υπόλοιπο αυτού του λογαριασμού, ήταν κατά την 30/06/2024 πλην €150.217.02. Ο ενάγοντας τόσο πριν όσο και μετά την τροποποίηση της συμφωνίας πλήρωνε τις δόσεις του σποραδικά και η τελευταία φορά που πλήρωσε έναντι του οφειλόμενου ποσού ήταν το 2017 με αποτέλεσμα να διογκωθεί το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό που του παραχωρήθηκε ως δάνειο. Επομένως, το ζήτημα που θέτει περί παρανομίας της υποθήκης που δόθηκε ως εξασφάλιση δανείου που παραχωρήθηκε δεν συνάδει με το επιχείρημα της παρανομίας που επιφέρει ακυρότητα της συναλλαγής. Περαιτέρω, είναι ζήτημα που προωθείται αποσπασματικά και αφηρημένα. Όλα τα πραγματικά δεδομένα που έχουν τεθεί ενώπιον μου στο σύνολο τους παραπέμπουν σε νόμιμη οφειλή έναντι παραδοχής της οφειλής μέσα σε πλέγμα συμβατικής υποχρέωσης δυνάμει της οποίας το ακίνητο ήταν εξασφάλιση για το δάνειο.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί καταχρηστικότητας των όρων των συμφωνιών, ο αιτητής δεν έχει υποδείξει συγκεκριμένο όρο της συμφωνίας που να δημιουργεί ανισότητα της διαπραγματευτικής σχέσης των μερών ή όρο που να είχε το αποτέλεσμα εφαρμογής μίας άδικης συμφωνίας. Ούτε και έχει υποδείξει συγκεκριμένο απεχθή όρο της συμφωνίας και τις συνέπειες εφαρμογής αυτού του συγκεκριμένου όρου στις συμβατικές υποχρεώσεις του Αιτητή.

Είναι ορθή η θέση ότι το Δικαστήριο έχει αυτεπάγγελτη υποχρέωση να εξετάσει τέτοιο ζήτημα νοουμένου ότι υπάρχουν νομικά και πραγματικά στοιχεία ενώπιον του που να παραπέμπουν στην ανάγκη αποτίμησης της καταχρηστικότητας συμβατικών όρων. (βλ. Γεωργιάδης ν Marfin Popular Bank Public CO Πολιτική Εφεση 195/2018 ημερομηνίας 18 Δεκεμβρίου 2024). Το άρθρο 75 του περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμου 112(1)/2021 προσδίδει αναδρομική ισχύ σε ουσιώδη μέρη του νόμου εφόσον προνοεί ότι εφαρμόζεται ο νόμος σε σχέση με δανειακές συμβάσεις που τερματίσθηκαν πριν την έναρξη της ισχύος του νόμου.

Ακόμη και να είναι δεδομένο ότι το είδος της συμφωνίας της οποίας ο αιτητής επικαλείται καταχρηστικότητα των όρων δεν επιδέχονται ατομικής διαπραγμάτευσης, τέτοια εξέταση δεν γίνεται αφηρημένα και στο κενό. Το πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης είναι σχετικό:

Σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Νόμου, καταχρηστική θεωρείται κάθε ρήτρα η οποία, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση. Στη Frakapor Courier Ltd κ.α. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1Β Α.Α.Δ. 1487, υποδείχθηκε ότι προς κατανόηση της φράσης «παρά την απαίτηση καλής πίστης» καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από το άρθρο 3(1) της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ στο αγγλικό κείμενο της οποίας, ο αντίστοιχος όρος συναντάται ως «contrary to the requirement of good faith". Κρίθηκε κατ' επέκταση ότι για να μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε εύρημα ότι ο όρος κάποιας συμφωνίας αποτελεί καταχρηστική ρήτρα, είναι απαραίτητο να καταρριφθεί και η ύπαρξη καλής πίστης εκ μέρους των εναγόντων (βλ. Paget's Law of Banking Malek & Odgers [14η έκδοση] σελ. 101).

Στο εδάφιο 3 του εν λόγω άρθρου απαριθμούνται κάποια από τα δεδομένα που λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί αν μια ρήτρα ικανοποιεί την απαίτηση καλής πίστης. Αυτά είναι:  

«(α) η διαπραγματευτική δύναµη των µερών.

(β) αν ο καταναλωτής δέχθηκε οποιεσδήποτε παροτρύνσεις, για να συµφωνήσει στη ρήτρα.

(γ) αν τα αγαθά ή οι υπηρεσίες πωλήθηκαν ή προµηθεύτηκαν κατόπιν ειδικής παραγγελίας του καταναλωτή και

(δ) ο βαθµός στον οποίο ο πωλητής ή προµηθευτής χειρίστηκαν δίκαια τον καταναλωτή.»

 

Η ύπαρξη επομένως «καλής πίστης» αποτελεί νομοθετική προϋπόθεση που εξετάζεται και αποτιμάται σφαιρικά, στη βάση κυρίως των ρητών δεδομένων που εξειδικεύονται στο προαναφερθέν εδάφιο. 

 

O αιτητής απλά διατύπωσε μια θέση ότι η συμφωνία είναι διαποτισμένη με καταχρηστικές ρήτρες χωρίς να προσδιορίσει καν συγκεκριμένη ρήτρα για να δικαιολογήσει απαλλαγή των υποχρεώσεών του. H γενικότητα της θέσης δεν προσθέτει σοβαρότητα στο επιχείρημά του περί της καταχρηστικότητας της συμφωνίας. Δεν έχει ικανοποιήσει το βάθρο που θέτει το άρθρο 32 περί ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση με ανάλογο βαθμό επιτυχίας ώστε να δικαιολογείται η εξέταση τέτοιου ζητήματος. Εφόσον με την αγωγή του ζητεί την ακύρωση της συμφωνίας της υποθήκης θα ανέμενα ότι θα προσδιόριζε τη συγκεκριμένη καταχρηστική ρήτρα για να δικαιολογήσει γιατί δικαιούται να τερματίσει τη συμφωνία και να απαλλαγεί της υποχρέωσης του να αποπληρώσει ποσό χρημάτων που του έχει παραχωρηθεί. Οι θέσεις του ενάγοντα σε σχέση με την εγκυρότητα των συμφωνιών, διατυπώνονται με τέτοια γενικότητα και ασάφεια που είναι αδύνατον να διακριβωθεί το βάσιμο των θέσεων. Δεν προβάλλονται συγκεκριμένα γεγονότα για να αμφισβητηθεί ότι οφείλει ως πρωτοφειλέτης ένα υπέρογκο ποσό χρημάτων που διογκώνεται συνεχώς και που εν τέλει δυνατόν να μην καλύπτεται από την αξία της υποθηκευμένης εξασφάλισης.

Είναι γεγονός, ότι ο αιτητής επικαλείται την ευρωπαϊκή οδηγία 93/13/ΕΚ για την προστασία καταναλωτών σε σχέση με πρόνοιες καταναλωτικών συμβάσεων που δεν έχουν τύχει διαπραγμάτευσης, αλλά δεν έχει παραθέσει ίχνος μαρτυρίας για να υποδείξει συγκεκριμένη ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, που θεωρείται καταχρηστική παρά την απαίτηση καλής πίστης και που να δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση. Εκ του αποτελέσματος, δεν υπάρχει ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματά τους. Αυτό που συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, είναι το αντίθετο, ήτοι ότι οφείλεται μεγάλο ποσό χρημάτων που το επωφελήθηκε ο ενάγοντας ως πρωτοφειλέτης, αλλά που δεν το πληρώνει για χρόνια. Επιπρόσθετα, δεν αναδύεται ζήτημα μη ατομικής διαπραγμάτευσης της συμφωνίας στη βάση της προσκομηθείσας μαρτυρίας. Ο αιτητής έλαβε πρωτοβουλια δηλαδή, ζήτησε και του εγκρίθηκε αίτημα αναδιάρθρωσης του δανείου στοιχείο που καταδεικνύει ατομική διαπραγμάτευση.


Όπως έχει λεχθεί στις αποφάσεις
Luis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 1453 και Fashion Box SRL v. Ferro Fashions Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 1858, όταν υπάρχει διάσταση ως προς τα γεγονότα σε ενδιάμεσες Αιτήσεις μεταξύ του Αιτητή και του προσώπου που έχει ενστεί στην Αίτηση, αυτός που έχει το βάρος απόδειξης, θα πρέπει κατά την ακρόαση της Αίτησης να αποδείξει τα γεγονότα. Σε σχέση με την εγκυρότητα της συμφωνίας, της συμφωνίας υποθήκης και τις υπόλοιπες θέσεις που έχουν προβληθεί πιο πάνω, δεν έχουν εκτεθεί τα απαιτούμενα γεγονότα για να φανεί κατά πόσο αυτές οι θέσεις συνθέτουν πραγματική υπεράσπιση στην αξίωση της Καθ’ ης η Αίτηση να πωλήσει την υποθήκη που ήταν εξασφάλιση για τη συγκεκριμένη πιστωτική διευκόλυνση με σκοπό να πληρωθεί το οφειλόμενο ποσό του δανείου. Εγείρεται θέμα ότι οι επίδικες συμφωνίες, ήταν το προϊόν αθέμιτης επιρροής ως αποτέλεσμα της δεσπόζουσας θέσης του ιδρύματος κατά παράβαση της ευρωπαϊκής οδηγίας 93/13/ΕΚ να παρατίθενται τα αναγκαία γεγονότα που να συνθέτουν τη θέση της αθέμιτης επιρροής ή της δεσπόζουσας θέσης του ιδρύματος. Το ίδιο ισχύει για τον ισχυρισμό ότι υπήρχαν παράνομες υπερχρεώσεις και τοκισμοί που ενσωματώνεται στο υπόλοιπο του δανείου. Σε αντιδιαστολή της γενικής αυτής τοποθέτησης η Καθ’ ης η Αίτηση έχει καταθέσει αναλυτική κατάσταση λογαριασμού (χρεώσεις και πιστώσεις) που αποσαφινίζει ακριβώς πως ξεκίνησε ο λογαριασμός από το «0» μέχρι το υπόλοιπο που εμφανίζεται στις 30.6.2024. Το επιτόκιο δεν φαίνεται να υπερβαίνει το συμβατικό επιτόκιο και ως υπέδειξε η Καθ’ ης η Αίτηση μετά από συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα το βασικό επιτόκιο είχε φθήνουσα πορεία. Δεν εκφράζεται τέτοια θέση με την απαιτούμενη σαφήνεια ώστε να έχω πειστεί ότι τέτοια θέση είναι πραγματική ως υπεράσπιση στην αξίωση για εκποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου προκειμένου να αποπληρωθεί το οφειλόμενο υπόλοιπο. Το ίδιο ισχύει για την υποχρέωση της Καθ’ ης η Αίτηση να πληροφορήσει τον ενυπόθηκο οφειλέτη σε σχέση με το επίδικο δάνειο. Δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι συνομολογήθηκε συμφωνία δανείου και ότι χορηγήθηκαν οι χρηματικές διευκολύνσεις του ιδρύματος. Οι πιστωτικές χορηγήσεις, ήταν το αντάλλαγμα για την παροχή της εξασφάλισης έναντι του χρέους που δόθηκε με τη μορφή της υποθήκης. Δεν καταγράφεται στην Αίτηση ποιο είναι το γεγονός που αποτέλεσε τον λόγο οι Καθ' ων η Αίτηση να παραβιάσουν τις νομικές τους υποχρεώσεις έναντι του αιτητή σε σχέση με την ιδιότητα του ως πρωτοφειλέτη του χρέους ή ως ενυπόθηκου οφειλέτη. Δεν έχει εκτεθεί κανένα γεγονός που να υποστυλώνει τη θέση ότι η συμφωνία δανείου και η συμφωνία της υποθήκης πρόκειται για άκυρη συμφωνία ως το προϊόν της καταπίεσης, πλάνης ή της αθέμιτης επιρροής. Στην περίπτωση που η δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα δεν θεμελιώνεται με ουσιώδη γεγονότα, οι θέσεις που έχουν προβληθεί συνιστούν απλά συμπεράσματα. Δεν είναι γνωστό γιατί θεωρεί ότι υπήρχε μεταξύ των μερών, που ήταν σχέση τραπεζίτη και του πελάτη της, σχέση εμπιστοσύνης ώστε να θεωρείται γνήσια θέση ότι το συνεργατικό ίδρυμα κυριάρχησε έναντι της ελεύθερης θέλησης του Αιτητή, που πράγματι επωφελήθηκε του δανείου, σύνηψε τη συμφωνία που ήταν το αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων και της ελεύθερης του θέλησης. Ούτε και προβάλλεται κάποιο γεγονός που να επεξηγεί γιατί δεν είχαν το δικαίωμα οι Καθ’ ων η Αίτηση να αποστείλουν επιστολή τερματισμού της συμφωνίας, αφ' ης στιγμής δεν είχαν αποπληρωθεί οι καθορισμένες δόσεις του δανείου και είναι αναντίλεκτο γεγονός ότι το δάνειο ήταν σε υπερημερία.

Είχε συναφθεί δάνειο. Δεν έχει προβληθεί κάποιο γεγονός που να καταδεικνύει ότι οι συμφωνίες ήταν ειδικού χαρακτήρα του είδους που αυτά θα καθιστούσαν την τράπεζα σε δεσπόζουσα σχέση έναντι του άλλου συμβαλλόμενου μέρους ή περίπτωση που εναποθέτει ειδικό‑θετικό καθήκον στην τράπεζα πληροφόρησης σε σχέση με κινδύνους της συναλλαγής. Σε κάθε περίπτωση, δεν προβάλλονται τα αναγκαία γεγονότα ώστε να εκφράζεται με σαφήνεια αυτή η θέση.

Ούτε έχει έρεισμα το επιχείρημα ότι η επίδικη υποθήκη έχει συναφθεί κατά παράβαση των άρθρων 5 και 21 εδάφιο 1 εδάφιο Γ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως 9(1)/1965 που να στερεί στον ενυπόθηκο δανειστή οφειλέτη τη δυνατότητα να εξοφλήσει το χρέος και να εξαλείψει την υποθήκη από την περιουσία του. Τέθηκε η σύμβαση υποθήκης ενώπιον μου η οποία στην όψη της, είναι καθαρή σε σχέση με τους όρους του δανείου. Με το συγκεκριμένο έγγραφο, δεσμεύτηκε το υποθηκευμένο κτήμα με το τελικό υπόλοιπο ποσό το οποίο την ημέρα της εκποίησης της υποθήκης, θα παρέμενε απλήρωτο σε σχέση με τις υποχρεώσεις για την εξασφάλιση που δόθηκε η υποθήκη μέχρι του συνολικού ποσού των €135000 επιπλέον τόκο, περιθώριο, τόκο υπερημερίας, δικαιώματα παροχής υπηρεσιών και άλλα έξοδα. Επίσης άλλος όρος της συμφωνίας υποθήκης, ήταν ότι ο τόκος θα χρεώνετο με συνολικό επιτόκιο 6.20%. Ο όρος 12 της υποθήκης είναι καθαρός ως προς το νόημά του ως προς τον τρόπο που υπολογίζεται ο τόκος και έτσι το συγκεκριμένο ποσό που εξασφάλιζε η υποθήκη, προσδιορίζεται ως προνοεί το άρθρο 21 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως 9(1)/65. Κανένα ζήτημα δεν είχε εγερθεί κατά τον επίδικο χρόνο σε σχέση με την ορθότητα του υπολοίπου που ζητείται να εισπραχθεί με την πώληση του υποθηκευμένου ακινήτου. Επομένως δεν υπάρχει μαρτυρία που να αναδεικνύει ως θέμα ουσίας τον ισχυρισμό ότι ο Αιτητής στην περίπτωση που ως πρωτοφειλέτης αποπλήρωνε το δάνειο και τις καθορισμένες δόσεις του δανείου, δεν θα είχε τη δυνατότητα να ανακτήσει το ακίνητο το οποίο είχε δώσει για εξασφάλιση για την πιστωτική διευκόλυνση που της παραχωρήθηκε. Είχε την υποχρέωση να πληρώνει συγκεκριμένο ποσό χρημάτων με καθορισμένο τρόπο στα πλαίσια δανείου, ως ήταν η περίπτωση αυτή, μέσα στο χρονικό διάστημα που προνοείται στη συμφωνία παραχώρησης πιστωτικών διευκολύνσεων. Δεν στοιχειοθετείται η θέση ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του αιτητή προς ανάκτηση του ενυπόθηκου ακινήτου. Όφειλε να προσκομίσει μαρτυρία σε σχέση με συγκεκριμένο όρο της συμφωνίας που καθιστούσε τη συμφωνία άδικη.

Στο σύγγραμμα Halsbury' s Laws of England Equitable Jurisdiction Volume 47 (2021) par 30 Unconscionable bargains taking advantage of weakness or necessity, επεξηγείται ότι στις περιπτώσεις όπου διακρίνεται η ύπαρξη άδικης συμφωνίας ως αποτέλεσμα της διαπραγματευτικής ανισορροπίας μεταξύ των μερών, δικαιολογείται η μη εφαρμογή της συμφωνίας σε σχέση με τον άδικο και καταχρηστικό όρο.
 

By reason of the fact that the terms of the contract are more unfavorable to one party than to the other (contractual imbalance) contractual imbalance or inadequacy of consideration is not however in itself a ground for relief in equity, but it may be an element in establishing such fraud as will avoid the transaction of the transaction may be so unconscionable as to afford in itself evidence of fraud". "A bargain cannot be unfair and unconscionable however unless one of the parties to it has imposed the objectionable terms in a morally reprehensible manner, that is to say in a way which affects his conscience as by taking advantage of the weakness or necessity of the other. In order that relief may be given it must be possible for the parties to be restored to their former position and hence a marriage settlement cannot be set aside.



Δύο πράγματα χρειάζεται για να αποδειχθούν ώστε να θεωρηθεί ότι ένας όρος δεν θα πρέπει να εφαρμοστεί. Το πρώτο είναι ότι θα πρέπει να καταδειχθεί ότι οι πρόνοιες της συμφωνίας είναι άδικες για ένα από τα μέρη και παράλληλα, ότι το άλλο συμβαλλόμενο μέρος έχει αποκτήσει
 άδικο πλεονέκτημα από την εφαρμογή του κατ' ισχυρισμόν καταχρηστικού όρου της συμφωνίας. Το δεύτερο που πρέπει να καταδειχθεί, είναι ότι οι συγκεκριμένοι όροι που το άλλο μέρος καταγγέλλει ότι είναι καταχρηστικοί, με κάποιον τρόπο έχουν επιβληθεί στο αδύνατο μέρος της συμφωνίας. Ειδικά σε σχέση με υποθήκες, η εφαρμογή όρου που επηρεάζει το δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή να ανακτήσει το ακίνητό του που εμπεδώνεται στις αρχές της επιείκειας (equitable right of redemption), δυνατόν να εμπίπτει σε όρο που δεν θα πρέπει να εφαρμοστεί εάν η εφαρμογή του όρου οδηγεί αντικειμενικά σε αδικία, παρέχει στον τραπεζίτη άδικο πλεονέκτημα και διαφαίνεται ότι ο όρος δεν ήταν το αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης. Αυτή η αρχή που βασίζεται στις αρχές της επιείκειας, διατυπώνεται συνοπτικά ως ακολούθως στην αγγλική υπόθεση Kragline (1914) AC 25:
 

"Prima facie the relationship between borrower and lender gives rise to the hypothesis that a mortgagor and mortgagee are not contracting on equal terms. That hypothesis can of course be displaced if the court is satisfied that the parties were really on equal terms. If the hypothesis is not displaced the court takes pains to see that terms of the bargain are not unreasonable, unfair and unconscionable. If the terms are not reasonable there is jurisdiction to remould the transaction so as to enable the borrower to redeem on payment to the lender the original principal, reasonable interest and proper costs and no more".

 
Επειδή αναγνωρίζεται δικαίωμα του ενυπόθηκου οφειλέτη σε θεραπεία στην περίπτωση αδικίας ώστε να διασφαλίζεται επαρκώς η δίκαια ανάκτηση του ακινήτου του, νοουμένου ότι ο ενυπόθηκος δανειστής πληρώσει το κεφάλαιο του δανείου και λογικό επιτόκιο, εκείνο το οποίο εξετάζει το Δικαστήριο ώστε να διαγνώσει τυχόν ζήτημα κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης σε σχέση με τη συγκεκριμένη υποθήκη, ως επεξηγήθηκε στην υπόθεση
Multiservice Bookbinding Ltd and Others n. Marden (1976 M. No. 1502) 1976 Ch. 84, είναι τα ακόλουθα:


 
"Moreover, equity may give relief against contractual terms in a mortgage transaction if they are oppressive or unconscionable, and in deciding whether or not a particular transaction falls within this category the length of time for which the contractual right to redeem is postponed may well be an important consideration. In the present case no question of this kind was or could have been raised. But equity does not reform mortgage transactions because they are unreasonable. It is concerned to see two things ‑ one that the essential requirements of a mortgage transaction are observed, and the other that oppressive or unconscionable terms are not enforced. Subject to this, it does not, in our opinion, interfere." In commenting on the use of the word "reasonable" by Romer J. In Biggs v. Hoddinott [1898] 2 Ch. 307, Sir Wilfrid Greene M.R. said at p. 459: [1979] Ch. 84 Page 109
"We do not think that the word 'unreasonable' should be interpreted as meaning that the court is to disregard the bargain made by the parties merely because it comes to the conclusion that it is an unreasonable one. A postponement of the right of redemption may be the badge of oppression, or it may be unreasonable in the sense that it renders the right of redemption illusory. We
doubt whether Romer J. Meant more than this."

Οι περιπτώσεις αυτές σύμφωνα με την απόφαση, είναι αυτές όπου καταχρηστικός όρος που καταγγέλλεται είναι αδιαφανής και μη κατανοητός. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Αιτητής παρέθεσε ως γενική θέση ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του αυτό χωρίς να τεκμηριώνεται με συγκεκριμένο τρόπο σε σχέση με συγκεκριμένο όρο της συμφωνίας και σε σχέση με τον απτό τρόπο, βάσει του οποίου επηρεάστηκε το δικαίωμα του να ανακτήσει το ακίνητο.

Το ίδιο ισχύει με τον ισχυρισμό ότι το υπόλοιπο ποσό, ενσωματώνει παράνομες αυθαίρετες και αδικαιολόγητες χρεώσεις. Δεν είναι αρκετό να προβάλλεται στα πλαίσια ένδικου δικονομικού διαβήματος το συμπέρασμα ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο χωρίς να παρατίθενται τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν το συγκεκριμένο επιχείρημα και επειδή η θέση παρατίθεται με γενικό, αόριστο και ασαφή τρόπο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση. Η σύναψη της συμφωνίας δανείου και της συμφωνίας της υποθήκης, δεν αμφισβητείται. Το δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή να προχωρήσει σε πώληση του ακινήτου, στην περίπτωση που οι πρωτοφειλέτες δεν αποπλήρωναν το δάνειο, ήταν το αντάλλαγμα για την παραχώρηση των πιστωτικών διευκολύνσεων. Το ότι οι ενυπόθηκοι δανειστές προχωρούν με την υλοποίηση της πώλησης της υποθήκης, επειδή ο πρωτοφειλέτης δεν έχει πληρώσει το ποσό το οποίο του έχει παραχωρηθεί, συνιστά εφαρμογή της συμφωνίας. Συγκεκριμένο μέτρο που θέτει επιπρόσθετα προσκόμματα στον ενυπόθηκο δανειστή να πωλήσει το υποθηκευμένο ακίνητο με την αποστολή συγκεκριμένων ειδοποιήσεων και την τέλεση συγκεκριμένων ενεργειών προκειμένου να διασφαλιστούν ελάχιστα εχέγγυα σε σχέση με τα τραπεζικά δικαιώματα του ενυπόθηκου οφειλέτη, δεν είναι κάτι που υπερβαίνει το δικαίωμα των μερών ελεύθερα να συνάπτουν συμφωνίες. Η συμφωνία υποθήκης προνοεί, ότι σε πρώτη ζήτηση από τη στιγμή που κάθε ποσό που εξασφαλίζεται με την υποθήκη καταστεί πληρωτέο, υποχρεώνεται προσωπικά ο Αιτητής να πληρώσει όλο το ποσό και σε περίπτωση που παραλείπει ο αιτητής να πληρώσει το ποσό, η Συνεργατική θα δικαιούται να πουλήσει το ενυπόθηκο ακίνητο. Η Καθ’ ης η Αίτηση μπορεί να χρησιμοποιήσει το προϊόν της πώλησης για να εξοφλήσει μερικά ή συνολικά τις υποχρεώσεις τις οποίες εξασφαλίζει η υποθήκη.

Το ενυπόθηκο ακίνητο δεν εξασφαλίζει ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό της οφειλής και η Καθ’ ης η Αίτηση με τον προγραμματισμό του πλειστηριασμού αποσκοπεί στην εκποίηση εξασφάλισης που έχει δοθεί έναντι των συγκεκριμένων πιστωτικών διευκολύνσεων. Η έναρξη της διαδικασίας εκποίησης, η οποία συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών ως επιλογή του ενυπόθηκου δανειστή σε σχέση με την παραχωρηθείσα εξασφάλιση έναντι ανταλλάγματος, δεν μπορεί να στερήσει στην Καθ’ ης η Αίτηση τα νομικά της δικαιώματα που πηγάζουν από τα συμφωνηθέντα σε σχέση με οφειλόμενο ποσό που υπερβαίνει την αξία της εξασφάλισης και σε σχέση με άλλες θεραπείες και εξασφαλίσεις που κατέχει στη βάση των συμβάσεων που θεμελιώνουν το νομικό πλαίσιο των πιστωτικών διευκολύνσεων. Το υπόλοιπο του χρέους υπερβαίνει της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου. Συνεπώς δεν είναι ορθό να τεθούν οποιαδήποτε άλλα προσκόμματα στο συμβατικό δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή να προχωρήσει με την εκποίηση της εξασφάλισης του προς αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού. Οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, δεν πληρούνται.

Για χάρη πληρότητας, αν και δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο, θα ασχοληθώ και με την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 της πιθανότητας πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στην περίπτωση που δεν χορηγηθεί το αιτούμενο διάταγμα. Το πιο σοβαρό επιχείρημα που αντιδεικνύει την έκδοση προσωρινού διατάγματος προς ματαίωση του πλειστηριασμού, είναι ότι ο Αιτητής είχε πολλές ευκαιρίες και πολλά χρόνια να αποταθεί στο Δικαστήριο για να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα στο παρελθόν. Επέλεξε να μην δράσει και αυτό, παρά το γεγονός ότι το 2023 του επιδόθηκε ειδοποίηση τύπου Ι. Επίσης καταχώρησε την παρούσα αγωγή το 2019 με την οποία αμφισβήτησε την εγκυρότητα της συμφωνίας υποθήκης που υπέγραψε ως πρωτοφειλέτης του δανείου, όμως δεν καταχώρησε ούτε τότε τέτοιο δικαστικό διάβημα. Εν τω μεταξύ το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό, ενόψει παρατεταμένης μη αποπληρωμής του οφειλόμενου ποσού έχει διογκωθεί και πλέον η αξία της εξασφάλισης που παραχωρήθηκε στην Καθ' ης η Αίτηση για να την προστατεύσει από τέτοιο ενδεχόμενο, δεν καλύπτει το οφειλόμενο ποσό.

Στα πλαίσια έκδοσης προσωρινού διατάγματος, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εισέλθει σε τόσο βάθος των γεγονότων που να εκδικαστεί η ουσία της αγωγής και να προβεί σε τελικά συμπεράσματα σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης. Γι' αυτό το Δικαστήριο πρέπει πάντοτε να επιδιώκει στο στάδιο αυτό να ενεργήσει με τρόπο που να μην ανατρέπει τις ισορροπίες. Κάποτε είναι αναγκαία η έκδοση προσωρινού διατάγματος για τη διατήρηση του «status quo», κάποτε όμως o Αιτητής αποτείνεται για θεραπεία τόσο καθυστερημένα που ανατρέπεται το «status quo» με την έκδοση του διατάγματος. Το Δικαστήριο πρέπει να προσεγγίσει το όλο ζήτημα με τον τρόπο ως υποδεικνύεται στην υπόθεση Bacardi Co v. Vinco Ltd. 1 ΑΑΔ 788 (1996).

 
«
Aν προωθηθεί η μεταφορική έννοια τότε πολύ καλά θα προκύψει ότι το το ορθό status quo ante bellum είναι η κατάσταση πραγμάτων η οποία υφίστατο αμέσως πριν από την πράξη που αποτελεί το casus belli εκτός εάν οι εχθροπραξίες καθυστερήσουν τόσο πολύ έτσι που η επίδικη πράξη να καθίσταται μέρος του status quo
 
Στην υπόθεση
Parico Aluminum Designs Ltd. V Muskita Aluminum 1 ΑΑΔ 2015 (2002) καταγράφονται τα στοιχεία που θα πρέπει να αξιολογήσει το Δικαστήριο κατά την έκδοση προσωρινού διατάγματος.

 
Εκείνο που λαμβάνεται υπόψη σε σχέση με το μη επανορθώσιμο της ζημιάς σε υποθέσεις αυτής της φύσεως, είναι η αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο είναι ιδιαίτερα εμφανής.
(Timberland Co. V. Evans & Sons Ltd κ.ά. 98) 1 Α.Α.Δ. 1179).


Πιο συγκεκριμένα, παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί το μη αναστρέψιμο της ζημιάς, ως επεξηγήθηκε στην υπόθεση
Parico, (πιο πάνω), είναι ως ακολούθως:
«Ισοζύγιο της ευχέρειας, αν το Δικαστήριο βρίσκεται σε αμφιβολία ως προς την επάρκεια των αντίστοιχων θεραπειών σε αποζημιώσεις που προσφέρονται είτε στον ενάγοντα είτε στον εναγόμενο είτε και στους δύο εγείρεται το θέμα του ισοζυγίου της ευχέρειας. Στην
American Cyanamid Co. < /span>v. Ethicon Ltd 75] 96 η Δικαστική Επιτροπή των Λόρδων έχει καθιερώσει ορισμένες κατευθυντήριες αρχές για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

Κατά την αξιολόγηση του που κλίνει το ισοζύγιο της ευχέρειας ένας σημαντικός παράγων, είναι η έκταση κατά την οποίαν τα μειονεκτήματα του κάθε μέρους θα είναι αδύνατο να αποζημιωθούν με αποζημιώσεις. Αν για παράδειγμα η έκταση της μη δυνάμενης να αποκατασταθεί ζημιάς του κάθε μέρους δεν θα διαφέρει σε μεγάλο βαθμό, το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τη σχετική δύναμη της υπόθεσης του
 κάθε μέρους όπως αποκαλύπτεται από τις ένορκες δηλώσεις που έχουν παρουσιαστεί κατά την ακρόαση της Αίτησης. Αυτός όμως είναι ο τελευταίος και όχι ο πρώτος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη. Είναι μόνο σ' αυτό το στάδιο που το Δικαστήριο δικαιούται να εξετάσει κατά πόσο υπάρχει ουσιαστική ανισότητα επί της ουσίας και ποιος από τους διαδίκους έχει περισσότερη πιθανότητα επιτυχίας. Το Δικαστήριο δεν δικαιούται, ακόμη και σ' αυτό το στάδιο, να εμπλακεί σε οτιδήποτε που μοιάζει με προκαταρκτική εκδίκαση της αγωγής πάνω σε συγκρουόμενες ένορκες δηλώσεις για να αξιολογήσει τη δυνατότητα της υπόθεσης του κάθε μέρους. Μπορεί να υπάρχουν υποθέσεις στις οποίες είναι εμφανές από τη μαρτυρία ότι δεν υπάρχει αξιόπιστη αμφισβήτηση ότι η δύναμη της υπόθεσης ενός μέρους είναι δυσανάλογη από εκείνην του άλλου μέρους. Γενικά όμως η διαδικασία στις παρεμπίπτουσες Αιτήσεις, δεν είναι η πρέπουσα για τη διεξαγωγή έρευνας σε αμφισβητούμενα γεγονότα.
Status Quo. Όπου οι άλλοι παράγοντες φαίνονται να είναι ισοζυγισμένοι, το Δικαστήριο συνήθως θα λάβει τέτοια μέτρα τα οποία σκοπό έχουν τη διατήρηση του status quo. Αν από την άλλην, ο Εναγόμενος εμποδίζεται προσωρινά από του να κάμει κάτι το οποίο δεν έκαμνε προηγουμένως, η μόνη επίδραση του παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος, σε περίπτωση που θα πετύχει στη δίκη του, είναι η αναβολή της ημερομηνίας κατά την οποίαν θα είναι σε θέση να εμπλακεί σε μία δραστηριότητα την οποίαν προηγουμένως δεν την είχε θεωρήσει αναγκαία να αναλάβει. Αν από την άλλην, ο Εναγόμενος διακόπτεται στη διεξαγωγή μίας καθιερωμένης επιχείρησης, το απαγορευτικό διάταγμα θα του προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη δυσχέρεια εφόσον θα έχει να αρχίσει πάλι να την δημιουργεί σε περίπτωση που πετύχει στη δίκη.


Η διατήρηση του
status quo συγκεκριμένα, ευνοεί τη χορήγηση απαγορευτικού διατάγματος σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου ο Εναγόμενος έχει μόλις αρχίσει να εμπλέκεται στην επίδικη πράξη και όπου οι πωλήσεις του και οι επενδύσεις του σε κεφάλαια ήταν μικρές, ενώ ο Ενάγων έχει μία δημιουργημένη επιχείρηση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι πάντοτε πιο εύκολο να γίνει ο υπολογισμός της ζημιάς την οποίαν ο Εναγόμενος θα υποστεί λόγω του απαγορευτικού διατάγματος παρά ο υπολογισμός της ζημιάς την οποίαν θα υποστεί η επιχείρηση του Ενάγοντα και η εμπορική του εύνοια αν ο Εναγόμενος δεν εμποδιστεί.

Υπάρχουν όμως ορισμένες υποθέσεις στις οποίες τα Δικαστήρια θα είναι της άποψης ότι η ζημιά στον Ενάγοντα μπορεί ευχερώς να υπολογιστεί με αναφορά στις πωλήσεις που έκαμε ο Εναγόμενος και ότι η ζημιά η οποία θα προκληθεί στον Εναγόμενο όταν τον εμποδίζεις να συμμετέχει στην αγορά το συντομότερο δυνατό, δεν είναι εύκολα υπολογίσιμη. Όπου υπάρχει μόνο ο κίνδυνος για μη δυνάμενη να προσδιοριστεί ζημιά του Ενάγοντα και βεβαιότητα για μη δυνάμενη να προσδιοριστεί ζημιά στον Εναγόμενο, το Δικαστήριο συχνά θα αρνηθεί να διατηρήσει το
status quo και να απορρίψει αξίωση για απαγορευτικό διάταγμα. Η πορεία που ακολουθεί το Δικαστήριο σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι η άρνηση χορήγησης του απαγορευτικού διατάγματος και η διαταγή για σύντομη εκδίκαση της αγωγής.
Ικανότητα πληρωμής αποζημιώσεων. Το Δικαστήριο θα λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο Εναγόμενος δεν είναι σε οικονομική θέση να αντιμετωπίσει αξίωση για σημαντικές αποζημιώσεις εναντίον του και ότι ο Ενάγων είναι πιθανόν να υποστεί ζημιές πέραν από εκείνες που
 μπορεί ο Εναγόμενος να του καταβάλει. Από την άλλην, το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη την ικανότητα ή άλλως πως του Ενάγοντα να αποζημιώσει τον Εναγόμενο με την ανάληψη υποχρέωσης για πληρωμή αποζημιώσεων. Το απλό γεγονός, ότι ένα μέρος διαθέτει πενιχρά μέσα δεν είναι συμπερασματικό για τη χορήγηση ή άρνηση απαγορευτικού διατάγματος. Το Δικαστήριο θα είναι προσεκτικό να εξετάσει αυτά τα ζητήματα, όταν οι διάδικοι είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και όπου ο Ενάγων είναι άτομο ο οποίος διαμένει εκτός δικαιοδοσίας».

Στην υπόθεση Loucas Panagiotou Estates Ltd. N Hellenic Bank Public Company Ltd Πολιτική Έφεση Ε203/2013 ημερομηνίας 11/09/2019, το Εφετείο επιβεβαίωσε την αρχή ότι με την ανεπανόρθωτη ζημιά, δεν εννοείται μόνο υλική ζημιά με την αυστηρή της έννοια.


Η τρίτη προϋπόθεση που πρέπει να πληρείται, σύμφωνα με το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60 για να δικαιολογείται η έκδοση ενός ενδιάμεσου διατάγματος, αφορά στο κατά πόσο, χωρίς την έκδοσή του, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στον Αιτητή σε μεταγενέστερο στάδιο, στην περίπτωση όπου αυτή, επιτύχει στις αξιώσεις του.
 
Στην
 Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη 1 1 Α.Α.Δ. 1245 αναφέρθηκε ότι «η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα, μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη». (Βλ. Επίσης Παπαστράτης ν. Πιερίδης 9) R1). Η πιο πάνω αντίκριση επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd 1) 1 Α.Α.Δ. 1848.

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση
Highgate Primary School Ltd κ.ά. v. Στέλιου Φυλακτίδη κ.ά. 9) 1(Α) Α.Α.Δ. 317, «η έννοια της απονομής πλήρους δικαιοσύνης δεν είναι ταυτόσημη με την αποκατάσταση μόνο της υλικής ζημιάς, αλλά είναι ευρύτερη και σ' αυτήν περιλαμβάνεται και η προστασία των δικαιωμάτων των Αιτητών. Το γεγονός δηλαδή ότι οι Εφεσείοντες μπορεί να είναι σε οικονομική κατάσταση που τους επιτρέπει να αποζημιώσουν τους Εφεσίβλητους σε περίπτωση επιτυχίας των Εφεσίβλητων στην αγωγή, δεν εξυπακούει αυτόματα ότι δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε αδικία στους Εφεσίβλητους‑Ενάγοντες, υπό την ευρύτερη έννοια».

Σε εκείνην την υπόθεση ως και στη δική μας, ήταν περίπτωση πώλησης του ακινήτου των Εφεσειόντων με τη διαδικασία του πλειστηριασμού. Η πλευρά της Εφεσίβλητης είχε αντιτάξει στο επιχείρημα των Εφεσειόντων ότι θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά εξαιτίας της πώλησης του υποθηκευμένου ακίνητου, τη θέση ότι είχε τους οικονομικούς πόρους να αποζημιώσει τους Εφεσείοντες στην περίπτωση που η απόφαση για τον πλειστηριασμό του ακινήτου εν τέλει αποφασιστεί ότι ήταν λανθασμένη. Η πρωτόδικη κρίση ότι δεν είχε καταδειχθεί η προοπτική της ανεπανόρθωτης ζημιάς από την πώληση του ακινήτου σε διαδικασία πλειστηριασμού και η απώλεια αυτής επικυρώθηκε. Ο λόγος είναι επειδή δεν είναι αυτόματο συμπέρασμα ότι η απώλεια του ακινήτου δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήματα στην περίπτωση που ήθελε φανεί ότι ήταν λανθασμένη η απόφαση για την πώλησή του. Εκείνος που προβάλλει το επιχείρημα της ανεπανόρθωτης ζημιάς, θα πρέπει να το στοιχειοθετήσει και δεν είναι αρκετό να ισχυριστεί γενικά ο Εφεσείοντας ότι στην περίπτωση που πραγματοποιηθεί ο πλειστηριασμός 'θα είναι αδύνατη η παραμονή της ιδιοκτησίας της ακίνητης περιουσίας' στα χέρια του Εφεσείοντα.


Στη δική μας την περίπτωση, δεν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ του συμπεράσματος ότι ο Αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά και της μαρτυρίας που έχουν παραθέσει για να το αποδείξουν. Όμως η αξία του ακινήτου που περιγράφεται ως χωράφι, δεν καλύπτει το ύψος του οφειλόμενου ποσού. Στην προκειμένη περίπτωση, η μαρτυρία που έχουν προσκομίσει οι Αιτητές δεν υποστηρίζει το συμπέρασμα του αιτητή ότι δεν υπάρχουν άλλες επιλογές και ότι θα επέλθει η καταστροφή στην περίπτωση που η Καθ’ ης η Αίτηση ασκήσει τα συμβατικά της δικαιώματα. Δεν υπάρχει κτήριο στο ακίνητο και αυτό περιγράφεται ως χωράφι. Το μόνο σίγουρο στη βάση αυτών των διεργασιών, είναι ότι κανένα ποσό δεν έχει πληρωθεί οικειοθελώς και ότι το χρέος διογκώνεται και ξεπερνά την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου. Ως προς τη δυνατότητα των Καθ’ ων η Αίτηση να αποζημιώσουν τους Αιτητές στην περίπτωση που ο πλειστηριασμός αποδειχτεί λανθασμένος, δεν υπάρχει καμία μαρτυρία ενώπιον μου ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν είναι φερέγγυα εταιρεία. Το δικαίωμα της αποζημίωσης διασφαλίζεται επαρκώς σε κάθε περίπτωση.

Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι δεν εκπληρώνεται καμία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 και η αίτηση απορρίπτεται και το διάταγμα ημερομηνίας 17 Μαΐου 2024 ακυρώνεται. Τα έξοδα αυτής της Αίτησης επιδικάζονται εναντίον του αιτητή και υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση 1, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

                                                          (Υπ.)…………………………….……………

                                       Ν. Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Π.Ε. Δ.

 




 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο