
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.
Αρ. Γενικής Αίτησης: 502/21
Μεταξύ:
Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ.,
Αιτήτριας
-και-
1. Παύλος Α. Παύλου
2. Μωρίν Παύλου
3. Ελπίδα Παύλου
Καθ’ ων η Αίτηση
Ημερομηνία: 22η Ιουλίου 2025
Εμφανίσεις:
Για Αιτήτρια: κα. Φυλακτού
Για Καθ’ ου η Αίτηση 1: κα. Κέστωρος
Απόφαση
(Η Απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων ηλεκτρονικά και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)
Με την υπό κρίση Γενική Αίτηση, η Αιτήτρια ζήτησε διάταγμα εγγραφής και εκτέλεσης Διαιτητικής Απόφασης που εξασφάλισε το μακρινό 2003 εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση.
Η Αίτηση βασίστηκε στα Άρθρα 2, 52 και 53 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985 (Ν.22/85), στα Άρθρα 2, 21 έως 23 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, στους, πλέον παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας – Διαταγές 2, 47, 48 θ. 1 – 4 και θ. 7, 49 και 64 και στον Κανονισμό 79 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών του 1987 (ΚΔΠ 142/87).
Συνοδεύθηκε από ένορκη δήλωση πρώην υπαλλήλου της Αιτήτριας, ο οποίος πλέον εργοδοτείται, με τα ίδια καθήκοντα, σε εταιρεία που έχει αναλάβει τη διαχείριση πιστωτικών διευκολύνσεων της Αιτήτριας. Στο ιστορικό που ο ομνύοντας παραθέτει αναφέρει ότι, μέχρι και τις 3.9.2018, η Αιτήτρια διατηρούσε άδεια Πιστωτικού Ιδρύματος, αλλά έκτοτε κατέχει άδεια λειτουργίας μη πιστωτικού ιδρύματος και άδεια λειτουργίας εταιρείας εξαγοράς πιστώσεων. Προβαίνει και σε αναδρομή στις διάφορες μετονομασίες και συγχωνεύσεις Συνεργατικών Πιστωτικών Ιδρυμάτων («ΣΠΙ»), οι οποίες ξεκίνησαν το έτος 2013 και κατέληξαν με το καθεστώς της εδώ Αιτήτριας περί το έτος 2017, παραθέτοντας σχετικά τα Τεκμήρια 1 έως 7. Ως προς το επίμαχο ζήτημα, ο ομνύοντας αναφέρει ότι στις 3.11.1997 το ΣΠΙ το οποίο η Αιτήτρια διαδέχθηκε παραχώρησε δάνειο ύψους 2000ΛΚ (δηλαδή €3,417.20) προς τον Καθ’ ου η Αίτηση 1 και οι Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3 εγγυήθηκαν τις υποχρεώσεις του. Επειδή ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 δεν εκπλήρωνε τις συμβατικές του υποχρεώσεις απέναντί του, το ΣΠΙ παρέπεμψε τη διαφορά σε διαιτησία και διαιτητής διορίστηκε κάποιος Ανδρέας Αντωνιάδης (ο «διαιτητής»), ο οποίος ειδοποίησε τους Καθ’ ων η Αίτηση στις 12.8.2003 αναφορικά με την παραπομπή. Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 υπέγραψαν δήλωση ότι ειδοποιήθηκαν για τη διαιτησία στις 11.10.2003 και η Καθ’ ης η Αίτηση 3 στις 9.10.2003. Αντίγραφό της επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 8,. Την ημέρα που ορίστηκε η διαιτησία, δηλαδή στις 30.10.2003, ο διαιτητής εξέδωσε απόφαση υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση, ως το Τεκμήριο 9. Οι Καθ’ ων η Αίτηση επιβεβαίωσαν γραπτώς ότι ειδοποιήθηκαν για την απόφαση, ως το Τεκμήριο 10. Οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν εφεσίβαλαν την απόφαση του διαιτητή εντός 21 ημερών και δεν κατέβαλαν οποιοδήποτε ποσό προς ικανοποίησή της.
Επειδή στις 22.2.21, η συνήγορος της Αιτήτριας απέσυρε την Αίτηση αναφορικά με τις Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3, ένσταση σ’ αυτή καταχώρισε μόνον ο Καθ’ ου η Αίτηση 1. Οι δε λόγοι Ένστασής που αρχικά προβλήθηκαν, περιορίστηκαν κατά την ημέρα της Ακρόασης με σχετική δήλωση της συνηγόρου του. Συνοψίζοντας τους εναπομείναντες λοιπόν λόγους Ένστασης, υπό στοιχεία (γ), (δ), (ε), (στ), (θ), (ιγ) και (ιδ), παρατηρώ ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση 1, προβάλλει, επικαλούμενος την ίδια κατ’ ουσία νομική βάση όπως και η Αίτηση, ότι: η ένορκη δήλωση που συνόδευσε την Αίτηση δεν θεμελιώνει τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά την διαιτησία ήταν παράνομη και αντίθετη προς το Σύνταγμα και τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, ότι η απόφαση δεν φέρει τ’ απαραίτητα χαρακτηριστικά έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι στερείται επαρκούς αιτιολογίας και είναι άκυρη και ότι τυχόν έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος παραβιάζει συνταγματικά δικαιώματά του, αλλά και ότι το Διάταγμα αυτό δεν είναι δίκαιο ούτε και ορθό να εκδοθεί.
Εκ μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση καταχωρήθηκε και σύντομη ένορκη δήλωση. Μ’ αυτή η πλευρά του προωθεί ότι η απόφαση της 30.10.2003 εκδόθηκε χωρίς να τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία και είναι συνεπώς άκυρη. Ο δε διαιτητής, αναφέρεται, υπέπεσε σε σωρεία λαθών και η απόφαση είναι αναιτιολόγητη χωρίς αναφορά σε γεγονότα και χωρίς ο διαιτητής να επαληθεύσει τις θέσεις της Αιητρίας. Ούτε αξιολογείται η προσκομισθείσα μαρτυρία. Καταλογίζεται επίσης στον διαιτητή ότι δεν έλαβε υπόψη τις αμφισβητήσεις του Καθ’ ου η Αίτηση 1 ως προς τους ανατοκισμούς, τις παράνομες χρεώσεις, το ύψους του επιτοκίου και τις κατά το δοκούν αυξήσεις του από την Αιτήτρια. Οι ενέργειες τούτες της Αιτήτριας ήταν παράνομες και αυθαίρετες και τα ποσά που επιδικάστηκαν ήταν αποτέλεσμά τους αντί ν’ απορριφθούν ως άδικα και καταχρηστικά. Αναφορά γίνεται και στο χρόνο που παρήλθε από την ημέρα έκδοσης της απόφασης μέχρι και την ημερομηνία καταχώρισης της Αίτησης, πλην όμως ο αντίστοιχος λόγος ένστασης εγκαταλείφθηκε μεταγενέστερα από την συνήγορο του Καθ’ ου η Αίτηση 1.
Δίχως να αντεξεταστεί οποιοσδήποτε εκ των ομνυόντων, η Ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη επί τη βάση των δύο ενόρκων δηλώσεων και των αγορεύσεων των δικηγόρων της Αιτήτριας και του Καθ’ ου η Αίτηση 1, τις οποίες προχωρώ ευθύς να συνοψίσω:
Με την αγόρευση τους οι συνήγοροι της Αιτήτριας εισηγούνται ότι η Αίτηση πληροί τις προϋποθέσεις του Νόμου και της Νομολογίας. Παραθέτουν Νομολογία που σχετίζεται με το πεδίο ελέγχου του Δικαστηρίου σε αιτήσεις εγγραφής, ειδικά όπου δεν είχε προηγουμένως εφεσιβληθεί η επίμαχη διαιτητική απόφαση και σημειώνουν ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της απόφασης, αλλά εξετάζει εάν αυτή φέρει τ’ απαραίτητα χαρακτηριστικά έγκυρης διαιτητικής απόφασης και το αν αυτή επιδόθηκε στους ενδιαφερόμενους. Εν προκειμένω, εισηγούνται, τα πιο πάνω ικανοποιούνται και η απόφαση είναι τελεσίδικη και δεσμευτική, ως καταμαρτυρείται από τα τεκμήρια της Αίτησης. Αντίθετα οι ισχυρισμοί του Καθ’ ου η Αίτηση 1 είναι ανυπόστατοι και άσχετοι, μια και πλείστοι αφορούν την ουσία της διαδικασίας κατά την οποία η απόφαση εκδόθηκε.
Εξ αντιθέτου, οι δικηγόροι του Καθ’ ου η Αίτηση αναφέρονται στη δυνατότητα του Δικαστηρίου ν’ ακυρώνει συνυποσχετικό και αναστολή διαδικασίας όταν εντοπίζει δόλο, αλλά και κακού χειρισμού από πλευράς διαιτητή. Ο διαιτητής στην υπό κρίση περίπτωση δεν ήταν αμερόληπτος επειδή διορίστηκε από την Αιτήτρια. Ο εν λόγω διαιτητής ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης της Αιτήτριας και εν όψει του ότι η διαδικασία βασιζόταν στο Άρθρο 52 του Ν. 22/85, η διαδικασία πάσχει κι έχει παραβιαστεί το δικαίωμα του Καθ’ ου η Αίτηση 1 στη δίκαιη δίκη. Το δε κείμενο της απόφασης είναι γενικό και αόριστο, αλλά και αναιτιολόγητο. Ούτε υπάρχουν πρακτικά ενώπιον του Δικαστηρίου προκειμένου να διαπιστωθεί ότι ακολουθήθηκε ορθά η διαδικασία και ότι δεν παραβιάστηκαν συνταγματικά και άλλα δικαιώματα του Καθ’ ου η Αίτηση 1.
Στρέφω την προσοχή μου στη νομική πτυχή του υπό εξέταση θέματος:
Στο Άρθρο 52 του Νόμου 22/85, προβλέπονται τα εξής:
«52.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και του Κώδικα Δεοντολογίας που εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα, με βάση τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, προς τα πιστωτικά ιδρύματα και τους δανειζόμενους σχετικά με τη διαχείριση των δανείων ή άλλων πιστωτικών διευκολύνσεων σε καθυστέρηση, οσάκις εγείρεται οιαδήποτε διαφορά αφορώσα τις εργασίες εγγεγραμμένης εταιρείας -
(α) μεταξύ μελών, πρώην μελών, προσώπων αξιούντων μέσω μελών, καταθετών, οφειλετών ή των εγγυητών τους∙ ή
(β) μεταξύ μέλους, πρώην μέλους ή προσώπου αξιούντος μέσω μέλους, πρώην μέλους ή αποβιώσαντος μέλους ή καταθέτη, χρεώστη ή πελάτη και της εταιρείας, της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής ή οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας∙ ή
(γ) μεταξύ της εταιρείας ή της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής και οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας∙ ή
(δ) μεταξύ της εταιρείας και οιασδήποτε άλλης εγγεγραμμένης εταιρείας,
η διαφορά αυτή θα παραπέμπεται από την εγγεγραμμένη εταιρεία ή από οποιοδήποτε από τα πιο πάνω πρόσωπα στον Έφορο:
Νοείται ότι –
(α) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου σε καμιά περίπτωση δεν κωλύουν εγγεγραμμένη εταιρεία ή οποιοδήποτε πρόσωπο να προσφύγει σε αρμόδιο δικαστήριο στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος εναντίον οποιουδήποτε∙
(β) ως διαφορά που αφορά τις εργασίες εγγεγραμμένης εταιρείας κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, λογίζεται και οποιαδήποτε οφειλή ή απαίτηση εγγεγραμμένης εταιρείας που έγινε αποδεκτή ή που δεν αμφισβητείται.
(2) Ο Έφορος δύναται, με τη λήψη της δυνάμει του εδαφίου (1) παραπομπής:
(α) να επιχειρήσει συνδιαλλαγή της διαφοράς ή
(β) να παραπέμπει τη διαφορά προς επίλυση σε διαιτησία, η οποία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις των Θεσμών που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (6) ή, μέχρι την έκδοσή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Διαιτησίας Νόμου και τις διατάξεις των Θεσμών 78 και 79 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών του 1987 έως 2012.
(3) Σε περίπτωση παραπομπής από τον Έφορο, της διαφοράς σε διαιτητή ή διαιτητές για επίλυση, ο Έφορος κέκτηται εξουσία καθορισμού της αμοιβής αυτού του διαιτητή ή των διαιτητών.
(4) Οποιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση οποιουδήποτε διαιτητή ή διαιτητών δύναται να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο εντός είκοσι και μιας ημερών (21) από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της απόφασης.
(5) Αν οποιαδήποτε απόφαση του διαιτητή ή των διαιτητών, με βάση το εδάφιο (2), δεν έχει εφεσιβληθεί στο δικαστήριο, σύμφωνα με το εδάφιο (4), ή αν η έφεση κατ’ αυτής εγκαταλειφθεί ή αποσυρθεί, η διαιτητική απόφαση είναι τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως εάν αυτή να ήταν απόφαση πολιτικού δικαστηρίου.
(6) Ο τρόπος διορισμού διαιτητού ή διαιτητών και ο τρόπος καθορισμού και είσπραξης των εξόδων αναφορικά με την επίλυση της διαφοράς και εν γένει οποιοδήποτε θέμα είναι δεκτικό καθορισμού για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ρυθμίζεται με Θεσμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συνεργατικών Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2014, εφόσον εξασφαλισθεί η σύμφωνη γνώμη της Κεντρικής Τράπεζας:
Νοείται ότι, οι διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 53 εφαρμόζονται και σε σχέση με Θεσμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδαφίου.»
*Εμφάσεις δοθείσες
Από το έτος 2003 το συγκεκριμένο Άρθρο τροποποιήθηκε τρεις φορές – η μία με το Νόμο 123(Ι)/2003 – παρά ταύτα, οι πρόνοιές του που εδώ ενδιαφέρουν παρέμειναν, ουσιαστικώς, αναλλοίωτες. Συνοπτικά και για ό,τι υπέχει σημασίας το Άρθρο προνοεί ότι οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ ΣΠΙ και οφειλέτη δυνατό να παραπεμφθεί σε διαιτησία. Σε περίπτωση που πρόσωπο θεωρεί ότι αδικήθηκε από απόφαση διαιτητή, δύναται να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο εντός 21 ημερών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της και σε περίπτωση που η απόφαση δεν έχει εφεσιβληθεί, τότε η απόφαση είναι τελική και εκτελείται ωσάν ν’ αποτελεί απόφαση Δικαστηρίου.
Η επίμαχη διαδικασία ρυθμιζόταν από την, πλέον παλαιά πλην όμως εφαρμοστέα, Διαταγή 47 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού, στην οποία αναφέρονται τα εξής:
«1. Whenever provision is made in any Law enabling enforcement by a Court of an order made under the Law, or the removal of such order into a Court for enforcement, application may be made ex parte to the Court or a Judge to enter the order in its book of orders, and upon leave being given the order sought to be enforced may be entered in the book of civil orders in the case of an order removed into the Supreme Court, and in the book of orders on originating applications in the case of an order removed into the District Court,
2. The application shall be accompanied by the order sought to be enforced and any certificate or other document which may by Law be required, and shall be enumbered and filed as an originating application.
3. It shall not be necessary to draw up the leave given under Rule 1 of this Order; but the order sought to be enforced when entered shall be signed by a Judge of the Court, and thereupon may be enforced as an order of the Court».
Επί του θέματος έχει αναπτυχθεί πλούσια Νομολογία, η οποία έχει ερμηνεύσει σωρεία ζητημάτων που κατά καιρούς ανέκυψαν.
Στη Απόφαση του – τότε - Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Στυλιανού ν. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Δευτεράς – Ανάγιυας, Πολ. Έφεση 92/14, ημερομηνίας 22.4.21, ECLI:CY:AD:2021:A168, αναφέρθηκαν τα εξής:
«Βασική προϋπόθεση εγγραφής της είναι η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται. Η αίτηση για εγγραφή επιδίδεται στο πρόσωπο αυτό ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει οτιδήποτε το οποίο ενδεχομένως έχει σχέση μόνο με το επίδικο θέμα που είναι η εγγραφή της Διαιτητικής απόφασης χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε άλλα θέματα αναγόμενα στην ουσία κ.λ.π. της διαφοράς αναφορικά με την οποία εκδόθηκε η Διαιτητική απόφαση […]».
Ενώ προηγουμένως, στην Απόφαση στην Νικολάου ν. Νέας Συνεργατικής Εταιρείας Αγλαντζιάς (2012) 1 Α.Α.Δ. 707, έγινε αναφορά στα όρια του ελέγχου του Δικαστηρίου, ως εξής:
«Το επαρχιακό δικαστήριο κατά την ενάσκηση των εξουσιών του στα πλαίσια διαδικασίας εγγραφής και εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης δεν ελέγχει την ορθότητα της διαιτητικής απόφασης ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Από την άλλη όμως, η διαδικασία δεν είναι απλώς τυπική εφόσον δι' αυτής επιδιώκεται η πρόσδοση δικαστικής ισχύος στη διαιτητική απόφαση για σκοπούς εκτέλεσης μέσω του επαρχιακού δικαστηρίου διά της εφαρμογής των ανάλογων δικονομικών μέτρων που εφαρμόζονται για σκοπούς εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο κάθε αίτηση που υποβάλλεται στο επαρχιακό δικαστήριο για εγγραφή και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης πρέπει να επιδίδεται στο πρόσωπο προς το οποίο στρέφεται η διαιτητική απόφαση ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει ο,τιδήποτε που ενδεχομένως έχει σχέση μόνο με το επίδικο θέμα της προώθησης της εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται σε άλλα θέματα αναγόμενα στην ουσία κλπ της διαφοράς αναφορικά με την οποία εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση».
Ως προς τα απαραίτητα χαρακτηριστικά μιας έγκυρης διαιτητικής απόφασης, στο σύγγραμμα Russell on Arbitration, 23η έκδοση, στις παραγράφους όπως τις καταγράφω πιο κάτω, εντοπίζονται τα εξής:
(α) ότι η διαιτητική απόφαση θα πρέπει να αποτελεί απόφαση,
(β) ότι η διαιτητική απόφαση θα πρέπει να είναι ολοκληρωμένη απόφαση και
(γ) ότι η διαιτητική απόφαση θα πρέπει να είναι σαφής
Τα πιο πάνω επεξηγούνται στις αντίστοιχες με τα πιο πάνω σημεία (α), (β) και (γ) παραγράφους, 6-073, 6-078 και 6-089, ως ακολούθως:
«6-073 - Any form of words amounting to a decision on the matters referred will be sufficient. No technical expressions are necessary but it is clearly desirable that the award should be in clear and unambiguous terms. The words “I am of opinion that A is entitled to claim of B £134 for non-performance of his contract” were held a sufficient award […]
6-078 - An award must be final in the sense that, in relation to the issues or claims with which it deals, it is a complete decision on the matters requiring determination […]
6-089 - An award must be certain in the sense that the tribunal’s decision on the matters dealt with must be clear from its face, as must the nature and extent of the duties it imposes on the parties […] ».
Παρόμοια προσέγγιση που εκφράζεται σύντομα και περιεκτικά εντοπίζεται και στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 2, όπου στη σελίδα 43 αναφέρει:
«No particular form of words is requisite for the validity of an award; it may be expressed in such language as the arbitrator or umpire thinks fit, provided that the meaning is clear. An ambiguous or uncertain award is bad and cannot be enforced».
Αναφορικά με το ζήτημα της απουσίας έφεσης στη διαιτητική απόφαση, στην Κυριάκου ν. Συνεργατικό Ταμιευτήριο Ιδιωτικών Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου (ΣΥ.Τ.Ι.Ε.Κ) Λτδ., Πολ. Έφεση 129/14, ημ. 21.5.2021, αναφέρθηκαν τα εξής:
«Η διαδικασία της εγγραφής της διαιτητικής απόφασης η οποία έχει γίνει τελεσίδικη δεν υποκαθιστά την έφεση. Κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο αφού ακριβώς στην περίοδο των 21 ημερών δίδεται η δυνατότητα ενδίκου μέσου κατά της διαιτητικής απόφασης. Ανοικτή επίσης είναι η δυνατότητα που έχει κάποιος, αν συντρέχουν οι αυστηρές προϋποθέσεις της νομοθεσίας και νομολογίας - να αναζητήσει ακύρωση της διαιτητικής απόφασης ή του πορίσματος […]».
Και πιο κάτω στην ίδια Απόφαση:
«[…] ο εφεσείων δεν είχε δικονομική δυνατότητα διά της ενστάσεως να εισάξει θέματα που αφορούσαν την ορθότητα της διαιτητικής απόφασης ή διαδικαστικά θέματα που ανάγονται σε ζητήματα που θα έπρεπε ο οφειλέτης να επιδιώξει να λυθούν έγκαιρα είτε δι΄ αιτήσεως απομακρύνσεως του διαιτητή, είτε ακύρωσης του πορίσματός του είτε βεβαίως δι΄ εφέσεως».
Η πιο πάνω αρχή είχε, περίπου ένα μήνα νωρίτερα, διατυπωθεί και στην Απόφαση στην υπόθεση Παράσχου ν. Περιφερειακή Συνεργατικής Πιστωτική Εταιρεία Λευκωσίας Λτδ., Πολ. Έφεση 93/14, ημ. 22.4.2021, ως ακολούθως:
«Αμφισβητείται η σαφήνεια των προνοιών της Διαιτητικής απόφασης. Το ζήτημα αυτό όμως θα μπορούσε να εγερθεί με την υπό του Άρθρου 52(4) του Νόμου προβλεπόμενη έφεση. Εφόσον η απόφαση δεν προσβλήθηκε με το προσφερόμενο έννομο μέσο, κατέστη τελεσίδικη και δεν μπορεί να εγερθεί στο στάδιο εγγραφής της απόφασης συμφώνως της Δ.47.θ.1.»
Τα πιο πάνω διαγράφουν το πλαίσιο εντός του οποίου πρόκειται να συζητήσω την εδώ κρίσιμη περίπτωση:
Ξεκινώ ν’ αναλύσω τη θέση της πλευράς της Αιτήτριας και σπεύδω να υπενθυμίσω, πρώτον, ότι ο ομνύοντας στην ένορκη δήλωση δεν αντεξετάστηκε και, δεύτερον, ότι τα απλά γεγονότα που παρέθεσε με την ένορκη του δήλωση ουδόλως αμφισβητήθηκαν. Προκύπτει εξ αυτών ότι, στο πλαίσιο συμφωνίας παροχής πιστωτικής διευκόλυνσης, ανέκυψε διαφορά μεταξύ του ΣΠΙ και του Καθ’ ου η Αίτηση 1 η οποία παραπέμφθηκε σε διαιτησία σύμφωνα με το Άρθρο 52 του Νόμου 22/85 και τους σχετικούς με αυτό Κανονισμούς. Στη διαιτησία κλήθηκαν να παραστούν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 έως 3, οι οποίοι επιβεβαίωσαν ενυπόγραφα την παραλαβή της σχετικής ειδοποίησης. Η υπογραφείσα βεβαίωση παραλαβής φέρει την ημερομηνία που επρόκειτο να διεξαχθεί η διαιτησία και τις ημερομηνίες κατά τις οποίες έκαστος εκ των Καθ’ ων η Αίτηση 1 έως 3 έλαβε ειδοποίηση. Στις 30.10.2003, έλαβε χώρα η διαιτησία. Ως καταγράφει ο διαιτητής στην υπογραμμένη απόφαση, αντίγραφο της οποίας επισυνάφθηκε στην Αίτηση, ουδείς εκ των «εναγόμενων» [sic] παρουσιάστηκε. Στην απόφαση αναφέρεται η διαφορά μεταξύ της Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Καϊμακλίου και των Καθ’ ων η Αίτηση 1, ως πρωτοφειλέτη και Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3 ως εγγυητών, για συγκεκριμένο «τρεχούμενο λογαριασμό». Αναφέρεται επίσης συγκεκριμένα το ποσό των ΛΚ2.512,85 πλέον τόκο προς 9% ετησίως μέχρι εξοφλήσεως. Ο διαιτητής προχωρεί και καταγράφει ότι έλαβε υπόψη του αποδεικτικά στοιχεία που κατέθεσε υπάλληλος της Αιτήτριας και αποφασίζει ότι το πιο πάνω «γραμμάτιο» [sic] πληρωθεί από τον πρωτοφειλέτη και τους εγγυητές του, πλέον ΛΚ30 έξοδα και όπως η απόφαση γνωστοποιηθεί στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 – 3.
Παρατηρώ τα εξής ως προς το τι περιλαμβάνει η επίμαχη διαιτητική απόφαση: Φέρει τ’ όνομα του διαιτητή και υπογράφεται από εκείνον, αναφέρει το διορισμό του, τα μέρη στη διαδικασία και τις ιδιότητες υπό τις οποίες αποτέλεσαν τέτοια μέρη, τον αριθμό λογαριασμού εις τον οποίο αφορά η ανακύψασα διαφορά και το κεφάλαιο και τους τόκους εις τα οποία αυτή ανέρχεται. Πέραν τούτων και ως ήδη κατέγραψα, αναφέρεται ότι ουδείς εκ των Καθ’ ων η Αίτηση παρουσιάστηκε κατά τη διαδικασία, αλλά και το ότι κατατέθηκαν αποδεικτικά, τα οποία ο διαιτητής έλαβε υπόψη του και βάσει αυτών αποφάσισε ότι το «πιο πάνω Γραμμάτιο» και τα έξοδα ύψους ΛΚ30, πληρωθούν από τους πρωτοφειλέτη και εγγυητές του αλλήλεγγυα.
Αδιαμφησβήτητες παρέμειναν και οι γνωστοποιήσεις που οι Καθ’ ων η Αίτηση έλαβαν, τόσο η ειδοποίηση που τους καλούσε να παραστούν στη διαδικασία, όσο και η γνωστοποίηση της εκδοθείσας διαιτητικής απόφασης.
Η δε προθεσμία των 21 ημερών που δίδεται υπό του Άρθρου 52(4) για σκοπούς καταχώρισης έφεσης σε περίπτωση που πρόσωπο που θεωρεί ότι έχει αδικηθεί από διαιτητική απόφαση, παρήλθε, εν προκειμένω, άπρακτη.
Ενδεχομένως εκ του περισσού – μια και ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης εγκαταλείφθηκε από την πλευρά του Καθ’ ου η Αίτηση – αλλά κι εν όψει του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος μεταξύ της γνωστοποίησης της απόφασης και της εδώ κρίσιμης Αίτησης, κρίνω ορθό να επισημάνω ότι βάσει Νομολογίας[1] δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός για το διάβημα της εγγραφής της απόφασης δυνάμει του Άρθρου 52 του Νόμου 22/85.
Με τα πιο πάνω κατά νου, έχω ικανοποιηθεί ότι οι βασικές προϋποθέσεις που τίθενται για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης πληρούνται μια και διαπιστώνω ότι αυτή φέρει τ’ απαραίτητα χαρακτηριστικά για να θεωρείται έγκυρη, ενώ παράλληλα έχω ικανοποιηθεί ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 έως 3 είχαν δεόντως ειδοποιηθεί τόσο για την ημερομηνία διεξαγωγής της διαιτησίας όσο και για την έκδοση της απόφασης και παρά το ότι παρήλθε διάστημα πέραν των 21 ημερών από τη γνωστοποίηση, οι ίδιοι δεν υπέβαλαν έφεση. Κατά τον τρόπο τούτο, η διαιτητική απόφαση κατέστη τελεσίδικη και δεσμευτική.
Το πιο πάνω συμπέρασμά μου σφραγίζει και την τύχη του αντίστοιχου λόγου ένστασης υπό στοιχείο (ε) που προβλήθηκε από την πλευρά του Καθ’ ου η Αίτηση 1, ότι δηλαδή η διαιτητική απόφαση στερείται τα απαραίτητα αυτά χαρακτηριστικά. Αν και ο λόγος τέθηκε κατά τρόπο γενικό, το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα καθηκόντως ως μέρος του έργου διακρίβωσης της συνδρομής των βασικών προϋποθέσεων για εγγραφή.
Ομοίως γενικά, παρατηρώ, τέθηκαν και οι λοιποί λόγοι ένστασης πλην εκείνων που αφορούν το κατ’ ισχυρισμό αναιτιολόγητο της απόφασης και στο ότι δεν αναφέρεται σε γεγονότα και δεν αξιολογεί τη μαρτυρία, δηλαδή των λόγων (στ) και (ιδ). Πράγματι στην επίμαχη απόφαση δεν φαίνεται να γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα που λήφθηκαν υπόψη, ούτε καταγράφεται το έργο αξιολόγησής τους, αλλά γίνεται μια γενική αναφορά στ’ «αποδεικτικά στοιχεία που έχουν κατατεθεί». Έχοντας αναφέρει όμως τούτο, ενόψει των προαναφερθεισών αρχών της Νομολογίας, κρίνω ότι ούτε αυτός ο λόγος ένστασης έχει οποιοδήποτε περιθώριο επιτυχίας. Από τη στιγμή που ο διαιτητής, ενεργώντας στην απουσία των Καθ’ ων η Αίτηση 1 – 3 παρά το ότι εκείνοι ειδοποιήθηκαν δεόντως για να παραστούν, καταγράφει ότι έλαβε υπόψη του τα, κατ’ ουσία αναντίλεκτα, στοιχεία που παρουσίασε ο εκπρόσωπος της Αιτήτριας και βάσει εκείνων αποφάσισε κατά τον τρόπο που το έπραξε, θεωρώ ότι οποιαδήποτε άλλη αναψηλάφηση του της απόφασής του θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη - για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας εγγραφής - ενασχόληση του Δικαστηρίου με την ουσία και ορθότητά της. Εάν οι Καθ’ ων η Αίτηση ή οποιοσδήποτε εξ αυτών προτίθεντο να βάλουν κατά της απόφασης επί της ουσίας, όφειλαν ν’ ασκήσουν το δικαίωμα έφεσης που τους παρέχεται από το Νόμο. Και οι συγκεκριμένοι λόγοι ένστασης απορρίπτονται.
Με το λόγο ένστασης υπό στοιχείο (γ) ο Καθ’ ου η Αίτηση ισχυρίζεται ότι η ένορκη δήλωση που στηρίζει την Αίτηση δεν στοιχειοθετεί τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Δεν εντοπίζεται οτιδήποτε που να συγκεκριμενοποιεί το λόγο τούτο. Πέραν τούτου, θεωρώ ότι δεν είναι ούτε ξεκάθαρο εάν ο λόγος ένστασης σκοπεί να προσβάλει την ένορκη δήλωση ως τυπικά λανθασμένη ή εάν προσβάλλει την επάρκεια της ένορκης δήλωσης ως υποστηρικτική της αιτούμενης θεραπείας. Ανεξαρτήτως ερμηνείας, καμία εκ των θεωρήσεων δεν είναι δυνατό να εκληφθεί ως βάσιμη ένσταση στην εγγραφή της διαιτητικής απόφασης και τούτο γιατί, πρώτον δεν έχει υποδειχθεί οποιαδήποτε τυπική προϋπόθεση για εγκυρότητα ένορκης δήλωσης και δεύτερον η ένορκη δήλωση κρίνεται ως αρκούντως περιεκτική στην παρουσίαση των γεγονότων και στην κατάθεση, μεταξύ άλλων, της επίμαχης διαιτητικής απόφασης και των δύο γνωστοποιήσεων. Γι’ αυτό το λόγο και αυτός ο λόγος ένστασης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Απομένει η ομάδα λόγων ένστασης υπό στοιχεία (δ), (θ) και (ιγ) με τους οποίους προσβάλλεται η ακολουθητέα διαδικασία αλλά και η εν γένει νομιμότητα της εδώ αιτούμενης θεραπείας. Ως προανέφερα, κοινό χαρακτηριστικό αυτών των λόγων ένστασης είναι η γενικότητα και η αοριστία με την οποία προβάλλονται. Ούτε στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση εντοπίζεται οτιδήποτε με τ’ οποίο να ξεκαθαρίζει που οφείλεται το παράπονο του Καθ’ ου η Αίτηση, είτε αναφορικά με τη διαδικασία, είτε ως προς την βλάβη στα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματά του. Ανέτρεξα, για σκοπούς πληρότητας, και στην αγόρευση των δικηγόρων του Καθ’ ου η Αίτηση, αλλ’ όμως χωρίς να εντοπίζω οτιδήποτε που να βοηθά τη θέση τους. Παρεμβάλλω ότι στην αγόρευση περιλαμβάνονται και ισχυρισμοί περί μεροληπτικής στάσης του διαιτητή και σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ του και της Αιτήτριας. Πέραν του ότι η γραπτή αγόρευση δικηγόρου δεν προσφέρεται για εισαγωγή ισχυρισμών γεγονότων[2], οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν περιλαμβάνονται ούτε στον λόγους ένστασης αλλά και τίποτε το απτό δεν προσφέρθηκε που να τους αποδεικνύει. Εν όψει των πιο πάνω και οι εναπομείναντες λόγοι ένστασης απορρίπτονται.
Συγκεφαλαιώνοντας καταλήγω, έχοντας απορρίψει όλους τους λόγους ένστασης, αλλ’ έχοντας επίσης προηγουμένως ικανοποιηθεί ότι η διαιτητική απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά έγκυρης διαιτητικής απόφασης, η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη και δεσμευτική και γι’ αυτή δόθηκε ειδοποίηση στους Καθ’ ων η Αίτηση, ότι η Αίτηση θα πρέπει να εγκριθεί και εγκρίνεται.
Εκδίδεται Διάταγμα του Δικαστηρίου ως το σημείο 1 της Αίτησης.
Ως προς τα έξοδα, δεν βλέπω λόγο γιατί αυτά να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα και συνεπώς τα επιδικάζω υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση 1, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
…………………………….
Π. Αγαπητός
Επαρχιακός Δικαστής
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Βλ. Στυλιανού ν. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Δευτεράς – Ανάγιυας, Πολ. Έφεση 92/14, ημερομηνίας 22.4.21, ECLI:CY:AD:2021:A168 (ως αναφέρεται στη σελίδα 7 της παρούσας ανωτέρω)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο