
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.
Αίτηση – Έφεση 180/2023 (ijustice)
Αναφορικά με τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμο του 1965, Ν. 9/65 και των μετέπειτα τροποποιητικών Νόμων
-και-
Αναφορικά με τον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο, Κεφ. 224, Άρθρο 80
Μεταξύ:
Γεώργιου Σταύρου
Εφεσείοντα
-και-
1. Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας
2. Kermia Ltd
Εφεσίβλητων
Ημερομηνία: 31η Ιουλίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Εφεσείοντα: κος Τρίγγας
Για Διευθυντή: κα Μενοίκου
Για Καθ’ ης η Αίτηση 1: κα Πανταζή
Απόφαση
(η απόφαση του Δικαστήριο αποστέλλεται στους δικηγόρους με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)
Εισαγωγή
Στη βάση του Άρθρου 80 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ. 224 (ο «Νόμος»), το Δικαστήριο ελέγχει αποφάσεις που ο Διευθυντής του Κτηματολογίου (ο «Διευθυντής») λαμβάνει στο πλαίσιο του εν λόγω Νόμου. Η Απόφαση του Διευθυντή ημερομηνίας 6.3.23 να προχωρήσει με διόρθωση λάθους στην εγγραφή διαμερίσματος, δηλαδή να διαγράψει 15 από τους 16 χώρους στάθμευσης (η «Απόφαση»), αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας (η «Έφεση»), με την οποία ο Εφεσείοντας ζητά όπως ακυρωθεί.
Η Έφεση
Συνοψίζω τους λόγους Έφεσης χωρίς, προς το παρόν να υιοθετώ οποιονδήποτε. Είναι λοιπόν θέσεις του Εφεσείοντα ότι: Η περίπτωση δεν αποτελεί περίπτωση διόρθωσης, αλλ’ απόκτηση κυριότητας και ο Διευθυντής ενήργησε ως δικαστής στην επίλυση περιουσιακής διαφοράς και αποφάσισε θέμα ιδιοκτησίας. Η Απόφαση παραβιάζει την αρχή του δεδικασμένου αφού η ίδια θεραπεία αποζητήθηκε και στην Αίτηση - Έφεση 1369/09 (η «Έφεση 1369/09»), η οποία απορρίφθηκε και κατά της οποίας δεν ασκήθηκε έφεση (σε δευτεροβάθμιο Δικαστήριο). Την 18.12.19 το ακίνητο μεταβιβάστηκε στον Εφεσείοντα από τη μητέρα του, χωρίς ένσταση από το Διευθυντή. Η δε Απόφαση είναι αυθαίρετη, καταχρηστική, χωρίς δέουσα έρευνα, δεν βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα και παράνομη, αντίθετη με τον τίτλο ιδιοκτησίας που εξέδωσε ο ίδιος ο Διευθυντής, ενώ ο ίδιος εμποδίζετο να εκδώσει την Απόφαση λόγω της συμπεριφοράς του. Επιπρόσθετα, ο Διευθυντής δεν έλαβε υπόψη ότι το Ακίνητο το αγόρασε ο πατέρας του Αιτητή το έτος 2009 με όλους τους χώρους στάθμευσης. Με την Απόφαση επιχειρείται επέμβαση στην Αγωγή 979/22 την οποία καταχώρισε ο Εφεσείοντας εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το αποτέλεσμά της Απόφασης θα είναι να αποδοθεί κυριότητα ακίνητης ιδιοκτησίας σε τρίτους, χωρίς να ληφθεί οποιοδήποτε διάβημα από εκείνους και χωρίς απόφαση Δικαστηρίου, με πρόφαση τη διόρθωση λάθους.
Στη Νομική βάση της Έφεσης περιλαμβάνονται Άρθρα 51(1), 61(1) – (3), 75 και 80 του Νόμου και οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί 1 – 3, 5 – 10 και 14 του 1956.
Η Έφεση υποστηρίζεται σε πραγματικό επίπεδο από δύο ένορκες δηλώσεις, η μία του Εφεσείοντα (η «ΕΔΕ») και η άλλη του πατέρα του Παναγιώτη Σταύρου (ο «ΠΣ»). Συνοψίζω τα όσα προβάλλονται, έχοντας λάβει υπόψη μου το πλήρες κείμενο.
Ο Εφεσείοντας αναφέρει ότι στις 18.12.19 του μεταβιβάστηκε το Ακίνητο δια δωρεάς. Το Ακίνητο περιλάμβανε και 16 χώρους στάθμευσης όπως φαίνονται στον τίτλο ιδιοκτησίας – Τεκμήριο 1. Στις 22.12.22 έλαβε ειδοποίηση από το Διευθυντή για διόρθωση λάθους δυνάμει του Άρθρου 61 του Νόμου, Τεκμήριο 2, στην οποία στις 4.1.23 υπέβαλε ένσταση δια δικηγόρου, Τεκμήριο 3 και την οποία ο Διευθυντής απέρριψε στις 6.3.23 με επιστολή, Τεκμήριο 4. Κατά τον Εφεσείοντα, ο λόγος που ο Διευθυντής αποφάσισε τη διόρθωση λάθους είναι για να παρέμβει καταχρηστικά στην Αγωγή 979/22 την οποία ο Εφεσείοντας και η προηγούμενη ιδιοκτήτρια, μητέρα του, καταχώρισαν κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με την Αγωγή 979/22 αξιώνουν αποζημιώσεις επειδή η σημείωση στο μητρώο του Διευθυντή ότι το Ακίνητο δεν έχει την αποκλειστική χρήση των χώρων στάθμευσης, αποστερεί στον Εφεσείοντα το δικαίωμα να τους χρησιμοποιεί (η «Αγωγή 979/22»). Ο Εφεσειών επίσης ισχυρίζεται ότι το ζήτημα της διόρθωσης λάθους εκδικάστηκε και στο παρελθόν με την Έφεση 1369/09 η οποία απορρίφθηκε και δεν εφεσιβλήθηκε. Η διόρθωση, συνεχίζει, ισοδυναμεί με αφαίρεση περιουσίας για την οποία το τίμημα απόκτησης καταβλήθηκε στους πωλητές, οι οποίοι δεν υπέβαλαν οποιοδήποτε παράπονο και η μεταβίβαση επ’ ονόματι της μητέρας Μυροφόρας Σταύρου («ΜΣ») του μπορεί ν’ ακυρωθεί μόνο με δικαστική απόφαση.
Στη δική του ένορκη δήλωση ο ΠΣ (η «ΕΔΠΣ») αναφέρει ότι εκείνος χειρίστηκε την αγορά του Ακινήτου, τ’ οποίο έπειτα μεταβίβασε στη σύζυγό του. Το Ακίνητο, συνεχίζει, έχει αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης σε όλους τους 16 χώρους στάθμευσης και για την αγορά του υπεβλήθη σε τεράστια έξοδα, ενώ ο προηγούμενος ιδιοκτήτης εκμεταλλευόταν τους χώρους στάθμευσης και τους ενοικίαζε. Στις 8.7.19 η σύζυγός του υπέβαλε αίτηση στο Δήμο Λευκωσίας για να μεταβιβαστούν 2 χώροι σε άλλο διαμέρισμα. Ο Δήμος Λευκωσίας δεν έφερε ένσταση και κοινοποίησε τούτο και στο Διευθυντή. Έπειτα υποβλήθηκε αίτηση στο Διευθυντή για υλοποίηση, αλλά ο Διευθυντής απάντησε απορρίπτοντας το αίτημα και ενημερώνοντας ότι θα προέβαινε σε διαγραφή του αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης των 15 χώρων, ως φαίνεται από το Τεκμήριο 1 ΕΔΠΣ. Εναντίον της εν λόγω απόφασης του Διευθυντή υπεβλήθη η Έφεση 1369/09 και στις 31.5.17 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ακύρωσε την απόφαση, ως το Τεκμήριο 2 ΕΔΠΣ. Η απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε, αλλά ο Διευθυντής δεν αφαίρεσε τη σημείωση από τα κτηματικά βιβλία, αναγκάζοντας την ΜΣ να του απευθύνει επιστολή, στην οποία ο Διευθυντής απάντησε στις 22.10.19 αναφέροντας ότι επρόκειτο να συμμορφωθεί, ως το Τεκμήριο 3 ΕΔΠΣ. Επειδή δεν συμμορφώθηκε, ο Εφεσείοντας και η ΜΣ καταχώρισαν την Αγωγή 979/22, Τεκμήριο 4 ΕΔΠΣ. Μετά την ειδοποίηση για την Αγωγή 979/22, στάλθηκε και η επίδικη ειδοποίηση διόρθωσης.
Οι Ενστάσεις
Τόσο ο Διευθυντής όσο και η Καθ’ ης η Αίτηση 2 πρόβαλαν αντίστοιχες Ενστάσεις.
Ένσταση Διευθυντή
Από πλευράς του ο Διευθυντής, στηριζόμενος σε παρόμοια Νομική βάση όπως και η Έφεση, προκρίνει, με 12 λόγους, τους οποίους συνοψίζω αμέσως πιο κάτω, ότι η Έφεση θα πρέπει ν’ απορριφθεί. Συνοπτικά ενίσταται επί των ότι: ο ίδιος δεν ενήργησε καθ’ υπέρβαση εξουσίας αλλά στο πλαίσιο του Νόμου και συγκεκριμένα η διόρθωση επιχειρείται στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης εξουσίας δυνάμει του Άρθρου 61, στο ότι η Απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και προϊόν πλήρους και ενδελεχούς έρευνας και ότι στηρίχθηκε στα πραγματικά γεγονότα υπό το φως των Νομοθετικών προνοιών, στο ότι με την Έφεση δεν προβάλλονται βάσιμοι λόγοι και δεν δικαιολογείται η έκδοση της αιτούμενης θεραπείας κι επίσης η Έφεση πάσχει επί της ουσίας επειδή είναι καταχρηστική.
Η Ένσταση του Διευθυντή στηρίζεται από μακροσκελή ένορκη δήλωση της Έλενας Μυλόρδου (η «ΕΔΕΜ»), την οποία έλαβα υπόψη μου στην πλήρη μορφή της και συνοψίζω ως ακολούθως: Η Καθ’ ης η Αίτηση 2 ανήγειρε την πολυκατοικία και ήταν η πρώτη ιδιοκτήτρια. Το 1974 η άδεια διαίρεσης που υπεβλήθη προνοούσε, μεταξύ άλλων, έκδοση 57 ξεχωριστών τίτλων ιδιοκτησίας και όπως 18 χώροι στάθμευσης εγγραφούν έναντι του εδώ επίμαχου Ακινήτου, αλλά και ότι θα διατίθεντο για τις ανάγκες της πολυκατοικίας και δεν θα πωληθούν. Προς τούτο επισυνάπτει το Τεκμήριο 1 ΕΔΕΜ. Περίπου δέκα χρόνια μετά, η Καθ’ ης η Αίτηση 2 έλαβε έγκριση για διαγραφή των 18 χώρων από το Ακίνητο για να μείνουν κοινόχρηστοι, ως το Τεκμήριο 2 ΕΔΕΜ και τον επόμενο χρόνο έλαβε έγκριση για τη μετεγγραφή 2 χώρων από το Ακίνητο σε άλλα και για τη διαγραφή των άλλων 16 προκειμένου να μείνουν κοινόχρηστοι. Μετέπειτα ζήτησε όπως ένας χώρος παραμείνει στο Ακίνητο, ως φαίνεται από το Τεκμήριο 3 ΕΔΕΜ. Στους φακέλους που ανοίχθηκαν δόθηκαν οδηγίες για υλοποίηση των πιο πάνω αλλά, εκ παραδρομής, εφαρμόστηκε μόνο το μέρος μετεγγραφής των 2 χώρων και τα μητρώα δεν ενημερώθηκαν κατάλληλα, ως φαίνεται από το Τεκμήριο 4 ΕΔΕΜ.
Έπειτα από ακόμα μια δεκαετία, το Ακίνητο πωλήθηκε από την Καθ’ ης η Αίτηση 2 σε κάποια Πολύμνια Τιμοθέου (η «ΠΤ»). Η δήλωση μεταβίβασης ανέφερε τον ένα και μόνο χώρο στάθμευσης, ως φαίνεται στο Τεκμήριο 5 ΕΔΕΜ. Έπειτα, το 1998, κατά τη διαδικασία εγγραφής της πολυκατοικίας ως κοινόκτητης οικοδομής, εντοπίστηκε το προαναφερθέν λάθος και ζητήθηκε από την τότε ιδιοκτήτρια να συγκατατεθεί στη διαγραφή των 15 χώρων, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Ο φάκελος παρέμεινε σε περαιτέρω αναμονή, καθότι δεν υπήρχε ξεκάθαρη εικόνα, εν όψει των αντίθετων απόψεων των εμπλεκομένων κατά καιρούς ιδιοκτητών και επειδή συγκεκριμένη δήλωση που είχε ζητηθεί δεν ανευρίσκετο. Προς τούτα η ομνύουσα επισύναψε σχετικό σημείωμα ως Τεκμήριο 6 ΕΔΕΜ. Το 2007 η ΠΣ μεταβίβασε το Ακίνητο στο γιο της δια δωρεάς, ο οποίος υπέγραψε ότι έλαβε γνώση της διαδικασίας διόρθωσης λάθους και ο οποίος έπειτα πώλησε το ακίνητο σε δύο άλλα πρόσωπα.
Τον επόμενο χρόνο, τα πρόσωπα εκείνα, με τη σειρά τους, πώλησαν το Ακίνητο στον ΠΣ έναντι του ποσού των €63,000 με περιγραφή «Διαμέρισμα 1 στον 9ο όροφο», ως φαίνεται στο Τεκμήριο 7 ΕΔΕΜ. Το 2009 ο ΠΣ μεταβίβασε δια δωρεάς το Ακίνητο στη σύζυγό του, την ΜΣ, η οποία επίσης έλαβε γνώση του φακέλου που αφορούσε τη διόρθωση λάθους και αποδέχθηκε τη μεταβίβαση. Κατά τη διάρκεια εξέτασης αίτησης της ΜΣ για μετεγγραφή δύο χώρων στάθμευσης, ο Δήμος Λευκωσίας δήλωσε ότι δεν έφερε ένσταση, αγνοώντας - κατά την ομνύοιυσα «προφανώς» - την ύπαρξη της σημείωσης που είχε προηγουμένως τοποθετηθεί στην άδεια διαίρεσης. Λίγες μέρες μετά η Καθ’ ης η Αίτηση 2 παραπονέθηκε, δια δικηγόρων, για απώλεια εισοδημάτων λόγω της παραμονής των χώρων στάθμευσης εγγεγραμμένων στο Ακίνητο. Μετά από 3 μήνες στάλθηκε επιστολή με την οποία κοινοποιούνταν η πρόθεση του Διευθυντή να διαγράψει τους χώρους στάθμευσης εκτός εάν προσκομιζόταν διάταγμα Δικαστηρίου, ως φαίνεται στο Τεκμήριο 8 ΕΔΕΜ και στις 16.12.09 καταχωρίστηκε η Έφεση 1369/09 από την ΜΣ. Στη διαδικασία υπεβλήθη ένσταση και ένορκες δηλώσεις στη μία εκ των οποίων φαίνονταν η τιμή πώλησης του Ακινήτου και το ότι σε, κάθε μεταβίβαση, περιλήφθηκε μόνο ένας χώρος στάθμευσης, ως φαίνεται στο Τεκμήριο 9 ΕΔΕΜ. Στις 31.5.17 εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου στην Έφεση 1369/09 της ΜΣ, μεταξύ άλλων, ακυρώνοντας την απόφαση ημερομηνίας 23.11.09. Τρείς μήνες μετά ο Διευθυντής έλαβε οδηγίες από το Γενικό Εισαγγελέα να προχωρήσει με διαδικασία εξέτασης διόρθωσης λάθους κι έτσι κι έγινε. Ανοίχθηκε φάκελος εκ νέου και η ΜΣ κλήθηκε σε συνάντηση αλλά δεν παρευρέθηκε. Αντ’ αυτού προσκόμισε άδεια διαίρεσης από το Δήμο Λευκωσίας για μετεγγραφή 6 χώρων στάθμευσης, αίτηση που δεν έγινε αποδεχτή από το Διευθυντή εν όψει της εκκρεμότητας της διόρθωσης. Έπειτα η ΜΣ μεταβίβασε δια δωρεάς το Ακίνητο στον Εφεσείοντα ο οποίος κατά τη μεταβίβαση έλαβε γνώση της διαδικασίας διόρθωσης του λάθους, ως το Τεκμήριο 10 ΕΔΕΜ.
Η ΜΣ και ο Εφεσείοντας καταχώρισαν την Αγωγή 979/22, ενώ ο Διευθυντής έδωσε οδηγίες για να προχωρήσει η διαδικασία διόρθωσης του λάθους, ετοιμάστηκε έκθεση γεγονότων και αποστάλθηκαν ειδοποιήσεις ημερομηνίας 9.11.22 σε όλους τους ενδιαφερόμενους, οι οποίοι κλήθηκαν να παραστούν σε συνάντηση στις 25.11.22, ως το Τεκμήριο 11 ΕΔΕΜ.
Η υπόθεση εξετάστηκε σύμφωνα με τα δεδομένα της επιστολής Τεκμήριο 11 ΕΔΕΜ και, τόσο κατά τη συνάντηση όσο και μετέπειτα, λήφθηκαν ορισμένες συγκαταθέσεις από ιδιοκτήτες μονάδων στην πολυκατοικία. Επειδή όμως δεν λήφθηκαν συγκαταθέσεις από όλους, αποστάλθηκε στους ενδιαφερόμενους άλλη ειδοποίηση στις 22.12.22, ως το Τεκμήριο 12 ΕΔΕΜ, αναφορικά με την πρόθεση του Διευθυντή να διορθώσει το λάθος και καλούσε αυτούς να υποβάλουν ένσταση εντός 30 ημερών σύμφωνα με το άρθρο 61(3) του Νόμου. Ο Εφεσείοντας υπέβαλε ένσταση στις 4.1.23, η οποία εξετάστηκε και απερρίφθη και ετοιμάστηκε η Απόφαση ημερομηνίας 6.3.23 η οποία επίσης αποστάλθηκε σε όλους τους ενδιαφερόμενους, ως το Τεκμήριο 13 ΕΔΕΜ.
Ένσταση Καθ’ ης η Αίτηση 2
Με άλλους 12 λόγους ένστασης η πλευρά της Καθ’ ης η Αίτηση 2 ουσιαστικά αντιστρέφει τους λόγους Έφεσης και υπεραμύνεται της Απόφασης του Διευθυντή, επίσης στηριζόμενη σε παρόμοια Νομική βάση.
Πραγματικό έρεισμα σ’ αυτή την ένσταση δίδεται με την ένορκη δήλωση της Άντρης Γεωργίου (η «ΕΔΑΓ»), η οποία, από το 1999, είναι υπεύθυνη λογιστηρίου στο Δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Καθ’ ης η Αίτηση 2 και μέλος της διαχειριστικής επιτροπής της πολυκατοικίας επί της οποίας βρίσκεται το Ακίνητο από το 2000.
Η ομνύουσα εξιστορεί ότι, αρχικά, το Ακίνητο θεωρούνταν το θυρωρείο της πολυκατοικίας και σ’ αυτό κατοικούσε ο θυρωρός με τη σύζυγό του και γι’ αυτό είχαν εγγραφεί σ’ αυτό οι κοινόχρηστοι χώροι στάθμευσης. Μετά το θάνατο της συζύγου αλλά και του ίδιου του θυρωρού, η Καθ’ ης η Αίτηση 2 πώλησε το Ακίνητο, μ’ ένα χώρο στάθμευσης, χωρίς ν’ αντιληφθεί ότι ήταν και οι υπόλοιποι εγγεγραμμένοι σ’ αυτό. Η πρόθεση τούτη φαίνεται από το Τεκμήριο 5 ΕΔΕΜ. Έκτοτε οι χώροι στάθμευσης χρησιμοποιούνται ως κοινόχρηστοι και κανένα δικαίωμα του Εφεσείοντα δεν παραβιάζει η απόφαση του Διευθυντή.
Αγορεύσεις
Με το πέρας κατάθεσης μαρτυρίας από τους διαδίκους και εφόσον ουδείς εκ των ομνυσάντων αντεξετάστηκε, οι συνήγοροί τους καταχώρισαν γραπτές Αγορεύσεις, τις οποίες έλαβα υπόψη μου στην πλήρη μορφή τους και προχωρώ, χάριν συνάφειας του κειμένου και εύκολης αναφοράς, να τις συνοψίσω.
Αγόρευση δικηγόρου του Εφεσείοντα
Στην αγόρευση τους οι δικηγόροι του Εφεσείοντα τονίζουν ότι, εν προκειμένω, ισχύει η αρχή του δεδικασμένου και προκρίνουν, με αναφορά σε Νομολογία, ότι η αρχή ισχύει όχι μόνο σε σχέση με ζητήματα που προβλήθηκαν κατά τη πρώτη διαδικασία, αλλά και σε όσα μπορούσαν να προβληθούν. Όπως και στην παρούσα περίπτωση, το αντικείμενο της Έφεσης 1369/09 αποτελούσαν οι χώροι στάθμευσης και τα γεγονότα εκδικάστηκαν και αποφασίστηκαν στην πιο πάνω Έφεση και ουδέν νεότερο προέκυψε. Ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 όφειλε, κατά τους δικηγόρους, να προβάλει όλα τα ζητήματα κατά την πρώτη διαδικασία και η διαδικασία διόρθωσης λάθους θα μπορούσε να ζητηθεί ως θεραπεία και προηγουμένως. Το ότι ο εδώ Εφεσείοντας και η ΜΣ - εφεσείουσα στην πρώτη διαδικασία - είναι διαφορετικά πρόσωπα, δεν αλλάζει το αποτέλεσμα. Οι συνήγοροι εισηγούνται ότι οι ενέργειες του Καθ’ ου η Αίτηση 1 είναι καταχρηστικές και προκρίνουν ότι ο Εφεσείοντας είναι ιδιοκτήτης περιουσίας την οποία αγόρασε από την μητέρα του και η διαδικασία που ο Διευθυντής ακολούθησε εκφεύγει της εμβέλειας του Άρθρου 61, μια και δεν αφορά σε διόρθωση λάθους αλλά σε διεκδίκηση και διακρίβωση περιουσιακών δικαιωμάτων. Με τη διαδικασία διόρθωσης, ο Διευθυντής επεμβαίνει στην Αγωγή 979/22 ενώ, τέλος, ο Διευθυντής κωλύεται να προωθεί τη διαδικασία διόρθωσης, λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος, αλλά και λόγω της συμπεριφοράς του δηλαδή ότι ήδη αποδέχθηκε τη μεταβίβαση του Ακινήτου με όλους τους χώρους στάθμευσης.
Αγορεύσεις δικηγόρων ενιστάμενων
Με τη δική τους αγόρευση η δικηγόρος του Διευθυντή αντιτάσσει ότι το ζήτημα εμπίπτει εντός της εξουσίας του να διορθώνει λάθη στη βάση του Άρθρου 61. Η επίδικη περίπτωση δεν είναι τέτοια που να εντάσσεται σ’ εκείνες που η Νομολογία έκρινε ως ν’ αφορούν επίλυση περιουσιακών διαφορών. Το λάθος, συνεχίζουν, είναι, εν προκειμένω, προφανές τόσο από τις εκτιμήσεις όσο και από τους φακέλους που ανοίχθηκαν κατά καιρούς.
Ως προς το επιχείρημα περί ύπαρξης δεδικασμένου που εγείρει η πλευρά του Εφεσείοντα, και σχετίζεται με την Έφεση 1369/09, οι συνήγοροι επισημαίνουν ότι η εκεί απόφαση ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους κι επειδή δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία του Άρθρου 61(3). Παρομοίως αποσυνδέουν και την κατ’ ισχυρισμό επίδραση της παρούσας διαδικασίας στην Αγωγή 979/22, η οποία, ως αναφέρουν, αφορά σε αποζημιώσεις.
Από μέρους της, η πλευρά της Καθ’ ης η Αίτηση 2 επίσης τονίζει ότι η παρούσα περίπτωση αφορά περίπτωση λάθους κι επομένως εφαρμογής του Άρθρου 61 του Νόμου και με αναφορά σε Νομολογία επισημαίνουν ότι ο τίτλος ιδιοκτησίας δεν είναι ο αυθεντικός οδηγός της ιδιοκτησίας αλλά μια εκ πρώτης όψεως απόδειξή της. Με αποσπάσματα από την ίδια την Απόφαση του Δικαστηρίου στην Έφεση 1369/09, προβάλλουν ότι στην προηγούμενη διαδικασία οι διάδικοι δεν ταυτίζονται και δεν αποφασίστηκε η ουσία του πράγματος και δεν δημιουργήθηκε δεδικασμένο.
Συμπληρωματική Αγόρευση δικηγόρων Εφεσείοντα
Αναφορικά με την επίδραση της παρούσας διαδικασίας στην Αγωγή 979/22, οι δικηγόροι του Εφεσείοντα δευτερολόγησαν για να αντικρούσουν τον ισχυρισμό των Καθ’ ων η Αίτηση ότι με αυτή ζητούνται αποζημιώσεις και επιμελώς παρέπεμψαν στις εκεί αιτούμενες θεραπείες που συμπεριλαμβάνουν και διατάγματα που σχετίζονται με την εφαρμογή της Απόφασης στην Έφεση 1369/09.
Νομική Πτυχή αναφορικά με το Άρθρο 61 του Νόμου
Σε εφέσεις όπως η παρούσα, το βάρος απόδειξης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί το φέρει ο εκάστοτε εφεσείοντας[1], καθώς και το βάρος να καταδείξει ότι η Απόφαση του Διευθυντή είναι εσφαλμένη[2].
Ελέγχεται δε τόσο η νομιμότητα όσο και η ορθότητα της Απόφασης στην ουσία της, ενώ, όταν υπάρχουν στοιχεία, το Δικαστήριο δύναται να αντικαταστήσει την κρίση του Διευθυντή με τη δική του[3]. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στη Νομολογία πρόκειται για εξουσία «ουσιαστικής αναψηλάφησης»[4] της Απόφασης. Έχει επίσης επισημανθεί ότι το Δικαστήριο δεν αντικαθιστά εύκολα τη δική του ευχέρεια με εκείνη του Διευθυντή, εκτός εάν υπάρχουν ισχυροί λόγοι[5].
Στην επίμαχη βασική νομοθετική πρόνοια το Άρθρο 61 του Νόμου αναφέρεται:
«(1) Ο Διευθυντής δύναται να διορθώσει οποιοδήποτε λάθος ή παράλειψη στο Κτηματικό Μητρώο ή σε οποιοδήποτε βιβλίο ή σχέδιο του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, ή σε οποιοδήποτε πιστοποιητικό εγγραφής, και κάθε τέτοιο Μητρώο, βιβλίο, σχέδιο ή πιστοποιητικό εγγραφής που διορθώθηκε με τον τρόπο αυτό έχει την ίδια εγκυρότητα και ισχύ όπως αν το λάθος αυτό ή η παράλειψη αυτή να μην είχε γίνει.
(2) Όταν λόγω λάθους, παράλειψης, ψευδούς βεβαίωσης ή ψευδούς παράστασης που έγινε καλή τη πίστει ή δόλια, διενεργηθεί οποιαδήποτε εγγραφή σε οποιοδήποτε βιβλίο Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, ο Διευθυντής δύναται, μετά την διαπίστωση των αληθινών γεγονότων, να προβεί σε ακύρωση της εγγραφής αυτής καθώς και κάθε πιστοποιητικού που σχετίζεται με την εγγραφή αυτή.
(3) Καμιά τροποποίηση, διόρθωση ή ακύρωση δεν διενεργείται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) ή (2) εκτός αν δοθεί από το Διευθυντή προηγούμενη ειδοποίηση τριάντα ημερών σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δυνατό να επηρεάζεται από αυτή, και οποιοδήποτε πρόσωπο δύναται, εντός της περιόδου των τριάντα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία δόθηκε η ειδοποίηση αυτή, να καταχωρήσει ένσταση στο Διευθυντή ο οποίος για τούτο εξετάζει αυτή και δίνει ειδοποίηση για την απόφαση του επί αυτής στον ενιστάμενο».
Κρίσιμο εν προκειμένω θεωρώ είναι το γεγονός ότι η Νομολογία μας, έχει αναγνωρίσει το ιδιότυπο του ρόλου του Διευθυντή κατά τη λήψη απόφασης με βάση το Άρθρο 61 του Νόμου. Αναφορά γίνεται σε δύο αποφάσεις του τότε Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Re A.P. Laniti Ltd (1983) 1 C.L.R. 820 και Σολομώντος ν. Παπανεοκλή (1992) 1 Α.Α.Δ. 906 όπου αφενός στην πρώτη αναφέρθηκε ότι:
«[δ]εν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι ο Διευθυντής, ενεργώντας στη βάση του Άρθρου 61 του Κεφ. 224, ενεργεί υπό διοικητική ιδιότητα, για το σκοπό τη ρύθμισης, στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, αστικά δικαιώματα* (βλ. Επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, Valana v. The Republic, 3 R.S.C.C. 91)».
Και αφετέρου στη δεύτερη ότι:
«ο Διευθυντής ενεργεί στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου είτε ως αμιγές διοικητικό όργανο, αν μπορεί να χρησιμοποιηθει ο όρος, προκειμένου, δηλαδή, να εκτελέσει αμιγώς διοικητικά καθήκοντα είτε ως διαιτητής υπό την οιωνεί δικαστική ιδιότητα που ορισμένες πρόνοιες του Νόμου του προσδίδουν».
*Έμφαση δοθείσα.
Ως προς την ερμηνεία της εμβέλειας του Άρθρου 61 του Νόμου, το μακρινό 1975, το Ανώτατο Δικαστήριο στη Socratous v. Mezou (1975) 1 C.L.R. 62, αναλύοντας τις αυθεντίες, ανέφερε τα εξής:
«[…] when evidence is required to be heard by the director concerning legal rights in land, in order to enable him to correct any error or omission in the Land Register or any certificate of registration, the machinery provided under s. 61 should not be put into motion, because the remedy lies in a Civil Court with all the safeguards as to evidence on oath, admissibility of evidence and, generally the fundamental rules of the administration of justice […]».
Στην Παναγιώτου ν. Χ”Kυριάκου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362 αναφέρθηκαν τα εξής:
«Η εφαρμογή του Άρθρου 61 περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που το λάθος μπορεί να ευρεθεί και να διορθωθεί από τα σχέδια και βιβλία του Κτηματολογίου, χωρίς περαιτέρω έρευνα […]».
Ενώ στην υπόθεση Φιλίππου ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 448, ο Δικαστής Πικής παρέθεσε τα εξής βοηθητικά ως προς την εξουσία του Διευθυντή:
«Η διόρθωση λάθους συνιστά κατ' εξοχή διοικητική λειτουργία η οποία ανάγεται στην αρμοδιότητα του τμήματος το οποίο είναι υπεύθυνο για το λάθος. Άλλωστε, το Κτηματολόγιο είναι εξόχως σε θέση να διαπιστώσει λάθη σε κτηματολογικές εγγραφές και μητρώα. Πρόκειται για διοικητική λειτουργία στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. Ο δικαστικός έλεγχος που προβλέπεται από το άρθρο 80 διασφαλίζει στο ακέραιο το δικαίωμα του πολίτη για προσφυγή στο δικαστήριο για την προστασία των δικαιωμάτων του που θίγονται από σφάλματα των διοικητικών Αρχών. Εφόσο το θέμα αφορά κατ' εξοχή ιδιωτικά δικαιώματα, δικαιοδοσία για την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης παρέχεται στα πολιτικά δικαστήρια της χώρας […]. Η απόφαση Hassidof Abraham v. Paul Antoine-Aristide Santi and Others (1970) 1 C.L.R. 220, ρίπτει κάποια σκιά στην αρχή που διατυπώνεται στην απόφαση Papa Loizou (ανωτέρω). Η αμφισβήτηση προκύπτει από τις παρατηρήσεις του δικαστηρίου ότι το άρθρο 61 δεν καλύπτει περίπλοκες υποθέσεις κτηματολογικών λαθών, ιδίως εκείνες που πηγάζουν από αναφορά σε γεγονότα που ανάγονται στο απώτερο παρελθόν. Οι παρατηρήσεις αυτές δεν περιέχονται στο λόγο (ratio) της απόφασης ο οποίος περιορίζεται στην αρχή ότι υποθέσεις διπλής εγγραφής κτήματος εκφεύγουν των προνοιών του άρθρου 61 του Κεφ. 224. Ο λόγος της Hassidof (ανωτέρω) δεν τίθεται υπό κρίση σ' αυτή την υπόθεση. Επισημαίνεται ότι στη Hassidof η έρευνα του κτηματολογίου δεν περιορίστηκε στον έλεγχο των κτηματολογικών στοιχείων αλλά επεκτάθηκε στη διερεύνηση και αξιολόγηση μαρτυρίας, και μάλιστα απαράδεκτης (inadmissible) κατά το δίκαιο της αποδείξεως, πέραν και έξω από τα όρια των αρμοδιοτήτων που παρέχει το άρθρο 61. Όπως και στην περίπτωση επίλυσης συνοριακών διαφορών [Ibrahim (ανωτέρω)], που καλύπτεται από το άρθρο 58, έτσι και στην περίπτωση του άρθρου 61 η φύση της διαφοράς που υπόκειται σε αρμοδιότητα του διευθυντή του Κτηματολογίου, και μπορεί να επιλυθεί από το διευθυντή, περιορίζεται σε κτηματολογικά θέματα της αρμοδιότητάς του που η πραγματογνωμοσύνη του τμήματος και τα μέσα και στοιχεία στη διάθεσή τους καθιστούν τις κτηματολογικές αρχές το φυσιολογικό φορέα επίλυσής τους.»
Μετέπειτα, στην Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 749, και πάλι ο Δικαστής Πικής, συγκεφαλαιώνοντας τις αρχές, ανέφερε:
«Δεν πρέπει να διαλανθάνει της προσοχής μας ότι το πιστοποιητικό εγγραφής δεν είναι ο αυθεντικός οδηγός της ιδιοκτησίας, αλλά η εκ πρώτης όψεως απόδειξή της. Αυθεντικό οδηγό της ιδιοκτησίας αποτελεί ο συσχετισμός τεμαχίου προς το κτηματολογικό σχέδιο. Αυτό προβλέπει το άρθρο 50 του νόμου. Όταν η ιδιοκτησία δεν μπορεί να προσδιορισθεί με τον τρόπο που καθορίζει ο νόμος λόγω λάθους στα σχέδια, βιβλία και εγγραφές του Κτηματολογίου, τότε υπεισέρχεται το άρθρο 61 ώστε να αποκαθαρισθούν από το λάθος τα σχέδια και μητρώα και να δώσουν αυθεντική εικόνα της ιδιοκτησίας. Το άρθρο 61 πραγματεύεται λάθη και παραλείψεις στα κτηματολογικά σχέδια, βιβλία και εγγραφές και παρέχει εξουσία για τη διόρθωσή τους. Σκοπεί στην αποκατάσταση των προϋποθέσεων για τον καθορισμό της ιδιοκτησίας· ποιά έκταση γης καλύπτει. Όταν υπάρχουν αντεκδικήσεις ως προς την ιδιοκτησία συγκεκριμένου τεμαχίου, όπως ήταν η περίπτωση στην υπόθεση Hassidoff, (υπόθεση διπλής εγγραφής), το θέμα εκφεύγει των αρμοδιοτήτων του Διευθυντή. Αποτελεί περιουσιακή διαφορά η οποία λύεται με αναφορά στα δικαιώματα εκατέρου των διαδίκων στο κτήμα. Το ζητούμενο σ' εκείνη την περίπτωση είναι σε ποιό ανήκει το συγκεκριμένο ακίνητο και όχι τί καλύπτει».
Σε μια ανασκόπηση της - μέχρι τότε - Νομολογίας, το Ανώτατο Δικαστήριο στην Απόφασή του στην υπόθεση Διευθυντής Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ν. Σταύρου κ.α. (2015) 1 Α.Α.Δ. 711, αναγνώρισε, μεταξύ άλλων, ότι:
«σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι σαφείς οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ περιουσιακής διαφοράς και παράλειψης ή λάθους του Κτηματολογίου, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί αρκετή νομολογία επί του θέματος».
Τα πιο πάνω διαγράφουν το πλαίσιο εντός του οποίο πρόκειται ν’ αναλύσω το κατά πόσο η παρούσα περίπτωση εμπίπτει εντός της εμβέλειας του Άρθρου 61 του Νόμου.
Όμως, το ζήτημα τούτο δεν είναι το μόνο που έχει τεθεί κι εκκρεμεί προς κρίση. Χάριν ευχέρειας, τη νομική πτυχή του πλήρους φάσματος των λοιπών εγειρόμενων ζητημάτων συζητώ πιο κάτω στις αντίστοιχες υποενότητες.
Ανάλυση κι εκτίμηση Δικαστηρίου
Κατά πόσο ο Διευθυντής κωλύεται να προβεί στη διαδικασία διόρθωσης ή και να προβάλλει την ένσταση που πρόβαλε στην παρούσα Έφεση
Προέχει, ως ζήτημα – φρονώ - καθοριστικό του εν γένει δικαιώματος του Διευθυντή ν’ αποφασίσει ως η επιστολή του 6.3.23, η διακρίβωση του κατά πόσο ισχύει η θέση της πλευράς του Εφεσείοντα περί ύπαρξης κωλυμάτων. Η πλευρά του Εφεσείοντα επικαλέστηκε τόσο την αρχή του δεδικασμένου, όσο και την αρχή του κωλύματος γενικότερα, αλλά και ότι η διαδικασία αποτελεί κατάχρηση. Για τις διάφορες εκφάνσεις της αρχής θ’ αναφερθώ πιο κάτω, όμως προτού ενδιατρίψω στις αυθεντίες, κρίνω σκόπιμο να υποδείξω ότι θεωρώ ότι η παρούσα περίπτωση δεν αποτελεί συνήθη επίκληση της αρχής. Ο εδώ Εφεσείοντας φαίνεται να ισχυρίζεται ότι ο Διευθυντής, αφενός, κωλύεται στο να προωθεί τη διαδικασία του Άρθρου 61 του Νόμου λόγω της προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της Έφεσης 1369/09 και, αφετέρου, ότι κωλύεται από το να βασίσει την Ένστασή του στην παρούσα Έφεση στις πρόνοιες του Άρθρου 61 του Νόμου ως ζήτημα που εκδικάστηκε στο πλαίσιο της προηγούμενης Έφεσης 1369/09. Το Δικαστήριο πρόκειται να εξετάσει το θέμα αναφορικά με το σύνολο των πιθανών ερμηνειών και προεκτάσεών του.
Η αρχή του δεδικασμένου απασχόλησε πρόσφατα το Εφετείο στις αποφάσεις του στις υποθέσεις Alpha Panareti Public Ltd. v. Ανθούλλας Αράπη κ.α., Πολ. Έφεση 125/19, ημ. 15.11.24 και Χρήστος Χατζηγεωργίου & Υιοί Λιμιτεδ. ν. Ονούφριος Παπασάββα, Πολ. Έφεση 83/19, ημ. 14.1.25. Στη Χατζηγεωργίου (ανωτέρω) το Δικαστήριο προέβη σε αναφορές στην Αγγλική υπόθεση Nayif v High Commission of Brunei Darussalam [2015] 4 All ER 159, 160, η οποία με τη σειρά της παραπέμπει στην ανάλυση του Λόρδου Sumption στην υπόθεση Virgin Atlantic Airways Limited v Zodiac Seats UK Limited (formerly known as Contour Aerospace Limited) [2014] AC 160. Στην ενδελεχή ανάλυση στην Virgin Atlantic (ανωτέρω), αναγνωρίζονται πέντε γενικές αρχές δεδικασμένου, οι οποίες συνοπτικά κι ελεύθερα μεταφρασμένες είναι: (α) το κώλυμα λόγω αιτίας αγωγής, (β) κώλυμα στο να επαναφέρει την αγωγή για περαιτέρω αξίωση όταν ο ενάγων πέτυχε στην πρώτη αγωγή και δεν πρόσβαλε το αποτέλεσμα, (γ) το δόγμα της συγχώνευσης, με το οποίο αναφέρεται ότι άπαξ κι εκδόθηκε απόφαση επί κάποιας αιτίας αγωγής, ο ενάγοντας έχει δικαίωμα μόνο επί της εκδοθείσας απόφασης, (δ) κώλυμα λόγω επίδικου θέματος και (ε) κώλυμα έγερσης ζητημάτων σε μετέπειτα διαδικασία τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν στην πρώτη. Στις πιο πάνω προστίθεται και η ευρύτερη αρχή – ή καλύτερα ο δικονομικός κανόνας – απαγόρευσης της κατάχρησης διαδικασίας. Στη Nayif (επίσης ανωτέρω), το Court of Appeal ανέφερε, σχολιάζοντας το σκεπτικό των αυθεντιών, ότι η πολιτική που παρονομάζει τις αρχές είναι το επιθυμητό της τελεσιδικίας στη δικαστική διαδικασία, ως επιταγή του δημόσιου συμφέροντος να μην προκαλείται συμφόρηση στα Δικαστήριο από επανεκδικάσεις των ίδιων θεμάτων, όσο και του ιδιωτικού συμφέροντος να μην βαρύνεται κάποιος δύο φορές με την ίδια διαδικασία για το ίδιο θέμα[6]. Παρόμοια αναφορά γίνεται και από το Κυπριακό Εφετείο στην Χατζηγεωργίου (ανωτέρω).
Οι Κυπριακές αυθεντίες συνοψίζουν το ζήτημα του δεδικασμένου ως εξής:
«Το κώλυμα λόγω δεδικασμένου συναρτάται με την αρχή της τελεσιδικίας που είναι προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος (βλ. K.S.R. Commercio S.A. κ.α. v. Bluecoral Navigation Ltd. (1995) 1 Α.Α.Δ. 309 και Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298). Έχει δύο εκφάνσεις. Το κώλυμα λόγω αιτίας αγωγής (cause of action estoppel) και το κώλυμα επίδικου θέματος (issue estoppel). Ανεξαρτήτως έκφανσης, για να πετύχει η επίκληση του κωλύματος θα πρέπει (α) η απόφαση στην προηγηθείσα διαδικασία να είναι τελεσίδικη, να υπάρχει (β) ταύτιση διαδίκων, (γ) ταύτιση ιδιότητας διαδίκων και (δ) ταύτιση επιδίκων θεμάτων (βλ. Χριστοφίδης κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (2011) 1Γ Α.Α.Δ. 2166, Μιχαήλ ν. Σκουτέλλα (2008) 1 Α.Α.Δ. 1125)»[7].
Με τις πιο πάνω αρχές κατά νου αλλά και έχοντας υποδείξει την ιδιαιτερότητα της λειτουργίας του Διευθυντή, αλλά και της περίπτωσης γενικά που δεν αποτελεί κλασσική αγωγή - απαίτηση, σπεύδω να εξετάσω το εδώ επίμαχο ζήτημα. Όσο διευρυμένα και να ιδωθεί η αρχή του δεδικασμένου, οι ιδιότητες των εδώ εμπλεκομένων μερών, αλλά και η ίδια η υπό του Νόμου ακολουθητέα διαδικασία στο πλαίσιο των εξουσιών του Διευθυντή, δεν συνηγορούν, θεωρώ, στ’ ότι πράγματι μπορεί να ισχύει στην προκείμενη περίπτωση. Εξηγώ:
Έχοντας κατά νου τα όσα αναφέρθηκαν στις αποφάσεις A. P. Laniti Ltd. και Σολομώντος (αμφότερες ανωτέρω), προκειμένου η προηγούμενη Απόφαση του Δικαστηρίου στην Έφεση ν’ αποτελούσε δέσμευση στη βάση δεδικασμένου, θα έπρεπε ν’ αποτελούσε κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, αναγκαία για την επίλυση επίδικου θέματος[8]. Τα ουσιαστικά ευρήματα και κατάληξη της Απόφασης στην Έφεση 1369/09 είναι τα εξής: Η Καθ’ ης η Αίτηση 2 υπέβαλε αίτημα τροποποίησης που, εάν υλοποιούνταν από το Διευθυντή, θα είχε ως αποτέλεσμα τη διαγραφή των χώρων στάθμευσης από την εγγραφή του Ακινήτου εκτός του ενός χώρου στάθμευσης υπ’ αριθμό 51. Η διαδικασία αδράνησε και υλοποιήθηκαν αλλαγές μερικώς. Η μεταβίβαση του Ακινήτου στο όνομα της ΠΤ προχώρησε με τη δήλωση πώλησης ν’ αναφέρει ότι μεταβιβάζεται μαζί και ο χώρος στάθμευσης αριθμός 51. Η δε μετέπειτα προσπάθεια διαγραφής των λοιπών χώρων συνάντησε την ένσταση της ΠΤ. Αναφορικά με την προσπάθεια διαγραφής δεν ήταν σαφές το κατά πόσο κοινοποιήθηκε σχετική απόφαση του Διευθυντή. Η αίτηση διόρθωσης αναφερόταν στη δήλωση μεταβίβασης από την ΠΤ στο γιο της, ο οποίος, με τη σειρά του μεταβίβασε το Ακίνητο σε άλλο πρόσωπο, αλλά η συγκεκριμένη δήλωση μεταβίβασης δεν ανευρέθηκε. Η επόμενη μεταβίβαση ήταν προς τον ΠΣ, αλλά στη δήλωση δεν φαίνεται να συμπεριλήφθηκε η ίδια σημείωση περί εκκρεμότητας της αίτησης διαγραφής, ενώ στην μετέπειτα δωρεά του ΠΣ προς την ΜΣ, η σημείωση φαίνεται. Η ΜΣ αιτήθηκε τη μεταβίβαση 2 χώρων στάθμευσης και στις 23.11.2009 ο Διευθυντής απάντησε ότι το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης στους χώρους στάθμευσης, εκτός του χώρου με αριθμό 51, θα έπρεπε να είχε διαγραφεί και ότι προτίθεται να το πράξει, εκτός αν προσκομιστεί σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου εντός 30 ημερών. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι, δυνάμει του Άρθρου 80 του Νόμου, η ΜΣ είχε δικαίωμα να προσβάλει συγκεκριμένο σκέλος της ειδοποίησης του Διευθυντή, αλλά κατέληξε ότι δεν ήταν σαφές επί ποιας νομικής βάσης ενήργησε ο Διευθυντής. Εάν σκόπευε να προχωρήσει με διόρθωση λάθους στη βάση του Άρθρου 61(3), τότε η διαδικασία πάσχει επειδή δεν ακολουθήθηκε ορθά κι επομένως και από τη στιγμή που δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία η απόφαση του Διευθυντή λήφθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας. Εάν από την άλλη η θεώρηση του Διευθυντή ήταν ότι το ζήτημα άπτετο επίλυσης περιουσιακής διαφοράς, τότε δεν θα μπορούσε εφαρμοστεί το Άρθρο 61.
Οι πιο πάνω αναφορές του Δικαστηρίου στην Έφεση 1369/09, αλλά και η ίδια η κατάληξή του καθιστούν, φρονώ, πρόδηλο ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε επί της ουσίας την ορθότητα απόφασης του Διευθυντή στη βάση του Άρθρου 61 του Νόμου. Μάλιστα ήταν η διαπίστωσή του ότι δεν ήταν ξεκάθαρο εάν η διαδικασία που προβλέπεται ακολουθήθηκε, αλλά και ότι, εάν ο Διευθυντής σκόπευε να διορθώσει λάθος τότε θα έπρεπε να προωθήσει τη διαδικασία στην ορθή βάση. Ξεκαθαρίζω ότι η αναφορά του Δικαστηρίου σε επίλυση περιουσιακής διαφοράς δεν αποτελούσε δική του κρίση επί του ζητήματος, αλλά παράθεση πιθανής αντιφατικής θεώρησης από μέρους του Διευθυντή, η οποία, κατά θεωρίαν, θ’ απέκλειε και αυτομάτως την περίπτωση από την εμβέλεια του Άρθρου 61, σύμφωνα με τη Νομολογία. Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο, έχοντας αποφασίσει ότι δεν είχε ακολουθηθεί η ορθή διαδικασία ακύρωσε την απόφαση, χωρίς να χρειαστεί να εξετάσει κατά πόσο η περίπτωση πράγματι ενέπιπτε στην εμβέλεια του Άρθρου 61 - η χρήση του οποίου από το Διευθυντή παρέμεινε κατ’ ελάχιστον αμφίβολη - ή εάν αποτελούσε διαφορά που άπτεται περιουσιακών δικαιωμάτων.
Πιστεύω συναφώς ότι η ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή χωρίς εξέταση της ουσίας και χωρίς αντικατάστασή της, δεν ικανοποιεί, υπό τις παρούσες περιστάσεις, την προϋπόθεση της τελεσιδικίας ούτως ώστε να είναι δυνατή η επίκληση κι εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο: Τυχόν επικράτηση της θέσης της πλευράς του Εφεσείοντα θα οδηγούσε, αναπόφευκτα, και στο αποτέλεσμα ότι άπαξ κι εκδόθηκε Απόφαση Δικαστηρίου στο πλαίσιο έφεσης κατά απόφασης του Διευθυντή, τότε ο Διευθυντής αλλά και – ως μπορώ να αντιληφθώ εκ του τρόπου που προβάλλεται το επιχείρημα - το Δικαστήριο κωλύεται, άνευ ετέρου, από το να επανεξετάσει το θέμα. Δεν έχει όμως υποδειχθεί στο Δικαστήριο οποιαδήποτε αρχή δικαίου που να υποστηρίζει τούτο και που να καθιστά τοιουτοτρόπως τυχόν ακύρωση απόφασης του Διευθυντή εμπόδιο στην επανεξέταση του ίδιου ζητήματος από το Διευθυντή, ειδικά στο πλαίσιο της sui generis εξουσίας που του παρέχεται από το Νόμο, η οποία έχει ερμηνευθεί ως διοικητική λειτουργία προς ρύθμιση αστικών δικαιωμάτων[9]. Μια τέτοια θεώρηση, πιστεύω, θα σήμαινε και ότι, τυχόν ακύρωση απόφασης του Διευθυντή - και δη ακύρωση χωρίς αντικατάστασή της, ακόμη και χωρίς επί της ουσίας δήλωσης καθοριστικής των δικαιωμάτων των μερών από το Δικαστήριο – θ’ άφηνε ζητήματα, τα οποία θα έπρεπε να επιλυθούν στο πλαίσιο της υπό του Νόμου λειτουργείας του, ως, τελεσιδίκως, άλυτα. Η πιθανότητα ν’ ακυρωθεί απόφαση του Διευθυντή από το Δικαστήριο πέραν της μίας φοράς, δεν ανατρέπει την πιο πάνω διαπίστωση, ενόψει και της πλειάδας των λόγων για τους οποίους η ακύρωση θα μπορούσε ν’ αποφασιστεί. Είναι επίσης η άποψη του παρόντος Δικαστηρίου ότι, ασκώντας διοικητικής φύσεως λειτουργία κατά την εξέταση ζητήματος στη βάση του Άρθρου 61 του Νόμου, ο Διευθυντής δεσμεύεται από τα ευρήματα του Δικαστηρίου – εν προκειμένω εκείνα της Απόφασης στην Έφεση 1369/09 - ως προς τα ουσιώδη γεγονότα για να τα λάβει ως δεδομένα, κατά την επανεξέταση[10]. Τέτοια ουσιαστικά ευρήματα του Δικαστηρίου στην Έφεση 1369/09 δεν έγιναν, μια και διαπιστώθηκε παράλειψη ν’ ακολουθηθεί η οποιαδήποτε προβλεπόμενη υπό του Νόμου διαδικασία. Η θεώρηση τούτη βρίσκει, κατ’ αναλογία, έρεισμα και στις υποθέσεις Δικαστικής αναθεώρησης (Judicial Review) στην Αγγλία[11]
Έχοντας παρατηρήσει τα πιο πάνω, είναι επίσης η άποψή μου ότι η ακύρωση της Απόφασης του Διευθυντή στην προηγούμενη διαδικασία χωρίς να εξεταστεί το αντικείμενο της παρούσας Έφεσης - δηλαδή η ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή στη βάση της διαδικασίας που στην παρούσα περίπτωση ακολούθησε - δεν αποτελούσε εμπόδιο στο Διευθυντή να προχωρήσει με την ορθή διαδικασία προς επίλυση του τι εκείνος θεωρούσε ως εκκρεμότητα, χωρίς βεβαίως απ’ αυτό και μόνο να επικυρώνεται a priori η ουσία των ενεργειών του.
Υπενθυμίζεται, ενδεχομένως εκ του περισσού αλλά για σκοπούς πληρότητας, ότι στην παρούσα διαδικασία ενώ προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή 6.3.23, δεν προσβάλλεται με οποιοδήποτε εκ των προβαλλόμενων λόγων Ένστασης το ορθό της διαδικασίας που ο Διευθυντής ακολούθησε κατά τη λήψη της. Σε τούτο το πλαίσιο και χωρίς να έχει προηγουμένως εξεταστεί επί της ουσίας, η εδώ χρήση όμοιου πραγματικού υποβάθρου και όμοιας επιχειρηματολογίας από πλευράς του Διευθυντή αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους έκρινε ορθό όπως προβεί στη διόρθωση λάθους, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι προσκρούει στην αρχή του δεδικασμένου λόγω επίδικου θέματος. Αφενός κάποια ταύτιση γεγονότων που συναποτελούν το σκεπτικό της απόφασής του είναι αναπόδραστη και αφετέρου η επανεξέταση, εντός του ορθού διαδικαστικού πλαισίου που θέτει το Άρθρο 61(3), για τους λόγους που παρέθεσα, είναι επιτρεπτή.
Η πιο πάνω ανάλυση σφραγίζει θεωρώ και την τύχη του άλλου επιχειρήματος περί κατάχρησης διαδικασιών εκ μέρους του Διευθυντή. Με την ακύρωση μέρους της απόφασής του Διευθυντή που λήφθηκε το 2009 λόγω του ότι δεν ακολούθησε την ορθή διαδικασία, το ζήτημα του κατά πόσο οι χώροι στάθμευσης ήταν, εκ λάθους, εγγεγραμμένοι στον τίτλο του Ακινήτου ή αντίθετα εάν αφορούσαν σε περιουσιακό δικαίωμα, παρέμεινε να εκκρεμεί. Από πλευράς Καθ’ ης η Αίτηση 2 η εναλλακτική επιλογή θα ήταν να καταχωρήσει απαίτηση στη βάση της οποίας θα αξίωνε τη διαγραφή των επίμαχων χώρων στάθμευσης και μετεγγραφή των ως κοινόχρηστων, στο πλαίσιο όμως της καθορισμού του ζητήματος ως περιουσιακής διαφοράς. Τούτο θα προϋπέθετε και την εκ μέρους της αποδοχή ότι πράγματι η διαφορά εκφεύγει του πλαισίου του Άρθρου 61 του Νόμου. Από τη στιγμή που η θέση του Διευθυντή και της Καθ’ ης η Αίτηση 2 ήταν ότι η περίπτωση αφορά ακριβώς σε διόρθωση λάθους και όχι σε επίλυση περιουσιακής διαφοράς και από τη στιγμή που ουδέποτε προηγουμένως αποφασίστηκε το ζήτημα αυτό καθ’ αυτό, η εκκίνηση διαδικασίας διόρθωσης λάθους ήταν η μοναδική επιλογή υπό τις περιστάσεις.
Με τα πιο πάνω κατά νου, θεωρώ ότι το επιχείρημα και ο αντίστοιχος λόγος έφεσης περί παρέμβασης στην Αγωγή 979/22 με τη λήψη απόφασής του στο πλαίσιο του Άρθρου 61 του Νόμου, δεν έχει οποιαδήποτε περιθώρια επιτυχίας. Προκειμένου να υιοθετούνταν η άποψη της πλευράς του Ενάγοντα θα έπρεπε το Δικαστήριο να καταλήξει ότι πράγματι η διαφορά αφορούσε επίλυση περιουσιακής διαφοράς και όχι διόρθωση λάθους, εγχείρημα που δεν είναι δυνατό να γίνει χωρίς εξέταση της ουσίας της απόφασης του Διευθυντή. Από τη στιγμή που ο Νόμος δίδει το δικαίωμα στον Εφεσείοντα να προσβάλει την απόφαση του Διευθυντή, δεν έχει καταδειχθεί με πιο τρόπο η λήψη της απόφασης επηρεάζει την έκβαση Αγωγής που καταχώρισε ο ίδιος ο Εφεσείοντας. Το κατά πόσο δε το αποτέλεσμα της παρούσας διαδικασίας θα επηρεάσει τα επίδικα ζητήματα στην Αγωγή 979/22, δεν μπορεί ν’ απασχολήσει το Δικαστήριο κατά την εξέταση της Έφεσης που η ίδια η πλευρά του Εφεσείοντα έθεσε ενώπιον του, αλλ’ ούτε πιστεύω υπάρχει ταύτιση των σκοπών των δύο διαδικασιών ούτως ώστε να εγερθεί βάσιμα ζήτημα καταχρηστικότητας της παρούσας διδικασίας.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω θεωρώ ότι οι λόγοι Έφεσης που αφορούν σε κώλυμα του Διευθυντή είτε στο να λάβει την Απόφαση ημερομηνίας 6.3.23 είτε στο να προωθήσει ένσταση στην παρούσα Έφεση, δηλαδή οι λόγοι 3, 4, 10 και 11 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Κατά πόσο η Απόφαση του Διευθυντή ημερομηνίας 6.3.23 πάσχει επί της ουσίας
Προχωρώ να εξετάσω τους λοιπούς λόγους ένστασης οι οποίοι άπτονται επί της ουσίας της ορθότητας της Απόφασης του Διευθυντή. Προς στήριξή τους, ο Εφεσείοντας προτάσσει με την ΕΔΕ το πιστοποιητικό εγγραφής στο οποίο φαίνονται εγγεγραμμένοι όλοι οι χώροι στάθμευσης στ’ όνομά του και ισχυρίζεται ότι οι γονείς του τους αγόρασαν μαζί με το Διαμέρισμα. Οτιδήποτε άλλο τίθεται στην ΕΔΕ αφορά είτε το ζήτημα του δεδικασμένου και της κατ’ ισχυρισμό παρέμβασης στην Αγωγή 979/22, είτε επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα αναφορικά με την επίδραση στα δικαιώματά του, είτε περιγράφει τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από το Διευθυντή κατά τη λήψη της Απόφασής του. Στα πιο πάνω προστίθενται και τα όσα ο πατέρας του, ο ΠΣ, προβάλλει μέσω της ΕΔΠΣ, ότι δηλαδή για την αγορά του Ακίνητου με τους χώρους στάθμευσης υπεβλήθη σε τεράστια έξοδα και ότι ο προηγούμενος ιδιοκτήτης εκμεταλλευόταν τους χώρους ενοικιάζοντάς τους στους ενοίκους της πολυκατοικίας. Στις αναφορές στο ιστορικό που οδήγησε στην καταχώρηση της Έφεσης 1369/09, συμπεριλαμβάνονται και οι άδειες κι εγκρίσεις που κατά καιρούς εξέδωσε ο Δήμος Λευκωσίας.
Αρκεί να επισημάνω ότι οι ισχυρισμοί ότι ο ΠΣ αγόρασε το Διαμέρισμα με τους χώρους στάθμευσης, ότι υπεβλήθη σε «τεράστια έξοδα» και ότι ο προηγούμενος ιδιοκτήτης εκμεταλλευόταν αυτούς παρέμειναν χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση και στη σφαίρα των απλών ισχυρισμών του ίδιου του ΠΣ και του Εφεσείοντα. Αντίθετα, αναντίλεκτοι παρέμειναν οι ισχυρισμοί της πλευράς των ενισταμένων αναφορικά με το πλήρες ιστορικό της εγγραφής και ιδοκτησίας του επίδικου Ακινήτου και, πιο σχετικά ως προς τον επίλυση ζήτημα, των όσων διαφαίνονται στα Τεκμήρια 5 έως 10 της ΕΔΕΜ. Προκύπτει, μεταξύ άλλων και συγκεκριμένα από τη 2η σελίδα του Τεκμηρίου 10, ότι έναντι των υπογραφών της ΜΣ και του Εφεσείοντα, οι ίδιοι αναγνώρισαν την ύπαρξη της διαδικασίας διόρθωσης της εγγραφής. Η δε έκθεση εκτίμησης – Τεκμήριο 9 της ΕΔΕΜ – ουδόλως αντικρούστηκε επί τους ουσίας, παρά μόνο με τη γενική – και μετέωρη – αναφορά του ΠΣ περί υποβολής του σε «τεράστια» έξοδα. Ομοίως χωρίς αντίλογο παρέμεινε και η δήλωση μεταβίβασης – Τεκμήριο 7 – στη βάση της οποίας η ιδιοκτησία του Ακινήτου περιήλθε στον ΠΣ, και στην οποία δεν γίνεται αναφορά στους κατ’ ισχυρισμό μεταβιβαζόμενους χώρους στάθμευσης. Στην ουσία, το μόνο απτό επιχείρημα που ο Εφεσείοντας προβάλλει αναφορικά με την ορθότητα της Απόφασης του Διευθυντή είναι η έκδοση του τίτλου ιδιοκτησίας – Τεκμήριο 1 ΕΔΕ - στον οποίο αναφέρεται το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης σε όλους τους υπό συζήτηση χώρους στάθμευσης. Παρά ταύτα η έκδοση του τίτλου ιδιοκτησίας, ως ήδη ανέφερα προηγουμένως παραθέτοντας τη νομική πτυχή, αποτελεί μόνο εκ πρώτης όψεως απόδειξη της εγγραφής. Προσθέτω ότι στην Χ”Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου (1993) 1 Α.Α.Δ. 844, το Ανώτατο Δικαστήριο επεξήγησε ότι:
«Το πιστοποιητικό εγγραφής αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη κυριότητας και η απόδειξη λάθους κατά την εγγραφή μπορεί να το εξουδετερώσει […]».
Έχοντας διαπιστώσει ότι η μαρτυρία της πλευράς του Εφεσείοντα είναι, επί της ουσίας, ισχνή, προχωρώ, έστω και υπό το φως του νομολογιακώς αναγνωρισμένου βάρους απόδειξης που τον βαραίνει, να εξετάσω κατά πόσο η Απόφαση του Διευθυντή εμπίπτει στην εμβέλεια του Άρθρου 61 και κατά πόσο είναι ορθή, μέσα από τα όσα πρόβαλε η πλευρά των ενιστάμενων, προς αντίκρουση των θέσεων του Εφεσείοντα. Τούτο θα πράξω τόσο για σκοπούς πληρότητας της κρίσης μου, αλλά και για να διασκεδάσω το ενδεχόμενο ο πιο πάνω λόγος στην Χ”Ιώαννου να μεταθέτει κάποιο βάρος στους ώμους του Διευθυντή όταν προσκομίζεται τίτλος ιδιοκτησίας.
Το λάθος εν προκειμένω που ο Διευθυντής αποπειράται να διορθώσει αφορά των αριθμό των χώρων στάθμευσης που αντιστοιχούν στο Διαμέρισμα του Εφεσείοντα. Υπενθυμίζω ότι για τους χώρους στάθμευσης δεν υπάρχουν ξεχωριστές εγγραφές, αλλ’ αναφέρονται ως χώροι την αποκλειστική χρήση των οποίων δικαιούται η εν λόγω εγγραφή και αποτελούν μέρη της. Δεν τίθεται, επομένως, προς διόρθωση το γεγονός της ιδιοκτησίας του Εφεσείοντα επί της συγκεκριμένης εγγραφής, αλλά το τι η ιδιοκτησία τούτη καλύπτει - εάν δηλαδή περιλαμβάνει 16 χώρους στάθμευσης ή 1 χώρο στάθμευσης, εν συγκρίσει και με αναφορά στα κτηματικά σχέδια, βιβλία κι εγγραφές του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Γι’ αυτό το λόγο θεωρώ ότι η Απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου, ιδωμένη υπό το φως των όσων αναφέρθηκαν στις Αποφάσεις Φιλίππου (ανωτέρω) και Ιωάννου (επίσης ανωτέρω), ευρίσκεται εντός της εμβέλειας του Άρθρου 61 του Νόμου.
Ως προς το κατά πόσο η παρούσα υπό κρίση περίπτωση απαιτούσε και απαιτεί έρευνα και λήψη μαρτυρίας, έτσι ώστε η επίλυσή της να μην είναι πρόσφορη είτε στο πλαίσιο των εξουσιών του Άρθρου 61 του Νόμου, είτε από το Δικαστήριο στο πλαίσιο του Άρθρου 80 του Νόμου, παρατηρώ τα εξής:
Εκ των όσων παρέθεσε η πλευρά των ενιστάμενων, διαφαίνεται ότι οι αιτήσεις για την μετεγγραφή των χώρων στάθμευσης και η διατήρησή τους ως κοινόχρηστων χώρων, ευρίσκονταν, από της καταθέσεώς τους, στο αντίστοιχο φάκελο του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Οι μεταβιβάσεις του Ακινήτου που ακολούθησαν αντικατόπτριζαν με διάφορους τρόπους την αιτούμενη μετεγγραφή, είτε αναφέροντας ρητά τον εναπομείναντα χώρο στάθμευσης υπ’ αριθμό 51, στον οποίο το Ακίνητο εδικαιούτο, είτε αναφέροντας ρητώς και προς ενημέρωση των διαιοπαρόχων και δικαιδόχων την ύπαρξη εκκρεμότητας στη διαδικασίας μετεγγραφής, είτε και αναφέροντας μόνο τη μεταβίβαση του ίδιου του Ακινήτου χωρίς αναφορά στους χώρους στάθμευσης.
Το σφάλμα εντοπίζεται μόνον στην υλοποίηση των υπό της Καθ’ ης η Αίτηση 2 κατατεθειμένων Αιτήσεων. Τούτων λεχθέντων, θεωρώ ότι το σφάλμα ήταν και παραμένει εμφανές από την όψη του πράγματος. Δηλαδή ο Διευθυντής για να εντοπίσει το λάθος και για να το διορθώσει αρκούσε ν’ ανατρέξει στον ίδιο το φάκελο που περιείχε τις αντίστοιχες αιτήσεις, την αντίστοιχη έγκριση από το Δήμο Λευκωσίας και τη μερική υλοποίηση των εγκριθέντων μεταβολών και δεν απαιτούνταν να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια για να διαπιστώσει την ασυμφωνία μεταξύ τίτλου ιδιοκτησίας και των εγγραφών στο φάκελο. Η ολιγωρία στην υλοποίηση και στον εντοπισμό του λάθους σίγουρα δεν βοήθησε την κατάσταση, πλην όμως, έστω και με την πάροδο των ετών, δεν προσκομίστηκε οτιδήποτε ενώπιον μου που να καθιστά, ένεκα της καθυστέρησης, την περίπτωση περιπλοκότερη. Καθ’ αυτό τον τρόπο ο Διευθυντής, ερευνώντας το περιεχόμενο του φακέλου που διατηρούσε και θέτοντας τον ίδιο ενώπιον του Δικαστηρίου δια της μαρτυρίας της ΕΜ, κατέδειξε ότι, ενώ θα έπρεπε να είχε αφήσει ένα και μόνο εγγεγραμμένο χώρο στάθμευσης στο Διαμέρισμα αριθμός 1 στον 9ο όροφο της υπό αναφορά πολυκατοικίας, εκ λάθους, το οποίο συνίστατο στη μη υλοποίηση των φακέλων που ανοίχθηκαν για τις ισάριθμες μετεγγραφές, άφησε 16. Περαιτέρω ενδεικτικό του προφανούς του πράγματος είναι, επαναλαμβάνω, το γεγονός ότι η πιο πάνω εκκρεμότητα περιήλθε στη γνώση, μεταξύ άλλων, και του εδώ Εφεσείοντα ως φαίνεται στο Τεκμήριο 10 ΕΔΕΜ. Αν και τούτο από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό για να καθορίσει την τύχη του ζητήματος, καταδεικνύει, κατ’ ελάχιστον, ότι επρόκειτο περί παράλειψης, η οποία αφορούσε στην ταύτιση της περιγραφής της ιδιοκτησίας με το μητρώο.
Τα όσα δε παρέθεσε ο Διευθυντής μέσω της ΕΔΕΜ καταδεικνύουν ότι έστω και μετά την ακύρωση του μέρους της απόφασής του με την Απόφαση του Δικαστηρίου 1329/09, χρησιμοποίησε την προβλεπόμενη διαδικασία και έλαβε την Απόφασή του συνυπολογίζοντας όλα τα διαθέσιμα γεγονότα του φακέλου του, δίχως να χρειάζεται να καταφύγει σε λήψη μαρτυρίας.
Σε τούτο το πλαίσιο, οι γενικές αιτιάσεις από πλευράς Εφεσείοντα περί αγοράς του Διαμερίσματος με τους 16 χώρους στάθμευσης και υποβολής του ΠΣ σε τεράστια έξοδα, αλλά και οι ισχυρισμοί περί εκμετάλλευσης των χώρων στάθμευσης από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη, ελλείψει ελάχιστης τεκμηρίωσής τους, αλλά και υπό το φως το γεγονότων που παρέθεσαν οι ενιστάμενοι, δεν είναι δυνατό να μεταβάλουν την παρούσα περίπτωση από περίπτωση απλής αντιπαραβολής του βιβλίου και φακέλου του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας με τον τίτλο ιδιοκτησίας, σε μια περίπλοκη διαδικασία αντεκδικήσεων επί περιουσιακών δικαιωμάτων.
Με τα πιο πάνω κατά νου, κρίνω ότι ούτε οι λοιποί λόγοι Έφεσης που αφορούσαν την ουσία της Απόφασης του Διευθυντή ευσταθούν και τους απορρίπτω.
Κατάληξη
Έχοντας απορρίψει όλους τους λόγους Έφεσης, αλλά κι έχοντας, ταυτόχρονα και για τους λόγους που ανέλυσα ανωτέρω, καταλήξει ότι η παρούσα αποτελεί περίπτωση λάθους το οποίο ο Διευθυντής έχει την εξουσία να διορθώσει κατ’ επίκληση και χρησιμοποιώντας τη διαδικασία που προβλέπεται από το Άρθρο 61 του Νόμου, κρίνω ότι η Έφεση θα πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της και απορρίπτεται.
Ως προς τα έξοδα, δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο γιατί ν’ αποκλίνω από το κανόνα που θέλει τον επιτυχόντα διάδικο να τα δικαιούται, συνεπώς επιδικάζω αυτά εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ του Διευθυντή και της Καθ’ ης η Αίτηση 2, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
…………………………..
Π. Αγαπητός
Επαρχιακός Δικαστής
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Βλ. Χαρίτου κ.α. ν. Σάββα κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 2535
[2] Βλ. Προκοπίου ν. Ryan κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1982 και Kafieros v. Theocharous (1978) 1 C.L.R. 619
[3] Βλ. Πατσαλίδης ν. Δαμασκηνού κ.α. (2004) 1Β Α.Α.Δ. 1248, Κουντουρίδη κ.α. ν. Νικολάου (2008) 1Α Α.Α.Δ. 412 και Είκοσι κ.α. ν. Αργυρίδη (2012) 1Β Α.Α.Δ. 1859
[4] Βλ. Οικονόμου κ.α. ν Φιλίππου, Πολ. Έφεση 366/11, ημερομηνίας 6.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:A388
[5] Βλ. Χατζησοφρωνίου κ.α. ν. Δημοσθένους (2011) 1Β ΑΑΔ 85
[6] Στο πρωτότυπο: «The policy lying behind these principles is the interest of finality in litigation; both the public interest that the courts should not be clogged by re-determinations of the same disputes; and the private interest that, as it is sometimes put, "it is unjust for a man to be vexed twice with litigation on the same subject matter"».
[7] Βλ. Alpha Panareti Public Ltd. v. Ανθούλλας Αράπη κ.α. (ως η αναφορά στη σελίδα 13 ανωτέρω).
[8] Βλ. Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054
[9] Βλ. Re A.P. Laniti Ltd. (ανωτέρω)
[10] Βλ. Κατ’ αναλογία – Σελίδες 372 και 373, Παράγραφοι 98 – 101 του συγγράμματος του Δρ. Κώστα Παρασκευά «Κυπριακό Διοιητικό Δικονομικό Δίκαιο» (2020).
[11] Βλ. Σελίδα 201, Παράγραφο 359, του συγγράμματος Spencer Bower, Turner and Handley «The Doctrine of Res Judicata», 3η έκδοση, 1996.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο