Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ ν. Ιωάννου Αθανασία κ.α., Αρ. Αγωγής: 1684/17, 31/7/2025
print
Τίτλος:
Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ ν. Ιωάννου Αθανασία κ.α., Αρ. Αγωγής: 1684/17, 31/7/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Ε. Χατζηευτυχίου, Α.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 1684/17

Μεταξύ:

Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ

Ενάγουσα

- και -

 

1.    Ιωάννου Ιωάννης

2.    Ιωάννου Αθανασία

3.    Ιωάννου Μιρέλλα

Εναγόμενοι

----------------------------------

 

Ημερομηνία: 31 Ιουλίου, 2025

 

Εμφανίσεις:

Για ενάγουσα: κ. Μ. Κούμας

Για εναγόμενες 2 και 3: κ. Μ. Παρασκευάς  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η ενάγουσα, ως αναφέρει στην έκθεση απαίτησης, ζητά οφειλόμενο ποσό δυνάμει δανείου.  Ο εναγόμενος 1 ενάγεται ως πρωτοφειλέτης και ενυπόθηκος δανειστής.  Οι εναγόμενες 2 και 3 ενάγονται ως εγγυήτριες.

Οι εναγόμενοι καταχώρισαν κοινό δικόγραφο υπεράσπισης και ανταπαίτησης.  Αρνούνται τους ισχυρισμούς της ενάγουσας και ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, ότι η ενάγουσα παραβίασε τα καθήκοντά της, ότι η συμφωνία δανείου είναι προϊόν δόλου, απάτης και ψυχικής πίεσης και ότι η ενάγουσα παραβίασε ευρωπαϊκή νομοθεσία.  Ανταπαιτούν, μεταξύ άλλων, να ακυρωθούν οι συμφωνίες εγγύησης.    

Η ενάγουσα στην απάντηση στην υπεράσπιση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση ζητά να απορριφθεί η ανταπαίτηση ως αβάσιμη.

Πριν την έναρξη της ακρόασης, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση εναντίον του εναγόμενου 1 και η ανταπαίτησή του αποσύρθηκε.

Η ακροαματική διαδικασία διεξήχθη σε σχέση με τις εναγόμενες 2 και 3.

Προς απόδειξη της απαίτησης κατέθεσαν ο ΜΕ1, η ΜΕ2 και ο ΜΕ3.

Προς απόδειξη της ανταπαίτησης κατέθεσαν οι εναγόμενες 2 και 3.

Η μαρτυρία λήφθηκε υπόψη στην ολότητά της, έστω κι αν δεν γίνεται ρητή αναφορά στο κείμενο της απόφασης.  Μπορεί να συνοψισθεί ως εξής:

Ο ΜΕ1 είναι λειτουργός στην ενάγουσα.  Συμφώνησε με τη γραπτή δήλωσή του (Έγγραφο Α).  Ο εναγόμενος 1 στις 31.8.11 υπέγραψε συμφωνία δανείου με την (τότε) ενάγουσα για το ποσό των €120.000, πλέον το εκάστοτε βασικό επιτόκιο και περιθώριο, καθώς και τόκο υπερημερίας (Τεκμήριο 9).  Το δάνειο θα ήταν πληρωτέο σε μια δόση ένα χρόνο μετά.  Ο εναγόμενος 1, ως εξασφάλιση, υποθήκευσε ένα ακίνητο (Τεκμήριο 11).  Οι εναγόμενες 2 και 3 εγγυήθηκαν τις υποχρεώσεις του εναγόμενου 1 (Τεκμήριο 10).  Ο εναγόμενος 1 παρέλειψε να αποπληρώσει το δάνειο.  Η ενάγουσα το 2016 τερμάτισε τη συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 13).

Η ΜΕ2 εργαζόταν στην (τότε) ενάγουσα.  Συμφώνησε με τη γραπτή δήλωσή της (Έγγραφο Β).  Οι εναγόμενοι υπέγραψαν στην παρουσία της και η ίδια υπέγραψε ως μάρτυρας.  Αναγνώρισε την υπογραφή της στη συμφωνία δανείου, στη συμφωνία εγγύησης, στη δήλωση περιουσιακών στοιχείων του εναγόμενου 1 ως προτιθέμενου πρωτοφειλέτη και στις δηλώσεις παραλαβής της από τις εναγόμενες 2 και 3 ως προτιθέμενες εγγυήτριες (Τεκμήρια 9 και 10).  Αναγνώρισε, περαιτέρω, την υπογραφή της συναδέλφου της, η οποία επίσης υπέγραψε ως μάρτυρας στην παρουσία της.    

Ο ΜΕ3 είναι λειτουργός στην ενάγουσα.  Το δάνειο εξασφαλιζόταν με εγγυητές και ενυπόθηκο ακίνητο, η αξία του οποίου υπερκάλυπτε το ποσό του δανείου.  Περαιτέρω, ο εναγόμενος 1 είχε τότε άλλα δύο δάνεια, τα οποία ήταν εξυπηρετούμενα.  Ουδέποτε οι εναγόμενες 2 και 3 παραπονέθηκαν για οτιδήποτε. 

Η εναγόμενη 2 είναι αδελφότεκνη του εναγόμενου 1.  Ήταν τότε 19 χρονών, φοιτήτρια και χωρίς εισοδήματα.  Δεν είναι η υπογραφή της στη συμφωνία εγγύησης, ούτε στη δήλωση παραλαβής (Τεκμήριο 10).  Ενημερώθηκε για πρώτη φορά για το δάνειο το 2017.  Ουδέποτε παρέλαβε οποιαδήποτε επιστολή από την ενάγουσα. 

Η εναγόμενη 3 αναγνώρισε την υπογραφή της στη συμφωνία εγγύησης (Τεκμήριο 10).  Δεν θυμάται πότε υπέγραψε.  Ενημερώθηκε για πρώτη φορά το 2017. 

Οι δύο πλευρές αγόρευσαν γραπτώς και προφορικώς.

Έλαβα υπόψη μου όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, έστω κι αν δεν γίνεται αναφορά στο κείμενο της απόφασης.  Ιδιαίτερη αναφορά θα γίνει όπου αυτό κριθεί σκόπιμο.

Παρακολούθησα τους μάρτυρες έχοντας υπόψη τις σχετικές αρχές (Νεοφύτου v. Μ.Χ.Τ., Πολιτική Έφεση 145/16, ημερ. 11.3.25, Lipscombe κ.ά. v. Nicos Demetriou Finance and Construction Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση 248/15, ημερ. 18.10.24).  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται σε συνάρτηση με τις δικογραφημένες θέσεις και τα τεκμήρια (Ιωαννίδης v. Στυλιανός & Γεώργιος Εργοληπτική Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση 369/14, ημερ. 25.5.22), ECLI:CY:AD:2022:A214.

Ο ΜΕ1 μου έκανε καλή εντύπωση.  Αναφέρθηκε στη συγχώνευση της ΣΠΕ Λατσιών, η οποία αναγράφεται ως πιστωτής στις επίδικες συμφωνίες, με άλλα πιστωτικά ιδρύματα και τη μετεξέλιξή της στην ενάγουσα εταιρεία.  Αναφέρθηκε στη συμφωνία δανείου, στη συμφωνία υποθήκης και στις συμφωνίες εγγύησης, επεξηγώντας με σαφήνεια τους όρους τους.  Επεξήγησε την αναλυτική κατάσταση λογαριασμού και την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού.  Απαντούσε στις ερωτήσεις με πληρότητα, παραπέμποντας σε σχετικά τεκμήρια.  Η αξιοπιστία του δεν κλονίστηκε.  Γνωρίζει τα γεγονότα από τα έγγραφα που κατέχει και από τη μελέτη των φακέλων της ενάγουσας (Κόκκινου κ.ά.  v. Themis Portfolio Management Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση 336/18, ημερ. 31.3.25, Ρώσσου v. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολιτική Έφεση 448/12, ημερ. 17.12.18), ECLI:CY:AD:2018:A543.  Το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του.

  Η ΜΕ2 μου έκανε καλή εντύπωση.  Αναγνώρισε την υπογραφή της ως μάρτυρας, καθώς και την υπογραφή της δεύτερης μάρτυρος.  Παρέμεινε σταθερή στη θέση της ότι μπορεί να πει «με βεβαιότητα» ότι οι εναγόμενοι υπέγραψαν τα έγγραφα στην παρουσία της.  Ουδεμία αντίφαση ή καταφυγή στο ψεύδος διαπιστώθηκε.  Το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία της.

Ο ΜΕ3 μου έκανε καλή εντύπωση.  Απαντούσε στις ερωτήσεις με πληρότητα.  Αναφέρθηκε στις διαδικασίες που ακολουθούνται στον τραπεζικό τομέα.  Αναφέρθηκε στο δάνειο με αναφορά στα τεκμήρια.  Γνωρίζει τα γεγονότα από τη μελέτη του φακέλου και των αρχείων που διατηρεί η ενάγουσα (Κόκκινου, Ρώσσου (ανωτέρω)).  Η αξιοπιστία του δεν κλονίστηκε.  Το Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του.

Η μαρτυρία της εναγόμενης 2 παρουσιάζει αδυναμίες.  Θέση της στην κυρίως εξέταση ήταν ότι η υπογραφή στη συμφωνία εγγύησης (Τεκμήριο 10) δεν είναι δική της.  Όταν υποδείχθηκε στον συνήγορό της ότι δεν δικογραφείται στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση ισχυρισμός περί πλαστογραφίας, αυτός απάντησε: «Δεν θυμάται να υπέγραψε».  Αντεξεταζόμενη η εναγόμενη 2, όμως, ερωτηθείσα αν υπάρχει ενδεχόμενο να υπέγραψε και να έχει ξεχάσει, απάντησε: «Δεν νομίζω».  Σε άλλο σημείο επανέλαβε ότι δεν θυμάται να υπέγραψε.  Ερωτηθείσα αν υπάρχει το ενδεχόμενο να υπέγραψε και να μην το θυμάται, απάντησε: «Δεν μπορώ να απαντήσω.  Προσπαθείτε να βάλετε λόγια που δεν είπα».  Το Δικαστήριο τότε ζήτησε από την εναγόμενη 2 να διευκρινίσει κατά πόσον είναι η θέση της ότι ουδέποτε ήταν εγγυήτρια στο δάνειο.  Απάντησε: «Δεν θυμάμαι να έχω υπογράψει γιατί δεν είναι η υπογραφή μου αυτή.  Αυτό λέω».  Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης, αρνήθηκε ότι θέτει θέμα πλαστογραφίας: «Εγώ ανέφερα πλαστογραφία;  Ούτε είναι της αρμοδιότητάς μου».  Σε άλλο σημείο ανέφερε: «Αφού δεν είναι δική μου η συγκεκριμένη υπογραφή».  Οι παλινδρομήσεις στη μαρτυρία της -και μάλιστα σε μια ουσιώδη πτυχή της εκδοχής της- είναι εμφανείς.  Το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία της.

Παρενθετικά σημειώνω ότι θέση της εναγόμενης 2, ως ανέφερε ο συνήγορός της κατά την αντεξέταση του ΜΕ1, ήταν ότι δεν επικαλείται πλαστογραφία.  Εντούτοις, στην αγόρευσή της αναφέρει ότι «αμφισβητεί τη γνησιότητα της υπογραφής της».  Σε κάθε περίπτωση, ισχυρισμός για πλαστογραφία δεν δικογραφείται.     

Η μαρτυρία της εναγόμενης 3, επίσης, παρουσιάζει αδυναμίες.  Στην κυρίως εξέταση αναγνώρισε την υπογραφή της στη συμφωνία εγγύησης (Τεκμήριο 10).  Αντεξεταζόμενη, όμως, προέβαλε τους εξής ισχυρισμούς:

Ε:    Υπογράψατε το τεκμήριο, έτσι δεν είναι;

Α:    Φαίνεται ότι είναι η υπογραφή μου.

Ε:    Φαίνεται ή υπογράψατε;

Α:    Δεν θυμούμαι.

Ε:    Όταν σας ρώτησε ο δικηγόρος σας, απαντήσατε «ναι».  Τώρα λέτε ότι φαίνεται να είναι η υπογραφή σας και ότι δεν θυμάστε.  Είναι τρεις διαφορετικές θέσεις;

Α:    Δεν θυμούμαι να υπογράψαμε.    

Οι παλινδρομήσεις στη μαρτυρία της είναι εμφανείς.  Εξάλλου, ο ισχυρισμός της εναγόμενης 3 ότι υπέγραψε τη συμφωνία εγγύησης είναι αντίθετος με τη θέση του συνηγόρου της, η οποία υποβλήθηκε στη ΜΕ2, ότι «ουδέποτε είδε τις εναγόμενες στη ζωή της».  Οι αδυναμίες στη μαρτυρία της δεν μπορούν να αγνοηθούν.  Το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία της.

Παρενθετικά σημειώνω τη θέση των εναγόμενων 2 και 3 στην αγόρευσή τους ότι η εναγόμενη 3 «δήλωσε ξεκάθαρα [στη μαρτυρία της] ότι τον επίδικο χρόνο υπογραφής του τεκμηρίου υπογραφής του τεκμηρίου 10, ήτοι το 2011 δεν μιλούσε καλά ελληνικά και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να αντιληφθεί καν το περιεχόμενου ούτε του τεκμηρίου 10 ούτε και οποιουδήποτε άλλου εγγράφου που ήταν γραμμένο στα ελληνικά».  Τέτοια μαρτυρία δεν προσκομίστηκε.  Ό,τι ανέφερε η εναγόμενη 3 στην κυρίως εξέτασή της, ερωτηθείσα αν μιλά ελληνικά, ήταν ότι «συνεννοάται» και ότι δεν διαβάζει ελληνικά.  Ούτε δικογραφείται τέτοιος ισχυρισμός. 

Το βάρος απόδειξης της απαίτησης είναι στην ενάγουσα στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (Κωνσταντάς v. Διέτης κ.ά., Πολιτική Έφεση 289/13, ημερ. 6.11.20), ECLI:CY:AD:2020:A380.  Αν ικανοποιήσει ότι η εκδοχή της είναι πιο πιθανή παρά όχι, δικαιούται απόφαση (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v. Οικονόμου (2014) 1 Α.Α.Δ. 2287).  Το (ίδιο) βάρος απόδειξης της ανταπαίτησης είναι στις εναγόμενες 2 και 3.

Η υπογραφή των συμφωνιών εγγύησης (Τεκμήριο 10) έχει αποδειχθεί.  Η ΜΕ2, στη μαρτυρία της, ανέφερε ότι ήταν παρούσα όταν οι εναγόμενες υπέγραψαν τις συμφωνίες και προς τούτο υπέγραψε η ίδια ως μάρτυρας των υπογραφών τους. 

Ο τερματισμός ήταν νόμιμος.  Η συμφωνία δανείου προνοούσε ότι, μόλις το δάνειο ζητηθεί από την ενάγουσα, το οφειλόμενο ποσό θα καθίστατο πληρωτέο (Τεκμήριο 9, παρ. 5).  Ομοίως, η συμφωνία εγγύησης προνοούσε ότι οι εναγόμενες 2 και 3 αναλαμβάνουν να πληρώσουν οποιοδήποτε ποσό καταστεί πληρωτέο, μέχρι το ποσό των €120.000, πλέον τόκους και έξοδα (Τεκμήριο 10, παρ. 1 και 14).  Ο εναγόμενος 1, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΕ1, παρέλειψε να αποπληρώσει το δάνειο ως προνοείτο στη συμφωνία (Τεκμήριο 9, παρ. 2).  Η ενάγουσα στις 5.9.16 έστειλε προειδοποιητικές επιστολές με τις οποίες πληροφορούσε τους εναγόμενους ότι, παρά τις επανειλημμένες ειδοποιήσεις, ο εναγόμενος 1 δεν συμμορφώθηκε, με αποτέλεσμα να καταστεί «μη συνεργάσιμος δανειολήπτης» (Τεκμήριο 12).  Οι εναγόμενοι δεν ανταποκρίθηκαν.  Για το λόγο αυτό, στις 23.9.16 η ενάγουσα προέβη σε τερματισμό, ζητώντας την εξόφληση του δανείου (Τεκμήριο 13).

Η ενάγουσα προσκόμισε αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 15), ως η συνήθης πρακτική (Κόκκινου κ.ά. v. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Πολιτική Έφεση 346/16, ημερ. 6.5.25). 

Ουδεμία χρέωση αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση των ΜΕ1-3  (Γεωργιάδη v. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Πολιτική Έφεση 376/14, ημερ. 16.3.23), ECLI:CY:AD:2023:A90.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΕ1:

Χρεώθηκε τόκος 7,50% από 1.9.11 και 7,75% από 1.9.12, ως η συμφωνία.  Μειώθηκε σε 6,5% από 29.6.17. 

Κεφαλαιοποίηση, αν και στη συμφωνία προνοείται δύο φορές ετησίως, εφαρμόστηκε μία φορά. 

Τόκος υπερημερίας, αν και προνοείται στη συμφωνία, δεν χρεώθηκε. 

Όλα τα έξοδα αφαιρέθηκαν. 

Εφαρμόστηκε ο διαιρέτης των 365 ημερών. 

Η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 15) ετοιμάστηκε, σύμφωνα με τον ΜΕ1, με βάση την αναλυτική κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 14), η οποία συνοδεύεται από «Πιστοποιητικό» δυνάμει του άρθρου 35, Κεφ. 9

Εν ολίγοις, το οφειλόμενο ποσό αποδείχθηκε.  Στις 31.12.22 ήταν €261.728,41.  Εμπίπτει στο ποσό της εγγύησης.

Οι εναγόμενες 2 και 3 στην αγόρευσή τους παραπονούνται ότι, ως ευάλωτα πρόσωπα, φέρονται να εγγυήθηκαν το δάνειο «χωρίς να έχουν πλήρη επίγνωση ή πληροφόρηση».  Τέτοια μαρτυρία δεν προσκομίστηκε.  Η μαρτυρία των εναγόμενων 2 και 3 περιορίστηκε στο κατά πόσον υπέγραψαν τη συμφωνία εγγύησης. 

Παραπονούνται, περαιτέρω, στην αγόρευσή τους ότι χορηγήθηκε δάνειο σε «έναν απολύτως αφερέγγυο» πρωτοφειλέτη «με μοναδική εξασφάλιση ένα ακίνητο» και τις ίδιες ως «δύο οικογενειακές εγγυήτριες».  Ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε ως προς την φερεγγυότητα του πρωτοφειλέτη ή την εκτιμημένη αξία του ακινήτου.  Ούτε καταδείχθηκε ότι η ενάγουσα δεν εκτίμησε την πιστοληπτική ικανότητα του πρωτοφειλέτη ή ότι την αγνόησε «συνειδητά», μεταφέροντας «όλο το ρίσκο σε δύο ανυπεράσπιστους καταναλωτές», ως εισηγούνται οι εναγόμενες 2 και 3.      

Οι εναγόμενες 2 και 3 στην αγόρευσή τους υποστηρίζουν ότι η ενάγουσα δεν συμμορφώθηκε με το άρθρο 5 του περί Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου (Ν.197(Ι)/03).  Με κάθε σεβασμό, ο ΜΕ1 προσκόμισε επιστολή με την οποία κάθε εναγόμενη βεβαιώνει ενυπογράφως ότι «παρέλαβ(ε) σήμερα [31.8.11] αυτοπροσώπως πριν την υπογραφή της σύμβασης εγγύησης» γραπτή ενημερωτική επιστολή και γραπτή δήλωση του προτιθέμενου πρωτοφειλέτη σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο.  Περαιτέρω, βεβαιώνουν ότι αντιλαμβάνονται ότι «οι πληροφορίες και τα στοιχεία έχουν παρασχεθεί αποκλειστικά από τον πρωτοφειλέτη και ότι η [ενάγουσα] ουδεμία ευθύνη φέρει όσον αφορά την αλήθεια και πληρότητα του περιεχομένου της γραπτής δήλωσης περιουσιακών στοιχείων του πρωτοφειλέτη» (Τεκμήριο 10).  Η ΜΕ2 αναγνώρισε την υπογραφή της ως μάρτυρας των υπογραφών των εναγόμενων. 

Οι εναγόμενες 2 και 3 στην αγόρευσή τους υποστηρίζουν ότι η ενάγουσα δεν συμμορφώθηκε με το άρθρο 12 του περί Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου (Ν.197(Ι)/03).  Ο ΜΕ1 στην γραπτή δήλωσή του αναφέρει ότι οι εναγόμενοι «ειδοποιήθηκαν κατ’ επανάληψη» για τα χρεωστικά υπόλοιπα και για τις καθυστερήσεις που παρουσίαζε ο επίδικος λογαριασμός και τους κάλεσε να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους.  Πέραν των γενικών αυτών ισχυρισμών όμως, ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε ότι η ενάγουσα ενημέρωσε «χωρίς καθυστέρηση και γραπτώς» τις εναγόμενες για την καθυστέρηση στην αποπληρωμή του δανείου (άρθρο 12(1)) ή ότι κάλεσε γραπτώς τον εναγόμενο 1 «σε κατάλληλο χρόνο» να αποπληρώσει το δάνειο (άρθρο 12(2)).  Δεν έχει καταδειχθεί, επομένως, ότι η ενάγουσα συμμορφώθηκε με το άρθρο 12.  

Η μη συμμόρφωση, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 12(3):

«(α) θεωρείται παράλειψη τέλεσης πράξης που επιβάλλεται από τις υποχρεώσεις του πιστωτή προς τον εγγυητή μέσα στην έννοια του άρθρου 97 του περί Συμβάσεων Νόμου, και απαλλάσσει τον εγγυητή σε περίπτωση που συνεπεία αυτής παραβλάπτεται, όπως προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, η τελική ικανοποίηση του ιδίου του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη, και

(β) συνιστά εν πάση περιπτώσει, παραβίαση ουσιώδους όρου της σύμβασης εγγύησης από τον πιστωτή, σε σχέση με την οποία παρέχονται στον εγγυητή και πιστωτή, οι θεραπείες, οι υπερασπίσεις, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που παρέχονται δυνάμει του περί Συμβάσεων Νόμου σε σχέση με παραβίαση ουσιώδους όρου σύμβασης από αντισυμβαλλόμενο.»

Οι εναγόμενες 2 και 3 ζητούν να απαλλαχθούν από εγγυήτριες, λόγω τη μη συμμόρφωσης της ενάγουσας με το άρθρο 12.  Στην αγόρευσή τους κάλεσαν το Δικαστήριο «να αναγνωρίσει ότι η μη τήρηση του άρθρου 12 από την τράπεζα, στη συγκεκριμένη ακραία περίπτωση των ανυπεράσπιστων αυτών εγγυητριών, τιμωρείται με την πλήρη απαλλαγή τους από κάθε ευθύνη» (η έμφαση είναι στο πρωτότυπο). 

Ουδεμία, όμως, μαρτυρία προσκομίστηκε ότι η τελική ικανοποίησή τους από τον πρωτοφειλέτη έχει παραβλαφθεί.  Ούτε προσκομίστηκε μαρτυρία για τερματισμό της σύμβασης εγγύησης από τις εναγόμενες, ούτε απαιτούν αποζημιώσεις λόγω παράβασης ουσιώδους όρου (Μουλαζίμη κ.ά. v. Themis Portfolio Management Holdings Limited, Πολιτική Έφεση 418/19, ημερ. 22.5.25, Στάθης Ματόλης & Υιός Λτδ κ.ά. v. Societe Generale BankCyprus Ltd, Πολιτική Έφεση 183/19, ημερ. 25.2.25).  Στην αγόρευσή τους οι εναγόμενες 2 και 3 αναφέρουν ότι «θα μπορούσαν να ασκήσουν πίεση στον πρωτοφειλέτη να τακτοποιήσει το χρέος, να αναζητήσουν οι ίδιες νομική συμβουλή και να προβούν σε τερματισμό» της εγγύησης, «θα μπορούσαν να ζητήσουν από την τράπεζα να ρευστοποιήσει νωρίτερα τυχόν εξασφαλίσεις του πρωτοφειλέτη ή να περιορίσει το πιστωτικό όριο».  Ουδεμία σχετική μαρτυρία προσκομίστηκε.  Η προσαγωγή μαρτυρίας μέσω αγορεύσεων δεν είναι επιτρεπτή (Μουλαζίμη (ανωτέρω)). 

Ούτε διαπιστώνεται ότι η Στάθης Ματόλης & Υιός Λτδ (ανωτέρω) δεν συνάδει «με το ευρύτερο νομικό πλαίσιο προστασίας των καταναλωτών-εγγυητών», ως φαίνεται να εισηγούνται οι εναγόμενες. 

Τέλος, αν και στην αγόρευση των εναγόμενων 2 και 3 δεν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά, σημειώνω τα εξής σε σχέση με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς για ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών.  Τόσο στον Ν.112(Ι)/21, ο οποίος εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνήφθησαν ή τερματίστηκαν πριν τις 12.5.21, όσο και στον Ν.93(Ι)/96, τον οποίο καταργεί, καταχρηστικός όρος ερμηνεύεται ως ο όρος που «παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών».  Για να αποδειχθεί ότι ένας όρος είναι καταχρηστικός θα πρέπει να καταρριφθεί η ύπαρξη καλής πίστης εκ μέρους της ενάγουσας (Frakapor Courier Ltd κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1Β Α.Α.Δ. 1487).  Ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε που να δεικνύει κακοπιστία εκ μέρους της ενάγουσας, ούτε ότι η ενάγουσα δεν συναλλάχθηκε με έντιμο και δίκαιο τρόπο με τις εναγόμενες.  Γενικά, ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε σε σχέση με τις δικογραφημένες θέσεις των εναγόμενων για καταχρηστικές ρήτρες.  Η ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιληφθεί του θέματος, όπως λέχθηκε πολύ πρόσφατα στη Varbedian κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση 302/19, ημερ. 23.6.25, δεν ισοδυναμεί με την απόφανση από μέρους του χωρίς συγκεκριμενοποίηση και παράθεση των απαραίτητων προς τούτο στοιχείων.     

Αναφορικά με την ανταπαίτηση, ουδεμία αξιόπιστη μαρτυρία υπάρχει που να υποστηρίζει τους ισχυρισμούς των εναγόμενων 2 και 3. 

Η ενάγουσα απέδειξε την απαίτησή της στον αναγκαίο βαθμό. 

Η ανταπαίτηση απορρίπτεται.

Εκδίδεται απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εναντίον των εναγόμενων 2 και 3 αλληλέγγυα ή κεχωρισμένα για το ποσό των €261.728,41, με τόκο 6,50% από 1.1.23 μέχρι εξόφλησης, με κεφαλαιοποίηση μία φορά ετησίως, ήτοι κάθε 31η Δεκεμβρίου. 

Τα έξοδα, αφού δεν εντοπίζεται λόγος να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα, επιδικάζονται εναντίον των εναγόμενων 2 και 3, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. 

Τα ποσά αυτά επιδικάζονται αλληλέγγυα ή κεχωρισμένα με τα ποσά που επιδικάστηκαν εναντίον του εναγόμενου 1, όσον αφορά κοινό χρέος και έξοδα.  

 

 

(Υπ.) ……………………..

Χρ. Ε. Χατζηευτυχίου, Α.Ε.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο