Κωνσταντίνος Κυθραιώτης κ.α. ν. Κωνσταντίνος Φαλέκκος, Αρ. Αγωγής: 9Φ/2024, 24/7/2025
print
Τίτλος:
Κωνσταντίνος Κυθραιώτης κ.α. ν. Κωνσταντίνος Φαλέκκος, Αρ. Αγωγής: 9Φ/2024, 24/7/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Δ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 9Φ/2024

Μεταξύ:

1.       Κωνσταντίνος Κυθραιώτης

2.       Χρίστη Κυθραιώτου

3.       Γεώργιος Κολοκασίδης υπό την ιδιότητα ου διαχειριστή της περιουσίας του Ανδρέα Κυθρεώτη

Αιτητές

-και-

 

Κωνσταντίνος Φαλέκκος

Καθ’ ου η Αίτηση

                                                                                                                                                           

Ημερομηνία: 24 Ιουλίου, 2025

Εμφανίσεις:

Για Αιτητές: κ. Αποκίδης

Για Καθ’ ου η Αίτηση: κ. Βάκης

                                                                                      


ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η Αίτηση

               Με την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αίτηση, μέσω του Εντύπου 33 (πριν από την έγερση Απαίτησης), στη βάση του Μέρους 23 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (στο εξής «οι Κανονισμοί»), και επί των αρχών που καθιερώθηκαν στην υπόθεση Norwich Pharmacal Co. & Others v. Customs and Excise Commissioners (1974) AC 133 (στο εξής «η υπόθεση Norwich Pharmacal»), οι Αιτητές επιδιώκουν την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών και εγγράφων από τον Καθ' ου η Αίτηση σε σχέση με κατ' ισχυρισμό αδικοπραξία από πλευράς του, αλλά ενδεχομένως και τρίτου προσώπου, ώστε, στη βάση της πληροφόρησης που θα λάβουν από αυτή (αποκάλυψη), να καταχωρίσουν, ακολούθως, Απαίτηση εναντίον των αδικοπραγούντων.

               Εκείνο, που, στην ουσία, προβάλλουν προς υποστήριξη της Αίτησης, ως τούτο προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό που την υποστηρίζει[1], είναι ότι, οι Αιτητές 1 και 2 αποτελούν τέκνα του αποβιώσαντα Ανδρέα Κυθρεώτη (στο εξής «ο αποβιώσαντας»), ο οποίος κατείχε μια μετοχή Α κατηγορίας και 11.999 μετοχές Β κατηγορίας στην εταιρεία Ε.G.Falekkos Ltd (στο εξής «η εταιρεία»). Ο Αιτητής 3, είναι ο διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα.

               Οι υπόλοιπες μετοχές της εταιρείας, κατέχονταν, και κατέχονται ακόμα, από τον Καθ' ου η Αίτηση (μια μετοχή Α κατηγορίας και €22.799,00 μετοχές Β κατηγορίας) και τη Μαρία Φαλέκκου (€5.200 μετοχές Β κατηγορίας). Οι μετοχές Α κατηγορίας, παρέχουν πλήρες δικαίωμα ψήφου και μερίσματος, ενώ οι μετοχές Β κατηγορίας, παρέχουν, απλώς, πλήρες δικαίωμα μερίσματος, χωρίς ωστόσο δικαίωμα ψήφου. Διευθυντές της εταιρείας, μέχρι και τις αρχές του 2021, ήταν ο Καθ' ου η Αίτηση και ο αποβιώσαντας.

               Προτού επέλθει ο θάνατος του αποβιώσαντα, επήλθε ρήξη στη σχέση του με τον Καθ' ου η Αίτηση, στη βάση διαφωνίας τους ως προς το κατά πόσο ακίνητη παρουσία της εταιρείας θα παραχωρείτο σε συγκεκριμένο τραπεζικό ίδρυμα (στο εξής «η Τράπεζα»), εν είδει ανταλλάγματος, για εξόφληση οφειλών της εταιρείας, αλλά και προσωπικών οφειλών του Καθ' ου η Αίτηση, σε αυτή. Στο πλαίσιο της ρήξης αυτής, ο Καθ' ου η Αίτηση αρνήθηκε να υπογράψει τους εξελεγμένους λογαριασμούς της εταιρείας για τα έτη 2016, 2017 και 2018, με αποτέλεσμα, έκτοτε, να μην έχουν ετοιμαστεί οποιοιδήποτε εξελεγμένοι λογαριασμοί.

               Κατά τους Αιτητές, τόσο ο Καθ' ου η Αίτηση, όσο και ο αποβιώσαντας, είχαν, κατά καιρούς, δανείσει στην εταιρεία συγκεκριμένα χρηματικά ποσά, τα οποία η τελευταία όφειλε να αποπληρώσει. Τέτοια αποπληρωμή από πλευράς της εταιρείας, προς τον Καθ' ου η Αίτηση, γινόταν μέσω της προσωπικής είσπραξης από αυτόν του μηνιαίου ενοικίου του ενός ακινήτου της εταιρείας, στη βάση ετήσιου συμψηφισμού που καταγράφετο στους λογαριασμούς της εταιρείας. Στον βαθμό που αφορά στην οφειλή της εταιρείας προς τον αποβιώσαντα, τούτη συμψηφιζόταν δια της παραχώρησης του έτερου ακίνητου της εταιρείας σε άλλην εταιρεία συμφερόντων του αποβιώσαντα για σκοπούς κατοχής και χρήσης από το 2013 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2020, όταν και παραδόθηκε τούτο πίσω στην εταιρεία. Από το 2013, η εταιρεία δεν εκτελεί εμπορικές εργασίες, και, στην ουσία, απλώς διαχειρίζεται τα δύο ακίνητά της, τα οποία ενοικίαζε προς τρίτους (με εξαίρεση - για το ένα ακίνητο – το χρονικό διάστημα που τούτο χρησιμοποιείτο από την άλλη εταιρεία συμφερόντων του αποβιώσαντα).

               Ο θάνατος του αποβιώσαντα επήλθε τον Φεβρουάριο του 2021. Έκτοτε, μοναδικός διευθυντής της εταιρείας παρέμεινε ο Καθ' ου η Αίτηση, ο οποίος αρνείτο να ενεργήσει, ώστε οι μετοχές του αποβιώσαντα να μεταβιβαστούν στα τέκνα του, Αιτητές 1 και 2. Οι τελευταίοι, τόσο προσωπικά, όσο και μέσω του Αιτητή 3, ζητούσαν επανειλημμένως από τον Καθ' ου η Αίτηση να τους ενημερώσει για την οικονομική κατάσταση της εταιρείας (μεταξύ άλλων, για τα πρόσωπα που ενοικιάζουν τα ακίνητα, το ύψος του ενοικίου που καταβάλλουν, το πρόσωπο που εισπράττει τούτα κ.ο.κ.), καθώς επίσης, και να μεταβιβάσει σε αυτούς τις μετοχές που κατείχε ο αποβιώσαντας, πλην όμως τούτος αρνείτο να το πράξει και πρόβαλλε διάφορους γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς.

               Στην ουσία, από τον Φεβρουάριο του 2021, όταν και επήλθε ο θάνατος του αποβιώσαντα, η εταιρεία βρίσκεται στον αποκλειστικό έλεγχο του Καθ' ου η Αίτηση, ο οποίος, μέχρι και την καταχώριση της παρούσας αίτησης, δεν έδινε επαρκείς και πειστικές εξηγήσεις αναφορικά με το πώς ενεργεί και γενικότερα διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας. Η εταιρεία διατηρούσε μόνο έναν τραπεζικό λογαριασμό στην τράπεζα, τύπου παρατραβήγματος, στον οποίο, κατά καιρούς, προ της ρήξης των σχέσεων του αποβιώσαντα και του Καθ' ου η Αίτηση, κατατίθετο συγκεκριμένο μηνιαίο ποσό από την έτερη εταιρεία συμφερόντων του αποβιώσαντα, για τη χρήση και κατοχή του ενός εκ των ακίνητων της εταιρείας. Σε κάποιο στάδιο, λόγω της διαφωνίας που προέκυψε μεταξύ των διευθυντών της εταιρείας ως προς τον τρόπο αποπληρωμής της οφειλής της προς την τράπεζα, ο Καθ' ου η Αίτηση εισηγήθηκε στον αποβιώσαντα να πάψει να καταθέτει το συγκεκριμένο ποσό στον τρεχούμενο λογαριασμό, ώστε η τράπεζα να τον καταστήσει μη εξυπηρετούμενο και να αποδεχθεί (η τελευταία) να εξοφληθεί τούτο, με ποσό χαμηλότερο, του πραγματικά οφειλόμενου. Έτσι και έγινε, με αποτέλεσμα να σταματήσει, έκτοτε, η καταβολή χρημάτων στον τρεχούμενο λογαριασμό. Ως αποτέλεσμα, στις 29.03.2021, και δη μόλις η τράπεζα ενημερώθηκε για το θάνατο του αποβιώσαντα, τερμάτισε τον τρεχούμενο λογαριασμό. Κατά τους Αιτητές, η εταιρεία δεν διατηρούσε οποιονδήποτε άλλο τραπεζικό λογαριασμό σε οποιανδήποτε άλλην τράπεζα.

               Περί τον Ιούλιο του 2021, ο Καθ' ου η Αίτηση επιδίωξε να αντικαταστήσει τους ελεγκτές της εταιρείας, πράγμα που αποφεύχθηκε, αφού ο Αιτητής 3, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα, ζήτησε όπως οι ελεγκτές μεριμνήσουν να διατηρηθεί η νόμιμη τάξη πραγμάτων, καθότι τέτοια αντικατάσταση μπορεί να γίνει μόνο κατόπιν γενικής συνέλευσης της εταιρείας, πράγμα το οποίο δεν είχε γίνει. Τις θέσεις του αυτές, ο Αιτητής 3 τις μετέφερε τόσο στους ελεγκτές της εταιρείας, όσο και στο νέο ελεγκτικό γραφείο που επιθυμούσε να αντικαταστήσει τους πρώτους, αλλά και στην εταιρεία, και ζήτησε όπως, προγραμματιστεί συνάντηση για σκοπούς ενημέρωσης από τον Καθ' ου η Αίτηση αναφορικά με την οικονομική και γενικότερη κατάσταση της εταιρείας.

               Σε κάποια χρονική στιγμή, εντός του 2021, πάντα μετά τον θάνατο του αποβιώσαντα, ο Αιτητής 1 παρατήρησε ότι το ακίνητο που χρησιμοποιούσε μέχρι και το 2020 η εταιρεία των συμφερόντων του αποβιώσαντα (στο εξής «το ακίνητο 1») χρησιμοποιείτο από άγνωστα πρόσωπα, και ζήτησε από τον Καθ' ου η Αίτηση να ενημερωθεί σχετικώς. Ο τελευταίος του ανάφερε ότι ενοικίασε το ½ του ακινήτου 1, σε προσωρινή βάση, σε κάποιο φιλικό του πρόσωπο, χωρίς να δώσει οποιεσδήποτε περαιτέρω εξηγήσεις, υποσχόμενος, ωστόσο, ότι θα παραχωρούσε στους Αιτητές όλα τα σχετικά στοιχεία, πράγμα που ουδέποτε έπραξε. Στη βάση των ανωτέρω, μέχρι και την καταχώριση της υπό εξέταση Αίτησης, οι Αιτητές τελούσαν σε άγνοια ως προς τους όρους ενοικίασης, τη διάρκειά της, το ύψος του ενοικίου, ποιος εισέπραττε τούτο, και που κατατίθετο, δεδομένου του ότι ο μόνος τραπεζικός λογαριασμός της εταιρείας είχε τερματιστεί και κλείσει από τα τέλη Μαρτίου του 2021. Όλες αυτές οι πληροφορίες είναι στη γνώση του Καθ' ου η Αίτηση, ο οποίος, μέχρι και την καταχώρηση της Αίτησης δεν τις είχε δώσει στους Αιτητές.

               Περί το 2022, έγιναν κάποιες συναντήσεις μεταξύ των διαδίκων με σκοπό να ανευρεθεί λύση ώστε να απαλλαχθεί η εταιρεία από τα συμφέροντα της διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντα και γενικότερα της οικογένειας του, πλην όμως τούτο δεν κατέστη δυνατό, καθότι ο Καθ' ου η Αίτηση δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει την κατ' ισχυρισμό απαίτηση της εταιρείας από την έτερη εταιρεία συμφερόντων του αποβιώσαντα.

               Περί τον Φεβρουάριο του 2023, οι ελεγκτές της εταιρείας επικοινώνησαν με τους Αιτητές 2 και 3 και τους ενημέρωσαν ότι η εταιρεία, μέσω συγκεκριμένου δικηγόρου, ζητούσε όπως παραδοθούν όλα τα έγγραφά της, με σκοπό να διοριστούν νέοι ελεγκτές, απειλώντας τους ότι, αν δεν έπρατταν τούτο, η εταιρεία, θα τους κατάγγελλε στα αρμόδια σώματα. Ο Αιτητής 3 απάντησε στο αίτημα αυτό, υποδεικνύοντας ότι ο διορισμός νέου ελεγκτή μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω νόμιμης απόφασης της εταιρείας, κάτι που εξέλειπε, και καλούσε τους ελεγκτές να μην ενεργήσουν ως τους ζητείτο.

               Περί την άνοιξη του 2023, ο Αιτητής 1 αντιλήφθηκε στον χώρο του ακίνητου 1 την παρουσία κάποιων άγνωστων προσώπων και αφού συνομίλησε με αυτά, ενημερώθηκε ότι ενδιαφέρονταν να το αγοράσουν. Ενημερώθηκε, επίσης, ότι, στο σημείο βρισκόταν και ο ιδιοκτήτης του ακινήτου, με αποτέλεσμα ο Αιτητής 1 να εισέλθει σε αυτό, και να αντιληφθεί τον Καθ΄ ου η Αίτηση να εξέρχεται τούτου με σκοπό να εγκαταλείψει το χώρο. Παρά το ότι του φώναξε, ο Καθ’ ου η Αίτηση, αν και τον είδε και τον άκουσε, δεν ανταποκρίθηκε και τον απέφυγε.

               Περί τις αρχές του Αυγούστου 2023, η Αιτήτρια 2 συμπλήρωσε τα αναγκαία έγγραφα, ώστε να επιτευχθεί η μεταβίβαση των μετοχών του αποβιώσαντα στην ίδια και στον Αιτητή 1, αφήνοντας τούτα στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας. Την ίδια μέρα έστειλε και ηλεκτρονικό μήνυμα στον Καθ' ου η Αίτηση, το οποίο, ωστόσο, δεν παραδόθηκε, καθότι το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του αρνήθηκε την παράδοση. Πέντε μέρες μετά, τα ίδια έγγραφα αφέθηκαν, εκ νέου, πλην όμως μέσω ιδιώτη επιδότη, στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας. Σκοπός της ενέργειας αυτής της Αιτήτριας 2, ήταν να επανέλθει νόμιμη τάξη στην εταιρεία ώστε ο έλεγχός της να ασκείται με ίση εκπροσώπηση των δύο δικαιούχων των μετοχών κατηγορίας Α. Δεν υπήρξε, καμία ανταπόκριση από τον Καθ' ου η Αίτηση και, κατά συνέπεια, την εταιρεία. Μέχρι και την καταχώρισή της υπό εξέταση αίτησης, οι μετοχές του αποβιώσαντα δεν μεταβιβάστηκαν στους Αιτητές 1 και 2, παρά το ότι είναι δικαιούχοι τους, αφού ο Καθ' ου η Αίτηση, ως μοναδικός διευθυντής της, αρνείτο να ενεργήσει προς αυτήν την κατεύθυνση.

               Περί τα τέλη Δεκεμβρίου του 2023, ο Αιτητής 1 παρατήρησε πρόσωπα να κλαδεύουν δέντρα στον χώρο του ακίνητου 1 και να εκτελούν και άλλες εργασίες. Ο υπεύθυνος των εργασιών, τον ενημέρωσε ότι ενεργούσαν στη βάση οδηγιών του νέου ιδιοκτήτη, που αγόρασε το ακίνητο, έναν μήνα προηγουμένως, σε τιμή πέραν του €1.000.000. Λόγω του ότι ο Καθ' ου η Αίτηση δεν απαντούσε στις τηλεφωνικές του κλήσεις, ο Αιτητής τον κάλεσε από άλλο αριθμό τηλεφώνου, με αποτέλεσμα τούτος να απαντήσει. Ζήτησε από αυτόν πληροφορίες για το αν πωλήθηκε το ακίνητο 1, και ο Καθ΄ ου η Αίτηση επιβεβαίωσε την πληροφορία αυτή, αναφέροντας του, ωστόσο, ότι, τούτο πωλήθηκε από την τράπεζα, και όχι τον ίδιο, καθότι η εταιρεία συνέχιζε να οφείλει χρήματα την τελευταία. Ισχυρίστηκε, ακόμα, ότι, συνεπεία της πώλησης, εξοφλήθηκε η εν λόγω οφειλή, αρνούμενος, ωστόσο, να δώσει οποιεσδήποτε εξηγήσεις ως προς το τι απέγινε το υπόλοιπο ποσό του τιμήματος πώλησης.

               Κατά τους Αιτητές, η θέση ότι το ακίνητο 1 πωλήθηκε από την τράπεζα δεν ευσταθεί, καθότι, στη βάση ενημέρωσης που έτυχε ο Αιτητής 1 από λειτουργό της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, προκύπτει ότι ο Καθ' ου η Αίτηση συμμετείχε στη μεταφορά της ηλεκτρικής σύνδεσης του ακινήτου 1 στον νέο ιδιοκτήτη του. Οι Αιτητές συνέχισαν να επιδιώκουν τη μεταβίβαση των μετοχών του αποβιώσαντα στα ονόματα των Αιτητών 1 και 2, πλην όμως ο Καθ' ου η Αίτηση, συνέχισε να μην ανταποκρίνεται στα σχετικά αιτήματά τους.

               Περί τον Γενάρη του 2024, διευθετήθηκε συνάντηση μεταξύ του Αιτητή 1 και του Καθ' ου αίτηση, στο πλαίσιο της οποίας ο τελευταίος επέμενε στη θέση του ότι η πώληση του ακινήτου 1 διευθετήθηκε από την τράπεζα και ότι, για τον λόγο αυτό, στο τμήμα Κτηματολογίου βρίσκονταν και δύο λειτουργοί της. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι, το τίμημα πώλησης ήταν €900.000, από το οποίο περίπου €360.000 κατατέθηκαν στον λογαριασμό της εταιρείας για εξόφλησή του, ενώ πληρώθηκαν και €100.000 για φόρους, τέλη επιβάρυνσης και άλλες χρεώσεις. Στη βάση των ισχυρισμών του αυτών, ο Καθ' ου η Αίτηση ισχυρίστηκε ότι από το προϊόν πώλησης παρέμεινε ένα ποσό περίπου €270.000. Σε παρατήρηση του Αιτητή 1, ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί του δεν βγάζουν, μαθηματικώς, νόημα, ο Καθ' ου η Αίτηση ισχυρίστηκε ότι δεν θυμόταν επ' ακριβώς τα ποσά, και απέφυγε να δώσει οποιεσδήποτε εξηγήσεις, αναφέροντας, ωστόσο, ότι θα έβρισκε όλα τα σχετικά έγγραφα και θα του τα παρέδιδε. Ισχυρίστηκε, ακόμα, ότι, ο αποβιώσαντας δεν ήταν εγγυητής της εταιρείας στην τράπεζα, κάτι που ξάφνιασε τον Αιτητή 1, καθότι τούτος κατείχε έγραφα της τράπεζας που απέδιδαν στον αποβιώσαντα την εν λόγω ιδιότητα. Ως προς το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης (κατά τον Καθ’ ου η Αίτηση περίπου €270.000), ο Καθ’ ου η Αίτηση ισχυρίστηκε ότι εκδόθηκε μία επιταγή στο όνομα της εταιρείας, την οποία κατείχε - καθότι δεν την είχε ακόμα εξαργυρώσει - και ότι θα λάμβανε τα χρήματα αυτά για σκοπούς εξόφλησης των οφειλών της εταιρείας προς αυτόν. Ανάφερε, ακόμα, ότι, η οικογένεια των Αιτητών 1 και 2, δεν θα λάμβανε οποιανδήποτε αποζημίωση, λόγω της οφειλής της έτερης εταιρείας συμφερόντων του αποβιώσαντα προς την εταιρεία, παρά το γεγονός ότι η εταιρεία όφειλε, εν πάση περιπτώσει, προσωπικά στον αποβιώσαντα, συγκεκριμένο ποσό που της είχε δανείσει. Σε κάθε ερώτηση που έθετε ο Αιτητής 1 στον Καθ’ ου η Αίτηση αναφορικά με το γιατί η εταιρεία δεν οφείλει χρήματα στον αποβιώσαντα και γενικότερα στην οικογένειά του, ο τελευταίος απαντούσε γενικά και αόριστα. Στο τέλος της συζήτησης, ο Καθ' ου η Αίτηση αναφέρθηκε στο δεύτερο ακίνητο της εταιρείας, το οποίο ενοικιαζόταν σε τρίτο πρόσωπο και χρησιμοποιείτο ως χώρος στάθμευσης (στο εξής «ακίνητο 2»), και εισηγήθηκε όπως μοιραστούν οι δύο οικογένειες το εν λόγω ακίνητο. Ισχυρίστηκε, ακόμα, ότι, οι ελεγκτές της εταιρείας, παρά το γεγονός ότι έλαβαν τα έγγραφα για τη μεταβίβαση του ακινήτου 1 και γενικότερα για την οικονομική κατάσταση της εταιρείας, αρνούνταν να προβούν στον απαραίτητο έλεγχο και ζήτησε από τον Αιτητή 1 να επικοινωνήσει με αυτούς για να διενεργηθεί ο εν προκειμένω έλεγχος. Στο πλαίσιο της συνάντησης αυτής και αφού ο Καθ' ου η Αίτηση ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε έλαβε γνώση των εγγράφων που ετοίμασε η Αιτήτρια 2 για σκοπούς μεταβίβασης των μετοχών στους Αιτητές 1 και 2, ο Αιτητής 1 του παρέδωσε τα εν λόγω έγγραφα και του ζήτησε να προχωρήσει στη μεταβίβαση των μετόχων, με τον Καθ' ου η Αίτηση να δηλώνει ότι θα συζητούσε το θέμα με τον δικηγόρο του.

               Μετά τη συνάντηση αυτή, και παρά τα πολλά αναπάντητα ερωτήματα που παρέμειναν ως προς την οικονομική κατάσταση της εταιρείας και γενικότερα τη διαχείριση και εκμετάλλευση των ακινήτων της, οι Αιτητές 1 και 2 επικοινωνήσαν με τους ελεγκτές της εταιρείας, οι οποίοι τους ενημέρωσαν ότι δεν είχαν καμιά προσωπική επικοινωνία με τον Καθ' ου η Αίτηση από το 2018 όταν και ο τελευταίος αρνήθηκε να υπογράψει τους ελεγμένους λογαριασμούς για τα έτη 2016, 2017 και 2018.

               Ακολούθησαν επιπρόσθετες προσπάθειες (μέσω τηλεφώνου) από πλευράς του Αιτητή 1, αφενός για να λάβει τα έγγραφα που αφορούσαν στην πώληση του ακινήτου 1 και αφετέρου για να ενημερωθεί αν έγινε η μεταβίβαση των μετοχών του αποβιώσαντα. Σε κάθε τέτοια τηλεφωνική προσπάθεια, ο Καθ' ου η Αίτηση δεν απαντούσε στις κλήσεις, με αποτέλεσμα ο πρώτος να τον καλέσει στον χώρο εργασίας του, κάτι που εκνεύρισε τον τελευταίο. Στην, σχετική, αυτή, επικοινωνία τους, ο Αιτητής 1 μετέφερε, εκ νέου, όλα τα παράπονα των Αιτητών και του ανάφερε ότι, εάν μέχρι την επόμενη Δευτέρα, δεν προέβαινε στη μεταβίβαση των μετοχών και να του παραδώσει τα έγγραφα που σχετίζονται με την πώληση του ακινήτου 1, θα προέβαινε σε καταγγελία στην αστυνομία. Ο Καθ' ου η Αίτηση απάντησε ότι θα επανερχόταν τη Δευτέρα μέσω του δικηγόρου του. Αντί αυτού, στις 15.01.2024, ο Καθ' ου η Αίτηση απέστειλε γραπτό μήνυμα στο κινητό του Αιτητή 1, δίνοντας τις δικές του εξηγήσεις ως προς τα ζητήματα της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας, χωρίς σε αυτό να γίνει οποιαδήποτε αναφορά στην πώληση του ακινήτου 1, και ζήτησε όπως διευθετηθεί συνάντηση με τους ελεγκτές της εταιρείας για εφ’ όλης της ύλης συζήτηση και διόρθωση των οικονομικών καταστάσεων της. Την ίδια μέρα, επιστολή του Καθ' ου η Αίτηση, με ίδιο περιεχόμενο με αυτό του μηνύματος, επιδόθηκε στο γραφείο που διατηρεί ο Αιτητής 3. Την επιστολή αυτή, απάντησε ο Αιτητής 3, μέσω επιστολής του, η οποία κοινοποιήθηκε στον Καθ' ου η Αίτηση μέσω του κινητού τηλεφώνου του Αιτητή 1. Ο Αιτητής 1, στις 19.01.2024, απάντησε και αυτός με δικό του γραπτό μήνυμα, απορρίπτοντας τις θέσεις του Καθ' ου η Αίτηση, προβάλλοντας τις θέσεις των Αιτητών για κάθε ένα θέμα που αφορά την οικονομική κατάσταση, διαχείριση και εκμετάλλευση των ακινήτων της εταιρείας και γενικά τον τρόπο δράσης του Καθ' ου η Αίτηση. Τέλος, ζήτησε, εκ νέου, αφενός τα έγγραφα που σχετίζονται με την πώληση του ακινήτου 1 και αφετέρου ο Καθ' ου η Αίτηση να ενεργήσει ώστε να μεταβιβαστούν οι μετοχές του αποβιώσαντα στον ίδιο και την Αιτήτρια 2 .

               Κατά τους Αιτητές, στη βάση της ανωτέρω εκδοχής τους, προκύπτει ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση συμμετέχει σε αδικοπραξία, τόσο εναντίον των συμφερόντων της εταιρείας, όσο και των ιδίων, και ότι, στην αδικοπραξία αυτή ενδεχομένως να ενέχονται και άλλα πρόσωπα. Προβάλλουν, επίσης, τη θέση ότι, τελούν υπό άγνοια για συγκεκριμένα θέματα και πληροφορίες που θα τους επιτρέψουν να συμπληρώσουν το πλέγμα των γεγονότων που περιβάλλουν την αδικοπρακτική αυτή συμπεριφορά, έτσι ώστε να προκύψει η ακριβής ζημιά που προκλήθηκε, και, κατά συνέπεια, να είναι δυνατή η επακριβής διατύπωση των θεραπειών που θα διεκδικηθούν μέσω παράγωγης ή άλλης Απαίτησης, που επιθυμούν να καταχωρίσουν.

               Περαιτέρω αναφορά στα όσα προβάλουν οι Αιτητές προς αιτιολόγηση της αναγκαιότητας της προώθησης της παρούσας Αίτησης, θα γίνει κατωτέρω, αν αυτό κριθεί αναγκαίο.

Η Ένσταση

               Ο Καθ' ου η Αίτηση καταχώρησε Ένσταση στην Αίτηση, στο κύριο σώμα της οποίας προβάλλει εννιά λόγους για να απορριφθεί τούτη. Δεν χρειάζεται να καταγραφούν, εδώ, λεπτομερώς, αφού, ως θα διαφανεί κατωτέρω, κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία της Αίτησης, ο συνήγορος του Καθ' ου η Αίτηση περιόρισε τούτους σε δύο, αναφορά στους οποίους θα γίνει κατωτέρω.

               Μέσω του μαρτυρικού υλικού που υποστηρίζει την Ένσταση, αφού, πρώτα, ο Καθ' ου η Αίτηση απορρίπτει τους ισχυρισμούς των Αιτητών, δίδει διάφορες εξηγήσεις και προβάλλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ως προς τον τρόπο που ενεργούσε, ως μοναδικός διευθυντής της εταιρείας. Επίσης αναφέρεται, τόσο στη διαχείριση και εκμετάλλευση των ακινήτων της εταιρείας, κατά τη διάρκεια αυτή, όσο και στις συνθήκες πώλησης του ακινήτου 1, το τίμημα πώλησης του, καθώς και τον τρόπο διάθεσής του.

               Ούτε λίγο, ούτε πολύ, κατά τον Καθ' ου η Αίτηση, τόσο στη βάση της αρχικής ένορκης δήλωσης του, που συνοδεύει την Ένσταση, όσο και των δύο συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων του, που καταχώρισε κατόπιν σχετικής άδειας του Δικαστηρίου, κάθε ενέργεια του σε σχέση με τη διαχείριση της εταιρείας ήταν νόμιμη και διενεργήθηκε προς το συμφέρον τούτης, καθώς, επίσης, και ότι, στη βάση των όσων εκεί αναφέρει, οι Αιτητές κατέχουν, πλέον, κάθε αναγκαία πληροφορία που τους επιτρέπει να καταχωρίσουν, αν τούτο επιθυμούν, την όποια Απαίτηση, είτε ως παράγωγη είτε για λήψη θεραπειών για ζημιές που ισχυρίζονται ότι υπέστηκαν προσωπικά, κάτι, που, εν πάση περιπτώσει, ο Καθ' ου η Αίτηση αρνείται ότι συνέβη. Κρίνεται, επίσης, σημαντικό να σημειωθεί ότι, μετά την καταχώριση της επίδικης Αίτησης, οι μετοχές του αποβιώσαντα μεταβιβάστηκαν στους Αιτητές 1 και 2.

Ακροαματική διαδικασία? περιορισμός επίδικων ζητημάτων

               Ο λόγος που δεν κατέγραψα με λεπτομέρεια τα όσα ο Καθ' ου η Αίτηση ισχυρίζεται, ως αντίλογο, των όσων του αποδίδουν οι Αιτητές, είναι γιατί, ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, ο συνήγορός του εγκατέλειψε κάθε προβαλλόμενο λόγο ένστασης, πλην των εξής δύο:

1. Στη βάση της μαρτυρίας του Καθ' ου η Αίτηση που υποστηρίζει την ένσταση, όλες οι αναζητούμενες πληροφορίες έχουν ήδη δοθεί στους Αιτητές, με αποτέλεσμα τούτοι να μπορούν, πλέον, αν το επιθυμούν, να καταχωρίσουν την όποια παράγωγη ή άλλου είδους Απαίτηση, και

2. Ότι η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, καθότι, εν πάση περιπτώσει, οι πληροφορίες οι οποίες επιζητούνται μέσω του κατ’ αίτηση διατάγματος, θα μπορούσαν, ευκόλως, να ληφθούν μέσω σύγκλισης συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσαν να τις λάβουν, ως το Εταιρικό Δίκαιο προνοεί. Εισηγείται, εν προκειμένω, ότι υπάρχει άλλος διαθέσιμος τρόπος για να ληφθούν οι πληροφορίες αυτές, παράγοντας που συνυπολογίζεται στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης, ως η υπό εξέταση.

Ορθότητα ένδικου μέσου της Αίτησης

               Μολονότι, ως υποδείχθηκε ανωτέρω, ο Καθ’ ου η Αίτηση προωθεί τους δύο, προαναφερόμενους, λόγους ένστασης, εντούτοις, το Δικαστήριο περιβάλλεται από καθήκον να εξετάζει κάθε θέμα που άπτεται της δικαιοδοσίας του να εκδικάσει μια διαφορά, όταν και εφόσον αντιληφθεί ότι προκύπτει τέτοιο ζήτημα. Κάτι τέτοιο προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, στην υπό εξέταση περίπτωση, για τους λόγους που θα εξηγήσω ευθύς αμέσως.

               Τόσο από τον τύπο της επίδικης Αίτησης, όσο και από τη νομική βάση επί της οποίας εδράζεται, τούτη προωθείται μέσω του Εντύπου 33, που προβλέπεται από τους Κανονισμούς. Πρόκειται για το έντυπο που προνοείται, στη βάση του Μέρους 23.2(2), για σκοπούς υποβολής αίτησης, η οποία υποβάλλεται πριν από την έγερση Απαίτησης, ως συμβαίνει στην υπό εξέταση περίπτωση. Συναφώς, το Μέρος 23.2(2) των Κανονισμών, περιορίζεται απλώς στο να υποδείξει το έντυπο, μέσω του οποίου προωθείται μια αίτηση πριν από την καταχώριση Απαίτησης, χωρίς να διαφωτίζει, καθ' οιονδήποτε τρόπο, ως προς τα δικαιοδοτικά κριτήρια ή τα κριτήρια που περιβάλλουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για να αποδώσει την όποια κατ' αίτηση θεραπεία.  

               Τέτοιες πρόνοιες, σε σχέση με θεραπείες που μπορούν να αποδοθούν πριν από την καταχώριση Απαίτησης, απαντώνται στο Μέρος 25.2(1)(α) και (2)(α) και (β)[2], καθώς, επίσης, και στο Μέρος 31.7[3] των Κανονισμών. Στο βαθμό που αφορά στις πρόνοιες του Μέρους 25, η όποια εκεί αναφερόμενη θεραπεία, ως, ειδικώς, χαρακτηρίζεται, πρέπει να είναι ενδιάμεση. Από την άλλη, η προνοούμενη στο Μέρος 31.7, πριν από την έγερση Απαίτησης, θεραπεία, δεν χαρακτηρίζεται ως τέτοια.

               Παρεμβάλλω στο σημείο αυτό, για σκοπούς πληρότητας και μόνο - αφού η επίδικη Αίτηση δεν εδράζεται επί της συγκεκριμένης νομικής βάσης (ούτε και γίνεται επίκληση τούτης στο πλαίσιο της αγόρευσης των Αιτητών) - ότι η θεραπεία που δύναται να αποδοθεί δυνάμει των προνοιών του Μέρους 31.7 περιορίζεται μόνο στην αποκάλυψη εγγράφων και όχι πληροφοριών (βλ. επί τούτου, τα όσα καταγράφονται στο Σύγγραμμα Blackstones, Civil Practice, 2018, παρ. 50.91, με τίτλο Pre?action provision of information, όπου αναλύεται ο αντίστοιχος Αγγλικός Κανονισμός 31.16, με πανομοιότυπες πρόνοιες με το δικό μας Μέρος 31.7, με παραπομπή και στην υπόθεση Snowstar Shipping Co Ltd v Graig Shippin plc [2003] EWHC (Comm), LTL 17/6/2003. Βλ. επίσης, την υπόθεση 1. AQR Capital Management, LLC a.o. v. 1. The London Metal Exchange a.o., [2022] EWHC 3313 (Comm)).

               Επανερχόμενος στο υπό εξέταση ζήτημα, για τους λόγους που θα εξηγήσω αμέσως πιο κάτω, το κατ’ αίτηση διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal, δεν είναι δυνατό να αποδοθεί μέσω της υπό εξέταση Αίτησης.

               Και τούτο γιατί, η μόνη δικαιοδοτική νομική βάση της επίδικης Αίτησης, αφορά στις αρχές που καθιερώθηκαν στην υπόθεση Norwich Pharmacal, ως αυτές εφαρμόστηκαν στην Κύπρο, με γνώμονα τις πρόνοιες του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960. Παρόμοιο ζήτημα απασχόλησε τα Αγγλικά δικαστήρια στην υπόθεση Towergate Underwriting Group Ltd v Albaco Insurance Brokers LTd [2015] EWHC 2874 (Ch), στην οποία το ζητούμενο ήταν το κατά πόσο η προνοούμενη στον Αγγλικό Κανονισμό (CPR) 23 (πανομοιότυπος με το Μέρος 23 των κανονισμών μας), αίτηση πριν από την καταχώριση Απαίτησης (μέσω του εκεί προνοούμενου Εντύπου Ν.244 - αντίστοιχο με το δικό μας Έντυπο 33), αποτελούσε αποδεκτό ένδικο μέσο για εξασφάλιση διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal. Εκείνο που εκεί αποφασίστηκε, ξεκαθαρίζοντας την όποια, τυχόν, ασάφεια περιέβαλλε το ζήτημα προηγουμένως, είναι ότι η αίτηση πριν από την καταχώριση Απαίτησης, που προβλέπεται από τον Κανονισμό 23, αποτελεί ανεπίτρεπτο ένδικο μέσο για εξασφάλιση τέτοιου τύπου διαταγμάτων. Με παραπομπή στην υπόθεση Santander UK Plc v National Westminster Bank Plc and other companies [2014] EWHC (Ch) και την εκεί, σχετική, κρίση ότι μόνο στις πολύ απλές περιπτώσεις, όπου δεν αναμένεται να προβληθεί ένσταση από το πρόσωπο από το οποίο ζητείται να δώσει τις πληροφορίες ή/και έγγραφα (Respondent), είναι δυνατό να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα στη βάση αίτησης, πριν από την καταχώριση Απαίτησης, στην υπόθεση Towergate (ανωτέρω), υποδείχθηκε ότι ούτε και σε απλές υποθέσεις είναι δυνατό, στη βάση αυτής της διαδικασίας, να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα, ξεκαθαρίζοντας ότι, η εν λόγω θεραπεία θα πρέπει να επιδιώκεται μόνο μέσω κυρίως διαδικασιών (claim forms), στη βάση των Αγγλικών Κανονισμών 7 και 8, αντίστοιχοι των Μερών 7 και 8 των δικών μας Κανονισμών.

               Στο σκεπτικό του, με το οποίο συμφωνώ απόλυτα, ο Master Matthews στην Towergate (ανωτέρω), αναφέρθηκε στις πιθανές ανάγκες μιας δικαστικής διαδικασίας μέσω της οποίας επιδιώκεται η έκδοση διατάγματος τύπου Norwich Pharmacal, και υπέδειξε τις πολύ σοβαρές δυσκολίες και προβλήματα που ενδέχεται να προκύψουν αν η διαδικασία κινηθεί, ως αίτηση, πριν την έγερση Απαίτησης, στη βάση του προνοούμενου Εντύπου στο Κανονισμό 23. Δεν σκοπεύω να αναφερθώ, εδώ, με λεπτομέρεια, στα όσα, σχετικά, ανέπτυξε – πρόκειται, στην ουσία, για το όλο κείμενο της απόφασης – αλλά να σημειώσω, απλώς, ότι πλείστα όσα εκεί καταγράφονται ως δυνητικά προβλήματα και δυσκολίες, ισχύουν και στην Κύπρο, ενόψει των πανομοιότυπων και ή όμοιων προνοιών των δικών μας Κανονισμών.

               Κάποιες εκ των παρατηρήσεών του, αφορούσαν στον χρόνο και το μέσο που έχει ο εγκαλούμενος, στην κάθε περίπτωση (αίτηση πριν από την καταχώριση Απαίτησης στη βάση του Κανονισμού 23, από τη μια, και Απαίτηση στη βάση των Κανινισμών 7 και 8, από την άλλη), για να αποφασίσει πως θα αντιδράσει στο εναντίον του δικαστικό διάβημα, καθώς επίσης και να εκφράσει τη θέση του στα όσα του αποδίδει η άλλη πλευρά. Επίσης, στην ανυπαρξία πρόνοιας στους Κανονισμούς για δυνατότητα επίδοσης αίτησης, με βάση τον Κανονισμό 23, εκτός δικαιοδοσίας[4], αλλά και στα εντελώς διαφορετικά (σε ύψος) έξοδα που υπόκειται ο διάδικος στην κάθε περίπτωση. Σημείωσε, επίσης, ότι, η θέσπιση των Αγγλικών Κανονισμών (CPR), δεν μετέβαλε τα δεδομένα που ίσχυαν προηγουμένως - στη βάση των οποίων και αποφασίστηκε τόσο η υπόθεση Norwich Pharmacal όσο και οι επόμενες που ακολούθησαν το σκεπτικό της – υποδεικνύοντας ότι, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι δικαστικές διαδικασίες ξεκίνησαν με εναρκτήριο μέσο, όπως Κλητήριο Ένταλμα (Writ), Εναρκτήρια Κλήση (Originating Summons), Εναρκτήριο Διάβημα (Originating Motion) ή Αναφορά (Petition), διαδικασίες, οι οποίες, πλέον, στη βάση των Κανονισμών, καλύπτονται από τους Κανονισμούς 7 και 8, ούτε και το γεγονός ότι τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal αποτελούν ουσιαστικές (substantive), και όχι βοηθητικές (ancillary), θεραπείες. Στη βάση της ανωτέρω θεώρησης κατέληξε ότι, διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal, έστω και πριν από την καταχώριση Απαίτησης εναντίον του αδικοπραγούντα, θα πρέπει να επιζητείται στο πλαίσιο Απαίτησης (claim form) - με βάση τους Κανονισμούς 7 ή 8 (στις πλείστες των περιπτώσεων τον Κανονισμό 8) – εναντίον του προσώπου από το οποίο επιζητούνται οι πληροφορίες, και όχι στο πλαίσιο της προνοούμενης στον Κανονισμό 23, αυτοτελούς, αίτησης πριν την έγερση Απαίτησης.

               Παρεμβάλλω, στο σημείο αυτό, αν και δεν προβάλλεται σχετικός λόγος ένστασης, ότι δεν είναι αδύνατη η έκδοση διατάγματος τύπου Norwich Pharmacal εναντίον ενός τελικού/βασικού, αδικοπραγούντα, πλην όμως, συνεπεία του γεγονότος αυτού, τα κριτήρια καθίστανται αυστηρότερα και ο Αιτητής φέρει επιπρόσθετο βάρος που πρέπει να αποσείσει για να επιτύχει σε μια τέτοια προσπάθειά του, καθότι θα πρέπει, επιπροσθέτως, να καταδείξει γιατί η περίπτωσή του είναι διαφορετική από κάθε άλλη περίπτωση που ένας διάδικος καταχωρεί την Απαίτησή του στη βάση των όσων στοιχείων κατέχει, χωρίς να ανατρέχει, προηγουμένως, στην αναζήτηση θεραπειών επί των αρχών της επιείκειας, ως τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal (βλ. 1. AQR Capital Management, LLC a.o. (ανωτέρω)).

               Επανερχόμενος στο σκεπτικό της κρίσης μου ως προς την αδυναμία απόδοσης διαταγμάτων τύπου Norwich μέσω αίτησης ως η υπό εξέταση, έστρεψα την προσοχή μου στο ενδεχόμενο, στη βάση του πρωταρχικού σκοπού των Κανονισμών, να θεραπεύσω την παρατυπία της επιλογής του ένδικου μέσου, πλην όμως, για τους λόγους που θα εξηγήσω ευθύς αμέσως, κρίνω ότι τούτο δεν είναι επιτρεπτό. Και τούτο γιατί, εκεί που ο θεσπιστής των Κανονισμών ήθελε να προβλέψει για ένα τέτοιο εγχείρημα, το έπραξε, όπως, π.χ. στο Μέρος 8.1(6), όπου και πρόβλεψε τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να συνεχίσει την εξέταση και εκδίκαση μιας Απαίτησης που καταχωρήθηκε στη βάση των προνοιών του Μέρους 8, ωσάν, εξ αρχής, να αφορούσε σε Απαίτηση που καταχωρήθηκε με βάση το Μέρος 7. Δεν έχει προβλέψει κάτι ανάλογο, για αιτήσεις στη βάση του Εντύπου 33. Και τούτο λογικώς, κατά τη γνώμη μου, αφού τόσο το Μέρος 7, όσο και το Μέρος 8, αναφέρονται σε εναρκτήριες κυρίως διαδικασίες (Απαιτήσεις), σε αντιδιαστολή με την υπό εξέταση περίπτωση, που αφορά σε αίτηση που καταχωρείται πριν από την καταχώριση της όποιας Απαίτησης. Τυχόν άρση της παρατυπίας του ενδίκου μέσου στην υπό εξέταση περίπτωση, θα απέληγε σε μεταβολή της ίδιας της φύσης της διαδικασίας, από αυτοτελή, πριν από την καταχώριση Απαίτησης, αίτηση, σε κυρίως διαδικασία Απαίτησης, χωρίς, στο πλαίσιο της, να επιζητούνται θεραπείες για αποκατάσταση της ζημιάς, που οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι υπέστηκε η εταιρεία ή και οι ίδιοι, δεδομένου ότι η επίδικη Αίτηση στρέφεται εναντίον του βασικού/τελικού, κατά τους Αιτητές, αδικοπραγούντα. 

               Στη βάση της ανωτέρω κρίσης μου και δεδομένου ότι μέσω της επίδικης Αίτησης επιδιώκεται μόνο διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal, τούτη είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

               Επαναλαμβάνω, ίσως φορτικώς, ότι, ούτε στο κυρίως σώμα της επίδικης Αίτησης, ούτε και στο μαρτυρικό υλικό που την υποστηρίζει, αλλά, τέλος, ούτε και στην αγόρευση των συνήγορων των Αιτητών, γίνεται η οποιαδήποτε αναφορά ή επίκληση των προνοιών του Μέρους 31.7 των Κανονισμών, ώστε να ήταν δυνατή η εξέταση της επίδικης αίτησης επί αυτής της νομικής βάσης, έστω, μόνο, για αποκάλυψη εγγράφων και όχι πληροφοριών.

               Στη βάση των ανωτέρω, η Αίτηση απορρίπτεται. Συνεπεία δε του λόγου απόρριψης, δεν θα εκφράσω γνώμη, έστω και παρεμφερώς, επί της ουσίας της Αίτησης, για να μην προκαταβάλω την όποια σχετική κρίση σε περίπτωση που οι Αιτητές επιχειρήσουν να εξασφαλίσουν όμοιο διάταγμα μέσω της ενδεδειγμένης διαδικασίας.

               Ως προς τα έξοδα δεν έχω κανέναν λόγο για να παρεκκλίνω από τον κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, και κατά συνέπεια τούτα, ως συμφωνήθηκαν μεταξύ των διαδίκων στο ποσό των €3,500 πλέον ΦΠΑ, το οποίο και θεωρώ λογικό, επιδικάζονται υπέρ του Καθ' ου η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα.

 

(Υπ.) ………………………….

Δ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Την αρχική ένορκη δήλωση του Αιτητή 1, που την συνοδεύει και τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση της Αιτήτριας 2, ημερομηνίας 10.12.2024

[2] 25.2. Χρόνος έκδοσης διατάγματος για ενδιάμεση θεραπεία

(1) Διάταγμα για ενδιάμεση θεραπεία μπορεί να εκδοθεί σε οποιοδήποτε χρόνο περιλαμβανομένου του χρόνου:

(α) πριν από την καταχώριση απαίτησης· και

(β) μετά την έκδοση απόφασης.

(2) Ωστόσο:

(α) η παράγραφος (1) τελεί υπό την επιφύλαξη οποιασδήποτε άλλης πρόνοιας σε κανονισμό ή νομοθεσία η οποία προνοεί διαφορετικά·

(β) το δικαστήριο δύναται να χορηγήσει ενδιάμεση θεραπεία πριν από την καταχώριση απαίτησης μόνο αν:

(i) το θέμα είναι επείγον· ή

(ii) υφίστανται άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις.

(3) Όταν χορηγεί ενδιάμεση θεραπεία πριν από την έναρξη δικαστικής διαδικασίας, το δικαστήριο δίδει οδηγίες για την καταχώριση απαίτησης.

(4) Παρά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (3), δεν είναι αναγκαίο το δικαστήριο να δώσει οδηγίες για την καταχώριση απαίτησης όταν καταχωρίζεται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης ή επιθεώρησης πριν από την καταχώριση απαίτησης.

 

[3] 31.7. Ειδική Αποκάλυψη πριν από την έναρξη της διαδικασίας

(1) Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται όταν καταχωρίζεται αίτηση στο δικαστήριο για αποκάλυψη πριν από την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας.

(2) Η αίτηση πρέπει να υποστηρίζεται από μαρτυρία που να περιλαμβάνει:

(α) περιγραφή κάθε ζητούμενου εγγράφου η οποία είναι επαρκής για να το προσδιορίσει, ή περιγραφή με επαρκείς λεπτομέρειες (περιλαμβανομένου του υπό εξέταση αντικειμένου) περιορισμένης και ειδικής ζητούμενης κατηγορίας εγγράφων, τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι υπάρχουν·

(β) δήλωση η οποία να αναφέρει πώς το ζητούμενο έγγραφο ή κατηγορία εγγράφων σχετίζεται με τα ζητήματα και είναι ουσιώδης για την έκβαση της επακόλουθης δικαστικής διαδικασίας· και

(γ) δήλωση:

(i) ότι το ζητούμενο έγγραφο ή κατηγορία εγγράφων δεν είναι στην κατοχή, φύλαξη, έλεγχο ή εξουσία του αιτητή· ή

(ii) των λόγων για τους οποίους θα ήταν υπέρμετρα επαχθές για τον αιτητή να αποκαλύψει και να προσαγάγει τέτοιο έγγραφο.

(3) Χωρίς επηρεασμό της εξουσίας του δικαστηρίου να διατάξει αποκάλυψη και προσαγωγή εγγράφων από μη διάδικο, δυνάμει οποιουδήποτε άλλου κανονισμού ή νόμου, το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα, δυνάμει του παρόντος κανονισμού μόνο όταν:

(α) ο καθ’ ου η αίτηση ενδέχεται να είναι διάδικος σε επακόλουθη διαδικασία·

(β) ο αιτητής επίσης ενδέχεται να είναι διάδικος σε αυτή τη διαδικασία·

(γ) έχουν ικανοποιηθεί οι απαιτήσεις του κανονισμού 31.7(2)· και

(δ) δεν εφαρμόζεται κανένας από τους λόγους ένστασης οι οποίοι παρατίθενται στον κανονισμό 31.5(7).

 

[4] Η πρόνοια των Κανονισμών για την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας δικαστικών εγγράφων, περιορίζεται στα δικόγραφα (claim forms) που καταχωρούνται με βάση τους Κανονισμούς 7 και 8.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο