ANTONIS PILAVAKIS QUICK MEALS LTD ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΥΛΙΔΗ, Αρ. Αγωγής: 1416/16, 12/8/2025
print
Τίτλος:
ANTONIS PILAVAKIS QUICK MEALS LTD ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΥΛΙΔΗ, Αρ. Αγωγής: 1416/16, 12/8/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 1416/16

Μεταξύ:

ANTONIS PILAVAKIS QUICK MEALS LTD

Ενάγουσας

-και-

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΥΛΙΔΗ

Εναγόμενου

 

Ημερομηνία: 12 Αυγούστου 2025

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κα Μ. Αγγελίδου μαζί με κ. Χρ. Χριστοδούλου και κα Π. Ανδρέου για Μ.Ξ. Ιωάννου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενο: κ. Δ. Καΐλης για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

(α)  ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1.    Με την παρούσα αγωγή της η Ενάγουσα αξιώνει εναντίον του Εναγόμενου το ποσό των €90.000 ως αποζημιώσεις δυνάμει παράβασης της μεταξύ τους έγγραφης συμφωνίας ημερ. 31.6.14 ή, διαζευκτικά, δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα. Η εν λόγω συμφωνία αφορούσε την πώληση από την Ενάγουσα της επιχείρησης «Γρηγόρης Μικρογεύματα», τα δικαιώματα της οποίας κατείχε, προς τον Εναγόμενο. Ο Εναγόμενος, αποδεχόμενος τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας, αποδίδει διαφορετική ερμηνεία στο περιεχόμενό της, στη βάση της οποίας ισχυρίζεται ότι κανένα υπόλοιπο οφείλει να καταβάλει στην Ενάγουσα. Πρόσθετα, δια ανταπαιτήσεως αξιώνει εναντίον της Ενάγουσας αποζημιώσεις ύψους €20.000, ως ειδική ζημιά που κατά τη θέση του υπέστη λόγω παράβασης σύμβασης των συμφωνηθέντων από πλευράς της Ενάγουσας. 

 

(β)  ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ

2.    Με την Έκθεση Απαίτησής της η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι αποτελεί ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολείται με την προετοιμασία, παρασκευή, διανομή και επεξεργασία έτοιμων γευμάτων. Συνεχίζει ότι την 31.6.2014, συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων η πώληση της επιχείρησης της Ενάγουσας προς τον Εναγόμενο, δυνάμει γραπτής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων («η Συμφωνία»). Παραθέτει τους όρους της Συμφωνίας, περιλαμβανομένου και του συμφωνηθέντος τιμήματος πώλησης της εν λόγω επιχείρησης της Ενάγουσας, σε συνολικό ποσό ύψους €118.000. Έναντι του πιο πάνω ποσού, συνεχίζει, ο Εναγόμενος κατέβαλε μόνο το συνολικό ποσό των €28.000, ενώ παρέλειψε να καταβάλει το εναπομείναν ποσό ύψους €90.000. Η παράλειψη αυτή, κατά τη θέση του, συνιστά παράβαση της Συμφωνίας. Συνεπώς, αξιώνει το πιο πάνω ποσό ως αποζημιώσεις μέσω της παρούσας αγωγής («η Αγωγή»).

 

3.    Με την Τροποποιημένη Υπεράσπιση και Ανταπαίτησή του ο Εναγόμενος ήγειρε προδικαστικές ενστάσεις δια το ότι η Ενάγουσα αποτελεί διαγεγραμμένη εταιρεία. Περιπλέον επιχειρεί να αποδώσει συγκεκριμένη ερμηνεία στο περιεχόμενο της Συμφωνίας, την οποία όμως αποδέχεται ότι συνήφθη μεταξύ των διαδίκων. Αρνείται τον ισχυρισμό της Ενάγουσας ότι οφείλεται οποιοδήποτε δυνάμει της Συμφωνίας ποσό και ισχυρίζεται ότι:

 

(α) Με δόλιες και/ή παραπλανητικές παραστάσεις της Ενάγουσας και/ή του αντιπροσώπου και/ή του αξιωματούχου και/ή  του διευθυντή της, η Ενάγουσα πώλησε μετά τις δόλιες επεμβάσεις της στους ελεγμένους λογαριασμούς της που υπέδειξε στον Εναγόμενο, ο οποίος μετά την υπογραφή της Συμφωνίας το είχε διαπιστώσει, «για το, μη ανταποκρινόμενο προς το υπό την συμφωνία αντάλλαγμα, ποσό των €118.000»[1]·

 

(β) Ο Εναγόμενος ανέλαβε την επιχείρηση της Ενάγουσας κατά ή περί τον Ιούλιο του έτους 2014 και κατόπιν πολλών υπεράνθρωπων προσπαθειών του Εναγόμενου, να την κρατήσει βιώσιμη καθότι εξ υπαρχής δεν ήταν, αφού η βιωσιμότητα της διαπιστώθηκε από τον πρώτο μήνα λειτουργίας της από τον Εναγόμενο. Ο Εναγόμενος ανάφερε πολλές φορές τηλεφωνικώς στον διευθυντή και/ή αξιωματούχο και/ή αντιπρόσωπο της Ενάγουσας ότι δεν μπορεί να ανταπεξέλθει και ότι συνεχώς καταβάλει δικά του χρήματα στην επιχείρηση για να μπορεί να λειτουργήσει· 

 

(γ) Ο Εναγόμενος μέχρι τον Δεκέμβριο του 2014 είχε καταβάλει στην Ενάγουσα το ποσό των €21.929. Στις 2.2.2015 ο Εναγόμενος «και αφού η Ενάγουσα δεν είχε ανταποκριθεί στις προφορικές οχλήσεις του» απέστειλε μέσω των δικηγόρων του ηλεκτρονικό μήνυμα στον διευθυντή και/ή αξιωματούχο και/ή αντιπρόσωπο της Ενάγουσας, δια του οποίου του πρότεινε την άμεση καταβολή των €30.000 «και την ακύρωση» της Συμφωνίας, «σε διαφορετική περίπτωση να αναλάβει άμεσα στην κατοχή της επιχείρησης όπως προνοούσε η μεταξύ τους συμφωνία καθότι ο Εναγόμενος αδυνατεί να την συντηρήσει και οι δύο πλευρές θα υποστούν περαιτέρω ζημιές.» Ακολούθως, ανταλλάχθηκαν και άλλες προτάσεις για τη διευθέτηση της διαφοράς οι οποίες όμως δεν κατέληξαν σε διευθέτηση. Κατόπιν, στις 26.2.2015, ο Εναγόμενος απέστειλε μέσω των δικηγόρων του επιστολή προς την Ενάγουσα δια της οποίας την καλούσε, δυνάμει της παρ. 4 της Συμφωνίας, όπως μέχρι τις 27.2.2015 παραλάβει την κατοχή της επιχείρησης, επισημαίνοντας ότι η ειδοποίηση παραλαβής της επιχείρησης «γίνεται πριν παρέλθει η περίοδος των 6 μηνών ως προνοεί» η Συμφωνία «για περιορισμό των ζημιών των δύο πλευρών.»[2] Όμως και πάλιν η Ενάγουσα δεν ανταποκρίθηκε. Ως εκ τούτου, στις 2.3.2015 ο Εναγόμενος απέστειλε εκ νέου επιστολή μέσω των δικηγόρων του στην Ενάγουσα δια της οποίας, επιφυλάσσοντας τα δικαιώματα του, την ενημέρωσε ότι εάν μέχρι τις 5.3.2015 δεν παραλάβει την κατοχή της επιχείρησης τότε, ο Εναγόμενος, αφού προβεί σε καταμέτρηση του εξοπλισμού που βρίσκεται στην επιχείρηση θα τον μεταφέρει σε αποθήκη για σκοπούς φύλαξής του. Και πάλιν η Ενάγουσα δεν ανταποκρίθηκε και συνεπώς, ο Εναγόμενος με δικά του έξοδα, καταμέτρησε τον εξοπλισμό και τον μετέφερε για φύλαξη σε ιδιωτική αποθήκη.

 

4.    Συνεπεία των πιο πάνω, δια της ανταπαίτησής του ο Εναγόμενος αξιώνει το ποσό των €5.000 ως ειδική ζημιά, ποσό το οποίο αντικατοπτρίζει τα έξοδα φύλαξης του εξοπλισμού της επίδικης επιχείρησης που υπέστη και το ποσό των €15.000 ως έξοδα αγοράς «εμπορευμάτων για συντήρηση της επιχείρησης μέχρι την παραλαβή της κατοχής από την Ενάγουσα, ως προνοεί» η Συμφωνία.[3]

 

5.    Δια της Τροποποιημένης Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση της, η Ενάγουσα αρνείται τα όσα της καταλογίζονται, καθώς και την ύπαρξη των ισχυριζόμενων ειδικών ζημιών του Εναγόμενου, προβάλλοντας ακόμη ότι το ποσό των €21.929 που ισχυρίζεται ο Εναγόμενος ότι κατέβαλε στην Ενάγουσα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ότι ο Εναγόμενος σκόπιμα αποκρύπτει επιπλέον ποσά που κατέβαλε σε μετρητά και με επιταγές της εταιρείας Proficentury Holding Ltd η Εταιρεία») στον διευθυντή της Ενάγουσας, για τα έτη 2014 - 2015.

 

(γ)  ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ

6.    Για σκοπούς ευχερέστερης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες κατέθεσαν, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω ευθύς εξ αρχής αυτούσιο το περιεχόμενο της Συμφωνίας μιας και σημαντικό μέρος της μαρτυρίας τους αφορά σε θέσεις τους ως προς την εκπλήρωση των εκατέρωθεν υποχρεώσεων των μερών, ως ζήτημα γεγονότων. Σημειώνω ακόμη εδώ ότι, τόσο η σύναψη όσο και το περιεχόμενο της Συμφωνίας αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ των διαδίκων. Η Συμφωνία λοιπόν υπογράφεται από την Ενάγουσα, ως Πωλητή και τον Εναγόμενο, ως Αγοραστή και διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

 

«ΕΠΕΙΔΗ ο Πωλητής έχει δηλώσει ότι σήμερα προτίθεται να πωλήσει και/ή παραδώσει:

 

(α) την εμπορική εύνοια, τη φήμη και πελατεία (Goodwill) της εταιρείας ANTONIS PILAVAKIS QUICK MEALS LIMITED προς Ευρώ 80,000.

 

(β) τον εξοπλισμό και τα έπιπλα της εταιρείας ANTONIS PILAVAKIS QUICK MEALS LIMITED που βρίσκονται στο κατάστημα στην οδό Σταυρού 75Δ, Λευκωσία προς 35,000.

 

(γ) τα αποθέματα της εταιρείας ANTONIS PILAVAKIS QUICK MEALS LIMITED προς Ευρώ 3,000.

 

Επιπρόσθετα των πιο πάνω, ο Πωλητής θα παραδώσει:

(δ) ελεύθερη και κενή την κατοχή του καταστήματος στην οδό Σταυρού 76Δ, Λευκωσία

(ε) το πελατολόγιο της εταιρείας ANTONIS PILAVAKIS QUICK MEALS LIMITED

(στ) το franchised license της εταιρείας ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΙΚΡΟΓΕΥΜΑΤΑ

και για τους σκοπούς του παρόντος εγγράφου θα καλείται ‘ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ’ και

 

ΕΠΕΙΔΗ ο Αγοραστής προτίθεται να αγοράσει το αντικείμενο της σύμβασης και για τον σκοπό αυτό έχει ήδη προβεί σε όλα τα αναγκαία διαβήματα για την αγορά αυτή για το ποσό των €118,000 και

ΕΠΕΙΔΗ το αντικείμενο της σύμβασης θα πρέπει να εγκριθεί από τον Αγοραστή προτού προβεί στην αγορά του και

ΕΠΕΙΔΗ ο Πωλητής έχει δηλώσει προς τον Αγοραστή ότι διαθέτει για πώληση το πιο πάνω αντικείμενο της σύμβασης και ο Αγοραστής έχει δηλώσει ότι αποδέχεται την αγορά αυτού, με τους πιο κάτω όρους και προϋποθέσεις.

 

ΣΥΜΦΩΝΟΥΝΤΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΝ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

 

1.     Ο Πωλητής δηλώνει ότι υποχρεούται να προβεί εις πάντα τα αναγκαία διαβήματα, αμέσως ή εν πάση περιπτώσει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, προς εξασφάλιση όλων των εγγράφων απαραιτήτων για την πώληση του εν λόγω αντικειμένου της σύμβασης.

 

2.     Ο Αγοραστής υποχρεούται να προβεί στην άμεση καταβολή του ποσού των €18,000 εντός 1 εβδομάδας από την ημέρα υπογραφής της παρούσης και στην καταβολή του ποσού των €2,000 μετά την παρέλευση δύο μηνών από την ημέρα της καταβολής του ποσού των €18,000:

 

3.     Η αποπληρωμή του υπόλοιπου ποσού των €98,000 για εξόφληση του αντικειμένου της Σύμβασης συμφωνείται ως εξής:

 

(α) Μετά την καταβολή των πιο πάνω €20,000 σε δύο δόσεις θα ακολουθήσει ένας μήνας χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε ποσού από τον Αγοραστή προς εξόφληση του αντικειμένου της Σύμβασης

 

(β) Μετά την παρέλευση του ενός μηνάς, ως αναφέρεται στην πιο πάνω παράγραφο υπό στοιχείο .(α), θα ακολουθήσει η αποπληρωμή σε δόσεις ανάλογα με το μηνιαίο εισόδημα που θα λαμβάνει ο Αγοραστής και με ποσοστό της εκατό επί αυτού ως εξής:

 

(i) Μηνιαίος κύκλος εργασιών €9000 θα καταβάλλεται ποσοστό επί του ανωτέρου ποσού 6%

 

(ii) Μηνιαίος κύκλος εργασιών €10000 - €12000 θα καταβάλλεται ποσοστό επί των ανωτέρω ποσών 8%

 

(iii) Μηνιαίος κύκλος εργασιών €12000 και άνω θα καταβάλλεται ποσοστό επί των ανωτέρω ποσών 10%

 

4.     Όλοι οι Συμβαλλόμενοι συμφωνούν και αποδέχονται ότι σε περίπτωση που η αποπληρωμή του Αντικειμένου της Σύμβασης δεν είναι εφικτή και έχει παρέλθει περίοδος 6 μηνών χωρίς την καταβολή οποιοσδήποτε δόσης εκ μέρους του Αγοραστή, τότε θα γίνει αποτίμηση του ποσού που έχει καταβάλει ο Αγοραστής μέχρι εκείνη τη στιγμή για την εξόφληση του Αντικειμένου της Σύμβασης και σε περίπτωση που έχει καταβληθεί ποσοστό που αντιστοιχεί στο Goodwill του Αντικειμένου της Σύμβασης, τότε ο Αγοραστής αποκτά δικαιώματα στα περιουσιακά στοιχεία του Αντικειμένου της Σύμβασης για τα οποία έχει αξιώσεις και ο Πωλητής δικαιούται να παραλάβει άμεσα την κατοχή του Αντικειμένου της Σύμβασης.

 

5.     Άπαντες οι όροι της παρούσης συμφωνίας είναι ουσιώδεις. Παράβαση οιουδήποτε όρου δίδει το δικαίωμα εις το αναίτιο μέρος επιπροσθέτως των ανωτέρω αναφερομένων αποζημιώσεων να διεκδικήσει νόμιμους αποζημιώσεις.

 

6.     Το παρόν έγινε εις διπλούν.»

 

7.    Στρέφομαι σε συνοπτική παράθεση της προσκομισθείσας μαρτυρίας.

 

(δ)  ΣΥΝΟΨΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

8.    Για την Ενάγουσα κατέθεσε ο κ. Αντώνης Πηλαβάκης, διευθυντής και γραμματέας της Ενάγουσας (ΜΕ1). Ως μέρος της κυρίως εξέτασής του κατέθεσε γραπτή δήλωση, η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο Α. Στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης του ΜΕ1 κατατέθηκαν τα Τεκμήρια 1 μέχρι 5 και κατά την αντεξέταση του το Τεκμήριο 6 και το Τεκμήριο προς Αναγνώριση Α.

 

9.    Για τον Εναγόμενο κατέθεσε ο ίδιος (ΜΥ1), ο οποίος επίσης κατέθεσε γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασής του και η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο Β. Κατά την κυρίως εξέτασή του κατατέθηκαν τα Τεκμήρια 7 μέχρι 11 και κατά την αντεξέταση του κατατέθηκε το Τεκμήριο 12. Για τον Εναγόμενο κατέθεσε και η κα Άννα Χρίστου, δικηγόρος (ΜΥ2) η οποία κατά την αντεξέταση της κατέθεσε το Τεκμήριο 13.

 

 

          i.        Σύνοψη μαρτυρίας Αντώνη Πηλαβάκη (ΜΕ1)

 

10. Ο ΜΕ1 στα πλαίσια της γραπτής του δήλωσης κατέθεσε τη Συμφωνία ως Τεκμήριο 1 και επανέλαβε τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του. Πρόσθεσε ακόμη ότι το κείμενο της Συμφωνίας είχε ετοιμαστεί από τη δικηγόρο του Εναγόμενου, κα Άννα Χρίστου, ΜΥ2. Επίσης κατέθεσε ως Τεκμήριο 2 επιστολή ημερ. 12.6.2014 του λογιστή του Εναγόμενου προς τον ίδιο, δια του οποίου τον ενημερώνει ότι έχει δει τις οικονομικές καταστάσεις της Ενάγουσας για το έτος 2013 και ότι είναι ο ίδιος που καθόρισε το ποσό των €118.000. Ως Τεκμήριο 3 κατέθεσε «επιχειρηματικό πλάνο (business plan) Παναγιώτη Παυλίδη» το οποίο ο Εναγόμενος του είχε αποστείλει πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας. Ως Τεκμήριο 4 κατέθεσε επιστολή ημερ. 26.2.2015 της δικηγόρου κας Άννας Χρίστου, η οποία είναι συγγενικό πρόσωπο του Εναγόμενου, με την οποία τον καλούσε να παραλάβει κατοχή της επιχείρησης. Τέλος, ως Τεκμήριο 5 κατέθεσε πιστοποιητικό του Εφόρου Εταιρειών ημερ. 1.6.2017 αναφορικά με την Ενάγουσα. Δια ζώσης πρόσθεσε ότι η χειρόγραφη υπογραφή επί του Τεκμηρίου 4 δεν ανήκει στον ΜΕ1 διευκρινίζοντας ακόμη ότι έλαβε γνώση της εν λόγω επιστολής μετά από αρκετό χρονικό διάστημα, αφού είχαν παρέλθει οι έξι μήνες που αναφέρονται στη Συμφωνία. Ειδικότερα, ότι μπορεί να είχαν παρέλθει και δύο μήνες.

 

11. Αντεξεταζόμενος κατέθεσε ότι η Ενάγουσα σήμερα δεν δραστηριοποιείται και ότι ο μοναδικός λόγος που υφίσταται είναι η προώθηση της Αγωγής. Επιβεβαίωσε ότι η πληρωμή του ποσού που αναγράφεται επί των όρων 2 και 3(α) της Συμφωνίας, έχει γίνει. Ερωτηθείς αναφορικά με την ημερομηνία 31.6.14 που αναγράφεται επί του κειμένου της Συμφωνίας παρά το ότι αυτή είναι ανύπαρκτη, κατέθεσε ότι η Συμφωνία συνήφθη προς το τέλος του Ιούνιου. Κατέθεσε ότι το ποσό των €8.000 το οποίο καταβλήθηκε με δόσεις μετά τις €20.000, σύμφωνα με τους όρους 2 και 3(α) της Συμφωνίας, καταβάλλονταν σε μετρητά και κάποτε δίνονταν επιταγές. Ερωτηθείς πώς έγινε ο υπολογισμός για την υποχρέωση της καταβολής του πιο πάνω ποσού, απάντησε ότι ο Εναγόμενος διατηρεί τις οικονομικές καταστάσεις του τζίρου και κάλεσε τον συνήγορο να αποταθεί στον ίδιο. Ερωτηθείς κατά πόσο οποιοσδήποτε μήνας είχε τζίρο πάνω από €9.000, απάντησε ότι δεν θυμάται. Σε υποβολή του συνηγόρου του Εναγόμενου ότι κάθε μήνα η ζημιά του Εναγόμενου ήταν πολύ περισσότερη από τα έσοδά του, απάντησε ότι ο Εναγόμενος δεν μετέβαινε στην εργασία του και ότι για να υπάρχει τζίρος θα έπρεπε να βρισκόταν στην εργασία του. Ερωτηθείς εκ νέου κατά πόσο τα έξοδα της επιχείρησης ήταν περισσότερα από τα έσοδα, απάντησε ότι δεν θυμάται και ούτε και είχε πρόσβαση για να τα δει. Το μόνο που ο ίδιος έλεγχε ήταν τον τζίρο ώστε να λάβει τη μηνιαία δόση. Ακολούθως, αναφέρθηκε σε πρόταση που του υποβλήθηκε από τον Εναγόμενο για διευθέτηση της διαφοράς αναφερόμενος ακόμη και στο ότι η δικηγόρος του Εναγόμενου τον εξαπάτησε. Σε υποβολή του συνηγόρου του Εναγόμενου ότι σε κανέναν μήνα υπήρξε τζίρος από €9.000 και πάνω, επανέλαβε τη θέση του ότι ο Εναγόμενος δεν μετέβαινε στην εργασία του. Διαφώνησε με την υποβολή του συνηγόρου του Εναγόμενου ότι κάποια επιπλέον χρήματα τα έδωσε επειδή αισθανόταν άσχημα και μόνο. Κατά την αντεξέταση του, κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6 ένορκη δήλωση επιδότη δια της οποίας αναφέρεται ότι το Τεκμήριο 4 επιδόθηκε στη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείο της Ενάγουσας στις 26.2.2025. Επ’ αυτού κατέθεσε ότι ο ίδιος δεν παρέλαβε την εν λόγω επιστολή. Ως Τεκμήριο προς Αναγνώριση Α, κατατέθηκε ένορκη δήλωση επιδότη, δια της οποίας επιβεβαιώνεται ότι η συνημμένη επιστολή ημερ. 2.3.2015 αφέθηκε στην διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της Ενάγουσας. Ακολούθησε συζήτηση ως προς την πορεία διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών με σκοπό την διευθέτηση της διαφοράς.

 

 

        ii.         Σύνοψη μαρτυρίας Εναγόμενου (ΜΥ1)

 

12. Ο ΜΥ1 στα πλαίσια της γραπτής του δήλωσης κατέθεσε ότι τον Μάιο του έτους 2014, επισκέφθηκε κατάστημα της Ενάγουσας στην Επαρχία Λευκωσίας όπου λειτουργούσε την επιχείρηση «Γρηγόρης Μικρογεύματα», τα δικαιώματα της οποίας η Ενάγουσα κατείχε («η Επιχείρηση»). Διευθυντής της Ενάγουσας ήταν και είναι ο ΜΕ1, τον οποίο ο Εναγόμενος γνώριζε προσωπικά ενώ υφίστατο και οικογενειακή συσχέτιση μεταξύ τους. Κατόπιν σχετικής συζήτησης που είχαν, ο ΜΕ1 του ανέφερε ότι η Επιχείρηση είναι πολύ κερδοφόρα και έτσι ο Εναγόμενος εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για την αγορά της. Ο ΜΕ1 συμφώνησε και κατόπιν συναντήσεων, οι διάδικοι κατέληξαν στη σύναψη της Συμφωνίας.

 

13. Κατέθεσε ότι τους όρους της Συμφωνίας τους είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους ο ΜΕ1 και ο Εναγόμενος και είχαν ελεγχθεί από τους δικηγόρους αμφοτέρων, πριν από την υπογραφή της. Συνέχισε ότι, σε όλες τις συζητήσεις που είχαν κατά την διάρκεια των διαβουλεύσεων για να καταλήξουν στο κείμενο της Συμφωνίας, ήταν ξεκάθαρη η απαίτηση του Εναγόμενου και η οποία έγινε αποδεκτή από τον ΜΕ1 ότι, πέραν του αρχικού ποσού που θα καταβαλλόταν, σε περίπτωση που ο μηνιαίος κύκλος εργασιών της Επιχείρησης ήταν ζημιογόνος, η Ενάγουσα θα παραλάμβανε την κατοχή του αντικειμένου της σύμβασης χωρίς να έχει οποιαδήποτε περαιτέρω υποχρέωση. Ήταν αυτός ο λόγος που περιλήφθηκε ο όρος 4 στην Συμφωνία, τον οποίο και αποδέχθηκε η Ενάγουσα γνωρίζοντας ότι, εάν η αποπληρωμή του αντικειμένου της Σύμβασης με δόσεις, ως καθοριζόταν στην σύμβαση, δεν ήταν εφικτή, θα λάμβανε πίσω την Επιχείρηση.

 

14. Πρόσθεσε ότι με την υπογραφή της Συμφωνίας, ίδρυσε την εταιρεία Profitcentury Holding Ltd η Εταιρεία») στην οποία ήταν μοναδικός μέτοχος, διευθυντής και γραμματέας για σκοπούς λειτουργίας της εν λόγω επιχείρησης. Ως Τεκμήριο 7 κατέθεσε αντίγραφο σχετικής ηλεκτρονικής έρευνας η οποία εκτυπώθηκε από την επίσημη ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών. Από τις αρχές του Ιουλίου του 2014, ξεκίνησε και η λειτουργία της Επιχείρησης εκ μέρους του Εναγόμενου, καταβάλλοντας και το σύνολο των ποσών που αναγράφονται στον όρο 2 της Συμφωνίας, ήτοι το συνολικό ποσό των €20.000. Περιπλέον, τόσο ο ίδιος όσο και το προσωπικό της Εταιρείας παρακολούθησε την εκπαίδευση του ιδιοκτήτη των δικαιωμάτων της δικαιοχρησίας «Γρηγόρης Μικρογεύματα», ήτοι από την εταιρεία A.G.S Christofi Ltd.

 

15. Όμως, ως κατέθεσε, από τις αρχές της λειτουργίας της Επιχείρησης διεφάνη ότι δεν ήταν κερδοφόρα η Επιχείρηση και δεν εξασφαλιζόταν ο ελάχιστος μηνιαίος κύκλος εργασιών που προβλεπόταν στη Συμφωνία και που επανειλημμένως παρουσίαζε ο ΜΕ1. Αποτέλεσμα ήταν να μην είναι δυνατή η καταβολή οποιουδήποτε ποσού δυνάμει αυτής. Επειδή ο ίδιος ήθελε να επιτύχει η Επιχείρηση, να καταστεί κερδοφόρα και να καταστεί εφικτή η αποπληρωμή του αντικειμένου της Συμφωνίας, συνέχισε τη λειτουργία της παρά το ότι τα έξοδα αυτής ήταν περισσότερα από τα έσοδα. Λόγω των συνεχών παραστάσεων του ΜΕ1, θεωρούσε ότι θα καθίστατο κερδοφόρα η Επιχείρηση, κατέβαλλε χρήματα από την προσωπική του περιουσία χαριστικώς λόγω και της οικογενειακής τους σχέσης. Το ποσό αυτό, σύμφωνα με τα αρχεία που τηρούσαν οι λογιστές της Εταιρείας, δεν ξεπερνούσε το ποσό των €1929. Επί τούτου, κατέθεσε ως Τεκμήρια 8 και 9, έγγραφα που έλαβε από τους λογιστές της Εταιρείας από τα οποία προκύπτει, σύμφωνα με τη θέση του, οι πληρωμές που έγιναν προς την Ενάγουσα καθώς και το γεγονός ότι τα έσοδα ήταν λιγότερα από τα έξοδα της Εταιρείας και ουδέποτε ο μηνιαίως κύκλος εργασιών ξεπέρασε τις €9.000.

 

16. Πρόσθεσε ότι ο ΜΕ1 ήταν ενήμερος για την προαναφερθείσα του προσπάθεια. Τον Δεκέμβριο του έτους 2014, τον ενημέρωσε για την πρόθεσή του να παύσει τη λειτουργία της Επιχείρησης αφού ο ίδιος δεν μπορούσε να χρηματοδοτεί την συνέχιση της λειτουργίας της. Στο πλαίσιο αυτό, τον κάλεσε επανειλημμένως να παραλάβει την κατοχή του αντικειμένου της Συμφωνίας, σύμφωνα με τον όρο 4 της Συμφωνίας. Ο ίδιος δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του αυτό και επέμεινε στην καταβολή ολόκληρου του τιμήματος πώλησης, χωρίς ο Εναγόμενος να υπέχει μια τέτοια συμβατική υποχρέωση. Ενόψει των πιο πάνω, εφάρμοσε τον όρο 4 της Συμφωνίας και απέστειλε μέσω των δικηγόρων του στον ΜΕ1, επιστολή ως το Τεκμήριο 4. Απεστάλη και πρόσθετη επιστολή ημερ. 2.3.2015 μέσω ιδιώτη επιδότη, με την οποία καλείτο εκ νέου η Ενάγουσα να παραλάβει το αντικείμενο της Σύμβασης και ενημερωνόταν παράλληλα ότι σε περίπτωση που δεν το παραλάμβανε, θα γινόταν καταμέτρηση του εξοπλισμού ο οποίος θα μεταφερόταν για φύλαξη σε αποθήκη. Την εν λόγω επιστολή κατέθεσε ως Τεκμήριο 10 (Τεκμήριο προς Αναγνώριση Α). Αφού η Ενάγουσα και πάλιν ουδέποτε ανταποκρίθηκε, αναγκάστηκε να κλείσει την Επιχείρηση μετά από δύο μήνες προσπαθειών, περί το τέλος του Φεβρουαρίου του 2015, καταβάλλοντας και τους μισθούς για τον μήνα Φεβρουάριο του 2015 στους υπαλλήλους της Εταιρείας. Ως Τεκμήριο 11 κατέθεσε τις καταστάσεις αποδοχών των υπαλλήλων της Εταιρείας για την εν λόγω περίοδο που λειτουργούσε η Επιχείρηση. Τις αρχές Μαρτίου του 2015 και αφού δεν ανταποκρίθηκε η Ενάγουσα στην επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 2.3.2015, φύλαξε τον εξοπλισμό του αντικειμένου της Συμφωνίας σε αποθήκη, τα οποία μέχρι σήμερα η Ενάγουσα δεν απαίτησε.

 

17. Αντεξεταζόμενος αναφέρθηκε στην εμπλοκή της δικηγόρου Άννας Χρίστου, ΜΥ2, στην ετοιμασία της Συμφωνίας. Επανέλαβε τη θέση του ότι το ποσό των €1929 που κατέβαλε πέραν των €20.000 το κατέβαλε σε φιλικό επίπεδο καθώς ο ΜΕ1 τον διαβεβαίωνε ότι η Επιχείρηση θα πήγαινε καλά και να μην φοβάται και ότι περίμενε και ο ίδιος να ανακάμψει. Σημείωσε ότι ουδέποτε ο τζίρος της Επιχείρησης υπερέβηκε το ποσό των €9000 αλλά μπορεί και να έφτασε τις €7000 - €8000. Του υποδείχθηκε επιταγή από την Εταιρεία, ημερ. 29.1.2015, προς τον ΜΕ1, για το ποσό των €245, την οποία αναγνώρισε και κατατέθηκε ως Τεκμήριο 12. Αντεξεταζόμενος επί του περιεχομένου της, αποδέχθηκε ότι και αυτή αφορά συγκεκριμένο ποσό πληρωμής στα πλαίσια της Συμφωνίας. Σε υποβολή της συνηγόρου της Ενάγουσας δια το ότι απέκρυψε την καταβολή του πιο πάνω ποσού όπως επίσης και άλλων ποσών, διαφώνησε, αναφέροντας ότι ο ίδιος προσκόμισε όλα τα στοιχεία από τους λογιστές της Εταιρείας που υπήρχαν διαθέσιμα. Σε υποβολή της συνηγόρου της Ενάγουσας ότι οι δόσεις που κατέβαλε δεικνύουν ότι η Επιχείρηση ήταν κερδοφόρα, διαφώνησε. Συμφώνησε όμως με την υποβολή της συνηγόρου της Ενάγουσας δια το ότι ο λογιστής του έλεγξε τις οικονομικές καταστάσεις της Ενάγουσας για το έτος 2013 και ενέκρινε το συμφωνηθέν τίμημα πώλησης. Αντεξεταζόμενος επί του Τεκμηρίου 3, ανέφερε ότι είναι ο ίδιος που είχε ετοιμάσει το επιχειρηματικό πλάνο, χωρίς βοήθεια από κάποιον λογιστή. Συμφώνησε ότι αποτάθηκε σε τραπεζικό ίδρυμα για σκοπούς δανειοδότησης για αγορά της Επιχείρησης, πλην όμως το αίτημα του απορρίφθηκε.

 

       iii.        Σύνοψη μαρτυρίας κας Άννας Χρίστου (ΜΥ2)

 

18. Κατά την κυρίως εξέτασή της, η κα Χρίστου κατέθεσε ότι ο Εναγόμενος, σύζυγος της αδελφής της, επιθυμούσε να αγοράσει την Επιχείρηση της Ενάγουσας και ζητήθηκε η συνδρομή της, υπό την ιδιότητα της ως δικηγόρος. Οι όροι είχαν ήδη προσυμφωνηθεί μεταξύ των ΜΕ1 και του Εναγόμενου. Η ίδια κλήθηκε σε συνάντηση με τους ΜΕ1, τον Εναγόμενο και τον λογιστή Χάρη Χατζηϊωάννου, ο οποίος θα αποτιμούσε την αξία της Επιχείρησης. Ήταν σαφές, συνεχίζει, ότι κατέληξαν σε κάποιο ποσό το οποίο θα αποπληρωνόταν με βάση τον τζίρο και έτσι της ζητήθηκε να διαμορφώσει το κείμενο της συμφωνίας. Η ίδια αφού ετοίμασε το κείμενο, ανέφερε στον ΜΕ1 ότι το κείμενο θα πρέπει να το ελέγξει και δικός του δικηγόρος. Ο ΜΕ1 σε κατοπινό στάδιο της ανέφερε ότι το είδε και δικός του δικηγόρος και ότι είναι εντάξει. Στη συνέχεια απέστειλε κάποια σχόλια ο λογιστής της Εταιρείας αναφορικά με τα ποσά και ακολούθως υπεγράφη η Συμφωνία. Η ίδια δεν ήταν παρούσα κατά την υπογραφή της. Συνέχισε ότι τον Δεκέμβριο του έτους 2014, ο ΜΥ1 της ανέφερε ότι δεν μπορεί πλέον να καταβάλλει ιδίους πόρους για τη συντήρηση της Επιχείρησης. Η ίδια τον συμβούλευσε να κρατήσει ανοιχτή την Επιχείρηση ώστε να επιχειρηθεί να υπάρξει διευθέτηση με τον ΜΕ1. Δεν υπήρξε όμως ανταπόκριση από τον ΜΕ1, παρά τις προσπάθειες του Εναγόμενου και έτσι η ίδια είχε ετοιμάσει τις επιστολές, ως τα Τεκμήρια 4 και 10.

 

19. Αντεξεταζόμενη κατέθεσε ότι δεν είχε συνεργαστεί με οποιονδήποτε άλλον δικηγόρο για σκοπούς ετοιμασίας της Συμφωνίας, επαναλαμβάνοντας τη θέση της ότι ο ΜΕ1 της είχε αναφέρει ότι έλεγξε τη Συμφωνία με δικό του δικηγόρο. Κατέθεσε ότι οι ΜΕ1 και ο Εναγόμενος της παραχώρησαν πρόχειρους χειρόγραφους όρους και η ίδια τους ενσωμάτωσε στο τελικό κείμενο της Συμφωνίας. Διευκρίνισε ότι δεν ήταν η ίδια που είχε καθορίσει τα ποσά αλλά ο Εναγόμενος σε συνεργασία με τον λογιστή του. Σε υποβολή της συνηγόρου της Ενάγουσας ότι οι όροι επί της Συμφωνίας ήταν «προσωρινοί» μέχρι, ουσιαστικά, να επιχειρήσει να δανειοδοτηθεί ο Εναγόμενος από τραπεζικό ίδρυμα για σκοπούς αγοράς της Επιχείρησης, κατέθεσε ως Τεκμήριο 13, ηλεκτρονικό μήνυμα του ΜΕ1 προς την ίδια ημερ. 13.2.205, στη βάση του οποίου, όπως επεξήγησε, ουδόλως προκύπτει κάτι τέτοιο.

 

(ε)  ΜΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

20. Αναφέρω στο σημείο αυτό ότι εκκρεμούσης της διαδικασίας εκδόθηκε διάταγμα επαναφοράς της Ενάγουσας κατόπιν της διαγραφής της. Αποτέλεσε ακολούθως κοινό τόπο ότι η Ενάγουσα αποτελεί εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Συνεπώς, οι προδικαστικές ενστάσεις του Εναγόμενου που αφορούν το εν λόγω ζήτημα δεν έχουν προωθηθεί.

 

21. Στη βάση επομένως της δικογραφίας και της ενώπιον μου προσκομισθείσας μαρτυρίας, προκύπτει ότι το κοινώς αποδεκτό πραγματικό υπόβαθρο συνθέτουν τα εξής στοιχεία:   

 

(α) Ότι η Ενάγουσα αποτελεί ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Τον Ιούνιο του έτους 2014 ασχολείτο με την προετοιμασία, παρασκευή, διανομή και επεξεργασία έτοιμων γευμάτων. Διατηρούσε την Επιχείρηση σε κατάστημά της εντός της επαρχίας Λευκωσίας. Διευθυντής της Ενάγουσας ήταν και είναι ο ΜΕ1. Ο Εναγόμενος κατά τον πιο πάνω χρόνο, προσέγγισε τον ΜΕ1 εκδηλώνοντας ενδιαφέρον για την αγορά της Επιχείρησης. 

 

(β) Περί τα τέλη του Ιουνίου του έτους 2014, συνήφθη μεταξύ των μερών η Συμφωνία, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται στην παρ. 6 πιο πάνω. Οι υπογραφές επί του περιεχομένου της ανήκουν στους ΜΕ1 και Εναγόμενο, αντίστοιχα.

 

(γ) Πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας, ο λογιστής του Εναγόμενου έλεγξε το συμφωνηθέν τίμημα πώλησης, έχοντας κατά νουν τις οικονομικές καταστάσεις της Ενάγουσας για το έτος 2013, τις οποίες επίσης είχε ελέγξει. Περιπλέον, ο ίδιος ο Εναγόμενος είχε καταρτίσει σχετικό επιχειρηματικό πλάνο από δική του πρωτοβουλία, ως το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 3.

 

(δ) Ο Εναγόμενος συμμορφώθηκε με τον όρο 2 της Συμφωνίας, καταβάλλοντας προς την Ενάγουσα το συνολικό ποσό των €20.000, σε δύο δόσεις, ήτοι, για το ποσό των €18.000 και, ακολούθως, για το ποσό των €2.000.

 

(ε) Ο Εναγόμενος ξεκίνησε να λειτουργεί την Επιχείρηση τις αρχές του Ιουλίου του έτους 2014.

 

22. Συνεπώς, τα πιο πάνω καθίστανται ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

(στ)  ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

i.             Γενικές Παρατηρήσεις

 

23. Ανάγνωση των θέσεων του ΜΕ1 καταδεικνύει ότι βρίθουν γενικότητας και έλλειψης επαρκούς εξειδίκευσης, εκεί όπου εύλογα αναμενόταν να παράσχει λεπτομέρειες, έστω σε επίπεδο ισχυρισμών. Σε κρίσιμα για την υπόθεση σημεία, κατέφευγε σε θέσεις εκτός δικογράφων, ως θα διαφανεί στη συνέχεια. Για τους λόγους αυτούς, πέραν των στοιχείων που αποτελούν κοινώς αποδεκτά σημεία, δεν δύναμαι να αποδεχθώ τη μαρτυρία του. Ο ΜΥ1 κατέθετε με σταθερότητα με συγκεκριμένες εξαιρέσεις. Αποδέχομαι μερικώς τη μαρτυρία του, για τους λόγους που θα επεξηγηθούν στη συνέχεια. Το μέγιστο εκ των θέσεων της ΜΥ2 αποτελούσαν στοιχεία εκτός δικογραφίας και μη σχετικά με την υπόθεση ζητήματα, για τους λόγους που καταγράφονται πιο κάτω. Δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία της, για τους λόγους αυτούς.

 

 

ii.            Ορισμένες αναφορές μαρτύρων αναφορικά με την ερμηνεία της Συμφωνίας

 

24. Κατά την προσκόμιση της μαρτυρίας τους οι ΜΕ1 και ΜΥ1 κατέθεσαν και κάποιες απόψεις τους αναφορικά με την ορθή ερμηνεία της Συμφωνίας, με τις σχετικές αναφορές τους να μην δύνανται να ληφθούν υπόψιν, καθώς η ερμηνεία μίας σύμβασης αποτελεί νομικό ζήτημα και αποκλειστικό έργο του Δικαστηρίου (Αντώνη Αδάμου Γιακουμή ν. Μάριου Βακανα Πολ. Έφ. 372/18, 10.4.2025, Progressive Insurance Co Ltd v. S. Kaniklides (Cyprus) Ltd κ.ά. Πολ. Έφ. 411/2019, 10.2.2025, Δ. Κυθρεώτης & Συνεργάτες ν. ΑΗΚ Πολ. Εφ. 352/14, 16.3.2023, ECLI:CY:AD:2023:A104, Αλεξάντρου ν. Κυριακής Γεωργίου Κωμοδρόμου κ.ά. (1997) 1 ΑΑΔ 576)).

 

25. Ούτε και οι προτάσεις ή αντιπροτάσεις που αντάλλαξαν τα μέρη με σκοπό τη διευθέτηση της διαφοράς τους δύνανται να θεωρηθούν ότι επιδρούν στο έργο του Δικαστηρίου για ερμηνεία της Συμφωνίας. Συνεπώς, ούτε και το περιεχόμενο των εν λόγω προτάσεων ή αντιπροτάσεων μεταξύ των διαδίκων, δύνανται να ληφθούν υπόψιν για τον σκοπό αυτό, για τον ίδιο λόγο.

 

26. Αναφέρω επίσης στο σημείο αυτό ότι το Τεκμήριο 13 που παρουσίασε η ΜΥ2 κατά την αντεξέτασή της, δεν τέθηκε στον ΜΕ1, το πρόσωπο που το συνέταξε, ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να τοποθετηθεί αναλόγως επί του περιεχομένου του. Συνεπώς, δεν δύναται να ληφθεί υπόψιν (βλ. Frederickou Schools Co Ltd a.o. v. Acuac Inc. (2002) 1 ΑΑΔ 1527Adidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383, 384 και Philippou General Bonded Warehouse Ltd ν. Κώστα Νικολαΐδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1057). Σε κάθε περίπτωση, οι προσωπικές πεποιθήσεις του ΜΕ1 ως προς το περιεχόμενο της Συμφωνίας, δεν παρουσιάζουν οποιαδήποτε σχετικότητα με τα επίδικα θέματα καθώς, επαναλαμβάνω, το ζήτημα αυτό αποτελεί αποκλειστικό έργο του Δικαστηρίου.

 

iii.          Αναφορές μαρτύρων σχετικά με το πρόσωπο που συνέταξε τη Συμφωνία

 

27. Ο ΜΕ1 κατέθεσε ότι εξαπατήθηκε από την ΜΥ2,[4] λόγω του ότι η ίδια συνδεόταν με τον ΜΥ1, εφόσον είναι η ίδια που συνέταξε τη Συμφωνία. Όμως τέτοιες θέσεις εκπίπτουν παντελώς του πεδίου των δικογραφημένων του θέσεων. Ούτε και η ΜΥ2 αποτελεί διάδικο στη διαδικασία, ούτε και ζητήθηκε οποιαδήποτε θεραπεία που να αντανακλά ακύρωση της Συμφωνίας στη βάση του Μέρους ΙΙΙ του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, στην πιο πάνω βάση. Λόγος επίσης έγινε από αμφότερες τις πλευρές αναφορικά με το κατά πόσο ο ΜΕ1 έλαβε ανεξάρτητη νομική συμβουλή, πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας, κατά πόσο είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των μερών ή καθ’ υπόδειξη της ΜΥ2 και κατά πόσο είναι η ΜΥ2 αποκλειστικά που συνέταξε το κείμενο τη Συμφωνίας.[5] Είναι σε αυτά τα ζητήματα που στηρίχθηκε και το μέγιστο της μαρτυρίας της ΜΥ2. Τα ζητήματα αυτά, όμως, δεν σχετίζονται με τα επίδικα θέματα. Τα επίδικα θέματα αφορούν την εκπλήρωση και την ερμηνεία της Συμφωνίας και όχι, επαναλαμβάνω, στοιχεία ακυρωσιμότητάς της δυνάμει του Μέρους ΙΙΙ του Κεφ. 149. Ούτε όμως και τα πιο πάνω ζητήματα δύνανται να διασυνδεθούν με τον δικογραφημένο ισχυρισμό του Εναγόμενου δια το ότι η Ενάγουσα, μέσω του ΜΕ1, με «παραπλανητικές παρατάσεις της» και «μετα δολίων επεμβάσεων στους ελεγμένους λογαριασμούς της που υπέδειξε στον Εναγόμενο»,[6] ως η σχετική εισήγηση της συνηγόρου της Ενάγουσας, κατά την ακροαματική διαδικασία.[7] Τούτο διότι, οι εκεί αναφορές αφορούν κατ’ ισχυρισμό ενέργειες και παραλείψεις του ίδιου του ΜΕ1 αναφορικά με το ζήτημα της παρουσίασης της ορθής αξίας της Επιχείρησης, ζήτημα παντελώς άσχετο με την προαναφερόμενη συζήτηση. Ως λοιπόν ζητήματα που δεν σχετίζονται με τα επίδικα θέματα, οι σχετικές αναφορές των μαρτύρων σε αυτά, δεν δύνανται να ληφθούν και δεν λαμβάνονται υπόψιν.

 

iv.          Μαρτυρία ως προς τους κατ’ ισχυρισμό πρόσθετους όρους στη Συμφωνία

 

28. Ο ΜΕ1 κατά την κυρίως εξέταση του κατέθεσε ότι παραχώρησε την ευχέρεια στον Εναγόμενο να πληρώνει την Ενάγουσα με δόσεις μέχρι να δανειοδοτηθεί και να δυνηθεί να αποπληρώσει ολόκληρο το ποσό που αναγράφεται στην πρώτη σελίδα της Συμφωνίας, ήτοι το ποσό των €118.000.[8] Είναι στη βάση αυτής του της θέσης που οι συνήγοροι της Ενάγουσας επιχειρηματολόγησαν κατά το στάδιο των αγορεύσεων ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να θεωρήσει ότι εισάχθηκε και κάποιος άλλος όρος στη Συμφωνία, που να αφορά το ζήτημα αυτό. Ειδικότερα, αναφέρουν οι συνήγοροι της Ενάγουσας ότι «τα μέρη είχαν συμφωνήσει προφορικά σε άλλο όρο που αφορούσε την εξασφάλιση δανείου με σκοπό την αποπληρωμή του αντικειμένου της σύμβασης.»[9] Δια της πιο πάνω αναφοράς του, ο ΜΕ1 επιχείρησε να αλλοιώσει άρδην τόσο το περιεχόμενο όσο και τη φύση της Συμφωνίας, δια της εισαγωγής περιορισμών που αφορούν την ίδια την ισχύ της Συμφωνίας, οι οποίοι όμως αντίκεινται στο κείμενο της. Πρόκειται για ανεπίτρεπτο εγχείρημα με βάση την πάγια νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Πίγκος Εστέιτς Λτδ ν. Καλογήρου κ.ά. Πολ. Έφ. 304/2009, 28.9.2015, Θεόδωρος Θεοδώρου ν. Φωτεινής Βατίστα Πολ. Έφ. 373/2011, 24.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:A111 και Marketrends Finance Ltd v. Ανδρέα Περδίκου κ.ά. (2006) 1 ΑΑΔ 1042).

 

29. Πέραν των πιο πάνω και στον βαθμό που η θέση του ΜΕ1 αφορά στην ενσωμάτωση ενός ρητού προφορικού όρου στη μεταξύ τους συμφωνία, ως η σχετική εισήγηση των συνηγόρων της Ενάγουσας κατά το στάδιο των αγορεύσεων, σημειώνονται τα εξής: Πέραν του ότι δεν καταδείχθηκε πιο είναι, κατά τη θέση της Ενάγουσας, το ακριβές περιεχόμενο του συμβατικού αυτού όρου, ανατρέχοντας στην Έκθεση Απαίτησης πουθενά δεν καταγράφεται ένας τέτοιος ισχυρισμός. Καμία αναφορά γίνεται σε έναν τέτοιο συμβατικό όρο ή όρους. Η Ενάγουσα όφειλε να είχε δικογραφήσει τόσο την ύπαρξη, όσο το περιεχόμενο ενός τέτοιου όρου (Πανίκος Α. Λεωνίδου κ.ά. ν. Δρ. Θρασυβούλου Σπυριδάκη (2012) 1 ΑΑΔ 1694) όσο και τις συνθήκες ενσωμάτωσής του, στα μεταξύ των μερών συμφωνηθέντων,[10] ώστε να δύναται να εξεταστεί κατά πόσο ένας τέτοιος όρος θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεσμεύει τα μέρη. Σύμφωνα με το σύγγραμμα The Annual Practice Vol.1 (1958) στη σελ. 451: “The pleading should state the date of the alleged agreement, the names of all parties to it, and whether it was made verbally or in writing, in the latter case identifying the document.”[11] Στο σύγγραμμα Odgers' Principles of Pleading and Practice, 21η έκδοση στις σελ. 161-163 αναφέρεται ότι: Where the action is brought on a contract, the contract must first be alleged, and then its breach. It should clearly appear whether the contract on which the plaintiff relies is express or implied; in the latter case the facts should be briefly stated from which the plaintiff contends a contract to be implied. If the contract be by deed, it should be so stated; if it not by deed then a consideration must be shown (…).”

 

30. Αποτέλεσε τη θέση της συνηγόρου της Ενάγουσας ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για ανάλογη τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης, ώστε να συμπεριλάβει έναν τέτοιο ισχυρισμό, με την έκδοση απόφασης. Δεν με βρίσκει σύμφωνη η πιο πάνω εισήγηση. Πέραν της γενικότητας με την οποία τέθηκε από τον ΜΕ1 η περιγραφή ενός τέτοιου όρου (βλ. παρ. 29 πιο πάνω), ο Εναγόμενος αντιμετώπισε την εναντίον του υπόθεση με βάση τα υφιστάμενα δικόγραφα. Οι γενικές αναφορές του για το ζήτημα της δανειοδότησης κατά την ακροαματική διαδικασία δεν επιμαρτυρούν ότι ο ίδιος θεώρησε ότι το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμό ενσωμάτωσης ενός προφορικού όρου αποτελούσε επίδικο θέμα. Διαφορετική ίσως να ήταν η όλη του αντιμετώπιση στην υπόθεση, εάν το ζήτημα αυτό αποκρυσταλλωνόταν ως επίδικο θέμα με βάση τα δικόγραφα. Σχετική είναι και η απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Al-Medenni v Mars UK Ltd [2005] EWCA Civ 1041 όπου αναφέρεται ότι:

«21.  (…)  It is fundamental to our adversarial system of justice that the parties should clearly identify the issues that arise in the litigation, so that each has the opportunity of responding to the points made by the other. The function of the judge is to adjudicate on those issues alone. The parties may have their own reasons for limiting the issues or presenting them in a certain way. The judge can invite, and even encourage, the parties to recast or modify the issues. But if they refuse to do so, the judge must respect that decision. One consequence of this may be that the judge is compelled to reject a claim on the basis on which it is advanced, although he or she is of the opinion that it would have succeeded if it had been advanced on a different basis. Such an outcome may be unattractive, but any other approach leads to uncertainty and potentially real unfairness.

22.  The starting point must always be the pleadings

 

31. Για όλους τους πιο πάνω λόγους, ούτε και η πιο πάνω θέση του ΜΕ1 δύναται να ληφθεί και δεν λαμβάνεται υπόψιν.

 

 

v.            Μαρτυρία ως προς την χρονική περίοδο λειτουργίας της επιχείρησης «Γρηγόρης Μικρογεύματα» από τον Εναγόμενο

 

32. Αποτέλεσε τη θέση του ΜΥ1 ότι ο ίδιος λειτούργησε την Επιχείρηση από τον Ιούλιο του έτους 2014 μέχρι και τον Φεβρουάριο του έτους 2015. Κατά το στάδιο των αγορεύσεων αποτέλεσε τη θέση της συνηγόρου της Ενάγουσας ότι, κατά την αντεξέταση του Εναγόμενου προέκυψε ότι ο Εναγόμενος έκλεισε την Επιχείρηση τον Δεκέμβριο του έτους 2014. Ανατρέχοντας με προσοχή στα πρακτικά της διαδικασίας, δεν προκύπτει μια τέτοια θέση από πλευράς του Εναγόμενου, ούτε όμως και μια τέτοια υποβολή από πλευράς της Ενάγουσας προς τον Εναγόμενο. Αυτό το οποίο εξάγεται από τη μαρτυρία του είναι η θέση του ότι εντόπισε πολύ νωρίς από τη λειτουργία της Επιχείρησης, ότι δεν ήταν κερδοφόρα και ενημέρωσε τον ΜΕ1 σχετικά. Αυτό δεν εξυπακούει ότι η Επιχείρηση έπαψε να λειτουργεί τον Δεκέμβριο του έτους 2014. Μάλιστα δε επεξήγησε ότι κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να την καταστήσει κερδοφόρα, λαμβάνοντας και ειδική καθοδήγηση και εκπαίδευση, θέση η οποία επίσης δεν αμφισβητήθηκε. Αυτή καθ’ εαυτή η θέση του ότι λειτουργούσε τη Επιχείρηση μέχρι και τον Φεβρουάριο του έτους 2015, παρέμεινε αναντίλεκτη. Περιπλέον, επιρρώνεται από το γεγονός ότι, ως ίδιος ως κατέθεσε και επίσης δεν αμφισβητήθηκε, η Εταιρεία εργοδοτούσε υπαλλήλους μέχρι και τον Φεβρουάριο του έτος 2015, για σκοπούς λειτουργίας της Επιχείρησης. Η θέση του αυτή στηρίζεται επίσης στην κατάσταση αποδοχών και εισφορών των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Τεκμήριο 11, το περιεχόμενο του οποίου δεν αμφισβητήθηκε. Σε κάθε περίπτωση, αυτά τα αποδέχεται και η πλευρά της Ενάγουσας σε άλλο σημείο της αγόρευσης των συνηγόρων της.[12] Υπό το φως των πιο πάνω αποδέχομαι τη θέση του ότι η λειτουργία της Επιχείρησης τερματίστηκε τον Φεβρουάριο του έτους 2015. 

 

33. Αναφέρω επίσης εδώ ότι η θέση του Εναγόμενου ότι μετά το κλείσιμο της Επιχείρησης ο ίδιος μετέφερε τον εξοπλισμό της Επιχείρησης σε αποθήκη, τον οποίο μέχρι σήμερα η Ενάγουσα δεν απαίτησε, παρέμεινε αναντίλεκτη και συνεπώς την αποδέχομαι.

 

 

vi.          Μαρτυρία ως προς τον κύκλο εργασιών της επιχείρησης «Γρηγόρης Μικρογεύματα», από τον Ιούλιο του έτους 2014

 

34. Ανατρέχοντας στην κυρίως εξέταση του ΜΕ1, δεν προκύπτει οποιαδήποτε αναφορά του ως προς το ύψος του κύκλου εργασιών της Ενάγουσας από τον Ιούλιο του έτους 2014, οπότε και η Επιχείρηση λειτουργείτο πλέον από τον Εναγόμενο. Ούτε και οποιαδήποτε αναφορά προκύπτει επί τούτου στην Έκθεση Απαίτησής του.

 

35. Κατά την αντεξέτασή του, επί του σημείου, κατέθεσε ότι δεν θυμάται ποιος ήταν ο κύκλος εργασιών της Επιχείρησης, παραπέμποντας κατ’ επανάληψη τον συνήγορο του Εναγόμενου στον πελάτη του για τα στοιχεία αυτά.[13] Ερωτηθείς πιο συγκεκριμένα κατά πόσο υπήρξε οποιοσδήποτε μήνας κατά τον οποίον ο κύκλος εργασιών της Επιχείρησης ήταν πέραν των €9.000 και πάλιν απάντησε ότι δεν το θυμάται. Σε υποβολή δε του συνηγόρου του Εναγόμενου δια το ότι ουδέποτε υπήρξε τέτοιος κύκλος εργασιών, με τα έξοδα να υπερτερούν των εξόδων της Επιχείρησης, δεν αρνήθηκε την εισήγηση αυτή. Αντιθέτως, ήταν η κατάθεση του ότι ο Εναγόμενος δεν πήγαινε στο κατάστημα να εργαστεί, αναφέροντας ότι «(γ)ια να έχει τζίρο, πρέπει να είσαι στην επιχείρηση σου[14] Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του και σε σχετική υποβολή του Εναγόμενου ότι δεν υπήρχε κύκλος εργασιών για περίοδο έξι μηνών, πάνω από €9.000, απάντησε ότι «από τη στιγμή που δεν πήγαινε να δουλέψει, πώς να υπάρχει 9 χιλιάδες ευρώ τζίρος[15]

 

36. Οι ως άνω τοποθετήσεις του ΜΕ1 εφκεύγουν παντελώς του πεδίου της δικογραφίας και δεν δύνανται να ληφθούν υπόψιν. Όφειλε η Ενάγουσα να δικογραφήσει ρητά έναν τέτοιο ισχυρισμό εάν και εφ’ όσον ήταν η θέση της ότι ο Εναγόμενος υπείχε συμβατικό ή άλλης νομικής φύσεως καθήκον λήψης συγκεκριμένων ενεργειών ή χειρισμών στα πλαίσια της λειτουργίας της Επιχείρησης και να επεξηγήσει με σαφήνεια τη φύση και το περιεχόμενο ενός τέτοιου καθήκοντος.

 

37. Ανεξαρτήτως τούτου, από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο ΜΕ1 σε κανένα στάδιο αμφισβήτησε επί της ουσίας της τη θέση του συνηγόρου του Εναγόμενου ότι ουδέποτε ο κύκλος εργασιών της Επιχείρησης, έφτασε στο ποσό των €9.000 μηνιαίως. Αντιθέτως, από την όλη του μαρτυρία εξάγεται ότι επιβεβαίωσε τη θέση αυτή.

 

38. Ο δε ΜΥ1 παρουσίασε το Τεκμήριο 9 το οποίο, ως επεξήγησε, είναι έγγραφο που του απέστειλαν οι λογιστές του, το οποίο αποτελεί συνοπτικό κατάλογο των χρεώσεων και των πιστώσεων της Εταιρείας και από τον οποίο συνάγεται ότι τα έσοδα ήταν λιγότερα από τα έξοδα στην Εταιρεία. Αυτή η πτυχή της μαρτυρίας του αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία και συναφώς αξιολογείται στη βάση των κριτηρίων του Άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9. Ανατρέχοντας στα εκεί κριτήρια προκύπτει ότι σε κανένα στάδιο ο ΜΥ1 επεξήγησε για ποιον λόγο δεν κλήθηκε ο λογιστής της Εταιρείας να καταθέσει επί του περιεχομένου του Τεκμηρίου 9. Περιπλέον, η ημερομηνία ετοιμασίας του φαίνεται να είναι η 11.2.2025, πέραν των 10 ετών από τα γεγονότα τα οποία κατά τη θέση του ΜΥ1, το εν λόγω έγγραφο υποστηρίζει. Άγνωστη απέμεινε και η πηγή προέλευσης των όσων εκεί καταγράφονται. Υπό το φως των πιο πάνω, ο τρόπος προσκόμισης της εν λόγω εξ ακοής μαρτυρίας δεν διευκολύνει την ορθή αξιολόγηση της. Κατ’ επέκταση, δεν δύναμαι να αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 9.

 

39. Ανεξαρτήτως όμως του περιεχομένου του Τεκμηρίου 9, ο ΜΥ1 καθ΄ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του υποστήριξε σθεναρώς τη θέση του ότι σε κανένα στάδιο ο κύκλος εργασιών της Επιχείρησης έφτασε το ποσό των €9.000, θέση στην οποία παρέμεινε πλήρως σταθερός σε τη διάρκεια της αντεξέτασής του. Η θέση του ΜΥ1 κατά την αντεξέταση του ότι το ύψος του κύκλου εργασιών μπορεί να έφτασε το ποσό των €7.000 - €8.000, δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε ουσιώδη μεταβολή στις θέσεις του εφ’ όσον η ουσία της όλης συζήτησης αφορούσε το κατά πόσο υπήρχε ελάχιστος κύκλος εργασιών ύψους €9.000 μηνιαίως, ως η Συμφωνία.

 

40. Η συνήγορος της Ενάγουσας κατά την αντεξέταση του ΜΥ1, εισηγήθηκε ότι ο κύκλος εργασιών ήταν στα επίπεδα που επιτάσσει η συμφωνία και ότι είναι για αυτόν τον λόγο που κατέβαλλε δόσεις, πέραν του ποσού των €20.000. Με όλο το σέβας η θέση αυτή της συνηγόρου της Ενάγουσας, δεν δύναται να γίνει αποδεκτή. Αφ’ ενός, δεν στηρίζεται σε οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον μου με δεδομένο, επαναλαμβάνω, το γεγονός ότι, ως ο ΜΕ1 κατ’ επανάληψη ξεκαθάρισε ότι δεν γνωρίζει ποιος ήταν ο κύκλος εργασιών της Επιχείρησης κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αφ’ ετέρου, το γεγονός καταβολής κάποιων ποσών δεν δύναται να καταδείξει από μόνο, κατά τρόπο συμπερασματικό, τον πραγματικό κύκλο εργασιών κατά τον ουσιώδη χρόνο σε συγκεκριμένο επίπεδο και για συνεχή περίοδο, όπως προνοείται στη Συμφωνία. Εξάλλου, για τους λόγους που παραθέτω αμέσως πιο κάτω, δεν δύναμαι να αποδεχτώ καμία από τις αντίθετες μεταξύ τους θέσεις των ΜΕ1 και ΜΥ1, ως προς το ύψος καταβολής των ποσών αυτών, πέραν δηλαδή του αρχικού ποσού των €20.000. Αυτό το οποίο δύναμαι να αποδεχθώ για τους λόγους που καταγράφονται στις παρ. 43 - 48 πιο κάτω, είναι ότι παραχωρήθηκαν εκ μέρους του Εναγόμενου προς την Ενάγουσα κάποια ποσά, πέραν του προαναφερόμενου ποσού των €20.000.

 

41. Επί τούτου, μάλιστα, επεξήγησε ο ΜΥ1 ότι η καταβολή κάποιων ποσών έγινε, κατ’ ουσίαν, καλή τη πίστη στα πλαίσια προσπάθειας του να διατηρηθεί η Επιχείρηση με σκοπό την λειτουργία της και έχοντας κατά νουν τις διαβεβαιώσεις του ΜΕ1 ότι η Επιχείρηση θα ανέκαμπτε. Η θέση του αυτή κρίνεται εύλογη, ως ζήτημα κοινής λογικής. Η επεξήγηση του αυτή συνάδει και με άλλες πτυχές της μαρτυρίας του οι οποίες απέμειναν αναντίλεκτες, όπως, για παράδειγμα, η ίδρυση της Εταιρείας και η εργοδότηση υπαλλήλων για σκοπούς λειτουργίας της Επιχείρησης, η έκταση του επιχειρηματικού πλάνου που είχε καταρτίσει (βλ. Τεκμήριο 3), η συμμόρφωση του με τον όρο 2 της Συμφωνίας δια της καταβολής προς την Ενάγουσα ποσού ύψους €20.000 και η διευθέτηση εκπαίδευσης του ιδίου αλλά και του προσωπικού της Εταιρείας από την εταιρεία AGS Christofi Ltd, της ιδιοκτήτριας των δικαιωμάτων της δικαιοχρησίας (franchise) «Γρηγόρης Μικγορεύματα.» Το σύνολο των πιο πάνω ενεργειών του σκιαγραφούν γνήσια διάθεση καταβολής κάθε προσπάθειας για σκοπούς βιωσιμότητας της Επιχείρησης. Στα πλαίσια αυτά, η θέση του ότι η καταβολή κάποιων ποσών έγινε στα πλαίσια της προσπάθειάς του αυτής κρίνεται εύλογη και πειστική και την αποδέχομαι. Δεν επιμαρτυρεί όμως καθ’ οιονδήποτε τρόπο την τροποποίηση της Συμφωνίας και δη του ελάχιστου ποσού των €9.000 μηνιαίως που προνοείτο από τον όρο 3 της Συμφωνίας, ούτε και βεβαίως ήταν αυτή η θέση της Ενάγουσας είτε στην Έκθεση Απαίτηση της, είτε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.

 

42. Των πιο πάνω δοθέντων, αποδέχομαι τη θέση του ΜΥ1 ότι καθ΄ όλη τη λειτουργία της Επιχείρησης από τον Ιούλιο του έτους 2014 μέχρι τον Φεβρουάριο του έτος 2015, σε κανένα σημείο ο κύκλος εργασιών έφτασε το ποσό των €9.000 μηνιαίως.

 

 

 

vii.         Αξιολόγηση μαρτυρίας ως προς το ύψος των ποσών που είχαν καταβληθεί, πέραν από αυτά που προνοούντο από τον όρο 2 της Συμφωνίας

 

43. Σημειώνω ότι είναι κοινώς αποδεκτό ότι, πέραν του ποσού των €20.000 καταβλήθηκαν από τον Εναγόμενο προς την Ενάγουσα περαιτέρω ποσά. Είναι επίσης κοινώς αποδεκτό ότι τα ποσά αυτά καταβάλλονταν και από την Εταιρεία προς την Ενάγουσα, με τον Εναγόμενο να ισχυρίζεται, δια της τροποποιημένης του Απάντησης, ότι υπάρχουν περαιτέρω ποσά που καταβλήθηκαν από την Εταιρεία τα οποία αποκρύπτει σκοπίμως ο Εναγόμενος.[16]

 

44. Τα μέρη διαφώνησαν ως προς τα ποσά που καταβλήθηκαν από τον Εναγόμενο προς την Ενάγουσα, πέραν του αρχικού ποσού των €20.000. Ειδικότερα, ο ΜΕ1 κατέθεσε ότι πέραν των ποσών που αναγράφονται επί του όρου 2 της Συμφωνίας, ο Εναγόμενος κατέβαλε προς την Ενάγουσα το συνολικό ποσό των €8.000, σε δόσεις. Από την αντίπερα όχθη, ο ΜΥ1 κατέθεσε ότι ίδρυσε την Εταιρεία, η οποία κατέβαλε στην Ενάγουσα το ποσό των €1.929. Ως διεφάνη από τις αγορεύσεις των συνηγόρων, αντικείμενο της προσπάθειας των μερών να αναφερθούν στα προαναφερθέντα ποσά ήταν καταδείξουν την έκταση του κύκλου εργασιών της Επιχείρησης.  

 

45. Όμως, οι θέσεις του ΜΕ1 επί του σημείου τέθηκαν με τέτοια γενικότητα και ασάφεια που δεν δύνανται να παράσχουν στέρεο έδαφος για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Ειδικότερα, ενώ ανέφερε ότι το ποσό των €8.000 δόθηκε στο σύνολο, με δόσεις, με μετρητά και ενίοτε με επιταγές, καμία από αυτές τις επιταγές ή άλλα στοιχεία παρουσίασε, παρά το ότι ο ίδιος ανέφερε ότι τα στοιχεία αυτά υπάρχουν στην τράπεζα.[17] Ούτε όμως κατέστησε σαφές ποια ήταν η θέση του, έστω σε επίπεδο ισχυρισμών, ως προς (α) το ύψος της κάθε δόσης που καταβλήθηκε και (β) τον χρόνο που καταβαλλόταν η κάθε δόση. Εύλογα αναμενόταν να παρουσιάσει τα στοιχεία αυτά, με δεδομένο το σαφές και λιτό λεκτικό του όρου 3(β) της Συμφωνίας, ο οποίος διέπει την έκταση της υποχρέωσης της αποπληρωμής του τιμήματος πώλησης της Επιχείρησης, αναλόγως και της έκτασης του κύκλου εργασιών της σε μηνιαία μάλιστα βάση. Περιορίστηκε ο ΜΕ1 στο να αναφέρει ότι «κάθε τέλος του μήνα βρισκόμουν εκεί, βλέπαμε τον τζίρο και μου έβγαζε τη δόση». Παρά την γενικότητα των πιο πάνω θέσεων του, του δόθηκε από τον συνήγορο του Εναγόμενου η ευχέρεια να διασαφηνίσει τις θέσεις του, πλην όμως επέλεξε να μην το πράξει. Σχετική είναι η εξής στιχομυθία:

 

«Ε. Ωραία. Είπετε ότι επήρετε 8 χιλιάδες πέραν των 20 χιλιάδων. Στη βάση ποιών ποσών; Πότε έγινε αυτός ο υπολογισμός; Πότε τα πήρατε;

 

 Α. Μπορείτε να πείτε του πελάτη σας να σας δώσει τις οικονομικές καταστάσεις του τζίρου.

 

Ε. Εγώ σας υποβάλω ότι δεν έχουν καταβληθεί αυτά τα οποία τα οποία εσείς αναφέρεστε.

 

Δικαστήριο: Πώς απαντάτε;

 

Α. Και εσείς λέτε ότι μου έδωσε 25 χιλιάδες ευρώ, άρα χρωστά μου περισσότερα λεφτά ενώ εγώ λέω ότι χρωστά μου λιγότερα λεφτά.

 

Ε. Ωραία. Διαφωνούμε κύριε μάρτυς. Όταν λέτε ότι πηγαίνετε εκεί και βλέπατε μαζί τον τζίρο της επιχείρησης. Ποιος ήταν ο τζίρος, είτε ανά μήνα είτε το δεύτερο εξάμηνο του 14;

 

Α. Δεν θυμάμαι ακριβώς τα ποσά τα οποία έκανε κάθε μήνα, αλλά μπορείτε να ρωτήσετε και εσείς τον πελάτη σας, ποιος ήταν ο τζίρος κάθε μήνα. Λογικά θα τα έχει καταγραμμένα.

 

Ε. Υπάρχει οποιοσδήποτε μήνας που είχε τζίρο πάνω από 9 χιλιάδες ευρώ, αν θυμάστε;

 

Α. Δεν το θυμάμαι.»[18]

 

46. Από την αντίπερα όχθη, αποτέλεσε τη θέση του ΜΥ1 ότι καταβλήθηκε σύνολο ποσού ύψους €1.929, σε φιλικό επίπεδο διότι ο ΜΕ1 «μου έλεγε θα πάει καλά μην το φοβάσαι και ήθελε να τον πιστέψω ότι θα πάει καλά και του διούσα κάποια λεφτά, λέω σε φιλικό επίπεδο λόγω του ότι περιμέναμε να ανακάμψει αλλά δεν ανάκαμψε ποτέ (…)

 

47. Προς υποστήριξη της θέσης του περί καταβολής του πιο πάνω ποσού, ο ΜΥ1 παρουσίασε το Τεκμήριο 8 το οποίο, ως επεξήγησε, αποτελεί απόσπασμα ενός εγγράφου που του απέστειλαν οι λογιστές της Εταιρείας με τίτλο “detailed ledger report” όπου φαίνονται, μεταξύ άλλων, οι πληρωμές της Εταιρείας προς την Ενάγουσα καθώς και στους προμηθευτές της. Αυτή η πτυχή της μαρτυρίας του ΜΥ1 αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία. Κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων του Άρθρου 27 του Κεφ. 9, παρατηρώ ότι ενώ ο ΜΥ1 επεξήγησε ότι πρόκειται για έγγραφο που ετοίμασαν οι λογιστές της Εταιρείας, δεν επεξήγησε για ποιον λόγο δεν κλήθηκε να καταθέσει ο συντάχτης του εν λόγω εγγράφου και να το επεξηγήσει. Περαιτέρω, από το περιεχόμενό του φαίνεται να έχει συνταχθεί στις 11.2.2025, ήτοι, πέραν των 10 ετών από τις ισχυριζόμενες πληρωμές της Εταιρείας προς την Ενάγουσα. Παράλληλα, παρέμεινε άγνωστο ως προς το ποια ήταν η πηγή των πληροφοριών που εκεί καταγράφονται, δέκα και πλέον έτη αργότερα και από ποιο πρόσωπο τοποθετήθηκαν οι εκεί εγγραφές και στη βάση ποιας μεθοδολογίας. Υπό το φως των πιο πάνω, ο τρόπος προσκόμισης της εν λόγω εξ ακοής μαρτυρίας δεν διευκολύνει την ορθή αξιολόγηση της. Κατ’ επέκταση, δεν δύναμαι να αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8.

 

48. Πέραν τούτου, από την αντεξέταση του διεφάνη ότι η Εταιρεία είχε καταβάλει στην Ενάγουσα και ένα περαιτέρω ποσό της τάξης των €245 πέραν του ποσού των €1.929 το οποίο επικαλέστηκε. Ερωτηθείς επί τούτου, ξεκαθάρισε ότι το προαναφερόμενο ποσό δεν εμπίπτει εντός των ποσών που παρουσιάζονται επί του Τεκμηρίου 8 καθώς το Τεκμήριο 8 έχει περιορισμένη χρονική διάρκεια. Ο ίδιος επεξήγησε περαιτέρω ότι δεν θυμόταν την καταβολή του πιο πάνω ποσού, αργότερα, τον Ιανουάριο του 2015.Υπό το φως των πιο πάνω, δεν δύναμαι να αποδεχτώ τη θέση του ότι κατέβαλε προς την Ενάγουσα το ποσό των €1.929. Αυτό το οποίο δύναμαι να αποδεχτώ καθώς ήταν κοινώς αποδεκτό, είναι ότι κάποια ποσά είχαν καταβληθεί από τον Εναγόμενο προς την Ενάγουσα, πέραν του ποσού των €20.000 δυνάμει του όρου 2 της Συμφωνίας, σε ύψος όμως που ουδείς εκ των διαδίκων κατέδειξε με σαφήνεια. Αντίστοιχα γενικές και άνευ ερείσματος επί της ενώπιον μου μαρτυρίας, ήταν και οι υποβολές της συνηγόρου του Εναγόμενου δια το ότι, πέραν του Τεκμηρίου 12, ο ΜΥ1 απέκρυψε και άλλα ποσά για οποία είχε καταβάλει στην Ενάγουσα, στα πλαίσια εφαρμογής της Συμφωνίας. Υπενθυμίζω ότι ουδέν από τα στοιχεία αυτά παρουσίασε ο ΜΕ1, παρά ακόμη και την αναφορά στη δική του μαρτυρία ότι υπήρχαν στοιχεία διαθέσιμα από την τράπεζά του.

 

 

 

 

 

viii.       Αξιολόγηση μαρτυρίας ως προς τη λήψη επιστολών

 

49. Στρέφομαι στις θέσεις του ΜΕ1 ως προς τα Τεκμήρια 4 και 10. Ο ίδιος αποδέχθηκε ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 4 όμως, ως κατέθεσε, δύο μήνες αφού είχε αποσταλεί. Σε σχέση με το Τεκμήριο 10, κατέθεσε ότι ουδέποτε έλαβε την εν λόγω επιστολή. Αμφότερες οι θέσεις του καταρρίπτονται από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων επιδότη, ως τα Τεκμήρια 6 και 10, δια των οποίων ιδιώτης επιδότης ορκίζεται ότι οι εν λόγω επιστολές αφέθηκαν στη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της Ενάγουσας. Η Ενάγουσα δεν αμφισβήτησε τη θέση του ΜΥ1 ότι πρόκειται για τη διεύθυνση του εγγεγραμμένου της γραφείου. Η δε διεύθυνση παρουσιάζεται και επί του κειμένου της Συμφωνίας, ως η διεύθυνση της Ενάγουσας. Συνεπώς, δεν αποδέχομαι τις πιο πάνω θέσεις του ΜΕ1. Αποδέχομαι τη θέση του ΜΥ1 ότι αμφότερες οι επιστολές επιδόθηκαν στο εγγεγραμμένο γραφείο της Ενάγουσας στις ημερομηνίες που εκεί καταγράφονται.

 

(ζ) ΕΥΡΗΜΑΤΑ

50. Πέραν των ευρημάτων που καταγράφονται στην παρ. 21 πιο πάνω, από την ενώπιον μου αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία βρίσκω πρόσθετα ότι για σκοπούς λειτουργίας της Επιχείρησης, ο Εναγόμενος ίδρυσε την Εταιρεία και λειτούργησε την Επιχείρηση από τον Ιούλιο του έτους 2014 μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2015. Κατά τη διάρκεια αυτή, είχε εργοδοτήσει και υπαλλήλους και έλαβε ειδική εκπαίδευση για σκοπούς λειτουργίας της Επιχείρησης. Σε κανένα σημείο μεταξύ της πιο πάνω περιόδου ο κύκλος εργασιών της Επιχείρησης έφτασε ή υπερέβηκε το ποσό των €9.000. Ο Εναγόμενος κατέβαλε στο διάστημα αυτό προς την Ενάγουσα κάποια ποσά πέραν του προαναφερόμενου ποσού των €20.000. Στις 26.2.2015, οι συνήγοροι του Εναγόμενου απέστειλαν μέσω ιδιωτικής επίδοσης προς την Ενάγουσα, την επιστολή, ως το Τεκμήριο 6. Στις 2.3.2015, οι συνήγοροι του Εναγόμενου απέστειλαν μέσω ιδιωτικής επίδοσης προς την Ενάγουσα, την επιστολή, ως το Τεκμήριο 10. Κατόπιν της παύσης λειτουργίας της Επιχείρησης, ο Εναγόμενος μετέφερε τον εξοπλισμό της Επιχείρησης σε αποθήκη, τον οποίο η Ενάγουσα δεν απαίτησε σε οποιοδήποτε στάδιο.

 

(η)  ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

51. Όπως ορθά επισήμανε η συνήγορος της Ενάγουσας κατά το στάδιο των αγορεύσεων, ο Εναγόμενος κατά την ακροαματική διαδικασία δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία προς υποστήριξη της δικογραφημένης του θέσης ότι «με δόλιες και/ή παραπλανητικές παραστάσεις της Ενάγουσας και/ή του αντιπροσώπου και/ή του αξιωματούχου και/ή του διευθυντή της, η Ενάγουσα πώλησε μετά τις δόλιες επεμβάσεις της στους ελεγμένους λογαριασμούς της που υπέδειξε στον Εναγόμενο, ο οποίος μετά την υπογραφή της συμφωνίας το είχε διαπιστώσει, για το, μη ανταποκρινόμενο προς το υπό την συμφωνία αντάλλαγμα, ποσό των €118,000.»[19] Αντιθέτως, στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, ο Εναγόμενος πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας έλαβε συμβουλή από τον λογιστή του οποίος είχε ελέγξει τις οικονομικές καταστάσεις της Ενάγουσας για το έτος 2013. Το δε περιεχόμενο του επιχειρηματικού πλάνου που είχε ετοιμάσει, Τεκμήριο 3, επιμαρτυρεί ότι ο ίδιος αξιολόγησε και εξισορρόπησε το σύνολο των κινδύνων οι οποίοι σχετίζονταν με την αγορά της Επιχείρησης.

 

52. Ως αιτία αγωγής η Ενάγουσα προβάλλει την παράβαση σύμβασης από τον Εναγόμενο στη βάση του ότι ο τελευταίος δεν κατέβαλε το σύνολο του ποσού των €118.000 ως καθορίστηκε στη μεταξύ τους Συμφωνία, ως το σύνολο του τιμήματος πώλησης της Επιχείρησης. Τα μέρη υιοθέτησαν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις ως προς την ερμηνεία της Συμφωνίας, με την πλευρά του Εναγόμενου να επιχειρηματολογεί ότι, στη βάση του περιεχομένου της Συμφωνίας, ο ίδιος δεν οφείλει οποιαδήποτε περαιτέρω ποσά.

 

53. Υπενθυμίζω εδώ ότι με βάση την πάγια νομολογία, η ερμηνεία μιας σύμβασης αποτελεί αποκλειστικό έργο του Δικαστηρίου (βλ. αυθεντίες στην παρ. 24 πιο πάνω). Όπου επιχειρείται ερμηνεία όρων μιας σύμβασης, το κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της σύμβασης στον μέσο λογικό άνθρωπο με αναφορά στη συνήθη σημασία των λέξεων και των όρων της συμφωνίας (βλ. Amethyst Distributors Ltd v Ιερά Μονή Κύκκου (2011) 1Α ΑΑΔ 199, Maison Jenny Ltd v Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1 B AAΔ.1156, Πολύφημος Χοτέλς Λτδ ν. Γεώργιος Ν. Μουτσή (2000) 1 ΑΑΔ 1809, Χατζησωτηρίου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 1406, Progressive Insurance Co Ltd v. S. Kaniklides (Cyprus) Ltd κ.ά. Πολ. Εφ. 411/2019, 10.2.2025 και Ανόρθωσις ν. Απόλλωνα (2002) 1 ΑΑΔ 518). Όπως λέχθηκε στην Frederickou Schools Co Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (2002) 1 ΑΑΔ 1527: «φυσικά η λεκτική διατύπωση οριοθετεί την ερμηνευτική προσπάθεια.  Διαφορετικά ο ερμηνευτής θα υποκαθιστούσε με τη δική του υποκειμενική κρίση τη βούληση των μερών.»

 

54. Όπως επίσης χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Hellenic Bank Public Co Ltd v. Μιχάλη Χριστοδουλίδη, Πολ. Εφ. 82/2011, 24.2.2016: «Σύμφωνα με τους βασικούς κανόνες ερμηνείας εγγράφων, ο καθοριστικός παράγοντας είναι η εξεύρεση της πρόθεσης των μερών της συμφωνίας.  Η αποκάλυψη της κοινής πρόθεσης των μερών είναι εφικτή από τη θεώρηση της συμφωνίας ως συνόλου (βλ. G.I.P. Constructions Ltd v. Assiotis (1982) 1 CLR 535 και Frederickou Schools Co Ltd κ.αν. Acuac Inc (2002) 1Γ ΑΑΔ 1527). Βέβαια, ο σκοπός της συμφωνίας, καθώς και η λεκτική διατύπωση του μέρους της συμφωνίας του οποίου επιζητείται η ερμηνεία, είναι στοιχεία που οριοθετούν την προσπάθεια του Δικαστηρίου να ερμηνεύσει ένα έγγραφο.» Άλλωστε άλλοι ερμηνευτικοί κανόνες χρησιμοποιούνται μόνο όταν το νόημα ενός όρου είναι ασαφές (βλ. Frischmann Pell Consultants Ltd ν Δημοκρατίας (2001) 1 ΑΑΔ 33, Liberty Life Insurance Ltd v. Άντρης Μιχαήλ κ.ά. (2015) 1 ΑΑΔ 471 και Progressive Insurance). Διαφωτιστικό είναι το εξής απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση KAYAT TRADING LIMITED ν. GENZYME CORPORATION Αρ. Αγωγής 7462/02, 30.5.2014, υπό τον Έντιμο Α. Ρ. Λιάτσο, Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε), όπου, με παραπομπή σε σωρεία αυθεντιών συνοψίζονται οι σχετικές αρχές της νομολογίας που διέπουν την ερμηνεία συμβάσεων, ως εξής:

 

«Η ερμηνεία των όρων ενός εγγράφου αποτελεί νομικό θέμα που επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, ευχέρεια η οποία πρέπει να αποσκοπεί στην εξεύρεση των πραγματικών προθέσεων των συμβαλλομένων.  Το Δικαστήριο επιχειρώντας να ερμηνεύσει ένα έγγραφο καθοδηγείται από τις καθιερωμένες αρχές ερμηνείας.  Μέσα στα πλαίσια αυτής της διεργασίας, στόχος είναι η ανεύρεση του κύριου σκοπού και της νοητής πρόθεσης του συντάκτη του κειμένου.  Η πρόθεση αυτή συνάγεται από τη συνήθη λογική γραμματική έννοια των λέξεων.  Όταν μια συμφωνία διατυπώνεται εγγράφως κατόπιν επιθυμίας των συμβαλλομένων, εξωγενής μαρτυρία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για να αντικρούσει, τροποποιήσει, αφαιρέσει ή προσθέσει στους όρους που έχουν διατυπωθεί στο έγγραφο.  Βασικός κανόνας ερμηνείας είναι ότι οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πρέπει να ερμηνεύονται κατά γράμμα, όπως είναι γενικά κατανοητές.  Πιο απλοποιημένα, στην ερμηνεία ενός εγγράφου πρέπει να αποδίδεται σε συνηθισμένες λέξεις η απλή και συνήθης ερμηνεία τους.  Κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο.  Προς το σκοπό αυτό μπορεί να εμπλουτιστεί η γνώση με την αποκάλυψη του υπόβαθρου της συμφωνίας − εξαιρουμένων πάντα των διαπραγματεύσεων − καθώς και μονομερών δηλώσεων και υποκειμενικών προθέσεων των συμβαλλομένων.  Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των δύο πλευρών διαπιστώνονται από το ίδιο το κείμενο μιας συμφωνίας.   Πάγια ερμηνευτική αρχή είναι ότι η πρόθεση των μερών εξάγεται από τη γλωσσική αποτύπωση της συμφωνίας, δηλαδή, των σκέψεων τους, που για το σκοπό αυτό εξετάζεται συνολικά.  Συνοπτικά, σκοπός της ερμηνείας εγγράφων είναι η ανεύρεση της πραγματικής πρόθεσης των μερών όπως διακηρύττεται στο έγγραφο.  Η ερμηνεία, ως εκ τούτου, πρέπει να είναι όσο το δυνατό πλησιέστερη στην εμφανή πρόθεση των μερών.  Είναι γι΄αυτό το λόγο που αναδύεται ως βασική αρχή πως η πρόθεση των συμβαλλομένων πρέπει να απορρέει από το έγγραφο και είναι όπως εκφράστηκε με τις λέξεις που περιέχονται σ΄αυτό.  Το Δικαστήριο, δε, πρέπει να βεβαιώσει τι εννοούσαν τα μέρη με τη διατύπωση που χρησιμοποίησαν, να δηλώσει το νόημα του περιεχομένου του εγγράφου και όχι του τι υπήρχε πρόθεση να γραφτεί.  Να εφαρμόσει την πρόθεση όπως έχει εκφραστεί.  Δεν επιτρέπεται να εικάζεται η πρόθεση των μερών και να αντικαθίσταται η ρητή με την τεκμαιρόμενη πρόθεση.»

 

i.             Ο όρος 3(β) της Συμφωνίας

 

55. Με βάση το σαφές και λιτό λεκτικό του όρου 3(β) της Συμφωνίας, η υποχρέωση του Εναγόμενου για την καταβολή προς την Ενάγουσα οποιωνδήποτε ποσών πέραν του ποσού των €20.000, ήταν υπό την αίρεση επέλευσης συγκεκριμένου γεγονότος. Το γεγονός αυτό ήταν η ύπαρξη κύκλου εργασιών της Επιχείρησης σε καθορισμένο ύψος. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει αβίαστα από τον μηχανισμό που θεσπίζει ο όρος 3(β) της Συμφωνίας, δια του οποίου το εκάστοτε ύψος του ποσού της αποπληρωμής σε μηνιαία βάση, εκφράζεται με ποσοστιαίους όρους επί του μηνιαίου κύκλου εργασιών και όχι με απόλυτους αριθμούς. Δεν υπάρχει αναφορά σε οποιαδήποτε σταθερή δόση. Το ποσοστό αυτό, μάλιστα, αυξάνεται αναλόγως της τυχόν αύξησης του κύκλου εργασιών της Επιχείρησης. Στον ίδιο τον όρο 3(β) της Συμφωνίας αναφέρεται ρητώς ότι, «θα ακολουθήσει η αποπληρωμή σε δόσεις ανάλογα με το μηνιαίο εισόδημα που θα λαμβάνει ο Αγοραστής και με ποσοστό της εκατό επί αυτού ως εξής».

 

56. Από τα πιο πάνω συνάγεται αβίαστα ότι αντικειμενική πρόθεση των μερών ήταν όπως, τόσο η ενεργοποίηση όσο και η έκταση της υποχρέωσης καταβολής περαιτέρω ποσών από τον Εναγόμενο προς την Ενάγουσα, διασυνδεθεί άρρηκτα και εξαρτηθεί από την ύπαρξη και το ύψος του κύκλου εργασιών της Επιχείρησης. Μάλιστα, το ελάχιστο ποσό που τα μέρη επέλεξαν να καθορίσουν ως το ελάχιστο ποσό ύπαρξης κύκλου εργασιών, ώστε να ενεργοποιείται η εκάστοτε μηνιαία υποχρέωση αποπληρωμής του Εναγόμενου, ήταν το ποσό των €9.000 μηνιαίως. Σε μια τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με τον όρο 3(β)(i), ο Εναγόμενος όφειλε να καταβάλλει ποσοστό ύψους 6% επί του εν λόγω ποσού, σε μηνιαία βάση.

 

57. Στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, σε κανένα στάδιο από την έναρξη της λειτουργίας της Επιχείρησης από τον Εναγόμενο, ο κύκλος εργασιών της έφτασε το πιο πάνω ελάχιστο ποσό των €9.000 μηνιαίως. Κατά συνέπεια, δεν προκύπτει ότι ενεργοποιήθηκε η υποχρέωση του Εναγόμενου για καταβολή οποιωνδήποτε πρόσθετων ποσών προς την Ενάγουσα, στη βάση του όρου 3(β) της Συμφωνίας.

 

ii.            Απουσία υποχρέωσης καταβολής εφάπαξ ποσού

 

58. Το επόμενο ερώτημα είναι κατά πόσο προκύπτει από οποιοδήποτε άλλο μέρος της Συμφωνίας ότι ο Εναγόμενος είχε υποχρέωση καταβολής προς την Ενάγουσα του αξιούμενου ποσού, ως εφάπαξ καταβολή. Η απάντηση είναι αρνητική. Πουθενά δεν προκύπτει μια τέτοια υποχρέωση στη βάση του κειμένου της Συμφωνίας. Εάν τα μέρη ήθελαν συμφωνήσουν ότι ο Εναγόμενος ήταν υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις υπόχρεος να καταβάλει ολόκληρο το ποσό, ανεξαρτήτως του ύψους του κύκλου εργασιών, αυτό θα καταγραφόταν ρητά με δεδομένο και τον μηχανισμό που θεσπίστηκε δυνάμει του όρου 3(β) της Συμφωνίας.

 

iii.          Άλλοι ρητοί και εξυπακουόμενοι όροι

 

59. Κατά το στάδιο των αγορεύσεων, αποτέλεσε τη θέση των συνηγόρων της Ενάγουσας ότι τα μέρη συμφώνησαν προφορικά σε άλλον όρο που αφορούσε την εξασφάλιση δανείου με σκοπό την αποπληρωμή του αντικειμένου της σύμβασης.[20] Σχετικά είναι και τα όσα έχουν ήδη καταγραφεί στις παρ. 28 μέχρι 30 πιο πάνω. Συνεπώς, η σχετική εισήγηση δεν δύναται να γίνει αποδεκτή.

 

60. Δεν τίθεται ούτε και ζήτημα απουσίας εμπορικής λογικής της πιο πάνω συναλλαγής σε τέτοια έκταση που να πρέπει να εισαχθούν εξυπακουόμενοι όροι στη Συμφωνία, ως η σχετική εισήγηση των συνηγόρων της Ενάγουσας. Δεν δικογραφήθηκε οποιαδήποτε θέση με σκοπό την εισαγωγή εξυπακουόμενων όρων στη Συμφωνία, με συγκεκριμένο περιεχόμενο, στην πιο πάνω βάση. Χωρίς επηρεασμό της διαπίστωσης μου αυτής και για σκοπούς πληρότητας σημειώνω ότι δεν προκύπτει ότι με βάση την εμπορική λογική και μόνο, θα ήταν εξόφθαλμα παράλογο δύο μέρη να έχουν συμφωνήσει κατά την αγορά μιας ιδιωτικής Επιχείρησης, όπως καταβληθεί ένα σημαντικό ποσό έναντι ενός συνόλου που αντανακλά την συμφωνηθείσα αξία των περιουσιακών της στοιχείων, με το υπόλοιπο να είναι πληρωτέο με την ύπαρξη πραγματικών επιχειρηματικών εργασιών, σε καθορισμένο επίπεδο. Ακόμη και η αποτίμηση της αξίας της σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, περιλαμβάνει μεταβλητές παραμέτρους όπως, ως ο ίδιος ο όρος (α) της Συμφωνίας ορίζει, την εμπορική εύνοια, τη φήμη και την πελατεία της. Επιπρόσθετα, σε ό,τι αφορά τη θέση των συνηγόρων της Ενάγουσας ότι αφέθηκε η αξία της Επιχείρησης να μειωθεί, λόγω κάποιων ενεργειών του Εναγόμενου, ώστε να καταδειχθεί η απουσία εμπορικής λογικής στην συναλλαγή και πάλιν η εν λόγω θέση είναι εκτός δικογραφίας και συναφώς δεν δύναται να ληφθεί υπόψιν. Σχετικά είναι τα όσα έχω παραθέσει στην παρ. 36 πιο πάνω. 

 

61. Ούτε και τα όσα η πλευρά της Ενάγουσας προβάλλει ως προς την έλλειψη ευνοϊκής χροιάς των όρων της Συμφωνίας προς την Ενάγουσα, δύνανται να ληφθούν υπόψιν στα πλαίσια του ερμηνευτικού έργου του Δικαστηρίου της Συμφωνίας. Μια τέτοια προσέγγιση θα υπονόμευε το συνταγματικό δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως. Όπως λέχθηκε από την Βουλή των Λόρδων στην αγγλική αυθεντία Charter Reinsurance Co Ltd (In Liquidation) v Fagan [1997] AC 313:

 

“There comes a point at which the court should remind itself that the task is to discover what the parties meant from what they have said, and that to force upon the words a meaning which they cannot fairly bear is to substitute for the bargain actually made one which the court believes could better have been made. This is an illegitimate role for a court. Particularly in the field of commerce, where the parties need to know what they must do and what they can insist on not doing, it is essential for them to be confident that they can rely on the court to enforce their contract according to its terms. Certainly, if in the present case the result of finding a condition precedent would be anomalous there would be good reason for the court to look twice, and more than twice, at the words used to see whether they might bear some other meaning. In the end, however, the parties must be held to their bargain.” [21]

 

62. Συνεπώς, ουδεμία εκ των ως άνω εισηγήσεων της πλευράς της Ενάγουσας δύνανται να γίνουν αποδεκτές.

 

iv.          Ο όρος 4 της Συμφωνίας

 

63. Λόγος έγινε από αμφότερες τις πλευρές αναφορικά με την ερμηνεία του όρου 4 της Συμφωνίας. Όμως, ο όρος 4 της Συμφωνίας δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, με βάση τα ενώπιον μου γεγονότα. Τούτο διότι, προϋπόθεση εφαρμογής του είναι όπως η «αποτίμηση του ποσού που έχει καταβάλει ο Αγοραστής» καταδείξει ότι ο Εναγόμενος κατέβαλε «ποσοστό που αντιστοιχεί στο Goodwill του Αντικειμένου της Σύμβασης». Αμφότεροι οι όροι περιλαμβάνονται στις ερμηνευτικές πρόνοιες της Συμφωνίας. Ως Goodwill, ορίζεται η «εμπορική έννοια, η φήμη και η πελατεία» της Ενάγουσας, η αξία της οποίας επίσης συμφωνήθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη και καθορίστηκε στο ποσό των €80.000. Στον όρο «Αντικείμενο της Σύμβασης» περιλαμβάνονται το goodwill, σύμφωνα με τον πιο πάνω ορισμό, o εξοπλισμός και τα έπιπλα της Ενάγουσας που καθορίστηκαν στο ποσό των €35.000, τα αποθέματα της Ενάγουσας που καθορίστηκαν στο ποσό των €3.000, η ελεύθερη κατοχή του καταστήματος της Ενάγουσας, το πελατολόγιο της Ενάγουσας και η άδεια χρήσης της εταιρείας «Γρηγόρης Μικρογεύματα.» Εξάγεται συνεπώς από τη συνήθη έννοια των ως άνω προνοιών, ότι ο όρος 4 θα εφαρμοζόταν μόνο στην περίπτωση που η προαναφερόμενη αποτίμηση καταδείκνυε ότι ο Εναγόμενος είχε καταβάλει στην Ενάγουσα ποσό έναντι του πιο πάνω ποσού των €80.000, που ορίζεται ως goodwill”. Στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι έχει καταβληθεί ένα τέτοιο ποσό. Ούτε και όμως προσκομίστηκε μαρτυρία δια το ότι ο Εναγόμενος κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό ειδικά έναντι του goodwill, ως ορίζεται από τις ερμηνευτικές διατάξεις της Συμφωνίας.

 

v.            Τερματισμός της συμφωνίας

 

64. Στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων, ο Εναγόμενος έπαυσε να λειτουργεί την Επιχείρηση τον Φεβρουάριο του έτος 2015. Αποτέλεσε τη θέση της συνηγόρου της Ενάγουσας ότι αυτό από μόνο του συνιστά παράβαση σύμβασης καθώς δεν είχε παρέλθει η εξάμηνη προθεσμία που ορίζει ο όρος 4. Προς επίρρωση της θέσης της αναφέρεται στην παραδοχή του Εναγόμενου για καταβολή κάποιων ποσών, πέραν του αρχικού ποσού των €20.000 επιχειρηματολογώντας ότι δεν είχε παρέλθει άπρακτη η προθεσμία των έξι μηνών, χωρίς την καταβολή οποιασδήποτε δόσης.

 

65. Ανατρέχοντας στην Έκθεση Απαίτησης πουθενά δεν περιλαμβάνεται ένας τέτοιος ισχυρισμός. Η βάση αγωγής της Ενάγουσας περιορίστηκε στο γεγονός της παράλειψης καταβολής από τον Εναγόμενο προς την Ενάγουσα ολόκληρου του τιμήματος πώλησης. Δεν επεκτάθηκε και σε θέση ότι η ενέργεια του Εναγόμενου να παύσει τη λειτουργία της Επιχείρησης τον Φεβρουάριο του έτους 2015 αποτελούσε χωριστή παράβαση της Συμφωνίας για τον λόγο ότι αυτό έγινε πρόωρα. Είναι για τον λόγο αυτόν που το ζήτημα δεν απασχολεί τον Εναγόμενο στα πλαίσια της δικής του Υπεράσπισης. Σχετικό είναι το απόσπασμα από την αγγλική αυθεντία Mars UK που έχω παραθέσει στην παρ. 30 πιο πάνω.

 

66. Άνευ επηρεασμού όμως της πιο πάνω επισήμανσης μου και για σκοπούς πληρότητας σημειώνω ότι δεν θα μπορούσα να υιοθετήσω την πιο πάνω προσέγγιση για τους πιο κάτω λόγους.

 

67. Για τους λόγους που ήδη έχουν εκτεθεί ανωτέρω, ο όρος 4 δεν τυγχάνει εφαρμογής. Η προθεσμία που εκεί παρατίθεται αποτελεί ένδειξη της βούλησης των μερών ως προς το εύλογο του χρονικού ορίζοντα κατά τον οποίο θα αποκρυσταλλωνόταν η κερδοφορία της Επιχείρησης. Ο χρόνος αυτός ήταν για περίοδο έξι μηνών «χωρίς την καταβολή οποιασδήποτε δόσης» με βάση, σαφώς, τα όσα ο όρος 3(β) διαλάμβανε, ήτοι, χωρίς να έχει υπάρξει κύκλος εργασιών τουλάχιστον €9.000 μηνιαίως. Η εξάμηνη περίοδος αυτή ξεκινούσε, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται δυνάμει του όρου 2 της Συμφωνίας, από τις αρχές του Οκτώβρη του έτους 2014. Επομένως, η παύση της λειτουργίας της επιχείρησής τον Φεβρουάριο του έτους 2015 επιμαρτυρεί ότι ο Εναγόμενος ανέμενε εύλογο χρονικό διάστημα για να καταδειχθεί η βιωσιμότητα της Επιχείρησης στο επίπεδο που προβλεπόταν από τη Συμφωνία και εντός της κοινής αντίληψης των μερών, ως προς το χρονικό διάστημα αυτό. Υπό το φως των πιο πάνω και με δεδομένο το γεγονός ότι δεν είχε ενεργοποιηθεί οποιαδήποτε υποχρέωση του Εναγόμενου για την καταβολή οποιασδήποτε δόσης, στη βάση του όρου 3 της Συμφωνίας, η παύση της λειτουργίας της Επιχείρησης ήταν εντός των δικαιωμάτων του Εναγόμενου και δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά χωριστή παράβαση σύμβασης της Συμφωνίας.

 

68. Υπό το φως των πιο πάνω, η Ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει την κατ’ ισχυρισμό παράβαση σύμβασης από πλευράς του Εναγόμενου.

 

69. Η Συμφωνία επήλθε στο τέλος της δια της εκπλήρωσής της από τον Εναγόμενο. Το γεγονός ότι ο Εναγόμενος πρόσφερε στην Ενάγουσα την ευχέρεια να παραλάβει το αντικείμενο της Επιχείρησης τον Φεβρουάριο του έτους 2015 θεωρώντας ότι εφαρμόζεται ο όρος 4 της Συμφωνίας, δεν αλλοιώνει την πιο πάνω εικόνα καθώς δεν αλλοιώνει το γεγονός της πραγματικής λειτουργίας της Επιχείρησης για εύλογο, υπό τις περιστάσεις, χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τα όσα έχουν παρατεθεί πιο πάνω. Συνεπώς, η προσφορά του αυτή δεν δύναται να θεωρηθεί, υπό αυτές τις συνθήκες, χωριστή παράβαση της Συμφωνίας.

 

vi.          Αθέμιτος πλουτισμός

 

70. Σύμφωνα με το άρθρο 70 του Κεφ. 149, αν κάποιος πράξει κάτι νόμιμα για λογαριασμό άλλου ή παραδώσει σε αυτόν οτιδήποτε, χωρίς πρόθεση να το πράξει χαριστικά, ο τελευταίος εφόσον ήθελε προσποριστεί όφελος, υποχρεούται να αποζημιώσει τον πρώτο σε σχέση με την πράξη που διενεργήθηκε ή να επιστρέψει το πράγμα που παραδόθηκε. Δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής όμως του πιο πάνω άρθρου εκεί όπου υπάρχει σύμβαση μεταξύ των μερών (Σύγγραμμα Πολυβίου, «το Δίκαιο των Συμβάσεων», Τόμος Β, σελ. 835), όπως στην παρούσα περίπτωση. Ούτε όμως και με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου δύναται να θεωρηθεί ότι ο Εναγόμενος διατήρησε οποιοδήποτε αθέμιτο όφελος σε βάρος της Ενάγουσας, κατά τρόπο που να είναι άδικο να το διατηρήσει (βλ. BANK OF CHINA (HONG KONG) LIMITED ν. VAIMICUS ESTATES LIMITED Πολ. Έφ. Ε79/18, 24.11.2023 και εκεί αναφερόμενες αυθεντίες.)

 

71. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μου επισφραγίζουν την αποτυχία της αγωγής της Ενάγουσας.

 

 

 

 

vii.         Η ανταπαίτηση του Εναγόμενου

 

72. Κατά το στάδιο των αγορεύσεων ρητά εγκαταλείφθηκε η αξίωση του Εναγόμενου για το ποσό των €5.000, το οποίο αξιωνόταν ως ζημιά για έξοδα που αφορούν στη μεταφορά και φύλαξη του εξοπλισμού της Επιχείρησης.[22]

 

73. Αναφέρει η συνήγορος του Εναγόμενου στην γραπτή της αγόρευση ότι «η Ανταπαίτηση περιορίζεται στα έξοδα που έκανε κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της επιχείρησης για το ποσό των €15.000, ως αναφέρεται στην παρ. 22 της Τροποποιημένης Υπεράσπιση και Ανταπαίτησης του, για την αγορά εμπορευμάτων για συντήρηση της επιχείρησης, ως προκύπτει από το Τεκμήριο 9, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε ή διαζευκτικά για το ποσό των €21.929, ως προκύπτει από το Τεκμήριο 8 και αφορά τις ειδικές ζημιές του, ήτοι τα ποσά που κατέβαλε στην Ενάγουσα (…)».

 

74. Ως ορθά επισήμανε η συνήγορος της Ενάγουσας κατά το στάδιο των αγορεύσεων, καμία μαρτυρία προσκομίστηκε από πλευράς Εναγόμενου προς προώθηση της Ανταπαίτησης του. Η αναφορά του ΜΥ1 στο Τεκμήριο 9 δεν αφορούσε το στοιχείο αυτό με βάση τα λεχθέντα του, στο οποίο εν πάση περιπτώσει το Δικαστήριο δεν δύναται να αποδώσει οποιαδήποτε αξία στη βάση των όσων έχουν παρατεθεί στην παρ. 38 πιο πάνω. Το δεύτερο σκέλος της ως άνω επιχειρηματολογίας, είναι εκτός δικογραφίας και ως εκ τούτου η σχετική εισήγηση δεν δύναται να ληφθεί και δεν λαμβάνεται υπόψιν.

 

75. Υπό το φως των πιο πάνω ούτε και η ανταπαίτηση του Εναγόμενου δύναται να επιτύχει.

 

 

(θ)  ΚΑΤΑΛΗΞΗ

76. Υπό το φως όλων των πιο πάνω η αγωγή και η ανταπαίτηση απορρίπτονται. Ως εκ τούτου, τα έξοδα της αγωγής επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου και εναντίον της Ενάγουσας όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τα έξοδα της ανταπαίτησης επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.)……………………..……..

Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 



[1] Βλ. παρ. 10 της Έκθεσης Απαίτησης.

[2] Βλ. παρ. 17 της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης.

[3] Βλ. παρ. 22 της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης.

[4] Βλ. πρακτικά ημερ. 12.2.25, σελ. 16 και σελ. 20.

[5] Βλ. μεταξύ άλλων, παρ. 3 του Εγγράφου Β, πρακτικά ημερ. 20.5.25, σελ. 7 - 9, πρακτικά ημερ. 20.5.25 σελ. 3 - 4, πρακτικά ημερ. 27.5.25 σελ. 7, 8, 10, 14 και 15.

[6] Βλ. παρ. 10 της Τροποποιημένης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης.

[7] Βλ. πρακτικά ημερ. 20.5.25, σελ. 8, γρ. 26 μέχρι 29 μέχρι σελ. 1, γρ. 1 μέχρι 2.

[8] Βλ. πρακτικά ημερ. 12.2.25, σελ. 8.

[9] Βλ. σελ. 21 της γραπτής αγόρευσης των συνηγόρων της Ενάγουσας.

[10] Βλ. σύγγραμμα Chitty on Contracts, 32η έκδοση, (2015) (Sweet & Maxwell) στη σελ. 1013: 13-002 Proof of Terms. […] many contracts are made solely by word of mouth or are contained in or evidenced by documents which have not been signed by the party affected. In such cases, it will be necessary to prove which statements, or stipulations, were intended to be incorporated as terms of the contract or to have contractual effect.”

 

[11] Βλ. επίσης Sorenson v. Blackspur Plc (1989) Lexis Citation 1597, Court of Appeal (Civil Division).

[12] Βλ. γραπτή αγόρευση συνηγόρων Ενάγουσας, σελ. 15.

[13] Βλ. πρακτικά ημερ. 12.2.25, σελ. 15.

[14] Βλ. πρακτικά ημερ. 12.2.25, σελ. 15.

[15] Βλ. πρακτικά ημερ. 12.2.25, σελ. 16.

[16] Βλ. επίσης πρακτικά ημερ. 20.5.25, σελ.15, γρ. 4 - 6.

[17] Βλ. πρακτικά ημερ. 12.2.25, σελ. 10, γρ. 29.

[18] Βλ. πρακτικά ημερ. 12.2.25, σελ. 14.

[19] Βλ. παρ. 10 της Τροποποιημένης Υπεράσπισης.

[20] Βλ. γραπτή αγόρευση Ενάγουσας, σελ. 21.

[21] Βλ. επίσης καταναλογίαν RETIREMENT VILLAGES DEVELOPMENTS LIMITED v. PUNCH PARTNERSHIPS (PTL) LIMITED [2022] EWHC 65, παρ. 98: “I do accept that the wording is favourable to the developer, but that does not make it commercially absurd or indeed unworkable. This, in my judgment, is simply the effect of the bargain the parties made. In so far as Punch is unhappy with this outcome, this is because it has agreed something which with hindsight does not serve its interests. Another way of putting this is the bargain that it made has turned out badly for it. It is no part of the Court's function to re-write a bad bargain.Βλ. επίσης Paul S Davies, ‘Bad Bargains’ (2019) 72 Current Legal Problems 253 (οι υποσημειώσεις παραλείπονται): “It is important that parties be held to their bargains, even if bad. This helps to generate (often artificial) trust in the system of contract law and encourage parties to contract since their agreements will be enforced. Such an approach is crucial for commerce and trade to flourish. Moreover, judges may be ill-equipped to decide whether a bargain is 'bad' and so do not distinguish between different types of contracts in this way. Indeed, English law only requires that consideration be 'sufficient' but not 'adequate'; courts will not enquire into the adequacy of consideration to determine whether a bargain was 'fair'. In Skanska Rasleigh Weatherfoil Ltd v Somerfield Stores Ltd Neuberger LJ sensibly observed that: ‘Judges are not always the most commercially-minded, let alone the most commercially experienced, of people, and should, I think, avoid arrogating to themselves overconfidently the role of arbiter of commercial reasonableness or likelihood.’ A blanket rule that bargains - good or bad - should be enforced according to their terms is therefore attractive to judges. It also probably accords with most parties’ expectations. Contracts are entered into in order to allocate the risk of future events between the parties. It is not for the court to reallocate the risks entered into by commercial actors. That would undermine trust in the system and party autonomy. It is helpful to remember that contracts may well be unfair. As Lord Sumption has put it, ‘fairness has nothing to do with commercial contracts’ since ‘[c]ommercial parties can be most unfair and entirely unreasonable, if they can get away with it.’ This reflects the traditional adversarial view of contracting: each party sets out to achieve the best deal for itself, at the expense of the other side. (...) Commercial actors should take care when entering into contracts, and give careful thought to the written documents. A powerful way to emphasise the importance of this message is to make it difficult for parties to escape the consequences of the contracts they have entered into. A robust approach has sometimes been criticised as leading to instances of individual unfairness, when it would be preferable for courts to ‘delve into a pool of shared morality’ in refusing to countenance unconscionable results. But such views should be treated with caution. As Ahdar has commented, ‘(a)n ostensibly unjust rule can be worked around. What cannot be so readily accommodated is the introduction of an unpredictable legal outcome, one determined afresh on a case-by-case basis by non-commercial actors (courts) applying nebulous standards. The fact that the successful invocation of the exception is as rare, if not as elusive, as sightings of the Tasmanian Tiger, leads one to further question the point of the exercise. The 'never say never' mindset is a pernicious one in commercial and contract law’.”

 

[22] Βλ. Ενότητα Γ, παρ. (γ) της αγόρευσης των συνηγόρων του Εναγόμενου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο