
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Δ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Γενική Αίτηση: 88/21
Αναφορικά με τον Περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο του 1996 (Ν.93(Ι)1996), ως τροποποιήθηκε
Μεταξύ:
Διευθυντή Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή
Αιτητή
και
Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λιμιτεδ
Καθ’ ης η Αίτηση
Ημερομηνία: 8 Αυγούστου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Αιτητή: κα. Σωτηρίου
Για Καθ’ ης η Αίτηση: κ. Πολυβίου με κα. Μαππή
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η Αίτηση
Με την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αίτηση (στο εξής «η Αίτηση»), ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή (στο εξής «ο Αιτητής»), επιδιώκει την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος εναντίον της Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λίμιτεδ (στο εξής «η Καθ’ ης η Αίτηση»), με το οποίο να διατάσσεται τούτη όπως παύσει άμεσα και ή μην επαναλάβει τη χρήση αριθμού όρων που περιλαμβάνονται σε δυο συμβάσεις Τραπεζικών Διευκολύνσεων (Στεγαστικό Δάνειο και Σύμβαση Υποθήκης) που παραχωρήθηκαν προς συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία υπέβαλαν παράπονο προς τον Αιτητή (στο εξής «οι Παραπονούμενοι») σε σχέση με κατ' ισχυρισμό καταχρηστικότητα συγκεκριμένων όρων των εν λόγω συμβάσεων (στο εξής «οι επίδικες συμβάσεις»). Είναι, εν προκειμένω, η θέση του Αιτητή ότι, οι επίδικες συμβάσεις περιέχουν σωρεία καταχρηστικών και αδιαφανών όρων[1] – ως οι έννοιες αυτές ερμηνεύονται στον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο του 1996, Ν.93(I)/1993 (στο εξής «ο Νόμος»), ο οποίος ενσωμάτωσε τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 93/13/ΕOK του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (στο εξής «η Οδηγία»)[2], καθώς, επίσης και ότι, πέραν των επίδικων συμβάσεων, που αφορά στους Παραπονούμενους, τέτοιες συμβάσεις, με ίδιους όρους, παραμένουν σε ισχύ και τυγχάνουν διαχείρισης από την Καθ΄ ης η Αίτηση, η οποία συνεχίζει να εκτελεί τούτες κατ’ εφαρμογή, μεταξύ άλλων, και των καταχρηστικών και ή αδιαφανών όρων των. Επιζητεί, επίσης, και την έκδοση, περαιτέρω, διατάγματος, με το οποίο η Καθ΄ ης η Αίτηση να διατάσσεται να δημοσιεύσει το σύνολο ή μέρος της απόφασης που θα εκδοθεί από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της Αίτησης ή επανορθωτική ανακοίνωση σε εγχώρια εφημερίδα Παγκύπριας εμβέλειας. Η έκδοση αμφοτέρων των κατ’ αίτηση διαταγμάτων, επιδιώκεται στη βάση των προνοιών του άρθρου 9 του Νόμου[3], ο οποίος Νόμος αποτελεί και τη μόνη δικαιοδοτική, νομική, βάση επί της οποίας εδράζεται η Αίτηση και επομένως θα εξεταστεί.
Κοινώς αποδεχτά γεγονότα
Στη βάση του μαρτυρικού υλικού που υποστηρίζει την Αίτηση, αλλά και αυτού που υποστηρίζει την ένσταση, που καταχώρισε η Καθ΄ ης η Αίτηση, στην οποία αναφορά θα γίνει κατωτέρω, τα γεγονότα που κρίνονται σημαντικά για την τύχη της παρούσας διαδικασίας, αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ των μερών, και κατά συνέπεια καταγράφονται από τώρα. Έχουν ως εξής:
Κατά το 2008, και συγκεκριμένα στις 23 Μαΐου και 02 Ιουνίου του εν λόγω έτους, οι Παραπονούμενοι υπέγραψαν τις επίδικες συμβάσεις (αρχικά τη σύμβαση υποθήκης και ακολούθως την σύμβαση στεγαστικού δανείου) με την Καθ’ ης η Αίτηση.
Κατά το 2018, οι Παραπονούμενοι καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση, την αγωγή με αριθμό 1168/2018, στο πλαίσιο της οποίας επιζητούνται θεραπείες στη βάση της θέσης τους ότι στις επίδικες συμβάσεις περιλαμβάνονται ρήτρες, κατ’ εφαρμογή των οποίων η Καθ’ ης η Αίτηση προέβη σε παράνομες χρεώσεις τόκων, ποσών και προμηθειών, και ότι για τούτες (οι επίδικες συμβάσεις) δεν έτυχαν διαπραγμάτευσης.
Στις 25.09.2018, οι Παραπονούμενοι, υπέβαλαν Έντυπο Υποβολής Παραπόνου Καταναλωτή, στον Αιτητή, και προέβαλαν παράπονο, επικαλούμενοι ότι συγκεκριμένοι όροι των επίδικων συμβάσεων - αντίγραφα των οποίων συνόδευαν το Έντυπο Παραπόνου - στη βάση του οποίου η Καθ’ ης η Αίτηση προέβη σε μονομερείς, παράνομες και καταχρηστικές αυξήσεις του επιτοκίου, χρησιμοποιεί ως διαιρέτη του επιτοκίου τις 360, αντί τις 365, ημέρες, καθώς επίσης και αρνείται να εξαλείψει την υποθήκη, παρά την ετοιμότητα των ιδίων να εξοφλήσουν το στεγαστικό δάνειο που εξασφαλίζει. Συνεπεία του παραπόνου αυτού, στη βάση των προνοιών του Νόμου, η Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή (ΥΠΚ) επικοινώνησε με τους Παραπονούμενους, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ημερ. 05.03.2019, με την οποία τους ενημέρωνε, ότι άρχισε την διεξαγωγή έρευνας και ότι, στο πλαίσιο της (της έρευνας), βρισκόταν ήδη σε επικοινωνία με την Καθ’ ης η Αίτηση.
Στο πλαίσιο της εξέτασης του παραπόνου, η ΥΠΚ αντάλλαξε αλληλογραφία με την Καθ΄ ης η Αίτηση με σκοπό να λάβει από την τελευταία, (α) την επίδικη σύμβαση δανείου που υπέγραψαν οι Παραπονούμενοι, με τα όποια τυχόν παραρτήματά τους, (β) τυχόν έγγραφα προσυμβατικής ενημέρωσης των Παραπονούμενων και (γ) παρατηρήσεις και κάθε άλλο έγγραφο (πχ., συνδεδεμένες συμβάσεις δανείων και συνδεδεμένες συμβάσεις υποθήκης) που θεωρείται από την Καθ’ ης η Αίτηση αναγκαίο ή χρήσιμο για τη προκαταρτική διερεύνηση του ενώπιόν της παραπόνου. Η Καθ΄ ης η Αίτηση, μέσω επιστολής των συνηγόρων της, αρχικά, αρνήθηκε να ικανοποιήσει το πιο πάνω αίτημα, επικαλούμενη έλλειψη αρμοδιότητας της ΥΠΚ να επιζητά τα εν λόγω έγγραφα και πληροφορίες, καθότι, ως προέβαλε, για την ενεργοποίηση της όποιας αρμοδιότητάς της στη βάση των προνοιών του Νόμου, θα πρέπει να προσδιοριστεί, προηγουμένως, η συμβατική ρήτρα που κατά την ΥΠΚ προορίζεται για γενική χρήση και ενδέχεται να είναι καταχρηστική.
Στις 15 Απριλίου 2019, η Καθ’ ης η Αίτηση, μέσω επιστολής των συνηγόρων της, ικανοποίησε το σχετικό αίτημα της ΥΠΚ, αποστέλλοντας, εν είδει παραρτημάτων στην επιστολή της, την αίτηση παραχώρησης των πιστωτικών διευκολύνσεων των Παραπονουμένων, την έγκριση της από την Καθ’ ης η Αίτηση, τη σύμβαση δανείου, τις συμβάσεις και έγγραφα υποθήκης που εξασφάλιζαν τούτη, και συνδεδεμένη, με τις επίδικες συμβάσεις, σύμβαση δανείου ημερ. 18.09.2006, για την οποία εκκρεμούσε, τότε, η αγωγή 1512/2013, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων, με σκοπό να διευκρινιστούν συγκεκριμένα θέματα και να τοποθετηθεί η Καθ’ ης η Αίτηση επί προβληματισμών του Αιτητή για συγκεκριμένο όρο των επίδικων συμβάσεων. Μετά την σχετική τοποθέτηση της Καθ’ ης η Αίτηση, στις 16.10.2019, ο Αιτητής ενημέρωσε την Καθ΄ης η Αίτηση ότι ολοκλήρωσε την προκαταρτική έρευνα του παραπόνου των Παραπονουμένων και ότι συγκεκριμένοι όροι των επίδικων συμβάσεων, εκ πρώτης όψεως, ήταν καταχρηστικοί, αναφέροντας, στο πλαίσιο της εν λόγω απόφασης του, και τους λόγους για τους οποίους κατέληξε, για κάθε έκαστο τέτοιο όρο, στην πιο πάνω κρίση.
Της προκαταρτικής, αυτής, κρίσης του Αιτητή, ακολούθησε ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ των δυο πλευρών, και ακολούθως, ο Αιτητής, στις 14.09.2020, εξέδωσε την τελική απόφαση του με την οποία έκκρινε ότι οι όροι 1, 2, 4, 5, 8, 9, 10, 11, 13, 20 και 22 (σε κάποιες περιπτώσεις συνδυαστικά οι όροι αυτοί) της επίδικης σύμβασης δανείου, και ο όρος 10, της επίδικης σύμβασης υποθήκης, ήταν καταχρηστικοί και/ή αδιαφανείς, αναφέροντας, εκ νέου, στο πλαίσιο της εν λόγω απόφασης του, και τους λόγους για τους οποίους κατέληξε, για κάθε έκαστο τέτοιο όρο, στην πιο πάνω κρίση.
Μετά την έκδοση της απόφασης του Αιτητή, και συγκεκριμένα στις 24.10.2020, η Καθ’ ης η Αίτηση, μέσω επιστολής των συνηγόρων της, ενημέρωσε την ΥΠΚ, ότι προέβη σε σωρεία τροποποιήσεων επί των δανειακών συμβάσεων, αλλά και συμβάσεων υποθήκης που συνομολογεί με καταναλωτές, αναφερόμενη, αναλυτικά, στις εν λόγω τροποποιήσεις. Της επιστολής αυτής των συνηγόρων της Καθ’ ης η Αίτηση, ακολούθησε επιστολή της ΥΠΚ, ημερομηνίας 22.01.2021, μέσω της οποίας αναγνωρίστηκε ότι αρκετές από τις τροποποιήσεις έγιναν προς την σωστή κατεύθυνση και ότι συνάδουν με τις πρόνοιες του Νόμου, πλην όμως, κάποιες εκ των τροποποιήσεων, συνεχίζουν να παρουσιάζουν θέμα συμμόρφωσης με αυτόν, και εισηγήθηκε την αναθεώρηση τους. Η ΥΠΚ, μέσω της εν λόγω επιστολής της, τόνισε ότι, βασικό ζήτημα, αποτελεί το γεγονός ότι οι επίδικες συμβάσεις, για τις οποίες και εκδόθηκε η απόφαση του Αιτητή, εξακολουθούν να βρίσκονται σε ισχύ. Ξεκαθάρισε, ωστόσο, ότι, οι όποιες απόψεις και ή εισηγήσεις της ΥΠΚ στην επιστολή της αυτή, «αποτελούν τις αρχικές εκτιμήσεις της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή και όχι αξιολόγηση του νέου πακέτου εγγράφων για σύμβαση στεγαστικού δανείου», καθώς επίσης και ότι «οι εισηγήσεις έχουν μόνο και αποκλειστικό σκοπό την παροχή καθοδήγησης προς την Τράπεζα και δε δεσμεύουν την Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή σε σχέση με την εφαρμογή της νομοθεσίας σε συμβάσεις που συνάπτουν καταναλωτές με την Τράπεζα».
Των πιο πάνω εξελίξεων, και συγκεκριμένα στις 24.03.2021, ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα Αίτηση, με την οποία και ζητεί την έκδοση των πιο πάνω αναφερόμενων διαταγμάτων.
Αποτελεί, επίσης, κοινό τόπο, μεταξύ των μερών, ότι οι επίδικες συμβάσεις της Καθ’ ης η Αίτηση, πριν από την καταχώρηση της Αίτησης, έπαψαν να χρησιμοποιούνται από αυτήν για σκοπούς συνομολόγησης νέων δανειακών συμβάσεων και ή συμβάσεων υποθήκης, πλην όμως, στο βαθμό που αφορά όμοιες συμβάσεις που συνομολογήθηκαν στο παρελθόν με άλλους καταναλωτές, τούτες τυγχάνουν, μέχρι και σήμερα, διαχείρισης από την Καθ΄ ης η Αίτηση. Κρίνεται, επίσης, σημαντικό να σημειωθεί ότι, παρέμειναν άγνωστοι στο Δικαστήριο οι όροι των συμβάσεων που η Καθ΄ ης η Αίτηση, κατά το χρόνο καταχώρισης της επίδικης Αίτησης, συνομολογεί με πελάτες της για σκοπούς παραχώρησης δανείων και γενικότερα τραπεζικών διευκολύνσεων, αλλά και εγγραφή υποθηκών, με τη μόνη σχετική ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, να περιορίζεται στην ενημέρωση της προς την ΥΠΚ ως προς τις σχετικές τροποποιήσεις, των επίδικων συμβάσεων, στις οποίες προέβη πριν από την καταχώρηση της Αίτησης, για τις οποίες τροποποιήσεις, η ΥΠΚ ή ο Αιτητής, δεν προέβηκαν, ως αβίαστα προκύπτει από τις σχετικές αναφορές τους στην τελευταία επιστολή της ΥΠΚ ημερομηνίας 22.01.2021 (βλ. προηγούμενη παράγραφο), σε σχετική αξιολόγηση. Στη βάση δε της αναντίλεκτης, σχετικής, θέσης που προβάλλεται στο μαρτυρικό υλικό που υποστηρίζει την ένσταση της Καθ’ ης η Αίτηση, «… οι επίδικοι όροι δεν αφορούν και δεν υφίστανται στα πρότυπα συμβάσεων που χρησιμοποιεί η Τράπεζα …».
Τα πιο πάνω αποτελούν, πλέον, ευρήματα του Δικαστηρίου.
Η Ένσταση
Η Καθ΄ ης η Αίτηση καταχώρισε ένσταση στην υπό εξέταση αίτηση, μέσω της οποίας, μεταξύ άλλων, προβάλλει και τη θέση ότι οι επίδικες συμβάσεις έπαψαν να χρησιμοποιούνται από αυτή, με αποτέλεσμα, τόσο η έρευνα του Αιτητή, όσο και η παρούσα Αίτηση, να μην εξυπηρετούν οποιονδήποτε σκοπό, αφού τούτη (η Καθ’ ης η Αίτηση) δεν συνομολογεί, πλέον, συμβάσεις με τέτοιους όρους.
Την ένσταση συνοδεύει ένορκη δήλωση λειτουργού της Καθ΄ ης η Αίτηση, στο περιεχόμενο της οποίας δεν καθίσταται ανάγκη να αναφερθώ με λεπτομέρεια. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι, στη βάση της ανωτέρω θέσης της ότι οι επίδικοι συμβατικοί όροι δεν υφίστανται πλέον στα πρότυπα συμβάσεων που χρησιμοποιεί, η Καθ’ ης η Αίτηση προτάσσει, για διάφορους, διαζευκτικούς ή μη, λόγους, ότι η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Παρά την βασική αυτή θέση της, η οποία προωθείται εν είδει προδικαστικής ένστασης, στο μαρτυρικό υλικό που υποστηρίζει την ένστασή της, η Καθ’ ης η Αίτηση, διαζευκτικώς, παραθέτει τις απόψεις και θέσεις της ως προς την επικαλούμενη από τον Αιτητή καταχρηστικότητα και ή αδιαφάνεια των, εν προκειμένων, όρων των επίδικων συμβάσεων.
Αποφεύγω δε, στο σημείο αυτό, να καταγράψω τα όσα οι δύο πλευρές ισχυρίζονται, αφενός για να υποστηρίξουν ότι οι συγκεκριμένοι συμβατικοί όροι είναι ή όχι καταχρηστικοί και ή αδιαφανείς, καθότι κρίνω ορθότερο, αρχικώς, να εξετάσω τα όσα η Καθ’ ης Αίτηση προβάλλει εν είδει προδικαστικών ενστάσεων, και δη ότι, στη βάση του κοινώς αποδεκτού υπόβαθρου των γεγονότων που περιβάλλουν τούτη, η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, και μόνο στην περίπτωση που τούτες (οι προδικαστικές ενστάσεις) κριθούν ανεδαφικές, να προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης, παραθέτοντας, τότε, τα όσα οι δύο πλευρές υποστηρίζουν ως προς την καταχρηστικότητα και ή αδιαφάνεια των εν προκειμένω συμβατικών όρων.
Εξέταση προδικαστικών ενστάσεων
Εν προκειμένω, η Καθ΄ ης η Αίτηση προβάλλει τη θέση ότι η εξουσία του Αιτητή, δυνάμει του άρθρου 9 του Νόμου, να καταχωρεί αίτηση ως η επίδικη, περιορίζεται μόνο στις συμβάσεις που ο επαγγελματίας (ως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στην Οδηγία)[4] ή ο προμηθευτής (ως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στον Νόμο)[5] προορίζει, για γενική χρήση, προς τους καταναλωτές, και όχι για συμβάσεις οι οποίες, ήδη, συνομολογήθηκαν μεταξύ του επαγγελματία και του καταναλωτή, για την καταχρηστικότητα και ή αδιαφάνεια των όρων των οποίων μπορούν να αποφανθούν μόνο τα Δικαστήρια στο πλαίσιο ατομικών αγωγών, με διαδίκους τον επαγγελματία και τον καταναλωτή. Είναι η, επί τούτου, θέση της Καθ΄ ης η Αίτηση ότι, η εν προκειμένω εξουσία που παρέχει ο Νόμος στον Αιτητή, είναι προληπτικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα, με σκοπό να αποφευχθεί η μελλοντική συνομολόγηση συμβάσεων που περιέχουν καταχρηστικές και ή αδιαφανείς ρήτρες, και δεν επεκτείνεται στην εξέταση, σε θεωρητικό επίπεδο, στο πλαίσιο αίτησης, ως η υπό εξέταση (για σκοπούς ευκολίας τούτη θα χαρακτηρίζεται ως «συλλογική διαδικασία» ? όρος που χρησιμοποιεί και ο Αιτητής στη γραπτή αγόρευσή του), όρων συμβάσεων που έχουν ήδη συνομολογηθεί, καθότι κάτι τέτοιο, δεν θα εξυπηρετούσε τον προληπτικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα της συλλογικής διαδικασίας. Υποστηρίζει, συναφώς, ότι, τυχόν εξέταση της όποιας καταχρηστικότητας ή αδιαφάνειας των εν προκειμένω όρων της επίδικης σύμβασης στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, θα απέληγε σε ενέργεια που αποτελεί προάσπιση του ατομικού/προσωπικού δικαιώματος και συμφέροντος των Παραπονούμενων, πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο ατομικής αγωγής και όχι συλλογικής διαδικασίας, η οποία μοναδικό σκοπό έχει να εξυπηρετήσει και προασπίσει, απρόσωπα, τα συλλογικά συμφέροντα του συνόλου των καταναλωτών.
Στην αντίπερα όχθη, εν είδει αντίλογου, ο Αιτητής προβάλλει τη θέση ότι νομιμοποιείται να προωθεί την Αίτηση, καθότι η εκ του Νόμου σχετική εξουσία του, δεν περιορίζεται μόνο στις συμβάσεις που μελλοντικά αναμένεται να υπογραφθούν μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, αλλά και αυτές που συνομολογήθηκαν στο παρελθόν, και, κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της εκτέλεσής τους, οι τυχόν καταχρηστικοί και ή αδιαφανείς όροι τους χρησιμοποιούνται/εφαρμόζονται ακόμα από τον επαγγελματία - και, κατά συνέπεια, επιφέρουν ακόμα έννομα αποτελέσματα -, με σκοπό να παύσει η εν λόγω χρήση και ή επανάληψη χρήσης τους, κάτι που εξυπηρετεί και προστατεύει το γενικό συμφέρον των καταναλωτών.
Δεν κρίνω σημαντικό, εδώ, να καταγράψω με λεπτομέρεια τα όσα οι δύο πλευρές προβάλλουν ως επιχειρήματα προς υποστήριξη των ανωτέρω, εκατέρωθεν, θέσεών τους, για να αποφύγω την επανάληψη σε αυτά, κατά το στάδιο της εξέτασης της ουσίας του ζητήματος. Επίσης αποφεύγω να αποφανθώ, στο σημείο αυτό, ως προς την ορθότητα των ορισμών που έκαστος εκ των διαδίκων αποδίδει στις υπό εξέταση θέσεις της Καθ’ ης η Αίτηση, και δη αν πρόκειται για προδικαστικές ενστάσεις, ή αν η απόφανση επί της Αίτησης αποτελεί επί ματαίω κρίση ή αν η Αίτηση είναι καταχρηστική ή αν πρόκειται για ζήτημα έλλειψης δικαιοδοτικού όρου για προώθησή της ή απουσίας νομιμοποιητικού ερείσματος (locus standi) από πλευράς του Αιτητή να προωθεί την επίδικη Αίτηση ή αν ο τελευταίος ενήργησε και ενεργεί καθ’ υπέρβαση εξουσίας. Και τούτο γιατί, το ζητούμενο είναι ένα, και αφορά στο κατά πόσο, στη βάση των δεδομένων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, ο Νόμος παρέχει ή όχι, στον Αιτητή, εξουσία, να προωθεί την παρούσα συλλογική διαδικασία.
Επίσης, μολονότι ο Αιτητής, στην αγόρευση του, αναλύει συγκεκριμένες πρόνοιες του καταργητικού νόμου Ν.112(Ι)/2021 (βλ. ανωτέρω) και του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ.1, με σκοπό να καταδείξει ότι δύναται, δυνάμει του Νόμου, να εξετάζει το σύνολο των όρων μιας σύμβασης, παρά το γεγονός ότι το υποβληθέν σε αυτόν παράπονο αφορούσε περιορισμένους και μόνο όρους της, το ζήτημα αυτό δεν θα απασχολήσει περαιτέρω, καθότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν αμφισβητεί την, εν προκειμένω, δυνατότητα του, παρά μόνο προβάλλει ότι τούτος, στη βάση των περιστατικών της υπό εξέταση περίπτωσης, δεν νομιμοποιείτο, από τον Νόμο, να προβεί στην έρευνα του, ούτε και να προωθεί, από το 2021, την Αίτηση, καθότι δεν εξυπηρετείται ο βασικός σκοπός και στόχος του Νόμου, για τον οποίο προβλέπεται η δυνατότητα καταχώρισης τούτης.
Νομική πτυχή
Στον βαθμό που αφορά το υπό εξέταση ζήτημα, σημασίας υπέχουν οι πρόνοιες του άρθρου 9 του Νόμου και του άρθρου 7 της Οδηγίας, τις οποίες παραθέτω ευθύς αμέσως, αυτούσιες.
Άρθρο 9 του Νόμου
9.-(1) Ο Διευθυντής έχει καθήκον να εξετάζει κατόπιν υποβολής παραπόνου ή και αυτεπάγγελτα κατά πόσο οποιαδήποτε συμβατική ρήτρα που προορίζεται για γενική χρήση[6] είναι καταχρηστική.
(2) Όταν, ύστερα από εξέταση που διενεργείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) σχετικά με οποιαδήποτε συμβατική ρήτρα, ο Διευθυντής θεωρήσει ότι αυτή είναι καταχρηστική, δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να ζητήσει με αίτηση του προς το Δικαστήριο την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου το οποίο, κατά την κρίση του, χρησιμοποιεί ή εισηγείται τη χρήση τέτοιων ρητρών σε συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές.
(3) Ο Διευθυντής δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να λάβει υπόψη του οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που δόθηκε προς αυτόν από πρόσωπο ή εκ μέρους οποιουδήποτε προσώπου, αναφορικά με τη συνεχιζόμενη χρήση τέτοιων ρητρών σε συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές.
(4) Σε περίπτωση που ο Διευθυντής ύστερα από εξέταση που διενεργείται σύμφωνα με το εδάφιο (1), δε θεωρεί σκόπιμο να αποταθεί στο δικαστήριο σε σχέση με οποιοδήποτε παράπονο το οποίο, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, έχει καθήκον να εξετάζει, τότε οφείλει να αιτιολογεί την απόφαση του αυτή.
(5) [Καταργήθηκε]
(6) Οι αιτήσεις που αναφέρονται στα εδάφια (2) και (5) μπορούν να απευθύνονται κατά πλειόνων πωλητών ή προμηθευτών, χωριστά ή από κοινού, του ίδιου επαγγελματικού τομέα ή κατά των ενώσεων τους που χρησιμοποιούν ή συνιστούν τη χρησιμοποίηση των ίδιων ή παρεμφερών συμβατικών ρητρών για γενική χρήση.
(7) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αίτηση δυνάμει του εδαφίου (2) ή (5) του παρόντος άρθρου έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, να εκδώσει απαγορευτικό διάταγμα, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσει-
(α) Την άμεση παύση και/ή τη μη επανάληψη της χρησιμοποίησης της περί ης η αίτηση καταχρηστικής ρήτρας· και/ή
(β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, μέτρων προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η χρησιμοποίηση της περί ης η αίτηση καταχρηστικής ρήτρας· και/ή
(γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης με σκοπό την εξάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της χρησιμοποίησης της περί ης η αίτηση καταχρηστικής ρήτρας· και/ή
(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο που κρίνεται αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
(8) Το απαγορευτικό ή το προσωρινό διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (7) δύναται να αφορά όχι μόνο τη χρησιμοποίηση μιας συγκεκριμένης συμβατικής ρήτρας που προορίζεται για γενική χρήση, αλλά και τη χρησιμοποίηση οποιασδήποτε παρεμφερούς ρήτρας, ή ρήτρας που έχει τις ίδιες συνέπειες για τον καταναλωτή και χρησιμοποιείται η σκοπείται να χρησιμοποιηθεί από τον καθ’ ου η αίτηση.
(9) Ο Διευθυντής, μεριμνά για την παροχή τέτοιων πληροφοριών και συμβουλών, περιλαμβανομένης της αναφοράς σε διατάγματα του δικαστηρίου αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου τις οποίες αυτός θεωρεί χρήσιμες για την εξυπηρέτηση του κοινού, καθώς και όλων των προσώπων που ενδεχομένως επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
Άρθρο 7 της Οδηγίας
1 . Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές. 2. Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν διατάξεις που δίνουν σε άτομα ή οργανισμούς που έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ορισθεί ως έχοντες έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών, τη δυνατότητα να προσφύγουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων ή διοικητικών οργάνων, τα οποία αποφαίνονται για το εάν συμβατικές ρήτρες, που έχουν συνταχθεί με σκοπό τη γενικευμένη χρήση έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα και εφαρμόζουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για να πάψει η χρησιμοποίηση των ρητρών αυτών. 3 . Τηρουμένης της εθνικής νομοθεσίας, οι προσφυγές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 μπορούν να ασκούνται, κατά πλειόνων επαγγελματιών, χωριστά ή από κοινού, του αυτού επαγγελματικού τομέα ή κατά των ενώσεών τους που χρησιμοποιούν ή συνιστούν τη χρησιμοποίηση των αυτών ή παρόμοιων γενικών συμβατικών ρητρών.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «το ΔΕΕ»), είχε την ευκαιρία, στο πλαίσιο ερωτημάτων που του αποστάλθηκαν από εθνικούς δικαστές ευρωπαϊκών χωρών, να ερμηνεύσει, πλειστάκις, τις πρόνοιες της Οδηγίας, οι οποίες ενσωματώθηκαν στις διάφορες, σχετικές, εθνικές Νομοθεσίες, ως, εν προκειμένω, στην Κύπρο, ο Νόμος.
Θεωρώ ότι για το υπό εξέταση ζήτημα, ουσιαστικής σημασίας υπέχουν οι κρίσεις του ΔΕΕ στην υπόθεση C?70/03, Commission of the European Communities v Kingdom of Spain, απόφαση ημερομηνίας 09.09.2024, όπου στη σκέψη 16, σημειώθηκαν τα εξής σε σχέση με τη διάκριση που γίνεται στο άρθρο 5 της Οδηγίας ως προς τον εφαρμοστέο ερμηνευτικό κανόνα μεταξύ των ατομικών αγωγών και των αγωγών επί παραλείψει (συλλογικές διαδικασίες), ως η επίδικη αίτηση:
«Η διάκριση που γίνεται στο άρθρο 5 της οδηγίας, ως προς τον εφαρμοστέο ερμηνευτικό κανόνα, μεταξύ των αγωγών που ασκούνται ατομικά από έναν καταναλωτή και των αγωγών επί παραλείψει, που ασκούνται από πρόσωπα ή οργανώσεις που εκπροσωπούν το συλλογικό συμφέρον των καταναλωτών, δικαιολογείται από τον διαφορετικό σκοπό των αγωγών αυτών. Στην πρώτη περίπτωση, τα δικαστήρια ή τα αρμόδια όργανα καλούνται να αποφανθούν in concreto επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που περιλαμβάνεται σε συναφθείσα σύμβαση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση καλούνται να αποφανθούν in abstracto επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που ενδέχεται να ενσωματωθεί σε συμβάσεις που δεν έχουν ακόμη συναφθεί. Στην πρώτη περίπτωση, μια υπέρ του συγκεκριμένου καταναλωτή ερμηνεία ευνοεί άμεσα τον καταναλωτή αυτόν. Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, προκειμένου να επιτευχθεί, προληπτικώς, το ευνοϊκότερο για το σύνολο των καταναλωτών αποτέλεσμα, δεν είναι αναγκαίο, εν αμφιβολία, να ερμηνευθεί η ρήτρα ως συνεπαγόμενη ευνοϊκά γι’ αυτούς αποτελέσματα. Μια αντικειμενική ερμηνεία καθιστά, συνεπώς, δυνατή τη συχνότερη απαγόρευση της χρήσεως μιας ασαφούς ή διφορούμενης ρήτρας, γεγονός που έχει ως συνέπεια την αποτελεσματικότερη προστασία των καταναλωτών».
Δεν υπάρχει, καμία αμφιβολία, στη βάση της γραμματικής και μόνο ερμηνείας, των ανωτέρω αποφασισθέντων από το ΔΕΕ, ότι με σαφήνεια υποδεικνύεται ότι στο πλαίσιο συλλογικών διαδικασιών, τα Δικαστήρια καλούνται να αποφανθούν (in abstracto), χωρίς να συνυπολογίζουν τα κριτήρια που οφείλουν να συνυπολογίσουν σε περίπτωση ατομικών αγωγών (in concreto), επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που ενδέχεται να ενσωματωθεί σε συμβάσεις που δεν έχουν ακόμα συναφθεί, με σκοπό, ακριβώς, να προλάβει την όποια τέτοια χρήση τους, χρήση η οποία, λογικώς, στη βάση των δεδομένων που θα προκύψουν από την έρευνα του, που πρέπει να προηγηθεί της καταχώρησης της συλλογικής διαδικασίας, θα θεωρηθεί αναμενόμενη και προβλεπτή.
Κατά παρόμοιο τρόπο, το ΔΕΕ, στην απόφαση C?472/10, Nemzeti Fogyaszt?v?delmi Hat?s?g v Invitel T?vk?zl?si Zrt, ημερομηνίας 26.04.2012, στις σκέψεις 32, 36 και 44, αναφέρθηκε στη διαφορετικότητα των δύο εθνικών διαδικασιών (ατομική αγωγή και συλλογική διαδικασία), και στις επιπτώσεις της κρίσης επί των τελευταίων (συλλογικές διαδικασίες) στους εθνικούς δικαστές που εκδικάζουν της πρώτες (ατομικές αγωγές) για συγκεκριμένους καταναλωτές. Οι σχετικές σκέψεις έχουν ως εξής:
«32. Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί, αφενός, αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διαπίστωση της ακυρότητας καταχρηστικής ρήτρας, η οποία περιλαμβάνεται στους ΓΟ συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, κατόπιν αγωγής παραλείψεως, κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας, ασκηθείσας κατά επαγγελματία, προς το δημόσιο συμφέρον και εξ ονόματος των καταναλωτών, από οργανισμό που ορίζει η εθνική νομοθεσία, επιτρέπεται να παράγει, σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, αποτελέσματα έναντι όλων των καταναλωτών οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση με τους ίδιους ΓΟ, περιλαμβανομένων και εκείνων που δεν ήσαν διάδικοι της σχετικής δίκης, και, αφετέρου, αν τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να αντλούν, και στο μέλλον, αυτεπαγγέλτως από την εν λόγω διαπίστωση της ακυρότητας όλες τις συνέπειες τις οποίες προβλέπει το εθνικό δίκαιο.
[…]
36. Όπως προκύπτει από την παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής, τα προαναφερθέντα μέσα περιλαμβάνουν τη δυνατότητα προσώπων ή οργανισμών που έχουν έννομο συμφέρον στην προστασία των καταναλωτών να προσφεύγουν στα δικαστήρια προκειμένου να εξετάζεται κατά πόσον ρήτρες οι οποίες καταρτίστηκαν για γενικευμένη χρήση έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα και να επιτυγχάνεται, ενδεχομένως, η απαγόρευσή τους (βλ. Απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2002, C?372/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2002, σ. I?819, σκέψη 14).
[…]
44. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι:
– η διαπίστωση της ακυρότητας καταχρηστικής ρήτρας η οποία περιλαμβάνεται στους ΓΟ συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, κατόπιν αγωγής παραλείψεως, κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας, ασκηθείσας κατά επαγγελματία, προς το δημόσιο συμφέρον και εξ ονόματος των καταναλωτών, από οργανισμό που ορίζει η εθνική νομοθεσία, επιτρέπεται να παράγει, σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, αποτελέσματα έναντι όλων των καταναλωτών οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση με τους ίδιους ΓΟ, περιλαμβανομένων και εκείνων που δεν ήσαν διάδικοι της σχετικής δίκης·
– όταν ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας ρήτρας περιλαμβανόμενης στους ΓΟ συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές έχει αναγνωριστεί στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως όπως η ασκηθείσα στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, και στο μέλλον, να αντλούν αυτεπαγγέλτως από την εν λόγω αναγνώριση τις συνέπειες τις οποίες προβλέπει το εθνικό δίκαιο, ώστε η ρήτρα αυτή να μη δεσμεύει τους καταναλωτές που έχουν συνάψει με τον οικείο επαγγελματία σύμβαση με τους ίδιους ΓΟ».
Και από την πιο πάνω κρίση, με τη χρήση της φράσης «που συνάπτονται» - φράση που απαντάται και στο ελληνικό κείμενο της Οδηγίας, αλλά και του Νόμου -, προκύπτει ότι, κατά το ΔΕΕ, ο σκοπός της Οδηγίας, και κατά συνέπεια και του Νόμου, ήταν να παρέχει εξουσία στον εθνικό φορέα, εν προκειμένω, στην Κύπρο, τον Αιτητή, να αποτείνεται στο Δικαστήριο με συλλογικές διαδικασίες, με σκοπό τούτο να αποφαίνεται επί της καταχρηστικότητας και ή αδιαφάνειας συμβατικών όρων που, ακόμα (κατά τo χρόνο εξέτασης της συλλογικής διαδικασίας από το εθνικό Δικαστήριο) συνάπτονται με καταναλωτές, και δεν επεκτείνεται για να καλύψει και περιπτώσεις τέτοιων ρητρών, που, για διάφορους λόγους, δεν περιλαμβάνονται στις συμφωνίες που συνάπτονται, πλέον, από τον επαγγελματία. Είναι ξεκάθαρο, κατά τη γνώμη μου, ότι η αναφορά, από το ΔΕΕ, της φράσης «που συνάπτονται», γίνεται σε αντιδιαστολή με την μετέπειτα αναφορά της φράσης «που έχουν συνάψει», με σκοπό να αναδειχθεί ο βασικός προληπτικός σκοπός της συλλογικής διαδικασίας και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της, ώστε να απαγορευθεί στους επαγγελματίες, που συνεχίζουν, ως θέμα πρακτικής, να χρησιμοποιούν καταχρηστικές και ή αδιαφανείς ρήτρες στις συμφωνίες που συνάπτουν με καταναλωτές, από το να πράττουν τούτο (βλ. Commission of the European Communities v Kingdom of Spain, ανωτέρω).
Και λογικά κατά τη γνώμη μου, αφού, διαφορετική αντίκριση του θέματος, ως εισηγείται ο Αιτητής, θα απέληγε, εν απουσία, πλέον, κινδύνου συμπερίληψης τέτοιων ρητρών σε μελλοντικές συμβάσεις, στην ουσία, να επιτρέπεται, μέσω συλλογικών διαδικασιών, σε θεωρητικό επίπεδο (in abstracto), να εξετάζεται η καταχρηστικότητα μιας υφιστάμενης ρήτρας, χωρίς να εξυπηρετείται ο βασικός και ουσιώδης προληπτικός και αποτρεπτικός χαρακτήρας και σκοπός της συλλογικής διαδικασίας.
Είναι για αυτό το λόγο που κρίνω ότι οι φράσεις όπως, «που χρησιμοποιούν» ή «συνιστούν τη χρησιμοποίηση» ή «συνεχιζόμενη χρήση» ή «χρησιμοποιεί ή εισηγείται τη χρήση» ή «τη χρησιμοποίηση μιας συγκεκριμένης συμβατικής ρήτρας» ή «της χρησιμοποίησης» που απαντώνται στις πρόνοιες του άρθρου 9 του Νόμου, καθώς επίσης του άρθρου 7 της Οδηγίας, δεν έχουν σκοπό να αναγνωρίσουν στον εθνικό φορέα εξουσία να προωθεί συλλογική διαδικασία για σκοπούς απόφανσης επί των όρων ήδη συνομολογηθεισών συμβάσεων, εκτός αν τούτοι (οι όροι), απαρτίζουν τους όρους συμβάσεων που ο επαγγελματίας συνεχίζει «να προορίζει για γενική χρήση[7]» προς τους καταναλωτές, με στόχο, ακριβώς, προληπτικώς και αποτρεπτικώς, η εν λόγω διαδικασία να αποτελέσει το μέσο για την απαγόρευση της εν προκειμένω συνεχιζόμενης χρήσης/πρακτικής.
Δεν μου διαφεύγουν οι λοιπές κρίσεις του ΔΕΕ, στις οποίες παραπέμπει ο Αιτητής, στην ικανή αγόρευσή του, με σκοπό να υποστηρίξει το πιο πάνω επιχείρημά του, και ιδιαίτερα εκείνες στις οποίες γίνεται αναφορά περί του ότι, στο πλαίσιο μιας συλλογικής διαδικασίας, το Δικαστήριο δύναται να αποφαίνεται επί της καταχρηστικότητας και αδιαφάνειας συμβατικών όρων ακόμα και στις περιπτώσεις που τούτοι δεν έχουν χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένες συμβάσεις[8], με σκοπό να καταδείξει ότι, στο πλαίσιο συλλογικών διαδικασιών, επιτρέπεται και η κρίση επί ρητρών συμβάσεων που έχουν ήδη συνομολογηθεί.
Ούτε και οι ανάλογες κρίσεις, πάντα του ΔΕΕ, που αναφέρουν ότι, μέρος του στόχου της Οδηγίας, και κατά συνέπεια και του Νόμου, είναι οι αποφάσεις των Δικαστηρίων στο πλαίσιο συλλογικών διαδικασιών να αναγνωρίζονται, αυτεπαγγέλτως, από τους εθνικούς Δικαστές, στο πλαίσιο ατομικών αγωγών, όταν αποφαίνονται επί ανάλογων καταχρηστικών ρητρών που εμπεριέχονται σε συμβάσεις που ήδη συνομολογήθηκαν με καταναλωτές.
Οι πιο πάνω κρίσεις, δεν έχουν, κατά τη γνώμη μου, σκοπό, είτε να μεταβάλουν τον αποτρεπτικό και προληπτικό χαρακτήρα και σκοπό μιας συλλογικής διαδικασίας, είτε να αναγνωρίσουν στον εθνικό φορέα εξουσία να καταχωρεί συλλογική διαδικασία για να αποτρέψει ανύπαρκτη πρακτική χρήσης καταχρηστικών ή αδιαφανών ρητρών σε συμβάσεις που δεν έχουν, ακόμα, συναφθεί. Απλώς, στη βάση των κρίσεων αυτών, και δεδομένης της διαπίστωσης, της αδυναμίας του συστήματος ατομικής Δικαστικής προστασίας να αντιμετωπίσει επαρκώς τη χρήση καταχρηστικών ρητρών (βλ. προοιμιακές σκέψεις 2, 6, 7, 23 και 24 της Οδηγίας), αναγνωρίζεται από το ΔΕΕ, ως έμμεσο αποτέλεσμα της συλλογικής διαδικασίας, η προάσπιση των συμφερόντων των μεμονωμένων καταναλωτών (αυτεπάγγελτη αναγνώριση των κρίσεων στις συλλογικές διαδικασίες από τους εθνικούς Δικαστές στο πλαίσιο ατομικών αγωγών), χωρίς να μεταβάλλεται ο κύριος, προληπτικός και αποτρεπτικός, χαρακτήρας και σκοπός της εν λόγω διαδικασίας, κάτι που σημειώνει και ο Αιτητής στη αγόρευσή του[9].
Κατά συνέπεια, οι εν λόγω κρίσεις του ΔΕΕ, δεν διαφοροποιούν το βασικό ζητούμενο για το υπό εξέταση θέμα, που είναι ότι, για να νομιμοποιείται ο Αιτητής να καταχωρίσει συλλογική διαδικασία, ως η υπό εξέταση Αίτηση, προϋποθέτει την ύπαρξη, σχετικής, συνεχιζόμενης πρακτικής από τον επαγγελματία, ο οποίος, αν δεν διαταχθεί μέσω μιας τέτοιας διαδικασίας να παύσει να χρησιμοποιεί ή να εισηγείται τη χρήση τέτοιων συμβατικών όρων στις συμφωνίες που δεν έχουν ακόμα συναφθεί, θα συνεχίσει να πράττει τούτο.
Επομένως, μόνο αν ο Καθ' ου η Αίτηση μιας συλλογικής διαδικασίας συνεχίζει να θέτει και/ή να εισηγείται προς τους καταναλωτές τέτοιου είδους συμβατικούς όρους για σκοπούς συνομολόγησης συμβάσεων, παρέχεται, από τον Νόμο, στον Αίτητη, εξουσία να αποταθεί μέσω συλλογικής διαδικασίας για να κριθούν τούτοι καταχρηστικοί ή αδιαφανείς, με σκοπό ακριβώς να προλάβει και να αποτρέψει την περαιτέρω χρήση τους από τον επαγγελματία. Προφανώς, σε μια τέτοια περίπτωση, τυχόν κρίση του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της συλλογικής διαδικασίας περί καταχρηστικότητας ή αδιαφάνειας των συμβατικών όρων, επηρεάζει, εμμέσως, τους ανάλογους καταχρηστικούς και ή αδιαφανείς συμβατικούς όρους των όποιων τυχόν συμβάσεων έχουν ήδη συνομολογηθεί, καθότι, τα εθνικά Δικαστήρια, στο πλαίσιο, πλέον, των ατομικών αγωγών, οφείλουν να αναγνωρίσουν, στη βάση της εν λόγω δικαστικής κρίσης (στη συλλογική διαδικασία), ότι οι ενώπιόν τους καταναλωτές, που συνήψαν ήδη συμφωνία με τέτοιους όρους, δεν δεσμεύονται από αυτούς.
Συμφωνώ, εν προκειμένω, με τη θέση που προβάλλει η Καθ΄ ης η Αίτηση, ότι αν αναγνωριστεί εξουσία στον Αιτητή να καταχωρεί αίτηση ως η υπό εξέταση για να κριθούν όροι μιας σύμβασης ως καταχρηστικοί και ή αδιαφανείς, οι οποίοι, στη βάση των δεδομένων που περιβάλλουν την υπόθεση, δεν αναμένεται να συμπεριληφθούν σε οποιαδήποτε σύμβαση του επαγγελματία εναντίον του οποίου στρέφεται η διαδικασία, καθότι, π.χ., έπαψε πλέον να τους χρησιμοποιεί στις τυποποιημένες συμβάσεις του (ως συμβαίνει στη παρούσα περίπτωση), θα απέληγε, στην πραγματικότητα, σε κρίση ότι η Οδηγία, και, κατά συνέπεια και ο Νόμος επιτρέπουν, στο πλαίσιο συλλογικής διαδικασίας, σε θεωρητικό επίπεδο (in abstracto), να αποφαίνεται το Δικαστήριο για το ατομικό/προσωπικό συμφέρον συγκεκριμένου καταναλωτή που υπέβαλε παράπονο στον Αιτητή σε σχέση με τη δική του σύμβαση, και όχι, προληπτικώς, αποτρεπτικώς και απρόσωπα, για την προστασία των καταναλωτών γενικότερα.
Σημειώνω, συναφώς, ότι, από το λεκτικό των επιστολών του Αιτητή/ΥΠΚ προς την Καθ’ ης η Αίτηση (πριν την έκδοση της προκαταρτικής και τελικής απόφασής του) προκύπτει ότι το ενδιαφέρον του στράφηκε αποκλειστικά στις επίδικες συμβάσεις των Παραπονουμένων και όχι στο κατά πόσο τούτες χρησιμοποιήθηκαν και με άλλους καταναλωτές ή, πολύ περισσότερο, αν τούτες χρησιμοποιούνται ακόμα για τη συνομολόγηση νέων συμβάσεων. Ενδεικτικό τούτου είναι το γεγονός ότι απαίτησε από την Καθ’ ης η Αίτηση μόνο, (α) την επίδικη σύμβαση δανείου που υπέγραψαν οι Παραπονούμενοι, με τα όποια τυχόν παραρτήματά τους, (β) τυχόν έγγραφα προσυμβατικής ενημέρωσης των Παραπονούμενων και (γ) παρατηρήσεις και κάθε άλλο έγγραφο (πχ., συνδεδεμένες συμβάσεις δανείων και συνδεδεμένες συμβάσεις υποθήκης) που θεωρείται από την Καθ’ ης η Αίτηση αναγκαίο ή χρήσιμο για τη προκαταρτική διερεύνηση του ενώπιόν της παραπόνου, και όχι τη διερεύνηση του κατά πόσο τούτη (η Καθ’ ης η Αίτηση) προορίζει, για γενική χρήση, προς τους καταναλωτές, γενικότερα και απρόσωπα, τις όποιες τυχόν καταχρηστικές και ή αδιαφανείς ρήτρες της επίδικης σύμβασης, ως το άρθρο 9 (1) του Νόμου ορίζει.
Δεν πρέπει, συναφώς, να διαφεύγει της προσοχής ότι οι καταναλωτές που επηρεάζονται από τέτοιες ρήτρες, που εμπεριέχονται ήδη στις συμφωνίες που υπέγραψαν, διατηρούν τη δυνατότητα, μέσω ατομικής αγωγής, να διεκδικήσουν τις όποιες θεραπείες σε σχέση με την όποια, τυχόν, καταχρηστικότητα ή αδιαφάνεια που τις περιβάλλουν, πράγμα που έπραξαν οι εδώ Παραπονούμενοι.
Κρίνω, φυσικά, πάντα συναφώς, να σημειώσω, στο σημείο αυτό, ότι, δεν απαγορεύεται σε έναν καταναλωτή που υπέγραψε ήδη σύμβαση που περιέχει, κατά τον ίδιο, καταχρηστικές ή αδιαφανείς ρήτρες να διεκδικήσει δικαιώματα μέσω μιας συλλογικής διαδικασίας (υποβάλλοντας, προφανώς, σχετικό παράπονο στον εθνικό φορέα, με σκοπό, ο τελευταίος, να αποταθεί, ακολούθως, στο Δικαστήριο μέσω διαδικασίας ως η παρούσα), πλην όμως η επιλογή του αυτή εξαρτάται από δυο προϋποθέσεις. Πρώτον – για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω - ο επαγγελματίας εναντίον του οποίου στρέφει το παράπονο του να συνεχίζει να χρησιμοποιεί ή να εισηγείται τη χρήση των εν προκειμένων όρων στις συμβάσεις που δεν έχει ακόμα συνάψει, και δεύτερο, να μην έχει ήδη καταχωρήσει ατομική αγωγή για τον ίδιο σκοπό. Επί της δεύτερης προϋπόθεσης, παραπέμπω στην σκέψη 32 της, πολύ πρόσφατης, απόφασης C-450/22 του ΔΕΕ, ημερομηνίας 04.07.2024 στην υπόθεση Caixabank, SA κ.α. v. Asociacion de Usuarios de Bancos, Cajas de Ahorros y Seruros de Espana (Adicae) κ.α., στην οποία αναφέρθηκε ότι:
Όσον αφορά, ειδικότερα, τη σχέση μεταξύ ατομικών και συλλογικών αγωγών, υπενθυμίζεται ότι, ελλείψει εναρμονίσεως στην οδηγία 93/13 των δικονομικών μέσων που προσδιορίζουν τις σχέσεις αυτές, εναπόκειται στον νομοθέτη κάθε κράτους μέλους, δυνάμει της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, να θεσπίζει τέτοιου είδους διατάξεις, υπό τον όρο, εντούτοις, ότι τούτο δεν επάγεται δυσμενέστερη μεταχείριση από εκείνη που επιφυλάσσει η ρύθμιση που διέπει παρόμοιες καταστάσεις υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθίσταται πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η άσκηση δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στις ενώσεις προστασίας καταναλωτών από το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinu?s και Drame Ba, C?381/14 και C?385/14, EU:C:2016:252, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να θίγουν την αποτελεσματική άσκηση της δυνατότητας που παρέχει στους καταναλωτές η οδηγία 93/13 να επιλέξουν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους είτε μέσω ατομικής αγωγής είτε μέσω συλλογικής αγωγής, εκπροσωπούμενοι από οργάνωση που έχει έννομο συμφέρον για την προστασία τους[10].
Στη βάση της μόλις πιο πάνω, πρόσφατης, απόφανσης του ΔΕΕ, η όποια προστασία των εδώ Παραπονούμενων και διεκδίκηση από πλευράς τους των δικαιωμάτων τους μέσω της παρούσας διαδικασίας - αυτό, στην ουσία, επιδιώκεται, αφού, στην περίπτωση, που οι υπό εξέταση όροι της σύμβασης τους κριθούν, από το παρόν Δικαστήριο, καταχρηστικοί και ή αδιαφανείς, η κρίση τούτη δεσμεύει τον Δικαστή που επιλαμβάνεται της αγωγής τους, με επακόλουθη δική του κρίση ότι οι Παραπονούμενοι δεν δεσμεύονται από αυτούς -, κρίνεται απαράδεκτη, καθότι ήδη επέλεξαν να διεκδικήσουν τούτα (τα δικαιώματα του) μέσω της ατομικής αγωγής που καταχώρισαν το 2018, ζήτημα που θα έπρεπε να διερευνήσει ο Αιτητής προτού καταχωρίσει την Αίτηση, το 2021, δεδομένου του τρόπου που διενήργησε την έρευνα του (ως ανωτέρω εξηγήθηκε), και δη επικεντρωμένος στους όρους των συμβάσεων που υπέγραψαν οι Παραπονούμενοι και τις συνθήκες υπό τις οποίες τούτες συνομολογήθηκαν με τους τελευταίους.
Στη βάση της πιο πάνω επιχειρηματολογίας, και γενικότερα των όσων προσπάθησα να εξηγήσω, κρίνω ότι οι σχετικές με το υπό εξέταση ζήτημα προδικαστικές ενστάσεις της Καθ΄ ης η Αίτηση ευσταθούν, με αποτέλεσμα η Αίτηση να είναι έκθετη σε απόρριψη, χωρίς να παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να αποφανθεί επί της ουσίας της, και δη το κατά πόσο οι υπό εξέταση όροι των επίδικων συμβάσεων είναι καταχρηστικοί ή αδιαφανείς, ζήτημα, το οποίο, προφανώς, θα απασχολήσει το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αγωγής των Παραπονουμένων. Ως εκ τούτου η Αίτηση απορρίπτεται.
Ως προς τα έξοδα, δεν έχω κανέναν λόγο γιατί να παρεκκλίνω από τον κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, και, κατά συνέπεια, τούτα επιδικάζονται υπέρ της Καθ' ης η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ……………………………
Δ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Ειδική αναφορά στους όρους αυτούς, καθώς, επίσης, και στους λόγους που ο Αιτητής τους θεωρεί καταχρηστικούς και ή αδιαφανείς, γίνεται τόσο στο κυρίως σώμα της Αίτησης όσο και στο μαρτυρικό υλικό που την υποστηρίζει.
[2] Αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των μερών, κάτι με το οποίο συμφωνεί και το Δικαστήριο, ότι την Αίτηση διέπουν οι πρόνοιες του Νόμου ως ίσχυαν κατά τον χρόνο συνομολόγησης των επίδικων συμβάσεων (05.09.2008), εξέτασης του παραπόνου από τον Αιτητή (2017-2018) και καταχώρησης της παρούσας Αίτησης (05.03.2021), και κατά συνέπεια ο καταργητικός νόμος Ν.112(Ι)/2021 (Περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμος), ο οποίος θεσπίστηκε στις 12.05.2021, δεν τυγχάνει εφαρμογής.
[3] Ως προς την επικαλούμενη, από τον Αιτητή, καταχρηστικότητα και ή αδιαφάνεια των όρων των επίδικων συμβάσεων, τούτος παραπέμπει, ορθώς, στις πρόνοιες άλλων άρθρων του Νόμου (οι οποίες προβλέπουν τα κριτήρια και δεδομένα που καθιστούν ένα συμβατικό όρο καταχρηστικό ή αδιαφανή), πλην όμως το άρθρο 9 αποτελεί το μόνο άρθρο του Νόμου που παρέχει στο Δικαστήριο εξουσία να εκδώσει διατάγματα ως τα κατ’ αίτηση, στο πλαίσιο αίτησης ως η υπό εξέταση.
[4] Δεν αμφισβητείται ότι οι Παραπονούμενοι και η Καθ΄ ης η Αίτηση εμπίπτουν στον όρο «καταναλωτή», από τη μια, και «επαγγελματία», από την άλλη, ως οι όροι αυτοί ερμηνεύονται στην Οδηγία.
[5] Μολονότι στον Νόμο, ο «επαγγελματίας», χαρακτηρίζεται ως «προμηθευτής», για σκοπούς της παρούσας απόφασης, θα γίνεται χρήση του όρου «επαγγελματίας», καθότι η νομολογία στη οποία θα γίνει αναφορά, αφορά σε αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), στις οποίες, επίσης, χρησιμοποιείται ο όρος αυτός.
[6] Υπογράμμιση δική μου, καθώς και όσες ακολουθούν, με σκοπό να αναδειχθούν οι συγκεκριμένες πρόνοιες των εν προκειμένω νομοθετημάτων επί των οποίων η κάθε πλευρά βασίζει τα επιχειρήματά της.
[7] Βλ. άρθρο 9 (1) του Νόμου.
[8] Υπόθεση Jorge Sales Sinu?s and Youssouf Drame Ba v Caixabank SA and Catalunya Caixa SA (Catalunya Banc S.A.), απόφαση C-381/14, ημερομηνίας 14.04.2016 σκεψεις:
«27. Ειδικότερα, χωρίς να αμφισβητείται ο ουσιώδης ρόλος που καλούνται να διαδραματίσουν οι ενώσεις αυτές για την επίτευξη αυξημένου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντούτοις διαπιστώνεται ότι αγωγή παραλείψεως τέτοιου είδους ενώσεως κατά επαγγελματία δεν χαρακτηρίζεται από την ανισότητα που υπάρχει στο πλαίσιο των ατομικών δικών μεταξύ μεμονωμένων καταναλωτών και των αντισυμβαλλομένων τους επαγγελματιών (βλ. απόφαση Asociaci?n de Consumidores Independientes de Castilla y Le?n, C?413/12, EU:C:2013:800, σκέψη 50).
28. Επιπλέον, η εν λόγω διαφοροποιημένη προσέγγιση επιβεβαιώνεται από τo άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (ΕΕ L 166, σ. 51), και από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (ΕΕ L 110, σ. 30), που τo αντικατέστησε, κατά τα οποία τα δικαστήρια του κράτους μέλους στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται η κατοικία ή η έδρα του εναγομένου είναι αρμόδια να εκδικάσουν τις αγωγές παραλείψεως που ασκούν, σε περίπτωση ενδοκοινοτικής παραβιάσεως της νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, οι ενώσεις προστασίας καταναλωτών άλλων κρατών μελών (απόφαση Asociaci?n de Concumidores Independientes de Castilla y Le?n, C?413/12, EU:C:2013:800, σκέψη 51).
29.Σημειωτέον ότι, λόγω του προληπτικού χαρακτήρα και του αποτρεπτικού σκοπού των αγωγών παραλείψεως, καθώς και της αυτοτέλειάς τους έναντι κάθε είδους ατομικής διαφοράς, οι αγωγές αυτές μπορούν να ασκηθούν ακόμη και αν οι ρήτρες των οποίων ζητείται η απαγόρευση δεν έχουν χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένες συμβάσεις (απόφαση Invitel, C?472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 37).
30. Επομένως, οι ατομικές και συλλογικές αγωγές έχουν, στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13, διαφορετικό αντικείμενο και έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα η από δικονομικής απόψεως σχέση μεταξύ της εκδικάσεως των μεν και των δε να αφορά μόνο απαιτήσεις διαδικαστικής φύσεως, σχετικές, ως επί το πλείστον, προς την ορθή απονομή δικαιοσύνης και σκοπούσες στην αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων, χωρίς, ωστόσο, η συναρμογή αυτών των διαφορετικών αγωγών να οδηγεί σε αποδυνάμωση της προστασίας των καταναλωτών, όπως αυτή κατοχυρώνεται στην οδηγία 93/13».
[9] Βλ. παράγραφος 1.5 τούτης, σελ. 5.
[10] Υπογράμμιση δική μου.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο