
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Απαίτησης: 225/24
Μεταξύ:
1. Malawro Limited
2. Vyacheslav Solomin
Ενάγοντες-Αιτητές
και
1. Χαράλαμπος Σαμίρ
2. Tataline Limited
3. Brightriver Limited
Εναγόμενοι-Καθ’ ων η αίτηση
-----------------------------------------------------
Αίτηση ημερομηνίας 18/11/2024 για έκδοση συνοπτικής απόφασης
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 02 Ιουνίου, 2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Αιτήτρια - Ενάγουσα 1: κα Χαραλάμπους, για Πολύκαρπος Φιλίππου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για Καθ’ ου η Αίτηση - Εναγόμενο 1: κα Προδρόμου, για Πέτρος Γιάννακας & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η τροποποιημένη απαίτηση αφορά τη διεκδίκηση από τους Ενάγοντες 1 και 2 του χρηματικού ποσού ύψους €1.722.000, πλέον τόκους, το οποίο τους οφείλεται από τις Εναγόμενες 2 και 3 δυνάμει σύμβασης δανείου, του χρηματικού ποσού ύψους €350.000 από τον Εναγόμενο 1 δυνάμει σύμβασης εγγύησης και διαζευκτικά, ακύρωση της Συμφωνίας ημερ. 17/10/2019.
Η Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια καταχώρισε αίτηση με την οποία ζητά την έκδοση συνοπτικής απόφασης για το ποσό των €350.000, το οποίο προέκυψε από την υπογραφή προσωπικής εγγύησης από τον Εναγόμενο 1 - Καθ΄ου η αίτηση. Ζητά όπως διαταχθεί από το Δικαστήριο η ειδική εκτέλεση της συμφωνίας προσωπικής εγγύησης ημερομηνίας 21/01/2018, η οποία υπογράφτηκε από τον Εναγόμενο 1 - Καθ' ου η Αίτηση προς όφελος της Ενάγουσας 1 - Αιτήτριας, η οποία δάνεισε στην Εναγόμενη 2 το συγκεκριμένο ποσό.
Η αίτηση βασίζεται στο Μέρος 23 Κανονισμοί 1 μέχρι 16, στο Μέρος 24 Κανονισμοί 1 μέχρι 7, στο Μέρος 39 και στο Μέρος 60 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, στις αρχές που καθιέρωσε η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο Κοινοδίκαιο, στις Αρχές της Επιείκειας, στις γενικές και συμφυείς εξουσίες και στην πρακτική του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα προς υποστήριξη της αίτησης παρατέθηκαν από τον Vyacheslav Solomin, Ενάγοντα 2, ο οποίος είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από την Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια στην κατάρτιση της συγκεκριμένης ένορκης δήλωσης. Ως δηλώνει, είναι δικαιούχος του «The Velvet Trust» και ο Εναγόμενος 1 - Καθ' ου η Αίτηση παρείχε, μέσω των εταιρειών του, τόσο διοικητικές υπηρεσίες προς την Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια καθώς και υπηρεσίες επιτρόπου του εμπιστεύματός του. Κατά τον ίδιο χρόνο ενεργούσε ως δικηγόρος του ιδίου παρέχοντας του επενδυτικές συμβουλές. Το 2017 ο ίδιος ενδιαφερόταν να αποκτήσει κυπριακή υπηκοότητα μέσω του Επενδυτικού Προγράμματος που ίσχυε κατά τον δεδομένο χρόνο και ο Εναγόμενος 1 - Καθ' ου η Αίτηση τον ενημέρωσε ότι για να μπορεί να υποβάλει αίτηση θα έπρεπε να επενδύσει €1,5 εκατομμύριο και να κατέχει κατοικία αξίας τουλάχιστον €500.000. Ο Εναγόμενος 1 - Καθ' ου η Αίτηση τον πληροφόρησε στις 03/01/2018 ότι διαθέτει πολύ καλές ευκαιρίες για επένδυση με υψηλές αποδόσεις και εξασφάλιση. Συγκεκριμένα, του πρότεινε να επενδύσει σε διάφορα εστιατόρια ή και καφετέριες, τα οποία ο ίδιος σκόπευε να ιδρύσει μέσω των εταιρειών του, παρουσιάζοντάς του δύο επενδυτικές επιλογές. Η πρώτη ήταν να επενδύσει μέσω του εμπιστεύματος με δανεισμό με την εξασφάλιση δικής του εγγύησης και η δεύτερη μέσω της αγοράς μιας προνομιούχας μετοχής. Όσον αφορά την πρώτη επιλογή, ήτοι η επένδυση μέσω του εμπιστεύματος με δανεισμό και με την εξασφάλιση προσωπικής εγγύησης από τον ίδιο τον Εναγόμενο 1 - Καθ' ου η Αίτηση, το ποσό του δανεισμού θα το αποφάσιζε ο ίδιος και θα κυμαινόταν μεταξύ €350.000 με €500.000. Ο ίδιος ενδιαφέρθηκε να λάβει περισσότερες πληροφορίες για το ένα εκ των δύο καφεστιατορίων, αφού είχε αποφασίσει να προχωρήσει με την επένδυση μέσω του εμπιστεύματος με τον δανεισμό του ποσού των €350.000, υπό την προϋπόθεση ότι θα δινόταν προσωπική εγγύηση από τον Εναγόμενο 1 - Καθ' ου η Αίτηση ως εξασφάλιση της τήρησης της συμφωνίας. Ο ίδιος ο Εναγόμενος 1- Καθ' ου η Αίτηση του είχε ζητήσει όπως η επένδυση με δανεισμό γίνει μέσω της Ενάγουσας 1 - Αιτήτριας και, με σκοπό να τον πείσει, τον διαβεβαίωσε ότι λόγω της προσωπικής του εγγύησης η επένδυση ήταν εξασφαλισμένη. Με συμφωνία ημερομηνίας 22/01/2018, η Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια δάνεισε το ποσό των €350.000 στην Εναγόμενη 2 με επιτόκιο 5% ‑ 8%. Ο Εναγόμενος 1 - Καθ' ου η Αίτηση είχε ονομάσει τη συμφωνία «Συμφωνία Επένδυσης» όμως στην πραγματικότητα ήταν συμφωνία δανεισμού προς την Εναγόμενη 2. Ο ίδιος ο Εναγόμενος 1 - Καθ' ου η Αίτηση είχε επιβεβαιώσει το γεγονός, ότι η συμφωνία ήταν συμφωνία δανεισμού, αφού συμπεριλήφθηκε στις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις της Ενάγουσας 1 - Αιτήτριας ως δάνειο. Ο Εναγόμενος 1 - Καθ' ου η Αίτηση συνέταξε και υπόγραψε προσωπική εγγύηση, με την οποία εγγυήθηκε προσωπικά την τήρηση της Συμφωνίας ημερομηνίας 22/01/2018.
Σύμφωνα με τον Ομνύοντα, η συμφωνία δανεισμού παραβιάστηκε αφού η Εναγόμενη 2 δεν πλήρωσε οποιοδήποτε ποσό στην Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια. Λόγω της παραβίασης, ο Εναγόμενος 1 - Καθ' ου η Αίτηση οφείλει να καταβάλει στην Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια προσωπικά το ποσό των €350.000 πλέον τόκους, το οποίο εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να αρνείται ή και να παραλείπει να καταβάλει. Για αρκετό χρονικό διάστημα τα Μέρη προσπαθούσαν μεταξύ τους για να εξευρεθεί μια λύση, με τον Εναγόμενο 1 - Καθ' ου η Αίτηση να υπόσχεται ότι η Εναγόμενη 2 θα ξεκινούσε να αποπληρώνει τα χρήματα που είχε δανειστεί από την Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια. Λόγω όμως του γεγονότος ότι ο Εναγόμενος 1 - Καθ΄ου η αίτηση δεν τήρησε τις υποσχέσεις του, τον Ιούλιο του 2023 ο ίδιος απευθύνθηκε σε δικηγόρο. Παρά τις υποσχέσεις του Εναγόμενου 1 - Καθ' ου η Αίτηση προς τον ίδιο και τον δικηγόρο του ότι θα ετοίμαζε έγγραφα μαζί με πρόταση προς εξώδικη διευθέτηση, ουδέποτε το έπραξε, ούτε και παραχώρησε οποιαδήποτε οικονομικά στοιχεία που να αφορούν την Εναγόμενη 2 και τον τρόπο χρήσης των χρημάτων που είχε δανειστεί από την Ενάγουσα - Αιτήτρια. Με μήνυμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ημερομηνίας 29/09/2023, ο Εναγόμενος 1 - Καθ' ου η Αίτηση πρότεινε εξώδικο συμβιβασμό προσφέροντας €2.000 μηνιαίως, χωρίς να παρέχει όμως οποιεσδήποτε λεπτομέρειες σε σχέση με τους όρους της αποπληρωμής. Ο ίδιος απέρριψε την πρόταση και μετά από αυτό καταχωρίστηκε η απαίτησή του στο Δικαστήριο.
Υποστηρίζει ότι από το περιεχόμενο της Υπεράσπισης που καταχωρίστηκε για τους Εναγόμενους, διαφαίνεται ότι ο Εναγόμενος 1 - Καθ' ου η Αίτηση αμφισβητεί την ύπαρξη της προσωπικής εγγύησης, γεγονός που καταδεικνύει ότι δεν προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια. Επιπρόσθετα, αποκαλύπτει ότι αυτός ενεργεί με δόλιο τρόπο επιχειρώντας να παραπλανήσει το Δικαστήριο με ψευδείς και ή αναληθείς ισχυρισμούς και ή με συγκάλυψη των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης με απώτερο στόχο να αποπροσανατολίσει το Δικαστήριο από την αλήθεια και να εμποδίσει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Υποστηρίζει ότι ο Εναγόμενος 1 - Καθ' ου η Αίτηση δεν έχει πραγματική Υπεράσπιση στην απαίτηση σε σχέση με τη συμφωνία δανείου ύψους €350.000, αφού δεν έχει αποκαλύψει και ή στοιχειοθετήσει και ή θεμελιώσει καλόπιστη και ή συζητήσιμη υπεράσπιση.
Καταλήγει, ότι ο Εναγόμενος 1 - Καθ΄ου η αίτηση δεν έχει πραγματική υπεράσπιση αναφορικά με την Συμφωνία Δανείου των €350.000 και κωλύεται να αρνηθεί την προσωπική του εγγύηση. Εισηγείται ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη, ούτε και υπάρχει οποιοσδήποτε άλλος λόγος για τον οποίο η Απαίτηση να πρέπει να εκδικαστεί στην ολότητά της.
Η αίτηση αντιμετωπίστηκε με ένσταση στην οποία καταγράφονται δεκατέσσερεις (14) λόγοι ενστάσεως, οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως: Ότι η αίτηση είναι δικονομικά αβάσιμη ή και ανεπίτρεπτη ή και αντικανονική. Ότι οι αξιώσεις του Αιτητή δεν δύνανται να κριθούν στο παρόν στάδιο. Ότι δεν πρόκειται για υπόθεση στην οποία μπορεί να εκδοθεί συνοπτική απόφαση αφού καταδεικνύεται ουσιαστική Υπεράσπιση. Ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης συνοπτικής απόφασης γι' αυτό πρέπει να δοθεί η ευκαιρία στον Καθ' ου η αίτηση να προβάλει την Υπεράσπισή του και να τύχει δίκαιης δίκης. Ότι η αίτηση είναι καταχρηστική αφού καταχωρίστηκε μετά την καταχώριση Έκθεσης Υπεράσπισης. Ότι η ένορκη δήλωση του Αιτητή και τα Τεκμήρια που την συνοδεύουν δεν είναι αρκετά για την έκδοση συνοπτικής απόφασης. Ότι ο Kαθ' ου η αίτηση έχει καλή και γνήσια Υπεράσπιση. Ότι ο Αιτητής δεν έχει ξεκάθαρη υπόθεση αλλά υπάρχουν κενά στη μαρτυρία του. Ότι ο Αιτητής αποκρύπτει ουσιαστικά γεγονότα και προσπαθεί να παραπλανήσει το Δικαστήριο. Ότι δεν δικαιούται σε συνοπτική απόφαση αφού μοναδικός του σκοπός είναι να στερήσει από τον Καθ' ου η Αίτηση το δικαίωμά του να ακουστεί. Ότι ο Kαθ' ου η αίτηση έχει καλή Υπεράσπιση επί της ουσίας, η οποία έχει καταχωριστεί στον φάκελο της υπόθεσης. Ότι υπάρχουν ουσιαστικά ζητήματα που παραμένουν αμφισβητούμενα και μόνο κατά τη διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ορθά επί του αποτελέσματος και ότι στην Έκθεση Υπεράσπισης καταγράφονται συγκεκριμένες προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες εμποδίζουν την έκδοση συνοπτικής απόφασης.
Τα γεγονότα που στοιχειοθετούν την Ένσταση παρατίθενται σε ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 1 Χαράλαμπου Σαμίρ, Καθ' ου η αίτηση, ο οποίος τελεί διευθυντής των Εναγόμενων 2 και 3 και είναι δικηγόρος στο επάγγελμα. Καταγράφει ότι οι Ενάγοντες λάμβαναν υπηρεσίες από την εταιρεία παροχής διοικητικών υπηρεσιών με την ονομασία ConnectedSky Legal & Corporate Consultants Ltd, της οποίας είναι διευθυντής. Ουδέποτε ενήργησε ως επενδυτικός σύμβουλος των Εναγόντων αφού ουδέποτε διορίστηκε από αυτούς για να το πράξει. Ως εκ τούτου, ουδέποτε έδωσε τις οποιεσδήποτε επενδυτικές ή και άλλες συμβουλές στον Ενάγοντα 2, ο οποίος είναι πολύ έμπειρος επενδυτής με τεράστιο επενδυτικό portofolio.
Όσον αφορά την επαγγελματική ή και συμβατική σχέση του ιδίου με τους Ενάγοντες, ισχυρίστηκε ότι οι Εναγόμενες 2 και 3 ουδέποτε είχαν την οποιανδήποτε συμβατική σχέση με τους Ενάγοντες. Ο ίδιος είχε επαφή με τον Ενάγοντα 2, μόνο ως διευθυντής της εταιρείας παροχής διοικητικών υπηρεσιών ConnectedSky Legal & Corporate Consultants Ltd. Οι επαγγελματικές τους σχέσεις ρυθμίζονταν με συμφωνίες παροχής υπηρεσιών τόσο προς τους Ενάγοντες όσο και προς το εμπίστευμα «The Velvet Trust». Οι εταιρείες αλλά και το εμπίστευμα ελέγχονταν πλήρως από τον Ενάγοντα 2 προσωπικά. Το 2017 ο Ενάγοντας 2 ενδιαφερόταν για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας μέσω του προγράμματος πολιτογραφήσεων το οποίο έθετε συγκεκριμένα οικονομικά κριτήρια. Συζήτησε ο ίδιος με τον Ενάγοντα 2 το επενδυτικό πρόγραμμα, καθώς και το ενδεχόμενο αυτός να επενδύσει σε κάποιες από τις υφιστάμενες επιχειρήσεις του και αποφάσισε από μόνος του να προχωρήσει σε αριθμό επενδύσεων με σκοπό να καλύψει τις προϋποθέσεις για πολιτογράφηση που έθετε το κυπριακό επενδυτικό πρόγραμμα. Στις 23/10/2019 δική του εταιρεία, μετά από εντολές του Ενάγοντα 2, καταχώρισε αίτηση για πολιτογράφηση του με βάση τα κριτήρια για επενδυτές που ίσχυαν κατά τη δεδομένη περίοδο. Ο ίδιος είχε υπ' όψιν κάποιες επενδυτικές επιλογές τις οποίες θα πρότεινε σε οποιονδήποτε του ζητούσε βοήθεια και, λόγω του ότι ο Ενάγοντας 2 του είχε ζητήσει βοήθεια, του διαβίβασε τις επενδυτικές επιλογές που είχε κατά νου. Ουδέποτε προτάθηκε προς τον Ενάγοντα 2 οτιδήποτε αφορά συμφωνία δανεισμού. Ήταν ξεκάθαρο πως επρόκειτο για επένδυση έτσι ώστε ο ίδιος να επωφεληθεί ή και να εκμεταλλευτεί της ευκαιρίας για σκοπούς της πολιτογράφησής του. Η θέση αυτή προκύπτει και από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 3 της ένορκης δήλωσης του Εναγόμενου 1, ήτοι ότι θα επενδύσει €350.000 στο έργο και η εν λόγω επένδυση θα τύγχανε της δικής του προσωπικής εγγύησης με τους όρους και τις προϋποθέσεις που καταγράφονται στο Τεκμήριο 10. Σε καμία περίπτωση δεν αναφέρθηκε ότι πρόκειται περί δανεισμού και η εικόνα που παρουσιάζεται, από την αλληλογραφία του ιδίου με τον Ενάγοντα 2, φανερώνει ότι ο ίδιος συνειδητά γνώριζε πως προέβαινε σε μια επένδυση που θα εξυπηρετούσε τους δικούς του σκοπούς. Λόγω απόρριψης της αίτησής του από το πρόγραμμα, ο ίδιος ο Ενάγοντας 2 προσπαθεί να μετριάσει τη ζημιά του σε βάρος του ιδίου.
Υποστηρίζει ότι η υπογεγραμμένη συμφωνία, η οποία φέρει ημερομηνία 22/01/2018, είναι συμφωνία επένδυσης και όχι συμφωνία δανεισμού και το περιεχόμενό της μιλά από μόνο του. Η συγκεκριμένη συμφωνία υπογράφτηκε στις 22/01/2018, όμως αυτή που κατατέθηκε στο Υπουργείο για σκοπούς πολιτογράφησης φέρει ημερομηνία 17/10/2019. Ο λόγος που υπάρχουν δύο συμφωνίες είναι γιατί η πρώτη έγινε για να εξασφαλιστεί η Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια για την επένδυση στην οποία θα προέβαινε αφού θα κατέβαλλε χρήματα. Όμως, για να υποβληθεί η αίτηση πολιτογράφησης, η επένδυση θα έπρεπε να προηγηθεί και να υλοποιηθεί πριν την υποβολή της αιτήσεως. Συνακόλουθα, όταν ο Ενάγοντας 2 ήταν έτοιμος να υποβάλει την αίτηση πολιτογράφησης, υπογράφτηκε ξανά η εν λόγω συμφωνία με το ίδιο περιεχόμενο και έφερε ημερομηνία 17/10/2019. Για τη δεύτερη συμφωνία δεν υπεγράφη οποιαδήποτε εγγυητική από τον ίδιο ή από οποιονδήποτε άλλον. Κατά τη δική του άποψη, η συμφωνία ημερομηνίας 17/10/2019 είναι η τελική και έγκυρη και η προγενέστερη δεν έχει οποιανδήποτε εφαρμογή. Στη δεύτερη συμφωνία, ημερομηνίας 17/10/2019, προβλέπετο η επένδυση από την Αιτήτρια - Ενάγουσα 1 σε καφεστιατόριο της Εναγόμενης 2 ύψους €350.000 και τα συμβαλλόμενα μέρη αναφέρονται στον όρο «επένδυση». Η Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια, με βάση τους όρους της συμφωνίας, θα συνείσφερε το πόσο των €350.000 στην Εναγόμενη 2 σύμφωνα με το επενδυτικό πλάνο και σε αντάλλαγμα την έκδοση και παραχώρηση μιας συνήθης μετοχής υπέρ το άρτιο αξίας €350.000 μετά από αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εναγόμενης 2. Η Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια με την επένδυσή της θα καθίστατο ένας εκ των μετόχων της Εναγόμενης 2, γεγονός που έγινε και συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι μέτοχος της Εναγόμενης 2. Οι μετοχές της Ενάγουσας 1 - Αιτήτριας κατέχονται από τον Ενάγοντα 2 ως Εμπιστευματοδόχος. Πουθενά στη συγκεκριμένη συμφωνία ή στα παραρτήματά της δεν αναφέρεται ο όρος «δανεισμός» και πουθενά δεν προβλέπεται η επιστροφή χρημάτων ή η επιβολή τόκου επί οποιουδήποτε ποσού. Ούτε και υπάρχουν όροι οι οποίοι να διέπουν τον κατ’ ισχυρισμό δανεισμό.
Σύμφωνα με τον Ομνύοντα, η συγκεκριμένη συμφωνία μεταξύ της Ενάγουσας 1 και της Εναγόμενης 2 είναι επενδυτικής φύσεως, ως διαφαίνεται από το περιεχόμενο της επικοινωνίας του Εναγόμενου 1 - Καθ΄ου η αίτηση με τον Ενάγοντα 2. Η αναφορά σε συμφωνία δανεισμού στην επικοινωνία του Τεκμηρίου 8 αφορά σε διαφορετικά γεγονότα. Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι στις οικονομικές καταστάσεις της Ενάγουσας 1 - Αιτήτριας, στη σελίδα 22, γίνεται αναφορά στο ότι η συγκεκριμένη εταιρεία είχε συνάψει συμφωνία επένδυσης στις 22/01/2018 για το ποσό των €350.000. Η αναφορά στον όρο «loan» στους ίδιους οικονομικούς λογαριασμούς είναι ως εκ λάθους ή και παραδρομής αφού το υπόλοιπο περιεχόμενο της παραγράφου αναφέρεται σε επένδυση ενώ καθορίζεται και ο τρόπος επιστροφής της επένδυσης.
Όσον αφορά την εγγυητική, Τεκμήριο 10 στην Αίτηση, η συγκεκριμένη συμφωνία έγινε μεταξύ της Ενάγουσας 1 - Αιτήτριας και του ιδίου προσωπικά στις 22/01/2018 και στο προοίμιό της αναφέρεται ότι ο επενδυτής, όχι ο δανειστής, θα επενδύσει στις επιχειρήσεις της Εναγόμενης 2 υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβει προσωπική εγγύηση από τον ίδιο. Η παράγραφος D δε της Συμφωνίας, καταγράφει ξεκάθαρα ότι πρόκειται για επένδυση €350.000 με την ευχέρεια περαιτέρω επένδυσης από την Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια μέχρι του ποσού των €550.000, ενώ στην παράγραφο Ε αναλύεται το ποσοστό επιστροφής της επένδυσης. Πουθενά στο συγκεκριμένο έγγραφο δεν αναφέρονται οι οποιεσδήποτε υποχρεώσεις της Εναγόμενης 2 και ως εκ τούτου, η θέση της Ενάγουσας 1 - Αιτήτριας ότι οι υποχρεώσεις έχουν παραβιαστεί δεν ευσταθεί για να κριθεί ο ίδιος προσωπικά υπεύθυνος. Υποστηρίζει ότι ο ίδιος δεν εγγυάται προσωπικά την επιστροφή των χρημάτων στη συγκεκριμένη συμφωνία εγγύησης. Η Εναγόμενη 2 δεν είναι μέρος στην επίδικη συμφωνία εγγύησης ή την επίδικη συμφωνία επένδυσης. Κατά τη δική του άποψη πρέπει πρώτα να αποδειχθούν, από την Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια, οι υποχρεώσεις της Εναγόμενης 2 και ακολούθως να αποδειχθεί ότι παραβιάστηκαν για να είναι ο ίδιος προσωπικά υπεύθυνος.
Καταλήγει, ότι υπάρχει πραγματική προοπτική επιτυχούς Υπεράσπισης και υπάρχουν ζητήματα τα οποία θα πρέπει να αποφασιστούν σε δίκη. Κατά τη δική του άποψη, η διαδικασία έκδοσης συνοπτικής απόφασης δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς της δικαιοσύνης και έχει καταχωριστεί από την Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια καταχρηστικά και παραπλανητικά, σε μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού του Δικαστηρίου από τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης.
Η Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια ένοιωσε την ανάγκη να απαντήσει στα όσα καταγράφηκαν στην ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 1 - Καθ΄ου η αίτηση. Με συμπληρωματική ένορκη δήλωσή του ο Ενάγοντας 2 προώθησε τη θέση ότι η Ένσταση που καταχωρίστηκε από τον Καθ' ου η αίτηση πάσχει δικονομικά αφού απουσιάζει από όλες τις σελίδες η υπογραφή του. Η συγκεκριμένη έλλειψη την καθιστά ανυπόστατη και συνεπώς άκυρη. Όσον αφορά τον ισχυρισμό του Εναγόμενου 1 - Καθ' ου η Αίτηση ότι ουδέποτε ενήργησε ως επενδυτικός σύμβουλος των Εναγόντων, κατά τη δική του άποψη έρχεται σε πλήρη αντίφαση με τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα 2, αφού στις παραγράφους 7 και 10 της ένορκης δήλωσής που συνοδεύει την Ένσταση παραδέχεται ότι του παρείχε επενδυτικές συμβουλές. Όσον αφορά τη Συμφωνία ημερομηνίας 22/01/2018, η οποία συνοδευόταν από την προσωπική εγγύηση του Εναγόμενου 1 - Καθ' ου η Αίτηση, υποστηρίζει ότι υπάρχει απόδειξη της τραπεζικής μεταφοράς του ποσού των €350.000 από την Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια στην Εναγόμενη 2. Η συγκεκριμένη συμφωνία, ως προκύπτει και από τη δέσμη ηλεκτρονικών μηνυμάτων που ανταλλάχθηκε, Τεκμήριο 8, αφορούσε συμφωνία δανεισμού και όχι συμφωνία επένδυσης. Οι ισχυρισμοί του Εναγόμενου 1 - Καθ' ου η αίτηση ότι στις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις της Ενάγουσας 1 - Αιτήτριας καταγράφεται ο όρος «loan» ως εκ τυπογραφικού λάθους ή και εκ παραδρομής είναι αναληθείς, γιατί στις επόμενες καταστάσεις τόσο της Αιτήτριας καθώς και των υπόλοιπων εμπλεκόμενων μερών γίνεται η ίδια αναφορά στον όρο «δάνειο».
Υποστηρίζει, ότι στην Υπεράσπιση των Εναγόμενων υπάρχει άρνηση της υπογραφής γραπτής εγγύησης. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός έρχεται σε πλήρη αντίφαση με τους ισχυρισμούς που ο ίδιος ο Εναγόμενος 1 - Kαθ' ου η αίτηση καταγράφει στην ένορκη δήλωσή του και συγκεκριμένα τη θέση ότι η συμφωνία εγγύησης είχε γίνει μεταξύ της Ενάγουσας 1 - Αιτήτριας και του ιδίου προσωπικά, παράγραφος 21 της ένορκης δήλωσής του. Αναφορικά με το επισυνημμένο Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 1 - Καθ' ου η αίτηση, ο ίδιος υποστηρίζει ότι ουδέποτε του στάλθηκε και ουδέποτε είχε παραχωρήσει τη συγκατάθεσή του ή είχε δώσει την άδειά του για υπογραφή της συγκεκριμένης συμφωνίας εκ μέρους της Ενάγουσας 1 - Αιτήτριας, ότι η εν λόγω συμφωνία περιήλθε για πρώτη φορά στην αντίληψή του και σε γνώση του όταν επισυνάφθηκε στην ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 1 - Καθ' ου η αίτηση, ότι συνομολογήθηκε και υπογράφτηκε εν αγνοία του και εκ των υστέρων αφού ο Εναγόμενος 1 - Kαθ' ου η αίτηση υπόγραψε εκ μέρους όλων των συμβαλλομένων μερών, ήτοι της Ενάγουσας 1 - Αιτήτριας και της Εναγόμενης 2 για να δημιουργήσει Υπεράσπιση. Παραδέχεται ότι σε αλληλογραφία που είχε με τον Εναγόμενο 1 - Καθ' ου η αίτηση, ημερομηνίας 17/10/2019, του είχε σταλεί μια συμφωνία με ημερομηνία 17/10/2019, πλην όμως δεν σχετιζόταν το περιεχόμενό της με τη συμφωνία που αποκαλύφθηκε από τον Εναγόμενο 1-Καθ' ου η Αίτηση ως Τεκμήριο 3. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Εναγόμενου 1-Καθ' ου η αίτηση ότι η συγκεκριμένη συμφωνία υπογράφτηκε ξανά με ημερομηνία 17/10/2019, είναι η δική του θέση ότι μια απλή σύγκριση των δύο συμφωνιών με ημερομηνία 17/10/2019 καταδεικνύει ότι οι δύο συμφωνίες δεν έχουν οποιανδήποτε ομοιότητα μεταξύ τους. Υποστηρίζει ότι η συμφωνία που προσπαθεί να εισάγει ο Εναγόμενος 1-Καθ΄ου η αίτηση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αφού ο ίδιος ουδέποτε ενέκρινε ή συμφώνησε στην μεταφορά από την Ενάγουσα 1-Αιτήτρια του ποσού των €350.000 με αντάλλαγμα την παραχώρηση μίας συνήθους μετοχής από την Εναγόμενη 2. Έρευνα στον Έφορο Εταιρειών καταδεικνύει ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Καταλήγει, ότι ο Εναγόμενος 1 - Kαθ' ου η αίτηση δεν έχει Υπεράσπιση και η μόνη του πρόθεση είναι να παραπλανήσει το Δικαστήριο με την προώθηση αντιφατικών θέσεων και εναλλασσόμενων ισχυρισμών σε μια προσπάθειά του να θολώσει τα νερά και να αποφύγει τις υποχρεώσεις του.
Η πλευρά του Εναγόμενου 1 - Καθ΄ου η αίτηση δεν μπορούσε να παραμείνει σιωπηλή και έτσι επανήλθε με την καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης από τον Εναγόμενο 1 - Καθ΄ου η αίτηση, διευθυντή των Εναγόμενων 2 και 3, στην οποία καταγράφει ότι η διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής εγγράφων μέσω της πλατφόρμας i‑justice θεωρείται έγκυρη και αποδεκτή χωρίς να απαιτείται φυσική υπογραφή αφού η κατάθεση γίνεται μέσω ασφαλούς συστήματος με τη χρήση του λογαριασμού του δικηγόρου, ο οποίος χρησιμοποιεί ηλεκτρονική πιστοποίηση για να διασφαλίσει την ταυτότητα του υπογράφοντος και την εγκυρότητα του εγγράφου. Παρέπεμψε στο άρθρο 4(2) του περί Νομικού Πλαισίου για τις Ηλεκτρονικές Υπογραφές καθώς και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2004. Εισηγείται ότι δεν μπορεί να απορριφθεί η ένσταση, αφού σύμφωνα με τον Νόμο ο όρος «ηλεκτρονική υπογραφή» ερμηνεύεται ως να σημαίνει τα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή τα οποία είναι επισυνημμένα σε άλλα ηλεκτρονικά δεδομένα. Παραπέμπει, επίσης, στον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 910/2014 και συγκεκριμένα στο άρθρο 25, στο οποίο καταγράφεται ότι δεν απορρίπτεται η νομική ισχύς και το παραδεκτό της ηλεκτρονικής υπογραφής ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι πιθανόν να μην πληροί όλες τις απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές.
Εμμένει στη θέση του ότι ουδέποτε παρείχε επενδυτικές συμβουλές στον Ενάγοντα 2 παρά μόνο είχε συζητήσει μαζί του το ενδεχόμενο να επενδύσει σε κάποιες από τις επιχειρήσεις που διατηρούσε ο ίδιος και ακολούθως του είχε προτείνει κάποια επιχειρηματικά πλάνα από τα οποία ο ίδιος επέλεξε και κατέληξε σε ποιο επιθυμούσε να επενδύσει. Όσον αφορά τη συμφωνία επένδυσης ημερομηνίας 22/01/2018, κατά τη δική του άποψη δεν είναι η τελική συμφωνία αλλά η τελική συμφωνία έφερε ημερομηνία 17/10/2019 και αυτή είναι η συμφωνία σε ισχύ και δεν περιλαμβάνει τη δική του προσωπική εγγύηση.
Εισηγείται ότι τα γεγονότα που αφορούν την υπό κρίση υπόθεση επικεντρώνονται σε επενδύσεις στις οποίες προέβη ο Εναγόμενος 2, με σκοπό την εξυπηρέτηση της αίτησης που ο ίδιος υπέβαλε για πολιτογράφηση. Ο ίδιος δεν αμφισβητεί την μεταφορά του ποσού των €350.000, όμως επιμένει ότι επρόκειτο για επένδυση. Υποστηρίζει ότι ο Ενάγοντας 2, παρόλο που εμμένει στη θέση του ότι επρόκειτο περί συμφωνίας δανεισμού, δεν τεκμηριώνει τη συγκεκριμένη θέση ούτε και παρουσιάζει Τεκμήρια που να την υποστηρίζουν. Κατά τη δική του άποψη, εάν η αίτηση πολιτογράφησης του Ενάγοντα 2 δεν απορρίπτετο, ο ίδιος δεν θα προέβαινε και δεν θα προχωρούσε με όλες αυτές τις δικαστικές διαδικασίες για να αξιώσει τα ποσά των επενδύσεών του.
Καταλήγει, ότι ο Ενάγοντας 2 με δόλιο τρόπο προσπαθεί να αποποιηθεί των ευθυνών του και να δείξει πως δεν γνωρίζει τα γεγονότα που αφορούν τη συμφωνία ημερομηνίας 17/10/2019, νομίζοντας ότι θα πετύχει την έκδοση συνοπτικής απόφασης. Ο ίδιος έχει προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και έχει καταδείξει Υπεράσπιση στην απαίτηση, σε αντίθεση με τον Ενάγοντα 2 ο οποίος δεν αποκάλυψε όλα τα γεγονότα ως είχε καθήκον να πράξει, ενώ προωθεί διαζευκτικές θέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου.
Και οι δύο πλευρές προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις με γραπτές αγορεύσεις. Το περιεχόμενο και των δύο γραπτών αγορεύσεων είναι υπόψη του Δικαστηρίου και θα αναφερθεί σ’ αυτό όπου κρίνει τούτο απαραίτητο.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Πριν εξεταστεί η νομική πτυχή της αίτησης θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο περί Νομικού Πλαισίου για Ηλεκτρονικές Υπογραφές Νόμος του 2004 στον οποίο παρέπεμψε η πλευρά του Εναγόμενου 1 - Καθ΄ου η αίτηση έχει καταργηθεί και η καταχώριση εγγράφων ηλεκτρονικά διέπεται από τον περί Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Καταχώριση) Κανονισμό του 2021, ως έχει τροποποιηθεί.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η Ένσταση δεν είναι υπογεγραμμένη από αυτόν που την καταχώρισε αυτό φαίνεται να ισχύει. Όμως η ένορκη δήλωση που την συνοδεύει είναι υπογεγραμμένη, έχει δύο μονογραφές σε κάθε σελίδα και φαίνεται να είναι δεόντως πιστοποιημένη η υπογραφή του Ομνύοντα, ενώ φέρει και την σφραγίδα του Δικαστηρίου. Με αυτά τα δεδομένα το Δικαστήριο θα ασκήσει τις εξουσίες που του παρέχει το Μέρος 3, Κανονισμός 8(1)(β) και θα διορθώσει το συγκεκριμένο ολίσθημα. Το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα με το οποίο θεωρείται η καταχωρισθείσα Ένσταση ως δεόντως καταχωρισμένη.
Εξετάζοντας τη νομική πτυχή της αίτησης, η υπό κρίση αίτηση στηρίζεται στο Μέρος 24 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023 το οποίο παραθέτει τη διαδικασία με την οποία το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει επί απαίτησης ή συγκεκριμένου ζητήματος χωρίς δίκη. Με βάση τον Κανονισμό 24.2, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον εναγομένου επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος αν κρίνει ότι: Πρώτον, ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης ή του ζητήματος· και δεύτερον, δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.
Σε σχέση με τη διαδικασία, ο Κανονισμός 24.3 διαλαμβάνει πως ενάγων δεν δύναται να αιτηθεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης μέχρις ότου ο εναγόμενος, εναντίον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση, έχει καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης, εκτός αν το δικαστήριο δώσει άδεια. Περαιτέρω, προβλέπεται πως σε περίπτωση που ο ενάγων αιτείται την έκδοση συνοπτικής απόφασης προτού ο εναγόμενος εναντίον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση καταχωρίσει υπεράσπιση, ο εναγόμενος δεν χρειάζεται να καταχωρίσει υπεράσπιση πριν από την ακρόαση.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 24.4, η αίτηση υποβάλλεται με βάση το Μέρος 23 και η μαρτυρία η οποία περιέχεται ή αναφέρεται σε αυτή: Πρώτον, προσδιορίζει περιεκτικά οποιοδήποτε νομικό σημείο ή πρόνοια σε έγγραφο στα οποία στηρίζεται ο αιτητής και/ή δεύτερον, αναφέρει ότι υποβάλλεται διότι ο αιτητής πιστεύει ότι, με βάση τη μαρτυρία, ο καθ' ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης. Σε οποιαδήποτε από τις δύο περιπτώσεις αναφέρει ότι δεν γνωρίζει άλλο λόγο για τον οποίο η απαίτηση ή το ζήτημα πρέπει να εκδικαστεί.
Κατόπιν εκδίκασης αίτησης δυνάμει του Μέρους 24, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τα ακόλουθα διατάγματα:
«(α) απόφαση επί της απαίτησης,
(β) διαγραφή ή απόρριψη της απαίτησης (σε περίπτωση που η αίτηση καταχωρείται από τον εναγόμενο),
(γ) απόρριψη της αίτησης,
(δ) διάταγμα υπό όρους, το οποίο απαιτεί από διάδικο να καταβάλει χρηματικό ποσό στο δικαστήριο, ή να πραγματοποιήσει συγκεκριμένο βήμα σε σχέση με την απαίτηση ή υπεράσπιση του διαδίκου, κατά περίπτωση, και προνοεί ότι η απαίτηση του διαδίκου αυτού θα απορρίπτεται ή το δικόγραφό του θα διαγράφεται αν ο διάδικος δεν συμμορφωθεί.»
Έχοντας θέσει το νομικό πλαίσιο, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην εξέταση της υπό κρίση αίτησης διερευνώντας κατά πόσο πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις. Παρατηρείται πως απλή ανάγνωση της υπό εξέταση αίτησης και των ενόρκων δηλώσεων που την υποστηρίζει αποκαλύπτει ότι η αίτηση καταχωρήθηκε μετά την καταχώριση Σημειώματος Εμφάνισης και της Έκθεσης Υπεράσπισης και στις ένορκες δηλώσεις αναφέρεται ρητά ότι, η Ενάγουσα 1, με βάση τη μαρτυρία, πιστεύει ότι ο Εναγόμενος 1 δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας στην υπεράσπιση και ότι δεν γνωρίζει οποιοδήποτε άλλο λόγο για τον οποίο η απαίτηση ή το ζήτημα να πρέπει να εκδικαστεί.
Σε αυτή τη βάση κρίνεται πως η Ενάγουσα 1-Αιτήτρια έχει συμμορφωθεί με τις τυπικές προϋποθέσεις του Μέρους 24.
Ως προς την ουσία της αίτησης, εκείνο που επιβάλλεται να εξεταστεί από το Δικαστήριο είναι κατά πόσον ο Εναγόμενος 1 - Καθ΄ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης και δεν υπάρχει κάποιος άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα να πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.
Λόγω της πρόσφατης υιοθέτησης των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και παρά την έρευνα την οποία το Δικαστήριο έχει διεξάγει, δεν έχει εντοπίσει απόφαση του Εφετείου ή του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία να τυγχάνουν ερμηνείας οι σχετικές πρόνοιες του Μέρους 24 και δη οι όροι «πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης» και «επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη». Ως εκ τούτου, καθοδήγηση θα αντληθεί από την αγγλική νομολογία η οποία πραγματεύεται τους πανομοιότυπους, με τους δικούς μας, νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 για χρόνια.
Καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από το White Book του 2021, αφού η αντίστοιχη δικονομική πρόνοια στην Αγγλία, δηλαδή το Μέρος 24.2 των Αγγλικών Θεσμών, είναι πανομοιότυπη με το Μέρος 24.2 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Στην παράγραφο 24.2.3 του White Book του 2021 (πιο πάνω) διαβάζονται τα ακόλουθα:
«The following principles applicable to applications for summary judgment were formulated by Lewison J in Easyair Ltd v Opal Telecom Ltd [2009] EWHC 339 (Ch) at [15] and approved by the Court of Appeal in AC Ward & Sons Ltd v Caitlin (Five) Ltd [2009] EWCA Civ 1098; [2010] Lloyd's Rep. I.R. 301 at 24:
i) The Court must consider whether the claimant has a realistic as opposed to a fanciful prospect of success: Swain v Hillman [2001] 1 All E.R. 91;
ii) A "realistic" claim is one that carries some degree of conviction. This means a claim is more than merely arguable: ED & F Man Liquid Products v Patel [2003] EWCA Civ 472 at [8];
iii) In reaching its conclusion the Court must not conduct a "mini-trial": Swain v Hillman;
iv) This does not mean that the court must take at face value and without analysis everything that a claimant says in his statements before the court. In some cases, it may be clear that there is no real substance in factual assertions made, particularly if contradicted with contemporaneous documents: ED & F Man Liquid Products v Patel at [10];
v) However, in reaching its conclusion the court must take into account not only the evidence actually placed before it on the application for summary judgment, but also the evidence that can reasonably be expected to be available at trial: Royal Brompton Hospital NHS Trust v Hammond (No. 5) [2001] EWCA Civ 550;
vi) Although a case may turn out at trial not to be really complicated, it does not follow that it should be decided without the fuller investigation into the facts at trial than is possible or permissible on summary judgment. Thus the court should hesitate about making a final decision without a trial even where there is no obvious conflict of fact at the time of the application, where reasonable grounds exist for believing that a fuller investigation into the facts of the case would add to or alter the evidence available to a trial judge and so affect the outcome of the case: Doncaster Pharmaceuticals Group Ltd v Bolton Pharmaceutical Co 100 Ltd [2007] F.S.R. 3;
vii) On the other hand it is not uncommon for an application under Pt 24 to give rise to a short point of law or construction and, if the court is satisfied that it has before it all the evidence necessary for the proper determination of the question and that the parties have had an adequate opportunity to address it in argument, it should grasp the nettle and decide it. The reason is quite simple: if the respondent's case is bad in law, the sooner that is determined, the better. If it is possible to show by evidence that although material in the form of documents or oral evidence that would put the documents in another light is not currently before the Court, such material is likely to exist and can be expected to be available at trial, it would be wrong to give summary judgment because there would be a real, as opposed to fanciful, prospect of success. However, it is not enough simply to argue that the case should be allowed to go to trial because something may turn up which would have a bearing on the question of construction: ICI Chemicals & Polymers Ltd v TTE Training Ltd [2007] EWCA Civ 725.».
Τα πιο πάνω ενσωματώνονται και στην απόφαση Karunia Holdings Limited v. Creativityetc Limited [2021] EWCH 1864 (Ch), καθώς και στην Harrington Scott Ltd v. Coupe Bradbury Solicitors Ltd [2022] EWCH 2275.
Αναφορά στο ίδιο πλαίσιο γίνεται και στο σύγγραμμα Zuckerman on Civil Procedure, Principles of Practice, 4η έκδοση, όπου στην παράγραφο 9.64 σημειώνεται πως προκειμένου να εκδοθεί συνοπτική απόφαση, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι: Έχει ενώπιον του όλα τα ουσιώδη συναφή γεγονότα τα οποία ήταν ευλόγως δυνατόν να τεθούν ενώπιόν του. Ότι αυτά τα γεγονότα ήταν αδιαμφισβήτητα ή δεν υπήρχε πραγματική προοπτική επιτυχίας αμφισβήτησής τους. Ότι δεν υπάρχει πραγματική προοπτική η προφορική μαρτυρία να επηρεάσει την εκτίμηση των γεγονότων από το Δικαστήριο.
Ως προς την ερμηνεία της φράσης «επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί στη δίκη», στην παράγραφο 24.2.2 του White Book 2021, γίνεται αναφορά στην υπόθεση Bouygues (UK) Ltd v. Dahl-Jensen (UK) Ltd [2000] B.L.R. 522, όπου κρίθηκε ότι η εκκαθάριση της ενάγουσας εταιρείας ήταν επιτακτικός λόγος για να απορριφθεί η αίτηση για συνοπτική απόφαση και η A.C. Ward & Sons Ltd v. Catlin (Five) Ltd [2009] ENCA Civ. 1098, όπου επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση στο πλαίσιο της οποίας δόθηκε ερμηνεία των όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, οι οποίοι διαφάνηκε πως ήταν τυποποιημένοι και χρησιμοποιούνταν ευρέως.
Ως προς το βάρος απόδειξης σε αιτήσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης, υποδεικνύεται στην παράγραφο 24.2.5 του White Book (ανωτέρω) υπό τον τίτλο «Burden of proof» ότι:
« In ED & F Man Liquid Products Ltd v Patel [2003] EWCA Civ 472; EWCA 472, it was said that under r24.2 the overall burden of proof rests on the applicant to establish that there are grounds to believe that the respondent has no real prospect of success and that there is no other reason for a trial [.] If the applicant adduces credible evidence in support of their application, the respondent becomes subject to an evidential burden of proving some real prospect of success or some reason for a trial. The standard of proof required of the respondent is not high. It suffices merely to rebut the applicant's statement of belief [.] The language or r. 24.2 ("no real prospect. no other reason.") indicates that, in determining the question, the court must apply a negative test. The respondent's case must carry some degree of conviction: the court is not required to accept without analysis everything said by a party in his statements before the court (ED&F Man Liquid Products Ltd v Patel [2003] EWCA Civ 472; [2003] C.P. Rep. 51 at [10]). In evaluating the prospects of success of a claim or defence judges are not required to abandon their critical faculties (Calland v Financial Conduct Authority [2015] EWCA Civ 192 a [29]). However, the proper disposal of an issue under Pt 24 does not involve the judge in conducting a mini-trial (Swain v Hillman [2001] 1 All E.R. 91). Therefore, the court hearing a Pt 24 application should be wary of trying issues of fact on evidence where the facts are apparently credible and are to be set against the facts being advanced by the other side. Choosing between them is the function of the trial judge, not the judge on an interim application, unless there is some inherent improbability in what is being asserted or some extraneous evidence which would contradict it (Fashion Gossip Ltd v Esprit Telecoms UK Ltd 27 July 2000, unrep., CA; cf. Day v RAC Motoring Services Ltd [1999] 1 All E.R. 1007, per Ward LJ at 1013 propounding the adoption of a negative test on applications to se aside default judgments). When deciding whether the respondent has some real prospect of success the court should not apply the standard which would be applicable at the trial, namely the balance of probabilities on the evidence presented; on an application for summary judgment the court should also consider the evidence that could reasonably be expected to be available at trial (Royal Brompton Hospital NHS Trust v Hammond (No. 5) [2001] EWCA Civ 550, CA).»
Στην παράγραφο 24.2.6 του ιδίου συγγράμματος υποδεικνύεται πως αίτηση για συνοπτική απόφαση μπορεί να απορριφθεί, εν όλω ή εν μέρει, εάν ο εναγόμενος μπορέσει να καταδείξει ότι προτίθεται να εγείρει συμψηφισμό ή ανταπαίτηση που αφορά σε συζητήσιμο θέμα, ήτοι έχει κάποια πιθανότητα επιτυχίας.
Το Δικαστήριο έχοντας μελετήσει τις θέσεις που προωθούνται από τις δύο πλευρές, κρίνει καταρχάς πως τα γεγονότα που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, αμφισβητούμενα, και σε κάθε περίπτωση τέτοια ώστε το Δικαστήριο να μην μπορεί να κρίνει στη βάση αυτών, και χωρίς να απαιτείται πληρέστερη εξακρίβωση των γεγονότων που αφορούν στην υπόθεση, κατά πόσον συντρέχουν οι υπό του Κανονισμού 24.2 απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Υπενθυμίζεται πως από την πλευρά του Εναγόμενου 1 - Καθ΄ου η αίτηση εγείρονται τα ακόλουθα ζητήματα ως προς την υπεράσπιση του: Ότι η συμφωνία μεταξύ της Ενάγουσας 1 και της Εναγόμενης 2 δεν αφορά δανεισμό αλλά επένδυση για σκοπούς ικανοποίησης των κριτηρίων του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος. Ότι η συγκεκριμένη συμφωνία υποβλήθηκε από τον Ενάγοντα 2 ως μέρος των αποδεικτικών εγγράφων υποστήριξης της αίτησης για πολιτογράφησή του. Εδώ θα πρέπει να ανοιχθεί μια παρένθεση για να σημειωθεί ότι η επένδυση ενός ποσού τίθετο ως προϋπόθεση για να μπορεί κάποιος να υποβάλει αίτηση για πολιτογράφηση. Η επένδυση και όχι η παραχώρηση δανείου. Ο Ομνύοντας στην αίτηση έχει παραδεχθεί ότι ενδιαφερόταν να πολιτογραφηθεί. Ότι ο Εναγόμενος 1 - Καθ΄ου η αίτηση αρνείται την υπογραφή εγγύησης ημερομηνίας 22/01/2018, παράγραφος 13 της Υπεράσπισης. Ότι η Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια με την συγκεκριμένη επένδυση, ως προκύπτει και από το αρχείο του Εφόρου Εταιρειών, κατέστη μέτοχος της Εναγόμενης 3 και συνεχίζει μέχρι σήμερα να παραμένει μέτοχος.
Εξετάζοντας αρχικά την εκδοχή που προβάλλει η Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια κρίνω ότι δεν έχει πείσει, στον απαιτούμενο βαθμό, ότι πράγματι συντρέχει λόγος ώστε να αιτείται την έκδοση συνοπτικής απόφασης που να διατάσσει την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας προσωπικής εγγύησης ημερομηνίας 22/01/2018. Η συγκεκριμένη προσωπική εγγύηση συνδέεται με τη συμφωνία ημερομηνίας 22/01/2018. Αφήνοντας κατά μέρος τον ισχυρισμό του Εναγόμενου 1 - Καθ΄ου η αίτηση ότι σε σχέση με την συγκεκριμένη συμφωνία δεν υπέγραψε προσωπική εγγύηση, υπάρχει διαφωνία σχετικά με την ερμηνεία της συγκεκριμένης σύμβασης, Τεκμήριο 7 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση. Η Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι είναι συμφωνία δανείου και ο Εναγόμενος 1 - Καθ΄ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι είναι συμφωνία για συμμετοχή σε επένδυση. Εγείρονται διάφορα νομικά και πραγματικά ζητήματα, καθώς και ζητήματα που αφορούν την διαφορετικότητα στο περιεχόμενο της συμφωνίας ημερ. 22/01/2018, Τεκμήριο 7 στην αρχική ένορκη δήλωση του κ. Shamir και της συμφωνίας Τεκμήριο 4, στην συμπληρωματική ένορκη δήλωσή του η οποία δεν φέρει ημερομηνία πλην όμως είναι υπογεγραμμένη και στην οποία γίνεται αναφορά στην επένδυση των €350.000.
Παρόλο που μια υπόθεση μπορεί τελικά να αποδειχθεί κατά την ακρόαση ότι δεν ενέχει ιδιαίτερο βαθμό δυσκολίας, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποφασίζεται χωρίς πληρέστερη έρευνα των γεγονότων κατά τη δίκη αντί της έρευνας που είναι επιτρεπτή κατά την έκδοση απόφασης σε συνοπτική διαδικασία. Σύμφωνα και με την αγγλική νομολογία, το Δικαστήριο πρέπει να διστάσει να λάβει τελική απόφαση χωρίς τη διεξαγωγή δίκης, όπου υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύει ότι πληρέστερη έρευνα στα γεγονότα θα προσθέσει ή θα διαφοροποιήσει τη μαρτυρία στη δίκη με αποτέλεσμα να επηρεαστεί η έκβαση της δίκης. Σχετική είναι η απόφαση στην Bank of New York Mellon (International) Limited v. Cine - UK Limited and others [2021] EWCH 1013 (QB).
Το ερώτημα που το Δικαστήριο οφείλει να απαντήσει είναι κατά πόσο ένας εναγόμενος έχει πραγματική πιθανότητα επιτυχίας. Έχοντας υπόψη την μαρτυρία που προσκομίστηκε και από τα δύο Μέρη στη διαδικασία, το Δικαστήριο έχει την άποψη ότι δεν μπορεί να εκδοθεί συνοπτική απόφαση στα υπό εξέταση γεγονότα αφού τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν από την Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια μιλούν για επένδυση και η ίδια προωθεί ισχυρισμό που αφορά την σύναψη δανείου. Διαφορετικές νομικές αρχές εφαρμόζονται σε μια απόφαση που αφορά εγγύηση σε παραχωρηθέν δάνειο και άλλες αρχές εφαρμόζονται στην περίπτωση συμφωνίας για επένδυση. Πρέπει πρώτα να αποφασιστεί τι αφορούσε η συμφωνία για την οποία παραχωρήθηκε η κατ΄ ισχυρισμό προσωπική εγγύηση. Ιδωμένα στην όψη τους τα γεγονότα συνηγορούν υπέρ της διεξαγωγής δίκης για να κριθούν τα γεγονότα έχοντας υπόψη όλες τις περιβάλλουσες συνθήκες, οι οποίες είναι άγνωστες στο Δικαστήριο. Οι περιβάλλουσες συνθήκες και τα υπόλοιπα γεγονότα μπορούν να καθορίσουν πώς θα εξελιχθούν τα νομικά θέματα. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι στην υπό κρίση υπόθεση συντρέχουν λόγοι που επιβάλλουν τη διερεύνηση των συνθηκών σύναψης των δύο συμβάσεων. Υπάρχει λόγος που συνηγορεί υπέρ του ελέγχου της σύμβασης που στην όψη της φαίνεται να είναι σύμβαση επένδυσης. Το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του όλα τα γεγονότα στη βάση των οποίων μπορεί να κριθεί το θέμα του τι πραγματικά αφορά η συγκεκριμένη σύμβαση, αλλά έχει τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις των μερών επί τούτου και συνεπώς προκύπτει αναγκαιότητα εξέτασης του θέματος στο πλαίσιο της «κανονικής» δίκης.
Το Δικαστήριο έχει υπόψη του το λόγο της Partco v. Wragg [2020] EWCA Civ. 594, όπου στην παράγραφο 27 αυτής το Εφετείο προειδοποίησε ότι θα πρέπει να αποφεύγεται η έκδοση συνοπτικής απόφασης αποσπασματικά σε μια αξίωση όπου το αποτέλεσμα είναι να οδηγήσει ολόκληρη τη διαδικασία σε καθυστέρηση σε μια αξίωση που θα οδηγηθεί σε δίκη εν πάση περιπτώσει. Το Δικαστήριο καταλήγει ενόψει του πιο πάνω σκεπτικού ότι η δικαιοσύνη θα εξυπηρετηθεί καλύτερα με την πλήρη διερεύνηση της ολότητας των γεγονότων και την λήψη μιας πλήρους ενημερωμένης απόφασης.
Στη βάση των όσων τυγχάνουν καταγραφής πιο πάνω, αποτελεί κρίση του Δικαστηρίου πως ο Εναγόμενος 1 - Καθ΄ου η αίτηση έχει καταφέρει να καταδείξει ότι μπορεί να αντικρούσει την υπόθεση της Ενάγουσας 1-Αιτήτριας, η οποία δεν έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου μια ολοκληρωμένη εικόνα ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης. Κρίνεται πως στην προκειμένη περίπτωση δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έκδοση συνοπτικής απόφασης με βάση το Μέρος 24, αφού η υπεράσπιση έχει ρεαλιστική προοπτική επιτυχίας και έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι ώστε το θέμα να οδηγηθεί και να επιλυθεί στο πλαίσιο δίκης. Στην πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου λήφθηκε υπόψη και ο πρωταρχικός σκοπός των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, υπό το πρίσμα του οποίου διαβάζονται και ερμηνεύονται οι Κανονισμοί. Τα έξοδα της αίτησης θα βαραίνουν την Ενάγουσα 1 - Αιτήτρια.
Ενόψει του γεγονότος ότι δεν έχουν καταχωριστεί κατάλογοι εξόδων, το Δικαστήριο υπολογίζει συνοπτικά τα έξοδα του Εναγόμενου 1-Καθ’ ου η αίτηση στο ποσό των €4.500, σύμφωνα με το Μέρος 39 Κανονισμός 7(1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023.
Δίδεται δικαίωμα στους Εναγόμενους 1, 2 και 3 να υπερασπιστούν στην απαίτηση των Εναγόντων 1 και 2 σε σχέση με την ολότητα της αξίωσης, όπως αυτή διατυπώνεται στο Έντυπο Απαίτησης. Σημειώνεται ότι έχει καταχωριστεί Υπεράσπιση.
(Υπ.) ………………….…………………
Ε. Γεωργίου - Αντωνίου, Π.Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο