
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 4858/16
ΤΑΜΕΙΟ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΟΔΩΡΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΑΛ
Εναγόντων
v.
1. PricewaterhouseCoopers Limited
2. Grant Thorton (Cyprus) Limited
Εναγόμενων
Ως τροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου ημερ. 18/09/2018
Μεταξύ:
ΤΑΜΕΙΟ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΟΔΩΡΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΑΛ
Εναγόντων
v.
1. PricewaterhouseCoopers Limited
2. Grant Thorton (Cyprus) Limited
3. Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, δια του Ειδικού Διαχειριστή και Εκτελεστή αυτής Κλεόβουλου Αλεξάνδρου
Εναγόμενων
------------------------------------------------
Αίτηση Εναγόμενης 2 ημερομ. 17/04/2024
για εκδίκαση νομικού σημείου προδικαστικά
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 07 Ιουλίου, 2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Εναγόμενη 2 - Αιτήτρια: κ. Γιορδαμλής, για Ιωαννίδης, Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.
Για Ενάγοντες - Καθ’ ων η αίτηση: κα Χριστοδούλου, για Γεώργιος Κολοκασίδης & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε. και Γεώργιος Θ. Κούμα
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η Εναγόμενη 2 - Αιτήτρια με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκει την έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου με το οποίο να επιτρέπεται ή/και να διατάσσεται όπως το νομικό σημείο που εγείρεται στις παραγράφους 9, 16, 30 και 31 της Έκθεσης Υπεράσπισης της εκδικαστεί και αποφασιστεί προδικαστικά. Συγκεκριμένα, το νομικό θέμα προς απόφαση αφορά στο ότι η Εναγόμενη 2 - Αιτήτρια, υπό την ιδιότητά της ως εξωτερικός ελεγκτής της Εναγόμενης 3, δεν φέρει καθήκον επιμέλειας ή/και νομικό ή/και άλλο καθήκον προς τους Ενάγοντες - Καθ' ων η Αίτηση και ούτε έχει οποιαδήποτε ευθύνη προς τους Καθ' ων η Αίτηση υπό την ιδιότητά τους ως καταθέτες και ως εκ τούτου, δεν νομιμοποιούνται στην έγερση της αγωγής εναντίον της.
Νομική βάση για την αίτηση αποτέλεσαν οι Δ.20, Δ.27 θ.θ. 1 - 3, Δ.29 θ.θ. 1 και 2, Δ.30 θ.θ. 2(g), Δ.48 θ.θ. 1‑3, 5‑7, 9(ο) και Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, το Μέρος 1 Κανονισμοί 2 και 5 και το Μέρος 60 Κανονισμός 2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών 2023, το Άρθρο 30 του Συντάγματος, το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, η πάγια νομολογία, οι αρχές του Κοινοδικαίου και της Επιείκειας και οι γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα προς υποστήριξη της αίτησης τέθηκαν σε ένορκη δήλωση της Ραφαέλλας Ανδρέου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Αιτήτρια - Εναγόμενη 2, η οποία τα γνωρίζει. Καταγράφει ότι με την Υπεράσπιση που καταχωρήθηκε στις 03/12/2018 εγείρονται αμιγώς νομικά ζητήματα, τα οποία θα πρέπει να ακουστούν και να κριθούν σε προδικαστικό στάδιο λόγω του ότι η απόφαση του Δικαστηρίου θα επιλύσει ουσιωδώς το σύνολο της αγωγής.
Σύμφωνα με την Ομνύουσα, οι Καθ' ων η Αίτηση - Ενάγοντες ήγειραν την συγκεκριμένη αγωγή ως καταθέτες της πρώην Λαϊκής Τράπεζας Ltd, των οποίων οι καταθέσεις απομειώθηκαν. Η Αιτήτρια - Εναγόμενη 2 ενάγεται υπό την ιδιότητά της ως εξωτερικός ελεγκτής της Εναγόμενης 3, από κοινού με την Εναγόμενη 1, αφού ετοίμαζε και υπέγραφε τόσο τις Οικονομικές Καταστάσεις, όσο και τις Ετήσιες Εκθέσεις της Εναγόμενης 3 για τα έτη 2007‑2012. Υποστηρίζει ότι οι Καθ' ων η Αίτηση - Ενάγοντες κατέγραψαν, στην Έκθεση Απαίτησης τους, ισχυριζόμενες λεπτομέρειες καθήκοντος επιμέλειας ή/και επαγγελματικής ευθύνης της Αιτήτριας ‑ Εναγόμενης 2, υπό την ιδιότητα της ως εγκεκριμένος ελεγκτής και εξωτερικός ελεγκτής της Εναγόμενης 3.
Συγκεκριμένα, οι Καθ' ων η Αίτηση - Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι υπό τη συγκεκριμένη ιδιότητα η Αιτήτρια - Εναγόμενη 2 ενήργησε αμελώς, ότι επέδειξε επαγγελματική αμέλεια και προέβη σε πράξεις, παραλείψεις ή/και ψευδείς και εσφαλμένες παραστάσεις κατά την ετοιμασία των Ετήσιων Εκθέσεων και των Οικονομικών Καταστάσεων της Εναγόμενης 3. Προωθούν τη θέση ότι η Αιτήτρια - Εναγόμενη 2 όφειλε να γνωρίζει ότι οι Καθ' ων η Αίτηση - Ενάγοντες ενημερώνονταν, σε σχέση με την οικονομική κατάσταση και ευρωστία της Εναγόμενης 3, μέσω των Ετήσιων Εκθέσεων και Οικονομικών Καταστάσεων της Εναγόμενης 3. Οπόταν, οι πράξεις, παραλείψεις και ψευδείς παραστάσεις της Αιτήτριας ‑ Εναγόμενης 2 ήταν αναμενόμενο ότι θα προκαλούσαν ζημιά στους Καθ' ων η Αίτηση - Ενάγοντες, οι οποίοι βασίστηκαν σε αυτές κατά τη λήψη των επενδυτικών ή/και άλλων αποφάσεων τους. Αξιώνουν απώλειες ύψους €172.841,50 ως ζημιές που οφείλονται στην παράβαση των υποχρεώσεων ή/και στην αμέλεια ή/και στις ψευδείς και εσφαλμένες παραστάσεις της Αιτήτριας - Εναγόμενης 2.
Είναι η θέση της Ομνύουσας ότι η Αιτήτρια - Εναγόμενη 2 δεν οφείλει οποιονδήποτε καθήκον επιμέλειας ή/και νομικό ή/και άλλο καθήκον ή/και δεν έχει οποιανδήποτε ευθύνη προς τους Καθ' ων η Αίτηση - Ενάγοντες ή/και προς οποιουσδήποτε άλλους επενδυτές ή/και καταθέτες αφού, υπό την ιδιότητά της ως εξωτερικός ελεγκτής, δεν υπέχει καθήκον ή/και καθήκον επιμέλειας ή/και θέσμιο ή/και άλλο καθήκον έναντι των Καθ' ων η Αίτηση - Εναγόμενων. Προωθεί τη θέση ότι οι Εκθέσεις που ετοιμάστηκαν απευθύνονταν αποκλειστικά στο Διοικητικό Συμβούλιο και στους μετόχους της Εναγόμενης 3 και όχι προς το ευρύτερο κοινό.
Επεξηγεί ότι το καθήκον κατάρτισης των Οικονομικών Καταστάσεων μιας εταιρείας βρίσκεται αποκλειστικά στο Διοικητικό Συμβούλιο της εκάστοτε εταιρείας. Υποστηρίζει ότι για να επιτύχει οποιαδήποτε αξίωση των Καθ' ων η Αίτηση - Εναγόντων εναντίον της Αιτήτριας - Εναγόμενης 2 θα πρέπει να αποδειχθεί ότι υπό την ιδιότητά της ως εξωτερικός ελεγκτής της Εναγόμενης 3, κατά την ετοιμασία των Ετήσιων Εκθέσεων, όφειλε καθήκον επιμέλειας ή άλλο καθήκον προς τους Καθ' ων η Αίτηση - Ενάγοντες και ότι υπείχε νομικής ευθύνης έναντι αυτών. Κατά τη δική της άποψη η ευθύνη των ελεγκτών οφείλεται στον πελάτη τους, ενώ οι ελεγκτές δεν υπέχουν καθήκον επιμέλειας και επιδεξιότητας έναντι του ευρύτερου κοινού και έναντι τρίτων προσώπων στην απουσία ειδικών περιστάσεων. Ισχυρίζεται ότι στις περιπτώσεις που εγείρονται καθαρά και αμιγώς νομικά σημεία, τα οποία αν αποφασιστούν υπέρ του αιτητή αποφασίζεται όλη η υπόθεση, τότε η επίλυσή τους καθίσταται αναγκαία πριν από την ακρόαση της υπόθεσης. Είναι η δική της θέση ότι τα συγκεκριμένα νομικά ζητήματα που αφορούν την αγωγή συνιστούν καθοριστικά νομικά θέματα, αφού το κατά πόσον η Αιτήτρια-Εναγόμενη 2 οφείλει ή όχι καθήκον επιμέλειας και υπέχει οποιασδήποτε υποχρέωσης έναντι των Καθ' ων η Αίτηση - Εναγόντων είναι ζήτημα το οποίο αν αποφασιστεί προδικαστικά θα επιλύσει, ουσιωδώς και τελειωτικά, το σύνολο της αγωγής. Όσον αφορά τα γεγονότα που περιβάλλουν τα συγκεκριμένα ζητήματα υποστηρίζει ότι είναι αδιαμφισβήτητα και παραδεκτά. Περαιτέρω, είναι η θέση της ότι τα συγκεκριμένα νομικά ζητήματα μπορεί να επιλυθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και χωρίς να χρειαστεί η προσκόμιση μαρτυρίας.
Όσον αφορά τον χρόνο καταχώρησης της υπό κρίση αίτησης παραδέχεται ότι είναι παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και ότι ο ενδεικνυόμενος χρόνος για υποβολή του συγκεκριμένου αιτήματος είναι κατά τον ορισμό της αγωγής για οδηγίες. Αναγνωρίζει ότι η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε σε προχωρημένο στάδιο και πριν την ακροαματική διαδικασία αλλά επεξηγεί ότι οι Καθ' ων η Αίτηση - Ενάγοντες καταχώρησαν συμπληρωματική ένορκη δήλωση αποκάλυψης εγγράφων πρόσφατα, δίδοντας την ευκαιρία, στην Αιτήτρια - Εναγόμενη 2, να αντιληφθεί το εύρος της μαρτυρίας που έχει να αντιμετωπίσει στην ακροαματική διαδικασία. Υποστηρίζει ότι οι Ενάγοντες - Καθ' ων η Αίτηση επιθυμούν να προσκομίσουν μαρτυρία αναφορικά με τις Οικονομικές Καταστάσεις της Εναγόμενης 3 για τα έτη 2006 - 2012, αναφορικά με την πορεία της Ελληνικής και Κυπριακής οικονομίας, εκθέσεις της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών και Αξιών και του Επιτρόπου Διοικήσεως, σε σχέση με τη λειτουργία των θεσμών του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ισχυρίζεται ότι είναι ορατός ο κίνδυνος αντί να ακουστεί μαρτυρία για τη συγκεκριμένη αξίωση να εκτροχιαστεί η ακροαματική διαδικασία και να εξελιχθεί σε ακρόαση που να αφορά την κατάρρευση της Εναγόμενης 3 και του κυπριακού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Εισηγείται ότι η εκδίκαση των εγερθέντων σημείων προδικαστικά θα συμβάλει στη μείωση των εξόδων και τη διάσωση πολύτιμου δικαστικού χρόνου, αφού η απόφαση του Δικαστηρίου ότι η Αιτήτρια - Εναγόμενη 2 δεν υπέχει οποιαδήποτε νομική ευθύνη έναντι των Καθ' ων η Αίτηση - Εναγόντων θα σφραγίσει την τύχη της αγωγής.
Η Αίτηση αντιμετωπίστηκε με Ένσταση από τους Καθ' ων η Αίτηση -Ενάγοντες στην οποία παρατέθηκαν δέκα 10 λόγοι ενστάσεως, οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως: Ότι η αίτηση πάσχει ή/και είναι νομικά ή/και ουσιαστικά ή/και τυπικά αβάσιμη και θα πρέπει να απορριφθεί. Ότι είναι αντικανονική ή/και καταχωρήθηκε κατά παράβαση των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών ή/και της ισχύουσας νομοθεσίας ή/και της νομολογίας ή/και της πρακτικής του Δικαστηρίου. Ότι είναι αδικαιολόγητη ή/και καταχρηστική ή/και παράτυπη ή/και ανεπίτρεπτη ή/και αντίθετη με τους διαδικαστικούς κανονισμούς και την πρακτική του Δικαστηρίου. Ότι πάσχει λόγω μη αποκάλυψης ουσιωδών στοιχείων ή/και γεγονότων και τείνει να αποπροσανατολίσει το Δικαστήριο ως προς τα πραγματικά γεγονότα. Ότι είναι χωρίς πραγματικό έρεισμα ή/και υπόβαθρο γιατί δεν υφίσταται ή/και ικανοποιείται ή/και τυγχάνει εφαρμογής οποιαδήποτε εκ των προϋποθέσεων έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος. Ότι οι ισχυρισμοί της Ομνύουσας είναι αναληθείς, ανυπόστατοι και αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις των Αιτητών - Εναγομένων 2. Ότι δεν καταδείχθηκε η ύπαρξη καλού λόγου που να επιτρέψει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Ότι η αίτηση υποβάλλεται με μεγάλη καθυστέρηση και σκοπεί στην κωλυσιεργία, κακοπιστία και αδιαφορία. Ότι τα αιτούμενα διατάγματα δεν στοιχειοθετούνται από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση και ότι οι Καθ' ων η Αίτηση - Ενάγοντες έχουν τηρήσει τη σχετική νομοθεσία και τις υποχρεώσεις τους.
Η νομική βάση της Ένστασης είναι πανομοιότυπη με αυτήν της Αίτησης και για αυτό τον λόγο το Δικαστήριο δεν προτίθεται να την επαναλάβει.
Τα γεγονότα προς υποστήριξη της Ένστασης καταγράφονται σε ένορκη δήλωση της Ευριδίκης Μαυρομμάτη, δικηγόρου στο γραφείο των συνηγόρων που εκπροσωπεί τους Ενάγοντες - Καθ' ων η Αίτηση. Η ίδια είναι εξουσιοδοτημένη στην κατάρτιση της συγκεκριμένη ένορκης δήλωσης και γνωρίζει προσωπικά τα γεγονότα. Παραδέχεται ότι στην Έκθεση Υπεράσπισης της η Αιτήτρια - Εναγόμενη 2 εγείρει κάποια ζητήματα, όμως προωθεί τη θέση ότι τα συγκεκριμένα θέματα δεν είναι αμιγώς και εξόχως νομικά και συνακόλουθα δεν μπορούν να κριθούν σε προδικαστικό στάδιο. Ισχυρίζεται ότι οι Καθ' ων η Αίτηση - Ενάγοντες προβάλλουν, στην Έκθεση Απαίτησης τους, τη θέση ότι ήταν εύλογο και αναμενόμενο αλλά και προβλεπτό ότι οι Ενάγοντες θα προσέτρεχαν στο περιεχόμενο των Οικονομικών Καταστάσεων και των Ετήσιων Εκθέσεων και ότι θα βασίζονταν σ' αυτό, για να ενημερωθούν αναφορικά με την οικονομική κατάσταση και ευρωστία της Λαϊκής Τράπεζας. Υποστηρίζει ότι η Αιτήτρια - Εναγόμενη 2, αμφισβήτησε την υποχρέωση δημοσίευσης των Οικονομικών Καταστάσεων της Λαϊκής Τράπεζας, ενώ, ως προέκυψε, δεν φαίνεται να υπήρχε συμφωνία σε σχέση με τις υποχρεώσεις που η νομοθεσία επιβάλλει στους ώμους της Αιτήτριας - Εναγόμενης 2. Αρνείται, η Ομνύουσα, ότι τα ζητήματα που περιβάλλουν την υπόθεση είναι αδιαμφισβήτητα και παραδεκτά και προωθεί τη θέση ότι οι αξιώσεις των Καθ' ων η Αίτηση - Εναγόντων βασίζονται σε ιδιαίτερα νομικά σημεία, τα οποία είναι στενά συνδεδεμένα με τα πραγματικά γεγονότα της κάθε περίπτωσης. Ως εκ τούτου, από τα δικόγραφα και μόνο, διαφαίνεται ότι δεν προκύπτουν σαφή και αδιαμφισβήτητα γεγονότα, ούτε και ξεκάθαρες εκ του Νόμου υποχρεώσεις και γι’ αυτό η θεώρηση του νομικού σημείου του καθήκοντος επιμέλειας της Αιτήτριας - Εναγόμενης 2 προς τους Καθ' ων η Αίτηση - Ενάγοντες δεν μπορεί να εξεταστεί, χωρίς να προχωρήσει η υπόθεση σε ακρόαση.
Εισηγείται ότι, σε ό,τι αφορά το καθήκον επιμέλειας των ελεγκτών προκύπτει εκ της νομολογίας ότι υπέχουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, ευθύνη και προς τρίτα μέρη. Οπόταν η ευθύνη αποτελεί ζήτημα το οποίο εξετάζεται κατά περίπτωση και υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων γεγονότων και περιστατικών της κάθε υπόθεσης. Υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη αγωγή δεν αποτελεί πρόσφορη περίπτωση για να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου γιατί δεν συνιστά εξαιρετικά απλή και καθαρή περίπτωση. Αντίθετα, εξαιτίας της ασάφειας του Νόμου και της αμφισβήτησης των επίδικων γεγονότων θα πρέπει να προχωρήσει σε ακρόαση. Προωθεί την άποψη ότι σε ιδιάζουσες περιπτώσεις προκύπτει καθήκον των ελεγκτών έναντι τρίτων και η διαπίστωση των ειδικών περιστάσεων είναι στενά συνδεδεμένη με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και κατ’ επέκταση της μαρτυρίας που θα προσκομιστεί για να αποδειχθούν οι συγκεκριμένες περιστάσεις. Ισχυρίζεται ότι οι Καθ΄ων η αίτηση - Ενάγοντες στην Απαίτησή τους προβάλλουν γεγονότα και ισχυρισμούς που ενισχύουν το νομικό υπόβαθρο της αγωγής και για αυτό θα πρέπει να αποφασιστούν κατά τη δίκη.
Επικαλείται την καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης, ήτοι 5 χρόνια μετά την καταχώριση της Απάντησης των Καθ΄ων η αίτηση - Εναγόντων και της καταχώρισης της Κλήσης για Οδηγίες. Εισηγείται ότι η Αιτήτρια - Ενάγουσα προβάλλει αντιφατικές θέσεις αφού, αφενός, επικαλείται την συμπληρωματική αποκάλυψη εγγράφων για να δικαιολογήσει την καθυστέρηση, ήτοι ότι με την αποκάλυψη έγινε αντιληπτό το εύρος της μαρτυρίας που θα κληθεί και αφετέρου, ισχυρίζεται ότι το ζήτημα είναι αμιγώς νομικό και ότι δεν υπάρχουν αμφισβητούμενα γεγονότα. Είναι η δική της θέση ότι, αν τα ζητήματα που η Αιτήτρια - Εναγόμενη 2 επιζητεί να δικαστούν προκαταρτικά φαίνονταν από τα δικόγραφα, τότε δεν έπρεπε να αναμένει την συμπληρωματική αποκάλυψη εγγράφων για να προωθήσει το αίτημά της. Εισηγείται την απόρριψη της αίτησης.
Δεν αντεξετάστηκε οποιοσδήποτε εκ των Ομνύοντων και η ακρόαση διεξήχθη στη βάση των γραπτών αγορεύσεων. Οι συνήγοροι των δυο πλευρών με τις ικανές εισηγήσεις τους, τις οποίες προνόησαν να καταγράψουν και να θέσουν υπόψη του Δικαστηρίου, υποστήριξαν και ανέπτυξαν τις εκατέρωθεν διαμετρικά αντίθετες θέσεις τους για τα ζητήματα που απασχολούν στην παρούσα. Προέβησαν και σε δια ζώσης διευκρινήσεις αναφορικά με τα θέματα που τους απασχολούσαν. Το Δικαστήριο έχει σημειώσει τις αναφορές, τοποθετήσεις και εισηγήσεις των δυο πλευρών, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα επιχειρήματα όσο και τις νομικές αυθεντίες στις οποίες αναφέρθηκαν. Ειδικότερη αναφορά στις εισηγήσεις τους θα γίνει σε μεταγενέστερο στάδιο στο πλαίσιο της παρούσας και όπου τούτο κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο για σκοπούς της παρούσας, έχοντας πάντα κατά νου ότι δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται (βλ. Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 490).
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η Δ.27 τιτλοφορείται «Points of Law Raised By Pleadings». Οι θ.θ.1 και 2 προνοούν τα ακόλουθα:
« 1. Any party shall be entitled to raise by his pleading any point of law, and any point so raised shall be disposed of by the Court at any stage that may appear to it convenient.
2. If in the opinion of the Court the decision of such point of law substantially disposes of the whole action, or of any distinct cause of action, ground of defence, counterclaim or reply therein, the Court may thereupon dismiss the action or make such other order therein as may be just.». (ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου)
Σε ελεύθερη μετάφραση στα Ελληνικά:
« 1. Οποιοσδήποτε διάδικος δικαιούται να εγείρει στα δικόγραφα του οποιοδήποτε νομικό σημείο και κάθε τέτοιο σημείο θα αποφασίζεται από το Δικαστήριο σε οιονδήποτε στάδιο ήθελε φανεί λογικό στο Δικαστήριο.
2. Εάν ήθελε φανεί στο Δικαστήριο ότι η απόφαση σ' αυτό το νομικό σημείο ουσιαστικά κρίνει όλη την αγωγή ή οποιονδήποτε αγώγιμο δικαίωμα, βάση υπεράσπισης, ανταπαίτησης, απάντησης σ' αυτή, το Δικαστήριο μπορεί τότε να απορρίψει την αγωγή ή να εκδώσει οιονδήποτε άλλο διάταγμα σ' αυτή που θα είναι δίκαιο.».
Προκύπτει από τη διατύπωση της Δ.27 ότι η προδικαστική εξέταση νομικού σημείου εναπόκειται στην διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση ασκείται με βάση τις αρχές και προϋποθέσεις που νομολογιακά τέθηκαν. Όπου τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθενται στις έγγραφες προτάσεις, είναι ικανά να δώσουν πλήρη εικόνα στο Δικαστήριο, τότε το Δικαστήριο υιοθετεί τη διαδικασία της προδικαστικής επίλυσης. Σε περίπτωση όπου χρειάζεται, όμως, να δοθεί πρόσθετο φως στα γεγονότα με μαρτυρία, είναι ορθότερο όπως η υπόθεση προχωρήσει σε δίκη, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.33. Μόνο καθαρά νομικά ζητήματα μπορούν να τύχουν εξέτασης δυνάμει της Δ.27 θ.1, τα οποία θα είναι καθοριστικά της αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων. Με το θέμα ασχολήθηκε και η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Κ.Τ. ν. Α.Κ. κ.α. Πολ. Εφ. Ε46/24 ημερ. 30/05/2025, καθώς και η απόφαση στην υπόθεση Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 229, από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα:
« Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται εκτενής αναφορά στη νομολογία η οποία διέπει τον καθορισμό και την επίλυση θέματος βάσει της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (Βλ. μεταξύ άλλων, Western S.S. Co v. Amaral Sutherland & Co. [1914] 3 K.B. 55. Windsor Refrigerator Co Ltd. v. Branch Nominees Ltd [1961] Ch. 375. Isaacs and Sons Ltd. v. Cook [1925] 2 K.B. 886 Andreson v. Midland Railway [1902] 1 Ch. 374. Papamichael v. Haholiades (1970) 1 C.L.R. 360. Malachtou v. Armefti and another (1984) 1 CLR 548).
Ο,τι προκύπτει από τη νομολογία, είναι ότι η επίλυση θέματος προδικαστικά και, γενικότερα, η επίλυση θέματος έξω από το πλαίσιο της δίκης - το φυσιολογικό πεδίο για τη διαπίστωση των γεγονότων και τον καθορισμό των δικαιϊκών τους συνεπειών - αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, προσφυγή στο οποίο δικαιολογείται μόνο εφ' όσο τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα ή παραδεκτά.
Δικαιολογείται, συνεπώς η επίκληση της Διάταξης 27 εφ' όσο το συζητούμενο θέμα αποκρυσταλλώνεται σε καθαρά νομικό θέμα, η λύση του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί με την ίδια ευχέρεια σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Τα γεγονότα, άλλωστε, τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου είναι, όπως υποδεικνύεται στη Sevegep Ltd v. United Sea Transport Ltd. And others (1989) 1 Α.Α.Δ (E) 29 εκείνα τα οποία συνθέτουν την απαίτηση, και αποκλειστική πηγή αναζήτησης τους είναι η έκθεση απαιτήσεως».
Σχετικό με τα υπό εξέταση θέματα είναι και το σκεπτικό της απόφασης Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Nada Terzian και τώρα Παναγιώτου (2014) 1 Α.Α.Δ. 558 στην οποία αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ότι:
« Η Δ.27 θ.3 παρέχει κατ΄ ουσία στο Δικαστήριο το μηχανισμό και την εξουσία, χωρίς τη διεξαγωγή δίκης, να απορρίψει την αγωγή όταν δεν αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής ή ως επιπόλαια ή παρενοχλητική, εξουσία που αποτελεί εξαιρετικής μορφής μέτρο και ασκείται με φειδώ (Ν. Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1998) 1 ΑΑΔ 1338).
Είναι ορθή η αρχή, την οποία άλλωστε αποδέχονται οι διάδικοι, πως για να ακουστεί προδικαστικά νομικό σημείο θα πρέπει τα γεγονότα με βάση τα οποία θα πρέπει να αποφασιστεί να μην τίθενται υπό αμφισβήτηση. Επίσης είναι ορθό ότι ένα νομικό σημείο πρέπει να είναι αμιγώς νομικό και ότι η απόφαση υπέρ του αιτητή ουσιαστικά θα πρέπει να επιλύει ολόκληρη την αγωγή.».
Οι νομικές αρχές που διέπουν την εκδίκαση νομικών σημείων προδικαστικά έχουν αποκρυσταλλωθεί. Προδικαστικά εκδικάζονται μόνο καθαρά νομικά σημεία (βλ. Malachtos v. Armeftis (1985) 1 C.L.R. 548) νοουμένου ότι ικανοποιούνται ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες παρατίθενται με λεπτομέρεια στην Χ'' Οικονόμου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 949, από την οποία και το απόσπασμα που ακολουθεί:
« Οι αρχές που διέπουν την προκαταρκτική εκδίκαση νομικών σημείων που εγείρονται στις έγγραφες προτάσεις, έχουν νομολογηθεί. (Βλ. μεταξύ άλλων, Costas Mavromoustaki v. Iacovos N. Yeroudes as Executor of the Will of the deceased Spyros Michaelides (1965) 1 CLR 176, Maroulla Athanassi Michaelides (Wife of Aristotelis Gregoriades) v. Pinelopi HjiMichael Diakou (1986) 1 CLR 392, Michael v. United Sea Transport (1981) 1 CLR 322.)
Οι αρχές αυτές που καθορίζουν τα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:
Η σχετική αίτηση πρέπει να καθορίζει το συγκεκριμένο νομικό σημείο που εγείρεται και να καταχωρείται κατά το χρόνο που κλείνουν οι έγγραφες προτάσεις ή πολύ σύντομα αργότερα. Κανονικά η προκαταρκτική εκδίκαση θα πρέπει να ζητείται στην Αίτηση για Οδηγίες (Summons for Directions).
Η έκδοση τέτοιας διαταγής γίνεται κατά κανόνα, όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι το κρινόμενο νομικό σημείο εγείρει σοβαρό νομικό θέμα, το οποίο αν αποφασιστεί υπέρ του αιτητή, αποφασίζεται η όλη υπόθεση, ή ένα ουσιώδες θέμα της αγωγής.
Μια τέτοια διαταγή θα πρέπει να εκδίδεται με φειδώ και σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις και όχι στις περιπτώσεις εκείνες που τα εγειρόμενα θέματα, λόγω της ασάφειας των γεγονότων ή του νόμου, θα πρέπει να αποφασιστούν κατά την ακρόαση. Ακόμα, η διαταγή αυτή δεν εκδίδεται όταν υπάρχουν αμφισβητούμενα γεγονότα.».
(ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου)
Στην υπόθεση Anastasia C. Hambou v. Andreas Thoma (1987) 1 C.L.R. 370 λέχθηκε ότι ο σκοπός της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας είναι η εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων στις περιπτώσεις εκείνες όπου ο καθορισμός προδικαστικά ενός νομικού σημείου θα κρίνει ουσιαστικά όλη την υπόθεση ή ένα ουσιώδες ζήτημα με αποτέλεσμα να καθίσταται αχρείαστο για το Δικαστήριο να ακούσει μαρτυρία επί οιωνδήποτε πραγματικών γεγονότων.
Στην σχετικά πρόσφατη απόφαση ΧΧΧ Παπαθανασίου ν. Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου κ.α. Πολ. Εφ. Ε178/14 ημερ. 11/08/2020 διαβάζονται τα ακόλουθα:
« Διαταγή δυνάμει της Δ.27, θ.1 για εκδίκαση προδικαστικού σημείου εκδίδεται με φειδώ και σε περιπτώσεις που είναι εξαιρετικά απλές και καθαρές (βλ. Χ˝Οικονόμου ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 949). Η ασάφεια σε σχέση με την ύπαρξη ή όχι διορισμού του εφεσείοντα στην επίδικη θέση δεν επέτρεπε, στην προκειμένη περίπτωση, την προδικαστική εκδίκαση του ζητήματος της δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να εκδικάσει τα εγειρόμενα με την υπεράσπιση προδικαστικά σημεία δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης, καίτοι εγείρονται στα πλαίσια της αιτιολογίας του 2ου λόγου έφεσης παράπονα συνυφασμένα προς τούτο, περί εσφαλμένης απόρριψης της εισήγησης του εφεσείοντα για την ύπαρξη αμφισβητούμενων γεγονότων πολύπλευρης και πολύπλοκης φύσης, ενώ στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του γίνεται λόγος για μη εφαρμογή από το Δικαστήριο της δέουσας διαδικασίας σε περιπτώσεις αιτήσεων όπως η υπό αναφορά.».
(ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου)
Έχοντας κατά νου τις παρατεθείσες νομολογιακές αρχές το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν μπορεί να εξεταστεί προδικαστικά το θέμα του κατά πόσο η Αιτήτρια - Εναγόμενη 2 όφειλε ή όχι καθήκον επιμέλειας ή οποιοδήποτε καθήκον προς τους Καθ΄ων η αίτηση - Ενάγοντες, γιατί η ευθύνη κατάρτισης οικονομικών καταστάσεων μιας εταιρείας ή και μιας Τράπεζας ανήκει αποκλειστικά στο Διοικητικό Συμβούλιο μιας εταιρείας, ως ισχυρίζεται η Αιτήτρια - Εναγόμενη 2. Ούτε μπορεί να εξεταστεί προδικαστικά το θέμα του ότι δεν οφείλει οποιοδήποτε καθήκον επιμέλειας ή και νομικό ή άλλο καθήκον ή και ότι δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη προς τους Ενάγοντες. Το Δικαστήριο έχει εξετάσει με μεγάλη προσοχή τόσο τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην Έκθεση Απαίτησης, όσο και στην Έκθεση Υπεράσπισης της Αιτήτριας - Εναγόμενης 2, σε συνδυασμό πάντοτε με τις θέσεις και ισχυρισμούς που η κάθε πλευρά προβάλλει στην αγόρευση της, χωρίς βεβαίως να παραβλεφθούν τα όσα έχουν τεθεί στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν αίτηση και ένσταση αντίστοιχα.
Εφαρμόζοντας τις αρχές της νομολογίας, όπως έχουν παρατεθεί λεπτομερώς πιο πάνω, στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης το Δικαστήριο διαπιστώνει τα ακόλουθα: Είναι ολοφάνερο με βάση τα γεγονότα που πλαισιώνουν την υπό κρίση αίτηση, ότι και οι δύο προϋποθέσεις που θέτουν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας και η νομολογία για εκδίκαση των προδικαστικών σημείων πριν την δίκη δεν ικανοποιούνται, αφού δεν υπάρχουν παραδεκτά γεγονότα, ούτε και παραδεκτά έγγραφα, αλλά αντίθετα υπάρχουν εκ διαμέτρου διαφορετικοί ισχυρισμοί και σεβαστός όγκος εγγράφων τον οποίο η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση - Εναγόντων προτίθεται να καταθέσει. Το κατά πόσο υπέχει ευθύνη προς τους Ενάγοντες η Εναγόμενη 2 είναι θέμα που θα αποφασιστεί μετά από εξέταση των γεγονότων, όπως αυτά θα τεθούν μέσω της μαρτυρίας στο Δικαστήριο καθώς και του μαρτυρικού υλικού που θα προσκομιστεί. Τα σημεία που θίγει η Αιτήτρια - Εναγόμενη 2 στην υπό κρίση αίτηση με τις προδικαστικές της ενστάσεις δεν είναι αμιγώς νομικά, όπως η νομολογία απαιτεί και πρέπει να ακουστεί μαρτυρία σε σχέση με τα συγκεκριμένα σημεία. Επίλυση των νομικών αυτών ζητημάτων δεν επιλύει εξ ολοκλήρου την ουσία της αγωγής, όπως αυτή καθορίζεται από τα δικόγραφα, η οποία ουσιαστικά περιστρέφεται γύρω από το κατά πόσο η Εναγόμενη 2 ενήργησε ή και επέδειξε τέτοια συμπεριφορά ή και προέβη σε ενέργειες ή και παραλείψεις μη συνάδουσες με το λογικά αναμενόμενο επίπεδο το οποίο όφειλε να επιδείξει ως Λογιστής - Ελεγκτής της τότε Cyprus Popular Bank Public CO Ltd.
Όσον αφορά την καθυστέρηση στην καταχώριση της υπό κρίση αίτησης, πράγματι παρατηρείται μια αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης που με κανένα τρόπο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί αφού τα γεγονότα που επικαλούνται οι Καθ΄ων η αίτηση - Ενάγοντες ήταν γνωστά στην Αιτήτρια - Εναγόμενη 2 από την καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης. Η αγωγή είχε οριστεί στις 21/02/2020 για Οδηγίες μετά από την έκδοση Κλήσης για Οδηγίες. Μετά από εκείνη την ημερομηνία και ιδιαίτερα μετά την πρώτη αποκάλυψη εγγράφων των Καθ΄ων η αίτηση - Εναγόντων στις 13/11/2020, η Εναγόμενη 2 γνώριζε τι έγγραφα προτίθετο να χρησιμοποιήσουν οι Καθ΄ων η αίτηση - Ενάγοντες. Δεν δικαιολογείται η καταχώριση της υπό κρίση αίτησης 4 και πλέον χρόνια μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες.
Λαμβάνοντας το Δικαστήριο υπόψη όλα τα πιο πάνω και τις αρχές της νομολογίας, όπως έχουν παρατεθεί με λεπτομέρεια, θεωρεί, για τους λόγους που έχει καταγράψει, ότι η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Επιδικάζονται εναντίον της Εναγόμενης 2 - Αιτήτριας και υπέρ των Εναγόντων - Καθ’ ων η αίτηση τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, όπως υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Θα είναι όμως πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.
(Υπ.) ……………………………………
Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο