
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Δ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Γενική Αίτηση: 69/21
Αναφορικά με τον Περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο του 1996 (Ν.93(Ι)1996), ως τροποποιήθηκε
Μεταξύ:
Διευθυντή Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή
Αιτητή
και
Alpha Bank Cyprus Limited
Καθ’ ων η Αίτηση
Ημερομηνία: 8 Αυγούστου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Αιτητή: κα. Σωτηρίου
Για Καθ’ ης η Αίτηση: κ. Πολυβίου με κα. Μαππή
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η Αίτηση
Με την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αίτηση (στο εξής «η Αίτηση»), ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή (στο εξής «ο Αιτητής»), επιδιώκει την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος εναντίον της Alpha Bank Cyprus ltd (στο εξής «η Καθ΄ ης η Αίτηση»), με το οποίο να διατάσσεται τούτη όπως παύσει άμεσα και ή μην επαναλάβει τη χρήση αριθμού όρων που περιλαμβάνονται σε δανειακή σύμβαση που παραχωρήθηκε προς συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο υπέβαλε παράπονο προς τον Αιτητή (στο εξής «ο Παραπονούμενος») σε σχέση με κατ' ισχυρισμό καταχρηστικότητα συγκεκριμένου όρου της εν λόγω σύμβασης, η οποία είχε κωδικό «Σύμβαση Στεγαστικού Δανείου σε Τοπικό Νόμισμα εκτός ΠΚΠΝ» (στο εξής «η επίδικη σύμβαση»). Είναι, εν προκειμένω, η θέση του Αιτητή ότι, η επίδικη σύμβαση περιέχει σωρεία καταχρηστικών και αδιαφανών όρων[1] – ως οι έννοιες αυτές ερμηνεύονται στον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο του 1996, Ν.93(I)/1993 (στο εξής «ο Νόμος»), ο οποίος ενσωμάτωσε τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 93/13/ΕOK του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (στο εξής «η Οδηγία»)[2], καθώς, επίσης και ότι, πέραν της επίδικης σύμβασης, που αφορά στον Παραπονούμενο, τέτοιες συμβάσεις, με ίδιους όρους, παραμένουν στη διαχείριση της Καθ΄ ης η Αίτηση, η οποία συνεχίζει να εκτελεί τούτες κατ’ εφαρμογή, μεταξύ άλλων, και των καταχρηστικών και ή αδιαφανών όρων των. Επιζητεί, επίσης, και την έκδοση, περαιτέρω, διατάγματος, με το οποίο η Καθ΄ ης η Αίτηση να διατάσσεται να δημοσιεύσει το σύνολο ή μέρος της απόφασης που θα εκδοθεί από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της Αίτησης ή επανορθωτική ανακοίνωση σε εγχώρια εφημερίδα Παγκύπριας εμβέλειας. Η έκδοση αμφοτέρων των κατ’ αίτηση διαταγμάτων, επιδιώκεται στη βάση των προνοιών του άρθρου 9 του Νόμου[3], ο οποίος Νόμος αποτελεί και τη μόνη δικαιοδοτική, νομική, βάση επί της οποίας εδράζεται η Αίτηση και επομένως θα εξεταστεί.
Κοινώς αποδεχτά γεγονότα
Στη βάση του μαρτυρικού υλικού που υποστηρίζει την Αίτηση, αλλά και αυτού που υποστηρίζει την ένσταση, που καταχώρισε η Καθ΄ ης η Αίτηση, στην οποία αναφορά θα γίνει κατωτέρω, τα γεγονότα που κρίνονται σημαντικά για την τύχη της παρούσας διαδικασίας, αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ των μερών, και κατά συνέπεια καταγράφονται από τώρα. Έχουν ως εξής:
Κατά το 2008, και συγκεκριμένα στις 05 Σεπτεμβρίου του εν λόγω έτους, ο Παραπονούμενος υπέγραψε την επίδικη σύμβαση με την Emporiki Bank?Cyprus Ltd (στο εξής «η Εμπορική»). Τον Μάρτιο του 2015, δυνάμει σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου, η Εμπορική συγχωνεύθηκε με την Καθ΄ ης η Αίτηση, με την τελευταία να απορροφά όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις, περιουσιακά στοιχεία και εργασίες, της πρώτης, περιλαμβανομένων και όλων των σε ισχύ, τότε, συμφωνιών παραχώρησης πιστωτικών διευκολύνσεων, μεταξύ των οποίων και η επίδικη σύμβαση. Τον Νοέμβριο του 2015, και ενώ, πλέον, η επίδικη σύμβαση τύγχανε διαχείρισης από την Καθ΄ ης η Αίτηση, ο Παραπονούμενος αποτάθηκε προς το Γραφείο Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου, με σκοπό να διερευνηθούν τυχόν παράνομες χρεώσεις τόκων από πλευράς της Καθ΄ ης η Αίτηση στη βάση της θέσης του ότι η Εμπορική (σε χρόνο πριν την απορρόφησή της από την Καθ’ ης η Αίτηση) προέβη, δύο φορές, σε μονομερή αύξηση του επιτοκίου κατ' εφαρμογή συγκεκριμένου όρου της σύμβασης που της επέτρεπε να πράξει τούτο. Το αίτημά του αυτό, εξετάστηκε από τον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο, στις 16 Νοεμβρίου 2016, ο οποίος κατέληξε στην απόρριψή του, αφού έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείτο οποιαδήποτε παρανομία, καθότι οι αυξήσεις στις οποίες προέβη η Εμπορική, και κατ’ επέκταση και η Καθ΄ ης η Αίτηση, έλαβαν χώρα σε χρόνο πριν την τροποποίηση των περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμων του 1999 και 2015, που απαγόρευαν, πλέον, μια τέτοια μονομερή αύξηση.
Ακολούθως, και συγκεκριμένα στις 30.06.2017, ο Παραπονούμενος, υπέβαλε Έντυπο Υποβολής Παραπόνου Καταναλωτή, στον Αιτητή, και προέβαλε το ίδιο παράπονο, επικαλούμενος ότι ο συγκεκριμένος όρος της επίδικης σύμβασης, - αντίγραφο της οποίας συνόδευε το Έντυπο Παραπόνου - στη βάση του οποίου η Εμπορική προέβη στις μονομερείς αυξήσεις του επιτοκίου, αποτελούσε καταχρηστική ρήτρα. Συνεπεία του παραπόνου αυτού, στη βάση των προνοιών του Νόμου, ο Αιτητής επικοινώνησε με τον Παραπονούμενο, μέσω επιστολής του, ημερομηνίας 08.08.2017, με την οποία τον ενημέρωνε, αφενός ότι το παράπονό του έχει καταχωρισθεί και έλαβε συγκεκριμένο αριθμό φακέλου και θα εξεταστεί στο πλαίσιο των προνοιών του Νόμου, και αφετέρου ότι, η Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή (στο εξής «η ΥΠΚ»), ως διοικητική αρχή, δεν έχει εξουσία να επιλύει ατομικές διαφορές μεταξύ των καταναλωτών και των πωλητών/προμηθευτών, εξουσία η οποία επιτελείται από τα αρμόδια Δικαστήρια, τα οποία η ΥΠΚ δεν υποκαθιστά κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
Στο πλαίσιο της εξέτασης του παραπόνου, η ΥΠΚ αντάλλαξε αλληλογραφία με την Καθ΄ ης η Αίτηση με σκοπό να λάβει από την τελευταία, (α) την επίδικη σύμβαση που υπέγραψε ο Παραπονούμενος, με τα όποια τυχόν παραρτήματά της, (β) τυχόν έγγραφα προσυμβατικής ενημέρωσης του Παραπονούμενου και (γ) παρατηρήσεις και κάθε άλλο έγγραφο που θεωρείται αναγκαίο ή χρήσιμο για τη διερεύνηση του ενώπιόν της παραπόνου. Η Καθ΄ ης η Αίτηση, μέσω επιστολής των συνηγόρων της, αρνήθηκε να ικανοποιήσει το πιο πάνω αίτημα, επικαλούμενη έλλειψη αρμοδιότητας της ΥΠΚ να επιζητά τα εν λόγω έγγραφα και πληροφορίες, καθότι, ως προέβαλε, για την ενεργοποίηση της όποιας αρμοδιότητάς της στη βάση των προνοιών του Νόμου, θα πρέπει να προσδιοριστεί, προηγουμένως, η συμβατική ρήτρα που κατά την ΥΠΚ προορίζεται για γενική χρήση και ενδέχεται να είναι καταχρηστική. Όμοιο αίτημα επαναλήφθηκε εκ νέου από την πλευρά της ΥΠΚ, με την Καθ΄ ης η Αίτηση, πάντα μέσω των συνηγόρων της, να επαναλαμβάνει τις πιο πάνω θέσεις της.
Στις 7 Φεβρουαρίου 2018, η ΥΠΚ απέστειλε επιστολή στην Καθ΄ ης η Αίτηση, με την οποία την ενημέρωσε ότι ο Αιτητής διεξήγαγε προκαταρκτική έρευνα με αφορμή την υποβολή του παραπόνου του Παραπονούμενου σε σχέση με την επίδικη σύμβαση και ότι, εκ πρώτης όψεως, έκρινε ότι οι όροι 3.1(α), 3.3, 4, 5, 6, 8, 9, 10, 11, 12, 14, 16 και 20 (σε κάποιες περιπτώσεις συνδυαστικά οι όροι αυτοί), μπορεί να θεωρηθούν ως αδιαφανείς και ή καταχρηστικοί, αναφέροντας, στο πλαίσιο της εν λόγω επιστολής, και τους λόγους για τους οποίους κατέληξε, για κάθε έκαστο τέτοιο όρο, στην πιο πάνω προκαταρτική κρίση του. Ενημέρωνε, επίσης, την Καθ΄ ης η Αίτηση ότι, στη βάση της πιο πάνω κρίσης του, ο Αιτητής, κατ' εφαρμογή του Νόμου, αν το θεωρήσει σκόπιμο, δύναται να υποβάλει αίτηση, ως η υπό εξέταση, για έκδοση διαταγμάτων, ως τα επίδικα. Τέλος, ζητούσε από την Καθ΄ ης η Αίτηση, όπως, αν το επιθυμεί, εντός 14 ημερών από την παραλαβή της εν λόγω επιστολής, να κοινοποιήσει τις όποιες θέσεις της σε σχέση με τους όρους της επίδικης σύμβασης.
Ως αποτέλεσμα, στις 14 Φεβρουαρίου 2018, η Καθ΄ ης η Αίτηση, μέσω των συνηγόρων της, απέστειλε επιστολή, με την οποία, στο αρχικό στάδιο, εκφράζει τη θέση ότι η έρευνα της ΥΠΚ δεν μπορεί να προχωρήσει ούτε και να καταλήξει σε τελεσίδικη ετυμηγορία, καθότι η επίδικη σύμβαση χρησιμοποιείτο από την Εμπορική μέχρι και τον Μάρτιο του 2015, όταν και τούτη απορροφήθηκε από την Καθ΄ ης η Αίτηση, με αποτέλεσμα, έκτοτε, η συγκεκριμένη σύμβαση να μην χρησιμοποιείται για τις χορηγήσεις των όποιων νέων πιστωτικών διευκολύνσεων. Ενημέρωνε επίσης ότι, όμοιοι όροι, ως αυτοί που περιέχονται στην επίδικη σύμβαση, χρησιμοποιούνταν, στο παρελθόν, και από την Καθ΄ ης η Αίτηση στο πλαίσιο των δικών της συμβάσεων που συνομολογούσε με τους δικούς της πελάτες, για τους οποίους (όρους) η ΥΠΚ διεξήγαγε ανάλογη έρευνα και αποφάνθηκε ότι τούτοι ήταν καταχρηστικοί, και ότι είχε (η Καθ’ ης η Αίτηση) ήδη θέσει τις σχετικές απόψεις της στο πλαίσιο εκείνης της έρευνας. Ακόμα ότι, συνεπεία της προηγούμενης κρίσης της ΥΠΚ ότι οι όροι των συμβάσεων της Καθ΄ ης η Αίτηση (και όχι της Εμπορικής), περιείχαν καταχρηστικούς και ή αδιαφανείς όρους, η Καθ΄ ης η Αίτηση έχει, από τότε, αναθεωρήσει όλες τις συμβάσεις της, προβαίνοντας σε αριθμό τροποποιήσεων, οι οποίες και κοινοποιήθηκαν στην ΥΠΚ με επιστολή ημερομηνίας 30.11.2016. Στη βάση δε των ανωτέρω αιτιάσεων, η Καθ’ ης η Αίτηση, μέσω της επιστολής των συνηγόρων της, ημερομηνίας 14 Φεβρουαρίου 2018, πρότασσε ότι, η έρευνα της ΥΠΚ για τους όρους της επίδικης σύμβασης, δεν εξυπηρετούσε οποιονδήποτε σκοπό, αφού τούτη (η Καθ’ ης η Αίτηση) δεν συνομολογούσε, πλέον, συμβάσεις με τέτοιους όρους. Παρά τις πιο πάνω θέσεις της, η Καθ΄ ης η Αίτηση, μέσω της εν λόγω επιστολής της, τοποθετήθηκε και για κάθε ένα εκ των υπό εξέταση όρων της επίδικης σύμβασης, προωθώντας τις δικές της θέσεις ως προς την επικαλούμενη, από τον Αιτητή, αδιαφάνεια και ή καταχρηστικότητά τους.
Στις 17.07.2018, με επιστολή της, η ΥΠΚ ενημέρωσε την Καθ΄ ης η Αίτηση ότι ο Αιτητής ολοκλήρωσε την έρευνά του και ότι κατέληξε ότι όλοι οι υπό εξέταση όροι της επίδικης σύμβασης ήταν καταχρηστικοί και ή αδιαφανείς, καθότι αντίκεινται στις πρόνοιες των άρθρων 5 και 7 του Νόμου, στην οποία επιστολή επισύναπτε και την 31σελιδη, σχετική, απόφαση του Αιτητή, καθώς επίσης και τα παραρτήματά της.
Στις 28.12.2018, ο Παραπονούμενος καταχώρισε την αγωγή με αριθμό 3702/2018, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, εναντίον της Καθ΄ ης η Αίτηση, μέσω της οποίας αξίωνε, μεταξύ άλλων, διακηρυκτικές αποφάσεις περί ακυρότητας και ή καταχρηστικότητας συγκεκριμένων όρων της επίδικης σύμβασης, δικαστική διαδικασία η οποία έχει διευθετηθεί.
Των πιο πάνω εξελίξεων, 2½ και πλέον έτη μετά την τελική απόφαση του Αιτητή, και συγκεκριμένα στις 05.03.2021, ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα Αίτηση, με την οποία και ζητεί την έκδοση των πιο πάνω αναφερόμενων διαταγμάτων.
Αποτελεί, επίσης, κοινό τόπο, μεταξύ των μερών, ότι η επίδικη σύμβαση της Εμπορικής, όντως, από τον Μάρτιο του 2015 και εντεύθεν, δεν χρησιμοποιείται από την Καθ΄ ης η Αίτηση για σκοπούς συνομολόγησης νέων δανειακών συμβάσεων, πλην όμως, στο βαθμό που αφορά συμβάσεις που συνομολογήθηκαν πριν από τον Μάρτιο του 2015 από την Εμπορική με άλλους καταναλωτές, τούτες τυγχάνουν, μέχρι και σήμερα, διαχείρισης από την Καθ΄ ης η Αίτηση. Κρίνεται, επίσης, σημαντικό να σημειωθεί ότι, παρέμειναν άγνωστοι στο Δικαστήριο οι όροι των συμβάσεων που η Καθ΄ ης η Αίτηση, κατά το χρόνο καταχώρισης της επίδικης Αίτησης, συνομολογεί με πελάτες της για σκοπούς παραχώρησης δανείων και γενικότερα τραπεζικών διευκολύνσεων, με τη μόνη σχετική ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, να περιορίζεται στην προτεινόμενη, κατά το 2016, αναθεώρηση που η τελευταία εισηγείτο προς τον Αιτητή να προβεί, μετά την κρίση του τελευταίου ότι οι προγενέστερες συμβάσεις της (της Καθ’ ης η Αίτηση και όχι της Εμπορικής) εμπεριείχαν καταχρηστικούς και αδιαφανείς όρους.
Τα πιο πάνω αποτελούν, πλέον, ευρήματα του Δικαστηρίου.
Η Ένσταση
Η Καθ΄ ης η Αίτηση καταχώρισε ένσταση στην υπό εξέταση αίτηση, μέσω της οποίας, στην ουσία, εν είδει λόγων ένστασης, με μεγαλύτερη λεπτομέρεια και επιχειρηματολογία, επαναλαμβάνει τα όσα έθεσε προς τον Αιτητή μέσω της αλληλογραφίας που προηγήθηκε της έρευνας του τελευταίου.
Την ένσταση συνοδεύει ένορκη δήλωση λειτουργού της Καθ΄ ης η Αίτηση, στο περιεχόμενο της οποίας δεν καθίσταται ανάγκη να αναφερθώ με λεπτομέρεια, αφού, ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, πρόκειται, στην ουσία, για επανάληψη (πιο λεπτομερή) των ισχυρισμών ή και επιχειρημάτων που έθεσε η Καθ΄ ης η Αίτηση προς τον Αιτητή μέσω της αλληλογραφίας που προηγήθηκε της έρευνας του τελευταίου.
Αποφεύγω δε, στο σημείο αυτό, να καταγράψω τα όσα οι δύο πλευρές ισχυρίζονται, αφενός για να υποστηρίξουν ότι οι συγκεκριμένοι συμβατικοί όροι είναι ή όχι καταχρηστικοί και ή αδιαφανείς, καθότι κρίνω ορθότερο, αρχικώς, να εξετάσω τα όσα η Καθ’ ης Αίτηση προβάλλει εν είδει προδικαστικών ενστάσεων, και δη ότι, στη βάση του κοινώς αποδεκτού υπόβαθρου των γεγονότων που περιβάλλουν τούτη, η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, και μόνο στην περίπτωση που τούτες (οι προδικαστικές ενστάσεις) κριθούν ανεδαφικές, να προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης, παραθέτοντας, τότε, τα όσα οι δύο πλευρές υποστηρίζουν ως προς την καταχρηστικότητα και ή αδιαφάνεια των εν προκειμένω συμβατικών όρων.
Εξέταση προδικαστικών ενστάσεων
Εν προκειμένω, η Καθ΄ ης η Αίτηση προβάλλει τη θέση ότι η εξουσία του Αιτητή, δυνάμει του άρθρου 9 του Νόμου, να καταχωρεί αίτηση ως η επίδικη, περιορίζεται μόνο στις συμβάσεις που ο επαγγελματίας (ως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στην Οδηγία)[4] ή ο προμηθευτής (ως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στον Νόμο)[5] προορίζει, για γενική χρήση, προς τους καταναλωτές, και όχι για συμβάσεις οι οποίες, ήδη, συνομολογήθηκαν μεταξύ του επαγγελματία και του καταναλωτή, για την καταχρηστικότητα και ή αδιαφάνεια των όρων των οποίων μπορούν να αποφανθούν μόνο τα Δικαστήρια στο πλαίσιο ατομικών αγωγών, με διαδίκους τον επαγγελματία και τον καταναλωτή. Είναι, επί τούτου, η θέση της Καθ΄ ης η Αίτηση ότι, η εν προκειμένω εξουσία που παρέχει ο Νόμος στον Αιτητή, είναι προληπτικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα, με σκοπό να αποφευχθεί η μελλοντική συνομολόγηση συμβάσεων που περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, και δεν επεκτείνεται στην εξέταση, σε θεωρητικό επίπεδο, στο πλαίσιο αίτησης, ως η υπό εξέταση (για σκοπούς ευκολίας τούτη θα χαρακτηρίζεται ως «συλλογική διαδικασία» ? όρος που χρησιμοποιεί και ο Αιτητής στη γραπτή αγόρευσή του), όρων συμβάσεων που έχουν ήδη συνομολογηθεί, καθότι κάτι τέτοιο, δεν θα εξυπηρετούσε τον προληπτικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα της συλλογικής διαδικασίας. Υποστηρίζει, συναφώς, ότι, τυχόν εξέταση της όποιας καταχρηστικότητας ή αδιαφάνειας των εν προκειμένω όρων της επίδικης σύμβασης στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, θα απέληγε σε ενέργεια που αποτελεί προάσπιση του ατομικού/προσωπικού δικαιώματος και συμφέροντος του Παραπονούμενου, πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο ατομικής αγωγής και όχι συλλογικής διαδικασίας, η οποία μοναδικό σκοπό έχει να εξυπηρετήσει και προασπίσει, απρόσωπα, τα συλλογικά συμφέροντα του συνόλου των καταναλωτών.
Στην αντίπερα όχθη, εν είδει αντίλογου, ο Αιτητής προβάλλει τη θέση ότι νομιμοποιείται να προωθεί την Αίτηση, καθότι η εκ του Νόμου σχετική εξουσία του, δεν περιορίζεται μόνο στις συμβάσεις που μελλοντικά αναμένεται να υπογραφθούν μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, αλλά και αυτές που συνομολογήθηκαν στο παρελθόν, και, κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της εκτέλεσής τους, οι τυχόν καταχρηστικοί και ή αδιαφανείς όροι τους χρησιμοποιούνται/εφαρμόζονται ακόμα από τον επαγγελματία - και, κατά συνέπεια, επιφέρουν ακόμα έννομα αποτελέσματα -, με σκοπό να παύσει η εν λόγω χρήση και ή επανάληψη χρήσης τους, κάτι που εξυπηρετεί και προστατεύει το γενικό συμφέρον των καταναλωτών.
Δεν κρίνω σημαντικό, εδώ, να καταγράψω με λεπτομέρεια τα όσα οι δύο πλευρές προβάλλουν ως επιχειρήματα προς υποστήριξη των ανωτέρω, εκατέρωθεν, θέσεών τους, για να αποφύγω την επανάληψη σε αυτά, κατά το στάδιο της εξέτασης της ουσίας του ζητήματος. Επίσης αποφεύγω να αποφανθώ, στο σημείο αυτό, ως προς την ορθότητα των ορισμών που έκαστος εκ των διαδίκων αποδίδει στις υπό εξέταση θέσεις της Καθ’ ης η Αίτηση, και δη αν πρόκειται για προδικαστικές ενστάσεις, ή αν η απόφανση επί της Αίτησης αποτελεί επί ματαίω κρίση ή αν η Αίτηση είναι καταχρηστική ή αν πρόκειται για ζήτημα έλλειψης δικαιοδοτικού όρου για προώθησή της ή απουσίας νομιμοποιητικού ερείσματος (locus standi) από πλευράς του Αιτητή να προωθεί την επίδικη Αίτηση ή αν ο τελευταίος ενήργησε καθ’ υπέρβαση εξουσίας. Και τούτο γιατί, το ζητούμενο είναι ένα, και αφορά στο κατά πόσο, στη βάση των δεδομένων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, ο Νόμος παρέχει ή όχι, στον Αιτητή, εξουσία, να προωθεί την παρούσα συλλογική διαδικασία.
Επίσης, μολονότι ο Αιτητής, στην αγόρευση του, αναλύει συγκεκριμένες πρόνοιες του καταργητικού νόμου Ν.112(Ι)/2021 (βλ. ανωτέρω) και του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ.1, με σκοπό να καταδείξει ότι δύναται, δυνάμει του Νόμου, να εξετάζει το σύνολο των όρων μιας σύμβασης, παρά το γεγονός ότι το υποβληθέν σε αυτόν παράπονο αφορούσε περιορισμένους και μόνο όρους της, το ζήτημα αυτό δεν θα απασχολήσει περαιτέρω, καθότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν αμφισβητεί την, εν προκειμένω, δυνατότητα του, παρά μόνο προβάλλει ότι τούτος, στη βάση των περιστατικών της υπό εξέταση περίπτωσης, δεν νομιμοποιείτο, από τον Νόμο, να προβεί στην έρευνα του, κατά το 2017 και 2018, ούτε και να προωθεί, από το 2021, την Αίτηση, καθότι δεν εξυπηρετείται ο βασικός σκοπός και στόχος του Νόμου, για τον οποίο προβλέπεται η δυνατότητα καταχώρισης τούτης.
Νομική πτυχή
Στον βαθμό που αφορά το υπό εξέταση ζήτημα, σημασίας υπέχουν οι πρόνοιες του άρθρου 9 του Νόμου και του άρθρου 7 της Οδηγίας, τις οποίες παραθέτω ευθύς αμέσως, αυτούσιες.
Άρθρο 9 του Νόμου
9.-(1) Ο Διευθυντής έχει καθήκον να εξετάζει κατόπιν υποβολής παραπόνου ή και αυτεπάγγελτα κατά πόσο οποιαδήποτε συμβατική ρήτρα που προορίζεται για γενική χρήση[6] είναι καταχρηστική.
(2) Όταν, ύστερα από εξέταση που διενεργείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) σχετικά με οποιαδήποτε συμβατική ρήτρα, ο Διευθυντής θεωρήσει ότι αυτή είναι καταχρηστική, δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να ζητήσει με αίτηση του προς το Δικαστήριο την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου το οποίο, κατά την κρίση του, χρησιμοποιεί ή εισηγείται τη χρήση τέτοιων ρητρών σε συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές.
(3) Ο Διευθυντής δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να λάβει υπόψη του οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που δόθηκε προς αυτόν από πρόσωπο ή εκ μέρους οποιουδήποτε προσώπου, αναφορικά με τη συνεχιζόμενη χρήση τέτοιων ρητρών σε συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές.
(4) Σε περίπτωση που ο Διευθυντής ύστερα από εξέταση που διενεργείται σύμφωνα με το εδάφιο (1), δε θεωρεί σκόπιμο να αποταθεί στο δικαστήριο σε σχέση με οποιοδήποτε παράπονο το οποίο, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, έχει καθήκον να εξετάζει, τότε οφείλει να αιτιολογεί την απόφαση του αυτή.
(5) [Καταργήθηκε]
(6) Οι αιτήσεις που αναφέρονται στα εδάφια (2) και (5) μπορούν να απευθύνονται κατά πλειόνων πωλητών ή προμηθευτών, χωριστά ή από κοινού, του ίδιου επαγγελματικού τομέα ή κατά των ενώσεων τους που χρησιμοποιούν ή συνιστούν τη χρησιμοποίηση των ίδιων ή παρεμφερών συμβατικών ρητρών για γενική χρήση.
(7) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αίτηση δυνάμει του εδαφίου (2) ή (5) του παρόντος άρθρου έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, να εκδώσει απαγορευτικό διάταγμα, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσει-
(α) Την άμεση παύση και/ή τη μη επανάληψη της χρησιμοποίησης της περί ης η αίτηση καταχρηστικής ρήτρας· και/ή
(β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, μέτρων προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η χρησιμοποίηση της περί ης η αίτηση καταχρηστικής ρήτρας· και/ή
(γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης με σκοπό την εξάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της χρησιμοποίησης της περί ης η αίτηση καταχρηστικής ρήτρας· και/ή
(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο που κρίνεται αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
(8) Το απαγορευτικό ή το προσωρινό διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (7) δύναται να αφορά όχι μόνο τη χρησιμοποίηση μιας συγκεκριμένης συμβατικής ρήτρας που προορίζεται για γενική χρήση, αλλά και τη χρησιμοποίηση οποιασδήποτε παρεμφερούς ρήτρας, ή ρήτρας που έχει τις ίδιες συνέπειες για τον καταναλωτή και χρησιμοποιείται η σκοπείται να χρησιμοποιηθεί από τον καθ’ ου η αίτηση.
(9) Ο Διευθυντής, μεριμνά για την παροχή τέτοιων πληροφοριών και συμβουλών, περιλαμβανομένης της αναφοράς σε διατάγματα του δικαστηρίου αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου τις οποίες αυτός θεωρεί χρήσιμες για την εξυπηρέτηση του κοινού, καθώς και όλων των προσώπων που ενδεχομένως επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
Άρθρο 7 της Οδηγίας
1 . Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές. 2. Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν διατάξεις που δίνουν σε άτομα ή οργανισμούς που έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ορισθεί ως έχοντες έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών, τη δυνατότητα να προσφύγουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων ή διοικητικών οργάνων, τα οποία αποφαίνονται για το εάν συμβατικές ρήτρες, που έχουν συνταχθεί με σκοπό τη γενικευμένη χρήση έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα και εφαρμόζουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για να πάψει η χρησιμοποίηση των ρητρών αυτών. 3 . Τηρουμένης της εθνικής νομοθεσίας, οι προσφυγές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 μπορούν να ασκούνται, κατά πλειόνων επαγγελματιών, χωριστά ή από κοινού, του αυτού επαγγελματικού τομέα ή κατά των ενώσεών τους που χρησιμοποιούν ή συνιστούν τη χρησιμοποίηση των αυτών ή παρόμοιων γενικών συμβατικών ρητρών.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «το ΔΕΕ»), είχε την ευκαιρία, στο πλαίσιο ερωτημάτων που του αποστάλθηκαν από εθνικούς δικαστές ευρωπαϊκών χωρών, να ερμηνεύσει, πλειστάκις, τις πρόνοιες της Οδηγίας, οι οποίες ενσωματώθηκαν στις διάφορες, σχετικές, εθνικές Νομοθεσίες, ως, εν προκειμένω, στην Κύπρο, ο Νόμος.
Θεωρώ ότι για το υπό εξέταση ζήτημα, ουσιαστικής σημασίας υπέχουν οι κρίσεις του ΔΕΕ στην υπόθεση C?70/03, Commission of the European Communities v Kingdom of Spain, απόφαση ημερομηνίας 09.09.2024, όπου στη σκέψη 16, σημειώθηκαν τα εξής σε σχέση με τη διάκριση που γίνεται στο άρθρο 5 της Οδηγίας ως προς τον εφαρμοστέο ερμηνευτικό κανόνα μεταξύ των ατομικών αγωγών και των αγωγών επί παραλείψει (συλλογικές διαδικασίες), ως η επίδικη αίτηση:
«Η διάκριση που γίνεται στο άρθρο 5 της οδηγίας, ως προς τον εφαρμοστέο ερμηνευτικό κανόνα, μεταξύ των αγωγών που ασκούνται ατομικά από έναν καταναλωτή και των αγωγών επί παραλείψει, που ασκούνται από πρόσωπα ή οργανώσεις που εκπροσωπούν το συλλογικό συμφέρον των καταναλωτών, δικαιολογείται από τον διαφορετικό σκοπό των αγωγών αυτών. Στην πρώτη περίπτωση, τα δικαστήρια ή τα αρμόδια όργανα καλούνται να αποφανθούν in concreto επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που περιλαμβάνεται σε συναφθείσα σύμβαση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση καλούνται να αποφανθούν in abstracto επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που ενδέχεται να ενσωματωθεί σε συμβάσεις που δεν έχουν ακόμη συναφθεί. Στην πρώτη περίπτωση, μια υπέρ του συγκεκριμένου καταναλωτή ερμηνεία ευνοεί άμεσα τον καταναλωτή αυτόν. Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, προκειμένου να επιτευχθεί, προληπτικώς, το ευνοϊκότερο για το σύνολο των καταναλωτών αποτέλεσμα, δεν είναι αναγκαίο, εν αμφιβολία, να ερμηνευθεί η ρήτρα ως συνεπαγόμενη ευνοϊκά γι’ αυτούς αποτελέσματα. Μια αντικειμενική ερμηνεία καθιστά, συνεπώς, δυνατή τη συχνότερη απαγόρευση της χρήσεως μιας ασαφούς ή διφορούμενης ρήτρας, γεγονός που έχει ως συνέπεια την αποτελεσματικότερη προστασία των καταναλωτών».
Δεν υπάρχει, καμία αμφιβολία, στη βάση της γραμματικής και μόνο ερμηνείας, των ανωτέρω αποφασισθέντων από το ΔΕΕ, ότι με σαφήνεια υποδεικνύεται ότι στο πλαίσιο συλλογικών διαδικασιών, τα Δικαστήρια καλούνται να αποφανθούν (in abstracto), χωρίς να συνυπολογίζουν τα κριτήρια που οφείλουν να συνυπολογίσουν σε περίπτωση ατομικών αγωγών (in concreto), επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που ενδέχεται να ενσωματωθεί σε συμβάσεις που δεν έχουν ακόμα συναφθεί, με σκοπό, ακριβώς, να προλάβει την όποια τέτοια χρήση τους, χρήση η οποία, λογικώς, στη βάση των δεδομένων που θα προκύψουν από την έρευνα του, που πρέπει να προηγηθεί της καταχώρησης της συλλογικής διαδικασίας, θα θεωρηθεί αναμενόμενη και προβλεπτή.
Κατά παρόμοιο τρόπο, το ΔΕΕ, στην απόφαση C?472/10, Nemzeti Fogyaszt?v?delmi Hat?s?g v Invitel T?vk?zl?si Zrt, ημερομηνίας 26.04.2012, στις σκέψεις 32, 36 και 44, αναφέρθηκε στη διαφορετικότητα των δύο εθνικών διαδικασιών (ατομική αγωγή και συλλογική διαδικασία), και στις επιπτώσεις της κρίσης επί των τελευταίων (συλλογικές διαδικασίες) στους εθνικούς δικαστές που εκδικάζουν της πρώτες (ατομικές αγωγές) για συγκεκριμένους καταναλωτές. Οι σχετικές σκέψεις έχουν ως εξής:
«32. Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί, αφενός, αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διαπίστωση της ακυρότητας καταχρηστικής ρήτρας, η οποία περιλαμβάνεται στους ΓΟ συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, κατόπιν αγωγής παραλείψεως, κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας, ασκηθείσας κατά επαγγελματία, προς το δημόσιο συμφέρον και εξ ονόματος των καταναλωτών, από οργανισμό που ορίζει η εθνική νομοθεσία, επιτρέπεται να παράγει, σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, αποτελέσματα έναντι όλων των καταναλωτών οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση με τους ίδιους ΓΟ, περιλαμβανομένων και εκείνων που δεν ήσαν διάδικοι της σχετικής δίκης, και, αφετέρου, αν τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να αντλούν, και στο μέλλον, αυτεπαγγέλτως από την εν λόγω διαπίστωση της ακυρότητας όλες τις συνέπειες τις οποίες προβλέπει το εθνικό δίκαιο.
[…]
36. Όπως προκύπτει από την παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής, τα προαναφερθέντα μέσα περιλαμβάνουν τη δυνατότητα προσώπων ή οργανισμών που έχουν έννομο συμφέρον στην προστασία των καταναλωτών να προσφεύγουν στα δικαστήρια προκειμένου να εξετάζεται κατά πόσον ρήτρες οι οποίες καταρτίστηκαν για γενικευμένη χρήση έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα και να επιτυγχάνεται, ενδεχομένως, η απαγόρευσή τους (βλ. Απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2002, C?372/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2002, σ. I?819, σκέψη 14).
[…]
44. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι:
– η διαπίστωση της ακυρότητας καταχρηστικής ρήτρας η οποία περιλαμβάνεται στους ΓΟ συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, κατόπιν αγωγής παραλείψεως, κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας, ασκηθείσας κατά επαγγελματία, προς το δημόσιο συμφέρον και εξ ονόματος των καταναλωτών, από οργανισμό που ορίζει η εθνική νομοθεσία, επιτρέπεται να παράγει, σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, αποτελέσματα έναντι όλων των καταναλωτών οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση με τους ίδιους ΓΟ, περιλαμβανομένων και εκείνων που δεν ήσαν διάδικοι της σχετικής δίκης·
– όταν ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας ρήτρας περιλαμβανόμενης στους ΓΟ συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές έχει αναγνωριστεί στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως όπως η ασκηθείσα στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, και στο μέλλον, να αντλούν αυτεπαγγέλτως από την εν λόγω αναγνώριση τις συνέπειες τις οποίες προβλέπει το εθνικό δίκαιο, ώστε η ρήτρα αυτή να μη δεσμεύει τους καταναλωτές που έχουν συνάψει με τον οικείο επαγγελματία σύμβαση με τους ίδιους ΓΟ».
Και από την πιο πάνω κρίση, με τη χρήση της φράσης «που συνάπτονται» - φράση που απαντάται και στο ελληνικό κείμενο της Οδηγίας, αλλά και του Νόμου -, προκύπτει ότι, κατά το ΔΕΕ, ο σκοπός της Οδηγίας, και κατά συνέπεια και του Νόμου, ήταν να παρέχει εξουσία στον εθνικό φορέα, εν προκειμένω, στην Κύπρο, τον Αιτητή, να αποτείνεται στο Δικαστήριο με συλλογικές διαδικασίες, με σκοπό τούτο να αποφαίνεται επί της καταχρηστικότητας και ή αδιαφάνειας συμβατικών όρων που, ακόμα (κατά το χρόνο εξέτασης της συλλογικής διαδικασίας από το εθνικό Δικαστήριο) συνάπτονται με καταναλωτές, και δεν επεκτείνεται για να καλύψει και περιπτώσεις τέτοιων ρητρών, που, για διάφορους λόγους, δεν περιλαμβάνονται στις συμφωνίες που συνάπτονται, πλέον, από τον επαγγελματία. Είναι ξεκάθαρο, κατά τη γνώμη μου, ότι η αναφορά, από το ΔΕΕ, της φράσης «που συνάπτονται», γίνεται σε αντιδιαστολή με την μετέπειτα αναφορά της φράσης «που έχουν συνάψει», με σκοπό να αναδειχθεί ο βασικός προληπτικός σκοπός της συλλογικής διαδικασίας και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της, ώστε να απαγορευθεί στους επαγγελματίες, που συνεχίζουν, ως θέμα πρακτικής, να χρησιμοποιούν καταχρηστικές και ή αδιαφανείς ρήτρες στις συμφωνίες που συνάπτουν με καταναλωτές, από το να πράττουν τούτο (βλ. Commission of the European Communities v Kingdom of Spain, ανωτέρω).
Και λογικά κατά τη γνώμη μου, αφού, διαφορετική αντίκριση του θέματος, ως εισηγείται ο Αιτητής, θα απέληγε, εν απουσία, πλέον, κινδύνου συμπερίληψης τέτοιων ρητρών σε μελλοντικές συμβάσεις, στην ουσία, να επιτρέπεται, μέσω συλλογικών διαδικασιών, σε θεωρητικό επίπεδο (in abstracto), να εξετάζεται η καταχρηστικότητα μιας υφιστάμενης ρήτρας, χωρίς να εξυπηρετείται ο βασικός και ουσιώδης προληπτικός και αποτρεπτικός χαρακτήρας και σκοπός της συλλογικής διαδικασίας.
Είναι για αυτό το λόγο που κρίνω ότι οι φράσεις όπως, «που χρησιμοποιούν» ή «συνιστούν τη χρησιμοποίηση» ή «συνεχιζόμενη χρήση» ή «χρησιμοποιεί ή εισηγείται τη χρήση» ή «τη χρησιμοποίηση μιας συγκεκριμένης συμβατικής ρήτρας» ή «της χρησιμοποίησης» που απαντώνται στις πρόνοιες του άρθρου 9 του Νόμου, καθώς επίσης του άρθρου 7 της Οδηγίας, δεν έχουν σκοπό να αναγνωρίσουν στον εθνικό φορέα εξουσία να προωθεί συλλογική διαδικασία για σκοπούς απόφανσης επί των όρων ήδη συνομολογηθεισών συμβάσεων, εκτός αν τούτοι (οι όροι), απαρτίζουν τους όρους συμβάσεων που ο επαγγελματίας συνεχίζει «να προορίζει για γενική χρήση[7]» προς τους καταναλωτές, με στόχο, ακριβώς, προληπτικώς και αποτρεπτικώς, η εν λόγω διαδικασία να αποτελέσει το μέσο για την απαγόρευση της εν προκειμένω συνεχιζόμενης χρήσης/πρακτικής.
Δεν μου διαφεύγουν οι λοιπές κρίσεις του ΔΕΕ, στις οποίες παραπέμπει ο Αιτητής, στην ικανή αγόρευσή του, με σκοπό να υποστηρίξει το πιο πάνω επιχείρημά του, και ιδιαίτερα εκείνες στις οποίες γίνεται αναφορά περί του ότι, στο πλαίσιο μιας συλλογικής διαδικασίας, το Δικαστήριο δύναται να αποφαίνεται επί της καταχρηστικότητας και αδιαφάνειας συμβατικών όρων ακόμα και στις περιπτώσεις που τούτοι δεν έχουν χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένες συμβάσεις[8], με σκοπό να καταδείξει ότι, στο πλαίσιο συλλογικών διαδικασιών, επιτρέπεται και η κρίση επί ρητρών συμβάσεων που έχουν ήδη συνομολογηθεί.
Ούτε και οι ανάλογες κρίσεις, πάντα του ΔΕΕ, που αναφέρουν ότι, μέρος του στόχου της Οδηγίας, και κατά συνέπεια και του Νόμου, είναι οι αποφάσεις των Δικαστηρίων στο πλαίσιο συλλογικών διαδικασιών να αναγνωρίζονται, αυτεπαγγέλτως, από τους εθνικούς Δικαστές, στο πλαίσιο ατομικών αγωγών, όταν αποφαίνονται επί ανάλογων καταχρηστικών ρητρών που εμπεριέχονται σε συμβάσεις που ήδη συνομολογήθηκαν με καταναλωτές.
Οι πιο πάνω κρίσεις, δεν έχουν, κατά τη γνώμη μου, σκοπό, είτε να μεταβάλουν τον αποτρεπτικό και προληπτικό χαρακτήρα και σκοπό μιας συλλογικής διαδικασίας, είτε να αναγνωρίσουν στον εθνικό φορέα εξουσία να καταχωρεί συλλογική διαδικασία για να αποτρέψει ανύπαρκτη πρακτική χρήσης καταχρηστικών ή αδιαφανών ρητρών σε συμβάσεις που δεν έχουν, ακόμα, συναφθεί. Απλώς, στη βάση των κρίσεων αυτών, και δεδομένης της διαπίστωσης, της αδυναμίας του συστήματος ατομικής Δικαστικής προστασίας να αντιμετωπίσει επαρκώς τη χρήση καταχρηστικών ρητρών (βλ. προοιμιακές σκέψεις 2, 6, 7, 23 και 24 της Οδηγίας), αναγνωρίζεται από το ΔΕΕ, ως έμμεσο αποτέλεσμα της συλλογικής διαδικασίας, η προάσπιση των συμφερόντων των μεμονωμένων καταναλωτών (αυτεπάγγελτη αναγνώριση των κρίσεων στις συλλογικές διαδικασίες από τους εθνικούς Δικαστές στο πλαίσιο ατομικών αγωγών), χωρίς να μεταβάλλεται ο κύριος, προληπτικός και αποτρεπτικός, χαρακτήρας και σκοπός της εν λόγω διαδικασίας, κάτι που σημειώνει και ο Αιτητής στη αγόρευσή του[9].
Κατά συνέπεια, οι εν λόγω κρίσεις του ΔΕΕ, δεν διαφοροποιούν το βασικό ζητούμενο για το υπό εξέταση θέμα, που είναι ότι, για να νομιμοποιείται ο Αιτητής να καταχωρίσει συλλογική διαδικασία, ως η υπό εξέταση Αίτηση, προϋποθέτει την ύπαρξη, σχετικής, συνεχιζόμενης πρακτικής από τον επαγγελματία, ο οποίος, αν δεν διαταχθεί μέσω μιας τέτοιας διαδικασίας να παύσει να χρησιμοποιεί ή να εισηγείται τη χρήση τέτοιων συμβατικών όρων στις συμφωνίες που δεν έχουν ακόμα συναφθεί, θα συνεχίσει να πράττει τούτο.
Επομένως, μόνο αν ο Καθ' ου η Αίτηση μιας συλλογικής διαδικασίας συνεχίζει να θέτει και/ή να εισηγείται προς τους καταναλωτές τέτοιου είδους συμβατικούς όρους για σκοπούς συνομολόγησης συμβάσεων, παρέχεται, από τον Νόμο, στον Αίτητη, εξουσία να αποταθεί μέσω συλλογικής διαδικασίας για να κριθούν τούτοι καταχρηστικοί ή αδιαφανείς, με σκοπό ακριβώς να προλάβει και να αποτρέψει την περαιτέρω χρήση τους από τον επαγγελματία. Προφανώς, σε μια τέτοια περίπτωση, τυχόν κρίση του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της συλλογικής διαδικασίας περί καταχρηστικότητας ή αδιαφάνειας των συμβατικών όρων, επηρεάζει, εμμέσως, τους ανάλογους καταχρηστικούς και ή αδιαφανείς συμβατικούς όρους των όποιων τυχόν συμβάσεων έχουν ήδη συνομολογηθεί, καθότι, τα εθνικά Δικαστήρια, στο πλαίσιο, πλέον, των ατομικών αγωγών, οφείλουν να αναγνωρίσουν, στη βάση της εν λόγω δικαστικής κρίσης (στη συλλογική διαδικασία), ότι οι ενώπιόν τους καταναλωτές, που συνήψαν ήδη συμφωνία με τέτοιους όρους, δεν δεσμεύονται από αυτούς.
Συμφωνώ, εν προκειμένω, με τη θέση που προβάλλει η Καθ΄ ης η Αίτηση, ότι αν αναγνωριστεί εξουσία στον Αιτητή να καταχωρεί αίτηση ως η υπό εξέταση για να κριθούν όροι μιας σύμβασης ως καταχρηστικοί και ή αδιαφανείς, οι οποίοι, στη βάση των δεδομένων που περιβάλλουν την υπόθεση, δεν αναμένεται να συμπεριληφθούν σε οποιαδήποτε σύμβαση του επαγγελματία εναντίον του οποίου στρέφεται η διαδικασία, καθότι, π.χ., έπαψε πλέον να τους χρησιμοποιεί στις τυποποιημένες συμβάσεις του (ως συμβαίνει στη παρούσα περίπτωση), θα απέληγε, στην πραγματικότητα, σε κρίση ότι η Οδηγία, και, κατά συνέπεια και ο Νόμος επιτρέπουν, στο πλαίσιο συλλογικής διαδικασίας, σε θεωρητικό επίπεδο (in abstracto), να αποφαίνεται το Δικαστήριο για το ατομικό/προσωπικό συμφέρον συγκεκριμένου καταναλωτή που υπέβαλε παράπονο στον Αιτητή σε σχέση με τη δική του σύμβαση, και όχι, προληπτικώς, αποτρεπτικώς και απρόσωπα, για την προστασία των καταναλωτών γενικότερα.
Σημειώνω, συναφώς, ότι, από το λεκτικό των επιστολών του Αιτητή προς την Καθ’ ης η Αίτηση (πριν την έκδοση της προκαταρτικής και τελικής απόφασής του) προκύπτει ότι το ενδιαφέρον του στράφηκε αποκλειστικά στην επίδικη σύμβαση του Παραπονούμενου και όχι στο κατά πόσο τούτη χρησιμοποιήθηκε και με άλλους καταναλωτές ή, πολύ περισσότερο, αν τούτη χρησιμοποιείται ακόμα για τη συνομολόγηση νέων συμβάσεων. Ενδεικτικό τούτου είναι το γεγονός ότι απαίτησε από την Καθ’ ης η Αίτηση μόνο την επίδικη σύμβαση του Παραπονούμενου, τα όποια έγγραφα προσυμβατικής ενημέρωσής του τελευταίου και κάθε άλλο έγγραφο που η Καθ’ ης η Αίτηση θεωρεί αναγκαίο ή χρήσιμο για τη διερεύνηση του παραπόνου του, και όχι τη διερεύνηση του κατά πόσο τούτη (η Καθ’ ης η Αίτηση) προορίζει, για γενική χρήση, προς τους καταναλωτές, γενικότερα και απρόσωπα, τις όποιες τυχόν καταχρηστικές και ή αδιαφανείς ρήτρες της επίδικης σύμβασης, ως το άρθρο 9 (1) του Νόμου ορίζει.
Δεν πρέπει, συναφώς, να διαφεύγει της προσοχής ότι οι καταναλωτές που επηρεάζονται από τέτοιες ρήτρες, που εμπεριέχονται ήδη στις συμφωνίες που υπέγραψαν, διατηρούν τη δυνατότητα, μέσω ατομικής αγωγής, να διεκδικήσουν τις όποιες θεραπείες σε σχέση με την όποια, τυχόν, καταχρηστικότητα ή αδιαφάνεια που τις περιβάλλουν, πράγμα που έπραξε ο εδώ Παραπονούμενος και στο πλαίσιό της διευθέτησε τις εκεί δικογραφημένες απαιτήσεις του, μεταξύ των οποίων και αυτές που άπτοντο της όποιας καταχρηστικότητας των όρων της επίδικης σύμβασης.
Κρίνω, φυσικά, πάντα συναφώς, να σημειώσω, στο σημείο αυτό, ότι, δεν απαγορεύεται σε έναν καταναλωτή που υπέγραψε ήδη σύμβαση που περιέχει, κατά τον ίδιο, καταχρηστικές ή αδιαφανείς ρήτρες να διεκδικήσει δικαιώματα μέσω μιας συλλογικής διαδικασίας (υποβάλλοντας, προφανώς, σχετικό παράπονο στον εθνικό φορέα, με σκοπό, ο τελευταίος, να αποταθεί, ακολούθως, στο Δικαστήριο μέσω διαδικασίας ως η παρούσα), πλην όμως η επιλογή του αυτή εξαρτάται από δυο προϋποθέσεις. Πρώτον – για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω - ο επαγγελματίας εναντίον του οποίου στρέφει το παράπονο του να συνεχίζει να χρησιμοποιεί ή να εισηγείται τη χρήση των εν προκειμένων όρων στις συμβάσεις που δεν έχει ακόμα συνάψει, και δεύτερο, να μην έχει ήδη καταχωρήσει ατομική αγωγή για τον ίδιο σκοπό. Επί της δεύτερης προϋπόθεσης, παραπέμπω στην σκέψη 32 της, πολύ πρόσφατης, απόφασης C-450/22 του ΔΕΕ, ημερομηνίας 04.07.2024 στην υπόθεση Caixabank, SA κ.α. v. Asociacion de Usuarios de Bancos, Cajas de Ahorros y Seruros de Espana (Adicae) κ.α., στην οποία αναφέρθηκε ότι:
Όσον αφορά, ειδικότερα, τη σχέση μεταξύ ατομικών και συλλογικών αγωγών, υπενθυμίζεται ότι, ελλείψει εναρμονίσεως στην οδηγία 93/13 των δικονομικών μέσων που προσδιορίζουν τις σχέσεις αυτές, εναπόκειται στον νομοθέτη κάθε κράτους μέλους, δυνάμει της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, να θεσπίζει τέτοιου είδους διατάξεις, υπό τον όρο, εντούτοις, ότι τούτο δεν επάγεται δυσμενέστερη μεταχείριση από εκείνη που επιφυλάσσει η ρύθμιση που διέπει παρόμοιες καταστάσεις υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθίσταται πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η άσκηση δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στις ενώσεις προστασίας καταναλωτών από το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinu?s και Drame Ba, C?381/14 και C?385/14, EU:C:2016:252, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να θίγουν την αποτελεσματική άσκηση της δυνατότητας που παρέχει στους καταναλωτές η οδηγία 93/13 να επιλέξουν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους είτε μέσω ατομικής αγωγής είτε μέσω συλλογικής αγωγής, εκπροσωπούμενοι από οργάνωση που έχει έννομο συμφέρον για την προστασία τους[10].
Στη βάση της μόλις πιο πάνω, πρόσφατης, απόφανσης του ΔΕΕ, η όποια προστασία του εδώ Παραπονούμενου και διεκδίκηση από πλευράς του των δικαιωμάτων του μέσω της παρούσας διαδικασίας - αυτό, στην ουσία, επιδιώκεται, αφού, στην περίπτωση, που οι υπό εξέταση όροι της σύμβασης του κριθούν, από το παρόν Δικαστήριο, καταχρηστικοί και ή αδιαφανείς, η κρίση τούτη θα δέσμευε και τον Δικαστή που θα επιλαμβανόταν της αγωγής του, με επακόλουθη δική του κρίση ότι ο Παραπονούμενος δεν δεσμεύεται από αυτούς -, κρίνεται απαράδεκτη, καθότι ήδη επέλεξε να διεκδικήσει τούτα (τα δικαιώματα του) μέσω της ατομικής αγωγής που καταχώρισε το 2018, την οποία, ακολούθως, διευθέτησε, ζήτημα που θα έπρεπε να διερευνήσει ο Αιτητής προτού καταχωρίσει την Αίτηση, το 2021, ή συνεχίσει την προώθησή της, δεδομένου του τρόπου που διενήργησε την έρευνα του (ως ανωτέρω εξηγήθηκε), και δη επικεντρωμένος στους όρους της σύμβασης που υπέγραψε ο Παραπονούμενος και τις συνθήκες υπό τις οποίες τούτη συνομολογήθηκε με τον τελευταίο.
Στη βάση της πιο πάνω επιχειρηματολογίας, και γενικότερα των όσων προσπάθησα να εξηγήσω, κρίνω ότι οι σχετικές με το υπό εξέταση ζήτημα προδικαστικές ενστάσεις της Καθ΄ ης η Αίτηση ευσταθούν, με αποτέλεσμα η Αίτηση να είναι έκθετη σε απόρριψη, χωρίς να παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να αποφανθεί επί της ουσίας της, και δη το κατά πόσο οι υπό εξέταση όροι της επίδικης σύμβασης είναι καταχρηστικοί ή αδιαφανείς, ζήτημα, το οποίο, προφανώς, θα απασχολήσει το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αγωγής του Παραπονούμενου. Ως εκ τούτου η Αίτηση απορρίπτεται.
Ως προς τα έξοδα, δεν έχω κανέναν λόγο γιατί να παρεκκλίνω από τον κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, και, κατά συνέπεια, τούτα επιδικάζονται υπέρ της Καθ' ης η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ……………………………
Δ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Ειδική αναφορά στους όρους αυτούς, καθώς, επίσης, και στους λόγους που ο Αιτητής τους θεωρεί καταχρηστικούς και ή αδιαφανείς, γίνεται τόσο στο κυρίως σώμα της Αίτησης όσο και στο μαρτυρικό υλικό που την υποστηρίζει.
[2] Αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των μερών, κάτι με το οποίο συμφωνεί και το Δικαστήριο, ότι την Αίτηση διέπουν οι πρόνοιες του Νόμου ως ίσχυαν κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης (05.09.2008), εξέτασης του παραπόνου από τον Αιτητή (2017-2018) και καταχώρησης της παρούσας Αίτησης (05.03.2021), και κατά συνέπεια ο καταργητικός νόμος Ν.112(Ι)/2021 (Περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμος), ο οποίος θεσπίστηκε στις 12.05.2021, δεν τυγχάνει εφαρμογής.
[3] Ως προς την επικαλούμενη, από τον Αιτητή, καταχρηστικότητα και ή αδιαφάνεια των όρων της επίδικης σύμβασης, τούτος παραπέμπει, ορθώς, στις πρόνοιες άλλων άρθρων του Νόμου (οι οποίες προβλέπουν τα κριτήρια και δεδομένα που καθιστούν ένα συμβατικό όρο καταχρηστικό ή αδιαφανή), πλην όμως το άρθρο 9 αποτελεί το μόνο άρθρο του Νόμου που παρέχει στο Δικαστήριο εξουσία να εκδώσει διατάγματα ως τα κατ’ αίτηση, στο πλαίσιο αίτησης ως η υπό εξέταση.
[4] Δεν αμφισβητείται ότι ο Παραπονούμενος και η Καθ΄ ης η Αίτηση εμπίπτουν στον όρο «καταναλωτή», από τη μια, και «επαγγελματίας», από την άλλη, ως οι όροι αυτοί ερμηνεύονται στην Οδηγία.
[5] Μολονότι στον Νόμο, ο «επαγγελματίας», χαρακτηρίζεται ως «προμηθευτής», για σκοπούς της παρούσας απόφασης, θα γίνεται χρήση του όρου «επαγγελματίας», καθότι η νομολογία στη οποία θα γίνει αναφορά, αφορά σε αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), στις οποίες, επίσης, χρησιμοποιείται ο όρος αυτός.
[6] Υπογράμμιση δική μου, καθώς και όσες ακολουθούν, με σκοπό να αναδειχθούν οι συγκεκριμένες πρόνοιες των εν προκειμένω νομοθετημάτων επί των οποίων η κάθε πλευρά βασίζει τα επιχειρήματά της.
[7] Βλ. άρθρο 9 (1) του Νόμου.
[8] Υπόθεση Jorge Sales Sinu?s and Youssouf Drame Ba v Caixabank SA and Catalunya Caixa SA (Catalunya Banc S.A.), απόφαση C-381/14, ημερομηνίας 14.04.2016 σκεψεις:
«27. Ειδικότερα, χωρίς να αμφισβητείται ο ουσιώδης ρόλος που καλούνται να διαδραματίσουν οι ενώσεις αυτές για την επίτευξη αυξημένου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντούτοις διαπιστώνεται ότι αγωγή παραλείψεως τέτοιου είδους ενώσεως κατά επαγγελματία δεν χαρακτηρίζεται από την ανισότητα που υπάρχει στο πλαίσιο των ατομικών δικών μεταξύ μεμονωμένων καταναλωτών και των αντισυμβαλλομένων τους επαγγελματιών (βλ. απόφαση Asociaci?n de Consumidores Independientes de Castilla y Le?n, C?413/12, EU:C:2013:800, σκέψη 50).
28. Επιπλέον, η εν λόγω διαφοροποιημένη προσέγγιση επιβεβαιώνεται από τo άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (ΕΕ L 166, σ. 51), και από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (ΕΕ L 110, σ. 30), που τo αντικατέστησε, κατά τα οποία τα δικαστήρια του κράτους μέλους στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται η κατοικία ή η έδρα του εναγομένου είναι αρμόδια να εκδικάσουν τις αγωγές παραλείψεως που ασκούν, σε περίπτωση ενδοκοινοτικής παραβιάσεως της νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, οι ενώσεις προστασίας καταναλωτών άλλων κρατών μελών (απόφαση Asociaci?n de Concumidores Independientes de Castilla y Le?n, C?413/12, EU:C:2013:800, σκέψη 51).
29.Σημειωτέον ότι, λόγω του προληπτικού χαρακτήρα και του αποτρεπτικού σκοπού των αγωγών παραλείψεως, καθώς και της αυτοτέλειάς τους έναντι κάθε είδους ατομικής διαφοράς, οι αγωγές αυτές μπορούν να ασκηθούν ακόμη και αν οι ρήτρες των οποίων ζητείται η απαγόρευση δεν έχουν χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένες συμβάσεις (απόφαση Invitel, C?472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 37).
30. Επομένως, οι ατομικές και συλλογικές αγωγές έχουν, στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13, διαφορετικό αντικείμενο και έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα η από δικονομικής απόψεως σχέση μεταξύ της εκδικάσεως των μεν και των δε να αφορά μόνο απαιτήσεις διαδικαστικής φύσεως, σχετικές, ως επί το πλείστον, προς την ορθή απονομή δικαιοσύνης και σκοπούσες στην αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων, χωρίς, ωστόσο, η συναρμογή αυτών των διαφορετικών αγωγών να οδηγεί σε αποδυνάμωση της προστασίας των καταναλωτών, όπως αυτή κατοχυρώνεται στην οδηγία 93/13».
[9] Βλ. παράγραφος 1.5 τούτης, σελ. 5.
[10] Υπογράμμιση δική μου.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο