
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αριθμός Αγωγής: 1106/2023
Μεταξύ:
KATHERINE IRMA L DUPONT, από το Βέλγιο
Ενάγουσα
και
MAXIGRID LIMITED
Εναγόμενη
3 Ιουνίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα/Αιτήτρια: κα Διχώρου για M. Economides Kranos & Co LLC
Για Εναγόμενη/Καθ’ ης η Αίτηση: κα Παναγιώτου για Τορναρίτης & Σία ΔΕΠΕ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Στην αίτηση της Ενάγουσας/Αιτήτριας ημερομηνίας 11.12.2024 για άδεια καταχώρησης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης παρακοής ημερομηνίας 5.3.2024
Ταυτόχρονα με την καταχώρηση της παρούσας αγωγής στις 17.5.2023, η πλευρά της Ενάγουσας είχε καταχωρήσει και αίτηση για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων. Η αίτηση εκείνη είχε καταχωρηθεί δια κλήσεως και όχι μονομερώς όπως λανθασμένα αναφέρει η πλευρά της Εναγόμενης.
Η αίτηση για ενδιάμεσα διατάγματα επιδόθηκε στην Εναγόμενη. Κατά την ακρόαση της αίτησης εκείνης στις 12.7.2023, η Εναγόμενη δεν εμφανίστηκε και το Δικαστήριο (με άλλη σύνθεση) εξέδωσε κάποια εκ των αιτούμενων διαταγμάτων. Στα εκδοθέντα διατάγματα περιλαμβάνεται και διάταγμα που διέταζε την Εναγόμενη να αποκαλύψει ενόρκως εντός συγκεκριμένης προθεσμίας διάφορα στοιχεία, έγγραφα και πληροφορίες που, μεταξύ άλλων, σχετίζονταν με λογαριασμούς εντός και εκτός Κύπρου επ’ ονόματι της Εναγόμενης ή των οποίων η Εναγόμενη ήταν τελική δικαιούχος (στο εξής το «Διάταγμα Αποκάλυψης»).
Το Διάταγμα Αποκάλυψης επιδόθηκε στην Εναγόμενη η οποία δεν προέβη σε ένορκη αποκάλυψη εντός της καθορισμένης προθεσμίας (αυτό είναι αποδεκτό, όπως προκύπτει από την αγόρευση των συνηγόρων της Εναγόμενης, και συνάγεται από την ένορκη δήλωση της ένστασης, παράγραφοι 7 και 8). Αυτή η παράλειψη οδήγησε την Ενάγουσα στην καταχώρηση αίτησης ημερομηνίας 5.3.2024 με την οποία ζητά την τιμωρία της Εναγόμενης για παρακοή του διατάγματος (στο εξής η «Αίτηση Παρακοής»).
Μετά την καταχώρηση της Αίτησης Παρακοής και συγκεκριμένα στις 30.5.2024, η πλευρά της Εναγόμενης καταχώρησε ένορκη δήλωση, μέσω του μοναδικού διευθυντή αυτής, προς συμμόρφωση με το Διάταγμα Αποκάλυψης. Σύμφωνα με τους δικηγόρους της Εναγόμενης, αυτό έγινε αφού «είχε συζητηθεί και τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ότι με την καταχώρηση της Ένορκης Δήλωσης Αποκάλυψης, η Αίτηση Παρακοής θα είχε αποσυρθεί» (παράγραφος 2.4 της αγόρευσης).
Ακολούθησε στις 11.12.2024 η καταχώρηση της παρούσας Αίτησης με την οποία η πλευρά της Ενάγουσας ζητά να της δοθεί άδεια να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της Αίτησης Παρακοής.
Μέσω της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης που θέλει να καταχωρήσει, η πλευρά της Ενάγουσας επιδιώκει να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία και στοιχεία που δείχνουν (ως η θέση της) ότι η Εναγόμενη δεν έχει συμμορφωθεί πλήρως με το Διάταγμα Αποκάλυψης. Αυτό γιατί στην ένορκη δήλωση αποκάλυψης που καταχωρήθηκε δεν περιλαμβάνεται συγκεκριμένος λογαριασμός μέσω του οποίου η Ενάγουσα και ο σύζυγος της είχαν εμβάσει διάφορα χρηματικά ποσά στην Εναγόμενη πριν την έγερση της αγωγής. Η θέση της Ενάγουσας είναι ότι η ανάγκη για παρουσίαση αυτής της πρόσθετης μαρτυρίας προέκυψε αφού μελετήθηκε η ένορκη αποκάλυψη που έγινε από την Εναγόμενη, μετά την καταχώρηση της Αίτησης Παρακοής. Η Ενάγουσα υποστηρίζει ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να επιτραπεί η καταχώρηση της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης ώστε να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα σχετικά με την ουσία της Αίτησης Παρακοής. Αντίγραφο της προτεινόμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης παρουσιάζεται μέσω της Αίτησης.
Η πλευρά της Εναγόμενης διαφωνεί να δοθεί η αιτούμενη άδεια. Η δική της θέση είναι ότι δεν αποκαλύπτεται καλός λόγος για ικανοποίηση του αιτήματος. Μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι η προτεινόμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση δεν περιλαμβάνει μαρτυρία για νέα γεγονότα αλλά αφορά γεγονότα που ήταν εις γνώση της Ενάγουσας εξ αρχής και θα μπορούσαν να είχαν περιληφθεί στην αρχική ένορκη δήλωση της Αίτησης Παρακοής. Είναι επίσης η θέση της ότι «ενώ αρχικά [η Αίτηση Παρακοής] αφορούσε τη μη αποκάλυψη, αφού η Εναγόμενη/Καθ’ ης η Αίτηση συμμορφώθηκε, [η Ενάγουσα] επιχειρεί να συνεχίσει την οιονεί ποινική διαδικασία σε άλλη βάση, της τάχατες ψευδούς αποκάλυψης» (παράγραφος 2.5 της αγόρευσης). Υποστηρίζει επίσης ότι η Ενάγουσα ενεργεί καταχρηστικά γιατί «έχει ταχθεί σε μια προσπάθεια καταδίωξης της Εναγόμενης/Καθ’ ης η Αίτηση που αποσκοπεί την απόσπαση κάποιας διευθέτησης της παρούσας υπόθεσης» (παράγραφος 4.6 της αγόρευσης).
Πριν προχωρήσω, σημειώνω ότι έχω εξετάσει τόσο την Αίτηση όσο και την ένσταση καθώς και τις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την κάθε μια. Έχω επίσης μελετήσει τις αγορεύσεις που παρουσίασαν οι συνήγοροι των δύο πλευρών κατά την ακρόαση της Αίτησης και τη νομολογία στην οποία παραπέμπουν. Περαιτέρω, γνωρίζω το περιεχόμενο του φακέλου της αγωγής.
Η εκδίκαση ενδιάμεσων αιτήσεων γίνεται κατά κανόνα στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που καταχωρούνται από την κάθε πλευρά όμως το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να επιτρέψει την καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Η διακριτική αυτή ευχέρεια του Δικαστηρίου πηγάζει από τη Δ.48 θ.4(2) (στη μορφή που ισχύει για σκοπούς της παρούσας αγωγής) η οποία προνοεί ότι:
«Το Δικαστήριο, ή Δικαστής, μετά από αίτηση ή προφορικό αίτημα, μπορεί, για καλό λόγο, να επιτρέψει την καταχώρηση συμπληρωματικών ένορκων δηλώσεων…»
Οι γενικές αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής αυτής της ευχέρειας έχουν αναλυθεί στη νομολογία από την οποία αντλώ σχετική καθοδήγηση[1].
Όπως προκύπτει από τη νομολογία, δεν αμφισβητείται η δυνατότητα του Δικαστηρίου να παραχωρήσει άδεια για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Όμως η άδεια αυτή πρέπει να παρέχεται στις κατάλληλες περιπτώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι ο αιτητής αποκαλύπτει καλό λόγο για τον οποίο θα πρέπει να του δοθεί η ευκαιρία να συμπληρώσει τη μαρτυρία του. Τι συνιστά «καλό λόγο» για τους σκοπούς της Δ.48 θ.4(2), δεν είναι κάτι που μπορεί να προσδιοριστεί κατά τρόπο γενικό. Είναι ζήτημα πραγματικό και εξαρτάται από το είδος της κυρίως αίτησης στα πλαίσια της οποίας υποβάλλεται το αίτημα, τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης και την αιτιολόγηση που προβάλλεται από την πλευρά του αιτητή.
Επανέρχομαι στην προκείμενη περίπτωση.
Μέσω της Αίτησης Παρακοής, η πλευρά της Ενάγουσας ζητά την τιμωρία της Εναγόμενης «για παράβαση και/ή παρακοή του διατάγματος του δικαστηρίου ημερομηνίας 12.7.2023 το οποίο εκδόθηκε στην υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο αγωγή και/ή για περιφρόνηση του Δικαστηρίου με φυλάκιση για περίοδο 12 μηνών και/ή μέχρι πλήρους συμμορφώσεως με το εν λόγω διάταγμα και/ή με επιβολή προστίμου προς συμμόρφωση και/ή περιφρόνηση του Δικαστηρίου».
Καθοριστικής σημασίας για το εδώ αποτέλεσμα, είναι κατά πόσο εξυπηρετούνται οι ανάγκες της Αίτησης Παρακοής με το να επιτραπεί η καταχώρηση συμπληρωματικής μαρτυρίας. Είναι υπό αυτό το πρίσμα που εξετάζω εάν η Ενάγουσα έχει καταδείξει «καλό λόγο» ώστε να δοθεί η αιτούμενη άδεια[2].
Δεν θα υπεισέλθω σε αξιολόγηση της προτεινόμενης συμπληρωματικής μαρτυρίας. Δεν είναι αυτό το κατάλληλο στάδιο για λεπτομερή εξέταση του περιεχόμενου της ούτε για συμπεράσματα για τη βαρύτητα ή αποδεικτική της αξία. Συνεπώς, αναφορές στην αγόρευση των συνηγόρων της Εναγόμενης που αφορούν την αξιοπιστία, βαρύτητα και αποδεικτική αξία της προτεινόμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης δεν θα απασχολήσουν γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν πρόωρο (αναφέρομαι ενδεικτικά στις παραγράφους 4.5 και 4.6 της αγόρευσης). Περιορίζομαι να σημειώσω ότι φαίνεται να υπάρχει σύνδεση μεταξύ των επίδικων θεμάτων της Αίτησης Παρακοής και της πρόσθετης μαρτυρίας που η Ενάγουσα επιδιώκει να παρουσιάσει. Επίσης, δεν διακρίνω αυτή η πρόσθετη προτεινόμενη μαρτυρία να είναι έκδηλα ανεπίτρεπτη ή αντινομική.
Από το κείμενο της προτεινόμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης φαίνεται ότι οι αναφορές που η Ενάγουσα επιδιώκει να εισαγάγει, αφορούν ζητήματα που προέκυψαν μετά την καταχώρηση της ένορκης δήλωσης προς συμμόρφωση με το Διάταγμα Αποκάλυψης από την πλευρά της Εναγόμενης.
Περαιτέρω, δεν διαπιστώνω ότι εάν επιτραπεί η καταχώρηση της προτεινόμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης αυτό θα μεταβάλει ουσιαστικά τη φύση της Αίτησης Παρακοής. Όπως σημείωσα πιο πάνω, σε εκείνη την Αίτηση η πλευρά της Ενάγουσας εστιάζει στην έλλειψη «πλήρους συμμόρφωσης» με το Διάταγμα Αποκάλυψης. Συνεπώς η ουσία του ζητήματος που θα εξεταστεί στα πλαίσια της Αίτησης Παρακοής παραμένει η ίδια, δηλαδή κατά πόσο υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με το Διάταγμα Αποκάλυψης.
Από τα ενώπιον μου στοιχεία θεωρώ ότι η προτεινόμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση θα παρουσιάσει περαιτέρω στοιχεία που είναι σχετικά με την Αίτηση Παρακοής και που είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και της διαδικασίας να παρουσιαστούν. Εάν η πλευρά της Εναγόμενης αισθάνεται ότι θα πρέπει να της δοθεί αντίστοιχο δικαίωμα απάντησης και συμπλήρωσης της δικής της μαρτυρίας, τότε μπορεί να προωθήσει σχετικό αίτημα.
Τέλος, σταθμίζοντας όλα τα ενώπιον μου δεδομένα, δεν διακρίνω καταχρηστική διάθεση ή συμπεριφορά από την πλευρά της Ενάγουσας.
Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ ότι είναι ορθότερο να επιτραπεί παρά να αποκλειστεί η προτεινόμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην Ενάγουσα να παρουσιάσει όλα τα γεγονότα που θεωρεί σχετικά για να έχει πλήρη εικόνα το Δικαστήριο στην εκδίκαση της Αίτησης Παρακοής.
Τα πιο πάνω συνιστούν, θεωρώ, καλό λόγο ώστε να δοθεί η αιτούμενη άδεια για καταχώρηση της προτεινόμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης.
Σημειώνω, παρενθετικά, ότι δυνάμει των προνοιών των νέων Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, η δυνατότητα καταχώρησης συμπληρωματικών/απαντητικών ενόρκων δηλώσεων από τις αντίδικες πλευρές είναι πλέον μέρος της διαδικασίας εκδίκασης ενδιάμεσων αιτήσεων και δεν απαιτείται προηγούμενη άδεια από το Δικαστήριο.
Καταληκτικά, η Αίτηση εγκρίνεται. Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο επιτρέπεται στην πλευρά της Ενάγουσας να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση στη μορφή που επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την παρούσα Αίτηση. Η συμπληρωματική ένορκη δήλωση να καταχωρηθεί εντός 15 ημερών από σήμερα.
Σε σχέση με τα έξοδα της Αίτησης, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη φύση της Αίτησης Παρακοής (στα πλαίσια της οποίας έχει καταχωρηθεί η παρούσα) αλλά και το εδώ αποτέλεσμα, θεωρώ ορθό να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της Αίτησης Παρακοής αλλά να μην είναι εναντίον της Ενάγουσας. Συνεπώς, εκδίδεται αντίστοιχη διαταγή.
(Υπ.) ………………..………………………..
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Ενδεικτικά, A. Messios & Sons Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 195, Αναφορικά με την αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997)1 Α.Α.Δ. 979, Φιλόκυπρου Ματθαίου κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 510
[2] Σχετική και η Χαράλαμπου Ανδρέα Κούππα ν Πούλλας Τσαδιώτης Λίμιτεδ, Πολιτικές Εφέσεις 312/2010 και 351/2011, ημερομηνίας 17.7.2014
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο