
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Απαίτησης: 645/24
Μεταξύ:
Armada OJSC
Ενάγουσα
και
1. Γεώργιος Χρ. Γεωργίου Δ.Ε.Π.Ε.
2. WCS - Worldwide Corporate Services Limited
3. Μιχαηλίνα Ζήνωνος
4. Alexey Kuzovkin
Εναγόμενοι
--------------------------------------
Αίτηση ημερομ. 21/06/2024 για έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 30 Ιουνίου, 2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Ενάγουσα-Αιτήτρια: κ. Παπαχριστοδούλου, για Παπαδόπουλος, Λυκούργος & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενο 4-Καθ’ ου η Αίτηση 4: κ. Νικολάου, για Κώστας Τσιρίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η παρούσα είναι αγωγή αποκάλυψης. Στην καταχωρισθείσα Απαίτηση αξιώνεται η έκδοση διαταγμάτων φίμωσης (gagging order) καθώς και διαταγμάτων Norwich Pharmacal. Η Ενάγουσα αιτήθηκε και έλαβε μονομερώς διάταγμα φίμωσης και μη καταστροφής εγγράφων. Όσον αφορά το ζητηθέν διάταγμα αποκάλυψης η αίτηση προωθήθηκε δια κλήσεως. Με την επίδοσή της οι Καθ’ ων η αίτηση 1 - 3 αποδέχθηκαν όπως αποκαλύψουν τις πληροφορίες που ζητούντο, ενώ ο Εναγόμενος 4 έφερε ένσταση.
Η Ενάγουσα - Αιτήτρια ζήτησε την αποκάλυψη, από τους Καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 3, των λογαριασμών που διατηρούσε η εταιρεία «DENERHEY INVESTMENTS CORP COMPANY» (εφεξής η Εταιρεία), εγγεγραμμένη στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, σε κυπριακά τραπεζικά ιδρύματα και στο εξωτερικό, το σημερινό υπόλοιπο της συγκεκριμένης εταιρείας στους τραπεζικούς της λογαριασμούς, την πραγματική ταυτότητα και τις διευθύνσεις των προσώπων που την δεσμεύουν με την υπογραφή τους ή και διαχειρίζονται τους λογαριασμούς της ή και άνοιξαν ή και λειτουργούσαν ή και ενεργούσαν ως υπογράφοντες τους λογαριασμούς της ή και δηλώθηκαν ως τελικοί δικαιούχοι της. Επίσης, ζητήθηκε η αποκάλυψη του Οργανογράμματος και της ομιλικής δομής της από την εγγραφή της μέχρι σήμερα και ιδιαίτερα οι λεπτομέρειες που αφορούν την έμμεση ή και δόλια μεταφορά 100.000 μετοχών από την Αιτήτρια, μέσω της εταιρείας LLC Maxwell Capital Management, στην Εταιρεία το 2011, καθώς και η παράδοση εταιρικών εγγράφων, περιλαμβανομένων ψηφισμάτων ή και πρακτικών, αναλυτικές καταστάσεις των λογαριασμών της Εταιρείας, έγγραφα με οδηγίες μεταφοράς ή και εμβάσματος ή και μηνύματα τύπου SWIFT, όλα τα συμβόλαια που υπεγράφησαν από την Εταιρεία από το 2011 μέχρι σήμερα, καθώς και όλα τα πληρεξούσια τα οποία εξέδωσε και υπέγραψε η Εταιρεία.
Επιζητείται και επικουρικό διάταγμα που να επιτρέπει την χρήση οποιωνδήποτε πληροφοριών ή και εγγράφων αποκαλυφθούν, δυνάμει των προαναφερθέντων διαταγμάτων, στο πλαίσιο υφιστάμενης ή και άλλης μελλοντικής αστικής δικαστικής διαδικασίας ή και λήψης οποιωνδήποτε άλλων μέτρων εναντίον της Εταιρείας και φυσικών προσώπων ή και οποιωνδήποτε άλλων αδικοπραγούντων.
Νομική βάση για την αίτηση αποτέλεσαν το Μέρος 23, το Μέρος 25(6) και 25(7) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, τα άρθρα 4, 9 και 22 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, τα άρθρα 29, 31 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, το άρθρο 7 του αγγλικού Bankers’ Books Evidence Act του 1879, το άρθρο 29 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, Ν.66(Ι)/97, ο περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία Ατόμου) Νόμος, τα άρθρα 1 - 29 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων, οι νομικές αρχές έκδοσης διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal και της υπόθεσης Bankers Trust v. Shapira (1980) 1 WLR 1274, οι αρχές του εντοπισμού ή και ιχνηλάτισης (tracing principle), η νομολογία, η πρακτική και οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η Αίτηση παρατέθηκαν σε δύο ένορκες δηλώσεις του AM, ο οποίος είναι μέλος του νυν Διοικητικού Συμβουλίου της Αιτήτριας και τα γνωρίζει από προσωπική του εμπλοκή καθώς και από άλλες διαδικασίες που σχετίζονται με τα υπό κρίση θέματα στην Ρωσία, στις ΗΠΑ και στην Αυστρία, ενώ είναι και εξουσιοδοτημένος στην κατάρτιση της συγκεκριμένης ένορκης δήλωσης. Καταγράφει ότι καταχωρίστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η Αγωγή αρ. 3399/23, στην οποία ζητήθηκαν διατάγματα φίμωσης και αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal. Κατά τον χρόνο καταχώρησης εκείνης της αγωγής δεν ήταν γνωστή στην Αιτήτρια η εμπλοκή της Εναγόμενης 3, η οποία ήταν διευθύντρια της Εταιρείας. Είχε εκδοθεί διάταγμα φίμωσης μονομερώς, το οποίο είχε συμφωνηθεί όπως παραμείνει σε ισχύ μέχρι τη λήψη νέου διατάγματος φίμωσης, καθώς και διατάγματος Norwich Pharmacal στην υπό κρίση διαδικασία. Η Εναγόμενη 2 στην Αγωγή αρ.3399/23, ΕΧ, σε συμμόρφωση με το εκδοθέν διάταγμα προέβη σε καταχώριση ένορκης δήλωσης στην οποία εξηγεί την εμπλοκή της Εταιρείας και κατονομάζει τους πρώην εργοδότες της. Τα όσα αποκαλύφθηκαν στην συγκεκριμένη ένορκη δήλωση διερευνήθηκαν και αποφασίστηκε η καταχώρηση της υπό κρίση διαδικασίας εναντίον των Εναγόμενων 1, 2 και 3, οι οποίοι φαίνεται να κατέχουν τις αιτούμενες πληροφορίες.
Υποστηρίζει ότι η Αιτήτρια, η οποία είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Ρωσία, έπεσε θύμα ενός σχεδίου απάτης που ενορχήστρωσε η πρώην Διοίκησή της, η οποία απομύζησε χρήματα, περιουσιακά στοιχεία και τεχνολογία χρησιμοποιώντας υπεράκτιους λογαριασμούς, εικονικές συναλλαγές και περισσότερες από 40 εταιρείες βιτρίνα σε διάφορες δικαιοδοσίες. Στη συνέχεια ξέπλυνε τα έσοδα που προέρχονταν από τις συγκεκριμένες δραστηριότητες προβαίνοντας σε πράξεις ενεργής συγκάλυψης, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι και σήμερα. Μία από τις εταιρείες βιτρίνα που χρησιμοποιήθηκαν στην απάτη είναι η Denerhey Investments Corporation, εταιρεία BVI. Η Εταιρεία βρίσκεται σε εκούσια εκκαθάριση, η οποία ξεκίνησε τον Δεκέμβριο 2017 και η Εναγόμενη 1 είναι η εκούσια εκκαθαρίστριά της, ενώ η Εναγόμενη 2 ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η μοναδική μέτοχός της. Η Ενάγουσα - Αιτήτρια είναι η μητρική εταιρεία ενός ομίλου εταιρειών που δραστηριοποιείται στον τομέα της παροχής υπηρεσιών ανάπτυξης λογισμικού και τεχνολογίας πληροφοριών για δημόσιους, ιδιωτικούς και κρατικούς πελάτες στην Ρωσία και στους μετόχους της περιλαμβάνονται μεγάλες διεθνείς τράπεζες και εταιρείες. Το 2012 ήταν ένας από τους 5 μεγαλύτερους παρόχους ανάπτυξης λογισμικού στην Ρωσία με τις πωλήσεις της να φτάνουν στα 180 εκατομμύρια δολάρια. Όμως, από το 2012 και μετά, τα κέρδη μειώθηκαν απότομα λόγω των δόλιων ενεργειών της τότε Διοίκησης της εταιρείας, ιδιαίτερα του AK, Εναγόμενου 4. Αποξενώθηκαν μαζικά τα περιουσιακά της στοιχεία μέσω μιας περίπλοκης σειράς αθέμιτων καταχρηστικών συναλλαγών με την χρήση 40 εταιρειών βιτρίνας έτσι ώστε να νομιμοποιηθούν τα έσοδα από παράνομες δραστηριότητες, το Αθέμιτο Σχέδιο.
Σύμφωνα με τον Ομνύοντα, ο ΑΚ, τότε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ενάγουσας - Αιτήτριας καθώς και άτομα που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του, απομυζούσαν οικονομικά την Ενάγουσα κυρίως κατά την περίοδο 2012 ως 2014. Ο ΑK ήταν υπεύθυνος για όλες τις συμβάσεις που υπογράφηκαν και όλες τις πληρωμές που πραγματοποιούσε η Ενάγουσα - Αιτήτρια. Στο ρωσικό νομικό σύστημα ο γενικός διευθυντής μιας εταιρείας είναι μισθωτός διευθυντής και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το διοικητικό συμβούλιο, το οποίο μπορεί να τον διορίσει και να τον παύσει. Κατά το χρόνο που ο ΑK ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου δημιούργησε μια ομάδα ατόμων την οποία έλεγχε πλήρως. Ο βασικός μηχανισμός του Αθέμιτου Σχεδίου, του οποίου οι λεπτομέρειες παραμένουν άγνωστες πλην όμως επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο της Έκθεσης Baker Tilly Russaudit (Moscow) ημερομηνίας 30/09/2015, αφορούσε τη μεταβίβαση, σε δόσεις, από τον Όμιλο Armada του ποσού των 2,7 εκατομμυρίων ρουβλιών, τα οποία εισπράχθηκαν από συμβάσεις ανάπτυξης λογισμικού που είχαν ανατεθεί στην Armada, σε δύο εξωτερικούς υπεργολάβους, ήτοι την DPP και την Tver, οι οποίοι ελέγχονταν από την πρώην διοίκηση στου Ομίλου. Οι δύο εξωτερικοί υπεργολάβοι μετέφεραν τα συγκεκριμένα κεφάλαια σε τέσσερεις (4) εταιρείες, κατ΄ισχυρισμό παρόχους υπηρεσιών, οι οποίες δεν προσέφεραν οποιαδήποτε υπηρεσία και δεν παρέδωσαν κανένα προϊόν στους δύο εξωτερικούς υπεργολάβους. Προκύπτει, είναι η θέση του, από τα διαθέσιμα στοιχεία, ότι οι συγκεκριμένες εταιρείες δημιουργήθηκαν μόνο για να αποσπάσουν κεφάλαια από την Armada και οι τρείς από αυτές έχουν διαλυθεί. Τα ποσά στην συνέχεια διανεμήθηκαν σε λογαριασμούς που πιθανών να ανήκουν στον ΑK και άλλους αδικοπραγούντες.
Σύμφωνα με τον Ομνύοντα χρησιμοποιήθηκε και δεύτερο σχέδιο απόσπασης χρημάτων με την εφαρμογή του «εικονικού» δανεισμού. Τρείς θυγατρικές εταιρείες της Armada έλαβαν δάνεια συνολικού ύψους 1,76 δις ρουβλιών, ήτοι 44,2 εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία χορηγήθηκαν είτε άτοκα είτε με επιτόκιο 0,5% ετησίως, που είναι εκτός του πραγματικού επιτοκίου της αγοράς, το οποίο κατά τον δεδομένο χρόνο ανερχόταν στο 8% ετησίως. Τα συγκεκριμένα δάνεια μπορούσαν να χορηγηθούν μόνο δυνάμει οδηγιών του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου. Όμως ήταν αντίθετα με τα συμφέροντα της Armada και της προκάλεσαν τεράστια ζημιά. Παρά το γεγονός ότι η καταγραφή των δανείων στις τριμηνιαίες εκθέσεις είναι υποχρεωτική για εταιρείες εισηγμένες στο Ρωσικό Χρηματιστήριο, τα συγκεκριμένα δάνεια δεν αναφέρονταν στην τριμηνιαία Έκθεση της Ενάγουσας - Αιτήτριας για την περίοδο 2012 με 2014. Η απόκρυψη, είναι η θέση του, έγινε σκόπιμα για να συγκαλυφθεί και αποκρυφθεί η παράνομη δραστηριότητα. Διαφάνηκε ότι οι θυγατρικές εταιρείες χρησιμοποίησαν ορισμένα από τα κεφάλαια για τη χορήγηση δανείων σε άλλες εταιρείες του Ομίλου, με επιτόκιο μεταξύ 8% και 8.25% με αποτέλεσμα οι θυγατρικές του Ομίλου να πληρώσουν μεγάλο ποσό, ενώ τα υπόλοιπα κεφάλαια μεταφέρθηκαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Ακολούθως, μέρος των κεφαλαίων και των τόκων μεταφέρθηκαν σε εταιρείες βιτρίνα. Από αυτές τις ενέργειες η Armada υπέστη ζημιές ύψους 42 εκατομμυρίων ρουβλιών, ήτοι 1 εκατομμύριο ευρώ.
Ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες η πρώην Διοίκηση ζημίωσε την Armada κλέβοντας τους πελάτες της, χρησιμοποιώντας εμπορικά μυστικά και εσωτερική γνώση, ενώ χρησιμοποίησε και το προσωπικό της για εκτέλεση εργασιών σε σχέση με τρίτους με δικά της έξοδα. Διαπιστώθηκε από τη Ρωσική Αντιμονοπωλιακή Αρχή, κατά τη διαδικασία υποβολής προσφορών, ότι τόσο η Ενάγουσα - Αιτήτρια όσο και η PPL, θυγατρική της η οποία κλάπηκε κάτω από ύποπτες συνθήκες, ελέγχονταν από τον ΑK, ότι υπάλληλοι της Ενάγουσας - Αιτήτριας και των θυγατρικών της εκτελούσαν τις εργασίες ως υπεργολάβοι και ότι η PPL, η οποία χρησιμοποιήθηκε για την απόσπαση πελατών της Ενάγουσας - Αιτήτριας, πλούτισε κατά 28 εκατομμύρια ρούβλια εις βάρος της αφού η πραγματική εργασία παρασχέθηκε από το προσωπικό της Ενάγουσας - Αιτήτριας, τα οποία εκατομμύρια διανεμήθηκαν σε πολυάριθμες υπεράκτιες εταιρείες. Οι οικονομικές συναλλαγές που έβλαψαν την Ενάγουσα - Αιτήτρια διεκπεραιώθηκαν μέσω των Ρωσικών τραπεζών, ήτοι της CJSC Promsberbank και της CB Intercommerz Ltd, των οποίων η άδεια έχει ανακληθεί λόγω εμπλοκής τους σε δραστηριότητες που αφορούν ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Υποστηρίζει ότι η εμπλοκή της Εταιρείας διαφάνηκε περί τα τέλη του 2022 με αρχές του 2023 όταν ο ΑK αναγκάστηκε να αποκαλύψει τα έντυπα της Ρωσικής φορολογικής δήλωσης εισοδήματός του σε διαδικασίες στην Αυστρία και στις ΗΠΑ, οι οποίες σχετίζονται με κατηγορίες για ξέπλυμα χρήματος εναντίον του και άλλων προσώπων και συνδέονται με τα αδικήματα του Αθέμιτου Σχεδίου. Λόγω της άρνησης του ΑK και της πρώην Διοίκησης να παράσχουν εξηγήσεις προς τους Μετόχους, αυτοί κατάφεραν να συγκαλέσουν έκτακτη γενική συνέλευση, με την βοήθεια των ρυθμιστικών αρχών και των Ρωσικών Δικαστηρίων, κατά την οποία απομακρύνθηκαν τόσο ο ΑK καθώς και η πρώην Διοίκηση και αντικαταστάθηκαν με νέους, δεόντως εκλελεγμένους, εκπροσώπους. Τον Αύγουστο 2014 που ο νεοδιορισθείς γενικός διευθυντής μπήκε στα γραφεία της Ενάγουσας - Αιτήτριας δεν υπήρχαν ούτε εργαζόμενοι, ούτε έγγραφα, αλλά ούτε και οτιδήποτε άλλο που να δεικνύει την ύπαρξή της. Έκτοτε η Ενάγουσα - Αιτήτρια, μέσω διαφόρων δικαστικών διαδικασιών, προσπαθεί να θέσει τους παραβάτες ενώπιον της δικαιοσύνης.
Είχε μεταβιβαστεί στην ET, σύζυγο του ΑΤ, τότε γενικού συμβούλου της Ενάγουσας - Αιτήτριας και στενού συνεργάτη του AK, από την πρώην Διοίκηση της Αιτήτριας, η κυριότητα τεσσάρων κύριων ονομάτων διαδικτυακού χώρου της. Αυτό έθεσε ολόκληρη την ηλεκτρονική παρουσία μιας εταιρείας αξίας 100 εκατομμυρίων ρουβλιών στα χέρια των παρανομούντων, ήτοι της πρώην Διοίκησης και τους επέτρεψε να χρησιμοποιήσουν την ιστοσελίδα σε βάρος της Ενάγουσας - Αιτήτριας. Κινήθηκαν νομικές διαδικασίες στην Μόσχα και το Διαιτητικό Δικαστήριο της Μόσχας με απόφασή του κατέστησε άκυρη την μεταβίβαση της «armd.ru» στην ΕT και υποχρέωσε τον Έφορο να αποκαταστήσει τα δικαιώματα της Ενάγουσας-Αιτήτριας στο «armd.ru». Η συγκεκριμένη απόφαση επικυρώθηκε από το Εφετείο και εκτελέστηκε. Λόγω των γεγονότων, ένας εκ των βασικών μετόχων της Ενάγουσας - Αιτήτριας, η Arsenal Advisor Ltd, υπέβαλε επίσημη καταγγελία στις Ρωσικές Αρχές, ήτοι στο MVD. Ξεκίνησε έρευνα τον Νοέμβριο 2016, από την οποία διαπιστώθηκε ότι σε σχέση με 5 συγκεκριμένες πλασματικές συμβάσεις που συνάφθηκαν μεταξύ του 2012 με 2013, η πρώην Διοίκηση υπεξαίρεσε περίπου 91.785.700 ρούβλια από τον Όμιλο.
Διαφάνηκε ότι η Ενάγουσα - Αιτήτρια αποστερήθηκε σχεδόν από όλα τα περιουσιακά της στοιχεία αφού είχαν αναληφθεί περί τα 50 εκατομμύρια ευρώ από τραπεζικές της καταθέσεις, ότι είχαν μεταβιβαστεί σε εταιρείες βιτρίνες σημαντικές συμβάσεις της, επιχειρηματικές υποθέσεις και περιουσιακά στοιχεία ενώ, κατά τον ίδιο χρόνο, ο ΑK απέκτησε ακίνητα στην Βιέννη και στην Μόσχα αξίας πολλών εκατομμυρίων ευρώ με ενοχοποιητικά κεφάλαια, αφού τα εισοδήματά του δεν του το επέτρεπαν και ταυτόχρονα εγκατέλειψε την Ρωσία. Τα συγκεκριμένα ακίνητα είχαν αγοραστεί μόλις ξεκίνησε η διερεύνηση των παρατυπιών στην Ενάγουσα - Αιτήτρια. Όσον αφορά το εισόδημα του ΑΚ ανατέθηκε η διερεύνησή του σε πραγματογνώμονα του Αυστριακού Δικαστηρίου τον TH. Ο AK υπέβαλε αίτηση για άδεια παραμονής στην Αυστρία το 2012.
Έκτοτε έχουν κινηθεί διαδικασίες στην Αυστρία, την Ρωσία και στις ΗΠΑ. Στην Αυστρία κινήθηκε ποινική διαδικασία εναντίον του AK και του NH για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που συνδέονται με το δόλιο σχέδιο στην Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της απάτης, της υπεξαίρεσης και της παραβίασης εμπιστοσύνης. Η ποινική διαδικασία είναι σε εκκρεμότητα μέχρι σήμερα, αφού ο ΑK δεν κατάφερε να προσκομίσει αδιάσειστα και αξιόπιστα στοιχεία σε σχέση με την πηγή των κεφαλαίων για την χρηματοδότηση της αγοράς των ακινήτων. Αναφορικά με τις διαδικασίες στις Ηνωμένες Πολιτείες καταχωρίστηκε πολιτική αγωγή κατά του ΑK και των αδελφών R, στην οποία προωθείται ισχυρισμός ότι ο ΑK ξέπλενε έσοδα προερχόμενα από παράνομη δραστηριότητα στο εξωτερικό μέσω των αδελφών R στις Ηνωμένες Πολιτείες. Συγκεκριμένα, ότι στις 18/10/2013 ο ΑK αγόρασε πολυτελές διαμέρισμα σε μια από τις πιο διάσημες γειτονιές της Μόσχας από τους αδελφούς R, οι οποίοι είναι Αμερικάνοι και κατάγονται από την Ρωσία, του οποίου η δίκαιη αγοραία αξία ήταν περί τα 3.500.000(USD), όμως στα έγγραφα πώλησης η τιμή αγοράς καθορίζεται στο 1.000.000(USD). Τους πλήρωσε σε μετρητά και σε αμερικάνικο νόμισμα, το ποσό παραδόθηκε από άγνωστα πρόσωπα σε θυρίδα στην Intercommerz Bank και στη συνέχεια το ποσό παραλήφθηκε από άγνωστους εκπροσώπους των αδελφών R. Η διαδικασία στις Ηνωμένες Πολιτείες παραμένει σε εκκρεμότητα. Σημειώνει ότι, τόσο στις διαδικασίες στην Αυστρία όσο και στις διαδικασίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποκαλύφθηκε η άμεση σύνδεση και ροή κεφαλαίων μεταξύ του ΑK και της Εταιρείας το 2011.
Αναφορικά με τη σύνδεση του ΑK και της Εταιρείας, διαφάνηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αποκάλυψης στις ΗΠΑ ότι υπήρχε σημαντική ροή χρημάτων από την Εταιρεία προς τον ίδιο. Είχε λάβει από αυτήν €700.000 το 2011. Η Ενάγουσα - Αιτήτρια έλαβε την Έκθεση Beterra στην οποία καταγράφεται ότι ο ΑΚ πώλησε 100.000 μετοχές της Ενάγουσας - Αιτήτριας στην συγκεκριμένη Εταιρεία. Οι συγκεκριμένες μετοχές είχαν αποκτηθεί από τον ίδιο μέσω της Commercial Alliance Inc, εγγεγραμμένης στον Παναμά, την οποία χρησιμοποίησε ως όχημα απάτης. Η Ενάγουσα - Αιτήτρια κατείχε και κατέχει το 100% των μετοχών της Commercial Alliance Inc. Η απόκτηση των συγκεκριμένων μετοχών από τον ΑΚ, σύμφωνα με τον Ομνύοντα, βασίστηκε σε ένα επιζήμιο δόλιο σχέδιο δικαιωμάτων προαίρεσης που εγκρίθηκε ή δημιουργήθηκε από την πρώην Διοίκηση της Ενάγουσας - Αιτήτριας το 2010. Με βάση το συγκεκριμένο πρόγραμμα προαίρεσης ο ΑK είχε δικαίωμα να αποκτήσει 100.000 μετοχές της Ενάγουσας - Αιτήτριας όχι προς 16 δολάρια ανά μετοχή, όπως προέβλεπε το αρχικό πρόγραμμα, αλλά 8,2 δολάρια ανά μετοχή μετά τις 30/04/2011. Λόγω της συγκεκριμένης συναλλαγής της πώλησης των 100.000 μετοχών, ο ΑΚ έλαβε έσοδα ύψους 26.189.230,40 ρουβλιών, ενώ το κόστος απόκτησής τους ανερχόταν στα 24.960.034,36 εκατομμύρια ρούβλια. Η Εταιρεία απέκτησε τις συγκεκριμένες μετοχές σε τιμή πολύ χαμηλότερη από την αγοραία τους αξία σε βάρος της Ενάγουσας - Αιτήτριας. Είναι η θέση του ότι ο ΑK χρησιμοποίησε κεφάλαια της Ενάγουσας - Αιτήτριας για την χρηματοδότηση της απόκτησης των μετοχών από την Εταιρεία, την οποία χρησιμοποίησε ως όχημα για να ξεπλύνει χρήματα και να αποστερήσει από την Ενάγουσα - Αιτήτρια τα περιουσιακά της στοιχεία ή και κεφάλαια.
Υποστηρίζει ότι από πληροφορίες που προέκυψαν από τις έρευνες η Εταιρεία είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους και ξεκίνησε να εκκαθαρίζεται εκούσια στις 12/12/2017. Μοναδική της μέτοχος είναι η Εναγόμενη 2, ενώ ο πραγματικός της δικαιούχος είναι o ΑT. Ο ΑΤ ήταν μέλος της πρώην Διοίκησης της Ενάγουσας - Αιτήτριας και ελεγχόταν από τον ΑK. Εγκατέλειψε την Ενάγουσα - Αιτήτρια την ίδια εποχή με τον ΑK, πλην όμως συνέχισε να εργάζεται ως ιδιωτικός νομικός της σύμβουλος και βοήθησε την πρώην Διοίκηση σε διάφορες δικαστικές διαδικασίες εναντίον της. Αποθήκευε τα δεδομένα της Ενάγουσας - Αιτήτριας μέχρι το 2018 και υπάρχουν υποψίες ότι όλα τα εταιρικά έγγραφα, ιδίως αυτά που αφορούν το δόλιο σχέδιο της πρώην Διοίκησης, έχουν κλαπεί. Αποδείχθηκε ότι η Εταιρεία κατείχε το 12% των μετοχών της ρωσικής CJSC Promsberbank, της οποίας ο ΑK ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου από το 2012, ενώ υπάρχουν υποψίες ότι οι δόλιες χρηματοοικονομικές συναλλαγές που δρομολογήθηκαν από τον ΑK και την πρώην Διοίκηση της Ενάγουσας – Αιτήτριας, καθώς και οι παράνομες μεταβιβάσεις εταιρικών μεριδίων της, μέσω ύποπτων εταιρικών δομών, πραγματοποιήθηκαν ή διευκολύνθηκαν μέσω της CJSC Promsberbank, της οποίας η άδεια ανακλήθηκε στις 02/04/2015 λόγω παραβίασης κανονισμών που αφορούν το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Προωθεί τη θέση ότι ο ΑΚ απέκρυψε την φορολογική του δήλωση για το έτος 2011 στην Αυστριακή Διαδικασία μέχρι τον Οκτώβριο 2023. Ο πραγματογνώμονας TH, που διόρισε η Ενάγουσα - Αιτήτρια, μελετώντας τα στοιχεία που τέθηκαν από τον ΑΚ στις Αυστριακές Αρχές, κατέληξε ότι η αγορά ακινήτου αντιστοιχεί στον συνηθισμένο τρόπο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και ότι λόγω της τεράστιας απόκλισης του μέσου εισοδήματος του ΑK, συγκρινόμενο με τις τιμές αγοράς των αγορασθέντων ακινήτων στην Βιέννη και στην Μόσχα, τις παραπλανητικές διπλές και ψευδείς δηλώσεις και τα εξαιρετικά ύποπτα εισοδήματα, συνιστάται το άνοιγμα όλων των τραπεζικών λογαριασμών του. Ο ΑK, λόγω της συγκεκριμένης εμπειρογνωμοσύνης, τον Οκτώβριο 2023 παρουσίασε τις φορολογικές του δηλώσεις για τα έτη 2008, 2011 και 2014 και επιπρόσθετα παρουσίασε την Έκθεση Beterra καθώς και μια πραγματογνωμοσύνη από τον εμπειρογνώμονα Δρ. GA αναφορικά με τα εισοδήματα του για την συγκεκριμένη περίοδο. Υποστηρίζει, ο Ομνύοντας, ότι το εισόδημα που υπολογίζεται στις συγκεκριμένες Εκθέσεις, τόσο αυτή που ετοιμάστηκε από την Ενάγουσα όσο και αυτή που ετοιμάστηκε από τον Εναγόμενο 4, δεν επαρκεί για τη χρηματοδότηση της αγοράς των ακινήτων στην Αυστρία και στις ΗΠΑ.
Είναι η θέση του Ομνύοντα ότι τα αιτούμενα διατάγματα είναι αναγκαία γιατί ο ΑK εγκατέλειψε την Ενάγουσα - Αιτήτρια και την Ρωσία το 2014 και πριν την φυγή του προσπάθησε να αγοράσει μετοχές της Ενάγουσας - Αιτήτριας για να καλύψει τα ίχνη του. Υποθέτει ότι λόγω της μείωσης της τιμής της μετοχής της Ενάγουσας - Αιτήτριας, ο ΑΚ θα χρησιμοποιούσε τα κλαπέντα χρήματα για να αποκτήσει τις μετοχές της σε χαμηλότερη τιμή και στη συνέχεια για να αποκτήσει τον έλεγχο της. Ισχυρίζεται ότι η Ενάγουσα - Αιτήτρια χρειάζεται τις πληροφορίες έτσι ώστε να εντοπίσει και να προσδιορίσει όλους τους παραβάτες, να εντοπίσει και να προσδιορίσει τη φύση και την έκταση του αδικήματος, να δικογραφήσει την υπόθεση της και να εντοπίσει και ιχνηλατήσει τα περιουσιακά στοιχεία, έτσι ώστε να αποκτήσει ιδιοκτησιακές αξιώσεις κατά των παραβατών. Αναγνωρίζει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 3 δεν είναι ένοχες απάτης πλην όμως έχουν εμπλακεί ή και αναμειχθεί στην αδικοπραξία διευκολύνοντας είτε άμεσα είτε έμμεσα τις δόλιες μεταβιβάσεις. Κατά τη δική του άποψη οι Καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 3 έχουν πρόσβαση στις ζητούμενες πληροφορίες αφού η Καθ’ ης η αίτηση 1 είναι η εκκαθαρίστρια της Εταιρείας και η Καθ’ ης η αίτηση 2 ήταν η Εμπιστευματοδόχος των προσώπων που ελέγχουν την Εταιρεία Denerhey. Δηλώνει ότι η Ενάγουσα - Αιτήτρια είναι πρόθυμη να καλύψει τις εύλογες διοικητικές δαπάνες και τα έξοδα των Καθ΄ων η αίτηση για τη συμμόρφωση με την αιτούμενη αποκάλυψη, ότι θα χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες που θα αποκαλυφθούν μόνο για σκοπούς ανάκτησης των περιουσιακών στοιχείων και τη λήψη μέτρων εναντίον των παραβατών και ότι θα παράσχει κάθε άλλη εγγύηση που είναι αναγκαία για την έκδοση των διαταγμάτων.
Εκδόθηκαν μονομερώς, ως έχει προλεχθεί, τα διατάγματα φίμωσης και απαγόρευσης καταστροφής ή αλλοίωσης ή τροποποίησης οποιωνδήποτε εγγράφων ή και στοιχείων που αφορούν οποιεσδήποτε δοσοληψίες των Καθ’ ων η αίτηση 1-3 - Εναγομένων. Δέον να επαναληφθεί ότι οι Καθ’ ων η αίτηση 1-3 - Εναγόμενοι δεν ενίστανται στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων αποκάλυψης.
Ένσταση καταχωρίστηκε από τον Εναγόμενο 4, στον οποίο δόθηκε από το Δικαστήριο, με άλλη σύνθεση, άδεια για να παρέμβει στις 29/10/2024 και να καταστεί Εναγόμενος. Σημειώνεται ότι η αίτηση δεν απευθύνθηκε σ’ αυτόν. Ως λόγους ένστασης καταγράφει τους ακόλουθους: Ότι δεν πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 γιατί δεν έχει προσφερθεί μαρτυρία ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο. Ότι δεν πληρούνται ή και ικανοποιούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις του Ν.14/60. Ότι δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση ή πιθανότητες επιτυχίας ή και η διάπραξη οποιωνδήποτε αδικημάτων από τον Εναγόμενο 4. Ότι δεν καταδείχθηκε η ανάγκη έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων ή και η αδυναμία απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Ότι η αίτηση δεν υποστηρίζεται από μαρτυρία ή και ότι η Ενάγουσα - Αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει την πιθανότητα πρόκλησης, σε αυτήν, ανεπανόρθωτης ζημιάς στην περίπτωση που τα διατάγματα δεν εκδοθούν.
Η Ένσταση βασίζεται στα άρθρα 21, 29, 31, 32 και 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου, στα άρθρα 4, 5, 7, 8 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, στα άρθρα 3 και 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, στο άρθρο 7 του αγγλικού Bankers’ Books Evidence Act του 1879, στη Δ.28 θ.θ. 1 ‑ 4, Δ.48 θ.θ. 1 - 4, 5, 6, 7, 8 και 9 και στη Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, στον Ε.Κ.833/2014 του Συμβουλίου ημερομηνίας 31/07/2014, στον Ε.Κ.269/14 ημερομηνίας 17/03/2014 σχετικά με τα περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας σχετικά με τα περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία, στις αρχές της Επιείκειας και ή στις αρχές που διέπουν κατά το δίκαιον της επιείκειας αγωγή περί αποκαλύψεως και ή προσαγωγής εγγράφων, στοιχείων και/ή πληροφοριών, στις νομικές αρχές που θεσπίστηκαν στις υποθέσεις Norwich Pharmacal και της υπόθεσης Bankers Trust v. Shapira (1980) 1 W.L.R. 1274 και στη σύμφυτη εξουσία, διακριτική ευχέρεια και πρακτική του Δικαστηρίου.
Όσον αφορά τα γεγονότα προς υποστήριξη της Ένστασης αυτά τέθηκαν από τον AK, Εναγόμενο 4, ο οποίος είναι Ρώσος και διαμένει στην Αυστρία. Ο ίδιος, κατά τα έτη 2007 - 2014, ήταν μέτοχος και Διευθύνων Σύμβουλος της Ενάγουσας - Αιτήτριας και έχει γνώση των γεγονότων. Είναι η θέση του ότι δεν είχε οποτεδήποτε σχέση με την Εταιρεία Denerhey, η οποία είναι εγγεγραμμένη στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους (BVI) εκτός από μία συναλλαγή, το 2011, που αφορούσε την πώληση μετοχών της Ενάγουσας - Αιτήτριας, δικής του ιδιοκτησίας, στην συγκεκριμένη Εταιρεία. Περί το 2013 ξεκίνησε μια διαμάχη μεταξύ του ίδιου, του ΑΜ και άλλων προσώπων που οδήγησε σε ένα ατέρμονο δικαστικό αγώνα εναντίον του ο οποίος συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Η διαμάχη ξεκίνησε όταν η πλειοψηφία των Μετόχων στην Ενάγουσα - Αιτήτρια προσπάθησε να αποσπάσει περιουσιακά στοιχεία της Ενάγουσας - Αιτήτριας, για δικό τους όφελος, με παράνομα μέσα. Ο ίδιος προσπάθησε να τους εμποδίσει και τότε ξεκίνησε ο πόλεμος με την καταχώρηση αριθμού τόσο πολιτικών διαδικασιών καθώς και ποινικών σε πολλές δικαιοδοσίες. Στις 18/03/2020 η Ενάγουσα - Αιτήτρια ξεκίνησε ποινική διαδικασία εναντίον του ιδίου και του NH στην Αυστρία για αδικήματα που αφορούν ξέπλυμα μέσω της Εταιρείας. Στην Αυστριακή διαδικασία ο ίδιος παρέλαβε δύο επιστολές αποκάλυψης, η μία από τον δικηγόρο Γεώργιο Γεωργίου, εκκαθαριστή της Εταιρείας και η άλλη από τον Ρώσο δικηγόρο ΑP. Τα συγκεκριμένα έγγραφα καταχωρίστηκαν για να τεκμηριώσουν τις ποινικές κατηγορίες εναντίον του και εναντίον του ΝΗ.
Απορρίπτει τα όσα αναφέρονται στην Αίτηση και προωθεί τη θέση ότι είναι ανακριβή και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα αλλά συνιστούν ενορχηστρωμένο σχέδιο της πλειοψηφίας των Μετόχων της Ενάγουσας - Αιτήτριας, οι οποίοι συνεχίζουν έμμεσα να διατηρούν μετοχές στην Ενάγουσα - Αιτήτρια μέσω άλλων οντοτήτων. Ο ίδιος, στην Αυστριακή διαδικασία, παρουσίασε την φορολογική του δήλωση για το έτος 2008 που αποκαλύπτει το εισόδημά του, το οποίο ανερχόταν περί τα 48 εκατομμύρια ρούβλια και το φορολογητέο εισόδημά του στα 5.2 εκατομμύρια ρούβλια. Επίσης, παρουσιάστηκε η Έκθεση του εμπειρογνώμονα Δρ. GA από την οποία καταδεικνύεται ότι το εισόδημα του κατά τον επίδικο χρόνο ξεπερνούσε αυτό που απαιτείτο για την χρηματοδότηση της αγοράς του ακινήτου που αγόρασε στην Αυστρία.
Αναφέρεται στο σχέδιο δικαιωμάτων προαίρεσης μετοχών, το οποίο σύμφωνα με τον ίδιο εγκρίθηκε ομόφωνα από το προηγούμενο Διοικητικό Συμβούλιο της Αιτήτριας στο οποίο εκπροσωπούνταν και οι Μέτοχοι πλειοψηφίας. Ισχυρίζεται ότι είχε διερευνηθεί στην Ρωσία και δεν είχε διαφανεί ότι υπήρχε οτιδήποτε μεμπτό. Όσον αφορά την αγορά ακινήτου από τον ίδιο στην Αυστρία υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη αγορά είναι καταγραμμένη στο Αυστριακό κτηματολόγιο και δεν απεκρύβει, ενώ η πληρωμή της διενεργήθηκε μέσω Τράπεζας. Κατά τη δική του άποψη η Αιτήτρια χρησιμοποίησε παραφουσκωμένο ποσό σε σχέση με την αξία του συγκεκριμένου ακινήτου, αφού την καθόρισε στο ποσό των 3.7 εκατομμύρια δολάρια, ενώ στην πραγματικότητα η αξία ανερχόταν στο 1 εκατομμύριο.
Επεξηγεί ότι η Έκθεση Altenberger εμπεριέχει ένα υπολογισμό του δικού του εισοδήματος και την φορολογία του για τα έτη 2008, 2011 και 2014. Τα ευρήματα της επικεντρώνονται στο ότι η Έκθεση ΕH, η οποία διενεργήθηκε από την Ενάγουσα-Αιτήτρια, είναι ελλαττωματική αφού καθορίζει το μέσο εισόδημα του για 7 χρόνια βασιζόμενη σε 3 απομονωμένα έτη, ήτοι το 2008, το 2011 και το 2014. Παράλληλα, απέκλεισε σημαντικές πηγές εισοδήματος του όπως τα έσοδα από τις εταιρείες Maxwell Capital και Denerhey Investment Corporation. Οι συγκεκριμένες παραλείψεις μείωσαν ουσιωδώς το εισόδημά του και παραπληροφόρησαν, ψευδώς, για την οικονομική του κατάσταση. Το φορολογούμενο διαθέσιμο εισόδημά του για τα έτη 2008, 2011 και 2014 ανέρχεται στα 3.64 εκατομμύρια ευρώ και ξεπερνά κατά πολύ το καθορισθέν από την Έκθεση ΕH, η οποία το καθόρισε στις 238,271.68 ευρώ. Προκύπτει από την Έκθεση Altenberger ότι το εισόδημά του του επέτρεπε να αγοράσει το ακίνητο στην Βιέννη. Προωθεί τη θέση ότι ακόμη και η Έκθεση Beterra, που συνιστά Τεκμήριο στην ένορκη δήλωση του ΑΜ, επιβεβαιώνει ότι ο ίδιος είχε διαθέσιμο εισόδημα 4.78 εκατομμύρια ευρώ την περίοδο 2008 - 2014 καθώς και ότι το συγκεκριμένο εισόδημα επαρκούσε για την αγορά της περιουσίας στην Βιέννη. Υποστηρίζει ότι πρόσφατη Έκθεση της Baker Tillly, ημερομ. 29/12/2021, καταδεικνύει ότι οι μετοχές της Αιτήτριας επηρεάστηκαν από σκόπιμα ψευδείς και ανακριβείς δημοσιεύσεις με απώτερο στόχο τη δημιουργία θετικών συνθηκών για αγορά τους. Η συγκεκριμένη πρόσφατη Έκθεση σκόπιμα δεν παρουσιάστηκε από την Ενάγουσα - Αιτήτρια στο Δικαστήριο γιατί υπονομεύει τους ψευδείς ισχυρισμούς της, ενώ βασίζεται σε τελεσίδικες αποφάσεις και ενημερωμένη πληροφόρηση.
Είναι η δική του θέση ότι σε καμιά περίπτωση ο ίδιος δεν θα ενεργούσε με τρόπο που να καταστρέψει την οικονομική ευρωστία της Ενάγουσας - Αιτήτριας ή με τρόπο επιβλαβή για την επιχειρηματική δραστηριότητά της. Ισχυρίζεται ότι ο ΑΜ αναφέρεται μόνο στην πρώτη Έκθεση της Baker Tillly ημερομ. 30/11/2015, η οποία βασίστηκε σε υποθέσεις και προκαταρτικά ευρήματα. Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι ο ίδιος είχε καταρτίσει σχέδιο δικαιωμάτων προαίρεσης μετοχών με στόχο να βλάψει την Ενάγουσα - Αιτήτρια προκύπτει ότι το συγκεκριμένο σχέδιο είχε εγκριθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο της, ως διαφαίνεται από τα πρακτικά της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου της ημερομ. 17/02/2010 και ότι κατά τον δεδομένο χρόνο η αξία της μετοχής της Ενάγουσας - Αιτήτριας ήταν ψηλότερη από τη σημερινή της αξία. Κατέρρευσε μετά τη δική του αποχώρηση, λόγω της κακοδιαχείρισης από την νέα Διοίκηση της Ενάγουσας - Αιτήτριας.
Όσον αφορά τις διαδικασίες στην Αυστρία, καταγράφει ότι το γραφείο του Εισαγγελέα για Οικονομικά Θέματα και για την Διαφθορά διέκοψε τη διαδικασία στις 26/09/2024 για τον λόγο ότι δεν μπορούσε να αποδειχθεί το αδίκημα του ξεπλύματος και για τον ίδιο λόγο διακόπηκε η κατηγορία για το αδίκημα της συνομωσίας που αντιμετώπιζε μαζί με τον ΝΗ. Η Ενάγουσα - Αιτήτρια πρόσβαλε την απόφαση για διακοπή στις 18/10/2024 και η συγκεκριμένη διαδικασία είναι σε εκκρεμότητα. Υποστηρίζει ότι ακολούθησαν άλλες δικαστικές διαδικασίες οι οποίες οδήγησαν στην έκδοση απόφασης στις 05/11/2024 με την οποία απορρίφθηκαν οι θέσεις της Ενάγουσας - Αιτήτριας.
Όσον αφορά τις διαδικασίες στην Ρωσία, υποστηρίζει ότι το νέο Διοικητικό Συμβούλιο της Ενάγουσας - Αιτήτριας, στην προσπάθειά του να καλύψει τις δικές του παράνομες πράξεις και κακοδιαχείριση, ξεκίνησε μια εκστρατεία προπαγάνδας εναντίον του παλαιού Διοικητικού Συμβουλίου για να δικαιολογήσει αξιώσεις για ζημιές πέραν των 172 εκατομμυρίων ρουβλιών. Ισχυρίζεται ότι ο Ομνύοντας στην Αίτηση, ΑΜ, απέκρυψε πληροφορίες που ήταν πολύ καλά γνωστές στην Ενάγουσα - Αιτήτρια, όπως το γεγονός ότι δυνάμει της δικαστικής απόφασης ημερομηνίας 22/08/2014 ο AV, ο οποίος είχε αναλάβει τον ρόλο του Γενικού Διευθυντή της Ενάγουσας - Αιτήτριας, είχε αναφέρει ότι είχε αποδεχθεί την περιουσία της, η οποία ήταν ανέπαφη και ότι ο ΑΜ δεν δικαιούτο να εγείρει νομικές διαδικασίες εκ μέρους της κατά τον δεδομένο χρόνο αφού δεν ήταν ο Γενικός Διευθυντής της. Η καταγγελία του ΑΜ απορρίφθηκε από το Τμήμα Εσωτερικών Υποθέσεων της Μόσχας. Υποστηρίζει ότι όλες οι προσπάθειες της πλειοψηφίας των Μετόχων απέτυχαν παταγωδώς αφού δεν υπήρξε κατάληξη ή εύρημα για τη διάπραξη οποιωνδήποτε παράνομων πράξεων. Λόγω της αποτυχίας των διαδικασιών στην Ρωσία, η πλειοψηφία των Μετόχων της Ενάγουσας - Αιτήτριας προσπάθησε να ανακτήσει κεφάλαια από τον ίδιο καταχωρώντας δικαστικές διαδικασίες στις ΗΠΑ επικαλούμενη ξέπλυμα χρήματος μέσω της αγοράς ακίνητης περιουσίας στην Ρωσία από δύο Αμερικανούς. Η συγκεκριμένη διαδικασία βρίσκεται σε εκκρεμότητα ενόψει του ότι εκκρεμεί έφεση εναντίον της απόφασης ότι το θέμα της δικαιοδοσίας και του forum non-convenience είχαν αποφασιστεί πρόωρα.
Υποστηρίζει ότι η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί γιατί σύμφωνα με τον ΕΚ864/2007 άρθρο 4.1 το εφαρμοστέο δίκαιο είναι αυτό της χώρας στην οποία επήλθε η ζημιά. Η κατ΄ισχυρισμό ζημιά της Αιτήτριας δεν επήλθε στην Κύπρο και επιπρόσθετα δεν δόθηκε μαρτυρία σε σχέση με το νομικό καθεστώς που εφαρμόζεται στις κατ΄ισχυρισμό αδικοπραξίες. Ως εκ τούτου, η Αιτήτρια δεν αποκάλυψε συζητήσιμη υπόθεση ή πιθανότητα επιτυχίας. Είναι η θέση του ότι οι ισχυρισμοί της Ενάγουσας - Αιτήτριας για διάπραξη από μέρους του απάτης, συνομωσίας και ξεπλύματος χρήματος είναι ανυπόστατοι, γιατί οι πληροφορίες που παραχωρήθηκαν στο Δικαστήριο είναι ψευδείς, αφού τα πραγματικά γεγονότα έχουν αποκρυβεί, ενώ οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί έχουν εξεταστεί από δικαστήρια και αρχές σε άλλες δικαιοδοσίες και έχουν απορριφθεί. Προωθεί τη θέση ότι δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία ότι ο ίδιος χρησιμοποίησε εταιρείες - βιτρίνα, μεταξύ αυτών και η Εταιρεία, ως οχήματα εξαπάτησης και ξεπλύματος. Η μόνη συνδιαλλαγή που είχε ο ίδιος με την Εταιρεία αφορούσε την πώληση μετοχών της Ενάγουσας - Αιτήτριας το 2011. Όσον αφορά τα κατ’ ισχυρισμό εικονικά συμβόλαια υποστηρίζει ότι η εγκυρότητα κάποιων από αυτών επιβεβαιώθηκε στις δικαστικές διαδικασίες.
Κατά τη δική του άποψη δίδεται απάντηση στους ισχυρισμούς που προβάλλονται στις παραγράφους 27, 29, 44 - 46 και 57 της ένορκης δήλωσης του ΑΜ από το περιεχόμενο της Έκθεσης Baker Tilly ημερομ. 30/09/2021. Υποστηρίζει ότι τα όσα επικαλείται η Ενάγουσα - Αιτήτρια έχουν επιλυθεί και απορριφθεί σε αριθμό διαδικασιών και υπάρχουν προς τούτο στοιχεία. Παρά το γεγονός αυτό, η Αιτήτρια επιμένει να επαναλαμβάνει τις αξιώσεις της και προσπαθεί να κατασκευάσει υπόθεση εναντίον του από το τίποτα. Διατείνεται ότι η Ενάγουσα - Αιτήτρια επιζητεί την αποκάλυψη των πληροφοριών σε σχέση με την Εταιρεία σε μια προσπάθεια να συλλέξει πληροφορίες που πιθανόν να είναι επιβλαβής στον ίδιο ή να φαίνονται εκ πρώτης όψεως ύποπτες.
Προωθεί τη θέση ότι η Ενάγουσα - Αιτήτρια δεν θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα αφού έχει στα χέρια της όγκο πληροφοριών, λόγω των άλλων διαδικασιών που έχει προωθήσει σε άλλες δικαιοδοσίες. Είναι η δική του θέση ότι η αίτηση συνιστά μια προσπάθεια ψαρέματος πληροφοριών εναντίον του. Ισχυρίζεται ότι η πλειοψηφία των Μετόχων, μέσω της Ενάγουσας - Αιτήτριας, προσπαθούν να πλήξουν την οικονομική του υπόσταση και να σπιλώσουν την φήμη του με το να προωθούν πολλαπλές διαδικασίες σε όλο τον κόσμο διασύροντάς τον άμεσα ή έμμεσα. Εισηγείται ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά συνιστά κατάχρηση.
Υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποτιμήσει τη ζημιά που θα υποστεί ο πάροχος υπηρεσιών εάν διαταχθεί να παραδώσει τα έγγραφα που έχει στην κατοχή του, τα οποία δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο της επαγγελματικής του σχέσης και είναι εμπιστευτικά. Ισχυρίζεται ότι θα παραβιαστούν οι εμπορικές συνδιαλλαγές τρίτων προσώπων, θα επηρεαστεί η εμπορική θέση του παρόχου υπηρεσιών και η όποια χαλάρωση του Δικαστηρίου σε σχέση με τον σεβασμό της εμπιστευτικότητας θα έχει ευρύτερες επιπτώσεις. Καταλήγει ότι η Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.
Καταχωρίστηκε συμπληρωματική ένορκη δήλωση τόσο από τον ΑΜ προς απάντηση των ισχυρισμών που προβάλλονται στην ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 4, όσο και από τον Εναγόμενο 4 προς περαιτέρω ενίσχυση των θέσεών του. Το Δικαστήριο έχει μελετήσει με την δέουσα προσοχή το περιεχόμενο και των δύο συμπληρωματικών δηλώσεων. Σημειώνει τη θέση του ΑΜ ότι η Έκθεση της Baker Tilly του 2021, την οποία επικαλέστηκε ο Εναγόμενος 4 προς κατάρριψη των ισχυρισμών της Ενάγουσας - Αιτήτριας, είναι ψεύτικη ως δήλωσε και η ίδια η Baker Tilly σε επιστολή της ημερομ. 16/10/2024. Επίσης, ότι ο ΑΚ δεν ήταν μέρος σε οποιανδήποτε πολιτική διαδικασία στην Ρωσία, ενώ στην ποινική υπόθεση συμμετείχε ως μάρτυρας και όχι ως εμπλεκόμενο μέρος. Επιπρόσθετα, η Ενάγουσα - Αιτήτρια μερίμνησε και έλαβε νομική γνωμάτευση στις 23/06/2023 από τον Δρ. ΑΑ, δικηγόρο και καθηγητή του Διεθνούς Ιδιωτικού Δικαίου, στην οποία επεξηγείται με λεπτομέρεια πώς λειτουργεί το Ρωσικό νομικό σύστημα ενώ παραχωρούνται εκτενείς λεπτομέρειες αναφορικά με τις υποθέσεις που καταχωρίστηκαν στην Ρωσία. Ο Εναγόμενος 4 δίδει τις δικές του εξηγήσεις και απαντήσεις σε σχέση με τα θέματα που πραγματεύεται ο ΑΜ στην συμπληρωματική ένορκη δήλωσή του.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εμπλεκόμενων μερών προώθησαν τις θέσεις τους με εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις που διαβίβασαν προς το Δικαστήριο, ενώ προέβησαν και σε δια ζώσης διευκρινήσεις. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Ενάγουσας - Αιτήτριας επέσυρε την προσοχή του Δικαστηρίου στο γεγονός ότι η Εναγόμενη 1 έχει ήδη προβεί σε οικειοθελή αποκάλυψη, καθώς και ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 ήταν έτοιμοι να προβούν σε αποκάλυψη πλην όμως παρενέβη ο Εναγόμενος 4 στη διαδικασία. Υποστήριξε ότι οι Εναγόμενοι 1, 2 και 3 λόγω της ιδιότητας τους, ως παροχείς υπηρεσιών, μπορούν να βοηθήσουν με την αποκάλυψη των πληροφοριών την ιχνηλάτηση των περιουσιακών στοιχείων της Ενάγουσας - Αιτήτριας αφού εκτελούσαν και συμμορφώνονταν με οδηγίες της προηγούμενης Διοίκησής της. Οι συγκεκριμένες πληροφορίες είναι απαραίτητες για τη διακρίβωση, τόσο της ακριβούς φύσης της αδικοπραξίας όσο και των προσώπων που εμπλέκονται στη συγκεκριμένη αδικοπραξία, αφού από την μαρτυρία προκύπτει η ανάγκη έκδοσης των διαταγμάτων έτσι ώστε η Ενάγουσα - Αιτήτρια να μπορέσει να εντοπίσει τους αδικοπραγούντες που αναμείχθηκαν στην αδικοπραξία και να μπορέσει να λάβει όλα τα απαραίτητα διαβήματα εναντίον τους για την ανάκτηση των χρημάτων που υπεξαιρέθηκαν. Καταλήγει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης των διαταγμάτων αποκάλυψης και ότι δεν αποκαλύπτεται ο πραγματικός δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων του Εναγόμενου 4.
Δια ζώσης ενώπιον του Δικαστηρίου ο ευπαίδευτος συνήγορος της Ενάγουσας - Αιτήτριας αναφέρθηκε στην παραδοξότητα της εμφάνισης του Εναγόμενου 4 αφού οι πληροφορίες ζητούνται από τους Εναγόμενους 1 , 2 και 3 και αφορούν την εταιρεία Denerhey και όχι τον ίδιο. Τόνισε την αντίθεση των θέσεων του Εναγόμενου 4, ο οποίος ισχυρίζεται ότι δεν έχει σχέση με την Ενάγουσα - Αιτήτρια και την Denerhey αλλά κατά τον ίδιο χρόνο ζήτησε να παρέμβει. Με αυτά τα δεδομένα προώθησε την άποψη ότι δεν μπορεί αυτοδικαίως να ενίσταται και η ένστασή του ενδυναμώνει τις θέσεις της Ενάγουσας - Αιτήτριας. Επανέλαβε ότι τα γεγονότα που αφορούν την Denerhey προέκυψαν το 2023 στη διαδικασία των ΗΠΑ και πρέπει να διερευνηθούν για να διαφανεί ο υπαίτιος της αδικοπραξίας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εναγόμενου 4 στην γραπτή του αγόρευση αναφέρεται στις προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων. Εισηγείται ότι με βάση το σκεπτικό της απόφασης Bullock ν. Goarson Limited κ.α Πολ. Εφ. Ε40/2013 ημερ. 20/07/2021, λόγω του ότι η ζημιά της Ενάγουσας - Αιτήτριας δεν επήλθε στην Κυπριακή επικράτεια δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το κυπριακό δίκαιο αλλά το αλλοδαπό. Κατά τη δική του άποψη η Ενάγουσα - Αιτήτρια σκοπεί στην αλίευση μαρτυρίας για να στηρίξει την ποινική κατηγορία στην Αυστρία. Εισηγείται ότι η συγκεκριμένη χρήση αποκλίνει από τον σκοπό έκδοσης διαταγμάτων Norwich Pharmacal και καλεί το Δικαστήριο να απορρίψει την Αίτηση.
Στην προφορική του αγόρευση προώθησε τη θέση ότι όλες οι διαδικασίες διενεργούνται εκδικητικά από την Ενάγουσα - Αιτήτρια. Επανέλαβε την θέση ότι ο σκοπός για τον οποίο ζητούνται τα διατάγματα είναι για να χρησιμοποιηθούν οι πληροφορίες στην ποινική διαδικασία στην Αυστρία. Επέσυρε την προσοχή του Δικαστηρίου στο γεγονός ότι η ύπαρξη της Denerhey ήταν γνωστή στην Ενάγουσα - Αιτήτρια, πλην όμως για 5 χρόνια παρέμεινε αδρανής.
Το περιεχόμενο και των δύο εμπεριστατωμένων αγορεύσεων είναι υπόψη του Δικαστηρίου και το Δικαστήριο θα κάνει περαιτέρω αναφορά όπου κρίνει τούτο απαραίτητο.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Τα γεγονότα, ως μπορούν να εξαχθούν από το περιεχόμενο όλων των ενόρκων δηλώσεων, συνοψίζονται ως ακολούθως: Ο Εναγόμενος 4 την επίδικη περίοδο, 2007 μέχρι 2014, ήταν Διευθύνων Σύμβουλος της Ενάγουσας - Αιτήτριας. Η Ενάγουσα - Αιτήτρια, μέσω των Μετόχων πλειοψηφίας, έχοντας υποψία ότι η εταιρεία Denerhey, η οποία είναι εγγεγραμμένη στις Παρθένες Νήσους, χρησιμοποιήθηκε ως όχημα καταδολίευσής της, ζητά από την Εκκαθαρίστρια της συγκεκριμένης Εταιρείας Καθ΄ης η αίτηση 1, την μοναδική της μέτοχο Καθ΄ης η αίτηση 2, καθώς και την Διευθύντρια της κατά τον επίδικο χρόνο Καθ΄ης η αίτηση 3, την παραχώρηση πληροφοριών αναφορικά με την λήψη - αγορά 100.000 μετοχών από την ίδια μέσω της εταιρείας Maxwell Capital Management LLC, η οποία είναι θυγατρική της Ενάγουσας - Αιτήτριας και μέτοχός της. Από έγγραφα που προέκυψαν σε δικαστικές διαδικασίες σε άλλες χώρες διαφάνηκε ότι τελικός δικαιούχος της Denerhey είναι ο ΝΤ, πολύ στενός συνεργάτης του ΑK και κατά τον επίδικο χρόνο νομικός σύμβουλος της Ενάγουσας - Αιτήτριας και ο άνθρωπος που φαίνεται να είχε γνώση για όλα τα τεκταινόμενα. Μετά την απομάκρυνση του ΑK και την παραλαβή της διοίκησης της Ενάγουσας - Αιτήτριας από διαφορετικό Διοικητικό Συμβούλιο διαπιστώθηκε ότι τα γραφεία της ήταν άδεια από οποιουσδήποτε υπαλλήλους ή εξοπλισμό ή έγγραφα και ενόψει του ότι υπάρχουν υποψίες για υπεξαίρεση περιουσίας της από το προηγούμενο Διοικητικό της Συμβούλιο ζητείται πληροφόρηση σε σχέση με τους τραπεζικούς λογαριασμούς της Denerhey, καθώς και το οργανόγραμμα της και τους τελικούς της δικαιούχους από τον Εκκαθαριστή της εταιρείας Denerhey, την μοναδική μέτοχό της και την τότε Διευθύντριά της, για να προσδιοριστεί η έκταση και η φύση της αδικοπραξίας που διενεργήθηκε σε βάρος της, καθώς επίσης και για να εντοπιστούν οι αδικοπραγούντες αλλά και για να ιχνηλατήσει, η Ενάγουσα - Αιτήτρια, τα περιουσιακά της στοιχεία. Επαναλαμβάνεται ότι οι Εναγόμενοι - Καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 3, από τους οποίους ζητείται η πληροφόρηση, δεν ενίστανται στην παραχώρηση των συγκεκριμένων πληροφοριών, καθώς και το γεγονός ότι δεν ζητείται οποιαδήποτε πληροφόρηση από τον Εναγόμενο 4.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Ο πρώτος λόγος ένστασης που προβάλλεται από τον Εναγόμενο 4 αφορά την κατά τόπο αρμοδιότητα και το εφαρμοστέο δίκαιο. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι τρείς εκ των Εναγόμενων, συγκεκριμένα οι Εναγόμενοι 1, 2 και 3 στους οποίους απευθύνεται η υπό κρίση αίτηση, βρίσκονται στην Κύπρο. Οι Εναγόμενες 1 και 2 έχουν την έδρα τους στην Λευκωσία και η Εναγόμενη 3 στην Λεμεσό. Αυτό το στοιχείο προσδίδει κατά τόπο αρμοδιότητα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να εκδικάσει την Αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 21(1)(β) του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60 και τούτο καθότι είναι αρκετό αν οποιοσδήποτε των Εναγόμενων, ανεξαρτήτως αριθμού, βρίσκεται εντός της επαρχίας Λευκωσίας και ζητείται η έκδοση διαταγμάτων εναντίον όλων.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι δεν πληρούνται οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32 γιατί δεν έχει δοθεί μαρτυρία ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο, ας επιτραπεί στο Δικαστήριο να διαφωνήσει. Η διαφωνία του Δικαστηρίου έγκειται στο ότι τα γεγονότα της υπό κρίση αίτησης διαφοροποιούνται από τα γεγονότα τόσο της Bullock κ.ά. v. Gorsoan Limited κ.ά Πολ. Εφ. 41/13 ημερ. 20/07/2021 όσο και της Χριστοδούλου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Πολ. Εφ.Ε137/16 ημερ. 26/03/2024, στις οποίες ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εναγόμενου 4 έχει παραπέμψει προς υποστήριξη των θέσεων του. Σε εκείνες τις υποθέσεις υπήρχε αξίωση για χρηματική αποζημίωση αναφορικά με αστικά αδικήματα που διαπράχθηκαν στην αλλοδαπή οπόταν έπρεπε να αποδειχθεί το εφαρμοστέο δίκαιο σε σχέση με τις αξιώσεις της αγωγής. Στην υπό κρίση Αίτηση, ανάγνωση του Έντυπου Απαίτησης αποκαλύπτει ότι η απαίτηση είναι απαίτηση αποκάλυψης, ήτοι αξιώνεται μόνο η έκδοση του διατάγματος Norwich Pharmacal, για την παραχώρηση των πληροφοριών από οντότητες που υπάγονται στο ημεδαπό δίκαιο, τους Εναγόμενους 1, 2 και 3 και ξεκαθαρίζεται ότι δεν λογίζονται, οι συγκεκριμένες οντότητες, ότι έχουν εμπλακεί σε απάτη ή οποιοδήποτε άλλο αστικό αδίκημα έτσι ώστε να απαιτείται η απόδειξη του εφαρμοστέου δικαίου.
Η υπό κρίση διαδικασία δεν στοχεύει στην εκτέλεση οποιασδήποτε απαίτησης, αλλά αποτελεί αξίωση τύπου Norwich Pharmacal και Banker's Trust v. Shapira που αποσκοπούν στην αποκάλυψη πληροφοριών με σκοπό την μετέπειτα προώθηση ξεχωριστών δικαστικών διαδικασιών, οι οποίες ενδεχομένως να οδηγήσουν σε μεταγενέστερο στάδιο στην εκτέλεση ή ικανοποίηση απαίτησης που δεν στηρίζεται σε σύμβαση ή συναλλαγή αλλά κάποιο αστικό αδίκημα.
Η πιο πάνω κατάληξη ενισχύεται από το σκεπτικό της αγγλικής απόφασης Borris Mints and others ν. PJSC National Bank Trust and another [2023] EWCA Civ. 1132, ημερ. 06/10/2023, από την οποία διαβάζονται τα ακόλουθα διαφωτιστικά στην παράγραφο 178:
« The right of access to the court is a fundamental common law right. It comprises not only the right to open the court door by commencing proceedings, since if the right ended there, it would be a hollow one. It encompasses the right in the case of a civil claim such as in the present case, to have the claim adjudicated upon by the court, in other words, where the cause of action is a valid one, to obtain a judgment in one's favour. That the right includes the right to adjudication and thus judgment is clear from all the authorities: from the entirety of the judgment in ex parte Witham as a whole, as opposed to the isolated reference to entering the court door, from the judgment of Lord Reed JSC in UNISON at [29] quoted at [124] above and the long passage at [66] to [85] headed: “The constitutional right of access to the courts”, from the speech of Lord Diplock in Attorney General v Times Newspapers Ltd [1974] AC 273 at 309 quoted by Lord Reed at [77] and from all three judgments in the Court of Appeal in R v R. The right is not limited to litigants of whom the court approves or who satisfy some objective moral standard. The court system in England and Wales does not have outlaws or, as they were described in Taruta, pariahs. ».
Καθοδηγούμενο το Δικαστήριο από το σκεπτικό της πιο πάνω αυθεντίας και έχοντας υπόψη ότι δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Άρθρο 30 του Συντάγματος, η άρνηση πρόσβασης στην Δικαιοσύνη, δεν θα μπορούσε να αρνηθεί την έγερση διαδικασίας στην Ενάγουσα - Αιτήτρια, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν παραβιάζεται οποιοσδήποτε κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η υπό κρίση αγωγή, όπως έχει προλεχθεί, αφορά την έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης εναντίον ημεδαπών και όχι τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων προς είσπραξη οποιουδήποτε ποσού από την Ενάγουσα - Αιτήτρια.
Το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην εξέταση της υπό κρίση Αίτησης καθοδηγούμενο από τις αρχές της νομολογίας. Ως έχει νομολογηθεί, η εξουσία έκδοσης διαταγμάτων του συγκεκριμένου είδους είναι διακριτικού χαρακτήρα. Κύριο οδηγό στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου συνιστούν, σε κάθε περίπτωση, τα ευρύτερα συμφέροντα της δικαιοσύνης και το γενικότερο δημόσιο συμφέρον. Απαιτείται η ισοζυγία αλληλοσυγκρουόμενων δικαιωμάτων και η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας συνιστά χρήσιμο βοήθημα στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς αυτή την κατεύθυνση.
Στη διαδικασία αιτήσεων για την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος το έργο του Δικαστηρίου περιορίζεται στη διαπίστωση του κατά πόσο πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν.14/60, για την επιτυχία της αίτησης. Σε περιπτώσεις όπου αυτό που επιζητείται είναι διάταγμα αποκάλυψης πληροφοριών και εγγράφων, το οποίο εμπίπτει στις αρχές της Επιείκειας, όπως καθιερώθηκαν από την απόφαση Norwich Pharmacal Co and others v. Commissioner of Customs and Excise (1973) 2 All E.R. 943, πρέπει επιπλέον να πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται από τη Νομολογία. Σύμφωνα με την νομολογία, το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας ούτε οδηγείται σε εξαγωγή συμπερασμάτων αξιοπιστίας γιατί αυτό είναι κάτι που θα συμβεί κατά το στάδιο της δίκης (βλ. μεταξύ άλλων Jonitexo Ltd v. Adidas (1983) 1 C.L.R. 263, Γρηγορίου κ.α. ν. Χριστοφόρου κ.α. (1995) Α.Α.Δ. 248).
Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας στην υπόθεση Wolverhampton City Council and others v. London Gypsies and Travellers and others [2023] UKSC 47 καταγράφηκαν τα ακόλουθα σημαντικά αναφορικά με την έκδοση διαταγμάτων Norwich Pharmacal:
« Another exception is the Norwich Pharmacal order, which is available where a third party gets mixed up in the wrongful acts of others, even innocently, and may be ordered to provide relevant information in its possession which the applicant needs in order to seek redress. The order is not based on the existence of any substantive cause of action against the defendant. Indeed, it is not a precondition of the exercise of the jurisdiction that the applicant should have brought, or be intending to bring, legal proceedings against the alleged wrongdoer. It is sufficient that the applicant intends to seek some form of lawful redress for which the information is needed: see Ashworth Hospital Authority v MGN Ltd [2002] UKHL 29; [2002] 1 WLR 2033.
Another type of injunction which can be issued against a defendant in the absence of a cause of action is a Bankers Trust order. In the case from which the order derives its name, Bankers Trust Co v Shapira (para 20 above), an order was granted requiring an innocent third party to disclose documents and information which might assist the claimant in locating assets to which the claimant had a proprietary claim. The claimant asserted no cause of action against the defendant. Later cases have emphasised the width and flexibility of the equitable jurisdiction to make such orders: see, for example, Murphy v Murphy [1999] 1 WLR 282, 292. ».
(η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Οι ίδιες αρχές φαίνεται να επαναλαμβάνονται στην απόφαση Linda May Green v. CT Group Holdings Limited [2023] EWCH 3168 (Comm) από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα:
« In Collier v. Bennett [2020] EWHC 1884 (QB), [2020] 4 WLR 116 at [35], Saini J identified and defined the following four conditions for the grant of such relief:
a. The applicant has to demonstrate a good arguable case that a form of legally recognised wrong has been committed against them by a person ("the Arguable Wrong Condition");
b. The respondent to the application must be mixed up in, so as to have facilitated, the wrongdoing ("the Mixed Up In Condition");
c. The respondent to the application must be able, or likely able, to provide the information or documents necessary to enable the ultimate wrongdoer to be pursued ("the Possession Condition"); and
d. Requiring disclosure from the respondent must be an appropriate and proportionate response in all the circumstances of the case, bearing in mind the exceptional but flexible nature of the jurisdiction ("the Overall Justice Condition").
This was approved by the Privy Council in Stanford Asset Holdings Ltd v Afrasia Bank Ltd (Mauritius) [2023] UKPC 35.».
Στο σύγγραμμα των Ερωτοκρίτου και Αρτέμη, Διατάγματα - Injunctions, εκδ. 2016, στο Κεφάλαιο 9, υπό τον τίτλο «Διατάγματα Αποκάλυψης», αναφέρονται τα ακόλουθα σε σχέση με το περιεχόμενο του Διατάγματος Αποκάλυψης (Norwich Pharmacal) και του διατάγματος φίμωσης (Gagging Order):
« Το διάταγμα αποκάλυψης, το οποίο συνήθως είναι προστακτικό, θα πρέπει να είναι σαφές ως προς το τι αναμένεται από τον καθ' ου η αίτηση. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στον καθορισμό του εύλογου χρόνου μέσα στον οποίο θα πρέπει να υπάρξει συμμόρφωση. Αν οι περιστάσεις το επιτάσσουν, το διάταγμα μπορεί επίσης να περιέχει όρο ώστε ο καθ' ου η αίτηση για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα να μην πληροφορήσει οποιοδήποτε για την ύπαρξη του διατάγματος, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στον ενάγοντα να εξετάσει το υλικό που του δόθηκε. Ο όρος αυτός στο αγγλικό δίκαιο είναι γνωστός ως "Gagging Order", ενώ στα ελληνικά έχει καθιερωθεί ο όρος "διάταγμα φίμωσης".
Τα διατάγματα φίμωσης συνήθως εκδίδονται ταυτόχρονα με διατάγματα αποκάλυψης ή έρευνας και αποσκοπούν, όπως έχουμε αναφέρει, στο να δώσουν χρόνο στον ενάγοντα να εξετάσει τις πληροφορίες ή τα έγγραφα που θα του αποκαλυφθούν, προτού αυτός κινηθεί για την έκδοση διαταγμάτων παγοποίησης εναντίον των εις βάρος του αδικοπραγούντων. Αν δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος θα πρέπει να θεωρείται μάταιο να εκδοθεί διάταγμα φίμωσης εναντίον προσώπου χωρίς να έχει προηγηθεί η έκδοση κάποιο άλλου διατάγματος είτε αποκάλυψης, είτε έρευνας».
Στις υποθέσεις British Steel Corp. v. Granada Television Ltd (1981) 1 All E.R. 417 και Harrington v. North Polytechnic (1984) 3 All E.R. 666, έχει αναγνωριστεί η αρχή ότι αγωγή για διατάγματα αποκάλυψης δύναται να εγερθεί εναντίον προσώπων τα οποία κατέχουν πληροφορίες, λόγω της ανάμειξης ή της διευκόλυνσης που παρείχαν στην τέλεση παράνομης πράξης, έστω και αν οι ίδιοι δεν έχουν προσωπική ευθύνη. Σύμφωνα με την υπόθεση Ashworth Hospital Authority v. MGN Ltd (2002) UKHL 29, η δικαιοδοσία έκδοσης διατάγματος Norwich Pharmacal δεν εξαρτάται από το κατά πόσο το διάταγμα στρέφεται εναντίον του αδικοπραγούντος ή παραβάτη των συμβατικών του υποχρεώσεων. Είναι ικανοποιητικό να αποδειχθεί ότι πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται το διάταγμα έλαβε μέρος ή αναμείχθηκε στην παράνομη πράξη η οποία συνιστά τη βάση της αίτησης για αποκάλυψη.
Στο σύγγραμμα Disclosure of Information, Norwich Pharmacal and Related Principles, των Bushell και Moore, έκδ. 2013, σελ. 97-101, παρ. 8.1-8.2, γίνεται μια διαφωτιστική ανάλυση των υποθέσεων Norwich Pharmacal και Ashworth καθώς και άλλων υποθέσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στην Ashworth ως την αυθεντία αναφορικά με το θέμα της ανάμειξης («involvement»). Η τελική κατάληξη είναι πως αποδίδεται ευρεία ερμηνεία στον όρο «ανάμειξη», ο οποίος δεν περιορίζεται μόνο σε ανάμειξη στην ίδια την αδικοπραξία αλλά και σε μια αλυσίδα γεγονότων τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την αδικοπραξία.
Όμως σημαντικό είναι και το απόσπασμα από την απόφαση Romilos Trading Ltd v. Valentin Mikhaylovich Buyanovsky [2016] EWCH 3175 (Comm), στην οποία διαβάζονται τα ακόλουθα:
« …….is an illuminating analysis of the scope of the jurisdiction by Lord Mance JSC in the Privy Council in Singularis Holdings Ltd v PricewaterhouseCoopers [2014] UKPC 36; [2015] AC 1675 at [139]-[140]. Although his was a dissenting judgment on the particular issue as to whether the relevant common law power (not the Norwich Pharmacal jurisdiction) existed, this part of his judgment does not seem controversial and, in my judgment, is entirely correct:
“139. It is notable that, even in the context of wrongdoing, the courts have been at pains to emphasise the narrow scope of the Norwich Pharmacal jurisdiction. It is "an exceptional one": Ashworth Hospital Authority v MGN Ltd [2002] 1 WLR 2033, para 57, per Lord Woolf CJ. It depends upon the existence of wrongdoing. The person with information must have been mixed up, however innocently in wrongdoing: R (Omar) v Secretary of State for Foreign and Commonwealth Affairs [2013] EWCA Civ 118, [2014] QB 112. Originally the jurisdiction was confined to discovery of the identity of the wrongdoer: Ashworth Hospital Authority, para 26, per Lord Woolf CJ; Arab Monetary Fund v Hashim (No 5) [1992] 2 All ER 911, 914, per Hoffmann J, emphasising that it was "no authority for imposing upon 'mixed up' third parties a general obligation to give discovery or information when the identity of the defendant is already known."
140. More recently, the Divisional Court has said that Norwich Pharmacal may extend beyond the discovery of the identity of a wrongdoer or of a "missing piece of the jigsaw", but under the strict caveat that "the action cannot be used for wide-ranging discovery or the gathering of evidence and is strictly confined to necessary information": R (Mohamed) v Secretary of State for Foreign and Commonwealth Affairs (No 1) [2009] 1 WLR 2579, para 133, cited by the Court of Appeal in R (Omar) v Secretary of State for Foreign and Commonwealth Affairs [2011] EWCA Civ 1587, paras 4 and 18.»
(ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου)
Οι πιο πάνω αρχές έχουν υιοθετηθεί και από τα Κυπριακά Δικαστήρια και αυτό που διαπιστώνεται από την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως έχει εξελιχθεί είναι ότι το Δικαστήριο έχει καθήκον να συνεκτιμήσει με προσοχή όλα τα γεγονότα και να διακριβώσει κατά πόσο ένα τέτοιου τύπου διάταγμα είναι απαραίτητο για τον αιτητή για να αιτηθεί θεραπείας αλλά και κατάλληλο υπό τις περιστάσεις λόγω της δραστικότητάς του. Οι προϋποθέσεις για την έκδοση διατάγματος Norwich Pharmacal έχουν τεθεί με ευκρίνεια στην υπόθεση Avilia Management Services Ltd κ.α. v. Stepanek κ.α. (2012) 1Β Α.Α.Δ. 1403, αλλά και τις πιο πρόσφατες Λ. Πρωτοπαππά & Σια ΔΕΠΕ κ.α.v. George Pamborides LLC Πολ. Εφ. Ε190/21 ημερ. 10/04/2024 και RPM Services Europe Ltd v. Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία κ.α Πολ. Εφ. Ε.137/21 ημερ. 31/01/2024, από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα:
« Στην Carlton Film Distributors Ltd v. VCI Plc [2003] EWHC 616, η αρχή επεκτάθηκε ακόμη περαιτέρω ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της σε προτιθέμενη αγωγή παραβίασης συμβατικών υποχρεώσεων. Η υπόθεση αφορούσε την αποκάλυψη πληροφοριών από τρίτο άτομο το οποίο κατασκεύαζε εμπορεύματα εκ μέρους του προτιθέμενου εναγόμενου στην αγωγή που θα εγειρόταν, ώστε ο προτιθέμενος ενάγων να μπορούσε να διαμορφώσει με ακρίβεια την αξίωση του.
Οι προϋποθέσεις εξέτασης και έκδοσης διατάγματος Norwich Pharmacal συνοψίστηκαν στην Mitsui & Co Ltd v. Nexen Petroleum UK Ltd [2005] EWHC 625, όπου λέχθηκε ότι:
«(i) a wrong must have been carried out, or arguably carried out, by an ultimate wrongdoer; (ii) there must be the need for an order to enable action to be brought against the ultimate wrongdoer; and (iii) the person against whom the order is sought must: (a) be mixed up in so as to have facilitated the wrongdoing; and (b) be able or likely to be able to provide the information necessary to enable the ultimate wrongdoer to be sued.»
Σε μετάφραση:
«(i) πρέπει να έχει λάβει χώραν ή κατ' ισχυρισμόν να έχει λάβει χώραν μια αδικοπραξία από ένα τελικό αδικοπραγούντα, (ii) πρέπει να διαπιστώνεται ανάγκη για την έκδοση διατάγματος ώστε να είναι δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος και (iii) το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση πρέπει: (α) να έχει αναμειχθεί κατά τρόπο που να έχει διευκολύνει την αδικοπραξία και (β) να είναι σε θέση ή πιθανόν να είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.».
Στην μεταγενέστερη Metaquotes Software Ltd κ.α. ν. Dababou Πολ. Έφ. Ε324/2016 ημερ.14/11/2018, έχουν επισημανθεί τα ακόλουθα σε σχέση με την έκδοση διαταγμάτων του συγκεκριμένου είδους:
« Η έκδοση διατάγματος της μορφής Norwich Pharmacal, το οποίο συνιστά κατ' ουσίαν διάταγμα αποκάλυψης, προϋποθέτει την ύπαρξη τρίτου μέρους («Norwich Pharmacal respondent») το οποίο, έστω και αν είναι αθώο, είχε ανάμειξη στην αδικοπραξία άλλων, προκειμένου να αποκαλύψει στον εν δυνάμει ενάγοντα την ταυτότητα του αδικοπραγήσαντα και, σε κάποιες περιπτώσεις, περαιτέρω πληροφορίες, αναλόγως της υπόθεσης και των γεγονότων που την περιβάλλουν. Είναι γνωστό ότι αυτού του τύπου τα διατάγματα έλκουν την ονομασία τους από την υπόθεση Norwich Pharmacal Co v. Commissioners of Customs & Excise (1974) AC 133. H εταιρεία Norwich Pharmacal, ιδιοκτήτες πατέντας, αντελήφθησαν ότι εμπορεύματα που παραβίαζαν την εν λόγω πατέντα εισήχθησαν στη Βρετανία. Έμμεση ανάμειξη είχε το βρετανικό τελωνείο, μέσω του οποίου είχαν εκτελωνισθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές η προαναφερόμενη εταιρεία ενήγαγε το τελωνείο ζητώντας, μεταξύ άλλων, και διάταγμα που να το υποχρεώνει στην αποκάλυψη του ονόματος του προσώπου που εκτελώνισε τα εμπορεύματα. Οι αρμόδιοι του τελωνείου παραδέχθηκαν την εισαγωγή των προϊόντων και τη γνώση ως προς την ταυτότητα των προσώπων που τα εισήξαν. Προέβαλαν όμως ότι δεν είχαν υποχρέωση να αποκαλύψουν τα ονόματα των εν λόγω προσώπων. Το Δικαστήριο, η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, όπου τελικά ήχθη η όλη υπόθεση, ομόφωνα ανέτρεψε την προηγηθείσα απόφαση του Εφετείου και εξέδωσε σχετικό διάταγμα αποκάλυψης, προκειμένου να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του αδικοπραγήσαντος. Κρίθηκε ότι η αποκάλυψη ως μορφή θεραπείας εξαρτάται από το βαθμό σύνδεσης μεταξύ του Norwich Pharmacal εναγόμενου και του αδικοπραγήσαντα και όχι από την ύπαρξη βάσης αγωγής εις βάρος του υπό αναφορά εναγόμενου. {..}
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονισθεί ότι η ευρεία διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου προς έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης δεν μπορεί να περιορισθεί με την επιβολή άκαμπτων κανόνων. Κύριο οδηγό στην άσκηση της διακριτικής δυνατότητας του Δικαστηρίου συνιστούν σε κάθε περίπτωση τα ευρύτερα συμφέροντα της δικαιοσύνης και το γενικότερο δημόσιο συμφέρον. Περαιτέρω, η ισοζυγία αλληλοσυγκρουόμενων δικαιωμάτων είναι επιβεβλημένη και προς την κατεύθυνση αυτή η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας συνιστά χρήσιμο οδηγό στην πορεία άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου».
(η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Η δυνατότητα έκδοσης του διατάγματος τελεί πάντοτε υπό την αίρεση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, το οποίο δεν θα ικανοποιήσει το αίτημα εάν οι πληροφορίες μπορούν να ληφθούν με κάποιο άλλο διαθέσιμο τρόπο ή το Δικαστήριο δεν πεισθεί ότι υπάρχει πράγματι πρόθεση έγερσης αγωγής εναντίον του αδικοπραγούντος. Περαιτέρω, το Δικαστήριο θα ζυγίσει παράγοντες, όπως τη σοβαρότητα της συμπεριφοράς του κατ' ισχυρισμό αδικοπραγούντος (Interbrew S.A. v. Financial Times Ltd, The Times 04/01/2002). Το ζητούμενο δεν είναι η ευκολία ή η επιθυμία λήψης των πληροφοριών, αλλά η αναγκαιότητα του όλου εγχειρήματος. Εάν υπάρχουν γεγονότα τα οποία χρήζουν διερεύνησης κατά τη δίκη, δεν θεωρείται πρέπον να εκδοθεί διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal επί αιτήματος πριν την ίδια τη δίκη.
Εφαρμόζοντας τις αρχές της νομολογίας στα υπό κρίση γεγονότα θα πρέπει αρχικά να σημειωθεί ότι η Ενάγουσα - Αιτήτρια αξιώνει την έκδοση των συγκεκριμένων διαταγμάτων από τους Καθ΄ων η αίτηση - Εναγόμενους 1, 2 και 3, οι οποίοι φαίνεται να εμπλέκονται με την εταιρεία Denerhey και οι οποίοι δεν ενίστανται στην έκδοσή τους. Από την ανάγνωση του Εντύπου Απαίτησης διαφαίνεται ότι η Ενάγουσα - Αιτήτρια αξιώνει ως θεραπείες τα διατάγματα αποκάλυψης, διαφύλαξης και χρήσης πληροφοριών και εγγράφων που κατέχονται. Δηλαδή, οι αξιώσεις της είναι οι ίδιες με τα διατάγματα που ζητούνται και στην υπό εκδίκαση αίτηση. Εγείρεται το εύλογο ερώτημα γιατί ενίσταται ο Εναγόμενος 4, ο οποίος ευθαρσώς δηλώνει ότι δεν έχει οποιαδήποτε ανάμειξη με την Denerhey, αρχική ένορκη δήλωση καθώς και στην παράγραφο 11 της Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσής του, στην αποκάλυψη εγγράφων που αφορούν αποκλειστικά την εταιρεία Denerhey. Υπό ποια ιδιότητα ενίσταται, ο Εναγόμενος 4, στην παραχώρηση των συγκεκριμένων πληροφοριών από τους Καθ΄ων η αίτηση 1, 2 και 3 δεν διαπιστώνεται στο περιεχόμενο των δύο ενόρκων δηλώσεών του, ούτε αποκαλύπτεται πώς πλήττονται τα δικαιώματά του από την ζητούμενη αποκάλυψη. Αναγνωρίζεται βέβαια από την νομολογία το δικαίωμα τρίτων να παρέμβουν όταν όμως διακυβεύονται τα δικαιώματά τους (βλ. Zubitsiy κ.α. v. Kazak Πολ. Εφ 18/20 και 19/20 ημερ. 09/03/2022). Δεν ζητήθηκε από τον ίδιο η αποκάλυψη οποιουδήποτε εγγράφου έτσι που να δικαιούται να επικαλείται την παραβίαση προσωπικών του δεδομένων. Αντίθετα, ζητείται η αποκάλυψη λογαριασμών καθώς και άλλων πληροφοριών που αφορούν αποκλειστικά την εταιρεία Denerhey με την οποία ο Εναγόμενος 4, ως επικαλείται, δεν έχει οποιαδήποτε σχέση και ως ο ίδιος δηλώνει είχε διενεργήσει μόνο μια πράξη πώλησης μετοχών δικής του ιδιοκτησίας. Από αυτό και μόνο το γεγονός η ένστασή του είναι απορριπτέα.
Διαφάνηκε από την μαρτυρία που τέθηκε στο Δικαστήριο ότι η Ενάγουσα - Αιτήτρια υπέστη ζημιές λόγω πράξεων ή και ενεργειών προσώπων τα οποία δεν φαίνεται να μπορούν να καθοριστούν λόγω και του τρόπου που ενήργησαν αυτά τα πρόσωπα. Δηλαδή είχαν διαπιστωθεί μεταφορές συνολικού χρηματικού ποσού ύψους 2.7 εκατομμυρίων ρουβλιών σε δύο εταιρείες υπεργολαβίας, χωρίς να φαίνεται ότι οι υπεργολάβοι παρείχαν κάποια υπηρεσία προς την Ενάγουσα-Αιτήτρια και τα συγκεκριμένα ποσά στη συνέχεια διανεμήθηκαν σε εταιρείες βιτρίνα. Επίσης, δόθηκαν εικονικά δάνεια και απωλέσθηκαν €50εκατομμύρια από τραπεζικές της καταθέσεις. Ως εκ τούτου, ζητά τα διατάγματα για να ξεκινήσει να ξετυλίγει το κουβάρι του νήματος που θα την οδηγήσει στον ή στους αδικοπραγούντες και στην ανεύρεση της περιουσίας της η οποία έχει απολεσθεί. Παραδέχεται ότι είχε αρκετή πληροφόρηση από τις εκκρεμούσες διαδικασίες όμως παράλληλα δηλώνει, η Ενάγουσα - Αιτήτρια, ότι η ύπαρξη της Denerhey ήρθε σε γνώση της το 2023 ακριβώς λόγω της αποκάλυψης στοιχείων στην Αυστρία πλην όμως φαίνεται να υπολείπεται αριθμό πληροφοριών και στοιχείων ιδιαίτερα με το πού κατέληξε η περιουσία της.
Στο σύγγραμμα Disclosure of Information, Norwich Pharmacal and Related Principles, των Bushell και Moore, έκδοση 2013, σελ. 97-101, παρ. 8.1-8.2, όπου γίνεται η ανάλυση των υποθέσεων Norwich Pharmacal και Ashworth, καταγράφεται ότι η ανάμειξη δικηγορικού γραφείου το οποίο εμπλέκεται στη σύσταση και εγγραφή μιας εταιρείας στόχου («target company») θεωρείται ικανοποιητική σε σχέση με το θέμα της ανάμειξης. Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση JSC BTA Bank v. Fidelity Corporate Services Ltd HCVAP 2010/35 είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό:
« Applying the law to the facts in this case, I am satisfied that the respondents by virtue of their very role in providing registered agent services to the companies, a role which is voluntary, cannot on any view be considered as mere onlookers. The companies that they formed are said to have been mere vehicles created for the purpose of defrauding the [applicant] Bank. The respondents, by incorporating and maintain those vehicles, thereby facilitated, albeit innocently, the commission of the fraud and as such were involved in the fraud perpetrated against the Bank . Registered agents and registered office service providers who are used by others to create and maintain for them corporate vehicles for the purpose of effecting fraud must expect that in due course the victims will come to them seeking discovery of the names and addresses and other information and documents that will enable the perpetrators to be discovered and the misappropriated assets traced.».
Χρήσιμη καθοδήγηση προσφέρει και η υπόθεση Αθανασίου κ.ά. v. Οντόνι (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2669, στην οποία οι πληροφορίες ζητούνταν από αξιωματούχους των εταιρειών τις οποίες αφορούσαν οι πληροφορίες, όπως και στην υπό εξέταση περίπτωση.
Η Ενάγουσα - Αιτήτρια ζητά τις πληροφορίες από τους Εναγόμενους 1, 2 και 3. Σύμφωνα με τον ΑΜ, η Εναγόμενη 1 είναι δικηγορική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με γραφείο στην Κύπρο και είναι η εκούσια εκκαθαρίστρια της εταιρείας Denerhey. Η Εναγόμενη 2 είναι πάροχος υπηρεσιών και κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν η μοναδική μέτοχος της Denerhey, ενώ η Εναγόμενη 3 ήταν διευθύντρια της Denerhey. Ως εκ των ρόλων τους, οι Εναγόμενες 1 και 2 φαίνεται να γνωρίζουν τους διακριτικούς αριθμούς των τραπεζικών λογαριασμών που διατηρούσε η εταιρεία Denerhey Investments Corp, το σημερινό υπόλοιπο των λογαριασμών της, καθώς και τα στοιχεία που αφορούν την ταυτότητα των προσώπων που με την υπογραφή τους δεσμεύουν και διαχειρίζονται τους λογαριασμούς της συγκεκριμένης Εταιρείας, τους υπογράφοντες τους λογαριασμούς της και τους δηλωθέντες τελικούς δικαιούχους της, καθώς επίσης και λεπτομέρειες σε σχέση με την μεταφορά 100.000 μετοχών από την Ενάγουσα - Αιτήτρια στην Denerhey μέσω της εταιρείας Maxwell Capital Management. Παρόλο που πιθανόν να μην είχαν οποιαδήποτε ανάμειξη στις κατ΄ισχυρισμό αδικοπραξίες εις βάρος της Ενάγουσας - Αιτήτριας, φαίνεται να έχουν στην κατοχή τους έγγραφα που δύνανται να αποκαλύψουν τους αδικοπραγήσαντες. Εδώ ανοίγεται μια παρένθεση για να διασαφηνιστεί ότι δεν επιτρέπεται στον Εναγόμενο 4 να επικαλείται ζημιά που θα προκληθεί στον πάροχο υπηρεσιών, ήτοι την Εναγόμενη 2 - Καθ΄ης η αίτηση 2, από την αποκάλυψη των συγκεκριμένων πληροφοριών από τη στιγμή που δεν εκπροσωπεί την συγκεκριμένη εταιρεία, ιδιαίτερα έχοντας υπόψη ότι η ίδια δεν ενίσταται στην αποκάλυψη.
Διαφαίνεται ότι η ιδιότητα των Εναγόμενων, ως εκκαθαριστή και παρόχου υπηρεσιών (διευθυντών, γραμματέων και μετόχων), τους αποδίδει εμπλοκή και γνώση στον χειρισμό των υποθέσεων της συγκεκριμένης Εταιρείας, όπως π.χ. στη λήψη αποφάσεων, στην υλοποίηση αυτών, στην υπογραφή εγγράφων, στην απόφαση και ή στις οδηγίες για τη διακίνηση των χρημάτων, στο περιεχόμενο των οικονομικών καταστάσεων, στη φύλαξη των σχετικών εγγράφων και πρόσβαση σε αυτά και ακόμα στη γνώση των πραγματικών δικαιούχων της εν λόγω οντότητας.
Με βάση το σύνολο της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου και όσα αναφέρονται ανωτέρω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι έχει καταδειχθεί η εμπλοκή όλων των ανωτέρω Εναγόμενων, ως ανυπαίτιων αθώων τρίτων, χωρίς δηλαδή να είναι ανάγκη να αποδειχθεί η όποια ένοχη συμμετοχή τους, στο περιγραφόμενο ως «Αθέμιτο Σχέδιο», το οποίο κατ΄ ισχυρισμό οδήγησε στην μαζική αποξένωση περιουσιακών στοιχείων της Ενάγουσας - Αιτήτριας. Ο τρόπος δράσης των εμπλεκόμενων, ήτοι αυτών που ψάχνει η Ενάγουσα - Αιτήτρια, στο ισχυριζόμενο Αθέμιτο Σχέδιο αφορά την χρήση κενών εταιρειών - βιτρίνες, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως μέσα εξαπάτησης και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Μια από αυτές, σύμφωνα με τα όσα περιήλθαν σε γνώση της Ενάγουσας - Αιτήτριας, φαίνεται να είναι και η Denerhey. Υπό την συγκεκριμένη ιδιότητά τους, που έχει περιγραφεί πιο πάνω, το διάταγμα αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal δύναται να στραφεί εναντίον τους. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι έχουν αποδεχθεί την έκδοσή του.
Το κριτήριο της αναγκαιότητας παροχής των αιτούμενων πληροφοριών συνδέεται άμεσα με τη νομιμότητα του σκοπού για τον οποίον αυτές ζητούνται και το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψιν κατά πόσον η αιτούμενη θεραπεία κρίνεται αναγκαία για την ικανοποίηση ενός τέτοιου νόμιμου σκοπού. Η απόφαση Norwich Pharmacal (ανωτέρω) ασχολήθηκε με το κατά πόσον η αποκάλυψη της ταυτότητας του κατ' ισχυρισμόν αδικοπραγούντος ήταν πληροφορία η οποία θα παρείχε τη δυνατότητα στον αιτητή να εγείρει νομική διαδικασία. Η εμβέλεια αυτής της δικαιοδοσίας έχει έκτοτε διευρυνθεί με τη σημαντικότερη εξέλιξη να καλύπτει την αναγκαιότητα αποκάλυψης του υπολειπόμενου κομματιού του παζλ («missing piece of the jigsaw»). Σχετικές είναι οι υποθέσεις P v. T (1997) 1 W.L.R. 309 και Mitsui v. Nexen Petroleum (2005) EWHC 625.
Στην υπόθεση Page Directors Ltd κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2145 τονίστηκε πως «τα διατάγματα Norwich επενεργούν ως βοηθητικό μέσο για την ανεύρεση και εξιχνίαση πληροφοριών που είναι αναγκαίες, τόσο για τη διαπίστωση της ταυτότητας του ή των κατ' ισχυρισμόν αδικοπραγούντων, όσο και την υποβοήθηση ανεύρεσης γεγονότων και μαρτυρίας για την ενδεχόμενη έγερση αγωγής». Σχετικός είναι και ο λόγος της πρόσφατης απόφασης του Εφετείου στην RPM Services Europe Limited v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ κ.α. (ανωτέρω).
Η πλευρά της Ενάγουσας - Αιτήτριας θεωρεί την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων αναγκαίων για να εντοπιστούν οποιαδήποτε άγνωστα ακόμα πρόσωπα τα οποία εμπλέκονται στη συνωμοσία ή και γεγονότα τα οποία η ίδια δεν έχει καταφέρει να εντοπίσει παρόλες τις προσπάθειες που έγιναν για τη συλλογή όλων των απαραίτητων πληροφοριών στην Αυστρία, στην Ρωσία και στις ΗΠΑ, να εντοπιστεί η κατάληξη των περιουσιακών στοιχείων που έχουν οικειοποιηθεί παράνομα οι συνωμότες, να ξετυλιχθεί ο ιστός των δόλιων δραστηριοτήτων και να συμπληρωθούν τα κομμάτια που λείπουν από το παζλ της συνωμοσίας για να καθοριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια τι πραγματικά είχε συμβεί και να δικογραφηθεί ορθά η υπόθεση συνωμοσίας εναντίον όλων των συνωμοτών.
Πολύ περιεκτικός είναι ο λόγος της The Rugby Football Union v. Consolidated Information Services Ltd (formely Viagogo Ltd) (in liquidation) [2012] 1 W.L.R. 3333, στην οποία καταγράφονται οι διάφοροι παράγοντες συναρτώμενοι με την ευχέρεια του Δικαστηρίου όπως εξελίχθηκαν μέσα από τη νομολογία. Παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα:
« The essential purpose of the remedy is to do justice. This involves the exercise of discretion by a careful and fair weighing of all relevant factors. Various factors have been identified in the authorities as relevant. These include: (i) the strength of the possible cause of action contemplated by the applicant for the order: Norwich Pharmacal at p 199F-G per Lord Cross of Chelsea, Totalise plc v The Motley Fool Ltd [2002] EMLR 20 at first instance para 27 per Owen J, Clift v Clarke [2011] EWHC 1164 (QB) paras 14, 38 per Sharp J; (ii) the strong public interest in allowing an applicant to vindicate his legal rights: British Steel at 1175C-D per Lord Wilberforce, Norwich Pharmacal at p 182C-D per Lord Morris of Borth-y-Gest, 188E-F per Viscount Dilhorne; (iii) whether the making of the order will deter similar wrongdoing in the future: Ashworth at para 66 per Lord Woolf CJ; (iv) whether the information could be obtained from another source: Norwich Pharmacal at 199F-G per Lord Cross, Totalise plc at para 27, President of the State of Equatorial Guinea v Royal Bank of Scotland International [2006] UKPC 7 at para 16 per Lord Bingham of Cornhill; (v) whether the respondent to the application knew or ought to have known that he was facilitating arguable wrongdoing: British Steel per Lord Fraser at 1197A-B, or was himself a joint tortfeasor, X Ltd v Morgan-Grampian (Publishers) Ltd [1991] 1 AC 1, 54 per Lord Lowry; (vi) whether the order might reveal the names of innocent persons as well as wrongdoers, and if so whether such innocent persons will suffer any harm as a result: Norwich Pharmacal at 176B-C per Lord Reid; Alfred Crompton Amusement Machines Ltd v Customs and Excise Commissioners (No 2) [1974] AC 405, 434 per Lord Cross; (vii) the degree of confidentiality of the information sought: Norwich Pharmacal at 190E-F per Viscount Dilhorne; (viii) the privacy rights under article 8 of the European Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms of the individuals whose identity is to be disclosed: Totalise plc at para 28; (ix) the rights and freedoms under the EU data protection regime of the individuals whose identity is to be disclosed: Totalise plc v The Motley Fool Ltd at paras 18-21 per Owen J; (x) the public interest in maintaining the confidentiality of journalistic sources, as recognised in section 10 of the Contempt of Court Act 1981 and article 10 ECHR: Ashworth at para 2 per Lord Slynn of Hadley.»
Με βάση το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υπό κρίση Αίτησης, επισημαίνεται ότι η Ενάγουσα - Αιτήτρια ήδη κατέχει κάποιες πληροφορίες αναφορικά με το ισχυριζόμενο σχέδιο, οι οποίες την οδήγησαν στην Κύπρο, εξ ου και μέσα από την αρχική ένορκη δήλωση του AM καθώς και τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση γίνεται μια εκτενής περιγραφή του σχεδίου αλλά και άλλων ενεργειών που οδήγησαν στην απώλεια της περιουσίας της. Σημειώνεται ότι σε καμιά διαδικασία είτε στην Αυστρία, είτε στις ΗΠΑ η Ενάγουσα - Αιτήτρια προώθησε διαδικασία εναντίον του Εναγόμενου 4 γιατί της υπολείπονται κομμάτια του παζλ. Είναι σαφές ότι υπολείπεται αριθμός πληροφοριών και στοιχείων αναφορικά με το σχέδιο και ειδικότερα αναφορικά με τις οντότητες που ενεπλάκησαν τόσο στη μεταβίβαση των 100.000 μετοχών της στην εταιρεία Denerhey, την τιμή στην οποία πωλήθηκαν, αλλά κυρίως ποιοι εμπλέκονται και με ποιο τρόπο στο σχέδιο απόσπασης χρημάτων και περιουσιακών στοιχείων της Ενάγουσας - Αιτήτριας ή και των καταθέσεων της ύψους €50εκατομμυρίων. Επομένως, το Δικαστήριο έχει την άποψη ότι υπολείπονται πληροφορίες ούτως ώστε να υπάρχει μια ολοκληρωμένη και συμπληρωμένη εικόνα του συνόλου της συμπεριφοράς που αποδίδεται στις αναφερόμενες, στην ένορκη δήλωση του ΑΜ, εταιρείες βιτρίνα και ενδεχομένως σε άλλα ακόμα άγνωστα εμπλεκόμενα πρόσωπα έτσι που να ξετυλιχθεί πλήρως αυτό το ισχυριζόμενο πολύπλοκο σχέδιο και να εξακριβωθεί η έκταση και το ύψος της προκληθείσας ζημιάς.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι αιτούμενες πληροφορίες είναι αναγκαίες για να δώσουν την πλήρη εικόνα αναφορικά με όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, φυσικά και νομικά, καθώς επίσης και την ακριβή φύση και έκταση του ισχυριζόμενου Σχεδίου έτσι ώστε να είναι δυνατή η έγερση και προώθηση διαδικασιών στην Κύπρο ή και στο εξωτερικό εναντίον όλων των φερόμενων ως αδικοπραγούντων. Εάν, ως ισχυρίζεται ο Εναγόμενος 4, τα γεγονότα εξελίχθηκαν στο εξωτερικό, τότε με την αποκάλυψη των απαιτούμενων λεπτομερειών η Ενάγουσα - Αιτήτρια θα ενεργοποιήσει τη διαδικασία στην συγκεκριμένη χώρα. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι έχουν διαπραχθεί αδικοπραξίες σε βάρος της Ενάγουσας - Αιτήτριας από κάποιους τελικούς αδικοπραγούντες και ότι οι πληροφορίες που ζητούνται με τα αιτούμενα διατάγματα είναι αναγκαίες για να καταδείξουν την ταυτότητα των αδικοπραγούντων, τη συμμετοχή τους και τον βαθμό της συμμετοχής στην ισχυριζόμενη αδικοπραξία εις βάρος της Ενάγουσας - Αιτήτριας. Υπό το φως των όσων αναφέρονται ανωτέρω, ο ισχυρισμός του Εναγόμενου 4 ότι η Αίτηση σκοπεί στην αλίευση μαρτυρίας είναι αβάσιμος.
Εξετάζοντας κατά πόσο ικανοποιούνται οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 κι αυτό στη βάση του υλικού που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, η πρώτη προϋπόθεση, αν δηλαδή έγινε αδικοπραξία από κάποιους αδικοπραγήσαντες ή αν καταδεικνύεται ότι υπάρχει συζητήσιμο θέμα προκύπτει το ακόλουθο ερώτημα. Από το σχετικό υλικό που τέθηκε στο Δικαστήριο διαφαίνεται ότι η Ενάγουσα - Αιτήτρια επιδιώκει να λάβει πληροφορίες αναφορικά με τον τρόπο που ανοίχθηκαν οι λογαριασμοί της Denerhey, ποιος την δεσμεύει, ποιος διαχειρίζεται τους λογαριασμούς, το υπόλοιπό τους, τους τελικούς δικαιούχους της, καθώς και λεπτομέρειες σε σχέση με την μεταφορά των 100.000 μετοχών της στην Denerhey το 2011. Από τα στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση της Ενάγουσας - Αιτήτριας από άλλες διαδικασίες στην Αυστρία και τις ΗΠΑ αλλά και την παραδοχή του ίδιου του Εναγόμενου 4 στην ένορκη δήλωσή του, το 2011 πώλησε 100.000 μετοχές στην Denerhey. Οι συγκεκριμένες μετοχές, υπάρχει ισχυρισμός ότι αποκτήθηκαν από τον ΑΚ δόλια και κατ΄εφαρμογή δόλιου σχεδίου και για σκοπούς ξεπλύματος χρημάτων και αποστέρησης από την Ενάγουσα - Αιτήτρια των περιουσιακών της στοιχείων. Διαφαίνεται η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, το οποίο έγκειται ακριβώς στη φύση της υπόθεσης και στο κατά πόσο δικαιολογούνται τα διατάγματα και αφορά ένα πλέγμα αριθμού εταιρειών, εγγράφων, τραπεζικών λογαριασμών και άλλων στοιχείων.
Όσον αφορά την δεύτερη προϋπόθεση, στην απόφαση Nikitin v. Richards Butler LLP (2007) EWHC 173 διαβάζονται τα ακόλουθα:
« The second requirement does, however, require some elaboration. The information in question in Norwich Pharmacal itself was such that without it "no action can ever be begun because the Appellants do not know who are the wrongdoers who have infringed their patent" ....
I am wholly unconvinced by the case for the Applicants. They have, and indeed assert that they have, quite sufficient information to make claims against the Respondents if they are truly minded to do so. So, too, they could provide that information to the Information Commissioner. The sense of the Applicants taking proceedings, with the obvious difficulties of establishing any loss, the lapse of time and the lack of a basis for complaint for the last 16 months or so, seems to me to be hard to fathom. That does indeed suggest that the objective relates to the Commercial Court action and the serious allegations they face. But they need no more to take effective steps. There are no continuing threats. They know the prime movers. In agreement with Mr White's submission, I do not think this relief is intended to enable a victim of unlawful conduct to fine tune a pleading or identify every person of whatever standing who may have committed an unlawful act.».
Σύμφωνα με όσα καταγράφονται ανωτέρω, βασικός ισχυρισμός του ΑΜ είναι ότι η εταιρεία Denerhey, της οποίας η Εναγόμενη 2 κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν η μόνη μέτοχος, είναι εταιρεία βιτρίνα η οποία συνέβαλε στην αποξένωση περιουσιακών στοιχείων της Ενάγουσας - Αιτήτριας. Λόγω της ιδιότητας της Εναγόμενης 1 - Καθ΄ης η αίτηση 1 ως Εκκαθαρίστριας της Denerhey και της Εναγόμενης 2 - Καθ΄ης η αίτηση 2 η οποία ήταν η μοναδική μέτοχός της, η αποκάλυψη από αυτές των συγκεκριμένων ζητούμενων γεγονότων θα στελεχώσει την αδικοπραξία που διαπράχθηκε σε βάρος της Αιτήτριας - Ενάγουσας.
Καθοδήγηση προσφέρει το σκεπτικό της απόφασης United Co Rusal plc and others v. HSBC Bank plc (2011) EWHC 404 (QB), στην οποία υιοθετήθηκε η αρχή που αναγνωρίστηκε στην υπόθεση Bols Distileries BV v. Superior Yacht Services Ltd (2007) 1 W.R.L.12, ότι δηλαδή το κριτήριο είναι κατά πόσον ο ενάγων έχει πολύ καλύτερο επιχείρημα («a much better argument») από τον εναγόμενο. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Disclosure of Information, Norwich Pharmacal and Related Principles, (ανωτέρω), σελ. 107, παρ. 8.5, η υπόθεση Rusal είναι η πρώτη και μοναδική πρόσφατη υπόθεση η οποία πραγματεύεται το επίπεδο απόδειξης αναφορικά με την αδικοπραξία και στην οποία καθιερώθηκε το κριτήριο της ύπαρξης καλής συζητήσιμης υπόθεσης («good arguable case») συνδεόμενης με την προβολή του καλύτερου επιχειρήματος. Παρόλο που κάποιοι από τους ισχυρισμούς του ΑΜ έχουν αντικρουστεί από τον Εναγόμενο 4, εντούτοις το Δικαστήριο θεωρεί ότι η Ενάγουσα - Αιτήτρια έχει προσκομίσει μαρτυρία η οποία στο σύνολό της δεικνύει ότι έχει καλή συζητήσιμη υπόθεση. Τονίζεται δε ότι οι πράξεις που αποδίδονται στους άγνωστους αδικοπραγούντες αφορούν στην αποξένωση, με δόλιο τρόπο και δυνάμει οργανωμένου σχεδίου, περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στον Όμιλο εταιρειών της Ενάγουσας - Αιτήτριας με την ίδρυση αριθμού εταιρειών βιτρίνας και στη διοχέτευση προς αυτές μεγάλων ποσών εις βάρος της. Ο δε Εναγόμενος 4 αναγνωρίζει την ύπαρξη συμφωνίας με την Denerhey και την πώληση των 100.000 μετοχών προς αυτήν αλλά δεν καταγράφει πώς ο ίδιος απέκτησε τις συγκεκριμένες μετοχές και πώς χρησιμοποίησε την θυγατρική εταιρεία του Ομίλου Armada. Οπόταν, ικανοποιείται και η δεύτερη προϋπόθεση.
Συνεκτιμώντας τα γεγονότα, ως έχουν τεθεί και από τις δύο πλευρές, το Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί ότι οι ζητούμενες πληροφορίες είναι ζωτικής σημασίας για τους σκοπούς που ισχυρίζεται η Ενάγουσα - Αιτήτρια. Φαίνεται να έχει λάβει κάποια δικαστικά μέτρα προς διαφύλαξη και προάσπιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων της, προφανώς όμως δεν έχει ιχνηλατήσει την πορεία των περιουσιακών στοιχείων που ενδεχομένως να αποξενώθηκαν ως αποτέλεσμα των κατ΄ισχυρισμό δόλιων ενεργειών τρίτων.
Προκύπτει πως η Ενάγουσα - Αιτήτρια έχει ικανοποιήσει την προϋπόθεση που τίθεται στους ώμους της να καταδείξει ότι δεν είναι δυνατό να εξευρεθούν οι πληροφορίες με άλλο τρόπο. Έχει επίσης πετύχει να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγμάτων του είδους και της έκτασης που ζητούνται.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό του Εναγόμενου 4 που αφορά στην καθυστέρηση της Ενάγουσας-Αιτήτριας να προσέλθει στο Δικαστήριο, το Δικαστήριο συνεκτιμά τα όσα κατέγραψε ο ΑΜ στις ένορκες δηλώσεις του σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η ύπαρξη της Denerhey αποκαλύφθηκε το 2023. Επομένως, το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι η Ενάγουσα-Αιτήτρια επέδειξε οποιαδήποτε καθυστέρηση ή ολιγωρία αναφορικά με τις προσπάθειες εξασφάλισης των αιτούμενων πληροφοριών.
Ενόψει όλων των ανωτέρω συμπερασμάτων, το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι στην προκειμένη περίπτωση το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της Ενάγουσας - Αιτήτριας, η οποία προσπαθεί να λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες για ένα ισχυριζόμενο δόλιο σχέδιο συνωμοσίας εις βάρος της, το οποίο της προκάλεσε τεράστια ζημιά και για την οποία επιθυμεί να λάβει δικαστικά μέτρα, εναντίον οποιωνδήποτε προσώπων ήθελε καταδειχθεί ότι έχουν ανάμειξη και εμπλοκή. Από την άλλη ο Εναγόμενος 4, ο οποίος ενίσταται στην παραχώρηση των πληροφοριών, δεν κατέδειξε ποια θα είναι η ζημιά του από την συγκεκριμένη αποκάλυψη. Ισοζυγίζοντας τα αλληλοσυγκρουόμενα δικαιώματα το Δικαστήριο ασκώντας την διακριτική του ευχέρεια καταλήγει ότι τα αιτούμενα διατάγματα Norwich Pharmacal ενδείκνυται να εκδοθούν.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό του Εναγόμενου 4 ότι η υπό κρίση Αίτηση επηρεάζει δυσμενώς το δικαίωμά του σε σεβασμό του απορρήτου της αλληλογραφίας και επικοινωνίας, την ιδιωτική του ζωή, καθώς και το δικαίωμά του στην προστασία των προσωπικών του δεδομένων, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι δεν ζητείται η αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων του Εναγόμενου 4 αλλά της εταιρείας Denerhey και ότι ο ίδιος αρνείται την οποιαδήποτε εμπλοκή με την συγκεκριμένη εταιρεία. Σχετική είναι η απόφαση Board of Management of Selesian Secondary College (Limerick) v. Facebook Ireland Ltd (2012) IEHC 287.
Για όλους τους λόγους οι οποίοι εκτίθενται ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι ικανοποιούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60, όσο και αυτές για την έκδοση διαταγμάτων Norwich Pharmacal στην υπό κρίση Αίτηση, καθώς επίσης και ότι είναι ορθό και δίκαιο όπως εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα αποκάλυψης ως η Αίτηση.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, εκδίδονται διατάγματα ως οι παράγραφοι 2 και 3 της Αιτήσεως. Ο χρόνος συμμόρφωσης καθορίζεται σε 30 μέρες από την επίδοση των διαταγμάτων. Ο χρόνος των 10 ημερών που καθορίζεται από την Ενάγουσα - Αιτήτρια είναι εξωπραγματικός. Με την συμμόρφωση των Εναγόμενων 1, 2 και 3 η όλη Απαίτηση ικανοποιείται πλήρως και παράλληλα εξυπηρετείται και ο πρωταρχικός σκοπός, όπως αυτός περιγράφεται στο Μέρος 1, Κανονισμός 1(2) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023. Το προσωρινό διάταγμα φίμωσης καθίσταται απόλυτο.
Εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος 4 της αιτήσεως με το οποίο εξουσιοδοτείται η Αιτήτρια να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε πληροφορία ή και έγγραφο που θα λάβει δυνάμει της συμμόρφωσης με τα διατάγματα προς υποστήριξη αγωγής ή και λήψης νομικών μέτρων εναντίον οποιουδήποτε αδικοπραγούντα. Δεν επιτρέπεται η χρήση οποιασδήποτε πληροφορίας ληφθεί, συνεπεία της έκδοσης των διαταγμάτων, στο πλαίσιο των διαδικασιών που εκκρεμούν στην Αυστρία και ΗΠΑ μεταξύ της Ενάγουσας - Αιτήτριας και του ΑΚ.
Η Αιτήτρια αναλαμβάνει όπως καλύψει τους Εναγόμενους 1, 2 και 3 για οποιαδήποτε έξοδα αυτοί ήθελαν υποστεί λόγω της συμμόρφωσης τους προς τα διατάγματα. Τα έξοδα αυτά θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή στη βάση στοιχείων που οι Εναγόμενοι 1, 2 και 3 - Καθ΄ ων η αίτηση θα προσκομίσουν και τα οποία έξοδα στη συνέχεια θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο δεν διαπιστώνει οποιονδήποτε λόγο που να συνηγορεί στο να μην ακολουθηθεί ο κανόνας ότι ο επιτυχών διάδικος δικαιούται και στα έξοδά του. Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας - Αιτήτριας και εναντίον του Εναγόμενου 4. Ο καθορισμός του ποσού των εξόδων θα γίνει σύμφωνα με οδηγίες που θα δοθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ………………….…………………
Ε. Γεωργίου - Αντωνίου, Π.Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο