
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αριθμός Αγωγής: 3746/2017
Μεταξύ:
2. TRANSCAPITAL BUSINESS CONSULTING LTD
Ενάγοντες
και
1. Γιώργου Αγγελή
2. AG BUSINESS CONSULTANTS LTD
Εναγόμενοι
6 Ιουνίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες/Αιτητές: κ. Μιχαήλ για Γεώργιος Κολοκασίδης & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενο 1/Καθ’ ου η Αίτηση 1: κ. Τριανταφυλλίδης για Χρίστος Μ. Τριανταφυλλίδης Δ.Ε.Π.Ε.
Για Μάριο Κοντεμενιώτη/Καθ’ ου η Αίτηση 2: κ. Καύκαρος για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
(Διορθωμένη απόφαση-2η Διόρθωση)
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Στην αίτηση παρακοής των Εναγόντων/Αιτητών ημερομηνίας 18.10.2018 εναντίον του Εναγόμενου 1 και του Μάριου Κοντεμενιώτη
Στις 18.10.2017 εκδόθηκε από το παρόν Δικαστήριο ενδιάμεσο προσωρινό διάταγμα το οποίο κατέστη εκ συμφώνου απόλυτο στις 4.6.2018 (στο εξής το «Επίδικο Διάταγμα»). Με την παρούσα Αίτηση, οι Ενάγοντες ζητούν την τιμωρία του Γιώργου Αγγελή και Μάριου Κοντεμενιώτη (στο εξής οι «ΓΑ» και «ΜΚ» αντίστοιχα) υποστηρίζοντας ότι παρέλειψαν να συμμορφωθούν με το Επίδικο Διάταγμα.
Για ευκολία παρακολούθησης των προς απόφαση ζητημάτων, ξεκινώ με μια συνοπτική αναδρομή όσων προηγήθηκαν της παρούσας Αίτησης, όπως προκύπτουν από το φάκελο της αγωγής.
Με την αγωγή οι Ενάγοντες διεκδικούν εναντίον των Εναγόμενων αποζημιώσεις και δηλωτικές αποφάσεις που σχετίζονται με προηγούμενη συνεργασία του Ενάγοντα 1 (στο εξής «ΑΣ») και του ΓΑ στον τομέα παροχής διοικητικών και άλλων συναφών υπηρεσιών προς πελάτες σε Κύπρο και Ρωσία.
Πολύ συνοπτικά, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, η θέση των Εναγόντων είναι ότι ο ΑΣ και ο ΓΑ συνεργάζονταν από το 1993 στον τομέα της παροχής διοικητικών υπηρεσιών στην Κύπρο και Ρωσία μέσω, αρχικά, άλλης εταιρείας και ακολούθως μέσω της Ενάγουσας 2 (στην οποία έκαστος κατείχε 50% των μετοχών). Ο ΓΑ ήταν υπεύθυνος για τις εργασίες της εταιρείας στη Ρωσία και για το γραφείο που διατηρούσαν στη Μόσχα. Στα πλαίσια και για τους σκοπούς της συνεργασίας ιδρύθηκε η Εναγόμενη 2 η οποία διατηρούσε λογαριασμό στην Astrobank. Η Εναγόμενη 2 τιμολογούσε πελάτες της Ενάγουσας 2 και τα ποσά που εισέπραττε κατατίθεντο στον εν λόγω λογαριασμό. Περί τις αρχές 2017, προς συμμόρφωση με ρυθμιστικές υποχρεώσεις, ο ΑΣ κατέστη κατά 100% μέτοχος στην Ενάγουσα 2 εταιρεία όμως η συνεργασία των δύο συνέχιζε στην ίδια ουσιαστικά βάση, με ίσο δικαίωμα στα κέρδη. Παρά ταύτα ο ΓΑ παρακράτησε ποσά που είχαν εισπραχθεί από την Εναγόμενη 2 εκ μέρους της Ενάγουσας 2, δεν ενημέρωνε τους Ενάγοντες για εισπράξεις και παρείχε υπηρεσίες προσωπικά προς πελάτες των Εναγόντων εισπράττοντας το αντίτιμο ο ίδιος. Επιδίωκε επίσης να προσελκύσει πελάτες των Εναγόντων, ιδιοποιήθηκε χρηματικά ποσά που ανήκαν στους Ενάγοντες κ.ο.κ.
Όταν αυτά αποκαλύφθηκαν, επήλθε ρήξη στις σχέσεις ΑΣ και ΓΑ. Ο ΓΑ καταχώρησε την αγωγή 3694/2017 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία, μεταξύ άλλων, ζητούσε την επιστροφή του 50% των μετοχών που κατείχε στην Ενάγουσα 2 (και είχαν μεταβιβαστεί στον ΑΣ) και εξασφάλισε ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα. Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η Ενάγουσα 2 δεν είναι σε θέση να εξασκεί τις εργασίες της και, τόσο αυτή όσο και ο ΑΣ, υφίστανται ζημιές.
Διευκρινίζω ότι τα πιο πάνω συνιστούν την εκδοχή των Εναγόντων, με την οποία οι Εναγόμενοι διαφωνούν.
Στην Υπεράσπιση τους, οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η μεταβίβαση προς τον ΑΣ του συνόλου των μετοχών στην Ενάγουσα 2 έγινε παράνομα. Περαιτέρω, ο ΓΑ αρνείται ότι ενήργησε αντισυμβατικά ή παράνομα και, γενικότερα, δεν αποδέχεται όσα του καταλογίζονται από τους Ενάγοντες.
Ταυτόχρονα με την καταχώρηση του κλητηρίου εντάλματος, οι Ενάγοντες καταχώρησαν και μονομερή αίτηση στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το Επίδικο Διάταγμα. Tο Επίδικο Διάταγμα, μεταξύ άλλων, απαγόρευε στους Εναγόμενους ή αντιπροσώπους τους να προβαίνουν σε αναλήψεις από τραπεζικό λογαριασμό της Εναγόμενης 2 στην Astrobank. Απαγόρευε επίσης στους Εναγόμενους ή αντιπροσώπους τους να επιβαρύνουν ή αποξενώσουν περιουσιακά στοιχεία της Εναγόμενης 2, να εκδίδουν τιμολόγια ή να παρέχουν υπηρεσίες σε πελάτες της Ενάγουσας 2, να προσφέρουν υπηρεσίες σε πελάτες της Ενάγουσας ή να επιχειρήσουν να πείσουν πελάτες να διακόψουν την επαγγελματική τους σχέση με την Ενάγουσα 2.
Δεν θα επεκταθώ στα γεγονότα που επικαλέστηκαν οι Ενάγοντες για την έκδοση των Ενδιάμεσων Διαταγμάτων. Σημειώνω όμως ότι τα Ενδιάμεσα Διατάγματα κατέστησαν απόλυτα, εκ συμφώνου, στις 4.6.2018, όμως χωρίς αποδοχή από μέρους των Εναγόμενων των θέσεων που προβλήθηκαν από την άλλη πλευρά. Το προσωρινό διάταγμα επιδόθηκε στον ΓΑ στις 30.10.2017. Περαιτέρω, στις 25.6.2018 το Επίδικο Διάταγμα επιδόθηκε στον ΜΚ.
Στις 18.10.2018, οι Ενάγοντες καταχώρησαν την παρούσα Αίτηση με την οποία επιδιώκουν την τιμωρία του ΑΣ και του ΜΚ για παράβαση του Επίδικου Διατάγματος. Η Αίτηση Παρακοής συνοδευόταν αρχικά από τρεις ένορκες δηλώσεις, του ΑΣ, του κ. Παναγιώτου (δικανικού γραφολόγου) και του κ. Αριστείδου (ιδιώτη επιδότη). Μεταξύ άλλων, προβάλλεται η θέση ότι ο ΓΑ επικοινωνούσε με πελάτες της Ενάγουσας 2 και τους ενημέρωνε ότι η Ενάγουσα 2 εταιρεία δεν μπορούσε να συνεχίσει να παρέχει διοικητικές υπηρεσίες. Πελάτες της Ενάγουσας 2 που συνεργάζονταν με το γραφείο στη Μόσχα, απέστειλαν επιστολές προς τους Ενάγοντες με τις οποίες διέκοπταν τη συνεργασία τους με την Ενάγουσα 2 και ζητούσαν τη μεταφορά των εταιρειών τους στο δικηγόρο ΜΚ. Συγκεκριμένος πελάτης που ο ΑΣ κατονομάζει, του ανέφερε ότι περί τον Νοέμβριο 2017 ο ΓΑ τον ενημέρωσε ότι είχε τερματίσει τη συνεργασία με τον ΑΣ, ότι η Ενάγουσα 2 δεν θα συνέχιζε την παροχή υπηρεσιών και του ζήτησε να αποστείλει επιστολή προς την Ενάγουσα 2 για τη μεταφορά των εταιρειών του στο γραφείο του ΜΚ. Είναι η θέση των Εναγόντων ότι οι επιστολές που παραλήφθηκαν από πελάτες της Ενάγουσας 2 είχαν ετοιμαστεί με παρότρυνση του ΓΑ, από υπάλληλο του γραφείου στη Μόσχα, και κατ΄ εντολή του. Μέσω της Αίτησης Παρακοής προβάλλεται επίσης η θέση ότι ο ΓΑ και ο ΜΚ συνεργάστηκαν για να αποσπάσουν πελάτες της Ενάγουσας 2 κατά παράβαση του Επίδικου Διατάγματος.
Ο ΓΑ και ο ΜΚ καταχώρησαν ενστάσεις στην Αίτηση Παρακοής.
Ο μεν ΓΑ αρνείται την αποδιδόμενη παρακοή και υποστηρίζει ότι η Αίτηση Παρακοής έχει καταχωρηθεί εκβιαστικά για να τον αναγκάσει να μην επιμείνει στην αγωγή 3694/2017 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Ο δε ΜΚ, στη δική του ένσταση, αρνείται ότι ενήργησε κατά παράβαση του Επίδικου Διατάγματος. Υποστηρίζει ότι καμία σχέση έχει με τον ΓΑ και ότι πρώην πελάτες της Ενάγουσας 2 είχαν απευθυνθεί σε αυτόν για μεταφορά εταιρειών τους και παροχή διοικητικών υπηρεσιών, μέσω του λογιστή Στέλιου Κοζάκου (στο εξής ο «ΣΚ»). Ο ΜΚ προσθέτει επίσης ότι οι Ενάγοντες αρνήθηκαν να συνεργαστούν για σκοπούς μεταφοράς των εταιρειών με αποτέλεσμα ο ΜΚ να προβεί σε καταγγελίες στην αστυνομία και στον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο.
Ακολούθησε η καταχώρηση αριθμού συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων από τα μέρη. Συγκεκριμένα, η πλευρά των Εναγόντων καταχώρησε πέντε συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις. Πρόκειται για τρεις ένορκες δηλώσεις ημερομηνίας 15.5.2020 από τους ΑΣ, κ. Παναγιώτου (γραφολόγο) και κ. Θωμά (προγραμματιστή) και, περαιτέρω, δύο ακόμα συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις του ΑΣ ημερομηνίας 3.2.2023 και 27.6.2024. Για σκοπούς της ένστασης του ΜΚ στην Αίτηση Παρακοής, πέραν της αρχικής ένορκης δήλωσης του, καταχωρήθηκε συμπληρωματική ένορκη δήλωση του ιδίου ημερομηνίας 10.1.2022 καθώς και δύο συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις του ΣΚ ημερομηνίας 10.1.2022 και 19.5.2023. Σημειώνω ότι οι αρχικές και συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις συνοδεύονται από τεκμήρια που εκτείνονται σε εκατοντάδες σελίδες και καλύπτουν διάφορα θέματα και ισχυρισμούς.
Αναφορές στα κύρια επιχειρήματα των δύο πλευρών γίνονται στην ανάλυση που ακολουθεί πιο κάτω.
Πριν προχωρήσω σημειώνω ότι έχω εξετάσει το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου για σκοπούς της Αίτησης και των ενστάσεων. Έχω επίσης μελετήσει τις θέσεις των συνηγόρων όπως τις ανέπτυξαν στις γραπτές τους αγορεύσεις.
Η ουσιαστική δικονομική βάση της Αίτησης είναι το άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60[1] που προβλέπει τα εξής:
«Τηρoυμέvoυ oιoυδήπoτε διαδικαστικoύ καvovισμoύ έκαστov δικαστήριov θα έχη εξoυσία vα εξαvαγκάζη εις υπακoήv πρoς oιovδήπoτε διάταγμα εκδoθέv υπ' αυτoύ, διατάττov ή απαγoρεύov τηv εκτέλεσιv oιασδήπoτε πράξεως, διά πρoστίμoυ ή φυλακίσεως ή μεσεγγυήσεως πραγμάτωv. Και τo δικαστήριov δύvαται επιπρoσθέτως vα επιδικάση εις τo πρόσωπov πρoς τo συμφέρov τoυ oπoίoυ εξεδόθη τo διάταγμα τoιoύτov πoσόv υπό μoρφήv απoζημιώσεως, ως τo δικαστήριov δύvαται vα θεωρήση πρέπov.
Νοείται ότι έκαστο δικαστήριο θα έχει εξουσία τιμωρίας για παρακοή ή και εξαναγκασμού σε υπακοή σ' οποιοδήποτε διάταγμά του στις περιπτώσεις που αφορούν διάδικο σε δικαστική διαδικασία αλλά και στις περιπτώσεις που αφορούν οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, νοουμένου ότι αυτό έλαβε γνώση του διατάγματος και εν γνώσει του και ηθελημένα παροτρύνει ή συνεργεί στη μη υπακοή διατάγματος.»
Σε σχέση με τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να στοιχειοθετηθεί παρακοή διατάγματος και το βάρος απόδειξης, διαφωτιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Yugos Finance BV κ.α. ν Halebay Holdings Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 569:
«Για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση σε διάταγμα του Δικαστηρίου απαιτείται να αποδειχθεί ηθελημένη ανυπακοή. Το ίδιο το αποτέλεσμα της ανυπακοής αφ' εαυτού, δεν αρκεί. Θα πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του Δικαστηρίου (Mouzouris a.o. v. Xylophaghou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287).
Το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτητής, ο οποίος και έχει την υποχρέωση να αποδείξει τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση του (Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 750). Όπως τονίστηκε ιδιαιτέρως στην πιο πάνω απόφαση, η έλλειψη μαρτυρίας που να αποδεικνύει τα αμφισβητούμενα γεγονότα, καθιστά την ετυμηγορία του Δικαστηρίου ακροσφαλή και την όποια απόφασή του υποκείμενη σε ακύρωση.
Η διαδικασία της αστικής παρακοής προσομοιάζει με την ποινική διαδικασία, στην έννοια ότι όλα τα τυπικά και ουσιαστικά εχέγγυα του ποινικού δικαίου πρέπει να ικανοποιούνται (Μιχαηλίδης ν. Μιχαηλίδου Poliakova (Αρ. 1) (2011) 1(Α) A.A.Δ. 356 και In re Bramblevale Ltd [1970] Ch. 18 και Savings and Investment Bank Ltd v. Gasco (No 2) [1988] 1 All E.R. 975). Το αποδεικτικό βάρος το φέρει ο αιτητής, ο οποίος πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο, στον απαιτούμενο βαθμό και στη διαπίστωση της βεβαιότητας της ενοχής του καθ' ου, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (David Bean Injunctions, 8η έκδοση, παρ. 618 και 619). Για να είναι δυνατή, κατά συνέπεια, η τιμωρία του καθ' ου, τα διατάγματα θα πρέπει να διατυπώνονται με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια, ώστε να μην εμφιλοχωρεί οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το ποιές πράξεις απαγορεύονται και κάτω υπό ποια ιδιότητα.
Το Δικαστήριο, για να προχωρήσει σε καταδίκη, θα πρέπει να έχει ενώπιόν του ικανοποιητική μαρτυρία επί των ακολούθων σημείων: (α) ότι οι όροι του διατάγματος είναι ξεκάθαροι και αδιαμφισβήτητοι, (β) να έχει τεκμηριωθεί ότι ο καθ' ου η αίτηση έχει λάβει γνώση των όρων του διατάγματος, ζήτημα που άπτεται της νομότυπης γνωστοποίησης του διατάγματος και των όρων του στον καθ' ου και (γ) να υπάρχει ξεκάθαρη απόδειξη ότι ο καθ' ου έχει παραβιάσει τους όρους του διατάγματος (Borris & Lowe: The Law of Contempt, 2η έκδοση, σελ. 395).
Το αποδεικτικό βάρος για την απόδειξη της ανυπακοής σε Δικαστικό διάταγμα βρίσκεται στους ώμους των Εναγόντων οι οποίοι πρέπει να το αποσείσουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Οι προϋποθέσεις είναι τρεις:
(α) οι όροι του διατάγματος να είναι ξεκάθαροι και αδιαμφισβήτητοι, και
(β) να έχει τεκμηριωθεί ότι ο καθ’ ου η αίτηση έχει λάβει γνώση των όρων του διατάγματος, και
(γ) να αποδειχθεί ότι ο καθ’ ου η αίτηση έχει παραβιάσει τους όρους του διατάγματος[2].
Ο αιτών διάδικος πρέπει να αποδείξει τόσο την αντικειμενική υπόσταση (actus reus) όσο και την υποκειμενική υπόσταση (mens rea) του αδικήματος της αστικής παρακοής[3].
Επανέρχομαι στην προκείμενη περίπτωση.
Αναφορικά με την 1η προϋπόθεση σημειώνω τα εξής.
Το Επίδικο Διάταγμα περιλαμβάνει αριθμό επί μέρους διαταγμάτων. Οι Ενάγοντες δεν διευκρινίζουν ποια από αυτά παράβηκαν οι ΓΑ και ΜΚ. Όμως, από τις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Αίτηση συνάγεται ότι οι πρόνοιες του Επίδικου Διατάγματος που κατά τους Ενάγοντες έχουν παρακούσει οι Καθ’ ων η Αίτηση είναι οι ακόλουθες:
«ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ τους Εναγόμενους 1 και 2 ή και αντιπρόσωποι ή και υπάλληλοι τους ή και άλλα νομικά πρόσωπα τα οποία ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτούς, να προσφέρουν οποιαδήποτε διοικητική υπηρεσία ή άλλη συναφή υπηρεσία ή και να εκδώσουν οιονδήποτε τιμολόγιο προς οιονδήποτε πρόσωπο ή και εταιρεία ή και πρόσωπα στα οποία η ενάγουσα 2 προσφέρει υπηρεσίες οποιουδήποτε είδους...
[…]
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στον εναγόμενο 1, στην εναγόμενη 2 ή και σε αντιπροσώπους ή και υπαλλήλους ή και αξιωματούχους τους να αποκτούν ως πελάτες ή να επιχειρούν να αποκτήσουν ως πελάτες πρόσωπα στα οποία η ενάγουσα 2 προσφέρει διοικητικές ή άλλες υπηρεσίες ή και να πείσουν τέτοια πρόσωπα να διακόψουν την επιχειρηματική τους σχέση με την ενάγουσα 2…».
Δεν διακρίνω να υπάρχει ζήτημα ασάφειας ή δυσκολίας στην ερμηνεία ή κατανόηση αυτών των όρων του Επίδικου Διατάγματος. Συνεπώς, η 1η προϋπόθεση πληρείται.
Αναφορικά με τη 2η προϋπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι το Επίδικο Διάταγμα που αρχικά είχε εκδοθεί στις 18.10.2017, επιδόθηκε στον ΓΑ στις 30.10.2017. Κατέστη εκ συμφώνου απόλυτο στις 4.6.2018 και στις 25.6.2018 επιδόθηκε στον ΜΚ. Συνεπώς, κρίνω ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση έλαβαν γνώση του διατάγματος κατά τον προβλεπόμενο τρόπο και η 2η προϋπόθεση πληρείται.
Αναφορικά με την 3η προϋπόθεση για στοιχειοθέτηση αστικής ανυπακοής, η πλευρά των Εναγόντων οφείλει να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι ΓΑ και ΜΚ ηθελημένα και από πρόθεση παραβίασαν τις πρόνοιες του Επίδικου Διατάγματος που έχω επισημάνει πιο πάνω. Πρέπει να αποδειχθεί τόσο η ένοχη διάνοια (mens rea) όσο και η ένοχη πράξη (actus reus).
Η θέση των Εναγόντων, όπως επεξηγείται στην αγόρευση των συνηγόρων τους είναι ότι «αφού ο ΓΑ απέτυχε να παρεμποδίσει την Ενάγουσα 2 με διάταγμα δικαστηρίου στην απρόσκοπτη παροχή των διοικητικών υπηρεσιών στους πελάτες της, υλοποιώντας τον σχεδιασμό του, ο ΓΑ συνέχισε να καθοδηγεί ο ίδιος και οι συνεργάτες του, μεταξύ των οποίων και ο ΜΚ, τους πελάτες της Ενάγουσας 2 εταιρείας με τους οποίους εξακολούθησε να έχει επαφή και να παρέχει διοικητικές υπηρεσίες, να ζητήσουν μεταφορά των εταιρειών τους στο γραφείο του ΜΚ στη Λευκωσία. Οι ενέργειες αυτές συνεχίστηκαν και μετά την επίδοση στον ΓΑ του [Επίδικου Διατάγματος]. Περαιτέρω, ο ΜΚ ακόμα και μετά την επίδοση σε αυτόν του προσωρινού και στη συνέχεια του απόλυτου [Επίδικου Διατάγματος], συνέχισε την προσπάθεια για μεταφορά των πελατών της Ενάγουσας 2 στο γραφείο του […] Συγκεκριμένα η παρακοή του [Επίδικου Διατάγματος] άρχισε να γίνεται αντιληπτή όταν, κατά τον Ιούνιο 2018 άρχισαν περιέργως να καταφθάνουν στην Ενάγουσα 2 επιστολές με ηλεκτρονικά μηνύματα από εταιρείες πελάτες της Ενάγουσας 2 γραμμένες με ταυτόσημο τρόπο ζητώντας να παραδοθούν τα έγγραφα των εταιρειών στον ΜΚ» (σελίδα 27 της αγόρευσης Εναγόντων).
Δηλαδή, η θέση των Εναγόντων είναι ότι ο ΓΑ και ο ΜΚ ήταν συνεργάτες και ενεργούσαν συντονισμένα και ηθελημένα σε παρακοή του Επίδικου Διατάγματος. Άμεση μαρτυρία για σύμπραξη των ΓΑ και ΜΚ με σκοπό να παραβιάσουν το Επίδικο Διάταγμα δεν υπάρχει. Η πλευρά των Εναγόντων βασίζεται σε περιστατική μαρτυρία. Εστιάζουν σε διάφορες διαπιστώσεις ή στοιχεία τα οποία ερμηνεύουν κατά τρόπο που να καταλήγει σε συμπεράσματα για την ισχυριζόμενη παρακοή.
Ως είναι καλά γνωστό, όταν μια υπόθεση στηρίζεται σε περιστατική μαρτυρία πρέπει τα στοιχεία της περιστατικής μαρτυρίας να συναρτώνται μεταξύ τους με λογική συνέπεια ώστε να συγκροτούν ένα αδιάσπαστο σώμα[4]. Κατ’ αντιστοιχία με τις ποινικές υποθέσεις, η περιστατική μαρτυρία δεν πρέπει να συμβιβάζεται μόνο με την εκδοχή ότι ο καθ’ ου η αίτηση διέπραξε παρακοή αλλά, επιπλέον, πρέπει τα γεγονότα να μην συμβιβάζονται με οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα[5].
Προσεγγίζοντας επομένως τη μαρτυρία και στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης από τα εμπλεκόμενα μέρη, παρατηρώ τα εξής. Διευκρινίζω ότι τα ζητήματα που εγέρθηκαν στα πλαίσια της Αίτησης είναι πάρα πολλά. Εστιάζω σε εκείνα που κρίνω πιο σημαντικά για σκοπούς του αποτελέσματος:
(α) Οι Ενάγοντες εστιάζουν σε επιστολές που παραλήφθηκαν κατά τον Ιούνιο 2018 με τις οποίες διάφοροι πελάτες δήλωναν ότι ήθελαν να διακόψουν τη συνεργασία τους με την Ενάγουσα 2 και ζητούσαν μεταφορά των εταιρειών τους στον ΜΚ. Σημειώνουν ότι οι επιστολές αυτές είναι πανομοιότυπες μεταξύ τους και υποστηρίζουν (με αναφορά στην έκθεση γραφολόγου) ότι κάποιες χειρόγραφες αναγραφές στις εν λόγω επιστολές έγιναν από συγκεκριμένο πρόσωπο που εργαζόταν στο γραφείο της Ενάγουσας 2 στη Μόσχα.
Θεωρούν ότι οι πελάτες αυτοί είχαν δεχθεί παρότρυνση από τον ΓΑ για να τερματίσουν τη σχέση τους με την Ενάγουσα 2 και να μεταφέρουν τις εταιρείες τους στο γραφείο του ΜΚ, με τον οποίο συνεργάζεται ο ΓΑ. Υποστηρίζουν ότι αυτό συνιστά προσπάθεια να πεισθούν πελάτες να διακόψουν την επιχειρηματική τους σχέση με την Ενάγουσα 2. Υποστηρίζουν επίσης ότι αυτό συνιστά προσφορά υπηρεσιών σε πελάτες της Ενάγουσας 2. Αυτά κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Επίδικου Διατάγματος.
Οι επιστολές στις οποίες αναφέρονται και παρουσιάζουν, όλες πλην μίας, είναι προγενέστερες της επίδοσης του Επίδικου Διατάγματος στον ΜΚ. Συνεπώς, μόνο η μια εξ αυτών, που ακολουθεί χρονικά την επίδοση στον ΜΚ θα μπορούσε, θεωρητικά, να συνιστά παρακοή του επίδικου διατάγματος από τη σύμπραξη των ΓΑ και ΜΚ.
Για αυτό το ζήτημα, η θέση του ΜΚ είναι ότι δεν γνωρίζει τον ΓΑ και καμία σύμπραξη μεταξύ τους υπάρχει. Αναφέρει ότι ένα τρίτο πρόσωπο, ο λογιστής ΣΚ, του είχε συστήσει αυτούς τους πελάτες και είχε μεσολαβήσει για τη μεταφορά των εταιρειών τους από την Ενάγουσα 2 στο γραφείο του. Ο ΜΚ παρουσιάζει δύο ένορκες δηλώσεις του ΣΚ. Σε αυτές ο ΣΚ αναφέρει ότι πολλοί πελάτες στους οποίους παρείχε λογιστικές υπηρεσίες, είχαν εκφράσει τη δυσαρέσκεια τους με τις υπηρεσίες που λάμβαναν από την Ενάγουσα 2 και εκείνος τους εισηγήθηκε να τερματίσουν τη συνεργασία με την Ενάγουσα 2 και να μεταφέρουν τις εταιρείες τους στον ΜΚ.
Η εξήγηση αυτή που δίδουν ο ΜΚ και ο ΣΚ, προσφέρει μια εναλλακτική οδό δια της οποίας κάποιοι πελάτες της Ενάγουσας 2 να κατέληξαν να συνεργάζονται με τον ΜΚ.
(β) Ο ΑΣ αναφέρει ότι την ίδια περίοδο που είχαν παραληφθεί οι εν λόγω επιστολές από την Ενάγουσα 2, κατά τον Ιούνιο 2028, είχε δεχθεί τηλεφωνήματα από διάφορους πελάτες που του ανέφεραν ότι ο ΓΑ είχε επικοινωνήσει μαζί τους και τους παρότρυνε να τερματίσουν τη συνεργασία τους με την Ενάγουσα 2 και να μεταφέρουν τις εταιρείες τους στον ΜΚ.
Δεν κατονομάζει αυτούς τους πελάτες γιατί, όπως εξηγεί, του ζήτησαν να παραμείνουν ανώνυμοι. Κατονομάζει μόνο ένα, κάποιο Oleg Gorelov ο οποίος δεν έχει προβεί σε ένορκη δήλωση για σκοπούς της Αίτησης. Ο ΑΣ απλώς μεταφέρει όσα του είπε στη δική του ένορκη δήλωση. Αυτές οι αναφορές, για τη συζήτηση με τον Oleg Gorelov και τα άλλα ανώνυμα πρόσωπα, συνιστούν εξ ακοής μαρτυρία. Για τους ανώνυμους πελάτες δεν υπάρχουν λεπτομέρειες πότε λήφθηκε η ενημέρωση από κάθε ένα από αυτούς, τί ακριβώς λέχθηκε και πότε.
Αναφορικά με τον Oleg Gorelov, ο αόριστος χρονικός περιορισμός «περί τον Νοέμβριο 2017» της συνομιλίας με τον ΑΣ σε συνάρτηση με το γεγονός της επίδοσης του Επίδικου Διατάγματος στο ΓΑ στις 30.10.2017 δεν μου επιτρέπουν να καταλήξω, με την αυστηρότητα που απαιτείται για αίτηση αυτής της φύσης, ότι η ισχυριζόμενη επαφή του ΓΑ με τον Oleg Gorelov έγινε μετά την επίδοση του Επίδικου Διατάγματος.
Οι πιο πάνω επισημάνσεις καθιστούν την ποιότητα και αποδεικτική αξία της εξ ακοής αυτής μαρτυρίας μειωμένη. Κρίνω ότι θα ήταν ακροσφαλές να βασιστώ σε αυτή για να καταλήξω σε συμπέρασμα για την αλήθεια των δηλώσεων, μάλιστα στο βαθμό που απαιτείται για οιονεί ποινική διαδικασία.
(γ) Όλο το επιχείρημα των Εναγόντων βασίζεται στην ύπαρξη μιας κρυφής επιχειρηματικής σχέσης μεταξύ του ΓΑ και του ΜΚ, την οποία και οι δύο ρητά αρνούνται.
Οι Ενάγοντες αναφέρουν ότι εντόπισαν μια εταιρεία, την Stelmirco Limited, που είχε εγγραφεί από τον ΜΚ το Μάιο 2017 (πριν την έκδοση του Επίδικου Διατάγματος). Διαπίστωσαν οι Ενάγοντες ότι μέτοχος και διευθύντρια αυτής της εταιρείας είναι η αδελφή του ΓΑ. Διαπίστωσαν επίσης ότι στο μητρώο πραγματικών δικαιούχων του Εφόρου Εταιρειών δηλωμένος πραγματικός δικαιούχος ήταν ο ΓΑ. Αυτό, υποστηρίζουν αποδεικνύει τη συνεργασία μεταξύ ΓΑ και ΜΚ.
Όπως ανέφερα, ο ΜΚ αρνείται ότι γνωρίζει ή ότι συνεργάστηκε με τον ΓΑ. Η δική του θέση είναι ότι η εγγραφή της εταιρείας έγινε κατόπιν οδηγιών του ΣΚ. Ο δε ΣΚ στη δική του ένορκη δήλωση αναφέρει ότι παρείχε υπηρεσίες για χρόνια σε αριθμό οικογενειακών εταιρειών του ΓΑ και της αδελφής του. Στις εταιρείες εκείνες, τις οποίες κατονομάζει, η αδελφή του ΓΑ ενεργούσε ως ονομαστική μέτοχος για τον ΓΑ. Ο ΣΚ ανέφερε επίσης ότι μεταξύ 2017 και 2019 παρείχε ελεγκτικές υπηρεσίες στην Stelmicor Ltd. Η εταιρεία ήταν τότε αδρανής και ξεκίνησε να δραστηριοποιείται το 2020 (σχετικό το Τεκμήριο 5, 2η ΣΕΔ ΣΚ) όταν η αδελφή του ΓΑ μεταβίβασε τα δικαιώματα στις μετοχές της σε 3ο πρόσωπο, τον κ. Ammosov ενώ η ίδια παρέμεινε σαν ονομαστική μέτοχος και εμπιστευματοδόχος. Από προσωπικό λάθος του ΣΚ, κατά τη συμπλήρωση του μητρώου πραγματικών δικαιούχων για όλες τις εταιρείες στις οποίες ήταν εγγεγραμμένη μέτοχος η αδελφή του ΓΑ, υπέβαλε ως πραγματικό δικαιούχο τον ΓΑ. Όταν διαπίστωσε το λάθος του προέβη στην κατάλληλη διόρθωση του Μητρώου. Παρουσίασε την πράξη εμπιστεύματος προς όφελος του Ammosov και αλληλογραφία που υποβλήθηκε στον Έφορο Εταιρειών προς διόρθωση του Μητρώου.
Οι Ενάγοντες αμφισβητούν την αλήθεια αυτών των εξηγήσεων. Το γεγονός όμως παραμένει ότι έχει προσφερθεί μια εναλλακτική εξήγηση για αυτό το στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας.
(δ) Γενικότερα αναφορικά με τον ΜΚ και ΣΚ πρέπει να επισημάνω ότι το Επίδικο Διάταγμα δεν στρέφεται εναντίον τους. Το Επίδικο Διάταγμα ρητά απευθύνεται «στους Εναγόμενους 1 και 2 ή σε αντιπροσώπους ή υπαλλήλους ή αξιωματούχους ή άλλα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτούς». Οι λέξεις «αντιπρόσωπος», «υπάλληλος» και «αξιωματούχος» παραπέμπουν σε πρόσωπο που ο ΓΑ μπορεί να κατευθύνει ή να επηρεάσει ή δώσει οδηγίες. Οι Ενάγοντες δεν προβάλλουν τη θέση ότι ο ΜΚ ή ο ΣΚ είναι αντιπρόσωποι, υπάλληλοι ή αξιωματούχοι του ΓΑ. Η θέση τους είναι ότι πρόκειται για συνεργάτες. Από όσα αναφέρονται στις διάφορες ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθηκαν, δεν διαπιστώνω στοιχεία που να δείχνουν ότι ο ΜΚ ή ο ΣΚ ενεργούσαν κατ’ εντολή, τρόπον τινά, του ΓΑ. Προσθέτω ότι στον ΣΚ δεν έχει επιδοθεί το Διάταγμα και δεν υπάρχει οτιδήποτε που να τον εμποδίζει να προβεί σε όλες τις ενέργειες που περίγραψε στις ένορκες δηλώσεις του. Αναφορικά με τον ΜΚ, επίσης δεν υπάρχει οτιδήποτε που να τον εμποδίζει να προβεί σε όλες τις ενέργειες που οι Ενάγοντες του προσάπτουν. Το μόνο εμπόδιο που προκύπτει είναι εάν προέβαινε σε αυτές τις ενέργειες με σκοπό να βοηθήσει τον ΓΑ να παραβεί τις πρόνοιες του Επίδικου Διατάγματος.
(ε) Οι Ενάγοντες αναφέρουν πως διαπίστωσαν ότι ιδρυτικά και καταστατικά έγγραφα που χρησιμοποίησε ο ΜΚ για να εγγράψει εταιρείες (άλλες από τις επίδικες εταιρείες) είναι πανομοιότυπα με εκείνα που χρησιμοποιούσε η Ενάγουσα 2 για εγγραφή εταιρειών για δικούς της πελάτες. Υποστηρίζουν ότι αυτό συνιστά ένδειξη της συνεργασίας μεταξύ του ΓΑ και του ΜΚ.
Αναφορικά με αυτό το ζήτημα προσφέρεται εναλλακτική εξήγηση. Συγκεκριμένα, ο ΣΚ υποστηρίζει ότι τα ιδρυτικά και καταστατικά έγγραφα σε αυτή τη μορφή είχαν δοθεί στον ΜΚ από τον ίδιο.
Όπως σημείωσα στην αρχή της απόφασης μου, έχει ανταλλαχθεί μεγάλος αριθμός ενόρκων δηλώσεων με τις οποίες η μια πλευρά διαδοχικά αντικρούει την εκδοχή της άλλης και δίδει τις δικές της εξηγήσεις. Όλες αυτές οι ένορκες δηλώσεις καταλήγουν στον ίδιο παρονομαστή. Άμεση μαρτυρία ότι υπάρχει η ισχυριζόμενη σύνδεση μεταξύ του ΓΑ και του ΜΚ δεν έχει παρουσιαστεί. Οι Ενάγοντες βασίζονται σε διάφορες ενδείξεις και εισηγούνται ότι από αυτές προκύπτει η μεταξύ τους σχέση, η οποία οδήγησε σε παρακοή του Επίδικου Διατάγματος. Υπάρχει όμως και η ρητή άρνηση των ΓΑ και ΜΚ, ότι αυτό συμβαίνει. Ο ΜΚ αρνείται ρητά ότι γνωρίζει ή συνεργάζεται με τον ΓΑ ή την Εναγόμενη 2 εταιρεία και κατονομάζει τρίτο πρόσωπο, τον ΣΚ, ως το σύνδεσμο του με τους πρώην πελάτες της Ενάγουσας 2. Ο δε ΣΚ εξηγεί τις περιστάσεις υπό τις οποίες ενεπλάκη στη μεταφορά των εταιρειών από την Ενάγουσα 2 σε άλλο πάροχο διοικητικών υπηρεσιών.
Η πλευρά των Εναγόντων δεν δέχεται αυτές τις εξηγήσεις αλλά το δεδομένο παραμένει ότι δεν παρουσιάζει πρωτογενή μαρτυρία προς αντίκρουση. Οι Ενάγοντες εκφράζουν τη θέση ότι «η οποιαδήποτε τυχόν επικοινωνία των πελατών της Ενάγουσας 2 με τον ΣΚ, είναι δυνατό να έγινε μόνο με οδηγίες, παρότρυνση και συνεργασία με τον ΓΑ ο οποίος σχεδίασε και υλοποίησε την προσπάθεια απομάκρυνσης των πελατών της Ενάγουσας 1» (σελίδα 36 της αγόρευσης). Αυτή όμως η θέση συνιστά τη δική τους αντίληψη και συλλογισμό. Δεν συνιστά γεγονός.
Επίσης παρότι αυτή η διαδικασία δεν στρέφεται εναντίον του ΣΚ, οι Ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η εμπλοκή του ήταν αποτέλεσμα παρότρυνσης του ΓΑ για να γίνει εφικτή η παρακοή των όρων του Επίδικου Διατάγματος. Και πάλιν όμως αυτό συνιστά τη δική τους αντίληψη και ερμηνεία περί των πραγμάτων. Ο ΣΚ αρνείται ρητά αυτό τον ισχυρισμό και υποστηρίζει ότι εκείνος ήταν το πρόσωπο που είχε συστήσει τους πρώην πελάτης της Ενάγουσας 2 στον ΜΚ.
Καθοριστικής σημασίας για το αποτέλεσμα είναι κατά πόσο τα δεδομένα - η περιστατική μαρτυρία που επικαλούνται οι Ενάγοντες σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα στοιχεία και συνυπολογίζοντας τις θέσεις που αντιτάσσουν οι ΓΑ, ΜΚ και ΣΚ - οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στοιχειοθετείται αστική ανυπακοή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το αποδεικτικό βάρος βρίσκεται και παραμένει στους ώμους των Εναγόντων.
Στη βάση των πιο πάνω κρίνω ότι η μαρτυρία δεν αποδεικνύει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τη διάπραξη ανυπακοής σε δικαστικό διάταγμα κατά τον τρόπο που οι Ενάγοντες ισχυρίζονται. Υπάρχουν επιχειρήματα, συνειρμοί, απόψεις, πεποιθήσεις, που, έστω και αν είναι ειλικρινείς από την πλευρά των Εναγόντων, εντούτοις δεν εξισούνται με άμεση, πρωτογενή μαρτυρία. Θεωρώ ότι τα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που παρουσιάστηκαν δεν επαρκούν για να αποκλείσουν κάθε άλλη λογική εξήγηση για όσα επικαλούνται οι Ενάγοντες. Ειδικότερα δεν αποδεικνύουν ότι η μεταφορά των εταιρειών που εξυπηρετούσε η Ενάγουσα 2 στον ΜΚ ήταν αποτέλεσμα συνωμοσίας μεταξύ των ΓΑ και ΜΚ (και κατ΄επέκταση με τη συνδρομή της αδελφής του ΓΑ, του Ammosov και του ΣΚ) με σκοπό την παραβίαση των όρων του Επίδικου Διατάγματος.
Όπως σημείωσα, η υπόθεση των Εναγόντων βασίζεται σε περιστατική μαρτυρία. Δεν έχει τεκμηριωθεί αλυσίδα γεγονότων που να οδηγεί στο μοναδικό συμπέρασμα ότι οι ΜΚ και ΓΑ σε συνεργασία μεταξύ τους, ηθελημένα, παράβηκαν το Επίδικο Διάταγμα. Τα επιχειρήματα, απόψεις και ερμηνεία που αποδίδουν οι Ενάγοντες σε διάφορα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας (κάποια εκ των οποίων προηγούνται της έκδοσης και επίδοσης του Επίδικου Διατάγματος) συνιστούν ακριβώς αυτό. Τη δική τους άποψη και ερμηνεία. Κάθε κομμάτι της αλυσίδας που επικαλούνται οι Ενάγοντες δεν βασίζεται μόνο σε γεγονότα αλλά και στην ερμηνεία και άποψη τους περί γεγονότων. Η διαπίστωση για παρακοή δεν μπορεί να βασιστεί σε μια σειρά επιχειρημάτων. Πρέπει να προκύπτει από μια σειρά γεγονότων.
Τα πιο πάνω καθορίζουν το αποτέλεσμα.
Σημειώνω ότι αναφορές στις ένορκες δηλώσεις και στις αγορεύσεις που άπτονται της ευρύτερης διαφοράς μεταξύ ΑΣ, ΓΑ και ΜΚ δεν έχουν απασχολήσει. Αντικείμενο αυτής της διαδικασίας είναι μόνο η ισχυριζόμενη παρακοή που αποφασίζεται με γνώμονα την ιδιαίτερη φύση της διαδικασίας. Δεν μπορεί να καταστεί αυτή η διαδικασία όχημα για διερεύνηση ευρύτερων διαφωνιών μεταξύ των εμπλεκόμενων. Αυτό θα γίνει στην κυρίως δίκη μεταξύ Εναγόντων και Εναγόμενων.
Πριν ολοκληρώσω σημειώνω και το εξής. Η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε το 2017 και έκτοτε αναλώθηκε υπέρμετρος και δυσανάλογος χρόνος και πόροι στην ενασχόληση με ενδιάμεσα διαβήματα αντί στην προώθηση της εκδίκασης της ουσίας. Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί, τα ενδιάμεσα διατάγματα δεν είναι αυτοσκοπός και δεν δικαιολογούν την καθυστέρηση της κυρίως δίκης. Τα δικόγραφα έκλεισαν τον Μάρτιο 2019 όμως, δυστυχώς, εξαιτίας των διαδοχικών ενδιάμεσων αιτήσεων αναλώθηκε υπέρμετρος και δυσανάλογος (επαναλαμβάνω) χρόνος και πόροι για ζητήματα άλλα από τα επίδικα στην αγωγή. Προτρέπονται όλες οι πλευρές να επικεντρώσουν τις ενέργειες τους στην ουσία της διαφοράς.
Παραμένει το θέμα των εξόδων της Αίτησης. Ακολουθώντας το αποτέλεσμα τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον των Αιτητών και υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση, όπως θα υπολογιστούν και εγκριθούν.
(Υπ.) ………………..………………………..
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Σχετική η Krashias Shoe Factory v Adidas (1989) 1 ΑΑΔ 750
[2] Μιχαηλίδης ν Μιχαηλίδου Poliakova (Αρ. 1) (2011) 1(Α) ΑΑΔ 356
[3] Μουζούρης ν Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 CLR 287, Λάζαρος Μαύρος ν Θεόδωρου Στυλιανού (1998) 1 ΑΑΔ 2389
[5] Vrakas v. Republic (1973) 2 CLR 139, Vouniotis v. Republic (1975) 2 CLR 34, Anastasiadis v. Republic (1977)2 CLR 97
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο