
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 949/2021
Μεταξύ:
CHRYSLALIS HOLDINGS LTD
Ενάγουσα
και
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Εναγόμενη
16 Ιουλίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα/Αιτήτρια: κα Μεττή για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενη/Καθ’ ης η Αίτηση: κ. Νικολάου για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
στην προδικαστική ένσταση της Εναγόμενης
Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, το 2012 η Ενάγουσα διέθετε καταθέσεις περί τα €20.000.000 στη Λαϊκή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στο εξής η «Λαϊκή Τράπεζα»). Θεωρούσε ότι η Λαϊκή Τράπεζα δεν της προσέφερε ικανοποιητικό καταθετικό επιτόκιο και επιδίωκε να εκμεταλλευτεί ευκαιρίες με μεγαλύτερες αποδόσεις.
Ισχυρίζεται ότι ένεκα αυτού στις 20.7.2012 είχε δώσει οδηγίες για μεταφορά μέρους του εν λόγω ποσού σε λογαριασμό της σε άλλη τράπεζα του εξωτερικού αλλά η Λαϊκή Τράπεζα αμέλησε να εκτελέσει τις οδηγίες της. Η πρόθεση της Ενάγουσας ήταν, με τη μεταφορά, να επενδύσει τα χρήματα με προοπτική μεγαλύτερου κέρδους. Ενώ τα χρήματα της Ενάγουσας παρέμεναν κατατεθειμένα στη Λαϊκή Τράπεζα, στις 26.7.2012 εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διάταγμα παγοποίησης του λογαριασμού της Ενάγουσας, κατόπιν σχετικής αίτησης της ΜΟΚΑΣ (στο εξής το «Διάταγμα Παγοποίησης»).
Η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι εάν η Λαϊκή Τράπεζα είχε εκτελέσει τις οδηγίες της στις 20.7.2012, τα χρήματα της θα είχαν μεταφερθεί στο εξωτερικό πριν την έκδοση του Διατάγματος Παγοποίησης. Αντ΄ αυτού παρέμειναν δεσμευμένα στη Λαϊκή Τράπεζα.
Εν τω μεταξύ, στα πλαίσια των μέτρων εξυγίανσης της Λαϊκής Τράπεζας που λήφθηκαν το 2013, ο λογαριασμός στον οποίο ήταν κατατεθειμένα τα χρήματα της Ενάγουσας μεταφέρθηκε στην νυν Εναγόμενη, Τράπεζα Κύπρου. Ένεκα του Διατάγματος Παγοποίησης, τα χρήματα μεταφέρθηκαν χωρίς να υποστούν «κούρεμα».
Έκτοτε, και ενώ το Διάταγμα Παγοποίησης ήταν σε ισχύ, κατά καιρούς η Ενάγουσα ζητούσε όπως το δεσμευμένο ποσό μεταφερθεί σε έντοκο λογαριασμό, χωρίς να εισακουστεί. Τα χρήματα παρέμειναν δεσμευμένα ένεκα του Διατάγματος Παγοποίησης μέχρι τον Νοέμβριο 2020 οπόταν το Διάταγμα τερματίστηκε και τα χρήματα αποδεσμεύτηκαν. Με την αποδέσμευση, η Ενάγουσα μετέφερε τα χρήματα σε λογαριασμούς της σε άλλες τράπεζες.
Με την αγωγή, η Ενάγουσα αξιώνει αποζημιώσεις για τόκους που ισχυρίζεται ότι έχει απωλέσει το χρονικό διάστημα από το 2012-2020 ή και διαφυγόντα κέρδη από επενδύσεις τις οποίες θα μπορούσε να είχε διενεργήσει εάν οι οδηγίες που είχε δώσει στη Λαϊκή Τράπεζα στις 20.7.2012 είχαν εκτελεστεί και είχε στη διάθεση της τα χρήματα. Επικαλείται αμελή, αντιεπαγγελματική και κακόπιστη συμπεριφορά από μέρους της Εναγόμενης.
Η Εναγόμενη, στην Υπεράσπιση που καταχώρησε, αρνείται ότι υπήρξε αμέλεια στη μη εκτέλεση της εντολής που δόθηκε στις 20.7.2012 για μεταφορά των χρημάτων. Ισχυρίζεται ότι ο λόγος που η Λαϊκή Τράπεζα δεν εκτέλεσε τις οδηγίες ήταν διότι είχε προηγηθεί αναφορά στη ΜΟΚΑΣ για ύποπτες συναλλαγές και η ΜΟΚΑΣ είχε δώσει οδηγίες να μη διενεργηθεί η πληρωμή. Ακολούθως εκδόθηκε το Διάταγμα Παγοποίησης που δεν επέτρεπε οποιαδήποτε ενέργεια σε σχέση με τα χρήματα.
Η Εναγόμενη εγείρει στην Υπεράσπιση της και προδικαστική ένσταση. Υποστηρίζει ότι οι αξιώσεις της Ενάγουσας βασίζονται στο αστικό αδίκημα της αμέλειας, αφορούν γεγονότα που συντελέστηκαν το 2012 και, συνεπώς, το αγώγιμο δικαίωμα έχει παραγραφεί.
Στην Απάντηση της, η Ενάγουσα αρνείται τον ισχυρισμό για παραγραφή. Εκεί αναφέρει ότι η Εναγόμενη είχε ενεργήσει δόλια και απέκρυψε γεγονότα. Ένεκα αυτού, είναι η θέση της ότι ο χρόνος παραγραφής ξεκινά το 2020 όταν αποδεσμεύτηκαν τα χρήματα της.
Με προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, αποφασίστηκε όπως προδικαστεί η προδικαστική ένσταση που έχει εγείρει η Εναγόμενη (ως οι παράγραφοι 1 και 2 της Υπεράσπισης).
Σε ό,τι αφορά το πραγματικό υπόβαθρο, από την πιο πάνω συνοπτική αναφορά στα δικόγραφα, φαίνεται ότι δεν υπάρχει διάσταση σε σχέση με τον κεντρικό πυρήνα των γεγονότων. Σημειώνω πως δεν είναι αποδεκτό από την πλευρά της Υπεράσπισης ότι η Ενάγουσα θα προέβαινε σε επενδύσεις στο εξωτερικό με τα χρήματα της, ούτε και τα αναμενόμενα ποσά απόδοσης των επενδύσεων αυτών. Η δε Ενάγουσα δεν συμφωνεί ότι υπήρχαν παράνομες συναλλαγές από μέρους της και υποστηρίζει ότι λανθασμένα εκδόθηκε το Διάταγμα Παγοποίησης. Όμως η κατάθεση των ποσών σε λογαριασμό της Ενάγουσας στη Λαϊκή Τράπεζα, οι οδηγίες της Ενάγουσας τον Ιούλιο 2012 για μεταφορά των χρημάτων σε λογαριασμό στο εξωτερικό οι οποίες δεν εκτελέστηκαν από τη Λαϊκή Τράπεζα, η εμπλοκή της ΜΟΚΑΣ, η έκδοση του Διατάγματος Παγοποίησης, η επιστολή διαμαρτυρίας από τους δικηγόρους της Ενάγουσας προς τη Λαϊκή Τράπεζα που παραλήφθηκε 26.7.2025, η μεταφορά του λογαριασμού στην Τράπεζα Κύπρου στα πλαίσια των μέτρων εξυγίανσης το 2013 και η τελική αποδέσμευση των χρημάτων το 2020, όλα αυτά είναι κοινώς αποδεκτά. Συνιστούν κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών που προκύπτει τόσο από τα δικόγραφα αλλά και από τις δηλώσεις των συνηγόρων που περιλαμβάνονται σε γραπτές αγορεύσεις που ετοίμασαν για σκοπούς της παρούσας (και προηγούμενων αιτήσεων που εκδικάστηκαν στα πλαίσια της αγωγής). Είναι επίσης γεγονότα για τα οποία υπάρχουν κοινές αναφορές σε ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθηκαν εκατέρωθεν για σκοπούς άλλων διαδικασιών του φακέλου.
Η προδικαστική ένσταση της Εναγόμενης, που είναι το αντικείμενο της παρούσας απόφασης, αφορά τη θέση της Εναγόμενης ότι οι αξιώσεις της Ενάγουσας εδράζονται στο αστικό αδίκημα της αμέλειας, το οποίο όμως αγώγιμο δικαίωμα είχε παραγραφεί κατά τον χρόνο καταχώρησης της αγωγής.
Πριν προχωρήσω, σημειώνω ότι έχω μελετήσει το σύνολο των στοιχείων που έχουν τεθεί ενώπιον μου, τις αγορεύσεις των συνηγόρων καθώς και τη νομολογία στην οποία με έχουν παραπέμψει. Γνωρίζω επίσης το περιεχόμενο του φακέλου.
Μέσω της αγωγής, η Ενάγουσα αξιώνει ουσιαστικά αποζημιώσεις για ζημιές που ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί επικαλούμενη τις παραγράφους 8, 9, 11 και 14 της Έκθεσης Απαίτησης. Στην παράγραφο 10 της Έκθεσης Απαίτησης υπάρχει ισχυρισμός για αμέλεια της Λαϊκής Τράπεζας να εκτελέσει εντολή για μεταφορά των χρημάτων της Ενάγουσας σε αλλοδαπή τράπεζα στις 19.7.2012. Στην παράγραφο 14 της Έκθεσης Απαίτησης υπάρχει η δικογραφημένη θέση ότι η Λαϊκή Τράπεζα ενήργησε αμελώς και παρέλειψε να εκτελέσει εντολές της Ενάγουσας που δόθηκαν το 2013 για μεταφορά των δεσμευμένων χρημάτων της σε έντοκο καταθετικό λογαριασμό. Πρέπει να σημειώσω ότι η Ενάγουσα δεν δικογραφεί λεπτομέρειες αμέλειας κατά τα προβλεπόμενα, όμως αυτό δεν είναι καθοριστικό για σκοπούς της παρούσας. Αυτό που προκύπτει αβίαστα από το δικόγραφο της Έκθεσης Απαίτησης είναι ότι η Ενάγουσα βασίζει τις αξιώσεις της στο αστικό αδίκημα της αμέλειας.
Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 68 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148:
«68. Καμιά αγωγή δεv εγείρεται για αστικό αδίκημα, εκτός αv αυτή εγερθεί-
(α) εvτός τριών ετώv αμέσως μετά τηv πράξη ή παράλειψη για τηv oπoία εγέρθηκε η αγωγή, ή
(β) αv τo αστικό αδίκημα πρoκαλεί vέα ζημιά κατά εξακoλoύθηση από μέρα σε μέρα, εvτός τριών ετώv από τηv κατάπαυση αυτής, ή
(γ) αv η βάση της αγωγής δεv πρoκύπτει από τηv τέλεση oπoιασδήπoτε πράξης ή παράλειψης για τέλεση πράξης αλλά από τη ζημιά πoυ απoρρέει από τηv πράξη αυτή ή παράλειψη εvτός τωv τριών αμέσως επόμεvωv ετώv μετά πoυ o εvάγovτας υπέστη τη ζημιά, ή
(δ) αv τo αστικό αδίκημα δόλια απoκρύφτηκε από τov εvαγόμεvo, εvτός τριών ετώv από τηv αvακάλυψη τoυ από τov εvάγovτα, ή από τo χρόvo πoυ θα αvακαλύπτετo από αυτό αv κατέβαλλε εύλoγη φρovτίδα και επιμέλεια…»
Εντοπίζονται στην Έκθεση Απαίτησης δύο ισχυριζόμενες πράξεις ή παραλείψεις που συνιστούν αμέλεια. Η πρώτη συντελέστηκε, σύμφωνα με την Ενάγουσα, το 2012 όταν η Λαϊκή Τράπεζα δεν εκτέλεσε τις εντολές (στις 19.7.2012 και 20.7.2012) για μεταφορά των χρημάτων της Ενάγουσας σε λογαριασμό έτερης τράπεζας στο εξωτερικό (ως οι παράγραφοι 10 και 11 της Έκθεσης Απαίτησης). Η δεύτερη προέκυψε το 2013 όταν η Ενάγουσα ζήτησε (στις 25.2.2013) τη μεταφορά των δεσμευμένων χρημάτων της σε έντοκο λογαριασμό και η Λαϊκή Τράπεζα δεν ικανοποίησε το αίτημα (ως η παράγραφος 14 της Έκθεσης Απαίτησης).
Με δεδομένες τις πρόνοιες του άρθρου 68(α) του Κεφ.148, προκύπτει ότι το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας παραγράφηκε για κάθε αντίστοιχη ισχυριζόμενη πράξη/παράλειψη αμέλειας, είτε το 2015 ή το 2016, δηλαδή με την παρέλευση τριών ετών από την έγερση του αγώγιμου δικαιώματος. Η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε το 2021, μετά την εκπνοή της περιόδου παραγραφής που καθορίζεται στο άρθρο 68(α) του Κεφ.148.
Η συνήγορος της Ενάγουσας εισηγήθηκε ότι η παρούσα περίπτωση εμπίπτει στις παραγράφους (β) και (γ) του άρθρου 68 του Κεφ.148 και όχι στην παράγραφο (α). Εξέτασα όσα σχετικά αναφέρει στην αγόρευση της αλλά δεν συμφωνώ.
Η παράγραφος (β) αφορά περιπτώσεις που προκύπτει «vέα ζημιά κατά εξακoλoύθηση από μέρα σε μέρα». Σε εκείνες τις περιπτώσεις η περίοδος παραγραφής ξεκινά με την παύση της νέας ζημιάς. Εδώ δεν προκύπτει νέα ζημιά. Το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας είχε πλήρως θεμελιωθεί όταν δεν εκτελέστηκαν οι οδηγίες της αναφορικά με τα χρήματα. Εάν υφίστατο καθήκον επιμέλειας (πρέπει να σημειώσω ότι το ισχυριζόμενο καθήκον δεν προσδιορίζεται στην Έκθεση Απαίτησης), τότε είχε συντελεστεί η παράβαση του από τη Λαϊκή Τράπεζα το 2012 και 2013, οπόταν είχε προκληθεί η ισχυριζόμενη ζημιά για την οποία η Ενάγουσα αξιώνει αποζημιώσεις.
Η απώλεια μελλοντικών κερδών ή τόκων, ως αποτέλεσμα των οποίων η ισχυριζόμενη αρχική ζημιά αυξανόταν, δεν μπορεί να θεωρηθεί «vέα ζημιά» στην έννοια του άρθρου 68(β) του Κεφ.148. Πρόκειται για συνέχιση της ίδιας ισχυριζόμενης ζημιάς που προκλήθηκε ως αποτέλεσμα της ισχυριζόμενης αμέλειας. Προοδευτική ή αυξητική τάση υφιστάμενης ζημιάς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι γεννά νέο αγώγιμο δικαίωμα. Η παρούσα περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αντίστοιχη περίπτωση «συνεχούς ή συνεχιζόμενου αστικού αδικήματος» (continuous tort). Τα γεγονότα ή παραλείψεις που συνιστούν την ισχυριζόμενη αμέλεια συντελέστηκαν πλήρως κατά το 2012 και 2013. Η φύση της ισχυριζόμενης ζημιάς αποκρυσταλλώθηκε τότε.
Συνεπώς, η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει στην παράγραφο 68(β) του Κεφ.148.
Η παράγραφος (γ) του άρθρου 68 αφορά περιπτώσεις όπου ζημιά προκύπτει από την αρχική πράξη ή παράλειψη που συνιστά την αμέλεια αλλά απορρέει εντός τριών ετών από την πράξη ή παράλειψη. Η παρούσα υπόθεση δεν αφορά τέτοια περίπτωση. Η ισχυριζόμενη ζημιά της Ενάγουσας ήταν το άμεσο αποτέλεσμα των ισχυριζόμενων πράξεων/παραλείψεων της Λαϊκής Τράπεζας το 2012 και 2013. Η φύση της ισχυριζόμενης ζημιάς ήταν γνωστή στην Ενάγουσα εξ αρχής. Δεν πρόκειται για περίπτωση όπου η πρόκληση της ζημιάς αποκαλύφθηκε μεταγενέστερα. Συνεπώς, ούτε το άρθρο 68(γ) του Κεφ.148 τυγχάνει εφαρμογής.
Η συνήγορος της Ενάγουσας παρέπεμψε στην αγόρευση της στο άρθρο 14(1) του Ν.66(Ι)/2012 που προβλέπει ότι:
«Ο χρόνος παραγραφής δεν αρχίζει να τρέχει, αν η αγωγή αφορά δόλο του εναγομένου ή αν ο εναγόμενος έχει σκόπιμα αποκρύψει γεγονός σχετικό με την βάση της αγωγής ή αν η αγωγή αφορά θεραπεία συνεπειών που προέκυψαν από λάθος, μέχρις ότου ο ενάγων ανακαλύψει ή μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να ανακαλύψει τον δόλο, την απόκρυψη ή το λάθος, ανάλογα με την περίπτωση.»
Αν και δεν το αναφέρει ρητά, τα σχετικά επιχειρήματα που εγείρει παραπέμπουν και στις πρόνοιες του άρθρου 68(δ) του Κεφ.148 που αφορά περιπτώσεις όπου το αστικό αδίκημα αποκρύφθηκε δόλια από τον αδικοπραγούντα.
Κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει ούτε στο άρθρο 14 του Ν.66(Ι)/2012 ούτε στο άρθρο 68(δ) του Κεφ.148. Στην Έκθεση Απαίτησης δεν δικογραφείται ισχυριζόμενος δόλος από την Εναγόμενη ή τη Λαϊκή Τράπεζα. Αναφορά σε δόλο (χωρίς να παρέχονται οι προβλεπόμενες λεπτομέρειες) υπάρχει στην Απάντηση στην Υπεράσπιση. Η βάση αγωγής καθορίζεται από την Έκθεση Απαίτησης και η Απάντηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υποκατάστατο της Έκθεσης Απαίτησης[1]. Η παρούσα αγωγή δεν εδράζεται σε δόλο. Όπως σημείωσα στην Έκθεση Απαίτησης δεν δικογραφείται δόλος από την πλευρά της Λαϊκής Τράπεζας και δεν δικογραφούνται λεπτομέρειες δόλου (ούτε στην Απάντηση). Επίσης, δεν τίθεται θέμα απόκρυψης γεγονότων από την Εναγόμενη ή τη Λαϊκή Τράπεζα. Προκύπτει από την Έκθεση Απαίτησης ότι όλα τα γεγονότα που επικαλείται η Ενάγουσα για να υποστηρίζει ότι έχει υποστεί ζημιά, ήταν εις γνώση της εξ αρχής. Δεν εντοπίζονται ισχυρισμοί για γεγονότα ή στοιχεία που αποκρύφθηκαν, που να εμπόδιζαν αντικειμενικά την Ενάγουσα να εγείρει την αγωγή της.
Συγκεφαλαιώνοντας τα πιο πάνω, κρίνω ότι η Ενάγουσα βασίζει την αγωγή της στο αστικό αδίκημα της αμέλειας και ότι το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας είχε παραγραφεί κατά την ημερομηνία έγερσης της αγωγής. Συνεπώς, η προδικαστική ένσταση της Εναγόμενης επιτυγχάνει.
Σύμφωνα με τη νομολογία, ενόψει του ότι το αγώγιμο δικαίωμα έχει παραγραφεί[2], η αγωγή αναστέλλεται.
Σε σχέση με τα έξοδα, η ευθύνη για την εκπρόθεσμη καταχώρηση της αγωγής βαραίνει την πλευρά της Ενάγουσας. Επομένως τα έξοδα της αγωγής επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον της Ενάγουσας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) .……………………………………………
Γ. Κυθραιώτου Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Αντώνης Σαλαχώρης ν Αργυρούλα Παναγιωτίδου, Πολιτική Έφεση 257/2010, ημερομηνίας 1.3.2016
[2] Φεσσά (ανωτέρω)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο