
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Α. ΛΟΥΚΑ, Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 784/2024
MESIMVRIA ENTERPRISES LIMITED
Ενάγουσας
-και-
AMAERO MOTORS LIMITED
Εναγόμενης
Αίτηση ημ. 30/12/2024 για συνοπτική απόφαση
Ημερομηνία: 10/6/2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα Αιτήτρια: Α. & Α. Κ. Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενη Καθ’ ης η αίτηση: ΝΕΟΦΥΤΟΥ & ΝΕΟΦΥΤΟΥ Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η Ενάγουσα Αιτήτρια (στο εξής «η Αιτήτρια») αξιώνει από την Εναγόμενη Καθ’ ης η αίτηση (στο εξής «η Καθ’ ης η αίτηση») ποσό €15.000, ως οφειλόμενο δυνάμει παράβασης συμφωνίας πώλησης οχήματος ή αδικαιολόγητου πλουτισμού. Σε γενικές γραμμές δικογραφεί ότι η Αιτήτρια συμβλήθηκε με την Καθ’ ης η αίτηση για την αγορά ενός συγκεκριμένου οχήματος και παρά την καταβολή μέρους του ανταλλάγματος, ήτοι €20.000, το όχημα δεν παραδόθηκε ποτέ. Η Καθ’ ης η αίτηση επέστρεψε στην Αιτήτρια €5.000 από το σύνολο των €20.000, αποδεχόμενη ουσιαστικά την οφειλή της, πάντα κατά τους ισχυρισμούς της Αιτήτρια.
Με την υπό εξέταση αίτηση επιζητείται από την Αιτήτρια η έκδοση συνοπτικής απόφασης επί του συνόλου της απαίτησης, καθώς κατά τη θέση της δεν υπάρχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης και δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος γιατί η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.
Η Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του διευθυντή της Αιτήτριας κ. Γιώργου Ξιναρή. Ισχυρίζεται ότι η προφορική σύμβαση των μερών, ημερομηνίας 6/2/2024, προέβλεπε την πώληση συγκεκριμένου οχήματος στην Αιτήτρια από την Καθ’ ης η αίτηση, με αντάλλαγμα την καταβολή του ποσού των €50.000. Την 30/3/2024, λόγω της μη έγκαιρης εκπλήρωσης των όρων της αρχικής συμφωνίας πώλησης του οχήματος από πλευράς της Καθ’ ης η αίτηση, τα μέρη κατήρτισαν συμπληρωματική γραπτή συμφωνία. Επ’ αυτής, Τεκμήριο 2 της ενόρκου δηλώσεως του κ. Ξιναρή, προβλέπεται ότι ο διευθυντής της Καθ’ ης η αίτηση, θα μετέβαινε στην Αγγλία για να λάμβανε όλα τα αναγκαία μέτρα προς παράδοση του οχήματος στην Αιτήτρια, το αργότερο μέχρι την 15/4/2024, απαλλαγμένο από οποιουσδήποτε φόρους και έξοδα εκτελωνισμού στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η Αιτήτρια στις 6 και 11/3/2024 παρέδωσε από €10.000 στην Καθ’ ης η αίτηση, αλλά το όχημα δεν παραδόθηκε.
Ως Τεκμήριο 5 ο κ. Ξιναρής επεσύναψε γραπτά μηνύματα του με τον κ. Σταύρο Γεωργίου, διευθυντή της Καθ’ ης η αίτηση. Εκεί ο κ. Γεωργίου αναφέρει ότι θα επιστρέψει το ποσό των €20.000 στην Αιτήτρια, αν και παραπονείται ότι ο κ. Ξιναρής είχε μιλήσει απευθείας με τον προμηθευτή του οχήματος και γι’ αυτό «χάλασε η πράξη», ματαιώθηκε η μεταφορά του οχήματος. Τελικά την επόμενη μέρα ανέφερε ο κ. Γεωργίου ότι περιμένει να του εμβαστούν τα ποσά που είχε καταβάλει σε εταιρεία στην Αγγλία και τότε να πληρώσει την Αιτήτρια. Την 10/5/2024 η Καθ’ ης η αίτηση επέστρεψε στην Αιτήτρια μέσω τραπεζικής επιταγής ποσό €5.000 (Τεκμήριο 6). Επί του Τεκμηρίου 6 καταγράφονται οι εξής λεπτομέρειες συναλλαγής: «Refund amound (5000) out of (20000) for cancellation of the car purchase BMW 740LI (YG20DFX)».
Ακολούθως και αφού δεν καταβλήθηκε το υπόλοιπο ποσό, ανταλλάγησαν επιστολές μεταξύ των δικηγόρων των μερών, όπου ουσιαστικά αποτυπώνονται οι θέσεις που αναπτύχθηκαν και στα έγγραφα που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, δικόγραφα και ένορκες δηλώσεις. Θέση του κ. Ξιναρή είναι ότι οι ισχυρισμοί της Καθ’ ης η αίτηση αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις και προσπάθεια αποφυγής των ευθυνών της. Υποστηρίζει επιπλέον ότι η Καθ’ ης η αίτηση κωλύεται να αρνείται την υποχρέωση της για καταβολή του οφειλόμενου ποσού, αφού ουσιαστικά το αναγνώρισε μέσω του Τεκμηρίου 6, ενώ αναφέρεται και στην αδυναμία επίδοσης στην Καθ’ ης η αίτηση, με σκοπό να καθυστερήσει τη διαδικασία.
Η Καθ’ ης η αίτηση εγείρει μια σειρά λόγων ένστασης. Κυριότεροι λόγοι όπως τελικώς προωθήθηκαν, είναι οι ακόλουθοι: η Αιτήτρια δεν προσέρχεται με καθαρά χέρια, τα νομικά και πραγματικά ζητήματα που εγείρονται δεν επιτρέπουν επιτυχία της αιτήσεως, ενώ εγείρεται ακόμα ότι η Αιτήτρια δεν έχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση και ότι η νομική βάση δεν είναι συγκεκριμένη ως η νομολογία απαιτεί.
Προς υποστήριξη των λόγων ένστασης καταχωρήθηκε ένορκη δήλωση του κ. Σταύρου Γεωργίου, διευθυντή της Καθ’ ης η αίτηση. Ο κ. Γεωργίου παραδέχεται τόσο τη σύναψη προφορικής σύμβασης των μερών, όσο και την καταβολή του ποσού των €20.000 από τη Αιτήτρια στην Καθ’ ης η αίτηση. Εξηγεί ότι το όχημα θα αγοραζόταν από την αγγλική εταιρεία A.C. TRADING LIMITED, στην οποία κατέβαλε ποσό 32,000 Αγγλικών Λιρών. Η Καθ’ ης η αίτηση δηλαδή, πλήρωσε όχι μόνο το ποσό που της δόθηκε από την Αιτήτρια αλλά και άλλο ποσό, το οποίο δανείστηκε (Τεκμήριο 5). Είχε διευθετηθεί έτσι η παράδοση του αυτοκινήτου με αναμενόμενη μέρα άφιξης την 14/4/2024 (Τεκμήριο 7). Μετά από επέμβαση της Αιτήτριας όμως δεν κατέστη δυνατή η αποστολή του οχήματος, γιατί κρίθηκε ότι δεν θα επιστρεφόταν το ΦΠΑ και η A.C. TRADING LIMITED θα έχανε χρήματα. Περαιτέρω ενέργειες του κ. Ξιναρή ματαίωσαν την αποστολή του οχήματος, ενώ η A.C. TRADING LIMITED υποσχέθηκε στον κ. Γεωργίου ότι θα επέστρεφε τα χρήματα που κατέβαλε η Καθ’ ης η αίτηση και δεν το έπραξε (βλ. Τεκμήρια 11 Α και Β).
Τελικώς η Αιτήτρια αγόρασε άλλο όχημα από την A.C. TRADING LIMITED, ανάλογο εκείνου που η Καθ’ ης η αίτηση είχε παραγγείλει από την ίδια αγγλική εταιρεία, παρακάμπτοντας την Καθ’ ης η αίτηση (Τεκμήριο 13 τιμολόγιο ημ. 24/4/2024). Χρησιμοποίησε, δε, τα χρήματα που καταβλήθηκαν από την Καθ’ ης η αίτηση ως πιστωτικό υπόλοιπο για την αγορά απευθείας από την A.C. TRADING LIMITED.
Θέση της Καθ’ ης η αίτηση είναι ότι θα επέστρεφε τα χρήματα στην Αιτήτρια, εφόσον τα λάμβανε πίσω από την A.C. TRADING LIMITED, ειδικά από τη στιγμή που η Αιτήτρια είχε συμβληθεί με την εν λόγω αγγλική εταιρεία. Τελικώς υπέκυψε σε πιέσεις του κ. Ξιναρή, μετά από εκφοβισμό και απειλές, καταβάλλοντας του το ποσό €5.000. Η Καθ’ ης η αίτηση υποστηρίζει ότι απώλεσε χρήματα από την Αιτήτρια και την A.C. TRADING LIMITED, αφού η Καθ’ ης η αίτηση κατέβαλε ποσό που τελικώς χρησιμοποιήθηκε ως πληρωμή έναντι του αντιτίμου για αγορά οχήματος από την A.C. TRADING LIMITED.
Τα μέρη κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις υποστηρίζοντας τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Αναφορά σε αυτές θα γίνεται όπου κριθεί σκόπιμο.
Η Καθ’ ης η αίτηση εγείρει ότι η νομική βάση της Αίτησης δεν είναι συγκεκριμένη ως απαιτείται από τους θεσμούς και είναι παράτυπη. Στη νομική βάση της Αίτησης περιέχονται τα Μέρη 1 έως 4, 7, 10,17, 22 έως 24 και 32 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Η δικονομική απαίτηση του Μέρους 23.4 (1) (β) είναι όπως περιλαμβάνεται στην αίτηση συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια ή ο συγκεκριμένος κανονισμός στα οποία αυτή στηρίζεται.
Με την υπό εξέταση αίτηση επιζητείται συνοπτική απόφαση. Οι σχετικές πρόνοιες του Μέρους 24 περιλαμβάνονται στη νομική βάση της Αίτησης. Το Μέρος 24 μπορεί να αναφέρεται στη νομική βάση της Αίτησης, γενικώς, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένες παραγράφους, αλλά τούτο δεν γεννά την όποια σύγχυση σε σχέση με τις νομοθετικές πρόνοιες, τη νομική βάση της Αίτησης. Ειδικότερα διαφωνώ με την εισήγηση της Καθ’ ης η αίτηση στην αγόρευση της ότι δεν συγκεκριμενοποιείται η πρόνοια του Μέρους 24.2 και ποια από τις εκεί υποκατηγορίες εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση. Το ως άνω Μέρος ορίζει τις προϋποθέσεις έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, όταν η Αίτηση καταχωρείται από Ενάγοντα ή Εναγόμενο ως προβλέπεται στους Κανονισμούς 24.2 (1) (α) (ι) και (ιι) αντίστοιχα. Από τη στιγμή που εδώ η Αίτηση καταχωρείται από Ενάγοντα είναι σαφές ποιες προϋποθέσεις, ποιες πρόνοιες του Μέρους 24.2 πρέπει να εξετάσει το Δικαστήριο και συνακόλουθα επί ποιων προνοιών θα πρέπει να εστιαστεί η ένσταση. Επομένως κανένα ζήτημα δεν υφίσταται από τη μη εξειδίκευση συγκεκριμένων παραγράφων του Μέρους 24, καθώς αυτό περιλαμβάνεται στη Νομική Βάση και οι προϋποθέσεις πλήρωσης του, νομικές και διαδικαστικές καταγράφονται εκεί.
Συγκεκριμένα το Μέρος 24.2 καθορίζει πότε εκδίδεται συνοπτική απόφαση με το εξής λεκτικό:
«Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον… εναγόμενου επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος αν:
(α) κρίνει ότι:
(ii) ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης ή του ζητήματος· και
(β) δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.»
Όπως συνάγεται από την πιο πάνω διάταξη, η εξέταση αιτήσεων για συνοπτική απόφαση γίνεται σε δύο στάδια. Στην εξέταση αν υπάρχει αφενός πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης και αφετέρου αν υπάρχει άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση να πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη. Ως έχει νομολογηθεί σε τέτοιου είδους αιτήσεις πρέπει να αποφεύγεται η διεξαγωγή «μίνι δίκης» (mini trial)[1]. Το βάρος απόδειξης εναποτίθεται στον Αιτητή για να τεκμηριώσει την υπόθεση του και εφόσον το πράξει το βάρος μετατίθεται στον Καθ’ ου η αίτηση, ώστε να καταδείξει ότι έχει ρεαλιστική, πραγματική προοπτική επιτυχίας[2] και κάποιο βαθμό πειστικότητας[3].
Ως προς το πρώτο μέρος της εξέτασης, δεν εξετάζεται ως πιθανότητα η προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης αλλά η απουσία τέτοιας ρεαλιστικής προοπτικής[4]. Το Δικαστήριο ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια ώστε να αποφασίσει, τη ρεαλιστική προοπτική επιτυχίας της υπεράσπισης[5].
Στην υπό εξέταση περίπτωση η Αιτήτρια με τη μαρτυρία που παρουσίασε απέσεισε το βάρος απόδειξης, όπως το φέρει, για να τεκμηριώσει την υπόθεση της. Απέδειξε ότι υπήρχε αρχική προφορική συμφωνία και μεταγενέστερη γραπτή συμπληρωματική συμφωνία, ότι κατέβαλε συγκεκριμένα ποσά και ότι δεν της παραδόθηκε το αντικείμενο της σύμβασης.
Μεταφέρθηκε έτσι το βάρος απόδειξης στην Καθ’ ης η αίτηση, ώστε να αποδείξει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης. Κρίνεται ότι η Καθ’ ης η αίτηση απέσεισε με τη σειρά της αυτό το βάρος απόδειξης και κατέδειξε ότι έχει ρεαλιστική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης για τους κάτωθι λόγους.
Αφενός κατέδειξε ότι το όχημα που παρήγγειλε η Αιτήτρια θα αγοραζόταν από συγκεκριμένη εταιρεία στην Αγγλία, την A.C. TRADING LIMITED. Η Καθ’ ης η αίτηση κατέβαλε όχι μόνο το ποσό που της δόθηκε από την Αιτήτρια αλλά και άλλο ποσό, το οποίο δανείστηκε, στην A.C. TRADING LIMITED. Περαιτέρω κατέθεσε τεκμήρια τα οποία δεικνύουν ότι ο διευθυντής της Αιτήτριας συνομιλούσε απευθείας με την εταιρεία στην Αγγλία (Τεκμήριο 9 της ένορκης δήλωσης του κ. Γεωργίου) και κατά τη θέση της Καθ’ ης η αίτηση είναι τούτη η εμπλοκή που ματαίωσε την επίδικη σύμβαση.
Πέραν όμως των πιο πάνω εγείρεται και ένας άλλος ιδιαίτερα σημαντικός, καίριος ισχυρισμός. Εγείρεται ότι η Αιτήτρια αγόρασε τελικώς όχημα, ανάλογο εκείνου που παραγγέλθηκε από την Καθ’ ης η αίτηση, απευθείας από την αγγλική εταιρεία A.C. TRADING LIMITED (Τεκμήριο 13 της ένορκης δήλωσης του κ. Γεωργίου). Αποκόπηκε μάλιστα το ποσό που η Αιτήτρια αξιώνει με την Απαίτηση, για την αγορά του εν λόγω οχήματος. Ο ισχυρισμός αυτός παρέμεινε, τουλάχιστον για τους σκοπούς της παρούσας, αναντίλεκτος. Αν αποδειχθεί, δε, στην ακρόαση ο εν λόγω ισχυρισμός, καταρρίπτεται η θέση της Αιτήτριας για απώλεια ποσού. Επιπλέον το αντάλλαγμα της σύμβασης θα έχει πληρωθεί, αφού η Αιτήτρια έλαβε ανάλογο όχημα με αυτό που παρήγγειλε και το αξιούμενο με την Απαίτηση ποσό αποτέλεσε πληρωμή έναντι του συνολικού ποσού της αγοράς του οχήματος.
Ακόμα όμως και αν αποφασιζόταν ότι δεν υπάρχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης, καταδεικνύεται επιτακτικός λόγος για να εκδικαστεί η υπόθεση. Όπως αποφασίστηκε στην JSC VTB Bank v Skurikhin [2014] EWHC 271 και επαναδιατυπώθηκε σε σωρεία μεταγενέστερων αποφάσεων[6]:
«So far as Part 24,2(b) is concerned, there will be a compelling reason for trial where 'there are circumstances that ought to be investigated'»
Ακόμα στην Doncaster Pharmaceuticals Group Ltd and others v Bolton Pharmaceutical Co 100 Ltd [2006] EWCA Civ 661 διαβάζουμε ότι:
«In my judgment, the court should also hesitate about making a final decision without a trial where, even though there is no obvious conflict of fact at the time of the application, reasonable grounds exist for believing that a fuller investigation into the facts of the case would add to or alter the evidence available to a trial judge and so affect the outcome of the case. »
Τέλος στην Christie v Canaccord Genuity Ltd [2020] EWHC 149 (QB) αναφέρεται ότι:
«It seems to me that my duty is to consider whether any issues can clearly, safely and fairly be decided on the basis of the documents and submissions before me or whether, conversely, there is a need for full disclosure, witness statements and oral evidence.»
Αναλόγως και στην προκείμενη υπόθεση, εγείρεται ένας ισχυρισμός ο οποίος ανατρέπει την εικόνα που η Αιτήτρια δίδει. Προκύπτει από τα Τεκμήρια που κατέθεσε η Καθ’ ης η αίτηση, ότι η Αιτήτρια τελικώς έλαβε προϊόν ανάλογο με αυτό που συμφώνησε να της πωλήσει η Καθ’ ης η αίτηση, από τον ίδιο αρχικό πωλητή και μάλιστα υποστηρίζεται ότι το αξιούμενο ποσό χρησιμοποιήθηκε ως πιστωτικό υπόλοιπο. Με αυτό τον ισχυρισμό, ο οποίος για τους σκοπούς της παρούσας παρέμεινε αναντίλεκτος, προκύπτει ότι η Αιτήτρια δεν ζημιώθηκε από την όποια κατ’ ισχυρισμό παράβαση σύμβασης της Καθ’ ης η αίτηση. Οι ως άνω αποτελούν ισχυρισμούς οι οποίοι σίγουρα χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης και διερεύνησης, μέσω της παρουσίασης μαρτυρίας από τα μέρη και επομένως γεννάται επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη, ως η ανωτέρω νομολογία ορίζει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφανση ως προς το ζήτημα του κωλύματος εκ συμπεριφοράς, λόγω αποδοχής του οφειλόμενου ποσού από την Καθ’ ης η αίτηση μέσω της πληρωμής μέρους του, δεν μπορεί να αποφασιστεί με τα δεδομένα όπως τέθηκαν ενώπιον μου σε αυτό το στάδιο. Οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί ως προς το ζήτημα της καταβολής €5.000 από την Καθ’ ης η αίτηση στην Αιτήτρια, αλλά και οι νομικές πτυχές του κωλύματος εκ συμπεριφοράς είναι τέτοιες που θα εξέθεταν το Δικαστήριο σε μίνι δίκη, κάτι που δεν επιτρέπεται νομολογιακά. Δεν αποτελούν δηλαδή απλά ζητήματα, όπου αρκεί εξέταση στην όψη τους, για τα οποία θα επιτρέπετο απόφανση σε αυτό το στάδιο[7]. Απαιτείται αντιπαραβολή θέσεων, εξέταση αιτιάσεων και νομική ανάλυση, η οποία δεν συνάδει με τα όσα εξετάζονται εν προκειμένω. Άλλωστε και η Αιτήτρια αναλώνει μεγάλο μέρος της αγόρευσης της στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Καθ’ ης η αιτηση, για να καταλήξει τελικώς στην απόρριψη της, δεδομένο που καταδεικνύει ότι δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου μια καθαρή εικόνα πραγματικών γεγονότων, η οποία να επιτρέπει την με ασφάλεια επιτυχία της αίτησης (βλ. Christie πιο πάνω).
Η Αίτηση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Καθ’ ης η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας ύψους €1.000, καταβλητέα στο τέλος της εκδίκασης της Απαίτησης.
(Υπ.)………………………………
Α. Λουκά Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητή
[1] Okpabi v Royal Dutch Shell Plc [2021] UKSC 3, Sucden Financial Ltd v TMT Metals Ag and others [2024] EWHC 1051 (Comm)
[2] Patel v Minerva Services Delaware Inc and others, [2023] EWHC 856 (Ch) και New Zealand Cricket (Incorporation) v Neo Sports Broadcast PVT Ltd and another [2017] EWHC 3615 (Comm)
[3] International Finance Corporation v Utexafrica Sprl [2001] All ER (D) 101 (May)
[4] Burnden Holdings (UK) Ltd (In Liquidation) and another v Fielding and another [2017] EWHC 2118 (Ch)
[5] Three Rivers District Council v Governor and Company of the Bank of England (No 3) [2003] 2 AC 1 at [158], Calland v Financial Conduct Authority [2015] EWCA Civ 192
[6] In Media Trust SPA (a company incorporated under the laws of Italy) as Trustee for the Jacaranda Trust v BGB Weston Limited and others [2023] EWHC 1491 (KB), Tesco Stores Ltd and others v Mastercard Incorporated and others [2015] EWHC 1145 (Ch) κ.α.
[7] ICI Chemicals & Polymers Ltd v TTE Training Ltd [2007] EWCA Civ 725
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο