
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Α. ΛΟΥΚΑ, Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 216/2024
Arte Advertising Ltd
Εναγόντων
-και-
Liberty Vipes Laboratories Ltd
Εναγόμενων
Εκδίκαση προδικαστικού σημείου - παραγραφής
Ημερομηνία: 13/6/2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες: Κρίτων Α. Παπαλοίζου και Σία ΔΕΠΕ
Για Εναγόμενους: Χριστοφή, Μερακλής και Συνεργάτες ΔΕΠΕ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την Απαίτηση τους οι Ενάγοντες αξιώνουν από τους Εναγόμενους το ποσό των €5.355 ως οφειλόμενο δυνάμει τιμολογίου. Ως δικογραφούν οι Ενάγοντες το επίδικο τιμολόγιο εκδόθηκε την 19/1/2021, επιστολή Απαίτησης ημερομηνίας 29/1/2024 επιδόθηκε στους Εναγόμενους την 5/2/2024 και η Απαίτηση καταχωρήθηκε την 4/3/2024.
Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής: Η επίδοση της Απαίτησης στους Εναγόμενους, επιτεύχθηκε με θυροκόλληση, μετά από σχετική αίτηση και διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε την 14/5/2024. Την 3/7/2024 οι Ενάγοντες καταχώρισαν αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης, συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση του διευθυντή τους κ. Χαράλαμπου Λευκάτη ημερομηνίας 12/9/2024. Την 16/9/2024 εκδόθηκε απόφαση λόγω μη καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης.
Οι Εναγόμενοι την 22/11/2024 καταχώρησαν αίτηση για παραμερισμό απόφασης. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι, το μόνο ζήτημα που κατέδειξαν οι Εναγόμενοι ως να τους παρέχει δικαίωμα υπεράσπισης είναι αυτό της παραγραφής. Το Δικαστήριο ασκώντας τις εξουσίες που ο Κανονισμός 3.2 (θ) παρέχει, αποφάσισε να επιδικάσει προδικαστικώς το ζήτημα της παραγραφής, αφού καταχωρηθεί Υπεράσπιση. Έτσι οι Εναγόμενοι καταχώρησαν Υπεράσπιση όπου εγείρεται το ζήτημα της παραγραφής. Υποστηρίζουν ότι από τη στιγμή που το τιμολόγιο εκδόθηκε τη 19/1/2021, το αγώγιμο δικαίωμα των Εναγόντων είχε παραγραφεί όταν καταχωρήθηκε η Απαίτηση την 4/3/2024. Όπως καταγράφεται στην παράγραφο 7 της Υπεράσπισης, οι Ενάγοντες πέραν του κ. Χαράλαμπου Λευκάτη έχουν και δύο άλλους αξιωματούχους, τις Χρυστάλλα και Μαρίλια Λευκάτη.
Οι θέσεις των Εναγόντων αναφορικά με το επίδικο ζήτημα αναλύονται τόσο στην Απάντηση στην Υπεράσπιση όσο και στις ένορκες δηλώσεις του Χαράλαμπου Λευκάτη ημ. 12/9/2024 και 22/1/2025. Ο προσδιορισμός της διαφοράς των μερών από τα δικόγραφα, δεν στερεί από το Δικαστήριο την ευχέρεια να αντλήσει πληροφορίες και άλλα στοιχεία από έγγραφα που αποτελούν μέρος του φακέλου[1]. Τονίζεται μάλιστα στη νομολογία η ανάγκη όπως τα Δικαστήρια αναζητήσουν αυτόβουλα πληροφορία καθοριστική για τη δικαιοδοσία τους, ώστε να παρέχεται εκ προοιμίου η στερεά βάση επί της οποίας θα καταστεί δυνατή η οικοδόμηση του σχετικού επιχειρήματος[2]. Το ζήτημα, δε, της παραγραφής άπτεται αυτής τούτης της εξουσίας ή της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου να επιληφθεί μιας υπόθεσης[3].
Στην Απάντηση οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η μεν Χρυστάλλα Λευκάτη ήταν διευθυντής και σύζυγος του Χαράλαμπου Λευκάτη, η δε Μαρίλια Λευκάτη, μέτοχος και κόρη του. Συνεπώς μόνο η κα. Χρυστάλλα Λευκάτη ήταν αξιωματούχος. Τα εν λόγω πρόσωπα ήσαν «τυπικά» διορισμένα, ως μέλη της οικογενείας του κ. Λευκάτη ο οποίος ασχολείτο αποκλειστικά με την διαχείριση των Εναγόντων και τη σύμβαση με τους Εναγόμενους. Οι Χρυστάλλα και Μαρίλια Λευκάτη δεν είχαν καμία γνώση των επίδικων γεγονότων και σχετικών λεπτομερειών, αλλά ούτε μπορούσαν να τύχουν ενημέρωσης ή οδηγιών σχετικά, ένεκα της κατάστασης του διευθυντή των Εναγόντων, ο οποίος είχε ασθενήσει σοβαρά και κατέστη ανίκανο πρόσωπο. Επιπλέον ως οι πλησιέστεροι συγγενείς του είχαν αναλάβει την αποκλειστική και ανελλιπή φροντίδα του.
Κύριος ισχυρισμός των Εναγόντων, όπως καταγράφεται στην ένορκη δήλωση του κ. Λευκάτη ημ. 12/9/2024 είναι ότι το 2011 υπεβλήθη σε επέμβαση λόγω καρκίνου. Το 2019 υποτροπίασε και δημιουργήθηκε η ανάγκη για να επισκέπτεται 2 με 3 φορές το μήνα ιατρικά κέντρα. Τον Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2021 νοσηλεύτηκε σε ογκολογικό κέντρο, ενώ μέχρι τον Αύγουστο του ιδίου έτους δεν εργαζόταν καθώς παρέμενε κλινήρης. Μέχρι σήμερα επισκέπτεται ιατρικά κέντρα για εξειδικευμένες εξετάσεις. Προς τούτο στην ένορκη δήλωση του ημ. 12/9/2024 ο κ. Λευκάτης επισύναψε και τα Τεκμήρια 7 και 8, μέσω των οποίων αποδεικνύεται ότι το 2011 υποβλήθηκε σε Ρομποτική Ριζική Προστατεκτομή, πιστοποιείται ότι πάσχει από καρκίνο και ότι υποβλήθηκε σε ακτινοθεραπείες το Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2021, ενώ βρισκόταν υπό ιατρική παρακολούθηση μέχρι τον Αύγουστο του 2021. Σημειώνεται ότι στην ίδια ένορκη δήλωσης επισυνάπτεται το Τεκμήριο 5, επιστολή ημερομηνίας 9/8/2021 με την οποία υπενθυμίζονται οι Εναγόμενοι για το υπόλοιπο τους και αναφέρεται ότι η εργασία τους παραδόθηκε 2 έτη πριν, ήτοι από το 2019.
Τα μέρη κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις, στις οποίες θα γίνει αναφορά όπου και αν κριθεί σκόπιμο.
Αρχικά διαφωνώ με τους Ενάγοντες ότι το Δικαστήριο εκδίδοντας ερήμην των Εναγομένων απόφαση, ουσιαστικά θεράπευσε, θεώρησε ως να επιλύθηκε, το όποιο ζήτημα παραγραφής. Όπως προβλέπει το άρθρο 20 του Νόμου 66(I)/2012, άλλωστε, το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπάγγελτα υπόψη την παραγραφή δικαιώματος έγερσης αγωγής. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε προδιαγράψει ότι η έννοια και έκταση του πιο πάνω άρθρου θα απασχολήσει κάποια στιγμή τη νομολογία[4], όμως αφενός το λεκτικό του ως άνω άρθρου είναι ξεκάθαρο και αφετέρου η μεταγενέστερη νομολογία τονίζει την ανάγκη δικογράφησης της παραγραφής, ώστε να εξεταστεί από το Δικαστήριο[5]. Επομένως το Δικαστήριο δεν είχε την ευχέρεια για εξέταση του ζητήματος της παραγραφής, αυτεπαγγέλτως, σε εκείνο το στάδιο, της αίτησης για απόφαση ερήμην.
Το ζήτημα της παραγραφής πρέπει να εγείρεται στο δικόγραφο από το διάδικο που επιθυμεί να το εγείρει και είναι καταλυτικό εφόσον άπτεται της ίδιας της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί στην ουσία την υπόθεση[6]. Στη νομολογία επίσης τονίζεται ότι οι προθεσμίες πρέπει να τηρούνται σε όλες τις περιπτώσεις σαν θέμα δημοσίου συμφέροντος[7]. Οι πρόνοιες περί παραγραφής, δε, δεν πρέπει να είναι τέτοιας υφής και έκτασης που να περιορίζουν ή να απαγορεύουν την πρόσβαση στο Δικαστήριο ως το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ ορίζει[8].
Όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 (2) του Περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου του 2012 (66(I)/2012), αγωγή για συμφωνηθείσα αμοιβή ανεξάρτητου επαγγελματία δεν εγείρεται μετά πάροδο τριών ετών από την ημέρα συμπλήρωσης της βάσης της αγωγής. Οι Εναγόμενοι παραδέχονται ότι παρήλθε ο σχετικός χρόνος παραγραφής, αλλά επικαλούνται το άρθρο 16 του Νόμου 66(I)/2012, το οποίο έχει ως εξής:
«16.-(1) Κατά τον υπολογισμό του χρόνου παραγραφής δεν υπολογίζεται οποιαδήποτε χρονική περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας το πρόσωπο κατά του οποίου υπολογίζεται ο χρόνος παραγραφής είναι ανίκανο πρόσωπο και δεν έχει προσωπικό αντιπρόσωπο δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ο οποίος δεν είναι ανίκανο πρόσωπο.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ανίκανο πρόσωπο είναι κάθε πρόσωπο, το οποίο είναι κάτω των 18 ετών ή λόγω διανοητικής ή σωματικής ασθένειας ή πάθησης δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί τη περιουσία του και να διευθύνει τις υποθέσεις του.»
Φρονώ ότι το ως άνω άρθρο δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω για μια σειρά από λόγους. Το Δικαστήριο είναι επιφορτισμένο όπως ερμηνεύει τους νόμους σύμφωνα με το απλό γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων, εκτός όπου αυτό είναι σε αντίθεση με οποιαδήποτε ρητή πρόθεση ή δηλωμένο σκοπό του Νόμου, ή αν αυτό το νόημα θα οδηγούσε σε παράλογο αποτέλεσμα[9]. Με όποια ερμηνεία και να δοθεί στο ως άνω άρθρο, αυτό προκύπτει να έχει εφαρμογή σε φυσικά πρόσωπα και όχι σε νομικά όπως είναι οι Ενάγοντες.
Αρχικά γίνεται αναφορά σε ανίκανο πρόσωπο που δεν έχει προσωπικό αντιπρόσωπο. Η έννοια του ανικάνου προσώπου ανευρίσκεται στον περί Διαχείρισης της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμο του 1996 (23(I)/1996), όπου ως ανίκανο πρόσωπο ορίζεται «άτoμo τo oπoίo, λόγω διαvoητικής διαταραχής, τoξικoμαvίας, αλκooλισμoύ, εγκεφαλικής ή άλλης σωματικής βλάβης, ή άλλης πάθησης ή ασθέvειας, η oπoία καθιστά τo άτoμo αυτό αvήμπoρo vα ασκήσει τηv κρίση και βoύληση τoυ, δεv είvαι σε θέση vα διαχειριστεί τηv περιoυσία τoυ ή vα διευθύvει τις υπoθέσεις τoυ». Η έννοια, δε, του προσωπικού αντιπροσώπου συναντάται στο άρθρο 17 του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου του 1997 (77(I)/1997), ο οποίος αφορά επίσης φυσικά πρόσωπα. Η ίδια η παράγραφος 2 του άρθρου 16 του Ν. 66(I)/2012 μπορεί να μην αναφέρεται ρητώς, αλλά παραπέμπει σε φυσικό πρόσωπο, μέσω των αναφορών σε διανοητική ή σωματική ασθένεια ή πάθηση. Όλοι οι ως άνω όροι και αναφορές δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε νομικά πρόσωπα όπως είναι οι Εναγόμενοι.
Επομένως θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη νομοθετική προέκταση η εφαρμογή του άρθρου 16 του Ν. 66(I)/2012 στην παρούσα. Είναι προφανής άλλωστε η πρόθεση του νομοθέτη να περισώσει φυσικά πρόσωπα από την παρέλευση του χρόνου παραγραφής ενόσω παραμένουν ανίκανα. Τα φυσικά πρόσωπα, ως ανίκανα καθίστανται και ανήμπορα να διαχειριστούν την περιουσία τους και να διευθύνουν τις υποθέσεις του. Από την άλλη τα νομικά πρόσωπα αναμένεται να έχουν κάποια δομή που επιτρέπει τη λειτουργία τους, χωρίς αυτή να επαφίεται σε ένα πρόσωπο. Εδώ υπεισέρχεται και το επιχείρημα των Εναγομένων ότι από τη στιγμή που οι Ενάγοντες είχαν και άλλο διευθυντή και μετόχους, αυτοί είχαν την ευχέρεια να προωθήσουν τις υποθέσεις των Εναγόντων. Δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση των Εναγόντων περί «τυπικών» αξιωματούχων, αφού ο εν λόγω όρος δεν έχει νομική υπόσταση, ενώ θα έθετε δυσανάλογο βάρος στο Δικαστήριο να διαχωρίζει ενεργούς και μη αξιωματούχους. Η ασθένεια ενός εκ των διευθυντών, σαφώς και δεν θα μπορούσε να ενταχθεί στο πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο του άρθρου 16 του Ν. 66(I)/2012.
Σε κάθε όμως περίπτωση και αν ακόμα, χάριν συζήτησης, κρινόταν ότι ο κ. Χαράλαμπος Λευκάτης ταυτίζεται με τους Ενάγοντες[10], δεν έχει καταδειχθεί ότι υπήρξε ανίκανο πρόσωπο. Το μόνο που καταδείχθηκε ήταν τα σοβαρά προβλήματα υγείας του, τα οποία τον κρατούσαν μακριά από την εργασία του για κάποιο χρονικό διάστημα. Τούτο όμως δεν είναι αρκετό. Η διαδικασία κήρυξης προσώπου ως ανίκανου καθορίζεται στο Νόμο 23(I)/1996. Ακόμα όμως και αν κριθεί ότι δεν είναι απαραίτητο να εκδοθεί διάταγμα που να κηρύσσει πρόσωπο ανίκανο, ώστε να περιληφθεί εντός των διατάξεων του άρθρου 16 του Ν. 66(I)/2012, η ανικανότητα, για σκοπούς παύσης της περιόδου παραγραφής έχει οριστεί από την αγγλική νομολογία. Σχετικές είναι οι αναφορές στις παραγράφους 110 και 111 της Seaton and others v Seddon and others [2012] EWHC 735 (Ch) ως εξής:
«[110] In short, it is clear that if, as I have found, the Fourth Claimant has not shown that he was “of unsound mind” under the test in s 38(2) of the 1980 Act in its previous form, he is unable to show that he lacked capacity under the new test which refers to the 2005 Act so as to avoid the application of a limitation period.
[111] In my judgment, it is not adequate for the Fourth Claimant to say that his mental capacity is a matter for expert evidence which he would wish to call at trial. Where he seeks to rely on his incapacity to rebut an obvious limitation defence and the case comes before the court on a summary judgment application, particularly where that application was issued on 8 October 2010 and, for various reasons, came on for full argument over a year later, it is incumbent upon the Fourth Claimant to place before the court sufficient evidence to support his claim of mental incapacity. This is obviously not an issue that will be affected by disclosure from the Defendants. I consider that it would be wholly wrong to permit the Fourth Claimant's claim to go to trial on all the substantive issues that are otherwise statute barred, on the speculative basis that he might by then be in a better position to establish his own mental incapacity that would overcome the limitation defence.»
Η ανάλογη με το άρθρο 16 πρόνοια του αγγλικού Limitation Act, κάνει αναφορά σε υπό αναπηρία πρόσωπο (under a disability) και ερμηνεύθηκε ότι πρέπει να αποδειχθεί ότι η νοητική κατάσταση του προσώπου ήταν ασταθής (unsound mind), διασυνδέοντας την με το Mental Health Act του 1983[11]. Απαιτήθηκε μάλιστα στην Seaton, πιο πάνω, όπως ο Ενάγων αποδείξει την ασταθή νοητική του κατάσταση από πρώιμο στάδιο, ώστε να οδηγηθεί σε δίκη η υπόθεση και να ξεπεραστεί η υπεράσπιση της παραγραφής. Αναλόγως και στην υπό εξέταση αίτηση. Παρά τη σοβαρή ασθένεια του, δεν έχει αποδειχθεί ότι ο κ. Χαράλαμπος Λευκάτης, ήταν ανίκανο πρόσωπο. Δεν κηρύχθηκε ως τέτοιο, ούτε αποδείχθηκε να είναι ασταθούς νοητικής κατάστασης. Κανένα ιατρικό πιστοποιητικό δεν πραγματεύεται την ψυχική του κατάσταση, ούτε καταδεικνύεται με τον όποιο τρόπο ως ανίκανος να διαχειριστεί την περιουσία και τις υποθέσεις του, ως οι Νόμοι 23(I)/1996 και 77(I)/1997 ορίζουν. Επομένως δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 16 του Ν. 66(I)/2012 και για αυτό το λόγο.
Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω η αγωγή των Εναγόντων έχει αντικείμενο την μη πληρωμή του τιμολογίου ημερομηνίας 19/1/2021. Το τιμολόγιο αυτό αφορούσε συμφωνηθείσα αμοιβή των Εναγόντων, ως οι ίδιοι υποστηρίζουν στην παράγραφο 3 του Έντυπου Απαίτησης. Επομένως τίθενται σε εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 7 (2) του Περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου του 2012 (66(I)/2012), όπου προβλέπεται ότι δεν εγείρεται αγωγή μετά πάροδο τριών ετών από την ημέρα συμπλήρωσης της βάσης της αγωγής. Η συμπλήρωση της βάσης αγωγής, προκύπτει να επήλθε από την ημερομηνία αποστολής του τιμολογίου, αφού η εργασία είχε λάβει χώρα δύο έτη πριν και το τιμολόγιο αποτελεί τον έγγραφο λογαριασμό μεταξύ των διαδίκων[12], άρα η έκδοση του τιμολογίου, έπεται της γέννησης της οφειλής των Εναγομένων στους Ενάγοντες. Συνεπώς το αγώγιμο δικαίωμα των Εναγόντων παραγράφηκε την 19/1/2024, ενώ η αγωγή καταχωρήθηκε την 4/3/2024. Το ζήτημα της παραγραφής εγέρθηκε στο δικόγραφο των Εναγομένων, ως το άρθρο 21 του Νόμου 66(I)/2012 απαιτεί. Αξίζει δε να αναφερθεί ότι οι Νέοι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας, προβλέπουν ότι δύναται να μη ακολουθηθεί το προδικαστικό πρωτόκολλο όταν περίοδος παραγραφής πρόκειται να εκπνεύσει[13], ενώ δεν καταχωρήθηκε αίτηση όπως προβλέπεται στο άρθρο 22 του Νόμου 66(I)/2012 για παράταση του χρόνου παραγραφής.
Παρά το εύρημα του Δικαστηρίου για παρέλευση του χρόνου παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος των Εναγόντων, διαφωνώ με τους Εναγόμενους σε σχέση με την θεραπεία που προτείνουν στην Υπεράσπιση τους, ήτοι την απόρριψη της Απαίτησης. Η ορθή διαταγή ως η νομολογία ορίζει είναι αυτή της αναστολής της περαιτέρω διαδικασίας, εφόσον με την συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής, δεν αποσβένεται η αξίωση, αλλά η αξίωση παύει να είναι δικαστικά επιδιώξιμη[14].
Στη βάση των ως άνω η διαδικασία, αναφορικά με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Απαίτηση, αναστέλλεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον της Ενάγουσας ύψους €800.
(Υπ.)………………………………
Α. Λουκά Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Γεωργίου Kύπρος ν. Oργανισμού Xρηματοδοτήσεως Tραπέζης Kύπρου Λτδ (Aρ. 2) [1999] 1 ΑΑΔ 1938
[2] Τουμάζου ν. S.P.S. Restaurants Ltd [2011] 1 Α.Α.Δ. 700
[3] Xατζηστυλλής Αλέκος ν. Μaude C Papadema και Άλλου [2000] 1 ΑΑΔ 551
[4] Νεοφύτου ν. Malak κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 118/2012, 21/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:A297
[5] ΑΝΤΡΗ (ΚΑΤΙΡΗ) ΛΑΜΠΡΟΥ v. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΦΑΙΔΩΝΟΣ, ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑ CSP CITY LIVING, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε196/2017, 5/10/2023
[6] Ο.π.π. υποσημ. 4
[7] Ο.π.π. υποσημ. 3
[8] R.P. AND OTHERS v. THE UNITED KINGDOM, 38245/08, 09/10/2012, παρ. 63 και 64.
[9] Τ. Γεωργιάδης & Υιός Λτδ ν. Δημοκρατίας [1991] 4 Α.Α.Δ. 1142, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) [2011] 3 Α.Α.Δ. 683, Marabou Floating Restaurant Ltd v. Council of Ministers [1973] 3 C.L.R. 397
[10] Πράγμα που θα καταπατούσε την έννοια της αυτοτέλειας της εταιρείας ως αυθύπαρκτης νομικής οντότητας ξεχωριστής από τους μετόχους της βλ. Lindos Constr. Ltd ν. Διευθ. Κοιν. Ασφαλ. [1993] 1 ΑΑΔ 17
[11] Βλ. και Maga (by his Litigation Friend the Official Solicitor to the Senior Courts) v Trustees of the Birmingham Archdiocese of the Roman Catholic Church, [2010] EWCA Civ 256, (Transcript: Wordwave International Ltd (A Merrill Communications Company))
[12] ΠΑΡΣΩΝ v. M & M DECORATION CENTRE LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.161/2015, 30/4/2025
[13] Μέρος 3.11 (1) (β) (ii)
[14] Φεσσάς κ.ά. Α. ν. Κασάπη [1994] 1 Α.Α.Δ. 337 και ΑΝΤΡΗ (ΚΑΤΙΡΗ) ΛΑΜΠΡΟΥ v. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΦΑΙΔΩΝΟΣ, ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑ CSP CITY LIVING, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε196/2017, 5/10/2023
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο