Satie Kutchukian Warman ν. Alan Kutchukian κ.α., Αρ. Αγωγής: 434/2024, 14/7/2025
print
Τίτλος:
Satie Kutchukian Warman ν. Alan Kutchukian κ.α., Αρ. Αγωγής: 434/2024, 14/7/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Α. ΛΟΥΚΑ, Ε.Δ.

 

                                                            Αρ. Αγωγής: 434/2024

 

Μεταξύ:

 

Satie Kutchukian Warman

 

Ενάγουσας

 

Και

 

1.Alan Kutchukian

2.Narine Kutchukian

3.Anahid Jarvis

4.Araxie de Perlaky

 

Εναγόμενων

 

 

Αίτηση ημ. 16/1/2024

 

Ημερομηνία: 14/7/2025

 

Εμφανίσεις:

Για Εναγόμενους Αιτητές: Π. Αγγελίδης και Σια Δ.Ε.Π.Ε

Για Ενάγουσα Καθ’ ης η αίτηση: Χρίστος Πατσαλίδης ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό εξέταση αίτηση αξιώνονται τα ακόλουθα:

«i. Διάταγμα για παραμερισμό του εντύπου απαίτησης∙

ii. Διάταγμα για παραμερισμό της επίδοσης του εντύπου απαίτησης, η οποία πραγματοποιήθηκε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 04/12/2024 και 05/12/2024∙

iii. Διάταγμα για ακύρωση του δικαστικού διατάγματος ημερομηνίας 28/11/2024 που εκδόθηκε στα πλαίσια της ενδιάμεσης αίτησης 13/06/2024 της Ενάγουσας, με το οποίο η Ενάγουσα επιχείρησε υποκατάστατη επίδοση στους Εναγόμενους 1-4∙

iv. Διάταγμα για αναστολή της διαδικασίας.»

Καθίσταται κρίσιμο όπως εκτεθεί το ιστορικό έκδοσης των διαταγμάτων που επέτρεπαν επίδοση στους Καθ’ ων η αίτηση. Πρώτη αίτηση είχε καταχωριστεί την 13/6/2024 και αποσύρθηκε την 4/7/2024. Δεύτερη αίτηση καταχωρήθηκε την 21/10/2024 και συνοδευόταν από ένορκη δήλωση της κας. Αναστασίας Κουτσογιάννη. Αφού καταχωρήθηκε και συμπληρωματική ένορκη δήλωση την 23/11/2024 εκδόθηκαν τα σχετικά διατάγματα την 26/11/2024. Έτσι εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο δίδετο άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας της ειδοποιήσεως του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου της αγωγής, της υπό αίτησης και πιστού αντιγράφου του Διατάγματος σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης και μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email) σε συγκεκριμένη οδό και ηλεκτρονική διεύθυνση αντίστοιχα.

Η Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του κ. Θεόδωρου Αγγελίδη, δικηγόρου από το δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους Αιτητές. Προβαίνει ο ίδιος στην ένορκη δήλωση καθώς οι Αιτητές διαμένουν μόνιμα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Προβάλλει ότι η Καθ’ ης η αίτηση διαμένει στην Κύπρο, άρα δεν δικαιολογείτο να προβεί δικηγόρος σε ένορκη δήλωση που να υποστηρίζει την αίτηση της. Υποστηρίζει ότι δεν έγινε προσπάθεια επίδοσης με διπλωματικά μέσα, ενώ δεν δικαιολογήθηκε το γιατί δύναται να αποφευχθεί η επίδοση με διπλωματικά μέσα και να γίνει επίδοση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Είναι μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος που ενημερώθηκε ο Αιτητής 1 και ενημέρωσε σχετικά τους δικηγόρους του. Ισχυρίζεται, τέλος ότι η οικοδομή είναι κοινόκτητη και η Καθ’ ης η αίτηση «δεν έχει την ικανότητα να ενάγει κανέναν» για έξοδα που επωμίστηκε.

Η Καθ’ ης η αίτηση με την ένσταση της εγείρει συνοπτικά ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, προσβάλλεται ανύπαρκτη αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, η οποία αποσύρθηκε και ότι λήφθηκαν όλα τα ενδεδειγμένα διαβήματα αφού ζητήθηκε επίδοση εκτός δικαιοδοσίας μέσω της Σύμβασης της Χάγης και επιχειρήθηκε επίδοση με αυτό τον τρόπο.

Στην ένορκη της δήλωση, η οποία κατατέθηκε στα αγγλικά και μεταφράστηκε στα ελληνικά, η Καθ’ ης η αίτηση αναφέρει ότι η αίτηση που προσβάλλουν οι Αιτητές έχει αποσυρθεί. Είναι μόνιμος κάτοικος Αγγλίας και έρχεται στην Κύπρο 3 με 4 φορές το χρόνο. Γνώριζε τη διεύθυνση των Αιτητών λόγω της συγγενικής τους σχέσης. Η επίδοση επιχειρήθηκε να γίνει και μέσω της Συμβάσεως της Χάγης, αλλά τα έγγραφα αποστάλθηκαν πίσω από την Αρμόδια Αρχή (Τεκμήριο 2). Είναι επιπρόσθετα που έγινε η επίδοση μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος, καθώς τα μέρη είχαν ανταλλάξει ηλεκτρονικά μηνύματα και γνώριζε τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις των Αιτητών.

Τα υπό κρίση αιτητικά συναντώνται στο Μέρος 12.1 (6), ως εξής:

«Διάταγμα το οποίο περιέχει αναγνωριστική δήλωση ότι το δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας ή ότι δεν μπορεί να ασκήσει τη δικαιοδοσία του μπορεί επίσης να περιέχει περαιτέρω πρόνοιες περιλαμβανομένων:

(α) παραμερισμού του εντύπου απαίτησης∙

(β) παραμερισμού της επίδοσης εντύπου απαίτησης∙

(γ) ακύρωσης οποιουδήποτε διατάγματος εκδίδεται πριν από την έγερση απαίτησης ή πριν από την επίδοση εντύπου απαίτησης∙

(δ) αναστολής της διαδικασίας»

Πολλής λόγος έγινε για την απόδειξη ή μη εκ πρώτης όψεως καλής μαρτυρίας για την υπόθεση της Καθ’ ης η αίτηση, ώστε να εκδοθεί το διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση, ως το Μέρος 6.10 (1) ορίζει. Η Απαίτηση αφορά παράβαση σύμβασης, μεταξύ άλλων, η σύμβαση επισυνάπτεται στην Έκθεση Απαίτησης και από μόνα τους τούτα, ως στοιχεία του φακέλου, κρίνεται ότι επαρκούν για να υπερβούν το επίπεδο απόδειξης που απαιτείται για έκδοση διατάγματος στο αρχικό εκείνο στάδιο. Σε κάθε περίπτωση τη βάση αγωγής της εξηγεί η Καθ’ ης η αίτηση και στην παράγραφο 14 της ένορκης της δήλωσης.

Αναφορικά με τα επιχειρήματα αμφότερων των μερών ότι ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθηκαν αφενός κατά τη διαδικασία έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος και αφετέρου προς υποστήριξη της αίτησης είναι άκυρες γιατί δεν έγιναν από διάδικο, δεν μπορώ να συμφωνήσω. Εξηγήθηκε ότι οι διάδικοι διαμένουν τον περισσότερο χρόνο κάθε έτους στο εξωτερικό, συνεπώς ήταν δύσκολο να βρεθούν στην Κύπρο για να ορκιστούν στη διαδικασία. Κρίνεται ότι έχουν καταδειχθεί επαρκείς λόγοι που δικαιολογούσαν τη μη καταχώρηση ένορκης δήλωσης από τους διάδικους[1].

Στη νομική βάση περιλαμβάνεται και το Μέρος 6 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Το Μέρος 6.10 (3) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας καταγράφει ότι:

«Όταν δίδεται άδεια από το δικαστήριο για επίδοση εντύπου απαίτησης σε ξένη χώρα με την οποία ισχύει ή θα ισχύει σύμβαση με την Κυπριακή Δημοκρατία σε σχέση με τέτοια επίδοση, τότε εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία, τηρουμένων τυχόν ειδικών προνοιών της Σύμβασης»

Στο κείμενο που έπεται του ανωτέρω Κανονισμού περιγράφεται μια εκτενής διαδικασία η οποία λαμβάνει χώρα, με υποβολή σχετικών εγγράφων, καταβολή τελών και άλλα διαβήματα που λαμβάνουν χώρα από κυβερνητικές υπηρεσίες (Κανονισμοί 6.10 (4) έως (8)). Τούτη η διαδικασία τηρήθηκε από την Καθ’ ης η αίτηση ως δεικνύεται και από την  συμπληρωματική ένορκη δήλωση ημ. 23/11/2024.

Δεν συμφωνώ ότι επιτρέπεται επίδοση μέσω της Σύμβασης της Χάγης με ηλεκτρονικό μήνυμα. Κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται στη σύμβαση, ενώ και η αγγλική νομολογία θεωρεί ως υποκατάστατη την επίδοση με ηλεκτρονικό μήνυμα και μάλιστα όταν καταδειχθεί σχετικός λόγος[2].

Υπάρχουν αυστηρές διαδικασίες για να επιτευχθεί η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, αφού όπως έχει νομολογηθεί «υπάρχουν αυτοπεριορισμοί στη διεθνή δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων, που πηγάζουν από την αβρότητα από την οποία πρέπει να διαπνέονται οι διεθνείς σχέσεις, αλλά κυρίως το σεβασμό της κυριαρχίας των ξένων κρατών»[3]. Οι κανόνες που τίθενται τόσο δικονομικά όσο και στη Σύμβαση της Χάγης, σκοπό έχουν να διασφαλίσουν με ποιο τρόπο δύναται να γίνει επέμβαση στην κυριαρχία άλλου κράτους, για να επιδοθεί έγγραφο σε πολίτη που διαμένει εκεί. Δεν αποτελούν τυπολατρικό ή παρελκυστικό διάβημα, αλλά τον τρόπο με τον οποίο διασφαλίζεται ότι θα τηρηθούν οι διεθνείς συμφωνίες και η αβρότητα μεταξύ των κρατών.

Εν προκειμένω τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπει η Σύμβαση της Χάγης, ως το σχετικό διάταγμα διέτασσε. Ως δικλείδα ασφαλείας τέθηκε και η επίδοση με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, η οποία τελικά επιτεύχθηκε. Παράλληλα όμως η Καθ’ ης η αίτηση έτρεξε και την διαδικασία επίδοσης με τα μέσα που προβλέπονται στη Σύμβαση και για τυπικούς λόγους αυτή δεν επετεύχθη. Στο μεταξύ οι Αιτητές καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης, δηλαδή εμφανίστηκαν στη διαδικασία, πριν γίνει η επίδοση με τα μέσα που η Σύμβαση της Χάγης ορίζει. Κρίνεται λοιπόν ότι η Καθ’ ης η αίτηση δεν ενήργησε πέραν των προβλεπόμενων στη Σύμβαση της Χάγης, ούτε πέραν των όσων το διάταγμα προνοούσε. Σχετική είναι και η Weston v Bates and another [2012] EWHC 590 (QB), όπου αποφασίστηκε ότι αν στην χώρα που γίνεται επίδοση επιτρέπεται να γίνει επίδοση με συγκεκριμένο τρόπο, τότε δεν υπάρχει παραβίαση των όσων ορίζει η Σύμβαση της Χάγης.

Ακόμα όμως και αν κριθεί ότι δεν πραγματοποιήθηκε ορθή επίδοση, φρονώ ότι τίθεται σε εφαρμογή ο Κανονισμός 3.8 στον οποίο αναφέρονται τα ακόλουθα:

«(1) Όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα, όπως παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό:

(α) το σφάλμα δεν ακυρώνει οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία εκτός αν κάτι τέτοιο διαταχθεί από το δικαστήριο∙ και

(β) το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος.

(2) Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα ακύρωσης οποιουδήποτε βήματος εκτός αν ικανοποιηθεί ότι:

(α) το διαδικαστικό σφάλμα ήταν σοβαρό∙ και

(β) τέτοιο διάταγμα είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό.»

Στην Αγγλία ο σχετικός Κανονισμός 3.10, αν και με διαφορετικό λεκτικό κινείται στο ίδιο πνεύμα διόρθωσης ή μη ακύρωσης της διαδικασίας λόγω διαδικαστικών λαθών. Στο Civil Procedure του White Book Service, 2017, par. 3.10.2 αναφέρεται ότι:

«In many cases the way in which the discretion is exercised will depend in whether it appears that the other parties have suffered prejudice as consequence of the error but the rule gives the court the widest possible discretion and the court can look at all the circumstances. »

Στην Integral Petroleum SA v SCU-Finanz AG [2014] EWHC 702 (Comm), ως τέτοιο διαδικαστικό λάθος κρίθηκε η επίδοση με ηλεκτρονικό μήνυμα, με το εξής λεκτικό:

«Returning to the facts of the instant case, in my view the error of procedure in serving the Particulars of Claim by e-mail was a failure to comply with a rule or practice direction which falls within CPR 3.10.»

Στην Pantheon International Advisors Ltd v Co-Diagnostics Inc, [2023] EWHC 1984 (KB) επετράπη αναδρομικά τελεσθείσα επίδοση εκτός δικαιοδοσίας μέσω της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου όπως την παρέχει ο Κανονισμός 3.10. Αναλόγως στην Phillips and another (suing as administrators of the estate of Michailidis) v Symes and others [2008] UKHL 1, το Δικαστήριο ασκώντας τις εξουσίες του δυνάμει του Κανονισμού 3.10 θεώρησε ότι η απαίτηση είχε επιδοθεί δεόντως στους Εναγόμενους, παρά τα διαδικαστικά σφάλματα, τα οποία είχαν λάβει χώρα κατά την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.

Η ως άνω διάταξη έχει ισχύ εν προκειμένω λαμβάνοντας υπόψη ότι:

Α. Η μέθοδος με την οποία πραγματοποιήθηκε η επίδοση στους Αιτητή περιλαμβάνεται στους τρόπους που ορίζουν οι σχετικοί Κανονισμοί.

Β. Το Δικαστήριο διέταξε την επίδοση μέσω της Σύμβασης της Χάγης επιπρόσθετα της επίδοσης με ηλεκτρονικό μήνυμα και αυτή η επίδοση επιχειρήθηκε, αλλά τουλάχιστον ακόμη δεν τελεσφόρησε.

Γ. Η επίδοση μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος τελεσφόρησε. Δηλαδή επιτεύχθηκε η λήψη γνώσης από τους Αιτητές.

Δ. Ο πρωταρχικός σκοπός επιτάσσει τη διασφάλιση ταχείας και με αναλογικό κόστος διαδικασίας, κάτι που δεν θα επιτευχθεί με τυχόν επιτυχία της Αίτησης. Το αντίθετο μάλιστα. Η Καθ’ ης η αίτηση, θα κληθεί να υποβάλει εκ νέου αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσία, ώστε να επιδώσει στους Αιτητές, ουσιαστικά με τον ίδιο τρόπο που επιχείρησε να επιδώσει μέχρι σήμερα.

Ε. Κανένα δικαίωμα των Αιτητών δεν παραβλάπτεται ή παραβιάζεται. Τουναντίον έλαβαν δεόντως γνώση της εναντίον του Απαίτησης, ενώ με τα διατάγματα που επιζητούν η διαδικασία θα επιβαρυνθεί με έξοδα και θα καταστεί χρονοβόρα. Αν επιτύχει η αίτηση θα επανέλθουμε στο σημείο που είμαστε σήμερα, αφού λάβουν χώρα περιττές διαδικασίες, οι οποίες θα επιδιώκουν ουσιαστικά το ίδιο αποτέλεσμα, ήτοι την λήψη γνώσης για την αγωγή.

Στ. Όπως φαίνεται και στην αγγλική νομολογία σκοπός των προνοιών του Κανονισμού 3.8 είναι η διόρθωση διαδικαστικών σφαλμάτων και το σφάλμα εν προκειμένω, δεν μπορεί παρά να κριθεί ως διαδικαστικό. Στον ως άνω Κανονισμό προνοείται ρητά ότι δεν ακυρώνεται διάβημα που έχει ληφθεί, παρά μόνο αν το διαδικαστικό σφάλμα είναι σοβαρό και είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Εδώ, ως εμφαίνεται και παραπάνω, δεν προκύπτει σοβαρό διαδικαστικό σφάλμα, ενώ το συμφέρον της δικαιοσύνης, κάθε άλλο παρά επιτάσσει την ακύρωση της διαδικασίας, ως ο Αιτητής αξιώνει.

Ειρήσθω εν παρόδω, στο αιτητικό (ιιι) της Αίτησης ζητείται η ακύρωση ανύπαρκτου διατάγματος, αφού το διάταγμα ημερομηνίας 28/11/2024, εκδόθηκε στη βάση της αίτησης ημερομηνίας 21/10/2024 και όχι 13/6/2024. Τούτο εύκολα μπορούσε να γίνει αντιληπτό από τους Αιτητές, αφού καταγράφεται και στα έγγραφα που τους επιδόθηκαν (βλ. Τεκμήριο 3 της ένορκης δήλωσης Αγγελίδη). Επομένως ακόμα και αν γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός των Αιτητών ότι στο σύστημα δεν εμφαίνεται η σχετική αίτηση ημ. 21/10/2024, με εύλογη προσοχή μπορούσαν να αντιληφθούν ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα  εκδόθηκε δυνάμει άλλης αίτησης και όχι αυτής που αναγράφουν στο  αιτητικό τους.

Στη βάση των ως άνω η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα ύψους €500 εναντίον των Αιτητών, αλληλέγγυα ή κεχωρισμένα, και υπέρ της Καθ’ ης η αίτηση.

 

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 



[1] Rybolovlev Dmitry και Άλλοι ν. Elena Rybolovleva [2010] 1 ΑΑΔ 82

[2] Βλ. .Maughan v Wilmot [2016] EWHC 29 (Fam)

[3] Jive Maritime Ltd v Sea Power Marine S.A.A. [2001] 1(Γ) Α.Α.Δ.1951 και Bunkernet Ltd ν. PNO Shipmanagement Ltd και Άλλων [2014] 1 ΑΑΔ 609, ECLI:CY:AD:2014:D190


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο