Χαμάλης Γιάννης Γεωργίου ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., Αγωγή αρ. 6012/15, 28/8/2025
print
Τίτλος:
Χαμάλης Γιάννης Γεωργίου ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., Αγωγή αρ. 6012/15, 28/8/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Ηλία, Ε.Δ.

Αγωγή αρ. 6012/15

Μεταξύ:-

Χαμάλης Γιάννης Γεωργίου

Ενάγων

-και-

 

1. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ

2. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου

Εναγόμενες

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ημερομηνία: 28 Αυγούστου 2025

Για Ενάγοντα: κα Μ. Σιαμμούτη

Για Εναγόμενη 1: κα Κ. Πολυβίου

 

Με την ως άνω αγωγή, η οποία εν τέλει προωθήθηκε μόνο εναντίον της Εναγομένης 1, ο Ενάγων αξιώνει την ακύρωση της «πώλησης ή/και διάθεσης ή/και παροχής» των επίδικων χρεογράφων και αξιογράφων λόγω απάτης, ψευδών παραστάσεων κ.τ.λ. και παράβασης θέσμιων καθηκόντων, ειδικές αποζημιώσεις ύψους €36,495 λόγω παράβασης θέσμιων καθηκόντων, «ειδικές και/ή γενικές αποζημιώσεις κατά παράβαση καθηκόντων επίδειξης καλής πίστης και/ή επιμέλειας και/ή προστασίας της Ενάγουσας (fiduciary duty) και/ή λόγω σύγκρουσης συμφερόντων», τόκο και έξοδα.

 

Στη βάση των εγγράφων που έχουν κατατεθεί ως παραδεκτά, προκύπτει το εξής παραδεκτό υπόβαθρο: Με αίτηση, ημερομηνίας 24/7/2008, Τεκμήριο 25, ο Ενάγων αιτήθηκε την αγορά «Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018» (εφεξής «τα Χρεόγραφα) αξίας €25,000. Με αίτηση, ημερομηνίας 26/5/2009, Τεκμήριο 26, αιτήθηκε την αγορά «Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου» (εφεξής «τα ΜΑΚ») συνολικού ύψους €36,495. Για την κάλυψη του εν λόγω ποσού, καταβλήθηκαν τα προηγουμένως αποκτηθέντα Χρεόγραφα στην τιμή των €25,000 και το επιπλέον ποσό των €11,495. Με αίτηση, ημερομηνίας 5/5/2011, Τεκμήριο 27, αιτήθηκε την έκδοση «Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (εφεξής «τα ΜΑΕΚ») συνολικού ύψους €60,605, ποσό το οποίο καταβλήθηκε με ανταλλαγή ΜΑΚ ίσης αξίας. Η Εναγόμενη 1 ήταν η εκδότης των Χρεογράφων, ΜΑΚ και ΜΑΕΚ. Η γνησιότητα της υπογραφής του Ενάγοντα επί των πιο πάνω αιτήσεων δεν τελεί υπό αμφισβήτηση. Στον Ενάγοντα καταβλήθηκαν οι τόκοι που αναφέρονται στο Τεκμήριο 28 με τελευταία ημερομηνία καταβολής την 30/12/2011.

 

Ο Ενάγων βάσισε την απαίτηση του σε δύο βάσεις:

-       πρώτον, ότι απέκτησε τα πιο πάνω χρεόγραφα και αξιόγραφα κατόπιν απάτης, ψευδών παραστάσεων και μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων.

-       δεύτερον, ότι η Εναγόμενη 1 παραβίασε θέσμια καθήκοντα της σε σχέση με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών.

 

Η Εναγόμενη 1 με την Υπεράσπιση της απορρίπτει την αξίωση του Ενάγοντα και αρνείται ότι προέβη «σε οποιονδήποτε δόλο και/ή παρανομία και/ή παραπλάνηση και/ή καταδολίευση και/ή εξαναγκασμό και/ή σε ψευδείς παραστάσεις εις βάρος του ενάγοντα προς τον σκοπό αγοράς και/ή απόκτησης των επίδικων χρεογράφων και/ή αξιογράφων.». Αρνείται, επίσης, ότι παρείχε επενδυτική συμβουλή ή υπηρεσία. Προβάλλει, δε, ότι ο Ενάγων κωλύεται να ισχυρίζεται ως η Έκθεση Απαίτησης του καθότι ενυπογράφως επιβεβαίωσε ότι είχε τη γνώση και τις ικανότητες να προβεί στην αξιολόγηση της επένδυσης του και ότι δεν του παρασχέθηκε επενδυτική συμβουλή από την Εναγόμενη 1. Επίσης, προβάλλεται, με ειδική αναφορά στην Κ.Δ.Π. 103/2013, ότι «…οι καταθέσεις απομειώθηκαν ενώ οι μετοχές και τα αξιόγραφα σχεδόν μηδενίστηκαν.» και, ως εκ τούτου, «…έστω και αν ισχύουν οι ισχυρισμοί του ενάγοντα…ο ενάγοντας δεν έχει υποστεί και δεν θα μπορούσε να υποστεί την ισχυριζόμενη ζημιά…».

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία, εκ μέρους του Ενάγοντα κατέθεσε ο ίδιος (ΜΕ) και εκ μέρους της Εναγομένης 1 ο Πέτρος Κοντός (ΜΥ1) και η  Αναστασία Παπαθωμά (ΜΥ2).

 

 

 

 

Σύνοψη μαρτυρίας

 

Ο Ενάγων, ΜΕ, στο Έγγραφο Γ, το οποίο αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του, αναφέρθηκε στη μόρφωση και το επάγγελμα του. Η μαρτυρία του επικεντρώθηκε στις επαφές του με τον ΜΥ1 και τα όσα του λέχθηκαν σε σχέση με την απόκτηση των επίδικων χρεογράφων και αξιογράφων. Κατά την περαιτέρω, προφορική εξέταση του, ανέφερε ότι τα χειρόγραφα γράμματα συμπλήρωσης των επίδικων αιτήσεων δεν ήταν δικά του.

 

Η αντεξέταση του περιστράφηκε κυρίως γύρω από το κατά πόσο ήταν όντως ο ΜΥ1 που προέβη στις ισχυριζόμενες αναφορές το 2008 και το 2011. Ερωτήθηκε, επίσης, για την απόκτηση αξιογράφων από τον γιό του από το χρηματιστήριο το 2009 καθώς και για τη λήψη συμβουλών από τρίτο άτομο.

 

Ο Πέτρος Κοντός, ΜΥ1, κατά την κυρίως εξέταση του, ανέφερε ότι εργαζόταν ως Υπεύθυνος Συναλλαγών στο υποκατάστημα της Εναγομένης 1 στην Καθολική από το 2007 μέχρι το 2014 και ότι δεν εργάστηκε ούτε το 2008 ούτε το 2011 στο υποκατάστημα της Αγίας Φύλας. Αναφέρθηκε στη γενική πρακτική κατά την απόκτηση ΜΑΚ και ερωτήθηκε ως προς το τί ακολούθησε στην περίπτωση του Ενάγοντα καθώς και για τη σχέση του με αυτόν. Ανέφερε, επίσης, ότι δεν ήταν πιστοποιημένος για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών.

                                                      

Η αντεξέταση του περιστράφηκε κυρίως γύρω από τη γενική πρακτική, το κατά πόσο μπορούσαν να μεταφέρονται αιτήσεις από ένα υποκατάστημα σε άλλο για να γίνει η κατάθεση τους, την ενημέρωση του Ενάγοντα για προσθήκη περισσότερων χρημάτων από εμπρόθεσμη κατάθεση στην αίτηση του 2009 καθώς και τυχόν αναφορά σε κινδύνους. Ανέφερε, επίσης, ότι δεν ήταν σε κλιμάκιο αντικαταστάσεων και ότι ουδέποτε πήγε στο υποκατάστημα της Αγίας Φύλας, είτε για αντικατάσταση είτε για οποιαδήποτε συναλλαγή.

 

Η Αναστασία Παπαθωμά, ΜΥ2, λειτουργός στην διεύθυνση ανθρωπίνου δυναμικού της Εναγομένης 1, κατά την κυρίως εξέταση της ανέφερε ότι ο ΜΥ1 δεν υπηρέτησε ποτέ στο υποκατάστημα της Αγίας Φύλας παρουσιάζοντας κατάσταση με τις τοποθετήσεις του, Τεκμήριο 33.

 

Κατά την αντεξέταση της ερωτήθηκε σε σχέση με αρχείο ημερήσιων εργασιών υπαλλήλων και τα κλιμάκια αντικαταστάσεων.

 

Η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων, οι οποίες έχουν μελετηθεί και δεν κρίνεται σκόπιμη η λεπτομερής αναφορά σε αυτές, πέραν του αναγκαίου κατωτέρω.

 

Αρχές αξιολόγησης

 

Η προσκομισθείσα μαρτυρία αξιολογείται με σκοπό να καταστεί δυνατή η εξαγωγή διαπιστώσεων αναφορικά με τα αμφισβητούμενα πραγματικά γεγονότα (δέστε Wynne v Mavronicola (2009) 1 ΑΑΔ 1138).

 

Μέσα στο πλαίσιο της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με κάθε δυνατή προσοχή τις μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενόρκως ενώπιον μου. Όπως λέχθηκε στην C&A Pelecanos Associates Limited v Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ 1273, «η αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα.  Η εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο, αγαθή ή δυσμενής, είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας.  Ο τελευταίος είναι όρος πολυσήμαντος.  Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, οι αντιδράσεις του, κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες, ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητα του, ή η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των σημείων που μόνο ο πρωτόδικος δικαστής που τον είδε και τον άκουσε μπορεί να παρατηρήσει.  Και στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσει υπό το πρίσμα της πείρας που διαθέτει και της γνώσης του της ανθρώπινης φύσης για να εκτελέσει το πιο σημαντικό και δυσκολότερο ίσως καθήκον του, την εύρεση της αλήθειας.». Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη σειρά παραγόντων, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, αφορούν στην σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων των μαρτύρων, την ύπαρξη υπερβολών και ουσιαστικών αντιφάσεων, τη λογικοφάνεια και αληθοφάνεια της εκδοχής τους, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης, τη μνήμη και τους λόγους που είχαν να ενθυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία καταθέτουν. Πέραν τούτου, με βάση τις καλά καθιερωμένες αρχές της νομολογίας, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα θα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της, συγκρινόμενη με την υπόλοιπη μαρτυρία (Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506). Όπως λέχθηκε στην Στυλιανίδης ν Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056, «η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά. Είναι επιθυμητό η μαρτυρία να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, προσέγγιση η οποία επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του δικαστηρίου και ενισχύει την πίστη του κοινού στη δικαστική αποστολή.» (δέστε, επίσης, Ναούμ ν Chris Cash & Carry Ltd, Πολ. Εφ. Αρ. 291/2013, ημερομηνίας 20/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:A321)

 

Περαιτέρω, έχω κατά νου την πάγια αρχή της νομολογίας ότι το Δικαστήριο «έχει διακριτική ευχέρεια να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει. Η ευχέρεια όμως αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη ούτε και είναι απόλυτη. Υπόκειται σε συγκεκριμένο περιορισμό. Υπόκειται στον περιορισμό της αιτιολόγησης της σχετικής από το Δικαστήριο προσέγγισης του.» (Λαζάρου κ.α. ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633) (δέστε, επίσης, Mustafa v Κακούρη κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 165, Χρίστου ν Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 454). Στην πρόσφατη απόφαση Παυλίδης ν Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας, Πολ. Εφ. Αρ. 33/2015, ημερομηνίας 1/11/2023 λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα: «Εν πρώτοις είναι νομολογημένο ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς (βλ. Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1988) 1 Α.Α.Δ. 263, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 1 Α.Α.Δ. 207) και δεν είναι επιλήψιμο, μέρος μαρτυρίας να γίνεται αποδεκτό ενώ άλλο να απορρίπτεται. Τούτο, όμως, είναι δυνατό εφόσον προηγηθεί η αξιολόγηση της μαρτυρίας του (Χριστοφή ν. Γρηγορίου (2015) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2154) και όταν μέσα από μια αξιόπιστη μαρτυρία προσφέρονται στοιχεία τα οποία κρίνονται μη αξιόπιστα και τα οποία δεν αντικρούουν την αξιόπιστη μαρτυρία.».

 

Ανάλυση και αξιολόγηση μαρτυρίας

 

Σημειώνεται κατ’ αρχάς ότι κατατέθηκε από κοινού αριθμός παραδεκτών εγγράφων (Έγγραφο Β) και γεγονότων (Έγγραφο Α, παρ. 1-3). Το αμφισβητούμενο πραγματικό ζήτημα, στο οποίο αφορά η μαρτυρία όλων των μαρτύρων, συνίσταται στις περιστάσεις υπογραφής των αιτήσεων για την απόκτηση των επίδικων χρεογράφων και αξιογράφων και τις συναφείς παραστάσεις.

 

Σύμφωνα με τα όσα ο Ενάγων προέβαλε κατά την κυρίως εξέταση του, στο Έγγραφο Γ, έγιναν στον ίδιο παραστάσεις από τον ΜΥ1, τόσο για την απόκτηση των Χρεογράφων το 2008 όσο και για την απόκτηση των ΜΑΚ το 2009 και των ΜΑΕΚ το 2011. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι έλαβε στο σπίτι του σχετικά με έκαστη έκδοση έγγραφα («μια αίτηση μαζί με ένα βιβλιάριο» (παρ. 3), «μια φόρμα» (παρ. 4), «αίτηση» (παρ. 7)) και, επειδή δεν καταλάβαινε περί τίνος επρόκειτο, τα πήρε στην τράπεζα. Το 2008, ισχυρίστηκε ότι του εξηγήθηκε ότι «έχουν ένα νέο σχέδιο σαν γραμμάτιο και ταίριαζε με αυτό που ήθελ[ε] να κάν[ει] και ότι ονομάζετε (sic) χρεόγραφα, έχουν καλό τόκο και πως στα 5 χρόνια αν ήθελ[ε ο ίδιος] μπορούσ[ε] να τα κάν[ει] μετοχές.» (παρ. 3). Το 2009, ισχυρίστηκε ότι του αναφέρθηκε ότι «έχουν καταργηθεί τα χρεόγραφα και ότι αυτό το σχέδιο λέγετε [sic] αξιόγραφα και είναι το ίδιο πράγμα αλλά έπρεπε να το αλλάξ[ει]. [Τ]ου είτε ότι μπορούσ[ε] να βάλ[ει] τα χρήματα [τ]ου που είχ[ε] στο προηγούμενο σχέδιο στο νέο και αν ήθελ[ε] να προσθέσ[ει], γνώριζε ότι έληγε το άλλο γραμμάτιο και [του] εισηγήθηκε να τα βάλ[ουν] όλα μαζί σε ένα.». Το 2011, ισχυρίστηκε ότι του αναφέρθηκε ότι «είχε αλλάξει το όνομα τους και ότι ήταν τα ίδια όπως είχ[ε] στο παρελθόν…ότι δεν είχ[ε] άλλη επιλογή από το να αντικαταστήσ[ει] όλο το ποσό γιατί το παλιό σχέδιο δεν υπήρχε πλέον.».

 

Δεν αμφισβητήθηκε ότι ο Ενάγων συνομίλησε με τον ΜΥ1 σε σχέση με την υποβολή της αίτησης για την απόκτηση των ΜΑΚ, το 2009, και γίνεται, επίσης, δεκτό ότι ο τελευταίος συμπλήρωσε την σχετική αίτηση, Τεκμήριο 26. Αμφισβήτηση υπήρξε σε σχέση με την εμπλοκή του ΜΥ1 στις αιτήσεις για την απόκτηση των Χρεογράφων το 2008 και των ΜΑΕΚ το 2011.

 

Ως ο Ενάγων ανέφερε κατά την αντεξέταση του, την αίτηση του 2008 την υπέγραψε στο κατάστημα της Εναγομένης 1 στην Αγία Φύλα, το οποίο ήταν αυτό που τον εξυπηρετούσε και είχε εκεί τους λογαριασμούς του. Τούτο επιβεβαιώνεται και από την ίδια την αίτηση, Τεκμήριο 25, η οποία φέρει σφραγίδα του εν λόγω καταστήματος. Σε σχέση με την αίτηση για την απόκτηση των ΜΑΕΚ το 2011, ερωτώμενος ο Ενάγων σε σχέση με το κατάστημα στο οποίο μετέβη για την υποβολή της, ανέφερε ότι πήγαινε σε όποιο τον βόλευε, πλην, όμως υπάρχει επί της αίτησης, Τεκμήριο 27, σφραγίδα του καταστήματος της Αγίας Φύλας. Ερωτώμενος, δε, ο ΜΥ1 κατά την αντεξέταση του κατά πόσο υπήρχε το ενδεχόμενο «να μεταφέρονται οι αιτήσεις από το ένα υποκατάστημα σε άλλο, για να γίνει η κατάθεση τους», απάντησε αρνητικά με ευθύ και κατηγορηματικό τρόπο.

 

Αντεξεταζόμενος ο Ενάγων σε σχέση με την αίτηση του 2008, κατά πόσο ήταν σίγουρος ότι συνομίλησε με τον ΜΥ1, αρχικά, απάντησε ότι ήταν «σιγουρότατος». Όταν, όμως, του αναφέρθηκε ότι ο ΜΥ1 δεν ήταν στο κατάστημα της Αγίας Φύλας, απάντησε «…εν αθυμούμαι αν ήταν που την αρκήν ο Πέτρος…» και στη συνέχεια «…δεν θυμάμαι το 2008 αν ήταν ο Πέτρος.». Ίδια ήταν και η τοποθέτηση του σε σχέση με την αίτηση του 2011. Ενώ στην αρχή ανέφερε ότι «ήταν, ήταν, ήταν» ο ΜΥ1, στη συνέχεια της αντεξέτασης του διεφάνη ότι δεν θυμούνταν. Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα από την αντεξέταση του:

 

«A.      Ότι ήταν ο κύριος Κοντός το 2009 που έκαμα τα αξιόγραφα.

E.        Συμφωνώ μαζί σας. Το 2011 όμως σας λέω πως δεν μπορεί να ήταν, διότι δεν ήταν στο κατάστημα της Αγίας Φύλας που εσείς υπογράψατε το 2011. Όντως μπορεί να συγχυστήκατε για το 2011; Μπορεί να μην θυμάστε καλά;

A.        Δεν θυμούμαι.

E.        Είστε σίγουρος για το 2009, αλλά μπορεί πράγματι να μην ήταν το 2008 και το 2011; Μπορεί και να μην ήταν ο κύριος Κοντός;

A.        Ναι.

E.        Διότι στην παράγραφο 7 της δήλωσής σας, αναφέρετε πως ήταν ο κύριος Κοντός γι' αυτό τώρα διερωτώμαι τί από τα δύο ισχύει, διότι με πολλή ευκολία μου λέτε ότι μπορεί να μην ήταν τελικά. Οπόταν τί από τα δυο ισχύει;

A.        Δεν θυμάμαι.».

 

Από την άλλη, ο ΜΥ1 υποστήριξε ότι ουδέποτε εργάστηκε στο κατάστημα της Αγίας Φύλας και ότι δεν ήταν σε κλιμάκιο αντικαταστάσεων αναφέροντας κατηγορηματικά ότι ουδέποτε πήγε στο κατάστημα της Αγίας Φύλας «ούτε για αντικατάσταση, ούτε για οποιανδήποτε συναλλαγή, ούτε για κάτι». Επί του σημείου τούτου σχετική ήταν και η μαρτυρία της ΜΥ2, η οποία υποστήριξε τα όσα ανέφερε ο ΜΥ1 καταθέτοντας κατάσταση με τις τοποθετήσεις του, Τεκμήριο 33, η οποία ουδόλως αμφισβητήθηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Ανέφερε, επίσης, ότι σε περίπτωση που ο ΜΥ1 ήταν ενταγμένος σε κλιμάκιο αντικαταστάσεων, θα υπήρχε σχετική καταγραφή στο Τεκμήριο 33. Ως διαπιστώνεται, ουδέν περί τούτου καταγράφεται. Κατά την αντεξέταση των ΜΥ1 και ΜΥ2, η κα Σιαμμούτη, βασικά, χωρίς να αμφισβητεί την μη τοποθέτηση του ΜΥ1 στο κατάστημα της Αγίας Φύλας, διερεύνησε κατά πόσο θα μπορούσε να βρίσκεται εκεί στο πλαίσιο αντικατάστασης άλλου υπαλλήλου. Η μαρτυρία, όμως, τόσο του ΜΥ1 όσο και της ΜΥ2, δεν άφησε περιθώριο για τέτοιο ενδεχόμενο.

 

Διαπιστώνεται, επομένως, κατόπιν και των όσων ο Ενάγων ανέφερε κατά την αντεξέταση του, ότι η θέση του περί του ότι συνομίλησε με τον ΜΥ1 κατά το 2008 και το 2011 χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα και δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία, η οποία να υποστηρίζει με θετικότητα την εμπλοκή του ΜΥ1 κατά την υποβολή των αιτήσεων για την απόκτηση των Χρεογράφων και ΜΑΕΚ.

 

Σε ό,τι αφορά το τί διεμήφθη μεταξύ του ΜΥ1 και του Ενάγοντα το 2009 κατά την υποβολή της αίτησης για την απόκτηση των ΜΑΚ, Τεκμήριο 26, ο ΜΥ1 δεν μπορούσε να θυμηθεί τη συγκεκριμένη περίπτωση, πλην, όμως, ανέφερε ότι ήταν η συνήθης πρακτική και οι οδηγίες της Εναγομένης 1 να αναφέρονται στα βασικά χαρακτηριστικά αναφορικά με το επιτόκιο και τη δυνατότητα ακύρωσης εμπρόθεσμης κατάθεσης χωρίς χρέωση. Δέχτηκε ότι πράγματι είχε ενημερώσει τον Ενάγοντα για το τελευταίο και, ωσαύτως, ο Ενάγων χρησιμοποίησε και επιπρόσθετη κατάθεση του για αγορά ΜΑΚ, πέραν της καταβολής των υφιστάμενων Χρεογράφων. Ο ΜΥ1 ανέφερε, επίσης, ότι αν κάποιος ζητούσε περαιτέρω πληροφορίες, παραπεμπόταν σε άλλο αρμόδιο άτομο για συμβουλές, εφόσον ο ίδιος δεν ήταν εξουσιοδοτημένος. Σχετικά είναι τα σημεία 10 και 11 του Τεκμηρίου 7, στο οποίο παραπέμφθηκε κατά την αντεξέταση του, τα οποία συνάδουν με τα όσα ανέφερε. Ερωτώμενος κατά την αντεξέταση του σε σχέση με οποιαδήποτε αναφορά σε κινδύνους, απάντησε ότι «εμείς δεν είχαμε τη δικαιοδοσία να δώσουμε οτιδήποτε άλλο… λέγαμε μόνο τα βασικά χαρακτηριστικά του…γιατί δεν είμαστε εξουσιοδοτημένα άτομα να δώσουμε ή εγώ ή οποιοσδήποτε άλλος συνάδελφος να δώσει λεπτομέρειες.». Προκύπτει, συνεπώς, ότι ο ΜΥ1 δεν αναφέρθηκε σε οποιουσδήποτε κινδύνους.

 

Αξιοσημείωτο είναι ότι ουδόλως υποβλήθηκαν στον ΜΥ1 οι θέσεις του Ενάγοντα περί καταθετικού σχεδίου, κατάργησης των προηγούμενων σχεδίων, ομοιότητας των Χρεογράφων με τα ΜΑΚ και των ΜΑΕΚ με τις προηγούμενες αξίες, υποχρέωσης του να αλλάξει τα Χρεόγραφα σε ΜΑΚ και μη ύπαρξης επιλογής παρά για «αντικατάσταση» των ΜΑΚ με ΜΑΕΚ, χωρίς να διαφαίνεται οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος για τούτο. Ιδιαίτερα ο ισχυρισμός περί «καταθετικού σχεδίου», ως προκύπτει από την γραπτή δήλωση του Ενάγοντα, είχε ιδιαίτερη βαρύτητα εφόσον ο ίδιος πίστευε ότι «τα αξιόγραφα…ήταν το όνομα του σχεδίου κατάθεσης και όχι το όνομα ενός επενδυτικού σχεδίου.» (Έγγραφο Γ, παρ. 6).

 

Στην Λ. Κ. ν Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 547 λέχθηκε ότι «…στις περιπτώσεις όπου είναι η θέση του αντίδικου ότι τα γεγονότα που ισχυρίζεται η άλλη πλευρά δεν έγιναν, απαιτείται αντεξέταση και μάλιστα σφοδρή...» Ως, δε, λέχθηκε στην Frederickou Schools Co. Ltd κ.α. ν Acuac Inc. (2002) 1 ΑΑΔ 1527, «[υ]πάρχουν ωστόσο δύο κανόνες πρακτικής, που έχουν εμπεδωθεί προ πολλού στα δικαστήρια μας, οι οποίοι πρέπει απαρέγκλιτα να τηρούνται.  Ο πρώτος είναι ότι ο μάρτυρας πρέπει να αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται.  Διαφορετικά το δικαστήριο θεωρεί - και το εκλαμβάνει - ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε.  Ο δεύτερος είναι ότι, κατά την αντεξέταση, τίθεται στο μάρτυρα η υπόθεση που θα στηθεί από τον αντίδικο.  Τέτοια αντεξέταση είναι προϋπόθεση για να κληθεί μαρτυρία που αντικρούει το μάρτυρα. Σχετική είναι η υπόθεση Adidas v. Jonitexo Ltd. (1987) 1 C.L.R. 383, 384: "Failure to put forward a pertinent aspect of the defence case to witnesses for the plaintiff is not necessarily fatal to its validity, but in the absence of a proper explanation of the omission, the Court may disregard it, because of the denial of a proper opportunity to the plaintiff to controvert it."».

 

Ο Ενάγων ανέφερε ότι είχε φιλικές σχέσεις με τον ΜΥ1 λόγω του ότι ήταν πελάτης του καταστήματος για χρόνια και γνώριζε τις καταθέσεις και τις οικονομίες του. Όσον αφορά το κατάστημα, κατά την αντεξέταση του, ο Ενάγων ανέφερε ότι πήγαινε σε όποιο τον βόλευε, έχοντας από το 1960 συναλλαγές με την Εναγόμενη 1, «δίνοντας», γενικά, εμπιστοσύνη στους υπαλλήλους. Προκύπτει, συνεπώς, ότι δεν εξυπηρετούνταν μόνο από το κατάστημα όπου εργαζόταν ο ΜΥ1. Ο ΜΥ1, από την άλλη, ανέφερε ότι «οι φιλικές σχέσεις που μπορεί να υπήρχαν ήταν ότι ήταν πελάτης της τράπεζας και εξυπηρετείται κατά διαστήματα από την τράπεζα. Τίποτε περαιτέρω.». Ουδέν έχει παρουσιάσει ο Ενάγων που να δεικνύει κάποια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του ιδίου και του ΜΥ1, πέραν της συνήθους σχέσης πελάτη-τραπεζικού υπαλλήλου. Διερωτάται, λοιπόν, κανείς, πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος με εκτενή τραπεζική εμπειρία, από το 1960, ως ανέφερε, ο οποίος επισκεπτόταν διάφορα καταστήματα της Εναγομένης 1 για την διεκπεραίωση των συναλλαγών του, να εμπιστεύτηκε κάποιες αναφορές ενός τραπεζικού υπαλλήλου, ο οποίος εργαζόταν σε κάποιο από τα καταστήματα που επισκεπτόταν, προκειμένου να διαχειριστεί τα χρήματα που έλαβε όταν συνταξιοδοτήθηκε από την πώληση ενός περιουσιακού του στοιχείου («ημιφορτηγό αυτοκίνητο…με άδεια δημόσιας χρήσης» (παρ. 2, Έγγραφο Γ)) και άλλες αποταμιεύσεις του, όντας ο ίδιος χαμηλοσυνταξιούχος (δέστε παρ. 6, Έγγραφο Γ), χωρίς καν να διαβάσει τις αιτήσεις που υπέγραφε, ως και πάλι ο ίδιος ανέφερε.

 

Πέραν τούτου, ο Ενάγων, ως ανέφερε, ήταν απόφοιτος δημοτικού και, συνεπώς, είχε την ικανότητα να διαβάζει. Αν και κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι δεν είχε διαβάσει τις αιτήσεις, εντούτοις, από τη γραπτή δήλωση του, Έγγραφο Γ, προκύπτει ότι τις έλαβε στο σπίτι του και επειδή δεν καταλάβαινε περί τίνος επρόκειτο, τις πήρε στην τράπεζα για να του τις εξηγήσουν. Τούτο υποδηλοί ότι, τουλάχιστον, τις είχε κοιτάξει. Μόνο και μόνο βλέποντας τον τίτλο των αιτήσεων («Έκδοση και Εισαγωγή στο ΧΑΚ/ΧΑ…Επιστολή Παραχώρησης / Ανέκκλητη Αίτηση Εγγραφής»), δεν απαιτούνταν επενδυτικές ή άλλες εξειδικευμένες γνώσεις για να αντιληφθεί κανείς ότι κάθε άλλο παρά σε «καταθετικό σχέδιο» αφορούσαν. Περαιτέρω, το χρηματιστήριο και η επενδυτική δραστηριότητα δεν ήταν άγνωστα στον Ενάγοντα. Ως προκύπτει από το Τεκμήριο 32, το οποίο κατατέθηκε από κοινού ως παραδεκτό, ο Ενάγων παρουσίαζε, πολύ πριν την αγορά των επίδικων χρεογράφων και αξιογράφων, ενεργό ιστορικό αγοραπωλησιών μετοχών μέσω χειριστή. Ανέφερε, δε, ότι σε σχέση με τις μετοχές τον συμβούλευε ένας συγγενής του, ο οποίος εργαζόταν στην Λαϊκή Επενδυτική, η οποία λειτουργούσε ως χειριστής για λογαριασμό του. Επιπρόσθετα, στη γραπτή δήλωση του, Έγγραφο Γ, παρ. 7, προέβαλε, με αναφορά στην αίτηση για την απόκτηση των ΜΑΕΚ το 2011, ότι «στο μεταξύ ο γιός [του] είχε αγοράσει αξιόγραφα 2009 από το χρηματιστήριο τα οποία έβαλε επ’ ονόματι [τ]ου. Έτσι όταν είχε έρθει η αίτηση το 2011 στο σπίτι αφορούσε το συνολικό ποσό των 60,000 ευρώ.». Ως εξήγησε κατά την αντεξέταση του, ο λόγος που εγγράφηκαν επ’ ονόματι του ιδίου ήταν επειδή ο γιός του «είσιεν ένα πρόβλημα…με τες τράπεζες για κάτι δουλειές που έκαμεν», δηλαδή «εκάμασιν μιαν επιχείρηση τζιαι εν επήεν καλά τζιαι επαττίσαν». Ωσαύτως, τις περίπου €24,000, ως ανέφερε, που καταβλήθηκαν για την απόκτηση των αξιών «του γιού του» (συγκεκριμένα €24,110, ως προκύπτει από τη σελ. 8 του Τεκμηρίου 32) δεν τις διεκδίκησε με την αγωγή του «διότι ο δικηγόρος είπε [του] ότι τζιείνα, επειδή έξερεν ο γιος [του] τον κίνδυνο, πως εν τα δικαιού[τ]ουν.». Μόνο και μόνο έχοντας γνώση ότι ο γιος του αγόρασε από το χρηματιστήριο αξίες όμοιες με αυτές που και ο ίδιος κατείχε, ήτοι ΜΑΚ, πώς είναι δυνατόν ο Ενάγων να θεωρούσε ότι η συναλλαγή στην οποία προέβη ήταν καταθετικής φύσης; Όσον δε αφορά την μετατροπή των ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ, ισχυρίστηκε ότι «…λόγω του ότι και εκείνα του γιού μου ήταν στο όνομα μου, μου είπε ότι δεν είχα άλλη επιλογή από το να αντικαταστήσω όλο το ποσό γιατί το παλιό σχέδιο δεν υπήρχε πλέον.». Δεδομένου, ως ανέφερε, ότι ο γιος του ήξερε τους ενεχόμενους κινδύνους και δεδομένου ότι με την υπογραφή της αίτησης, Τεκμήριο 27, μετέτρεψε, πέραν των δικών του, και τις αξίες «του γιού του», το λογικό και αναμενόμενο ήταν να συζητούσε με το γιο του σε σχέση με την επικείμενη συναλλαγή.

 

Εν ολίγοις, ο Ενάγων δεν έπεισε ότι δεν αντιλαμβανόταν την πραγματική φύση των επίδικων συναλλαγών και ότι στηρίχθηκε τυφλά σε προφορικές παραστάσεις εκ μέρους της Εναγομένης 1.

 

Σημειώνω, τέλος, ότι δικογραφικά ο Ενάγων προέβαλε ότι «…υπάλληλοι του υποκαταστήματος της Εναγομομένης 1…επικοινώνησαν με τον Ενάγοντα και του σύστησαν ένα «καταθετικό» σχέδιο αξιόγραφων διάρκειας 5 χρόνων που θα του εξασφάλιζε τόκο προς 6.5% και στα 5 χρόνια ή/και στη λήξη τους, θα τα εξαγόραζε η Τράπεζα πίσω(παρ. 10, Έκθεση Απαίτησης, δέστε και παρ. 18(α)). Η προβολή ισχυρισμού περί εξαγοράς, ο οποίος ουδόλως προβλήθηκε κατά τη δια ζώσης μαρτυρία του Ενάγοντα, ουδόλως συνάδει με τους ισχυρισμούς του περί «καταθετικού σχεδίου».

 

Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης, λοιπόν, κατά την κρίση μου, η μαρτυρία του Ενάγοντα χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, ουσιώδη κενά και στερείται πειστικότητας. Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της μαρτυρίας του, αλλά και την όλη στάση του στο Δικαστήριο, δεν θεωρώ ότι η μαρτυρία του μπορεί να αποτελέσει στέρεο υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων σε σχέση με τις αμφισβητούμενες πτυχές της υπόθεσης και απορρίπτεται ως αναξιόπιστη.

 

Σε ό,τι αφορά τους ΜΥ1 και ΜΥ2, η αξιοπιστία τους ουδόλως κλονίστηκε κατά την αντεξέταση τους και η θέση τους σε σχέση με το κατάστημα στο οποίο ήταν τοποθετημένος ο ΜΥ1 κατά την επίδικη περίοδο υποστηρίζεται από το Τεκμήριο 33. Σε ό,τι αφορά τον ΜΥ1, ειδικότερα, ουδόλως προέκυψε ή τέθηκε ο οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί ύπαρξης οποιουδήποτε προσωπικού συμφέροντος από την έκβαση της υπόθεσης. Έχω, δε, εξετάσει τη μαρτυρία του με αυξημένη προσοχή προς αποκλεισμό της όποιας πιθανότητας να την έχει αλλοιώσει προς υποστήριξη των εργοδοτών του, ήτοι της Εναγομένης 1, πλην, όμως, δεν έχω διαπιστώσει τέτοια πρόθεση ή προσπάθεια. Απαντούσε, δε, σε όλες τις ερωτήσεις χωρίς δισταγμούς ή υπεκφυγές. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας τους, δεν διαπιστώνεται οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος που να δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία του και κρίνω ότι αναφέρθηκε στα όσα πράγματι έλαβαν χώρα θεωρώντας τη μαρτυρία του αξιόπιστη.

 

Ευρήματα

 

Στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας των ΜΥ1 και ΜΥ2, προβαίνω, χωρίς περιορισμό, στα πιο κάτω ευρήματα:

-       Ο ΜΥ1 συνομίλησε με τον Ενάγοντα μόνο κατά την υποβολή της αίτησης για την απόκτηση των ΜΑΚ, Τεκμήριο 26, το 2009, ενόσω ήταν τοποθετημένος στο κατάστημα της Καθολικής.

-       Ο ΜΥ1 ανέφερε στον Ενάγοντα τα βασικά χαρακτηριστικά των ΜΑΚ, ήτοι το επιτόκιο και τη δυνατότητα ακύρωσης εμπρόθεσμων καταθέσεων και προσθήκης περισσότερων χρημάτων, χωρίς να αναφερθεί σε οποιουσδήποτε κινδύνους.

-       Ο ΜΥ1 δεν ήταν πιστοποιημένος για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών.

 

Προβαίνω, επίσης, σε συναφή ευρήματα στη βάση των κοινώς κατατεθειμένων παραδεκτών γεγονότων και εγγράφων.

 

Νομική πτυχή

 

Σύμφωνα με το α. 14, Κεφ. 149, η συναίνεση για την κατάρτιση μιας σύμβασης θεωρείται ελεύθερη όταν δεν προκαλείται, μεταξύ άλλων, με απάτη, η οποία ορίζεται στο α. 17, ή ψευδή παράσταση, η οποία ορίζεται στο α. 18. Συναίνεση θεωρείται ότι προκλήθηκε κατά τους πιο πάνω τρόπους εφόσον δεν θα παρεχόταν ελλείψει αυτών.

 

Η μαρτυρία του Ενάγοντα σε σχέση με τις ισχυριζόμενες παραστάσεις περί «καταθετικού» σχεδίου κ.τ.λ., όπως και το ότι βασίστηκε σε αυτές, δεν έγινε αποδεκτή και ως εκ τούτου δεν υφίσταται το πραγματικό υπόβαθρο για την εφαρμογή των σχετικών αρχών σε σχέση με ρητή παραπλάνηση του.

 

Ακόμα, όμως, κι αν η μαρτυρία του Ενάγοντα ήθελε γίνει αποδεκτή και οι παραστάσεις που ανέφερε ήθελε θεωρηθούν προσωπικές συστάσεις για την αγορά των επίδικων χρεογράφων και αξιογράφων, δηλαδή επενδυτικές συμβουλές ως ορίζονται στο α. 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο του 2007 (114(Ι)/2007), εφεξής «ο Νόμος», ο Ενάγων κωλύεται να προβάλλει τέτοιους ισχυρισμούς αφού ενυπογράφως δέχτηκε ότι δεν του παρασχέθηκε επενδυτική ή οποιαδήποτε συμβουλή, ως αναλύεται πιο κάτω. Σε σχέση με τα ΜΑΕΚ, μάλιστα, ενυπογράφως δέχτηκε ότι ούτε καν «παρότρυνση» δεν του παρασχέθηκε («αναφορικά με τα ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης και/ή την απόφαση [του] για υποβολή της παρούσας Αίτησης για Εγγραφή.») (Τεκμήριο 27).

 

Προβάλλεται, όμως, περαιτέρω, ότι η Εναγόμενη 1 απέκρυψε από τον Ενάγοντα ουσιώδες γεγονός με αποτέλεσμα η αγορά των επίδικων χρεογράφων και αξιογράφων να καθίσταται εξ υπαρχής άκυρη. Η συνήγορος του Ενάγοντα προέβαλε στην γραπτή της αγόρευση ότι οι υπάλληλοι της Εναγομένης 1 παρέλειψαν να αποκαλύψουν ουσιώδεις λεπτομέρειες της σύμβασης, ότι δηλαδή επρόκειτο για επενδυτικό προϊόν υψηλού κινδύνου ουσιωδώς διαφορετικό από την προθεσμιακή κατάθεση.

 

Σχετικό είναι το α. 17(1)(β), Κεφ. 149, σύμφωνα με το οποίο ο ορισμός της «απάτης» περιλαμβάνει την ενεργό απόκρυψη γεγονότος από κάποιο εκ των συμβαλλομένων, ο οποίος γνωρίζει το γεγονός ή πιστεύει αυτό, με σκοπό εξαπάτησης άλλου συμβαλλόμενου ή εξώθησης του στη σύναψη σύμβασης. Σύμφωνα, δε, με το α. 17(2), Κεφ. 149, «[α]πλή σιωπή ως προς γεγονότα, τα οποία ενδέχεται να επηρεάσουν τη βούληση προσώπου προς σύναψη σύμβασης, δεν συνιστά απάτη, εκτός αν οι περιστάσεις είναι τέτοιες ώστε, λαμβανομένων αυτών υπόψη, το πρόσωπο που σιωπά να έχει υποχρέωση να δηλώσει αυτά ή εκτός αν η σιωπή αυτού ισοδυναμεί από μόνη της με δήλωση.».

 

Στην C.L.R. Stockbrokers Limited v N.K. Shakolas (Holdings) Ltd, Πολ. Εφ. Αρ. 209/2013, ημ. 13/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:A239 λέχθηκαν συναφώς τα ακόλουθα:

 

«Ο ορισμός της «απάτης» καθώς και των «ψευδών παραστάσεων» περιλαμβάνεται στα άρθρα 17 και 18 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149[1]. Στην υπόθεση  Frederickou Schools Co.  Ltd κ.ά. νAcuac Inc.  (2002) 1 ΑΑΔ 1527 αναφέρθηκε ότι «η ενεργός  απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινού γεγονότος από πρόσωπο που το γνωρίζει συνιστά, κατά το άρθρ. 17(1)(β), μορφή απάτης, και ελκύει τις συνέπειες του άρθρ. 19.  Όμως η απλή σιωπή, κατά το ίδιο άρθρο, δεν αρκεί, εκτός αν οι περιστάσεις επιβάλλουν στο πρόσωπο αυτό να δηλώσει το γεγονός ή αν η σιωπή του μπορεί από μόνη της να εκληφθεί ως δήλωση ή αν ισοδυναμεί με δήλωση.  Αποδίδοντας στο επίθετο "ενεργός" τη φυσική του σημασία, για να είναι νομικά επιλήψιμη ή απόκρυψη, πρέπει να εκδηλώνεται με συγκεκριμένη πράξη, συμπεριφορά ή στάση».».

 

Η Frederickou Schools Co. Ltd κ.α. ν Acuac Inc. (2002) 1 ΑΑΔ 1527 συνεχίζει με τα ακόλουθα:

 

«Το παράδειγμα, το οποίο δίνουν οι Pollock and Mulla, που σημειώνει και η πρωτόδικη απόφαση είναι αρκετά διαφωτιστικό.  Αν ο Β αναφέρει στον Α "αν δεν το αρνηθείς θα το εκλάβω ότι το άλογο (που θα αγόραζε) είναι γερό" και ο Α δεν είπε οτιδήποτε, η σιωπή του υπό τις συνθήκες αυτές εξομοιώνεται με δήλωση και έχουμε "ενεργό απόκρυψη γεγονότος".  Ακόμη ένα παράδειγμα, αλλά στο οποίο η σιωπή έμεινε χωρίς συνέπειες, προσφέρει η παλιά αμερικανική υπόθεση Laidlaw v. Organ [1817] Wheat 178, από το ίδιο σύγγραμμα. Ο πωλητής καπνών ρώτησε τον αγοραστή αν υπήρχαν νέα που επηρέαζαν την τιμή του πωλούμενου προϊόντος, αλλά δεν του απάντησε.  Ο τελευταίος γνώριζε ότι είχε ήδη συναφθεί ειρήνη μεταξύ Βρετανίας και Αμερικής που ήταν τότε σε εμπόλεμη κατάσταση (παράγων που επηρέαζε την τιμή).  Όχι όμως ο πωλητής.  Το Ανώτατο Δικαστήριο Αμερικής έκρινε ότι η σιωπή τού αγοραστή δεν επηρέαζε την εγκυρότητα της συμφωνίας που έγινε.

Δεν υπήρξε αθέμιτη παρασιώπηση. Θα ήταν ίσως διαφορετικά τα πράγματα αν επρόκειτο για σύμβαση εμπιστευτικής φύσεως  όπως, λ.χ., σύμβαση ασφάλισης που επιβάλλει ορισμένα καθήκοντα για αποκάλυψη γεγονότων.  Αυτή ήταν και η φύση της σύμβασης στην υπόθεση Mavrides v. American Life (1984) 1 C.L.R. 611, που παρέθεσαν οι εφεσείοντες, η οποία όμως δεν τους βοηθά.».

 

Το ότι τα επίδικα χρεόγραφα και αξιόγραφα αποτελούσαν περίπλοκα χρηματοοικονομικά μέσα είναι παραδεκτό (παρ. 2, Έγγραφο Α). Σχετικά με κάθε ένα από αυτά, εκδόθηκαν και δημοσιεύτηκαν ενημερωτικά δελτία, Τεκμήρια 3-6, 10, 15 αντίστοιχα. Στα εν λόγω ενημερωτικά δελτία περιέχονται εκτενείς αναφορές στους παράγοντες κινδύνου. Η έκδοση ενημερωτικών δελτίων πηγάζει από τις υποχρεώσεις της Εναγομένης 1 δυνάμει του περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου του 2005 (114(Ι)/2005) και τα ως άνω ενημερωτικά δελτία έτυχαν της έγκρισης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, ως της αρμόδιας εποπτικής αρχής (παρ. 1, Έγγραφο Α). Ουδόλως έχει βάσιμα προωθηθεί ότι η ως άνω πληροφόρηση δεν ήταν επαρκής ή ότι ήταν παραπλανητική ή ότι τα ενημερωτικά δεν δημοσιεύτηκαν με τον προβλεπόμενο τρόπο. Mε την υπογραφή των αιτήσεων για την απόκτηση των επίδικων χρεογράφων και αξιογράφων, ο Ενάγων αποδέχτηκε τους όρους έκδοσης, και σε σχέση με τα ΜΑΕΚ αναγνώρισε τους παράγοντες κινδύνου, που περιέχονται στα ενημερωτικά δελτία. Πέραν τούτου, τα εν λόγω ενημερωτικά δελτία κατατέθηκαν στη διαδικασία από κοινού ως παραδεκτά ως προς το «ότι έχουν παραληφθεί από τον παραλήπτη τους και έχουν εκδοθεί από τον εκδότη τους και ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους». Επομένως, εφόσον απευθύνονταν στους επικείμενους επενδυτές, δεν μπορεί ο Ενάγων να αμφισβητεί την παραλαβή τους και, κατά συνέπεια, το ότι περιήλθαν εις γνώση του. Ακόμα και σε περίπτωση που δεν τα είχε διαβάσει, το γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για απόδοση οποιασδήποτε ευθύνης στην Εναγομένη 1.

 

Ακόμα, όμως, κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι η Εναγόμενη 1 είχε επιπρόσθετο καθήκον δυνάμει του Νόμου να πληροφορήσει τον Ενάγοντα για τους παράγοντες κινδύνου, ως εισηγείται η συνήγορος του τελευταίου, και παρέλειψε να εκπληρώσει, ως το πιο πάνω εύρημα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, ως περαιτέρω αναλύεται πιο κάτω, αφενός, ότι τέτοια ενημέρωση ενδέχετο «να επηρεάσ[ει] τη βούληση [του Ενάγοντα] προς σύναψη σύμβασης», και, αφετέρου, ότι στοιχειοθετείται η απαραίτητη αιτιώδης σύνδεση μεταξύ της εν λόγω ισχυριζόμενης παράλειψης της Εναγομένης 1 και της συναίνεσης του Ενάγοντα για παραχώρηση των επίδικων χρεογράφων και αξιογράφων. Συναφώς, το α. 19(4), Κεφ. 149 προνοεί ότι «απάτη ή ψευδής παράσταση η οποία δεν προκάλεσε τη συναίνεση προς σύναψη σύμβασης του μέρους επί του οποίου ασκήθηκε η απάτη, ή στο οποίο έγινε η ψευδής παράσταση, δεν καθιστά τη σύμβαση ακυρώσιμη.».

 

Σε κάθε περίπτωση, όμως, το α. 19(3), Κεφ. 149 προνοεί ότι «αν η συναίνεση αυτή παρασχέθηκε συνεπεία ψευδούς παράστασης ή τήρησης σιωπής, που συνιστά απάτη εντός της έννοιας του άρθρου 17, η σύμβαση, παρόλα αυτά, δεν είναι ακυρώσιμη, αν το μέρος του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό, ήταν σε θέση να ανακαλύψει την αλήθεια καταβάλλοντας τη συνήθη επιμέλεια.». Ο Ενάγων όχι μόνο δεν κατέβαλε την συνήθη επιμέλεια αλλά ούτε καν διάβασε τις αιτήσεις που υπέγραψε. Απλή ανάγνωση των αιτήσεων, αλλά και των ενημερωτικών δελτίων, λαμβανομένου υπόψη και του ιστορικού της επενδυτικής δραστηριότητας του Ενάγοντα, θα του απεκάλυπτε ή, τουλάχιστον, θα τον έκανε να υποψιαστεί, την ύπαρξη κινδύνων, ακόμα και αν δεν είχε ειδικές γνώσεις επί επενδυτικών ζητημάτων, ούτως ώστε να διερευνούσε το ζήτημα περαιτέρω, αν και αντικειμενικά δεν απαιτούνται τέτοιες γνώσεις για να αντιληφθεί κανείς τη φύση των επίδικων συναλλαγών και τους ενεχόμενους κινδύνους.

 

Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εξ υπαρχής ακύρωσης της απόκτησης των επίδικων χρεογράφων και αξιογράφων. Με την υπογραφή των αιτήσεων, ο Ενάγων αποδέχτηκε όλα όσα αναφέρονται σε αυτές, ασχέτως αν οι αριθμοί λογαριασμού, τα ποσά κ.τ.λ. δεν συμπληρώθηκαν από τον ίδιο, αφού ουδέν ισχυρισμό περί μεταγενέστερης συμπλήρωσης τους προέβαλε.

 

Ως λέχθηκε στην Εργατίδη ν Γενικού Εισαγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Εφ. Αρ. 293/12, ημ. 7/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:A67, «[η] γενική αρχή είναιότι η υπογραφή δεσμεύει (Saunders v.  Anglia Building Society [1971] AC 1004,  The Cyprus Development Bank Ltd v.  KriniEvangelou Kyriacou  (1989) 1 AAΔ.96, Αναστασία Θεοδόση Αναστασίου ή David Guy ν. Χριστίνας Θεοδόση Μιχαηλούδη (1998) 1 ΑΑΔ 264, Τουτζικιάν κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Χρηματοδοτήσεις Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 1240).  Είναι πολύ στενά τα περιθώρια ώστε να αποφύγει κάποιος την ευθύνη που εκ πρώτης όψεως δημιουργεί η υπογραφή του, κατάσταση που έρχεται σε αντίθεση με την επιβεβλημένη εμπιστοσύνη στις έγγραφες συμφωνίες και πράξεις και συνεπώς με την αναγκαία εμπιστοσύνη και ασφάλεια στις συναλλαγές. Κατ΄αρχάς θα πρέπει εκείνος που επιδιώκει να αποδεσμευθεί από τις συνέπειες που κανονικά επιφέρει η υπογραφή του, να καταδείξει, στα πλαίσια της υπεράσπισης non est factum, ότι η υπογραφή του τέθηκε λόγω ανικανότητας, ως η τυφλότητα ή ο αναλφαβητισμός, ή λόγω παραπλάνησης ήδόλου,  παρά την επιμέλεια και προσοχή που επέδειξε.  Θα πρέπει, επίσης, το έγγραφο να είναι εντελώς διαφορετικό, υπό την έννοια ότι εντάσσεται σε διαφορετική κατηγορία εγγράφων.».

 

Όχι μόνο ο Ενάγων δεν απέδειξε ότι παραπλανήθηκε ή καταδολιεύτηκε αλλά ούτε και έπεισε ότι επέδειξε την οποιαδήποτε προσοχή και επιμέλεια. Η μαρτυρία του ίδιου καταδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Αυτονόητο είναι, δε, πως η παράλειψη του να διαβάσει προσεκτικά τις αιτήσεις ουδόλως τον απαλλάσσει από την ευθύνη που έχει στη βάση αυτών (Βυρίδου ν Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Εφ. 217/2013, ημ. 26/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:A479).

 

Το επόμενο ζήτημα αφορά στην ισχυριζόμενη παράβαση από μέρους της Εναγομένης 1 των θέσμιων καθηκόντων της που απορρέουν από τον Νόμο, ως ίσχυε κατά την μέρα υπογραφής των αιτήσεων για την απόκτηση των επίδικων χρεογράφων και αξιογράφων.

 

Αφενός, η πλευρά του Ενάγοντα υποστηρίζει ότι ο πιο πάνω Νόμος τυγχάνει εφαρμογής και στις περιπτώσεις όπου τα χρεόγραφα και αξιόγραφα αποκτούνται απευθείας από τον εκδότη, ως η υπό εξέταση περίπτωση. Αφετέρου, η πλευρά της Εναγομένης 1, στηριζόμενη στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, Θεοδότου ν Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., Πολ. Εφ. Αρ. 294/19, ημ. 12/4/2024, όπου τέθηκαν οι ίδιες θέσεις, υποστηρίζει το αντίθετο.

 

Το Εφετείο στην Θεοδότου (ανωτέρω) ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Στην προκειμένη περίπτωση η πρόθεση του νομοθέτη από την παράθεση του άρθρου 3(2)(ι)(ια) του Νόμου 144(Ι)/2007 όπως παρατίθεται στη σελίδα 15 της απόφασης μας (σελ. 40-41 της εκκαλούμενης απόφασης) είναι ξεκάθαρος και επομένως είναι ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή του Ν.144(Ι)/2007 είναι η παροχή επενδυτικών  υπηρεσιών σε επαγγελματική βάση, δηλαδή η ύπαρξη σχέσης επενδυτή και παρόχου επενδυτικών υπηρεσιών ως επίσης ότι η παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας έξω από το πλαίσιο αυτό εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του Νόμου.

 

Σύμφωνα με τον Ν.144(Ι)/2007 (άρθρο 2(1)) ««εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών» σημαίνει τη διαμεσολάβηση στη σύναψη συμφωνιών αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσοτέρων χρηματοιοκονομικών μέσων για λογαριασμό πελατών». Σε περίπτωση επομένως που ο αγοραστής αγοράζει το προϊόν απευθείας από τον πωλητή, όπως στην παρούσα υπόθεση όπου η εφεσίβλητη 1 ήταν ο εκδότης των τίτλων, δεν υπάρχει διαμεσολάβηση και επομένως ο πωλητής δεν μπορεί να θεωρηθεί πάροχος των υπηρεσιών εν τη εννοία του Νόμου. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί εξ αντιδιαστολής και η αιτιολογική σκέψη 45 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ γνωστής ως MiFΙD II που αντικατέστησε την Οδηγία 2004/39/ΕΚ η οποία έχει ως ακολούθως:

 

«(45)  Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα που διανέμουν χρηματοπιστωτικά  μέσα τα οποία εκδίδουν τα ίδια θα πρέπει να υπόκεινται στην παρούσα οδηγία όταν παρέχουν επενδυτικές συμβουλές στους πελάτες τους. Προκειμένου να περιοριστεί η αβεβαιότητα και να ενισχυθεί η προστασία των επενδυτών, συνιστάται η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας όταν, στην πρωτογενή αγορά, οι επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα διανέμουν χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται από αυτά χωρίς την παροχή συμβουλώνΓια τον σκοπό αυτόν, ο ορισμός της επενδυτικής υπηρεσίας εκτέλεσης εντολών για λογαριασμό πελατών θα πρέπει να διευρυνθεί».

 

Ομοίως στο άρθρο 2(1) του Ν.87(1)/17 που με τις επιφυλάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 104, κατάργησε το Ν.144(1)/2007, δίδεται ο ακόλουθος νέος ορισμός, που είναι ουσιαστικά ο ίδιος με τον ορισμό που δίδει η Οδηγία 2014/65/ΕΕ (άρθρο 4(1)(5):

 

«εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών» σημαίνει τη διαμεσολάβηση στη σύναψη συμφωνιών αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσοτέρων χρηματοοικονομικών μέσων για λογαριασμό πελατών, και περιλαμβάνει τη σύναψη συμφωνιών πώλησης χρηματοοικονομικών μέσων που εκδίδονται από ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα κατά τη στιγμή της έκδοσής τους».

 

 (Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η ως άνω αιτιολογική σκέψη αναφέρεται στην ανάγκη διεύρυνσης του ορισμού της επενδυτικής υπηρεσίας εκτέλεσης εντολών για λογαριασμό πελατών ούτως ώστε να καλύπτει και τις περιπτώσεις που στην πρωτογενή αγορά, οι επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα διανέμουν χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται από αυτά χωρίς την παροχή συμβουλών, κάτι που δεν καλυπτόταν από την Οδηγία 2004/39/ΕΚ.

 

Τα ίδια ισχύουν και για το νέο ορισμό που δίδεται από το Ν.87(1)/2017 ο οποίος φαίνεται να καλύπτει το κενό που υπήρχε με το Ν.144(1)/2007.

 

Είναι επίσης ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το γεγονός ότι  η εφεσίβλητη δεν έλαβε ειδική αμοιβή για την εκτέλεση των οδηγιών του εφεσείοντα, αποτελεί στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της πιο πάνω κατάληξης του. Το γεγονός ότι η αγορά των τίτλων από τον εφεσείοντα λειτούργησε προς όφελος της εφεσίβλητης 1 αφού, σύμφωνα με την πλευρά του εφεσείοντα, αφορούσε την κεφαλαιακή επάρκεια της δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα αφού δεν μπορεί σε οποιαδήποτε περίπτωση το στοιχείο αυτό να θεωρηθεί ειδική αμοιβή.».

 

Η συνήγορος του Ενάγοντα παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-688/15 και C-109/16, Anisimoviene κ.α. ν bankas «Snoras» ΑΒ κ.α., ημ. 22/3/2018. Σχετικά είναι τα όσα αναφέρονται στις παρ. 57-69. Το ΔΕΕ κατέληξε (παρ. 69) ότι «…η σύναψη εκ μέρους πιστωτικού ιδρύματος συμβάσεων με τους πελάτες του για την εγγραφή προς αγορά των νέων κινητών αξιών που θα εκδώσει το ίδρυμα αυτό συνιστά επενδυτική υπηρεσία, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 2, της οδηγίας MiFID.», το οποίο ενσωματώθηκε στο α. 2 του ημεδαπού Νόμου σε σχέση με τον ορισμό των «επενδυτικών υπηρεσιών» και «επενδυτικών δραστηριοτήτων».

 

Ακόμα κι αν ήθελε υιοθετηθεί η θέση του Ενάγοντα περί εφαρμογής του Νόμου στην περίπτωση του, η αγωγή του δεν μπορεί να επιτύχει. Εξηγώ.

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, οι επενδυτικές υπηρεσίες που ο Ενάγων ισχυρίζεται ότι του παρείχε η Εναγόμενη 1 ήταν η παροχή επενδυτικής συμβουλής και η λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση της εντολής του για την αγορά των επίδικων χρεογράφων και αξιογράφων.

 

Σε ό,τι αφορά την επενδυτική συμβουλή, υπογράφοντας, την αίτηση απόκτησης των Χρεογράφων, Τεκμήριο 25, ο Ενάγων αποδέχτηκε και δήλωσε τα ακόλουθα:

 

«…δεν μου/μας έχει παρασχεθεί επενδυτική συμβουλή από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε υπάλληλο της για τα Μετατρέψιμα Χρεόγραφα της παρούσας έκδοσης.».

 

Τα ίδια αποδέχτηκε υπογράφοντας και την αίτηση για την απόκτηση των ΜΑΚ, Τεκμήριο 26, με αντίστοιχη αναφορά σε αυτά.

 

Σε σχέση, δε, με τα ΜΑΕΚ, στην αίτηση για την απόκτηση τους, Τεκμήριο 27, ενυπογράφως ο Ενάγων αποδέχτηκε τα ακόλουθα:

 

«…δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης και/ή την απόφαση μου για υποβολή της παρούσας Αίτησης για Εγγραφή.».

 

Προκύπτει, επομένως, ότι ο Ενάγων ενυπογράφως και ρητώς αποδέχτηκε ότι δεν του παρασχέθηκε επενδυτική συμβουλή και ως εκ τούτου κωλύεται να ισχυρίζεται εκ των υστέρων το αντίθετο. Οι υπογραφείσες δηλώσεις, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη από μέρους του Ενάγοντα, είναι τόσο σαφείς που δεν αφήνουν οποιοδήποτε περιθώριο αμφισβήτησης τους και, συναφώς, ο Ενάγων απέτυχε να ανατρέψει το τεκμήριο δέσμευσης του από αυτές.

 

Ως εξηγείται στην Χατζηστυλλή ν Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2012) 1 ΑΑΔ 989, το κώλυμα εκ δηλώσεως σε έγγραφο (estoppel by deed) είναι κανόνας απόδειξης, ο οποίος θεμελιώνεται στη βάση της αρχής ότι σαφής δήλωση ή δέσμευση σε έγγραφο πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεσμευτική μεταξύ των μερών και επομένως ως μη επιδεχόμενη οποιασδήποτε απόδειξης που να την αντικρούει. Αναφέρθηκαν, περαιτέρω, τα εξής:

 

«Όταν διάδικος έχει αναλάβει εγγράφως δέσμευση, δεν μπορεί στη συνέχεια να ισχυριστεί ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στο συγκεκριμένο έγγραφο δεν είναι ορθά. Όπως έχει προσφυώς αναφερθεί στην αγγλική υπόθεση Gallie v. Lee [1971] A.C. 1004, το πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο, έχει την ευθύνη να προσέχει τι υπογράφει και εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ευθύνη του με βάση το έγγραφο και σύμφωνα με το περιεχόμενό του.

Ο κανόνας του νόμου της απόδειξης ότι δεν επιτρέπεται η αποδοχή μαρτυρίας που αντικρούει ή τροποποιεί τους όρους εγγράφου, αναπτύχθηκε για να προσδώσει βεβαιότητα στις καθημερινές συναλλαγές (Polykarpou v. Polykarpou (1982) 1 C.L.R. 182).

Το όλο θέμα δεν έχει σχέση με την αξιοπιστία του εφεσείοντα, αλλά με την αδυναμία του να προωθήσει την αγωγή του λόγω κωλύματος. Δεν ενδιαφέρουν οι προθέσεις του, ούτε και οι συλλογισμοί που ακολούθησε πριν υπογράψει. Γεγονός παραμένει η υπογραφή της δήλωσης απαλλαγής «σε σχέση με οποιαδήποτε πράξη, ενέργεια, αιτία, υπόθεση ή οτιδήποτε πράγμα, μέχρι και συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας του παρόντος».

Ο εφεσείων έφερε το βάρος απόδειξης ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα δεν τον δεσμεύουν και δεν αφορούσαν την παρούσα αγωγή, αφού δημιουργείται τεκμήριο δέσμευσης το οποίο θα έπρεπε να είχε ανατρέψει. Οι ισχυρισμοί του ότι τα έγγραφα απαλλαγής που υπογράφηκαν, αφορούσαν μόνο την πρόωρη αφυπηρέτησή του και το Ταμείο Προνοίας, δεν υποστηρίζεται και ουδόλως βρίσκει έρεισμα στο λεκτικό των υπό εξέταση εγγράφων. Αντίθετα, γίνεται σαφής αναφορά σε οποιαδήποτε διαφορά οποιασδήποτε φύσης, καθώς και σε δικαστικές ή άλλες διαδικασίες, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη δικαιωμάτων.».

 

(Δέστε, επίσης, Διόνας ν Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. (2016) 1 ΑΑΔ 1235, Viamax Group Ltd v Pantelides Bros Constructions Ltd, Εφετείο, Πολ. Εφ. Αρ. 60/2018, ημ. 22/9/2023, Θεοδότου (ανωτέρω))

 

Σε ό,τι αφορά τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση των εντολών του για αγορά των επίδικων χρεογράφων και αξιογράφων, ο Ενάγων παραπονείται για παράλειψη της Εναγόμενης 1 να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τα α. 18, 29, 36 και 52 του Νόμου καθώς και τις παρ. 8 και 18 της Οδηγίας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για την επαγγελματική συμπεριφορά των τραπεζών κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων, Κ.Δ.Π. 558/2007.

 

Συναφώς, το α. 143(1) του Νόμου προβλέπει ως ακολούθως:

 

«Οποιοσδήποτε ενεργεί κατά παράβαση του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, υποχρεούται να αποζημιώνει οποιοδήποτε υποστεί ζημιά ή απώλεια κέρδους ή και τα δύο, που τυχόν έχουν προκύψει λόγω ενέργειας ή παράλειψης του κατά παράβαση των υποχρεώσεων του που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006:…».

 

Η ειδική ζημιά που αξιώνει ο Ενάγων ισούται με το κεφάλαιο που ο ίδιος κατέβαλε για την αγορά των επίδικων χρεογράφων και αξιογράφων (€36,495). Σε ό,τι αφορά τα Χρεόγραφα, ουδεμία ζημιά υπέστη αφού καταβλήθηκαν στην τιμή αγοράς τους (€25,000) για την αγορά μέρους των ΜΑΚ. Ούτε και σε σχέση με τα ΜΑΚ υπέστη οποιαδήποτε ζημιά αφού τα ΜΑΚ που απέκτησε με δικά του χρήματα (€36,495) ανταλλάγησαν στην τιμή αγοράς τους για την απόκτηση ΜΑΕΚ ίσης αξίας, ως προκύπτει από τη μαρτυρία του ίδιου του Ενάγοντα. Υπό εξέταση, λοιπόν, παραμένει το κατά πόσο υπέστη ζημιά, ως το α. 143 ορίζει, σε σχέση με τα ΜΑΕΚ που απέκτησε με δικά του χρήματα (€36,495).

 

Πέραν του ότι ουδόλως τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μου σε σχέση με την ισχυριζόμενη μη συμμόρφωση της Εναγόμενης 1 με τις οργανωτικές απαιτήσεις του α. 18, στο οποίο παραπέμπει και το α. 29 σε σχέση με τη σύγκρουση συμφερόντων, δεν θεωρώ ότι δικαιολογείται η απόδοση αποζημίωσης στον Ενάγοντα εφόσον ουδόλως οι ισχυριζόμενες παραλείψεις της Εναγομένης 1 διασυνδέθηκαν αιτιωδώς με οποιαδήποτε ζημιά ή απώλεια κέρδους του. Ούτε και, ειδικότερα, οποιαδήποτε ζημιά ή απώλεια κέρδους διασυνδέθηκε με τις ισχυριζόμενες παραλείψεις σε σχέση τις υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας κατά την παροχή υπηρεσιών σε πελάτες (α. 36).

 

Όσον αφορά την εκτίμηση συμβατότητας (α. 36(δ)), η οποία, ως προκύπτει από τη μαρτυρία του ΜΥ1, δεν έγινε, οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες επιβάλλουν καθήκον ενημέρωσης μη συμβατού πελάτη περί της μη συμβατότητας του και, σε περίπτωση άρνησης του να παράσχει τις σχετικές πληροφορίες, καθήκον ενημέρωσης του για την αδυναμία του παρόχου επενδυτικών υπηρεσιών να προβεί σε εκτίμηση της συμβατότητας του. Δεν επιβάλλεται καθήκον άρνησης παροχής επενδυτικής υπηρεσίας ακόμα και σε μη συμβατούς πελάτες.

 

Στην περίπτωση του Ενάγοντα, ακόμα και αν η εκτίμηση της συμβατότητας του θα έπρεπε να γίνει και δεν έγινε, δεν μπορεί να συναχθεί στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον μου με την απαραίτητη βεβαιότητα αλλά ούτε και κατά λογική πρόβλεψη ότι δεν θα προχωρούσε με την απόκτηση των ΜΑΕΚ. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ήθελε φανεί ότι η Εναγόμενη 1 είχε, πέραν της έκδοσης και δημοσίευσης των ενημερωτικών δελτίων, επιπρόσθετο καθήκον, κατά την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας, για εκ νέου ενημέρωση του Ενάγοντα περί των κινδύνων, ως η συνήγορος του εισηγήθηκε στην γραπτή αγόρευση της στηριζόμενη στις παρ. 6(2) και 10(1) της Κ.Δ.Π. 558/2007, και παρέλειψε να το εκπληρώσει, ως και το σχετικό εύρημα.

 

Πέραν του ότι ο Ενάγων ουδέν περί της αιτιώδους σύνδεσης ισχυριζόμενων παραλείψεων-καταβολής των χρημάτων του ανέφερε ρητώς κατά τη μαρτυρία του, ενυπογράφως δήλωσε ότι «[έχει] τη γνώση και τις ικανότητες να [προβεί] στην αξιολόγηση της επένδυσής [του] σε ΜΑΕΚ» και μάλιστα «ότι αποδέχ[εται] τους Όρους Έκδοσης και αναγνωρίζ[ει] τους Παράγοντες Κινδύνου που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 5 Απριλίου 2011.» (Τεκμήριο 27). Η θέση του ότι δεν διέθετε τις οποιεσδήποτε επενδυτικές γνώσεις (παρ. 1, Έγγραφο Γ), στη βάση των αρχών του κωλύματος που αναφέρονται πιο πάνω, δεν μπορεί να προωθείται προς αναίρεση των όσων ενυπογράφως δέχτηκε. Σε ό,τι αφορά την εκτίμηση συμβατότητας, ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό που επιδιώκεται είναι να προσδιοριστεί «αν ο πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις προκειμένου να κατανοήσει τους κινδύνους που συνδέονται με το προσφερόμενο ή ζητούμενο επενδυτικό προϊόν ή υπηρεσία» (παρ. 15, Κ.Δ.Π. 558/2007), θα μπορούσε να λεχθεί ότι, με την ως άνω ενυπόγραφη δήλωση του, ο Ενάγων αποδέχτηκε ότι τα επίδικα προϊόντα ήταν συμβατά με τον ίδιο, παρά τις οποιεσδήποτε τυχόν παραλείψεις της Εναγομένης 1. Κατά την κρίση μου, επομένως, με την πιο πάνω ενυπόγραφη δήλωση του, ο Ενάγων αυτόβουλα προχώρησε στην επένδυση του κεφαλαίου του σε ΜΑΕΚ και μάλιστα, ως ενυπογράφως δήλωσε, χωρίς «οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση» από μέρους της Εναγομένης 1 (δέστε πιο πάνω).

 

Δεν θεωρώ, λοιπόν, ότι βάσιμα μπορεί να λεχθεί ότι η αιτία που προκάλεσε ή ουσιωδώς συνέβαλε στην καταβολή του κεφαλαίου του Ενάγοντα ήταν οι οποιεσδήποτε τυχόν παραλείψεις της Εναγομένης 1, εφόσον ο ίδιος ο Ενάγων, ως δήλωσε, είχε τη γνώση και τις ικανότητες να προβεί στην αξιολόγηση της επένδυσης του και αναγνώρισε τους σχετικούς παράγοντες κινδύνου. Ενόψει των πιο πάνω ενυπόγραφων δηλώσεων, η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο ο Ενάγων θα προχωρούσε στην επίδικη επένδυση του «but for» των παραλείψεων, σε περίπτωση, δηλαδή, που δεν λάμβαναν χώρα οι ισχυριζόμενες παραλείψεις, δεν μπορεί με ασφάλεια, στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον μου, να είναι αρνητική. Το βάρος για την στοιχειοθέτηση της προϋπόθεσης αυτής, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, το είχε ο Ενάγων και κατά την κρίση μου απέτυχε να το αποσείσει.

 

Επομένως, ακόμα κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι η Εναγόμενη 1 παρείχε στον Ενάγοντα την επενδυτική υπηρεσία της λήψης, διαβίβασης και εκτέλεσης της εντολής του για αγορά των ΜΑΕΚ, ως η συνήγορος του τελευταίου προέβαλε, δεν έχει αποδειχθεί ότι ο Ενάγων υπέστη οποιαδήποτε ζημιά εξαιτίας οποιασδήποτε παράλειψης της Εναγόμενης 1 ώστε να δικαιούται σε αποζημίωση δυνάμει του Νόμου.

 

Τα όσα ακολούθησαν προκύπτει να συνιστούν εφαρμογή σχετικών νομοθετικών προνοιών αφού ο Ενάγων κατ’ ουσία συμφώνησε και δεν διαφώνησε  με την υποβολή της συνηγόρου της Εναγομένης 1 ότι «οι αξίες των αξιογράφων μηδενίστηκαν σαν [sic] αποτέλεσμα των διαταγμάτων που ακολούθησαν το κούρεμα και τα οποία είχε εκδώσει η Κεντρική και η Τράπεζα Κύπρου όφειλε να ακολουθήσει.» (Κ.Δ.Π. 103/13).

 

Κατάληξη

 

Ενόψει των πιο πάνω, η αγωγή απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εναγόμενης 1 και εναντίον του Ενάγοντα, ως υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α..

 

 

(Υπ.)…………………………

Κ. Ηλία, Ε.Δ.

 

Πρωτοκολλητής

Πιστό αντίγραφο


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο