Χ. Α. κ.α. ν. Α. Π. κ.α., Αρ. Αγωγής: 2656/16, 27/8/2025
print
Τίτλος:
Χ. Α. κ.α. ν. Α. Π. κ.α., Αρ. Αγωγής: 2656/16, 27/8/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2656/16

Μεταξύ:

1.    Χ. Α.

2.    Κ. Π.

 

Εναγόντων

 

                                                         -και-

 

 

1.    Α. Π.

2.    Ο. Π.

Εναγόμενων

 

 

Ημερομηνία: 27 Αυγούστου 2025

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες:  κ. Κ. Χριστοδουλίδης

Για Εναγόμενη 1: Εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Για Εναγόμενη 2 εμφανίζεται η Εναγόμενη 1

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

(α) ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.    Οι Ενάγοντες, παιδιά της Εναγόμενης 1 και αδέλφια της Εναγόμενης 2, ενάγουν τις τελευταίες δυνάμει του άρθρου 54(2) του Κεφ. 189, με σκοπό να διοριστούν είτε οι ίδιοι είτε οποιοδήποτε πρόσωπο ή πρόσωπα το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλο, ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα τους, ο οποίος απεβίωσε άνευ διαθήκης.

 

2.    Η παρούσα αγωγή ακολούθησε την καταχώρηση ανακοπής (caveat) από τους Ενάγοντες κατά του διορισμού της Εναγόμενης 1, στα πλαίσια αίτησης διαχείρισης που είχε καταχωρήσει η Εναγόμενη 1, με σκοπό η τελευταία να λάβει τα έγγραφα διαχείρισης.

 

3.    Δια της υπεράσπισης τους στην παρούσα αγωγή, οι Εναγόμενες ισχυρίζονται ότι οι Ενάγοντες δεν είναι κατάλληλοι για διορισμό και ισχυρίζονται ότι το καταλληλότερο πρόσωπο για διορισμό, είναι η Εναγόμενη 1.

 

(β)  ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ

4.    Ισχυρίζονται οι Ενάγοντες δια της απαίτησης τους, ότι οι Εναγόμενες κατόπιν του θανάτου του κληρονομούμενου, ετσιθελικά και αυταρχικά και σε σύμπραξη μεταξύ τους άρχισαν να εμπλέκονται σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις με διάφορους κτηματομεσίτες, για την πώληση ενός ακινήτου ιδιοκτησίας του κληρονομούμενου, χωρίς οι Ενάγοντες ως νόμιμοι κληρονόμοι του αποβιώσαντος να λαμβάνουν επί τούτων ενημέρωση και πληροφόρηση. Αμφότεροι οι Ενάγοντες ζήτησαν να λάβουν ενημέρωση και γνώση αναφορικά με το ζήτημα και είχαν εκφράσει την αντίρρηση και τη διαφωνία τους σε σχέση με την επιδιωκόμενη πώληση. Πρόσθετα, οι Ενάγοντες ζήτησαν από την Εναγόμενη 1 ενημέρωση αναφορικά με την συνολική περιουσία του αποβιώσαντος, ως επίσης και ενημέρωση για τα χρέη και βάρη αυτής, πλην όμως αυτή αρνήθηκε. Σε σύμπραξη και σε συνέργεια με την Εναγόμενη 2, αποκρύπτει μέχρι σήμερα τα πάντα αναφορικά με τη περιουσία του αποβιώσαντος, προκαλώντας κατά τον τρόπο αυτόν συσκότιση γύρω από την κληρονομιά αυτού.

5.    Συνεχίζουν ότι, κατόπιν των πιο πάνω, η Εναγόμενη 1 με την υποβοήθηση της Εναγομένης 2 σκλήρυνε ακόμη περισσότερο τη στάση της και τη συμπεριφορά της εκστομίζοντας εναντίον των Εναγόντων απειλές, αντιμετωπίζοντας τους ωσαν να μην έχουν δικαιώματα επί της περιουσίας του αποβιώσαντος, δηλώνοντας τους μάλιστα πολλές φορές ότι δεν έχουν να λάβουν τίποτε πλέον από τη περιουσία του αποβιώσαντος και ότι είχαν να λάβουν το έλαβαν όταν αυτός ήτο εν ζωή. Αμφότεροι δε οι Ενάγοντες προς εξομάλυνση της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί εξ υπαιτιότητας της Εναγομένης 1 αλλά και της Εναγομένης 2, πρότειναν σε αυτές όπως διοριστεί ως διαχειριστής της περιουσίας ανεξάρτητο πρόσωπο το οποίο θα έχαιρε εμπιστοσύνης απ’ όλους τους κληρονόμους, πλην όμως αυτές αρνήθηκαν και ενέμειναν στην σκληρή και/ή εχθρική και/ή αρνητική και/ή αυταρχική στάση που τις διακατείχε και τις χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα.

6.    Ισχυρίζονται ότι οι Ενάγοντες κατόπιν της άρνησης τόσο της Εναγομένης 1, όσο και της Εναγομένης 2, προέβησαν σε μία ακόμη απέλπιδα προσπάθεια και πρότειναν σε αυτές όπως οριστούν ως συνδιαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος ο Ενάγοντας 1 και η Εναγόμενη 1. Παρά ταύτα και αυτή η προσπάθεια παρέπεσε στο κενό.

7.    Προσθέτουν ακόμη ότι η Εναγόμενη 1, σε σύμπραξη και σε συνέργεια με την Εναγόμενη 2, με τις πιο πάνω ενέργειες τους ή/και με την πιο πάνω αναφερόμενη συμπεριφορά τους, επιδιώκουν την πλήρη κάρπωση και ιδιοποίηση της κληρονομικής περιουσίας. Αφενός μεν είχαν ξεκινήσει διαδικασίες πώλησης κληρονομικού ακινήτου δίχως να είναι ενήμεροι ως προς τούτο οι ενάγοντες και, αφετέρου, ουδεμία διάθεση έχουν για συνεργασία με τους Ενάγοντες, αφού μοναδικός τους σκοπός είναι ο έλεγχος της περιουσίας του αποβιώσαντος προς εξυπηρέτηση δικών τους σκοπών και όχι για να γίνει σωστός και νόμιμος διαμοιρασμός αυτής στους κληρονόμους. Περεταίρω, η Εναγόμενη 1 όχι μόνο επιδιώκει την κάρπωση της κληρονομικής περιουσίας και τον αποκλεισμό των Εναγόντων από οτιδήποτε κληρονομικό τους δικαίωμα, αλλά στερείται επίσης της δέουσας γνώσης, εμπειρίας και ικανοτήτων με αποτέλεσμα να υπάρχει βάσιμος κίνδυνος να κακοδιαχειριστεί την εναπομείνασα κληρονομική περιουσία σε περίπτωση που χορηγηθούν σε αυτήν έγγραφα διαχείρισης.

8.    Ως εκ των πιο πάνω, αξιώνουν: (α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη 1 δεν έχει προτεραιότητα να της παραχωρηθούν έγγραφα διαχειρίσεως της περιουσίας, (β) διάταγμα δια του οποίου να απαγορεύεται η χορήγηση εγγράφων διαχείρισης στην Εναγόμενη 1, (γ) διάταγμα δια του οποίου να αναγνωρίζεται ότι οι Ενάγοντες έχουν προτεραιότητα να τους παραχωρηθούν έγγραφα διαχείρισης, (δ) διάταγμα ότι οι Ενάγοντες έχουν προτεραιότητα να τους παραχωρηθούν τα έγγραφα διαχείρισης και (ε) δήλωση και/ή διάταγμα με το οποίο να διορίζονται οι Ενάγοντες με οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο πρόσωπο ή πρόσωπα ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο μόνο του ή από μόνα τους, τα οποία ήθελαν υποδείξει οι Ενάγοντες μετά των Εναγομένων και/ή ως το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει καλό και πρέπον.

 

9.    Οι Εναγόμενες καταχώρησαν Υπεράσπιση προβάλλοντας τρεις προδικαστικές ενστάσεις προβάλλοντας ότι οι Ενάγοντες καταχώρησαν λανθασμένο εναρκτήριο μέσο, ότι δεν συμμορφώθηκαν με τη Διαταγή 2, Θεσμός 13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και ότι δεν αποκαλύπτεται αγώγιμο δικαίωμα των Εναγόντων.

 

10. Άνευ επηρεασμού των προδικαστικών τους ενστάσεων, προβάλλουν ότι οι Ενάγοντες, με σκοπό την παρακώλυση της διαδικασίας και την πρόκληση καθυστέρησης και ταλαιπωρίας προς τις Εναγόμενες, καταχώρησαν ένσταση (caveat) στην αίτηση για διορισμό ως διαχειριστή της Εναγόμενης 1. Ακολούθως καταχώρησαν την παρούσα αγωγή την τελευταία στιγμή εντός της προθεσμίας που προβλέπει ο Νόμος, η οποία είναι καταχρηστική, εκδικητική και σκοπό έχει να ταλαιπωρήσουν τις Εναγόμενες, να τους προκαλέσουν έξοδα και να καθυστερήσουν τον διορισμό της Εναγόμενης 1, ως διαχειρίστριας.

 

11. Συνεχίζουν ότι ο αποβιώσας μαζί με την Εναγόμενη 1 ενόσω ήταν εν ζωή, διατηρούσαν κοινούς λογαριασμούς και δάνεια, που τα εξασφάλισαν με σκοπό την αγορά ακίνητης περιουσίας και τα οποία δάνεια θα καταστούν σύντομα μη εξυπηρετούμενα και η τράπεζα θα προχωρήσει με αγωγές. Τα δάνεια εξασφαλίζονται σχεδόν όλα με περιουσία που ανήκει στην Εναγόμενη 1. Η Εναγόμενη 1 όχι μόνο κοιτάζει να προστατέψει τα συμφέροντα της, αλλά και τα συμφέροντα όλων των κληρονόμων, εφόσον έχει πληρώσει η ίδια μεγάλα ποσά για την εξασφάλιση νομικής συμβουλής και μελέτης οικονομολόγου εμπειρογνώμονα αναφορικά με τα κοινά δάνεια του αποβιώσαντα με την Εναγόμενη 1, όπου και αποκαλύφθηκε ότι η τράπεζα χρέωνε παράνομα και αντισυμβατικά τα κοινά δάνεια με ποσά που ξεπερνούν τις €600.000. Τα ποσά αυτά θα διεκδικηθούν ώστε να αφαιρεθούν από τα υπόλοιπα των δάνειων, με δικαστικές αγωγές. Η Εναγόμενη 1 έχει δική της περιουσία που είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από το μερίδιο της περιουσίας του αποβιώσαντα και δεν σκοπεύει να αδικήσει κανέναν από τους νόμιμους κληρονόμους του αποβιώσαντα. Έχει νομικούς συμβούλους, με αρκετή εμπειρία που την συμβουλεύουν και θα την συμβουλεύουν για την διεξαγωγή της διαχείρισης, σε περίπτωση που διοριστεί ως διαχειριστής. Οι Ενάγοντες που είναι ενήλικες κατόπιν άδειας της Εναγόμενης 1 στο παρελθόν, διαμένουν στην δική της οικία, όμως είναι αγνώμονες της καλής θέλησης και εξυπηρέτησης τους από την μητέρα τους και προσπαθούν να της κάνουν την ζωή δύσκολη, προβαίνοντας σε χειροδικία εναντίον της και εξυβρίσεις χωρίς να σέβονται την φιλοξενία που τους παρέχει. Έγιναν και σχετικές καταγγελίες στην Αστυνομία και επίσης έχει καταχωρηθεί σχετικά και η αγωγή 3449/2016 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

 

 

(γ)  ΚΟΙΝΩΣ ΑΠΟΔΕΚΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΠΙ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

12. Από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου τα εξής αποτελούν κοινώς αποδεκτά ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα:

 

(α) Οι Ενάγοντες είναι υιοί της Εναγόμενης 1 και αδέλφια της Εναγόμενης 2. Οι Ενάγοντες και η Εναγόμενη 2 ήταν παιδιά του αποβιώσαντος, Α. Π., ο οποίος απεβίωσε στις 21.9.2015, άνευ διαθήκης («ο Αποβιώσας»). Η Εναγόμενη 1 είναι μητέρα τους και η επιζώσα σύζυγος του Αποβιώσαντος. Οι διάδικοι αποτελούν τους μοναδικούς κληρονόμους της περιουσίας του Αποβιώσαντος («η Περιουσία»).

 

(β) Το έτος 2016, η Εναγόμενη 1 καταχώρησε την υπ’ αριθμό 56/16 Αίτηση Διαχείρισης, ως το Τεκμήριο 6, δια της οποίας επιχείρησε να διοριστεί διαχειρίστρια της Περιουσίας, δυνάμει του Κεφ. 189 («η Αίτηση Διαχείρισης»). Οι Ενάγοντες καταχώρησαν ανακοπή (caveat) κατά του διορισμού της, ως το Τεκμήριο 7.

 

(γ) Η Εναγόμενη 1 είναι επίσης κατά 50% μέτοχος στην εταιρεία G. E. Ltdη Εταιρεία»). Το υπόλοιπο μερίδιο 50% των μετοχών ανήκε στον Αποβιώσαντα και πλέον ανήκει στην Περιουσία. Ο Αποβιώσας ήταν διευθυντής στην Εταιρεία μέχρι και τον θάνατο του. Διευθύντρια ήταν και είναι η Εναγόμενη 1. Σε κάποιο στάδιο, μετά τον θάνατο του Αποβιώσαντος, η Εναγόμενη 1 διόρισε την Εναγόμενη 2, ως δεύτερη διευθύντρια στην Εταιρεία.

 

(δ) Η Εναγόμενη 1 είναι συνοφειλέτιδα και ενυπόθηκη εγγυήτρια πιστωτικών διευκολύνσεων που έλαβε ο Αποβιώσας και η Εταιρεία.

 

13. Συνεπώς, προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

(δ)  ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

 

14. Ως προανέφερα, κατόπιν της κοινοποίησης σε αυτούς της Αίτησης Διαχείρισης, οι Ενάγοντες καταχώρησαν ανακοπή (caveat) κατά του διορισμού της Εναγόμενης 1. Το δικαίωμα τους αυτό απορρέει από τον Κανονισμό 24 του περί Διαχειρίσεως Περιουσιών Αποβιωσάντων Διαδικαστικού Κανονισμού 1955 («ο Κανονισμός»). Σκοπός λήψης του εν λόγω διαβήματος είναι να αναχαιτίσει την χορήγηση εγγράφων διαχείρισης για την περιουσία αποβιώσαντος, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση στον ενιστάμενο (Χρίστος Τριανταφυλλίδης ν. Ayda Karaoglanian (2010) 1 A.A.Δ. 2014.) Είναι νομολογημένο ότι η βασική επιδίωξη του caveat είναι να δώσει τη δυνατότητα στον ενιστάμενο να εξασφαλίσει μαρτυρία ή σχετική νομική συμβουλή ως προς το θέμα, ώστε να έχει την περίοδο που καθορίζει ο Κανονισμός στη διάθεση του για να τοποθετηθεί τελικώς στο ζήτημα. Χρησιμοποιείται κάποτε ως ένα προκαταρκτικό στάδιο πριν την έγερση αγωγής ή ακόμη και για την επιδίωξη διατάγματος εγγύησης ή εγγυήσεων προς διασφάλιση της νόμιμης πορείας της διαχείρισης  (βλ. Τριανταφυλλίδης και σύγγραμμα Williams, Mortimer and Sunnucks “Executors, Administrators and Probate, 20η έκδοση, σελ. 474.)

 

15. Σύμφωνα με το άρθρο 54(2) του Κεφ. 189 oπoιoδήπoτε πρόσωπo καταχώρησε αvακoπή (caveat), δύvαται vα εγείρει διαδικασία για τη χoρήγηση επικύρωσης διαθήκης ή διαχείρισης είτε με αγωγή είτε με αvταπαίτηση. Είναι στα πλαίσια αυτά που καταχωρήθηκε η παρούσα αγωγή, η οποία συνιστά κληρονομική αγωγή (“probate action”), εν τη εννοία της Διαταγής 2 Κ. 13 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ενόψει της φύσης των ισχυρισμών της (βλ. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ (1997) 1 ΑΑΔ 751, ΘΕΟΝΙΤΣΑ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΡΜΟΓΕΝΟΥΣ κ.ά. ν. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΕΡΜΟΓΕΝΟΥΣ κ.ά. Αρ. Αγωγής 1932/11, 30.4.2012, υπό Έντιμη Λ. Δημητριάδου – Ανδρέου, Α.Ε.Δ (ως ήταν τότε) και σύγγραμμα του Δρα Α. Κ. Αιμιλανίδη, «Κυπριακό Κληρονομικό Δίκαιο», 3η έκδοση (2017) στη σελ. 218).  Είναι για τον λόγο αυτόν που επί της αγωγής επισυνάπτεται και η ένορκη δήλωση που προνοείται δυνάμει της Διαταγής 2 κ. 13, ήτοι, για σκοπούς επαλήθευσης του κλητηρίου εντάλματος.

 

16. Κατά την ακρόαση μιας τέτοιας αγωγής, εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 54(3) του Κεφ. 189, στo μέτρo πoυ είvαι δυvατό, oι Διαδικαστικoί Καvovισμoί πoυ ισχύoυv εκάστoτε σε διαδικασίες αγωγώv. Επίσης, στη βάση της ίδιας πρόνοιας, τo Δικαστήριo δύvαται vα διατάξει τη γεvική διαχείριση της κληρovoμιάς από τo Δικαστήριo ή αvτί αυτής, vα εκδώσει oπoιoδήπoτε διάταγμα τo oπoίo τo Δικαστήριo δύvαται vα εκδίδει με εvαρκτήρια κλήση (originating summons) ή vα χoρηγήσει παραχωρητήριo επικύρωσης διαθήκης ή διαχείρισης ή vα αρvηθεί oπoιαδήπoτε αξίωση για τηv έκδoση παραχωρητηρίoυ. Ακόμη, σύμφωνα δε με το άρθρο 17 του Κεφ. 189, το Δικαστήριο έχει ευρείες εξουσίες στα πλαίσια διορισμού διαχειριστή, αφού λάβει υπόψιν του τα συμφέροντα της περιουσίας και των κληρονόμων (βλ. Αναφορικά με τη HURMUS MEHMET HELVADJI Αρ. Αίτησης 180/01, 8.9.2005 (υπό Έντιμο Χ. Ι. Πογιατζή, Α.Ε.Δ., ως ήταν τότε). Παραθέτω εδώ αυτούσια την εν λόγω πρόνοια:

 

«Κατά τη χoρήγηση διαχείρισης τo Δικαστήριo λαμβάvει υπόψη τα δικαιώματα κάθε πρoσώπoυ πoυ έχει συμφέρov στηv κληρovoμιά τoυ απoθαvόvτoς ή στo πρoϊόv της πώλησης αυτής, και ειδικότερα διαχείριση με επισυvημμέvη διαθήκη δύvαται vα χoρηγηθεί σε κληρoδόχo, και oπoιαδήπoτε τέτoια διαχείριση δύvαται vα περιoρίζεται με oπoιoδήπoτε τρόπo ως τo Δικαστήριo ήθελε κρίvει σκόπιμo. Νoείται ότι (α) όταv o απoθαvώv κληρovoμείται καθ' oλoκληρία εξ αδιαθέτoυ, η διαχείριση χoρηγείται σε έvα ή περισσότερα πρόσωπα πoυ έχoυv συμφέρov στo εvαπoμείvαv μέρoς της κληρovoμιάς (residuary estate) τoυ απoθαvόvτoς, αv υπoβάλoυv αίτηση για τo σκoπό αυτό (β) αv λόγω της αφερεγγυότητας της κληρovoμιάς τoυ απoθαvόvτoς ή λόγω oπoιωvδήπoτε άλλωv ειδικώv περιστάσεωv, φαίvεται στo Δικαστήριo αvαγκαίo ή πρόσφoρo vα διoρίσει ως διαχειριστή πρόσωπo άλλo από τo πρόσωπo τo oπoίo, ελλείψει της διάταξης αυτής, θα δικαιoύτo κατά vόμo στη χoρήγηση της διαχείρισης, τo Δικαστήριo δύvαται κατά τη διακριτική τoυ εξoυσία, αvεξάρτητα από oπoιαδήπoτε διάταξη τoυ Νόμoυ αυτoύ, vα διoρίσει ως διαχειριστή πρόσωπo τo oπoίo κρίvει κατάλληλo, και oπoιαδήπoτε διαχείριση πoυ χoρηγήθηκε δυvάμει της διάταξης αυτής δύvαται vα περιoρίζεται με oπoιoδήπoτε τρόπo ως τo Δικαστήριo ήθελε κρίvει σκόπιμo.»

 

17. Στα πλαίσια της ευρείας διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν τα όσα διαλαμβάνονται στον Κανόνα 31 του Κανονισμού, σύμφωνα τον οποίο, εκεί όπου ο αποθανών δεν άφησε διαθήκη, όπως στην προκείμενη περίπτωση, τα παραχωρητήρια έγγραφα θα παραχωρούνται, με σειρά προτεραιότητας στα εξής πρόσωπα: (1) σύζυγος και (2) τα τέκνα του, κλπ.

 

18. Σύμφωνα ακόμη με το άρθρο 58 του Κεφ. 189, σε κάθε θέμα πρακτικής ή διαδικασίας σε οποιοδήποτε Δικαστήριο, για το οποίο δεν γίνεται πρόνοια στο Κεφ. 189 ή στον Κανονισμό, εφαρμόζεται η εκάστοτε πρακτική και διαδικασία του Τμήματος Επικύρωσης Διαθηκών του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αγγλίας (βλ. Χριστάκη Σύγγελλου ν. Πανίκου Γ. Λοΐζου κ.ά. Πολ. Εφ. Ε120/13, 21.12.2017 και Ευστρατίου, ανωτέρω).

 

19. Το λεκτικό του Κανόνα 31 του Κανονισμού, αντανακλά τον Κανόνα 22 των αγγλικών Non-Contentious Probate Rules 1987”. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Tristram and Coote, “Probate Practice”, 32η έκδοση (2020) (“Tristram and Coote”) στη σελ. 285, παρ. 6.100, με παραπομπή στους σχετικούς αγγλικούς κανονισμούς,(i)f the interstate leaves a surviving spouse or civil partner, he or she is entitled to a grant of letters of administration in priority to any other person” (βλ. επίσης σελ. 602 – 603).

 

20. Παρέχεται όμως δυνάμει της αγγλικής διαδικασίας στο Δικαστήριο, η διακριτική ευχέρεια να παρακάμψει την προαναφερθείσα σειρά προτεραιότητας. Η εν λόγω εξουσία του Δικαστηρίου πηγάζει από το άρθρο 116 του Senior Courts Act 1981. Ο κανονισμός 52 των αγγλικών Non-Contentious Probate Rules 1987” χαρακτηρίζει την σχετική εξουσία του Δικαστηρίου ως την παραχώρηση εγγράφων διαχείρισης «δυνάμει της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου» (“under the discretionary powers of the court”), λεκτικό το οποίο αντανακλά το λεκτικό του ίδιου του άρθρου 17 του Κεφ. 189.

 

21. Ζητήματα παράκαμψης της νενομισμένης προτεραιότητας εξετάστηκαν και κρίθηκαν σε σωρεία αγγλικών υποθέσεων όπου τα μέρη υιοθετούσαν διαφορετικές απόψεις ως προς το κατά πόσο μπορεί να παρακαμφθεί η προτεραιότητα αυτή, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις. Ενδεικτικά παραπέμπω στις King v. King [2023] EWHC 2822, Re estate of McDonald (deceased) Pegler and others v McDonald and another [2022] EWHC 2405, Adepoju v Akinola [2016] EWHC 3160 και Read v Hoarean [2024] EWHC 3274.  

 

22. Υπό το φως των πιο πάνω δεν με βρίσκει σύμφωνη η θέση του συνηγόρου των Εναγόντων, ότι η καταχώρηση της αγωγής, από μόνη της, συνιστά σημείο ανατροπής της σειράς προτεραιότητας που καθορίζεται από τον Κανόνα 31 του Κανονισμός.

 

23. Υιοθετώ την αντίστοιχη αγγλική πρακτική, η οποία ναι μεν πηγάζει από  πρωτογενή και δευτερογενή νομοθεσία, η οποία όμως τυγχάνει εφαρμογής ως αποκρυσταλλωμένη αγγλική «πρακτική ή διαδικασία», ως το ίδιο το άρθρο 58 του Κεφ. 189 προνοεί.

 

24. Επομένως, το ερώτημα είναι κατά πόσο συντρέχουν λόγοι παράκαμψης της Εναγόμενης 1, ως Διαχειρίστριας.

 

25. Έχοντας το πιο πάνω πλαίσιο κατά νουν, στρέφομαι σε συνοπτική παράθεση των ουσιωδών σημείων, από την ενώπιον μου προσκομισθείσα μαρτυρία.

 

(ε)  ΣΥΝΟΨΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

26. Για τους Ενάγοντες κατέθεσαν οι ίδιοι (ΜΕ1 και ΜΕ2, αντίστοιχα). Για τις Εναγόμενες κατέθεσαν η Εναγόμενη 1 (ΜΥ1) και ο κ. Γιώργος Αγγελίδης (ΜΥ2), δικηγόρος, ο οποίος χειριζόταν την παρούσα αγωγή μεταξύ των ετών 2018 – 2021. Κατέθεσε επίσης και η κα Φρόσω Γέρου (ΜΥ3), επίσης δικηγόρος, η οποία χειρίζεται άλλες αγωγές, εκ μέρους της Εναγόμενης 1. Τέλος, κατέθεσε και η ίδια η Εναγόμενη 2 (ΜΥ4). Οι ΜΕ1, ΜΕ2, ΜΥ1, ΜΥ3 και ΜΥ4 κατέθεσαν γραπτές δηλώσεις ως μέρος της κυρίως εξέτασης τους, οι οποίες σημειώθηκαν ως Έγγραφα Α μέχρι Ε, αντίστοιχα. Ο ΜΕ1 κατά την κυρίως εξέταση του κατέθεσε τα Τεκμήρια 1 μέχρι 10. Η ΜΥ1 κατέθεσε τα Τεκμήρια 11 μέχρι 25, ο ΜΥ2 κατέθεσε το Τεκμήριο 26, η ΜΥ3 κατέθεσε τα Τεκμήρια 27 μέχρι 42 και η ΜΥ4 κατέθεσε τα Τεκμήρια 43 μέχρι 52.

 

     i.        Σύνοψη μαρτυρίας Ενάγοντα 1 (ΜΕ1)

 

27. Κατά την κυρίως εξέταση του, ο ΜΕ1 κατέθεσε ότι οι Εναγόμενες υπήρξαν εχθρικές απέναντι στους Ενάγοντες, από τον καιρό που ο πατέρας τους βρισκόταν σε ογκολογικό κέντρο, λίγο πριν από τον θάνατό του. Ειδικότερα, κατέθεσε ότι λίγο πριν από τον θάνατό του, οι Εναγόμενες ξεκίνησαν συζητήσεις και διαπραγματεύσεις με κτηματομεσίτες για την πώληση ενός κληρονομικού ακινήτου, χωρίς να ενημερώσουν τους Ενάγοντες. Ως κληρονόμοι, ζήτησαν να ενημερωθούν από την Εναγόμενη 1 για τις ενέργειες αυτές. Πρόσθετα, της ζήτησαν να τους ενημερώσει για τα περιουσιακά στοιχεία που ενέπιπταν στην περιουσία του Αποβιώσαντος. Όμως, αμφότερες αποκρύπτουν πληροφορίες από τους Ενάγοντες, κρατώντας τους στο σκοτάδι. Η Εναγόμενη 1 τους ανέφερε πολλές φορές ότι οι Ενάγοντες δεν έχουν κανένα δικαίωμα να λάβουν οτιδήποτε από την περιουσία του Αποβιώσαντος. Κατέθεσε ότι η όλη εχθρική συμπεριφορά της Εναγόμενης 1 αποτυπώνεται σε επιστολή την οποία τους απέστειλε περί την 16.9.2015, την οποία υπέγραψε και η Εναγόμενη 2. Την εν λόγω επιστολή κατέθεσε ως Τεκμήριο 1. Πρόσθετα, συνέχισε, εν αγνοία των Εναγόντων, η Εναγόμενη 1 προέβη σε αντικατάσταση του Αποβιώσαντος ως διευθυντή της Εταιρείας, από την Εναγόμενη 2. Προς επίρρωση των εν λόγω θέσεων του κατέθεσε ως Δέσμη Τεκμηρίων 2, εταιρικά έγγραφα που αφορούν την εν λόγω εταιρεία.

 

28. Αναφέρθηκε ακόμη και στο γεγονός ότι οι Ενάγοντες δάνεισαν στην Εναγόμενη 1, διάφορα ποσά τα οποία δεσμεύτηκε να τους αποπληρώσει, επικαλούμενη οικονομικές δυσκολίες, τα οποία ουδέποτε τους επέστρεψε. Προς επίρρωση της πιο πάνω θέσης του κατέθεσε τραπεζικά έγγραφα, ως Τεκμήρια 3 και 4. Κατέθεσε και ως Τεκμήριο 5, αντίγραφο ένορκης δήλωσης της Εναγόμενης 1, δια της οποίας, ως εισηγήθηκε, η Εναγόμενη 1 αποδέχεται την ύπαρξη του χρέους της προς τους Ενάγοντες στα πλαίσια της αγωγής  3449/16 που εγέρθηκε από τους Ενάγοντες και αφορά το πιο πάνω κατ’ ισχυρισμό δάνειο.

 

29. Συνεχίζει ότι οι Ενάγοντες, δεν έχουν καμία  γνώση ως προς το τί συμβαίνει και ποια είναι η κατάσταση του κοινού λογαριασμού της Εναγόμενης 1 και του Αποβιώσαντος, αφού η Εναγόμενη 1 αρνείται και δεν τους ενημερώνει γενικά για το οτιδήποτε αφορά την Περιουσία. Εκτός τούτου, βαρύνει την Εταιρεία με προσωπικά της έξοδα (λογαριασμούς τηλεφώνων, άδειες κυκλοφορίας, αυτοκινήτων κ.ά.) χωρίς να τους ενημερώνει για αυτά. Κατέθεσε ακόμη ότι από την καταχώρηση της ανακοπής (caveat) εισηγήθηκαν προς την Εναγόμενη 1, όπως διοριστεί από κοινού διαχειριστής κοινής αποδοχής ή να διοριστεί η ίδια μαζί με έναν εξ αυτών, εισήγηση η οποία απορρίφθηκε κατηγορηματικά από την Εναγόμενη 1. Αντιθέτως, η Εναγόμενη 1, με σκοπό να δημιουργήσει δυσμενείς συνθήκες σε βάρος τους, καταχώρησε την Αγωγή με αρ. 3449/16, η οποία εμπεριέχει σωρεία ψευδών ισχυρισμών σε βάρος των Εναγόντων, περί δήθεν βιαιοπραγίας τους προς την ίδια. Στα πλαίσια αυτά αιτήθηκε και προσωρινό διάταγμα και εκδόθηκε σχετική απόφαση, υπό τον όρο ότι καταβληθούν τα οφειλόμενα από την Εναγόμενη 1 προς τους Ενάγοντες ποσά. Αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος, της έκθεσης απαίτησης και της προαναφερθείσας απόφασης του Δικαστηρίου, κατατέθηκαν και σημειώθηκαν ως Τεκμήριο 8. Παρά τούτο, όμως, οι Εναγόμενες τους εξανάγκασαν σε αποχώρηση από την πατρική τους κατοικία, κάνοντας την εκεί διαμονή τους αφόρητη. Προσθέτει ακόμη ότι η απαίτηση της Εναγόμενης 1 στην αγωγή με αρ. 3449/16 έχει αποσυρθεί στις 17.5.2024. Είναι η θέση των Εναγόντων ότι η προαναφερθείσα αγωγή καταχωρήθηκε λόγω της ειδοποίησης ανακοπής (caveat) που καταχώρησε η Εναγόμενη 1, ώστε να τους εξαναγκάσει να αποσυρθούν από τα δικαιώματά τους. Οι Εναγόμενες, συνεχίζει, εξ αρχής τους απειλούσαν ότι αν δεν τους αφήσουν να κάνουν αυτό που οι ίδιες θέλουν, θα φορτώνουν τους Ενάγοντες με περιττά έξοδα μέσω συνεχιζόμενων δικαστικών διαδικασιών, έξοδα που υπολόγιζαν ότι δεν θα μπορούσαν οι Ενάγοντες να επωμιστούν.

 

30. Η δόλια συμπεριφορά της Εναγόμενης 1, συνεχίζει, προκύπτει και από το γεγονός ότι ενόσω εκκρεμούσε η παρούσα αγωγή, η ίδια επιχείρησε κατ’ επανάληψη να επηρεάσει το κληρονομικό μερίδιο των Εναγόντων, μέσω προσπάθειας αποξένωσης περιουσίας της Εταιρείας, μέτοχος στην οποία ήταν και ο Αποβιώσας, χωρίς όμως να τους ενημερώσει. Προς επίρρωση της πιο πάνω θέσης του, κατέθεσε ως Τεκμήριο 9, αντίγραφο εντύπου εξουσιοδότησης προς συγκεκριμένο κτηματομεσιτικό γραφείο το οποίο υπέγραψε και σκοπό είχε την εξεύρεση αγοραστή από κτηματομεσίτη για ακίνητο που ανήκε στην Εταιρεία. Το εν λόγω έγγραφο το εντόπισε τυχαία αφημένο στην πατρική τους οικία και ενόψει τούτου οι Ενάγοντες αποτάθηκαν στο Δικαστήριο και εξασφάλισαν προσωρινό διάταγμα μη αποξένωσης στα πλαίσια της παρούσας αγωγής («το Προσωρινό Διάταγμα»). Αντίγραφο του προσωρινού διατάγματος που εκδόθηκε και εν συνεχεία κατέστη απόλυτο, κατέθεσε ως Τεκμήριο 10. Συνεχίζει ότι η Εναγόμενη 2 περιλήφθηκε στην αγωγή ως αναγκαία διάδικος καθότι είναι μία εκ των κληρονόμων του Αποβιώσαντος και θα έπρεπε να λάβει γνώση της παρούσας διαδικασίας. Σημειώνει την πεποίθηση του ότι είναι εμφανές ότι η Εναγόμενη 1 όχι μόνο δεν είναι ικανή να διαχειριστεί την περιουσία του Αποβιώσαντος αλλά επιπλέον έχει δόλιες και κακόπιστες προθέσεις σε βάρος των Εναγόντων και δεν ενδείκνυται ο διορισμός της ως η μόνη διαχειρίστρια της περιουσίας του Αποβιώσαντος αφού, ως τέτοια, θα παραβλάψει τα συμφέροντα της διαχείρισης αλλά και των Εναγόντων, ως κληρονόμων.

 

31. Αντεξεταζόμενος ρωτήθηκε ως προς τα ποσά που δανειοδότησε, τις γνώσεις του αναφορικά με το Κεφ. 189 και για τη διαδικασία που καταχωρήθηκε στα πλαίσια της Αίτησης Διαχείρισης. Επανέλαβε τις θέσεις του ως προς τις ενέργειες της Εναγόμενης 1 να επιχειρήσει να πωλήσει κληρονομούμενο ακίνητο και να διορίσει την Εναγόμενη 2 ως διευθύντρια της Εταιρείας, ενέργειες τις οποίες χαρακτήρισε ως παράνομες και άδικες. Ερωτηθείς κατά πόσο γνωρίζει ότι η περιουσία του Αποβιώσαντος είναι μικρή και βεβαρημένη και ότι η Εναγόμενη 1 την έχει εγγυηθεί με το σπίτι της, απάντησε ότι ο ίδιος τη θεωρεί αναξιόπιστη και με κίνητρα εχθρικά προς τους Ενάγοντες. Ανέφερε δε ότι ο λόγος που η ίδια επιθυμεί να εμπλακεί στη διαχείριση, είναι το γεγονός ότι η ίδια είναι ενυπόθηκη εγγυήτρια του χρέους του Αποβιώσαντος προς συγκεκριμένη τράπεζα. Ακολούθησε συζήτηση ως προς το περιεχόμενο του Προσωρινού Διατάγματος, της γνώσης που είχε ο ΜΕ1 για την περιουσία του Αποβιώσαντος τόσο πριν όσο και κατόπιν της καταχώρησης της παρούσας αγωγής, καθώς και το περιεχόμενο του καταστατικού και ιδρυτικού εγγράφου της Εταιρείας, δια της οποίας προκύπτει κατά την εισήγηση της Εναγόμενης 1, ότι ένα μέλος αποτελεί απαρτία της γενικής συνέλευσης.

 

 

    ii.        Σύνοψη μαρτυρίας Ενάγοντα 2 (ΜΥ2)

 

32. Ανάλογη ήταν και η μαρτυρία του ΜΕ2, ο οποίος, για αντίστοιχους λόγους, περιέγραψε το κλίμα εχθρικότητας που διέπει τις δύο πλευρές, από το διάστημα λίγο πριν από τον θάνατο του Αποβιώσαντος. Ο ίδιος επιχείρησε να παραχωρήσει και πρόσθετες λεπτομέρειες που αφορούν στην κατ’ ισχυρισμό δανειοδότηση των Εναγόντων προς την Εναγόμενη 1, μέρος των οποίων δεν έγιναν αποδεκτές για τους λόγους που καταγράφονται στις σχετικές ενδιάμεσες αποφάσεις του Δικαστηρίου. Δια ζώσης πρόσθεσε ότι η αποστολή του Τεκμηρίου 1 ήταν το αποκορύφωμα των μεταξύ τους δυσχερών σχέσεων, η οποία τους δόθηκε λίγες ημέρες πριν από τον θάνατο του πατέρα τους. Σε εκείνο το χρονικό σημείο, συνέχισε, η Εναγόμενη 1 συνομιλούσε με τον Αποβιώσαντα και προσπαθούσε να τον πείσει να της μεταβιβάσει περιουσία και τους το είχε ανακοινώσει, εγχείρημα όμως που δεν κατάφερε εξ ολοκλήρου. Η ίδια κατόπιν δήλωσε ότι σκοπό έχει να διαχειριστεί μόνη της την περιουσία, καθώς έχει περισσότερες ανάγκες, ότι σκοπός της ήταν να αποκληρώσει πλήρως τον Ενάγοντα 1 λόγω των κακών μεταξύ τους σχέσεων, στοιχείο με το οποίο ο Ενάγοντας 2 δήλωσε τη διαφωνία του. Έτσι, συνέχισε, ξεκίνησαν και οι κακές σχέσεις μεταξύ του ιδίου και της Εναγόμενης 1. Κατόπιν του θανάτου του πατέρα τους, η Εναγόμενη 1 διατείνετο ότι ο μόνος τρόπος να έχουν να λάβουν το οτιδήποτε ήταν να την αφήσουν να διαχειριστεί από μόνη της την Περιουσία. Ο ίδιος όμως δεν την εμπιστευόταν για διάφορες λόγους όπως, για παράδειγμα, το ότι της ζήτησε να του επιστρέψει χρήματα που της είχε δανείσει και αυτή αρνήθηκε. Επομένως, θεωρούσε ότι θα τους αδικούσε και με τη διαχείριση της περιουσίας. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι προσπαθούσε και επέμενε να αναλάβει μόνη της τη διαχείριση, παρόλο που οι Ενάγοντες δήλωσαν ότι ήθελαν να συμμετέχουν, ώστε να διασφαλίσουν τα δικαιώματα τους. Ο τρίτος λόγος ήταν ότι η Εναγόμενη 1 τους απειλούσε και τους ανάφερε ότι θα έπρεπε να αναγνωρίσουν ότι η ίδια έχει προτεραιότητα, ως σύζυγος. Τέλος, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, διόρισε αυθαίρετα την Εναγόμενη 2 ως διευθύντρια της Εταιρείας, την οποία είχαν από κοινού με τον Αποβιώσαντα και η οποία ήταν υπό διαχείριση. Συνέχισε ότι αν όντως είχε σκοπό να μην αδικήσει κανένα από τα παιδιά της, δεν πιστεύει ότι θα όριζε κρυφά και μόνο την Εναγόμενη 2, ως διευθύντρια της Εταιρείας, χωρίς να τους ενημερώσει. Πρόσθεσε ότι ο ίδιος φρονεί ότι επ’ ουδενί η Εναγόμενη 1 μπορεί να διαχειριστεί με δίκαιο τρόπο την Περιουσία και τούτο διότι, όπως και η ίδια δήλωσε επανειλημμένα, θεωρεί ότι έχει απόλυτη προτεραιότητα στη διαχείριση της Περιουσίας, λόγω του ότι λέει έχει δάνεια μεγάλων ποσών.

 

33. Αντεξεταζόμενος αρνήθηκε την θέση της Εναγόμενης 1 ότι χειροδίκησε εναντίον των Εναγόμενων, αναφέροντας ότι οι ισχυρισμοί αυτοί αποτελούν ψεύδη και μέρος του ευρύτερου εκβιασμού που γινόταν σε βάρος τους από την Εναγόμενη 1, τονίζοντας ότι ενώ προωθούσε τους ισχυρισμούς αυτούς για περίοδο εννέα ετών, εν συνεχεία απέσυρε τη σχετική της αξίωση στο Δικαστήριο. Επανέλαβε τις θέσεις του ως προς τη διαχρονική προσπάθεια της Εναγόμενης 1 να της μεταβιβαστεί περιουσία από τον σύζυγο της, πριν από τον θάνατο του. Ερωτηθείς κατά πόσο σκοπεύει μέσω της διαχείρισης να αμφισβητήσει τις εν λόγω μεταβιβάσεις που έγιναν ακόμη 10 έτη πριν από τον θάνατο του, απάντησε αρνητικά. Συμφώνησε με την εισήγηση της Εναγόμενης 1 δια το ότι θα έπρεπε να είχαν πωληθεί ακίνητα με σκοπό να αποπληρωθεί το κοινό χρέος που η Εναγόμενη 1 και ο Αποβιώσας είχαν στην τράπεζα, πλην όμως επεξήγησε ότι οι Ενάγοντες αποτάθηκαν στο Δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος Mareva, όταν πλέον επήλθε η κατάρρευση των μεταξύ τους σχέσεων και κατόπιν της μονομερούς της προσπάθειας για πώληση ακινήτου που υπόκειτο στην Περιουσία. Ακολούθησε συζήτηση ως προς την ισχυριζόμενη ενημέρωση που έτυχε ο ΜΕ2 εν σχέσει με την περιουσία του Αποβιώσαντος. Ερωτηθείς για ποιον λόγο ο ίδιος δεν αποδέχθηκε την πρόταση που υπέβαλε ο τότε δικηγόρος της Εναγόμενης 1 στις 7.6.21, για συνδειαχίριση, απάντησε ότι η συγκεκριμένη πρόταση εμπεριείχε διάφορους όρους που δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί. Ακολούθησε συζήτηση ως προς τις κατ’ ισχυρισμό ενέργειες των Εναγόντων να την κηρύξουν ψυχικά ανίκανο πρόσωπο.

 

 

  iii.        Σύνοψη μαρτυρίας Εναγόμενης 1 (ΜΥ1)

 

34. Η Εναγόμενη 1 στα πλαίσια της γραπτής της δήλωσης κατέθεσε ότι ο Αποβιώσας καταλείπει μικρή περιουσία, η οποία αποτελείται από ½ χωράφι στο Πισσούρι, με το υπόλοιπο να ανήκει στην ίδια. Το έτος 2007, ο Αποβιώσας και η ίδια ενέγραψαν την Εταιρεία στην οποία είχαν 50% έκαστος. Η Εταιρεία παράμενε ανενεργή καθώς και οι δύο είχαν άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες. Η Εταιρεία έχει στην κατοχή της κάποια ακίνητα σε γη, τα οποία αγοράστηκαν με δάνειο και βαρύνονται με μεγάλα χρέη. Επιπλέον, κατέθεσε, ο σύζυγος της καταλείπει προσωπικά χρέη τα οποία η ίδια έχει εγγυηθεί με την κατοικία στην οποία διαμένει και η οποία είναι εξ ολοκλήρου στο όνομά της. Η Εταιρεία βαρύνεται με χρέος το οποίο εγγυήθηκε με εμπράγματη υποθήκη κατοικία στην οποία διέμεναν οι γονείς της. Συνεπώς, συνεχίζει, η περιουσία που ισχυρίζονται οι Ενάγοντες ότι θα σφετεριστεί είναι από ελάχιστη ως ανύπαρκτη και από την περιουσία αυτή δικαιούνται όλοι οι κληρονόμοι από ¼ μερίδιο. Κατόπιν του θανάτου του συζύγου της ενημέρωσε τους Ενάγοντες ότι βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, απαιτείται να διοριστεί ένα ή περισσότερα άτομα για να διαχειριστούν την περιουσία του αποβιώσαντος πατέρα τους. Έτσι επικοινώνησε με δικηγόρο. Όταν υπέδειξε στα παιδιά της την δήλωση συναίνεσης που της είχε παραχωρήσει η δικηγόρος ώστε να αναλάβει η Εναγόμενη 1 τη διαχείριση, οι Ενάγοντες αρνήθηκαν να το πράξουν δηλώνοντας ότι δεν της έχουν εμπιστοσύνη λόγω του κοινού χρέους που είχε δημιουργηθεί, το οποίο θεωρούσαν υπερβολικό, αποδίδοντας της πλήρη ευθύνη. Η Εναγόμενη 2 της παραχώρησε τη συγκατάθεση της. Προσπάθησε να τους μεταπείσει και οι Ενάγοντες παρέμειναν ανένδοτοι.

 

35. Ακολούθως παραθέτει λεπτομέρειες ως προς τις μεταξύ τους σχέσεις, προβάλλοντας κατ’ ουσία παράπονα για επιδεικνυόμενη απληστία εκ μέρους τους, ενώ η ίδια είναι μια μητέρα που αφιέρωσε τη ζωή της στα παιδιά της. Ισχυρίστηκε ότι τα παιδιά της επιχείρησαν να την κηρύξουν ανίκανο πρόσωπο. Προς επίρρωση της τελευταίας της αυτής θέσης, κατέθεσε το Τεκμήριο 11 και 12, ηλεκτρονικά μηνύματα από τους Ενάγοντες προς τον αδελφό της ΜΥ1 και συγκεκριμένο δικηγόρο, αντίστοιχα. Χαρακτήρισε τη θέση των Εναγόντων περί δανειοδότησης ως μύθευμα τους, με σκοπό να την προσβάλουν στο οικογενειακό και φιλικό τους περιβάλλον. Σε σχέση με την Περιουσία, η ίδια τους πρότεινε εάν το επιθυμούσαν να αναλάβουν από κοινού τη διαχείριση. Εκείνοι το αρνήθηκαν. Συνεχίζει ότι οι Ενάγοντες ήταν πάντα ενήμεροι για την κατάσταση των οικονομικών της οικογένειας, το χρέος και τις διαπραγματεύσεις με την τράπεζα. Είχαν επί τούτου αντίγραφα των τραπεζικών λογαριασμών που διατηρούσαν με τον πατέρα τους και αντίγραφα τίτλων της ακίνητης περιουσίας, με σκοπό να βοηθήσουν την εύρεση αγοραστών. Προς επίρρωση της πιο πάνω θέσης της κατέθεσε ως Τεκμήρια 14 μέχρι 16. Σε αυτά, κατέθεσε, περιλαμβάνονται εκτιμήσεις που ζήτησε ο Ενάγων 2, για διαπραγματεύσεις που διεξήγαγε  ίδιος, για ενοικίαση δικών της καταστημάτων, στοιχείο που κατά τη θέση της, αποδεικνύει ότι οι Ενάγοντες δεν ήταν στο σκοτάδι, ως ισχυρίζονται. Περιπλέον, αυτά, κατά τη θέση της καταδεικνύουν ότι η ίδια τους είχε απόλυτη εμπιστοσύνη να διαχειρίζονται τα περιουσιακά της στοιχεία.

 

36. Κατέθεσε ακόμη ότι οι Ενάγοντες είχαν επαφές με τον λογιστή της για να εκπαραθυρώσουν την ίδια και τον Αποβιώσαντα και να αναλάβουν οι ίδιοι τη διεύθυνση της Εταιρείας. Σχετικό, ως ανέφερε, είναι το Τεκμήριο 13 το οποίο της απέστειλε ο λογιστής της Εταιρείας αναφέροντας της ότι είχε οδηγίες για ετοιμασία των σχετικών εγγράφων από τον Ενάγοντα 1. Αυτά, κατέθεσε, συνέβαιναν ενόσω η κατάσταση της υγείας του Αποβιώσαντος χειροτέρευε, ως προκύπτει από το Τεκμήριο 13(β). Κατέθεσε ότι οι Ενάγοντες αρνούντο την εισήγηση της ίδιας να αναλάβουν από κοινού όλοι τη διαχείριση, τονίζοντας ότι η ίδια δεν συναινεί επ’ ουδενί στον διορισμό προσώπου, άλλου από τους κληρονόμους.[1]

 

37. Κατέθεσε ακόμη ότι το ακίνητο για το οποίο έκαναν λόγο οι Ενάγοντες στην δική τους μαρτυρία, αποτελείται από ένα ακίνητο που δημοσιεύτηκε για πώληση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα «bazraki». Μάλιστα δε τη δημοσίευση αυτή, κατέθεσε, την απέστειλε στον Ενάγοντα 2 ο οποίος της απάντησε «πολύ καλή ιδία, όταν έρθω πίσω θα συνεχίσουμε και θα κάνουμε ιστοσελίδα και θα διαφημίζουμε τα ακίνητα της εταιρείας για να τα πουλούμε». Προς επίρρωση της θέσης της κατέθεσε το Τεκμήριο 17, που αποτελείται από προσωπική συνομιλία της με τον Ενάγοντα 1, από την οποία αποδεικνύεται ότι καμία πώληση δεν επιχειρήθηκε να γίνει κρυφά.

 

38. Ακολούθως, κατέθεσε ως προς τις ευρύτερες σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας της, σχολίασε το Τεκμήριο 1 προβάλλοντας τις δικές της θέσεις, κατέθεσε ως προς την ψυχολογική και σωματική βία που δέχτηκε από τους Ενάγοντες και διάφορες υβρισίες που δέχθηκε από αυτούς, συμπεριφορά την οποία χαρακτήρισε ως απαξιωτική. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 18 αλληλογραφία μεταξύ της ίδιας και των Εναγόντων, το έτος 2017 μέχρι 2018, που αφορούσαν σε αίτημα των Εναγόντων να τους επιστρέψει δικά τους αντικείμενα να οποία βρίσκονταν στην εξοχική κατοικία που χρησιμοποιούσαν και από την οποία τους απέκοψε την πρόσβαση. Ακολούθως κατέθεσε ως προς τις κατ’ ισχυρισμό προτάσεις για εξώδικη διευθέτηση και δεν είχαν γίνει αποδεκτές, καταθέτοντας προς επίρρωση των θέσεων της σχετική ηλεκτρονική αλληλογραφία, ως Τεκμήριο 19. Αναφέρθηκε στις περιστάσεις έκδοσης του Προσωρινού Διατάγματος προβάλλοντας τις θέσεις της ως προς τους λόγους που οι Ενάγοντες παραπλάνησαν το Δικαστήριο κατά την έκδοσή του. Κατέθεσε ακόμη ότι σύμφωνα με το καταστατικό της Εταιρείας, η Εταιρεία μπορεί να λειτουργεί με ένα μόνο άτομο στο διοικητικό συμβούλιο, ενώ ένα άτομο αρκεί για την απαρτία της γενικής συνέλευσης. Προς επίρρωση της θέσης της αυτής κατέθεσε το Ιδρυτικό και Καταστατικό Έγγραφο της Εταιρείας, ως Τεκμήριο 20. Προβάλλει δε τις δικές της θέσεις ως προς τους λόγους που θεωρεί ότι δεν θα μπορούσε να επηρεάσει το μερίδιο τους, ως μέτοχοι στην Εταιρεία. Κατέθεσε τους λόγους που η ίδια θεωρεί ότι ο Ενάγοντας 1 επηρεάζει τον Ενάγοντα 2 σε τέτοια έκταση που έχουν αποστασιοποιηθεί μεταξύ τους αλλά και με την αδελφή τους. Ακολούθως, ως Τεκμήριο 21 κατέθεσε λογαριασμό της Εταιρείας το οποίο, ως επεξήγησε, ήταν κατατεθειμένο στον φάκελο της υπόθεσης ως τεκμήριο στην ένσταση της ίδιας στα πλαίσια του Προσωρινού Διατάγματος, με σκοπό να καταδείξει, ως επεξήγησε, ότι οι ίδιοι είχαν γνώση του περιεχομένου του εν λόγω λογαριασμού.

 

39. Αντεξεταζόμενη αποδέχθηκε την εισήγηση του κ. Χριστοδουλίδη ότι οι μεταξύ τους σχέσεις δεν είναι καλές και ότι υπάρχουν διαφωνίες. Κατάθεσε ότι ο λόγος της δημιουργίας της έντασης ήταν τα δάνεια που έκαναν με τον πατέρα τους και οι επενδύσεις που έγιναν στη συνέχεια. Οι ίδιοι, επεξήγησε, φαίνεται ότι είχαν τρομοκρατηθεί από την αντιμετώπιση του χρέους αυτού ενώ ο πατέρας τους είχε αρρωστήσει σοβαρά. Αντεξεταζόμενη επίσης αναφέρθηκε ότι μέχρι τις 9.9.2015, ημερομηνία κατά την οποία αναγράφεται επί των Τεκμηρίων 14 και 15, εκτιμήσεις ακινήτων, οι σχέσεις της με τους Ενάγοντες ήταν καλές με μερικές εξάρσεις που άρχισαν να την κατηγορούν για την ανεύθυνη στάση της. Σε εισήγηση του κ. Χριστοδουλίδη ότι η συμπεριφορά της ήταν αλλοπρόσαλλη, εφ΄ όσον, αφ’ ενός ζητούσε από τα παιδιά της να προβούν σε εκτιμήσεις ακινήτων με σκοπό την πώληση κλπ., αφ’ ετέρου, λίγες ημέρες κατόπιν τους απέστειλε το Τεκμήριο 1 απάντησε ότι το Τεκμήριο 1 αποδεικνύει τον πόνο και την απόγνωση που η ίδια αισθάνθηκε από την συμπεριφορά τους. Τούτο διότι, κάθε φορά που ο πατέρας τους νοσηλευόταν, της επιτίθονταν με τα χειρότερα λόγια. Επίσης, επρόκειτο για την δική  της προσπάθεια να τους ωθήσει στο να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Aκολούθως, κατέθεσε ως προς την εξέλιξη των οικογενειακών τους σχέσεων αποδίδοντας στον Ενάγοντα 1 απαράδεκτη συμπεριφορά απέναντι στην ίδια. Αναφέρθηκε και σε περιστατικά βίας έναντί της και έναντι της Εναγόμενης 2. Σε υποβολή του κ. Χριστοδουλίδη ότι αυτά αποτελούν αποκύημα της φαντασίας της, διαφώνησε. Ακολούθησε συζήτηση ως προς τη θέση της ότι οι Ενάγοντες σε κάποιο χρονικό σημείο έσπευσαν να διοριστούν διευθυντές της Εταιρείας εν αγνοία της. Σε υποβολή του κ. Χριστοδουλίδη ότι η Εναγόμενη 2 διορίστηκε διευθύντρια στις 21.9.15, ως αναγράφεται επί του Τεκμηρίου 2, απάντησε ότι η Εναγόμενη 2 διορίστηκε ως διευθύντρια το έτος 2017 και ότι το Τεκμήριο 2 είναι παραποιημένο. Ακολούθως όμως, επεξήγησε ότι το έντυπο που συμπλήρωσε ήταν αλλαγή αξιωματούχου λόγω θανάτου και πιθανόν εκεί να έβαλαν την ημερομηνία θανάτου και όχι την ημερομηνία διορισμού.

 

40. Ερωτηθείσα για ποιον λόγο δεν διόρισε και τους Ενάγοντες ως διευθυντές στην Εταιρεία, απάντησε ότι ο λόγος είναι ότι χειροδίκησαν σε βάρος της. Ερωτηθείσα για ποιον λόγο, τότε, απέσυρε την αγωγή της που αφορούσε το θέμα αυτό απάντησε ότι ο λόγος ήταν διότι είχαν αγοράσει δικό τους σπίτι και εγκατέλειψαν πλέον την οικία της. Ακολουθήσε συζήτηση ως προς τους λόγους που οι Ενάγοντες αποχώρησαν από την πατρική τους οικία με τον κ. Χριστοδουλίδη να εισηγείται ότι ο λόγος ήταν ότι η ίδια κατέστησε την διαμονή τους αφόρητη, εισήγηση με την οποία διαφώνησε σθεναρώς. Ως Τεκμήριο 22 κατέθεσε απόσπασμα από την ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών από όπου προκύπτει, κατά τη θέση της, τί μπορεί μια εταιρεία να πράξει αφού αποβιώσει ένας εκ των μετόχων της. Ακολούθησε συζήτηση ως προς το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 20, καταστατικό της εταιρείας και το δικαίωμα της για διορισμό της Εναγόμενης 2 ως διευθύντριας.  Κατέθεσε ακόμη ως Τεκμήριο 23, επιστολή την οποία η ίδια και ο Αποβιώσας απέστειλαν στον Ενάγοντα 1 το έτος 2007, ως την δική της απάντηση στην επιστολή που παρουσίασαν οι Ενάγοντες, Τεκμήριο 1. Ειδικότερα, ως ανέφερε, βάσισε το μέτρο που έλαβε δια μέσου του Τεκμηρίου 1 στο μέτρο που είχε ήδη ληφθεί, μέσω της επιστολής Τεκμήριο 23 στο παρελθόν και «δούλεψε». Απώτερος σκοπός της ήταν ο συνετισμός του Ενάγοντα 1. Ακολούθησε συζήτηση ως προς τα ποσά που κατά τη θέση των Εναγόντων οφείλει η Εναγόμενη 1 στους ίδιους και τις διαδικασίες που έλαβαν χώρα στα πλαίσια της αγωγής με αρ. 3449/16, με αναφορά στο Τεκμήριο 18 καθώς και συζήτηση αναφορικά με τη διαδικασία του Προσωρινού Διατάγματος. Επανέλαβε τις θέσεις της ως προς το σκοπό της αποστολής του Τεκμηρίου 1 και του Τεκμηρίου 23. Σε υποβολή του κ. Χριστοδουλίδη ότι η θέση της ότι η ίδια από το έτος 2017 τους καλεί να αναλάβουν τη διαχείριση της περιουσίας, από κοινού, είναι ψευδής, διαφώνησε. Ερωτηθείσα εάν αυτό έγινε σε οποιοδήποτε στάδιο γραπτώς, παρέπεμψε στο περιεχόμενο της παρούσας αγωγής όπου, κατά τη θέση της, οι Ενάγοντες δεν αξιώνουν μια τέτοια θεραπεία. Κατέθεσε ακόμη ότι κατόπιν συμβουλής της τότε δικηγόρου της, λόγω της άρνησης των Εναγόντων να υπογράψουν για να διοριστεί η ίδια ως διαχειρίστρια, προχώρησε από μόνη της στην καταχώρηση της Αίτησης Διαχείρισης. Ως Τεκμήριο 24 κατέθεσε αλληλογραφία από την δικηγόρο της προς τον συνήγορο των Εναγόντων, που ανταλλάχθηκε στα πλαίσια των προσπαθειών των μερών για σκοπούς εξώδικης διευθέτησης τον Ιανουάριο του έτους 2015. Ως Τεκμήριο 25 κατέθεσε ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου στα πλαίσια της αγωγής που η ίδια ήγειρε εναντίον τα ΚΕΔΙΠΕΣ αναφορικά με τις ισχυριζόμενες υπερχρεώσεις, με σκοπό να καταδείξει την καταλληλόλητά της.

 

 

  iv.        Σύνοψη μαρτυρίας κ. Γιώργου Αγγελίδη (ΜΥ2)

 

41. Ο ΜΥ2, δικηγόρος, κατέθεσε ότι του ανατέθηκε ο χειρισμός της παρούσας αγωγής εκ μέρους των Εναγόμενων, μεταξύ των ετών 2018 - 2021. Κατέθεσε ότι στις 7.6.21, απέστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς στον συνήγορο των Εναγόντων, μια επιστολή για σκοπούς διευθέτησης της αγωγής και ότι στις 10.6.21 έλαβε απάντηση από τον συνήγορο των Εναγόντων, ότι θα τη μελετούσε με τους πελάτες του. Με την εν λόγω επιστολή η Εναγόμενη 1 πρότεινε συνδιαχείριση από όλους τους κληρονόμους και όπως η κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της, σε σχέση με την παρούσα αγωγή. Οι εν λόγω επιστολές κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 26. Σημείωσε ότι ο ίδιος δεν είχε λάβει οποιαδήποτε απάντηση στην πιο πάνω επιστολή.  Αντεξεταζόμενος κατέθεσε ότι απέστειλε υπογεγραμμένη την πρόταση, επί του Τεκμηρίου 26. Κατέθεσε ακόμη ότι πέραν αυτής της πρότασης, ο ίδιος, για όσο χρονικό διάστημα χειριζόταν την υπόθεση, δεν είχε αποστείλει οποιαδήποτε άλλη πρόταση για σκοπούς διευθέτησης. Σε υποβολή του κ. Χριστοδουλίδη ότι η πρόταση αυτή είχε συζητηθεί μεταξύ των διαδίκων και απορρίφθηκε, δεν διαφώνησε όμως ανέφερε ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει.



    v.        Σύνοψη μαρτυρίας κας Φρόσως Γέρου (ΜΥ3)

 

42. Η ΜΥ3, επίσης δικηγόρος, κατέθεσε ότι χειρίζεται τις αγωγές με αρ. 5905/16 και 5906/16, εκ μέρους της Εναγόμενης 1. Κατέθεσε ότι η αγωγή με αρ. 5905/16 αφορά απαίτηση της Εναγόμενης 1 έναντι της ΚΕΔΙΠΕΣ, της οποίας αντικείμενο είναι το κοινό χρέος της Εναγόμενης με τον Αποβιώσαντα, το οποίο βαρύνει και την Περιουσία. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, η αγωγή αυτή αφορά τη νομιμότητα των τραπεζικών χρεώσεων και τον υπολογισμό του τελικού υπολοίπου που οφείλεται. Ως Τεκμήριο 27 κατέθεσε ένορκη δήλωση της Εναγόμενης 1 η οποία κατατέθηκε στα πλαίσια της εκεί διαδικασίας, στις 30.3.2017 στην οποία, μεταξύ άλλων,  επεξηγείται και η ανάγκη λήψης νομικών μέτρων από το πρόσωπο που θα αναλάβει τη διαχείριση. Περιπλέον, η ίδια χειρίζεται και την αγωγή με αρ. 5906/16, η οποία εγέρθηκε από την Εταιρεία, πρωτοφιλέτιδα σε τρεχούμενο λογαριασμό. Και πάλιν, αμφισβητείται η νομιμότητα των χρεώσεων. Εναγόμενες είναι η Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία και η ΚΕΔΙΠΕΣ. Ακολούθως παρέθεσε την άποψη της για την ιδιοσυγκρασία της Εναγόμενης 1, τονίζοντας ότι πρόκειται για συνεργάσιμο άτομο και όχι συγκρουσιακό. Ως Τεκμήριο 28 κατατέθηκαν πρακτικά συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας ημερ. 23.3.2007 δια των οποίων, ως κατέθεσε προκύπτει η εκτίμηση και εμπιστοσύνη του Αποβιώσαντος έναντι της Εναγόμενης 1. Κατέθεσε δε έγγραφα που κατά την εισήγησή της δεικνύουν ότι η Εναγόμενη 1 μέσω των ενεργειών κατάφερε όπως το συνολικό χρέος της Περιουσίας και της Εταιρείας, μειωθεί σημαντικά, ως Τεκμήρια 29 μέχρι 32. Το χρέος αυτό μειώθηκε κατά 50%. Σημειώνει ακόμη ότι πέραν των δικαστικών διαδικασιών στις οποίες προβαίνει, η Εναγόμενη 1 υπέβαλε και καταγγελίες στην Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή και στον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο. Κατόπιν εξέτασης των παραπόνων της, εκδόθηκαν γραπτές γνωματεύσεις από τους αρμόδιους θεσμούς στις οποίες διαπιστώνεται ότι οι εν λόγω συμβάσεις περιλαμβάνουν καταχρηστικές ρήτρες και ότι οι σχετικοί λογαριασμοί εμφανίζουν σαφώς υπερχρεωμένα υπόλοιπα. Οι εν λόγω γνωματεύσεις κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 33 μέχρι 35. Συνέχισε ότι η Εναγόμενη 1 έλαβε και άλλα διαβήματα με σκοπό την μείωση του χρέους ενώπιον της Επιτροπής Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κατέθεσε σχετικά τα Τεκμήρια 36 μέχρι 37. Παράλληλα, με τη δική της συνδρομή, η Εναγόμενη 1 συγκέντρωσε σειρά αποδεικτικών στοιχείων στα οποία βασίζει τη διεκδίκηση του ασφαλίσματος ζωής του Αποβιώσαντος, στο πλαίσιο της αγωγής με αρ. 5905/16. Η ΜΥ3 κάλεσε την πλευρά των Εναγόντων να επιθεωρήσουν τα έγγραφα αυτά στο γραφείο της κας Γέρου, όμως, δεν υπήρξε ανταπόκριση. Επί τούτου, κατέθεσε ως Τεκμήριο 41 επιστολή της ίδιας προς τον συνήγορο των Εναγόντων. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 42 του Έφορου Εταιρειών  δια του οποίου προκύπτει ότι ο διορισμός της Εναγόμενης 2 έγινε στις 4.1.2017. Συνέχισε ότι ουδεμία παρανομία υπήρξε κατά τον διορισμό της Εναγόμενης 2 ως διευθύντριας αλλά ούτε και κατά την υπογραφή της εξουσιοδότησης, Τεκμηρίου 9. Κατέθεσε ότι τα δικαστικά έξοδα αμφότερων των ανωτέρω διαδικασιών, τα επιβαρύνεται η ίδια προσωπικά και δεν έχει βαρύνει την Εταιρεία. Αναφέρθηκε και στο περιεχόμενο τηλεδιάσκεψης που είχε λάβει χώρα στις 24.1.25 μεταξύ των διαδίκων και των συνηγόρων τους.

 

43. Αντεξεταζόμενη κατέθεσε ότι εκπροσωπεί την Εναγόμενη 1 από το έτος 2021 αλλά όχι προηγουμένως. Ερωτηθείσα να παρουσιάσει έγγραφο που να δεικνύει τη μείωση τη χρέους, ανέφερε ότι η τράπεζα επέτρεψε με αναδομημένες καταστάσεις στοιχείο που δεικνύει ότι η τράπεζα συγκατατίθεται στο χαμηλότερο ποσό αυτό για να κλείσουν οι υποθέσεις. Κατέθεσε ακόμη ότι οι Ενάγοντες, ως κληρονόμοι, μπορούν με μια έρευνα στο κτηματολόγιο ή σε τράπεζα ή σε οποιονδήποτε αρμόδια φορέα να δουν κατά πόσο ο Αποβιώσας, είχε χρέη, ασφάλεια ή το οτιδήποτε άλλο. Ακολούθησε συζήτηση ως προς την εισήγηση της Εναγόμενης 1 να διοριστούν όλοι συνδειαχειριστές, νοουμένου ότι η πλευρά των Εναγόντων συγκατατεθεί εκ προοιμίου στη λήψη μέτρων εν σχέσει με το ασφαλιστήριο ζωής, το οποίο υφίστατο επ’ ονόματι του Αποβιώσαντος. Ο κ. Χριστοδουλίδης υπέδειξε το Τεκμήριο 1 στην ΜΥ3 η οποία απάντησε ότι δεν γνωρίζει οτιδήποτε για το έγγραφο αυτό, ούτε τις συνθήκες που δημιουργήθηκε. Σε εισήγηση του κ. Χριστοδουλίδη ότι στο Τεκμήριο 42 αναγράφεται η ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού και όχι η ημερομηνία του διορισμού ανέφερε ότι θα πρέπει να το ελέγξει με τον Έφορο Εταιρειών.

 

 

  vi.        Σύνοψη μαρτυρίας Εναγόμενης 2 (ΜΥ4)

 

44. Η Εναγόμενη 2 κατέθεσε ότι η παρούσα αγωγή αποτελεί προϊόν εκδικητικότητας των Εναγόντων έναντι της Εναγόμενης 2, εφόσον η ίδια ουδέποτε υπέβαλε αίτηση για να λάβει έγγραφα της διαχείρισης ούτε και εκδήλωσε ένα τέτοιο ενδιαφέρον. Αναφέρει ότι εάν ο σκοπός τους ήταν μόνο να ενημερωθεί η ίδια ως προς την παρούσα διαδικασία, μπορούσαν απλώς και μόνο να την ενημερώσουν κοινοποιώντας την διαδικασία αυτή, στην ίδια, ως ενδιαφερόμενο μέρος, χωρίς να την εντάξουν ως διάδικο μέρος. Ως Τεκμήριο 43 κατέθεσε ηλεκτρονικό μήνυμα που κατά τη θέση απέστειλε προς το Δικαστήριο στις 8.5.2023 δια του οποίου αιτήθηκε στο Δικαστήριο άδεια για καταχώρηση αίτησης διαγραφής της ως διάδικο μέρος. Ως Τεκμήριο 44 κατέθεσε άλλο ηλεκτρονικό μήνυμα που κατά τη θέση της απέστειλε η ίδια η Εναγόμενη 1 προς το Δικαστήριο στις 9.5.2023.

 

45. Κατέθεσε ότι τα έγγραφα που οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι δεν έχουν στην κατοχή τους υπάρχουν στον δικαστικό φάκελο της υπόθεσης, στοιχείο που επιμαρτυρείται από την ένορκη δήλωση αποκάλυψης της Εναγόμενης 1 ημερ. 9.1.18, η οποία κατατέθηκε εκ νέου ως Τεκμήριο 45. Κατέθεσε ότι είναι από το έτος 2015 που η Εναγόμενη 1 και ο Αποβιώσας είχαν παραδώσει στοιχεία των κοινών λογαριασμών που είχαν με τον πατέρα τους και τους λογαριασμούς της Εταιρείας, όπως επίσης και αντίγραφα όλων των τίτλων ιδιοκτησίας στους Ενάγοντες, καθώς οι ίδιοι είχαν εκφράσει την πρόθεση να βοηθήσουν στην εξεύρεση αγοραστών. Ήταν μάλιστα κοινή γνώση ότι οι τρεχούμενοι λογαριασμοί παρουσίαζαν μεγάλο αρνητικό υπόλοιπο, καθώς και το γεγονός ότι είχαν εξασφαλιστεί με υποθήκη στο σπίτι όπου διαμέναμε και στο σπίτι όπου ζούσαν οι παππούδες τους. Γνώριζαν οι Ενάγοντες και για το γεγονός ότι η Εταιρεία ήταν χρεωμένη και δεν είχε επαγγελματική δραστηριότητα, ούτε και εργασίες. Είναι για τον λόγο αυτόν που γινόταν συλλογική προσπάθεια να πωληθούν τα ακίνητα. Ο σκοπός που έγινε ο διορισμός της ως διευθύντριας στην Εταιρεία, ήταν για λόγους ασφαλείας, σε περίπτωση που πάθαινε κάτι πριν από τη διευθέτηση του χρέους της Εταιρείας. Η Εναγόμενη 1, επέλεξε την ίδια καθώς ήταν το μόνο της παιδί που δεν την εξύβριζε και δεν ασκούσε βία σε βάρος της. Ο διορισμός της ως διευθύντριας δεν αφαιρεί οποιοδήποτε δικαίωμα έχουν οι Ενάγοντες. Η ίδια αποδέχθηκε τον διορισμό της  αντιλαμβανόμενη την επιθυμία της μητέρας της να αισθάνεται ασφάλεια. Το μένος των Εναγόντων έφτασε στο να υποβάλουν αίτηση Mareva θέτοντας σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της Εταιρείας. Κατά τα λοιπά, η μαρτυρία της ήταν ανάλογη με αυτή της Εναγόμενης 1, ως προς τις κατ’ ισχυρισμό εισηγήσεις για συμφιλίωση της Εναγόμενης προς τους Ενάγοντες, τις προτάσεις για εξώδικη διευθέτηση και την πληροφόρηση που όλοι είχαν για τα περιουσιακά της οικογένειας αλλά και της Εταιρείας. Ακολούθησαν θέσεις και ισχυρισμοί ως προς τις αποφάσεις του Αποβιώσαντος για μεταβίβαση της περιουσίας του επ’ ονόματι της Εναγόμενης 1 αλλά και την άρνηση της Εναγόμενης 1 να μεταβιβάσει στα παιδιά της τη δική τους περιουσία, στοιχεία που εξόργισαν τους Ενάγοντες. Παραθέτει τους λόγους που η ίδια θεωρεί ότι ο σκοπός των Εναγόντων σε σχέση με το αίτημα τους να διοριστούν οι ίδιοι διαχειριστές της Περιουσίας, είναι να επιχειρήσουν να ληφθούν υπόψιν οι δωρεές που ο Αποβιώσας έκανε προς την Εναγόμενη 1 ενώ ήταν εν ζωή, για σκοπούς καθορισμού του κληρονομικού τους μεριδίου. Αναφέρθηκε και σε στοιχεία των μεταξύ τους σχέσεων προβάλλοντας τη δική της άποψη ως προς τους λόγους της σημερινής εξέλιξης. Ως Τεκμήριο 46 κατέθεσε σειρά αλληλογραφίας δια της οποίας προκύπτει, ως κατέθεσε, ότι η Εναγόμενη 1 και ο Αποβιώσας προσπαθούσαν να πωλήσουν ακίνητα για την εξόφληση του χρέους της Εταιρείας. Ως Τεκμήριο 47, κατέθεσε κτηματολογικά έγγραφα που δεικνύουν ότι οι μεταβίβαση της πατρικής κατοικίας, μεταβιβάστηκε από τον Αποβιώσαντα προς την Εναγόμενη 1, δέκα έτη πριν από τον θάνατό του. Ως Τεκμήριο 48 κατέθεσε αλληλογραφία μεταξύ της Εναγόμενης 1 και του κ. Χριστοδουλίδη, η οποία της είχε κοινοποιηθεί με σκοπό να καταδείξει ότι το έτος 2025 γίνονταν ακόμη προσπάθειες για σκοπούς διευθέτησης της αγωγής, πλην όμως κατά τη θέση της η πλευρά των Εναγόντων δεν απαντούσε εγκαίρως. Κατέθεσε επιπρόσθετα, ότι η Εναγόμενη 1 επιχειρούσε να υποβάλει προτάσεις για διευθέτηση της αγωγής, αλλά ο φάκελος είχε χαθεί. Επί τούτου κατέθεσε ηλεκτρονικό μήνυμα της Εναγόμενης 1 προς το Δικαστήριο ημερ. 31.12.20, ως Τεκμήριο 49. Ως Τεκμήριο 50 κατατέθηκε ένορκη δήλωση του Ενάγοντα 1 στα πλαίσια της αγωγής με αρ. 3449/16 δια της οποίας, εκεί αναφέρει, σύμφωνα με την εισήγηση της μάρτυρος, ότι ο σκοπός της καταχώρησης ένστασης (caveat) ήταν να μην παραχωρηθούν στην Εναγόμενη 1 έγγραφα διαχείρισης, σε αντίθεση με τα όσα έθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως προς τον σκοπό της παρούσας αγωγής που δεν απέκλειε και την διορισμό της ίδιας, από κοινού με τους Ενάγοντες. Ως Τεκμήριο 51 κατέθεσε εκ νέου το Τεκμήριο 1 όπου υπάρχει μια πρόσθετη χειρόγραφη σημείωση δια το ότι παραδόθηκε δια χειρός στους ενδιαφερομένους, στις 17.9.2015, προβάλλοντας τις απόψεις της ως προς το περιεχόμενο της. Αντεξεταζόμενη ερωτήθηκε αναφορικά με τις απόψεις της εν σχέσει με το περιεχόμενο της επιστολής αυτής και κατέθεσε ότι δεν γνωρίζει κατά πόσο είχε ενημερωθεί και ο Αποβιώσας αναφορικά με το περιεχόμενο της. Κατέθεσε ακόμη και για τη χειροδικία των Εναγόντων έναντι της, ενώ σε υποβολή του κ. Χριστοδουλίδη ότι ψεύδεται, διαφώνησε. Αναφέρθηκε εκ νέου στην εξέλιξη των οικογενειακών σχέσεων των μερών και κατέθεσε το Τεκμήριο 52.

 

 

(στ)  ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ, ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

i.        Οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις

 

46. Θα πρέπει να αναφέρω ευθύς εξ αρχής ότι οι διάδικοι, ως μάρτυρες, προσκόμισαν εκτενή μαρτυρία η οποία, αποτιμημένη στο σύνολο της, καθιστά σαφές ότι αμφότερες οι πλευρές περιγράφουν, στην ουσία, τις μεταξύ τους οικογενειακές σχέσεις και την εξέλιξη αυτών, από το έτος 2015 μέχρι και σήμερα, προβάλλοντας τις δικές τους απόψεις και ερμηνείες διαφόρων περιστατικών και επιχειρώντας να αποδώσουν ευθύνες η μία πλευρά στην άλλην, ως προς την εξέλιξη αυτήν. Το Δικαστήριο δεν θα υπεισέλθει στα όσα περιέγραψαν ώστε να αποδώσει ευθύνη είτε στην μία είτε στην άλλη πλευρά, για τους λόγους που έκαστος θεωρεί ότι οι οικογενειακές τους σχέσεις επήλθαν σε τέλμα. Μια τέτοια άσκηση εκφεύγει των ορίων του περιορισμένου έργου του, στα πλαίσια αξιολόγησης διορισμού κατάλληλου προσώπου ως διαχειριστή της Περιουσίας, έργο το οποίο στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και δεδομένα και έχοντας κατά νουν το συμφέρον της Περιουσίας. Οι μεταξύ των μερών σχέσεις παρουσιάζουν κάποια σχετικότητα εν σχέσει με το ερώτημα του κατά πόσο καθιστούν ευλόγως ανέφικτη τυχόν συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών, για σκοπούς από κοινού διαχείρισης της Περιουσίας. Τούτο διότι, όπως επεξηγώ και στη συνέχεια, οι διάδικοι δήλωσαν ότι είναι σύμφωνοι με την από κοινού διαχείριση της Περιουσίας (με το ζήτημα όμως να μην διευθετείται με τον τρόπο αυτόν, ενόψει της διαφωνίας των μερών ως προς τα έξοδα της παρούσας αγωγής). Είναι υπό το φως αυτού του ερωτήματος που αντικρύζω τη σχετική μαρτυρία τους, ως προς τις μεταξύ τους σχέσεις.

 

47. Διατείνονται οι Εναγόμενες στις αγορεύσεις τους ότι, ουδεμία εχθρικότητα υφίσταται από την Εναγόμενη 1 έναντι των Εναγόντων και αυτά που οι Ενάγοντες προέβαλαν ανήκουν στο μακρινό παρελθόν. Με όλο το σέβας, μια απλή ανάγνωση των πρακτικών της ακροαματικής διαδικασίας δεν στηρίζει μια τέτοια θέση. Καταδεικνύει, κατ’ ελάχιστον, ότι τόσο η Εναγόμενη 1 όπως και οι Ενάγοντες, δεν έχουν αποστασιοποιηθεί από τα όσα έχουν λάβει χώρα μεταξύ τους στο παρελθόν και ότι μέχρι και σήμερα διατηρούν έντονες θέσεις και απόψεις. Ενδεικτικά είναι τα πιο κάτω.

 

48. Από τη μία πλευρά, για παράδειγμα, η Εναγόμενη 1 αποδίδει επιπολαιότητα, ανωριμότητα, ανευθυνότητα και αχαριστία στους Ενάγοντες. Αποδίδει έλλειψη σεβασμού στο πένθος της με τον θάνατο του πατέρα τους και έλλειψη συμπαράστασης. Τους αποδίδει την πρόκληση κοινωνικού της εξευτελισμού και αθέμιτη προσπάθεια τους να την κηρύξουν ψυχικά ανίκανη. Τους αποδίδει λεκτική και σωματική κακοποίηση σε βάρος της ίδιας και της Εναγόμενης 2, αδελφής τους, Είναι για αυτόν τον λόγο, κατέθεσε, που δεν τους διόρισε και εκείνους ως διευθυντές της Εταιρείας, όπως έπραξε με την Εναγόμενη 2, μετά τον θάνατο του πατέρα τους. Αντίστοιχες θέσεις προέβαλε και η Εναγόμενη 2 κατά τη μαρτυρία της.

 

49. Από την άλλη πλευρά, για παράδειγμα, οι Ενάγοντες αποδίδουν στην Εναγόμενη 1 και εν μέρει στην Εναγόμενη 2, διαχρονική χειραγώγηση του πατέρα τους, των ιδίων και έλλειψη μητρικής συμπαράστασης. Της αποδίδουν ότι τους έδιωξε από την πατρική τους κατοικία στηριζόμενοι στο Τεκμήριο 1 και ότι τους απέκοψε την πρόσβαση τους στο εξοχικό. Της αποδίδουν δηλώσεις ότι θα αποκλήρωνε τον Ενάγοντα 1 και δηλώσεις ότι δεν έχουν να λάβουν τίποτα από την Περιουσία, εφ’ όσον, ό,τι είχε να τους δώσει ο πατέρας τους τους το έδωσε εν ζωή. Της αποδίδουν δηλώσεις ότι οι ίδια έχει περισσότερη ανάγκες από την Περιουσία καθώς είναι προσωπικά υπόλογη για το χρέος της Περιουσίας.

 

50. Από τα πιο πάνω και από τα Τεκμήρια 1, 11, 12, 18, 23 και 52 καθίσταται σαφές ότι επήλθε ρήξη στη σχέση των διαδίκων, λίγες ημέρες πριν από τον θάνατο του Αποβιώσαντος. Οι διάδικοι δεν έχουν γεφυρώσει μέχρι και σήμερα τις προσωπικές διαφορές τους. Επί τούτου προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

51. Παρά τα όσα έχουν εκθέσει ενώπιον μου ως προς τις οικογενειακές τους σχέσεις, κατά την ακροαματική διαδικασία διεφάνη ότι στην πραγματικότητα οι δύο πλευρές διατίθενται και επιθυμούν να συνεργαστούν για σκοπούς κοινής διαχείρισης της Περιουσίας. Η πρόθεση τους αυτή τέθηκε κατ’ επανάληψη ενώπιον μου από τους Ενάγοντες και την Εναγόμενη 1, στα πλαίσια πολλαπλών προτάσεων που επιθυμούσαν να υποβάλουν ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς διευθέτησης της αγωγής (ως σχετικές με το ζήτημα της ευθύνης για την συσσώρευση εξόδων στα πλαίσια της παρούσας αγωγής), οι οποίες, στη μέγιστη τους έκταση, κοινό παρανομαστή είχαν την από κοινού διαχείριση της Περιουσίας. Ο μοναδικός λόγος που αυτό δεν κατέστη εφικτό, είναι διότι η διαφωνία τους ως προς τα έξοδα της παρούσας αγωγής, δεν είχε γεφυρωθεί. Η θέση τους αυτή τέθηκε ακόμη και κατά τη μαρτυρία των διαδίκων στα πλαίσια αντεξέτασης τους ως προς τους λόγους που δεν αποδέχονται να διευθετηθεί η υπόθεση με τον τρόπο αυτόν, προφανώς ώστε η αντίδικη πλευρά να αναδείξει κακούς χειρισμούς σε βάρος, ενδεχομένως, της Περιουσίας. Τέθηκε ακόμη και ως εισήγηση κατά το στάδιο των αγορεύσεων, με την πλευρά των Εναγόντων να επιχειρηματολογεί ότι η λύση αυτή καθίσταται και μέρος των αξιώσεών τους.[2]

 

52. Παρεμβάλλω εδώ ότι η Εναγόμενη 2 κατά την μαρτυρία της, κατέστησε σαφές ότι δεν ενδιαφέρεται να λάβει έγγραφα διαχείρισης. Ούτε και επιχείρησε η ίδια να λάβει τα έγγραφα διαχείρισης μέσω οποιουδήποτε διαβήματος. Δεν υπάρχει ενώπιον μου η ρητή της συγκατάθεση ώστε να εξεταστεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ήτοι, διορισμού της ως διαχειρίστριας, είτε από μόνη της είτε από κοινού με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα. Αυτό το οποίο προκύπτει από τα λεχθέντα της είναι ότι η ίδια επιθυμεί να δεσμεύεται από την όποια απόφαση της Εναγόμενης 1. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης διορισμού της ως διαχειρίστριας (Αρέστη ν. Marfin Popular Bank Co (2016) 1 AAΔ 2452).

 

53. Επανερχόμενη στην επαναλαμβανόμενη κοινή δήλωση των Εναγόντων και της Εναγόμενης 1 για κοινή διαχείριση της Περιουσίας, αυτό το οποίο εξάγεται είναι ότι, στην πραγματικότητα, ανεξαρτήτως των όσων έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, αμφότεροι θεωρούν την άλλη πλευρά ικανή και κατάλληλη να διαχειριστεί την Περιουσία. Το γεγονός ότι έθεσαν όρους ως προς τα έξοδα δεν αλλοιώνει την εξόφθαλμη συναινετική στάση αμφοτέρων, ως προς την ουσία. Δεν νοείται, δηλαδή, να θεωρούν την άλλη πλευρά «κατάλληλη» μόνο σε περίπτωση που δεν επιβαρυνθούν τα έξοδα της παρούσας αγωγής. Είτε είναι κατάλληλη είτε όχι (βλ. κατ’ αναλογίαν Ε. Ιωάννου υπό την ιδιότητα του κληρονόμου της περιουσίας του Καουλλίδη ν. Ζεμπύλα υπό την ιδιότητα του ως προτιθέμενος διαχειριστής της περιουσίας του Καουλλίδη Αρ. Αγωγής 7327/14, 5.3.2020).

 

54. Αναλογιζόμενη το σύνολο των πιο πάνω αλλά και τη συναινετική τους στάση απέναντι στο ενδεχόμενο να υπάρξει κοινή διαχείριση από τις δύο πλευρές, αυτό το οποίο αβίαστα συνάγεται είναι ότι κυρίως μέλημα αμφότερων των πλευρών, δεν είναι ο αποκλεισμός της άλλης πλευράς. Κυρίως μέλημα τους είναι η συμμετοχή των ιδίων στη διαχείριση. Τούτο διότι, καμία από τις δύο πλευρές δεν εμπιστεύεται την άλλη πλευρά να αναλάβει από μόνη της τη διαχείριση της Περιουσίας. Επομένως, οι μεταξύ τους διαπροσωπικές σχέσεις, δεν αποτελούν στοιχείο που από μόνο του θα πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη της λύσης της διαχείρισης της Περιουσίας, από κοινού και από τις δύο πλευρές.

 

55. Ανεξαρτήτως της ως άνω διαπιστωθείσας συναινετικής προσέγγισης των μερών για κοινή διαχείριση, θα προχωρήσω, καθηκόντως, έχοντας κατά νουν τα όσα το άρθρο 17 του Κεφ. 189 διαλαμβάνει, να αξιολογήσω τις επί μέρους θέσεις των Εναγόντων που αφορούν σε συγκεκριμένες κατ’ ισχυρισμό ενέργειες της Εναγόμενης 1, με σκοπό να αξιολογηθεί η καταλληλόλητα της για διορισμό. Συνοπτικά, οι θέσεις αυτές αφορούν (α) στην κατ’ ισχυρισμό προσπάθεια της Εναγόμενης 1 για αποξένωση μέρους της περιουσίας της Εταιρείας, στην οποία η Περιουσία διατηρεί 50% μετοχικό μερίδιο, (β) στην αλλαγή από την Εναγόμενη 1 της διοικητικής δομής της Εταιρείας μετά τον θάνατο του Αποβιώσαντος, (γ) ζητήματα που άπτονται σε κατ’ ισχυρισμό σύγκρουση συμφέροντος της Εναγόμενης 1 και (δ) στη θέση τους ότι αρνείται να παράσχει στους Ενάγοντες πλήρεις πληροφορίες ως προς τα στοιχεία της Περιουσίας.

 

56. Το ίδιο θα πράξω και αναφορικά με ορισμένες θέσεις της Εναγόμενης 1 που σκοπό είχαν να καταδείξουν την ακαταλληλότητα των Εναγόντων για διαχείριση της Περιουσίας, σύμφωνα και με τη σχετική δικογραφημένη θέση της Υπεράσπισης.

 

 

ii.            Γενικές παρατηρήσεις

 

57. Αναφέρω εδώ ως γενική παρατήρηση, ότι οι ΜΕ1 και ΜΕ2 κατέθεταν με νηφαλιότητα, ειλικρίνεια και σταθερότητα. Παρέμεναν πλήρως σταθεροί στις βασικές τους θέσεις με την όλη αντεξέταση τους να απολήγει σε εδραίωση της αξιοπιστίας τους. Αποδέχομαι τη μαρτυρία τους.

 

58. Οι θέσεις της ΜΥ1 χαρακτηρίζονται από σύγχυση και υπερβολές οι οποίες, συχνά, δεν παρουσιάζουν ειρμό ως ζήτημα κοινής λογικής. Οι παραπομπές της σε διάφορα έγγραφα δεν στηρίζουν το μέγιστο εκ των ουσιωδών της θέσεων, ως διαφαίνεται στη συνέχεια. Δεν δύναται να λεχθεί όμως ότι η ίδια σκοπίμως επιχείρησε να παραπλανήσει το Δικαστήριο. Η ίδια σαφώς αισθάνεται απογοητευμένη από τους Ενάγοντες, για τους λόγους που ανέδειξε, ως μητέρα τους. Για τους λόγους που επεξηγώ και στη συνέχεια, δεν θεωρώ ότι δύναμαι να βασισθώ με ασφάλεια στα όσα κατέθεσε και δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία της, πλην των σημείων που αποτέλεσαν κοινό τόπο, ως καταγράφονται στις παρ. 12 πιο πάνω και εκτός συγκεκριμένων πτυχών, ως επεξηγείται πιο κάτω.  

 

59. Σημειώνω εδώ ότι στην πολυσέλιδη γραπτή δήλωση της Εναγόμενης 1, παρατίθεται και εκτενής επιχειρηματολογία, η οποία, ως τέτοια, ανήκε στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων. Ενδεικτικά και χωρίς περιορισμό παραπέμπω στις παρ. 6, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15, 21, 22, 23, 33, 34, 37, 52, 53. Τούτο ενδεχόμενα αποδίδεται στο γεγονός ότι εμφανιζόταν αυτοπροσώπως, πλην όμως οι σχετικές της αναφορές δεν δύνανται να ληφθούν και δεν λαμβάνονται υπόψιν για τον λόγο αυτόν.

 

60. Η μαρτυρία του ΜΥ2 ήταν τυπικής φύσης. Το ουσιώδες σημείο της κατάθεσης του, ήτοι η αποστολή της επιστολής προς τον συνήγορο των Εναγόντων, ως το Τεκμήριο 26, απέμεινε χωρίς αμφισβήτηση. Ως ο ίδιος κατέθεσε, δεν γνωρίζει κατά πόσο έγιναν αποδεκτές οι εν λόγω προτάσεις, πλην όμως ως κατέθεσε ο ίδιος δεν είχε λάβει οποιαδήποτε απάντηση. Συνεπώς, αποδέχομαι τις θέσεις του αυτές και προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

61. Η ΜΥ3 δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Ήταν σαφές ότι προσήλθε στο Δικαστήριο με σκοπό να υποβοηθήσει την πελάτιδα της, Εναγόμενη 1. Για παράδειγμα, δεν απαντούσε με ευθύτητα κατά πόσο διαθέτει προσωπική γνώση των γεγονότων, πριν από την έναρξη της εκπροσώπησης της Εναγόμενης 1. Ήταν εύλογα αναμενόμενο να απαντήσει το συγκεκριμένο ερώτημα με ευθύτητα, ενόψει της δικηγορικής της ιδιότητας. Επίσης, απέδωσε έλλειψη ενδιαφέροντος στους Ενάγοντες για τη διαχείριση της Περιουσίας, χωρίς να είναι σαφές κατά πόσο είχε γνώση του εύρους των παραπόνων των Εναγόντων έναντι της Εναγόμενης 1 στα πλαίσια της παρούσας αγωγής. Τούτο ακόμη, παρά και το γεγονός ότι, ως η ίδια αποδέχθηκε, συνάντησε μόνο μία φορά τους Ενάγοντες το έτος 2024. Κατέθεσε, ακόμη, ότι οι Ενάγοντες είναι προκατειλημμένοι και εχθρικοί προς την Εναγόμενη 1, χωρίς όμως, όπως η ίδια ανέφερε, να γνωρίζει οτιδήποτε «περαιτέρω». Ούτε και είχε υπόψιν της το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1. Ούτε όμως και επεξήγησε για ποιον λόγο θεωρεί τους Ενάγοντες «προκατειλημμένους και εχθρικούς». Ενώ κατέθεσε ότι είχε κάθε δικαίωμα η Εναγόμενη 1 να διορίσει τη Εναγόμενη 2 ως διευθύντρια στην Εταιρεία, κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης της κατέθεσε ότι δεν γνωρίζει τί θα πρέπει να μεσολαβήσει για να γίνει διορισμός. Περιπλέον, κατέθεσε ότι είχε γίνει γενική συνέλευση, χωρίς όμως να παραπέμπει σε οποιαδήποτε πρακτικά μιας τέτοιας συνέλευσης. Ερωτηθείσα κατά πόσο συγκλήθηκε γενική συνέλευση απάντησε ότι θα πρέπει να ψάξει τον φάκελο της τον οποίον δεν είχε μαζί της. Σε υποβολή του κ. Χριστοδουλίδη ότι δεν ακολουθήθηκε η ενδεδειγμένη διαδικασία διορισμού, παρέπεμψε τον κ. Χριστοδουλίδη στον κ. Κούτρα, ο οποίος, κατά την εισήγηση της, χειρίστηκε τότε το ζήτημα, ο οποίος, όμως, ως επίσης αποδέχθηκε, απεβίωσε.

 

62. Υπό το φως όλων των πιο πάνω, δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία της εκτός και μόνο στον βαθμό που οι θέσεις της αφορούν στις ενέργειες της Εναγόμενης 1, μέσω διαφόρων διαδικασιών να προσπαθήσει να μειώσει το χρέος της Περιουσίας και της Εταιρείας. Τούτο διότι, οι θέσεις της αυτές βρίσκουν έρεισμα στην ενώπιον μου έγγραφη μαρτυρία, στην οποία γίνεται παραπομπή στις σχετικές παραγράφους της γραπτής της δήλωσης, του Εγγράφου Δ. Περιπλέον, η ορθότητα και η αυθεντικότητα των εν λόγω εγγράφων δεν αμφισβητήθηκε. Οι σχετικές της θέσεις αφορούν στο ότι η ΜΥ1 με οδηγίες τις Εναγόμενης 1 καταχώρησε δύο χωριστές αγωγές το αντικείμενο των οποίων περιγράφονται στις παρ. 3 και 9 του Εγγράφου Δ. Αφορούν επίσης στις προσπάθειες τις Εναγόμενης 1 με απώτερο σκοπό την μείωση του προαναφερόμενου χρέους, ως αυτές καταγράφονται στις παρ. 19 – 24 και 28 – 36 του Εγγράφου Δ και προβαίνω, συνεπώς, σε ανάλογα ευρήματα

 

63. Η μαρτυρία της ΜΥ4 δεν προσέθεσε οτιδήποτε ουσιώδες. Η μαρτυρία της έβριθε επιχειρηματολογίας, που ανήκει στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων καθώς και υποκειμενικές αντιλήψεις των όσων διαμείφθηκαν μεταξύ των διάδικων. Το δε Τεκμήριο 51 που κατέθεσε και οι αναφορές της σε αυτό, κρίνονται παντελώς άσχετες με τα επίδικα θέματα. Δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία της, εκτός στον βαθμό που τα όσα κατέθεσε αποτελούν στοιχεία κοινώς αποδεκτών γεγονότων (βλ. παρ. 12 πιο πάνω) και σε σχέση με επιμέρους ζητήματα για τους λόγους που καταγράφονται πιο κάτω. Στον βαθμό που οι θέσεις της αφορούν τις μεταξύ των διαδίκων σχέσεις, σχετικά είναι τα όσα έχω παραθέσει στην παρ. 46 – 54 πιο πάνω.

 

64. Αναφέρω επίσης εδώ ότι σχετικά με τα όσα οι διάδικοι κατέθεσαν αναφορικά με την αγωγή με αρ. 3449/16, κατά την αποτίμηση του συνόλου της ενώπιον μου μαρτυρίας καταδεικνύεται ότι το ζήτημα δεν σχετίζεται με την παρούσα υπόθεση. Τα κατ’ ισχυρισμό ποσά δεν αφορούν την Περιουσία, αλλά αποτελούν κατά τους ισχυρισμούς των Εναγόντων, προσωπικό δάνειο προς την μητέρα τους σε χρόνο που ο πατέρας τους ήταν εν ζωή. Τυχόν αποδοχή της θέσης τους ως προς την ύπαρξη ενός τέτοιους δανείου και την άρνηση της Εναγόμενης 1 να τους επιστρέψει τα ποσά αυτά, θα προϋπόθετε κρίση επί των ζητημάτων που αποτελούν αντικείμενο της προαναφερθείσας αγωγής, η οποία ως είναι κοινώς αποδεκτό, είναι σε εκκρεμότητα. Των πιο πάνω δοθέντων, το σύνολο των σχετικών αναφορών των μαρτύρων δεν δύναται να ληφθεί και δεν λαμβάνεται υπόψιν στα πλαίσια της παρούσας αγωγής.

 

65. Στρέφομαι στις επί μέρους θέσεις των μερών.

 

 

 

iii.          Ισχυριζόμενη προσπάθεια της Εναγόμενης 1 για αποξένωση ακινήτου ιδιοκτησίας της Εταιρείας

 

66. Αμφότεροι οι ΜΕ1 και ΜΕ2 αναφέρθηκαν σε προσπάθεια της Εναγόμενης 1 να αποξενώσει συγκεκριμένο ακίνητο, ιδιοκτήτρια του οποίου είναι η Εταιρεία, στην οποία, ως είναι κοινώς αποδεκτό, η Περιουσία κατέχει το 50% των μετοχών της και η Εναγόμενη 1 το υπόλοιπο 50%. 

 

67. Η πιο πάνω θέση των ΜΕ1 και ΜΕ2 στηρίζεται στο Τεκμήριο 9, το περιεχόμενο και η αυθεντικότητα του οποίου δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβήτησης. Εκεί καταγράφεται ότι η Εναγόμενη 1 εξουσιοδότησε συγκεκριμένο κτηματομεσιτικό γραφείο, με σκοπό την πώληση ακινήτου, με συγκεκριμένη περιγραφή, το οποίο ανήκει στην Εταιρεία. Το γεγονός ότι σκοπός της εν λόγω εξουσιοδότησης ήταν η πώληση του εν λόγω ακινήτου, προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 9. Για παράδειγμα, εκεί καταγράφεται ότι “Ι the owner of the property descripted and signed below authorise and/or appoint […] to act as agents for the sale of our Property described below”. Aκολούθως, παρατίθεται περιγραφή του εν λόγω ακινήτου, η τιμή πώλησης, το ύψος της αμοιβής του κτηματομεσίτη κλπ. Το εν λόγω έγγραφο, μάλιστα, περιγράφεται και ως συμφωνία μεταξύ της Εταιρείας, η οποία παρουσιάζεται ως η ιδιοκτήτρια του συγκεκριμένου ακινήτου και της εν λόγω κτηματομεσίτριας.

 

68. Κατά το στάδιο των αγορεύσεων, οι Εναγόμενες επιχειρηματολόγησαν ότι το συγκεκριμένο ακίνητο αποτελεί πράγματι ιδιοκτησία Εταιρείας, πλην όμως το Τεκμήριο 9 δόθηκε σε περίοδο που ο Αποβιώσας ήταν εν ζωή. Επομένως, συνεχίζουν, δεν τίθεται ζήτημα αποξένωσης μέρους της Περιουσίας από την Εναγόμενη 1. Επί τούτου παρέπεμψαν στο Τεκμήριο 17 και στο Τεκμήριο 46.

 

69. Δεν αποδέχομαι την πιο πάνω εισήγηση, για τους πιο κάτω λόγους.

 

70. Κατά την αντεξέταση του ΜΕ1, όπου ο ΜΕ1 επανέλαβε με σαφήνεια τη θέση του ότι το Τεκμήριο 9 καταδεικνύει την εν λόγω προσπάθεια αποξένωσης περιουσίας, χωρίς να τους ενημερώσει, η Εναγόμενη 1 του ανέφερε τα εξής:

 

«Ε. Υπάρχουν κάπου στο καταστατικό της εταιρείας που λέει ότι για να προχωρήσω εγώ ως διευθύντρια και γραμματέας της εταιρείας σε πώληση ακινήτου ή να εξουσιοδοτήσω κάποιον να το διερευνήσει, διότι η εξουσιοδότηση δεν είναι αποξένωση, πρέπει να συγκαλέσω Γενική Συνέλευση και να γίνει ψήφισμα; Σε πληροφορώ ότι είχα την εξουσία και ήταν απόλυτα νόμιμη η ενέργεια μου, ότι έχω εξουσιοδότηση από τον πατέρα σου όταν ήταν εν ζωή να εκπροσωπώ την εταιρεία σε οτιδήποτε.»[3]

 

71. Δεν του έθεσε στο σημείο αυτό, ότι δεν ετίθετο ζήτημα αποξένωσης μέρους της Περιουσίας, εφ’ όσον η πώληση έγινε σε χρόνο που ο Αποβιώσας ήταν εν ζωή. Αντιθέτως, προκύπτει ότι, αποδεχόμενη τη θέση του ότι το εν λόγω εγχείρημα έγινε σε χρόνο μετά τον θάνατο του Αποβιώσαντος, επιχείρησε να καταδείξει ότι πράγματι νομιμοποιείτο να προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια. Αυτή ήταν και η θέση που η ίδια προώθησε κατά τη μαρτυρία της. 

 

72. Παρά τα πιο πάνω, οι Εναγόμενες με παραπομπή στην αντεξέταση των ΜΕ1, επιχειρηματολόγησαν στο στάδιο των αγορεύσεων ότι η μοναδική προσπάθεια πώλησης που έγινε για κάποιο ακίνητο της Εταιρείας, ήταν όταν ο Αποβιώσας ήταν εν ζωή (βλ. σελ. 23 παρ. (h) της γραπτής τους αγόρευσης). Το συγκεκριμένο όμως σημείο αντεξέτασης στο οποίο παραπέμπουν οι Εναγόμενες, δεν αφορούσε τις αναφορές του ΜΕ1 στην παρ. 29 της γραπτής του δήλωσης, αλλά, τις αναφορές του ΜΕ1 στην παρ. 4 της γραπτής του δήλωσης, όπου εκεί αναφέρεται σε άλλο εγχείρημα πώλησης ακινήτου, ενώ ο Αποβιώσας ήταν εν ζωή. Το γεγονός ότι πρόκειται για δύο χωριστά εγχειρήματα πώλησης ακινήτου που ανήκει στην Εταιρεία, με βάση τις αναφορές του ΜΕ1, προκύπτει από το ίδιο το χρονικό σημείο που ο ίδιος τοποθετεί τις επιχειρούμενες ενέργειες της Εναγόμενης 1. Ειδικότερα, αφ’ ενός, στην παρ. 4 της γραπτής του δήλωσης, ο ΜΕ1 αναφέρεται σε προσπάθειες των Εναγόμενων να πωλήσουν ακίνητο της Εταιρείας «λίγο πριν το θάνατο του πατέρα μας».  Αφ’ ετέρου, στην παρ. 29 της γραπτής του δήλωσης και με παραπομπή στο Τεκμήριο 9, αναφέρει ότι το αναφερόμενο εγχείρημα πώλησης έγινε από την Εναγόμενη 1, «ενόσω εκκρεμούσε η παρούσα αγωγή» και όχι σε χρόνο, δηλαδή, που ο Αποβιώσας ήταν εν ζωή.

 

73. Ούτε και τα Τεκμήρια 17 και 46 υποβοηθούν τη θέση των Εναγόμενων επί του σημείου. Αμφότερα αφορούν σε συνομιλίες, με βάση το περιεχόμενό τους, προγενέστερων ημερομηνιών του θανάτου του Αποβιώσαντος. Επομένως, δεν αφορά το ζήτημα που ήγειρε ο ΜΕ1 μέσω της παρ. 29 της γραπτής του δήλωσης, ήτοι, επαναλαμβάνω, το εγχείρημα της Εναγόμενης 1 για την πώληση ακινήτου της Εταιρείας, ενόσω εκκρεμούσε η παρούσα αγωγή και μετά τον θάνατο του Αποβιώσαντος.

 

74. Η Εναγόμενη 1, κατέθεσε στις παρ. 41 και 43 της γραπτής της δήλωσης αλλά και κατά την αντεξέταση της, ότι οι Ενάγοντες γνώριζαν ότι ο ευρύτερος σκοπός της οικογένειας ήταν η πώληση ακινήτων, ώστε να εξοφληθούν οφειλές της Εταιρείας. Ο Ενάγων μάλιστα, είχε έρθει και στο παρελθόν σε επαφή με κτηματομεσίτες για την πώληση ακινήτων. Σε αντίστοιχες αναφορές προέβη και η Εναγόμενη 2. Οι αναφορές αυτές σαφώς αφορούν χρονικά σημεία πριν από την καταχώρηση της αγωγής και ενώ ο Αποβιώσας ήταν εν ζωή. Δεν δύνανται επομένως οι αναφορές της αυτές ευλόγως να διαφωτίσουν για ο,τιδήποτε έλαβε χώρα, υπό τις μεταγενέστερες συνθήκες που επικρατούσαν μεταξύ των μερών και δη μετά τον θάνατο του Αποβιώσαντος και την δημιουργία διαφόρων δικαστικών διαδικασιών μεταξύ τους, λόγω της δυσμένειας που προκλήθηκε στις μεταξύ τους σχέσεις. Όπως ο ΜΕ2 επεξήγησε με πειστικότητα κατά την αντεξέταση του, «η αίτηση που λέει έγινε αργότερα, αρκετά αργότερα σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο. Όταν έγινε η αίτηση είχαμε ήδη δικαστική διαδικασία για την ανάληψη της διαχείρισης της περιουσίας και παράλληλα εκκρεμούσε μια άλλη δικαστική διαδικασία η οποία μας κατηγορούσε ψευδώς για διάφορα ποινικά αδικήματα με σκοπό να μας εκβιάσει για να απαρνηθούμε τα δικαιώματά μας όσον αφορά την περιουσία. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο εκείνη την εποχή δεν εμπιστευόμασταν την [Εναγόμενη 1] να πουλήσει την περιουσία που ήταν υπό διαχείριση, διότι αυτό ήταν σίγουρο ότι θα σήμαινε αδικία για εμάς για πιθανό μερίδιο που θα δικαιούμαστε που τούτη τη διαχείριση και εφόσον οι σχέσεις μας εκείνην την εποχή ήταν ήδη κακές, εκείνην την εποχή επικεντρωνούμασταν στο να αποτρέψουμε την [Εναγόμενη 1] από το να αποξενώσει μέρος της περιουσίας της οποίας είναι υπό διαχείριση και για την οποία γίνεται η συγκεκριμένη υπόθεση[4]

 

75. Τα όσα δε ανέφεραν οι Εναγόμενες εν σχέσει με την διαδικασία Mareva και ότι σύμφωνα με τη θέση της οι Ενάγοντες παραπλάνησαν το Δικαστήριο κατά την έκδοση του, με όλο το  σέβας, το ζήτημα της ισχυριζόμενης παραπλάνησης έχει ήδη κριθεί από το εκεί Δικαστήριο, στα πλαίσια πλήρους εκδίκασης της σχετικής αίτησης και δεν θα απασχολήσει περαιτέρω.

 

76. Σε άλλο σημείο της γραπτής της δήλωσης,[5] η Εναγόμενη 1 κατέθεσε ότι, η εξουσιοδότηση, Τεκμήριο 9, δόθηκε επειδή θεωρούσε ότι ήταν ένας πιο πρακτικός τρόπος για να γνωρίζει την αγοραία αξία του ακινήτου, αντί να απευθυνθεί σε εκτιμητές, όπως είχε κάνει στο παρελθόν ο Ενάγων 2 για ακίνητο δικής της περιουσίας. Η πληροφορία δε αυτή, συνέχισε, θα ήταν χρήσιμη σε περίπτωση διαπραγμάτευσης με την τράπεζα για πιθανή ανταλλαγή του ακινήτου έναντι του χρέους. Η πιο πάνω θέση της καταρρίπτεται από το περιεχόμενο του Τεκμήριου 9. Από τα όσα εκεί προκύπτουν η ίδια προχώρησε σε σύναψη συμφωνίας, με συγκεκριμένο κτηματομεσίτη για την πώληση του. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι σκοπός της ήταν μόνο να «ελέγξει» την αγοραία αξία. Ούτε και κατέστη σαφές για ποιον λόγο, εάν αυτός γνησίως ήταν ο σκοπός της, δεν αποτάθηκε σε εκτιμητή ακινήτων ώστε να δύναται να συνομιλήσει με την τράπεζα με βάση την αντικειμενική εκτίμηση του εν λόγω ακινήτου. Περιπλέον, η πιο πάνω θέση της είναι αντίθετη με την θέση της ότι οι Ενάγοντες γνώριζαν ότι ο σκοπός ήταν η πώληση των ακινήτων, με απώτερο σκοπό την εξόφληση του δανείου της Εταιρείας (βλ. παρ. 41 και 43 του Εγγράφου Γ). Αντίθετη είναι ακόμη και με τη θέση της ότι η ίδια δικαιούτο να πωλήσει ακίνητα της Εταιρείας ακόμη και μετά το θάνατο του Αποβιώσαντος, ήτοι, του κατά 50% μετόχου, για τους λόγους που ανέφερε. Αντίθετη ήταν και με το ερώτημα που έθεσε στον ΜΕ2 κατά την αντεξέταση του «(τ)ότε γιατί κάμετε την αίτηση Mareva και είπετε ότι ξαφνιαστήκατε που διαπιστώσετε ότι προσπαθούσα να πουλήσω κάτι άλλο και ήταν για να σας καταδολιεύσω[6] Οι ως άνω αναφορές της καταδεικνύουν ότι η πρόθεση της δεν αποσκοπούσε αποκλειστικά και μόνο στο να «ελέγξει» την πραγματική τιμή πώλησης του εν λόγω ακινήτου.

 

77. Το Τεκμήριο 28 δεν αλλοιώνει την πιο πάνω εικόνα εφ’ όσον και πάλιν αφορά σε χρόνο που ο Αποβιώσας ήταν εν ζωή.  Ήταν, όμως, μόνο με τον θάνατό του που  οι Ενάγοντες, ως κληρονόμοι του, απέκτησαν συμφέρον στο εν λόγω μετοχικό του μερίδιο στην Εταιρεία, στην οποία ανήκει το προαναφερόμενο ακίνητο.

 

78. Περιπλέον, κατέθεσε ότι η δοθείσα εξουσιοδότηση προς τον κτηματομεσίτη, Τεκμήριο 9, έτυχε έγκρισης της γενικής συνέλευσης της Εταιρείας. Δεν είναι αντιληπτό πού στηρίζει τη θέση της αυτή. Δεν τέθηκε ενώπιον μου μια τέτοια απόφαση της γενικής συνέλευσης της Εταιρείας. Κατέθεσε ότι η ενέργεια της αυτή ήταν νόμιμη με βάση «Γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα» που όμως δεν προσκομίστηκε. Παρέπεμψε επί τούτου στο Τεκμήριο 22 το οποίο, ως κατέθεσε, αποτελεί απόσπασμα από την ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών. Ανατρέχοντας στο περιεχόμενό του προκύπτει ότι, αυτό το οποίο εκεί εξετάζεται είναι το ζήτημα του ποιος θεωρείται ως «πραγματικός δικαιούχος» σε περιπτώσεις θανάτου μετόχου εταιρείας για τον οποίο δεν έχει διοριστεί διαχειριστής περιουσίας, για σκοπούς του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου Ν.188(Ι)/2007, που όμως δεν αφορά στην παρούσα υπόθεση. Κατέθεσε ακόμη ότι δικαιούτο να επιχειρήσει να πωλήσει περιουσία της Εταιρείας, εφ’ όσον αυτό περιλαμβανόταν στις εργασίες της με βάση το καταστατικό και ιδρυτικό της έγγραφο (Τεκμήριο 20). Συνέχισε ότι στην Περιουσία ανήκουν μόνο μετοχές στην Εταιρεία και όχι η ακίνητη ιδιοκτησία της Εταιρείας, αυτής καθ’ εαυτής.

 

79. Το κατά πόσο η πιο πάνω αντίληψη της ή η πιο πάνω ενέργεια της αποτελεί στοιχείο παράβασης καθήκοντος της ως διευθύντρια Εταιρείας, έναντι των μετόχων, δεν αποτελεί ζήτημα που θα απασχολήσει. Τούτο διότι, δεν είναι απαραίτητο στο πλαίσιο για το οποίο το ζήτημα εξετάζεται να αποδειχθεί «παρανομία» από την Εναγόμενη 1. Ούτε κάτι τέτοιο προκύπτει από τις πρόνοιες του Κεφ. 189 ή τον Κανονισμό, για σκοπούς διορισμού διαχειριστή. Στην Re estate of McDonald (deceased) [2022] EWHC 2405 το εκεί αγγλικό Δικαστήριο υιοθέτησε κατ’ αναλογίαν τις αρχές που αναφέρθηκαν στις Harris v. Earwicker [2015] EWHC 1915 και Schumacher v Clarke [2019] EWHC 1031, που αφορούσαν σε ζήτημα αντικατάστασης διαχειριστή δυνάμει του άρθρου 50 του Administration of Justice Act 1985, στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για αντικατάσταση, ως εξής:

 

(α) “It is unnecessary for the court to find wrongdoing or fault on the part of the personal representatives. The guiding principle is whether the administration of the estate is being carried out properly. Put another way, when looking at the welfare of the beneficiaries, is it in their best interests to replace one or more of the personal representatives?”

 

(β) It is critical for present purposes that the core concern of the court is what is in the best interests of the beneficiaries looking at their interests as a whole. The power of the court is not dependent on making adverse findings of fact, and it is not necessary for the claimant to prove wrongdoing. It will often suffice for the court to conclude that a party has made out a good arguable case about the issues that are raised. If there is a good arguable case about the conduct of one or more of the executors or trustees, that may well be sufficient to engage the court's discretionary power under s.50, or the inherent jurisdiction, and make some change of administrator or trustee inevitable. The jurisdiction is quite unlike ordinary inter partes litigation in which one party, of necessity, seeks to prove the facts its cause of action against another party.”[7]

 

80. Επομένως, το ουσιώδες ερώτημα είναι κατά πόσο οι Ενάγοντες είχαν βάσιμους λόγους να προβάλουν ανησυχία αναφορικά με τον πιθανό επηρεασμό των κληρονομικών τους συμφερόντων, συνεπεία της προαναφερθείσας ενέργειας της Εναγόμενης 1. Δεν είναι κατά πόσο η Εναγόμενη έχει παρανομήσει, στο πλαίσιο αυτό.

 

81. Αυτό όμως το οποίο διαπιστώνεται, είναι ότι τα λεχθέντα της Εναγόμενης 1, τα οποία υιοθέτησε και η Εναγόμενη 2, χαρακτηρίζονται από έλλειψη πειστικότητας. Χαρακτηρίζονται ακόμη και από σύγχυση και ουσιώδεις μεταβολές χωρίς να είναι σαφές πια τελικά είναι η θέση της. Ενώ κατά τη μαρτυρία της και κατά την αντεξέταση των ΜΕ1 και ΜΕ2 διατείνετο ότι η ίδια νομιμοποιείτο πλήρως να προβεί στην προαναφερθείσα ενέργεια, για τους λόγους που προέβαλε,[8]  στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων οι Εναγόμενες προέβαλαν και το ότι δεν ετίθετο ζήτημα επηρεασμού της Περιουσίας, καθώς ο Αποβιώσας ήταν εν ζωή κατά το χρόνο του εν λόγω εγχειρήματος. Παρά ακόμη τούτο συνεχίζουν σε μεταγενέστερο σημείο της γραπτής τους αγόρευσης να παραθέσουν τους λόγους που μια τέτοια ενέργεια ήταν νόμιμη, εκλαμβάνοντας ως δεδομένο το γεγονός ότι έγινε μετά τον θάνατο του Αποβιώσαντος.

 

82. Υπό το φως όλων των πιο πάνω και με κάθε σεβασμό, το Δικαστήριο δεν δύναται με ασφάλεια να βασισθεί στα λεχθέντα της Εναγόμενης 1 επί του σημείου αυτού. Αντιθέτως, οι ΜΕ1 και ΜΕ2 με νηφαλιότητα και παράθεση στέρεων επιχειρημάτων παρέθεσαν πειστικά τους λόγους στους οποίους στηρίζουν τη θέση τους ότι η Εναγόμενη 1, ενόσω εκκρεμούσε η παρούσα αγωγή και μετά το θάνατο του πατέρα τους, εξουσιοδότησε κτηματομεσίτη για σκοπούς πώλησης ακινήτου που ανήκει στην Εταιρεία, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τους. Αποδέχομαι ακόμη και το ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση αποτελείται από το Τεκμήριο 9. Συνεπώς, προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

83. Τούτων δοθέντων εύλογη κρίνεται η ανησυχία τους αναφορικά με την προαναφερθείσα ενέργεια της Εναγόμενης 1, με δεδομένη την ιδιότητα τους ως κληρονόμοι του κατά 50% μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας. 

 

 

iv.          Ο διορισμός της Εναγόμενης 2 ως διευθύντριας στην Εταιρεία

 

84. Οι Ενάγοντες παραπονέθηκαν και για το γεγονός του διορισμού της Εναγόμενης 2 στην Εταιρεία, ως διευθύντριας, προβάλλοντας το στοιχείο αυτό ως πρόσθετο λόγο προς υποστήριξη των ανησυχιών τους και των αξιώσεών τους. Οι Εναγόμενες εξέθεσαν τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι η πράξη αυτή ήταν νόμιμη και νομότυπη. Υπενθυμίζω ότι είναι κοινώς αποδεκτό ότι ο εν λόγω διορισμός έγινε κατόπιν του θανάτου του Αποβιώσαντος.

 

85. Το ζήτημα του κατά πόσο η ενέργεια της αυτή, ως ζήτημα εταιρικού δικαίου, ήταν νόμιμη ή παράνομη και κατά πόσο ενέπιπτε εντός της εμβέλειας εξουσιών της ως διευθύντριας με βάση το καταστατικό της Εταιρείας, είναι άνευ σημασίας. Δεν είναι, και πάλιν, απαραίτητο στο πλαίσιο για το οποίο το ζήτημα εξετάζεται να αποδειχθεί «παρανομία» από την Εναγόμενη 1. Επαναλαμβάνω τα όσα έχω παραθέσει στις παρ. 79 πιο πάνω. Το ουσιώδες, και πάλιν, ερώτημα είναι κατά πόσο η ενέργεια της αυτή ευλόγως θεωρήθηκε από τους Ενάγοντες ως σημείο περαιτέρω ενίσχυσης των ανησυχιών τους εν σχέσει με την έλλειψη διάθεσης της να διαχειριστεί την Περιουσία με πραγματικά δίκαιο τρόπο προς όλους τους κληρονόμους.

 

86. Η ίδια, κατά την αντεξέταση της επιβεβαίωσε ότι η επιλογή της να διορίσει μόνο την Εναγόμενη 2 ως διευθύντρια και όχι και τα άλλα δύο της παιδιά, τους Ενάγοντες, ήταν διότι οι τελευταίοι, κατά τον ισχυρισμό της, είχαν χειροδικήσει σε βάρος της. Η αναφορά της αυτή καταδεικνύει ότι η προσωπική της απογοήτευση που εξέφρασε, ως μητέρα των Εναγόντων αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό συμπεριφορά τους απέναντί της, εμφιλοχώρησε και επηρέασε τις αποφάσεις της ως προς την δομή και τις υποθέσεις της Εταιρείας, της οποίας οι Ενάγοντες έχουν συμφέρον στο κατά 50% μετοχικό μερίδιο του Αποβιώσαντος. Εύλογα επομένως δημιουργείται το ερώτημα κατά πόσο ανάλογη θα είναι η προσέγγιση της κατά τη διαχείριση της Περιουσίας, εάν αφεθεί να την διαχειριστεί από μόνη της.

 

87. Μάλιστα, η Εναγόμενη 2 κατέθεσε ότι η Εναγόμενη 1 της είχε αναφέρει ότι θα τη διορίσει διευθύντρια «σε περίπτωση που πάθαινε κάτι», στοιχείο το οποίο παράσχει έρεισμα στις ανησυχίες των Εναγόντων για αποκλεισμό τους από την διοίκηση της Εταιρείας, σε μια τέτοια περίπτωση, στην οποία έχουν κληρονομικό συμφέρον. Προσθέτω ακόμη εδώ ότι η ενέργεια της αυτή έγινε σε χρόνο που οι μεταξύ τους σχέσεις ήταν ήδη τεταμένες, ως έχουν περιγράφει και πιο πάνω.

 

88. Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι εύλογα οι Ενάγοντες εξέλαβαν την ενέργεια της αυτή ως στοιχείο περαιτέρω εδραίωσης των ανησυχιών τους.

 

v.            Η θέση των Εναγόντων ως προς το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμό σύγκρουσης συμφέροντος της Εναγόμενης 1 με την Περιουσία

 

89. Η πλευρά των Εναγόντων προβάλλει ότι η Εναγόμενη 1 διατηρεί σύγκρουση συμφέροντος για σκοπούς διορισμού της ως διαχειρίστριας της Περιουσίας. Τούτο διότι, η ίδια είναι προσωπικά υπόλογη για το χρέος της Περιουσίας. Προβάλλουν την ανησυχία τους ότι απώτερος σκοπός της είναι να χρησιμοποιήσει την κληρονομούμενη περιουσία, ή μέρος αυτής, για εξόφληση ή μείωση του πιο πάνω χρέους ώστε η ίδια να καθίσταται όσο το λιγότερο δυνατό υπόλογη για την εξόφληση του. Από την αντίπερα όχθη, οι Εναγόμενες προβάλλουν τις ενέργειες που έλαβε η Εναγόμενη 1 για μείωση του χρέους μέσω διαπραγματεύσεων της με την τράπεζα. Ως εκ τούτου, επιχειρηματολογούν, ουδεμία σύγκρουση συμφέροντος καταδεικνύεται και, ότι, αντιθέτως, καταδεικνύεται ότι η Εναγόμενη 1 είναι κατάλληλη για διορισμό.

 

90. Η μαρτυρία αμφότερων των πλευρών που προσκόμισαν ως προς το κατά πόσο οι Εναγόμενη 1 αναμένεται να επιχειρήσει να ενεργήσει ως οι Ενάγοντες της καταλογίζουν και έναντι των συμφερόντων της Περιουσίας, δεν επιδρά στο ερώτημα της διαπίστωσης σύγκρουσης συμφέροντος. Το ζήτημα εξετάζεται με αντικειμενικούς και μόνο όρους, με αναφορά στις εκατέρωθεν ιδιότητες των μερών εν σχέσει με την Περιουσία αλλά και με το χρέος αυτό.

 

91. Αντικειμενικώς εχόντων των πραγμάτων, στην έκταση που η Περιουσία δεν κληθεί να καταβάλει μέρος του χρέους αυτού, τότε, η ίδια θα είναι προσωπικά υπόλογη να το καταβάλει. Δεν υποστήριξε η Εναγόμενη 1 καθ’ οιονδήποτε τρόπον ότι η έκταση της ευθύνης που βαρύνει την ίδια, είναι μικρότερη από αυτήν που βαρύνει είτε την Περιουσία, είτε την Εταιρεία. Πρόκειται για κοινή ευθύνη με την Περιουσία, εφ΄ όσον η Εναγόμενη 1 είναι επίσης πρωτοφειλέτιδα του εν λόγω χρέους, όπως εξάγεται από τα λεχθέντα της επί του Τεκμηρίου 27. Επίσης, όπως η ίδια κατέθεσε, κινδυνεύει ακόμη και το σπίτι της. Το γεγονός ότι η ίδια διατηρεί κίνητρο να ζητήσει μείωση του χρέους, είτε μέσω δικαστικών διαδικασιών είτε μέσω διαπραγμάτευσης με την τράπεζα, ως υποστήριξαν οι Εναγόμενες κατά το στάδιο των αγορεύσεων, δεν αλλοιώνει την πιο πάνω εικόνα. Το κίνητρο της για να λάβει διαβήματα που αποσκοπούν στη μείωση του συνολικού χρέους της Περιουσίας και της Εταιρείας, απορρέει ακριβώς και από το ότι και η ίδια είναι προσωπικά υπόλογη. Δεν αλλοιώνει όμως τη διαπίστωση ότι, υπό περιστάσεις υπό τις οποίες θα πρέπει να ληφθεί απόφαση σε πια έκταση το τελικό συμφωνηθέν ή τυχόν επιδικασθέν ποσό θα πρέπει να καταβληθεί από την Περιουσία ή την ίδια, ενδέχεται η ίδια να αποκτήσει κίνητρο που αντικρούεται με τα συμφέροντα των κληρονόμων.

 

92. Επιχειρηματολόγησε η Εναγόμενη 1 ότι η σχετική προσέγγιση είναι παράλογη καθώς τα περιουσιακά στοιχεία της Περιουσίας ή της Εταιρείας δεν αρκούν για να καλύψουν το χρέος. Παραπέμπει στο περιεχόμενο της Αίτησης Διαχείρισης που καταχώρησε με σκοπό να καταδείξει ότι τα περιουσιακά στοιχεία του Αποβιώσαντος είναι πολύ λίγα. Με όλο το σέβας, μια τέτοια θέση θα μπορούσε μόνο να αξιολογηθεί και να αποκρυσταλλωθεί στα πλαίσια διαχείρισης της Περιουσίας και δεν αφορά το στάδιο της επιλογής του διαχειριστή. Αρκεί μόνο να σημειώσω εδώ ότι τα όσα η ίδια κατέγραψε στην Αίτηση Διαχείρισης δεν μπορούν να αποτελέσουν ανεξάρτητο έρεισμα των λεχθέντων της.

 

93. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι, ενώ η Εναγόμενη 1 δια του Τεκμηρίου 6 (Αίτηση Διαχείρισης) καταγράφει ως συνολικό ύψος της κινητής περιουσίας του Αποβιώσαντος το ποσό €3.000, στην παρ. 3 της ένορκης της δήλωσης ημερ. 21.1.2020 που καταχώρησε στα πλαίσια εκδίκασης του Προσωρινού Διατάγματος, αναφέρει ότι ο Αποβιώσας ήταν ιδιοκτήτης ½ μεριδίου 170 μετοχών στη ΣΠΕ Στροβόλου, ½ μεριδίου 2135 μετοχών στην εταιρεία Lordos Hotels (Holdings) Ltd, ½ μεριδίου 950 μετοχών στην εταιρεία Cyprus Airways Ltd και εντός αυτοκινήτου. Αυτά, πέραν των 50% μετοχών που κατείχε στην Εταιρεία, στην οποία ανήκουν ακίνητη περιουσία όπως χωράφια και το ακίνητο που αναγράφεται επί του Τεκμηρίου 9 και η αξία του οποίου περιγράφεται σε ποσό ύψους €320.000. Καμία αναφορά στις μετοχές των πιο πάνω εταιρειών, πέραν στην Εταιρεία, έκανε κατά τη μαρτυρία της, στα πλαίσια της οποίας διατείνετο ότι η Περιουσία δεν αρκεί για να καλύψει το χρέος, παραπέμποντας μόνο στο ½ μεριδίου σε ακίνητο στο Πισσούρι. Διευκρινίζω ότι δεν αποφαίνομαι οτιδήποτε αφορά στην πραγματική αξία της Περιουσίας, ούτε και αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να την διαπιστώσει στα πλαίσια διορισμού διαχειριστή της. Όμως, από τα πιο πάνω προκύπτει, κατ’ ελάχιστον, ότι απομένει παντελώς άγνωστος ο τρόπος με τον οποίο η ίδια υπολόγισε την κινητή περιουσία του Αποβιώσαντος σε ποσό ύψους €3.000. Κατ’ επέκταση και υπό το φως όλων των ανωτέρω, δεν δύναμαι ευλόγως να αποδεχτώ τη θέση της ότι η προσέγγιση των Εναγόντων, ως προς το ζήτημα της σύγκρουσης συμφέροντος, είναι προϊόν παραλογισμού ή κάποιας παρανόησής τους.

 

vi.          Θέσεις ως προς την απουσία ενημέρωσης

 

94. Η Εναγόμενη 1 αναφέρθηκε σε διάφορα στοιχεία προβάλλοντας ότι οι Ενάγοντες ήταν πάντοτε «ενήμεροι» για την περιουσιακή κατάσταση της οικογένειας. Προς επίρρωση της θέσης της αυτής, παρέπεμψε στα Τεκμήρια 14 μέχρι 17. Ανάλογη ήταν και η μαρτυρία της Εναγόμενης 2 με παραπομπή στα Τεκμήρια 46 και 47. Το περιεχόμενο των εν λόγω τεκμηρίων δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης και συνεπώς αποδέχομαι τις θέσεις των Εναγόμενων ότι οι Ενάγοντες έλαβαν κάποια διαβήματα με σκοπό την πώληση συγκεκριμένων ακινήτων που ανήκαν είτε στους γονείς τους είτε στην Εταιρεία το έτος 2015 και συνεπώς προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

95. Η γνώση τους όμως για την ύπαρξη συγκεκριμένων ακινήτων, κατά τρόπο αποσπασματικό, δεν εμπεριέχει την ουσία του αιτήματός τους δια της παρούσας αγωγής, που είναι να λάβουν πλήρη, απρόσκοπτη και αντικειμενική πρόσβαση στο σύνολο των πληροφοριών που αφορούν την Περιουσία.

 

96. Η  Εναγόμενη 1 παρέπεμψε και στα τεκμήρια που καταχώρησε στα πλαίσια της ένστασης της στο Προσωρινό Διάταγμα με σκοπό να καταδείξει ότι οι Ενάγοντες ήταν «ενήμεροι» για όλα τα ζητήματα, αφού σαφώς είχαν λάβει γνώση της ένστασής της. Η προσπάθεια της αυτή όμως ουδόλως καταδεικνύει ότι κατά την καταχώρηση της αγωγής η ίδια διατίθετο να παράσχει έγγραφα και πληροφορίες στα παιδιά της, Ενάγοντες, ώστε οι ίδιοι να δυνηθούν να διαμορφώσουν εμπεριστατωμένη άποψη ως προς την ακριβή έκταση του συμφέροντός τους στην  Περιουσία. Σημειώνω εδώ ότι η ένσταση της καταχωρήθηκε τέσσερα περίπου έτη μετά την καταχώρηση της παρούσας αγωγής. Τα ίδια ισχύουν κατ’ αναλογίαν και για τις θέσεις της Εναγόμενης 2, ως αυτές καταγράφονται στην παρ. 13 του Έγγραφου Ε. Σε σχέση με την παραπομπή της στην Αίτηση Διαχείρισης ώστε να καταδειχθεί σχετική ενημέρωση, σχετικά είναι, κατ’ αναλογίαν, τα όσα έχω παραθέσει στην παρ. 93 πιο πάνω.

 

97. Από την όλη μαρτυρία των Εναγόντων προκύπτει ότι οι ίδιοι επιχειρούν εναγωνίως απρόσκοπτη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που αφορούν την Περιουσία και όχι μόνο στις πληροφορίες που διατίθεται η Εναγόμενη 1 να τους παράσχει. Ενδεικτικό είναι το εξής απόσπασμα από την αντεξέταση του ΜΕ2:

 

«Ε. Λες ότι επιδιώκω να καρπωθώ την περιουσία που ανήκει στον πατέρα σου για να εξοφλήσει τα χρέη μου και να αφήσω τη δική μου περιουσία καθαρή. Γνωρίζεις ότι η περιουσία… ότι πατέρας σου είχε και ο ίδιος χρέος, το οποίο ακολουθεί τη θετική περιουσία του;

 

Α. Ένα από τα αιτήματα που έχουμε στην παρούσα υπόθεση είναι να ενημερωθούμε λεπτομερώς για την περιουσία και το χρέος του πατέρα μας. Είναι εις γνώση μου ότι πιθανώς να έχει κάποιο χρέος, είναι από αυτά που ζητούμε να ενημερωθούμε λεπτομερώς και πλήρως και αρνείται η άλλη πλευρά να το πράξει.»[9]

 

98. Υπό το φως των πιο πάνω δεν αποδέχομαι τη θέση των Εναγόμενων ότι οι Ενάγοντες είναι πλήρως ενήμεροι σε ότι αφορά τα περιουσιακά στοιχεία της Περιουσίας. Αποδέχομαι τη θέση των Εναγόντων περί έλλειψης πληροφόρησης τους και προβαίνω σε ανάλογο εύρημα.

 

99. Υπό το φως όλων των πιο πάνω και με δεδομένες τις δυσμενείς μεταξύ των διαδίκων διαπροσωπικές σχέσεις, καθώς και τις ενέργειες της Εναγόμενης 1 εν σχέσει με το προαναφερόμενο ακίνητο της Εταιρείας, εύλογη κρίνεται η ανησυχία των Εναγόντων περί παροχής αποσπασματικών πληροφοριών από την Εναγόμενη 1. Εύλογο κατ’ επέκταση κρίνεται και το εγχείρημα των Εναγόντων να επιχειρήσουν να αποκτήσουν πλήρη πρόσβαση και λόγο σε καθετί που αφορά την Περιουσία, μέσω της λήψης εγγράφων διαχείρισης της Περιουσίας.

 

 

vii.         Κατ’ ισχυρισμό «εκπαραθύρωση» της Εναγόμενης 1 ως διευθύντριας

 

100.      Η προσπάθεια της Εναγόμενης 1 να τους αποδώσει ανωριμότητα, επιπολαιότητα και αχαριστία αποτελούν τη δική της προσωπική πεποίθηση με βάση τα όσα έχουν λάβει χώρα στα πλαίσια των διαπροσωπικών τους σχέσεων. Τα Τεκμήρια 13 και 13(β) που παρουσίασε ενώπιον μου δεν καταδεικνύουν ότι οι Ενάγοντες επιχείρησαν να «εκπαραθυρώσουν» την ίδια από την Εταιρεία, ούτε και είναι εύλογα αντιληπτό με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να το πράξουν χωρίς την πρότερη ενημέρωση της, ως υφιστάμενης διευθύντριας. Η σχετική της εισήγηση απορρίπτεται.

 

 

viii.       Τεκμήρια 19, 24, 26, 48 και 49

 

101.      Τέλος, επειδή τίθεται ζήτημα μαρτυρίας την οποία επικαλούνται οι Εναγόμενες ως προς το ζήτημα των εξόδων, αναφέρω εδώ ότι η θέση της Εναγόμενης 1 ότι έγιναν προσπάθειες από μέρους της για σκοπούς διευθέτησης της αγωγής, στηρίζεται στα Τεκμήρια 19, 24, 26, 48 και 49 το περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητήθηκε. Εκεί καταγράφονται οι εκάστοτε προτάσεις της για διευθέτηση της αγωγής και συνεπώς, προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

(ζ)  ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ  

102.      Για όλους τους λόγους που έχω καταγράψει πιο πάνω, είναι αβίαστα που προκύπτει ότι οι Ενάγοντες είχαν επαρκείς λόγους να αποταθούν στο Δικαστήριο μέσω της παρούσας αγωγής και να επιχειρήσουν να αντλήσουν την προστασία του, στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας, δυνάμει του Κεφ. 189. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μου, απαντούν και στην εισήγηση των Εναγόμενων περί καταχρηστικότητας της παρούσας αγωγής, η οποία και απορρίπτεται.

 

103.      Στρέφομαι στις προδικαστικές ενστάσεις των Εναγόμενων. Εκεί θέτουν ζήτημα λανθασμένου ένδικου μέσου, παράλειψη συμμόρφωσης με την Διαταγή 2 Θεσμός  13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και ότι η αγωγή δεν αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα. Ουδεμία εκ των πιο πάνω εισηγήσεων δύναται να γίνει αποδεκτή. Διαπιστώνεται πλήρης συμμόρφωση με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και αγώγιμο δικαίωμα. Ως προς τη νομική βάση της αγωγής, σχετικά είναι τα όσα παρέθεσα στις παρ. 14 - 24 ανωτέρω. Συνεπώς, το σύνολο των προδικαστικών ενστάσεων των Εναγόμενων, απορρίπτονται.

 

104.      Στρεφόμενη στο ζήτημα κατάλληλου προσώπου για διορισμό του ως διαχειριστή της Περιουσίας, για τους λόγους που έχω προαναφέρει στην παρ. 52 πιο πάνω, δεν τίθεται ζήτημα διορισμού της Εναγόμενης 2 ως διαχειρίστριας.

 

105.      Περιπλέον, δεν τίθεται ζήτημα διορισμού ούτε και ενός ανεξάρτητου τρίτου προσώπου. Η πλευρά της Εναγόμενης 1 προβάλλει ότι δεν συμφωνεί με διορισμό ενός τρίτου προσώπου καθώς τούτο θα επιβάρυνε δυσανάλογα την Περιουσία. Η πλευρά των Εναγόντων, δεν έχει προτείνει συγκεκριμένο πρόσωπο για τον σκοπό αυτό, ούτε και παρουσίασαν οποιαδήποτε σχετική συγκατάθεση ενός τέτοιου προσώπου (Αρέστη ν. Marfin Popular Bank Co (2016) 1 AAΔ 2452.) Δεν θεωρώ ότι θα ήταν επιθυμητό να διοριστεί ο Πρωτοκολλητής. Αφ’ ενός, πρόκειται για δημόσιο λειτουργό ο οποίος θα αναλάμβανε καθήκοντα και υποχρεώσεις σε μια υπόθεση που αφορά περιουσία ιδιωτών (βλ. κατ’ αναλογίαν, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ HURMUS MEHMET HELVADJI Αρ. Αίτησης 180/01, 8.9.2005 (υπό τον Έντιμο Χ. Ι. Πογιατζή, Α.Ε.Δ. (ως ήταν τότε)). Αφ’ ετέρου, τα μέρη δήλωσαν, κατ’ επανάληψη, τη συγκατάθεση τους να διοριστούν οι δύο πλευρές από κοινού.

 

106.      Συνεπώς, το ερώτημα που εγείρεται είναι ποιος ή ποιοι από τους διαδίκους θα πρέπει να διοριστούν ως διαχειριστές της Περιουσίας, πλην της Εναγόμενης 2.

 

107.      Από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει επίσης ότι ο Ενάγων 2 είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού. Σε περίπτωση διορισμού του, το γεγονός αυτό ευλόγως αναμένεται να θέσει αντικειμενικές και πρακτικές δυσκολίες στην έγκαιρη διεκπεραίωση της διαχείρισης της Περιουσίας, προκαλώντας αχρείαστη ταλαιπωρία, έξοδα και περαιτέρω καθυστερήσεις. Το στοιχείο αυτό αποκτά βαρύνουσα σημασία αναλογιζόμενη ότι η έναρξη της διαχείρισης εκκρεμεί εδώ και πολλά έτη. Περιπλέον, ουσιώδες είναι και το γεγονός ότι, οι πρακτικές δυσκολίες που αναμένεται να δημιουργηθούν σε περίπτωση διορισμού του Ενάγοντα 2 ως διαχειριστή ενώ αυτός διαμένει στο εξωτερικό, δεν εξυπηρετούν οποιονδήποτε σκοπό. Τούτο διότι, από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου είναι αβίαστα που συνάγεται ότι τα συμφέροντα του Ενάγοντα 2 δύνανται δεόντως να εκπροσωπηθούν από τον Ενάγοντα 1, στην πλήρη τους έκταση. Ειδικότερα, δεν έχω διαπιστώσει οποιαδήποτε μεταξύ τους σύγκρουση. Οι σχέσεις τους και τα συμφέροντά τους είναι σε πλήρη αρμονία, υπάρχει πλήρης εμπιστοσύνη μεταξύ τους και αλληλεγγύη, με τον έναν να πολεμά και για το συμφέρον του άλλου. Ευχόμενη η μεταξύ τους σχέση να διαρκέσει, από τα ενώπιον μου στοιχεία σήμερα, είναι με ασφάλεια που μπορώ να αναμένω ότι ο Ενάγοντας 1 θα εκπροσωπήσει με πλήρη αίσθηση ευθύνης και καθήκοντος και τα συμφέροντα του Ενάγοντα 2. Υπό τις πιο πάνω συνθήκες, θεωρώ ότι τυχόν διορισμός του Ενάγοντα 2 δεν θα εξυπηρετούσε οποιονδήποτε πρακτικό ή άλλον σκοπό. Παράλληλα, θα προκαλούσε αχρείαστη ταλαιπωρία, έξοδα και καθυστέρηση στην διεκπεραίωση της διαχείρισης της Περιουσίας, στοιχείο το οποίο θα λειτουργούσε εις βάρος των συμφερόντων όλων των κληρονόμων.

 

108.      Επομένως το ερώτημα που απομένει είτε κατά πόσο θα πρέπει να διοριστεί είτε ο Ενάγοντας 1 είτε η Εναγόμενη 1 είτε και από κοινού και οι δύο. Θεωρώ ότι από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, η δικαιότερη λύση είναι η τελευταία. Εξηγώ.

 

109.      Πρώτον, δεν υπάρχει μεταξύ των μερών η απαιτούμενη εμπιστοσύνη ώστε να διοριστεί μόνο ένας εξ αυτών διαχειριστής της Περιουσίας, κατ’ αποκλεισμό του άλλου. Δεύτερον, η λύση αυτή αντικατοπτρίζει και εν μέρει τη σύμφωνη γνώμη των μερών, ως επεξηγήθηκε πιο πάνω.

 

110.      Τρίτον, η Εναγόμενη 1 δεν θα πρέπει να αποκλειστεί καθώς, ανεξαρτήτως των όσων έχουν καταγραφεί πιο πάνω, επέδειξε ικανότητα διαχείρισης του χρέους που ταλανίζει την Περιουσία και αποτελεσματικότητα στα εκάστοτε διαβήματα της. Η συσσωρευμένη της πείρα που απέκτησε σε σχέση με το ζήτημα αυτό και οι εν εξελίξει διαπραγματεύσεις με τραπεζικά ιδρύματα αλλά και οι δικαστικές διαδικασίες στις οποίες λαμβάνει μέρος, καταδεικνύουν ότι η ίδια διατηρεί και γνώση και πρόθεση και ικανότητα για μείωση του χρέους αυτού. Τα στοιχεία αυτά εξυπηρετούν, στο παρόν στάδιο τουλάχιστον και την ίδια την Περιουσία.

 

111.      Τέταρτον, ενόψει των όσων έχουν καταγραφεί πιο πάνω, θεωρώ ότι θα πρέπει να διοριστεί και ο Ενάγων 1 ώστε να αποκτήσει λόγο στη διαχείριση της Περιουσίας και απρόσκοπτη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που επιθυμεί και να αξιολογήσει τα κληρονομικά συμφέροντα του ιδίου και του αδελφού του, τον οποίο, για τους λόγους που έχω καταγράψει πιο πάνω, θεωρώ ότι θα εκπροσωπήσει δίκαια. Δεν έχω λόγο να θεωρήσω ότι δεν θα συμπεριφερθεί με δίκαιο τρόπο απέναντι στα συμφέροντα της αδελφής του, Εναγόμενης 2, η οποία, σε κάθε περίπτωση θα εκπροσωπείται και από την Εναγόμενη 1. Οι Εναγόμενες δεν έχουν καταδείξει λόγο δια τον οποίο ο Ενάγων 1 δεν είναι κατάλληλος για διορισμό. Είναι επάναγκες όμως να διοριστεί και ο ίδιος ενόψει της απουσίας εμπιστοσύνης του στην Εναγόμενη 1, η οποία στηρίζεται σε εύλογη βάση, για τους λόγους που έχω καταγράψει πιο πάνω αλλά και της ύπαρξης σύγκρουσης συμφέροντος της Εναγόμενης 1, για τους λόγους που ήδη παρέθεσα πιο πάνω.

 

(η) ΈΞΟΔΑ

 

112.      Αποτελεί θεμελιακή αρχή ότι τα έξοδα διαδικασίας τελούν υπό τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία θα πρέπει να ασκείται δικαστικά (βλ. άρθρο 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60). Η γενική αρχή είναι όταν δεν συντρέχουν ικανοί λόγοι προς το αντίθετο, τα έξοδα να ακολουθούν το αποτέλεσμα (βλ. Ελένη Νίκου Πετρακκίδη κ.ά. ν. Αντώνη Χρ. Αντωνίου κ.ά. Πολ. Έφ. 231/18, 27.5.2018 και εκεί αναφερόμενες αυθεντίες.) Συνεπώς, το πρωταρχικό ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο είτε οι Ενάγοντες είτε οι Εναγόμενοι δύνανται να θεωρηθούν επιτυχόντες διάδικοι.

 

113.      Η πλευρά των Εναγόντων θεωρεί ότι η προαναφερθείσα κατάληξη συνιστά μερική επιτυχία της αγωγής τους με δεδομένο το λεκτικό της αξίωσής τους υπό της παρ. (Ε) της Έκθεσης Απαίτησης τους (βλ. παρ. 8 πιο πάνω). Από την αντίπερα όχθη, αποτέλεσε τη θέση της Εναγόμενης 1 κατά το στάδιο των αγορεύσεων ότι η ίδια δεν θα πρέπει να θεωρηθεί αποτυχόντας διάδικος, στην περίπτωση συνδιαχείρισης καθώς η ίδια, το μόνο που ζήτησε μέσω της Υπεράσπισης της είναι να μην αποκλειστεί.

 

114.      Συγκλίνω με τη θέση των Εναγόντων. Το λεκτικό της αξίωσης τους υπό της παραγράφου (Ε), καθιστά σαφές ότι οι Ενάγοντες, κατά τρόπο υπαλλακτικό των αξιώσεων τους υπό των παρ. (Α) μέχρι (Δ), αποτάθηκαν στο Δικαστήριο εν τη ευρύτατη διακριτική του εξουσία να διορίσει οποιοδήποτε πρόσωπο κρίνει κατάλληλο ως διαχειριστή της Περιουσίας. Επρόκειτο σαφώς για εγχείρημα δια του οποίου οι Ενάγοντες αποτάθηκαν στο Δικαστήριο με σκοπό να αντλήσουν δικαστική προστασία δια της ανατροπής της σειράς προτεραιότητας που θεσπίζεται από τον Κανονισμό 31 των Κανονισμών, για τους λόγους που επεξήγησαν, εγχείρημα στο οποίο εν μέρει πέτυχαν. Πέτυχαν εν μέρει, εφ’ όσον, εν τη απουσία της παρούσας αγωγής, έγγραφα διαχείρισης θα παραχωρούντο αποκλειστικά στην Εναγόμενη 1, η οποία όμως, κρίθηκε, για τους λόγους που απασχόλησαν το Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας απόφασης, ότι δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να διαχειριστεί από μόνη της την Περιουσία, εν τη απουσία του Ενάγοντα 1, κληρονόμου. Η επιτυχία τους ήταν μερική καθώς δεν την παράκαμψαν πλήρως για σκοπούς διορισμού της, σύμφωνα με την σειρά προτεραιότητας που διαλαμβάνεται στον Κανόνα 31 του Κανονισμού.

 

115.      Επ’ ουδενί όμως η ίδια θα μπορούσε να θεωρηθεί υπό τις περιστάσεις επιτυχών διάδικος εφ’ όσον, σε κανένα σημείο του δικογράφου της προκύπτει ότι η ίδια ήταν αποδεχτή όπως διοριστεί οποιοδήποτε πρόσωπο πέραν από τον εαυτό της, ως διαχειριστής της Περιουσίας. Το ίδιο ισχύει κατ’ αναλογίαν και για τη Εναγόμενη 2 η οποία καταχώρησε κοινή υπεράσπιση με την Εναγόμενη 1, έτυχε κοινής νομικής εκπροσώπησης με την Εναγόμενη 1 από τους εκάστοτε δικηγόρους που εμφανίζονταν εκ μέρους τους κατά καιρούς στα πλαίσια της παρούσας αγωγής και, εν τέλει, εκπροσωπήθηκε από την Εναγόμενη 1 στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας. Σαφώς προστέθηκε ως αναγκαίος διάδικος, με δεδομένο το γεγονός ότι αποτελεί κληρονόμο της Περιουσίας (βλ. σύγγραμμα Tristram and Cootes, “Probate Practice”, 32η έκδοση, σελ. 806, παρ. 28.6).

 

116.      Με δεδομένη την κατάληξη μου ως προς το ότι οι Ενάγοντες έχουν πετύχει μερικώς στην αγωγή τους, δεν προκύπτουν ικανοί λόγοι που τα έξοδα να μην πρέπει να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα αυτό. Αυτό διότι, το σύνολο των προτάσεων που η Εναγόμενη 1 υπέβαλε στους Ενάγοντες για σκοπούς διευθέτησης της υπόθεσης, είτε ενώπιον του Δικαστηρίου είτε δυνάμει των επιστολών που παρουσίασε και επικαλέστηκαν οι Εναγόμενες για το ζήτημα των εξόδων, εμπεριέχαν όρους είτε ως προς τα έξοδα είτε άλλως πως, που οι Ενάγοντες είχαν κάθε δικαίωμα να μην τους αποδεχτούν, για δικούς τους λόγους. Δεν καταδείχθηκε ότι οι Εναγόμενες σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας υπέβαλαν οποιαδήποτε πρόταση που να καθιστά την αγωγή των Εναγόντων παντελώς άνευ αντικειμένου.  

 

(θ)   ΚΑΤΑΛΗΞΗ

117.      Υπό το φως όλων των πιο πάνω η αγωγή επιτυγχάνει μερικώς και εκδίδεται διάταγμα παραχώρησης των εγγράφων διαχείρισης της Περιουσίας, από κοινού στον Ενάγοντα 1 και στην Εναγόμενη 1. Οι αξιώσεις υπό των παραγράφων (Α) - (Δ) απορρίπτονται.

 

118.      Ενόψει της μερικής επιτυχίας της αγωγής, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, μειωμένα κατά το ήμισυ.

 

 

 

(Υπ.) .......................................

 

Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. παρ. 22 του Έγγραφου Γ.

[2] Βλ. παρ. 1 της γραπτής αγόρευσης των Εναγόντων.

[3] Βλ. πρακτικά ημερ. 30.9.24, σελ.33.

[4] Βλ. πρακτικά ημερ. 29.10.24, σελ. 30 – 31.

[5] Βλ. παρ. 51 του Έγγραφου Γ.

[6] Βλ. πρακτικά ημερ. 29.10.24, σελ. 30.

[7] Βλ. παρ. 14, 18(i), 19 και 56 της απόφασης.

[8] Βλ. λ.χ. πρακτικά ημερ. 29.10.24, σελ. 31.

[9] Βλ. πρακτικά ημερ. 29.10.24, σελ. 39.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο