
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.
Εταιρική Αίτηση: 88/2025 (ijustice)
Αναφορικά με τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113
-και-
Αναφορικά με την εταιρεία Ostia Developers Ltd. (ΗΕ166000)
-και-
Αναφορικά με την Αίτηση της Cyprometal Limited (HE32851)
Αίτηση της Εταιρείας, ημερομηνίας 27.3.25 για προσωρινό Διαταγμα και προσωρινό Διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 8.4.25
Ημερομηνία: 5η Σεπτεμβρίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για την Εταιρεία: κος. Φιλοθέου
Για την Αιτήτρια στην Κυρίως Αίτηση: κος. Δαμιανός
Για Έφορο Εταιρειών: Καμία εμφάνιση
Ενδιάμεση Απόφαση
(Η ενδιάμεση απόφαση αποστέλλεται στους συνηγόρους των διαδίκων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)
Εισαγωγή
Η παρούσα υπό κρίση Αίτηση και τα μονομερώς εκδοθέντα Διατάγματα αφορούν στην επικύρωση συναλλαγών εταιρείας πριν την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης στη βάση του Άρθρου 216 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113.
Σύμφωνα με το Άρθρο 216:
Κατά την εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο οποιαδήποτε διάθεση της ιδιοκτησίας της εταιρείας, περιλαμβανομένων και αγωγίμων δικαιωμάτων, και οποιαδήποτε μεταβίβαση μετοχών, ή αλλαγή της υπόστασης των μελών της εταιρείας, που γίνεται μετά την έναρξη της εκκαθάρισης είναι άκυρη, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.
Ενώ σύμφωνα με το Άρθρο 218(2) του Κεφ. 113:
[…] η εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο λογίζεται ότι αρχίζει από το χρόνο της υποβολής της αίτησης για εκκαθάριση.
Στην προκείμενη περίπτωση, η Cyprometal Limited (η «Αιτήτρια») αιτήθηκε όπως το Δικαστήριο θέσει την Ostia Developers Ltd. (η «Εταιρεία») υπό εκκαθάριση (η «Αίτηση Εκκαθαρισης») καθότι, κατά τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, στη βάση του Άρθρου 212(α) του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, τεκμαίρεται ότι η Εταιρεία είναι αφερέγγυα.
Η Αίτηση και τα εκδοθέντα Διατάγματα
Ενόσω η Αίτηση Εκκαθάρισης εκκρεμούσε, η Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ. (η «Ελληνική Τράπεζα») «πάγωσε» τον τραπεζικό λογαριασμό της Εταιρείας. Η Εταιρεία, επικαλούμενη κυρίως την εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το Άρθρο 216 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και - κατ’ ισχυρισμό - σοβαρούς και επείγοντες λόγους, στους οποίους θ’ αναφέρω με περισσότερη λεπτομέρεια πιο κάτω, αιτήθηκε μονομερώς και - στις 8.4.25 - εξασφάλισε Διατάγματα του Δικαστηρίου με τα οποία:
«Σε περίπτωση που διαταχθεί η εκκαθάριση της Εταιρείας OSTIA DEVELEPOERS LTDμε αριθμό εγγραφής ΗΕ166000 (η «Εταιρεια»), οι πληρωμές που διενεργούνται κατά τη συνήθη διεξαγωγή των εργασιών της Εταιρείας προς και από τον τραπεζικό λογαριασμό που η Εταιρεία διατηρεί στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ. με αριθμό λογαριασμού 108-10-523666-01, δεν θα είναι άκυρες με βάση το Άρθρο 216 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, από την ημερομηνία υποβολής της Αίτησης Εκκαθάρισης και μέχρι τελικής εκδίκασης ή αποπεράτωσής της ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Νοείται ότι, η Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ δεν έχει οποιαδήποτε υποχρέωση να επαληθεύει η ίδια εάν οποιαδήποτε συναλλαγή μέσω του τραπεζικού λογαριασμού της Εταιρείας, όπως καταγράφεται στο πιο πάνω Διάταγμα, εντάσσεται στο πλαίσιο της συνήθους διεξαγωγής των εργασιών της Εταιρείας και
Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να επιτρέπεται στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ., να αποπαγοποιήσει τον τραπεζικό λογαριασμό της Εταιρείας, με αριθμό λογαριασμού 108-10-523666-01, ούτως ώστε αυτός να λειτουργεί σύμφωνα με το Διάταγμα του Δικαστηρίου ανωτέρω, μέχρι τελικής εκδίκασης ή αποπεράτωσης της Αίτησης Εκκαθάρισης ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου».
Κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου τόσο η Αίτηση, όσο και τα εκδοθέντα Διατάγματα, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ορίστηκαν επιστρεπτέα, επιδόθηκαν στην Αιτήτρια. Εμφανιζόμενη, δια των δικηγόρων της ενώπιον μου, η Αιτήτρια πρόβαλε ένσταση στην Αίτηση.
Διαδικασία Ακρόασης
Έχοντας λάβει υπόψη όλα όσα κατατέθηκαν ενώπιον μου στην πλήρη μορφή τους, συνοψίζω την Αίτηση, την Ένσταση και τις Αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων ως ακολούθως:
Αίτηση
Η Αίτηση στηρίχθηκε από δύο ένορκες δηλώσεις αξιωματούχου της Εταιρείας. Η ομνύουσα, παραθέτοντας Τεκμήρια, αναφέρθηκε στο ιστορικό των μεταξύ των διαδίκων διαφορών και συγκεκριμένα ισχυρίστηκε ότι το χρέος, στη βάση του οποίου η Αιτήτρια καταχώρισε την Αίτηση Εκκαθάρισης, είναι αμφισβητούμενο.
Πιο σχετικά με την παρούσα κρίσιμη Αίτηση, ανέφερε ότι η Αιτήτρια κοινοποίησε την Αίτηση Εκκαθάρισης στην Ελληνική Τράπεζα, η οποία, με τη σειρά της πάγωσε τον λογαριασμό της Εταιρείας. Ο εν λόγω λογαριασμός χρησιμοποιείται από την Εταιρεία για καθημερινές συναλλαγές συμπεριλαμβανομένης και της πληρωμής μισθών υπαλλήλων αλλά και για να δέχεται πληρωμές από οφειλέτες και να διενεργεί πληρωμές σε πιστωτές. Σύμφωνα πάντα με την ομνύουσα, η Εταιρεία ανέμενε να της επιστραφεί ΦΠΑ, αλλά και να καταβάλει οφειλόμενο ΦΠΑ, ενώ εκκρεμούν κι οι πληρωμές μισθών. Επίσης εντός του επόμενου τριμήνου αναμένονται πληρωμές από και προς συνεργάτες της Εταιρείας. Το πάγωμα του λογαριασμού, συνέχισε η ομνύουσα, προκάλεσε και θα προκαλέσει προβλήματα στο να εκτελεί η Εταιρεία αναγκαίες συναλλαγές και θα καταλήξει μέχρι και στην οικονομική καταστροφή της. Αντίθετα, η επιδιωκόμενη επανέναρξη της λειτουργίας του λογαριασμού της Εταιρείας, θ’ αποβεί προς όφελος όλων των εμπλεκομένων, ενώ η Εταιρεία είναι φερέγγυα και φροντίζει στην έγκαιρη αποπληρωμή των υποχρεώσεών της.
Ένσταση
Η Ένσταση της Αιτήτριας αποτελείται από έξι μακροσκελείς, ουσιαστικούς και τυπικούς λόγους, για τους οποίους η Αίτηση θα πρέπει ν’ απορριφθεί και το Διάταγμα ν’ ακυρωθεί: Η Αιτήτρια ενίσταται επί του ότι η χορήγηση του επίμαχου Διατάγματος αποτελεί εξαίρεση και όχι τον κανόνα και ότι, εν προκειμένω, το χορηγηθέν Διάταγμα αναφέρεται σε άλλη περίοδο από αυτήν που περιλαμβάνεται στην Αίτηση. Ενίσταται επίσης επειδή, κατά την ίδια, η μαρτυρία που στήριξε την Αίτηση είναι ελλιπής και δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που τίθενται νομολογιακά για την έκδοση του επικυρωτικού Διατάγματος. Καθ’ αυτό τον τρόπο, η Αίτηση αποτελεί προσπάθεια να προτιμηθούν συγκεκριμένοι πιστωτές εις βάρος άλλων. Επιπρόσθετα - και πάντα κατά την Αιτήτρια - λόγω του ότι η περαιτέρω δραστηριοποίηση της Εταιρείας θα καταλήξει σε όφελος άλλης εταιρείας, η οποία έχει κοινή ιδιοκτησιακή δομή με την Εταιρεία, το Διάταγμα δεν αποβαίνει προς όφελος των πιστωτών. Έπειτα, ούτε οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60 πληρούνται και τέλος, εν όψει της εμβέλειας του επίμαχου Διατάγματος, υπάρχει ορατός κίνδυνος να διενεργούνται ανεξέλεγκτα διαθέσεις περιουσίας της Εταιρείας.
Η Ένσταση στηρίζεται από ένορκη δήλωση αξιωματούχου της Αιτήτριας ο οποίος σχολιάζει την ένορκη δήλωση που στήριξε την Αίτηση και ισχυρίζεται, παρουσιάζοντας Τεκμήρια, ότι, παρά τη δήλωση της Εταιρείας ότι η ίδια είναι φερέγγυα, μέσα από τους τελευταίους κατατεθειμένους εξελεγμένους λογαριασμούς της, δηλαδή για το έτος 2018, διαφαίνεται ότι αυτή λειτουργεί με απώλειες αντί με κέρδος. Κατά τον ομνύοντα, η θέση της Εταιρείας περί φερεγγυότητάς της δεν τεκμηριώνεται από τα όσα παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλ’ αντίθετα, βάσει της εικόνας που παρουσιάζει, η οποία είναι ελλιπής και δεικνύει οφειλές προς την υπηρεσία ΦΠΑ, αλλά κι ενόψει της εκκρεμότητας της εκκαθαρισμένης (sic) οφειλής της προς την Αιτήτρια, διαφαίνεται ότι η Εταιρεία θα χρησιμοποιεί τις εισπράξεις κατά το δοκούν και προς άνιση μεταχείριση των πιστωτών της. Το Διάταγμα, συνέχισε ο ομνύοντας, δίδει στην Εταιρεία λευκή επιταγή (sic). Είναι επίσης θέση του ομνύοντα ότι η επιθυμία της Εταιρείας να συνεχίσει να λειτουργεί δεν μπορεί να υπερφαλαγγίσει τη Νομοθετική πρόνοια.
Πέραν των πιο πάνω, ο ομνύοντας παραθέτει κι άλλη μια πτυχή στην υπόθεση και συγκεκριμένα ότι σκοπός της Εταιρείας είναι, εν τέλει, να παραμείνει χωρίς οποιοδήποτε αποθεματικό και, μια και δεν έχει οποιαδήποτε άλλη περιουσία, ν’ αφήσει το χρέος της προς την Αιτήτρια ανεξόφλητο, προτιμώντας να ολοκληρώσει κτήριο που ανεγείρει αποπληρώνοντας άλλους προμηθευτές και συνεργάτες της. Το εν λόγω έργο, πάντα κατά τον ομνύοντα, δεν θα παραμείνει στον έλεγχο της Εταιρείας αλλά θα το διαχειρίζεται άλλη εταιρεία με κοινή μετοχική δομή με την Εταιρεία.
Ουδείς εκ των ομνυόντων αντεξετάστηκε και η Ακρόαση της Αίτησης ολοκληρώθηκε με αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων.
Αγόρευση δικηγόρων Εταιρείας
Στη γραπτή αγόρευσή τους οι δικηγόροι της Εταιρείας, με παραπομπές σε Νομολογία, προκρίνουν ότι κύριος παράγοντας στο έργο στάθμισης στο οποίο το Δικαστήριο προβαίνει είναι η φερεγγυότητα της εταιρείας. Σκοπός του Άρθρου 216 του Κεφ. 113, συνεχίζουν, δεν είναι να παρεμποδιστεί η λειτουργία μιας ζώσας επιχείρησης. Με αναφορά στο Τεκμήριο 5 της πρώτης ένορκης δήλωσης που συνόδευσε την Αίτηση και Τεκμήριο 1 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, οι δικηγόροι επίσης ισχυρίζονται ότι οι συναλλαγές που παρουσιάζονται συνδέονται με την οικονομική δραστηριότητα και εν γένει λειτουργία της Εταιρείας. Η περίπτωση, κατά τους ίδιους, είναι κατάλληλη ούτως ώστε, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική ευχέρειά του, να επιτρέψει τη συνέχιση της λειτουργίας της Εταιρείας.
Έπειτα αναλύουν και τους λόγους ένστασης και εισηγούνται ότι ουδείς εξ αυτών ισχύει. Εστιάζουν αλλά και βασίζονται στο ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία που να δεικνύει πρόθεση αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων ή προτίμησης οποιουδήποτε συγκεκριμένου πιστωτή, αλλά και στο ότι η μαρτυρία ότι η Εταιρεία, το έτος 2025, είναι φερέγγυα, δεν αμφισβητήθηκε. Τέλος και παρά τη διαφωνία τους ως προς την εφαρμογή του, οι συνήγοροι εισηγούνται ότι επιπρόσθετα της Νομολογιακής ερμηνείας κι εφαρμογής του Άρθρου 216 του Κεφ. 113, πληρούνται σωρευτικά και οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60.
Αγόρευση δικηγόρων Αιτήτριας
Εξ αντιθέτου, οι δικηγόροι της Αιτήτριας θεωρούν ότι η συνέχιση του Διατάγματος μόνο αρνητικές επιπτώσεις θα έχει τόσο στους πιστωτές γενικά όσο και στην ίδια την Αιτήτρια. Τονίζουν ότι η ορθή ανάγνωση της πρόνοιας του Άρθρου 216 του Κεφ. 113, φανερώνει ότι η επικύρωση διαθέσεων αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Παραπέμποντας κυρίως σε Αγγλική νομολογία και συγγράμματα, προτρέπουν το Δικαστήριο όπως αναζητήσει το κατά πόσο η διάθεση περιουσίας της Εταιρείας θα αποβεί εις βάρος του συνόλου των μη εξασφαλισμένων πιστωτών της. Πάντα κατά τους δικηγόρους, το βάρος απόδειξης ότι η παρούσα περίπτωση είναι κατάλληλη προκειμένου ν’ ασκηθεί υπέρ της διατήρησης του Διατάγματος σε ισχύ φέρει η Εταιρεία, βάρος τ’ οποίο όμως δεν απέσεισε, καθότι η μαρτυρία που προσκόμισε δεν ικανοποιεί τα κριτήρια που θέσπισε η Νομολογία. Έτι δε περαιτέρω, η Αίτηση αποτελεί προσπάθεια προτιμησιακής μεταχείρισης πιστωτών εις βάρος της Αιτήτριας, μέσω αποσπασματικής παρουσίασης της οικονομικής εικόνας της Εταιρείας, ενέργεια που, από μόνη της, καθιστά τα εξασφαλισθέντα Διατάγματα απορριπτέα. Οι δικηγόροι προσεγγίζουν επίσης το ζήτημα και υπό το πρίσμα του Άρθρου 32 του Ν.14/60 και εισηγούνται, με αναφορά στα όσα παρατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι ουδεμία εκ των προϋποθέσεων πληρείται. Καταληκτικά εισηγούνται ότι τα εκδοθέντα Διατάγματα ισοδυναμούν με λευκή επιταγή (sic) προς την Εταιρεία να αποξενώσει περιουσιακά στοιχεία.
Νομική πτυχή, ανάλυση και κρίση Δικαστηρίου
Μελέτη των θέσεων των δικηγόρων φανερώνει ότι εκείνες, εν πολλοίς, συγκλίνουν ως προς τις εφαρμοστέες αρχές, παρά την προφανή διάσταση απόψεων ως προς την υπαγωγή των ενώπιον μου γεγονότων στις αρχές τούτες. Εν πάση όμως περιπτώσει, αποτελεί κοινό έδαφος το ότι η έκδοση των επίμαχων διαταγμάτων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία μάλιστα είναι και ευρεία. Τούτο, όπως επιβεβαιώνεται κι από τις αυθεντίες [1], είναι ορθό. Η διακριτική ευχέρεια βεβαίως ασκείται δικαστικώς, δηλαδή το Δικαστήριο επεξηγεί τους λόγους που καθοδηγούν την κρίση του.
Προτού προχωρήσω στα ζητήματα που σχετίζονται με το Άρθρο 216 του Κεφ. 113, θεωρώ ορθό να πω δυο λόγια τον πρώτο λόγο ένστασης, με τον οποίο αναδεικνύεται από τους συνηγόρους της Αιτήτριας η διάσταση μεταξύ της αιτούμενης θεραπείας και της μονομερώς χορηγηθείσας θεραπείας. Παραπέμπω σχετικά στην κατάληξη της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Recnex Trading Limited κ.α. ν Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λίμιτεδ, Πολ. Έφεση 71/11, ημερομηνίας 16.4.2014, στην οποία αναγνωρίστηκε η απεριόριστη εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει οποιοδήποτε διάταγμα όταν κρίνει τούτο ορθό υπό τις περιστάσεις. Αυτό, σε συνδυασμό με τα όσα περιλήφθηκαν στην ένορκη δήλωση που στήριξαν την Αίτηση, αλλά κι εν όψει της πρόνοιας του Άρθρου 218(2) αναφορικά με το χρόνο που λογίζεται ότι αρχίζει η εκκαθάριση, θεωρώ ότι αρκούν για να καταδείξουν ότι ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης δεν ευσταθεί.
Επανέρχομαι στα του Άρθρου 216 του Κεφ. 113. Στην Κύπρο το ζήτημα αναλύθηκε στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αναφορικά με την Helindo Shipping Company Limited (2003) 1 ΑΑΔ 238 και Christofi Bros Trading Limited (2013) 1 ΑΑΔ 1710. Στη Helindo εντοπίζεται η εξής αναφορά από το σύγγραμμα Palmer's Company Law, Τόμος 1, 24η έκδοση, παράγραφος 82-74 ελεύθερα μεταφρασμένη:
«Το Δικαστήριο θα προβεί σε έκδοση διαταγών κάτω από το άρθρο 127 του νόμου του 1986, μεταξύ της ημερομηνίας της παρουσίασης της αίτησης (διάλυσης εταιρείας) και της ημερομηνίας που εκδίδεται η διαταγή επί τη προσαγωγή μαρτυρίας ότι η συναλλαγή της οποίας επιδιώκεται η έγκριση θα είναι επωφελής προς τους πιστωτές και την εταιρεία».
Ενώ στην Christofi Bros, o Ναθαναήλ Δ., αναφέρει:
«Σύμφωνα με το Άρθρο 218(2), η εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο λογίζεται να αρχίζει από το χρόνο υποβολής της αίτησης για εκκαθάριση. Όπως φανερώνεται από το λεκτικό του Άρθρου 216, εκείνο που απαγορεύεται είναι η διάθεση της ιδιοκτησίας της εταιρείας, η αλλαγή της υπόστασης των μελών αυτής και η μεταβίβαση μετοχών ούτως ώστε να μην αλλοιώνεται το υφιστάμενο, κατά το χρόνο της εταιρικής αίτησης για διάλυση, ιδιοκτησιακό καθεστώς της εταιρείας. Δεν απαγορεύεται η λειτουργία της εταιρείας ως ζώσας επιχείρησης κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της αίτησης για διάλυση.
Σχετική παραπομπή για την εμβέλεια και έννοια του Άρθρου 216, γίνεται με ιδιαίτερη γλαφυρότητα στον Pennington: Company Law 3η έκδ. σελ. 701 και 704-707, όπου και μνημονεύεται η υπόθεση Re Wiltshire Iron Co [1868] 3 Ch. App. 443, απ’ όπου και το εξής σχετικό απόσπασμα:
«This is a wholesome and necessary provision, to prevent, during the period which must elapse before a petition can be heard, the improper alienation and dissipation of the property of a company in extremis. But where a company actually trading, which it is in the interests of everyone to preserve, and ultimately to sell, as a going concern, is made the object of a winding up petition which may fail or may succeed, if it were to be supposed that transactions in the ordinary course of its current trade, bona fide entered into and completed, would be avoided, and would not in the discretion given to the court, be maintained, the result would be that the presentation of a petition, groundless or well-founded, would, ipso facto, paralyze the trade of the company, and great injury, without any counter-balance of advantage, would be done to those interested in the assets of the company.»»
Όπως προκύπτει από την παραπομπή που γίνεται στη Christofi Bros στο σύγγραμμα Pennington, όταν μια εταιρεία, ενώ έχει καταχωριστεί αίτηση εκκαθάριση εναντίον της, ασκεί δραστηριότητα και είναι προς το συμφέρον όλων η δραστηριότητα τούτη να διατηρηθεί και εν τέλει η εταιρεία να πωληθεί, τότε εάν δεν διδόταν η ανάλογη διακριτική ευχέρεια στο Δικαστηριο να επικυρώσει τις συναλλαγές που λάμβναν χώρα καλόπιστα και στο πλαίσιο της τρέχουσας δραστηριότητάς της, η καταχώριση της αίτησης - το αποτέλεσμα της οποίας είναι ακόμα αβέβαιο - θα παρέλυε τη δραστηριότητα της εταιρείας και θα προκαλείτο, άνευ αντισταθμίσματος, τεράστια ζημιά σ’ όσους ενδιαφέρονται στο ενεργητικό της.
Παρά την περιεκτηκότητα των πιο πάνω, θα πρέπει ν’ απαντηθούν τα ερωτήματα που προκύπτουν, δηλαδή: (α) αφενός πως κρίνεται εάν η εξακολούθηση της δραστηριότητας υπό εκκαθάριση εταιρείας αποβαίνει προς όφελος των εν δυνάμει ενδιαφερομένων στο ενεργητικό της και αφετέρου (β) με ποιο τρόπο ή ακόμα με ποια μαρτυρία το κριτήριο ικανοποιείται.
Χρήσιμα για τον πιο πάνω σκοπό είναι τα όσα ειπώθηκαν από το Δικαστή Sales στην ενδελεχή ανάλυση της Νομολογίας στην οποία προέβη στην υπόθεση Express Electrical Distributors Ltd v Beavis [2016] EWCA Civ 765 η οποία, ακόμα και σχετικά πρόσφατα[2], αναγνωρίστηκε ως η κρατούσα αυθεντία στην Αγγλία αναφορικά με το ζήτημα της έκδοσης διατάγματος επικύρωσης.
Στην Beavis λοιπόν αναφέρεται ότι στην περίπτωση αιτήματος για επικύρωση διάθεσης περιουσίας πριν την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, το Δικαστήριο θα πρέπει να προβεί σε μια αποτίμηση επί τη βάσει υπάρχουσας μαρτυρίας αναφορικά με το τι είναι πιθανόν να επισυμβεί στο μέλλον*[3]. Έπειτα, το Δικαστήριο σχολιάζει την προηγούμενη απόφαση του Λόρδου Buckley στην υπόθεση Gray’s Inn Construction Ltd [1980] 1 WLR 711, παραθέτοντας, ως γενικότερο κανόνα, ότι, όταν το Δικαστήριο αντιμετωπίζει αίτημα για επικύρωση διάθεσης περιουσίας θα πρέπει πάντοτε, κατά το βέλτιστο τρόπο, να διασφαλίζει ότι τα δικαιώματα των ανεξασφάλιστων πιστωτών δεν παραβλάπτονται*[4], για να συγκλίνει με το σκεπτικό στην Gray’s Inn, ότι, στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων, ένα Δικαστήριο δεν θα πρέπει να επικυρώσει πληρωμή ενός ανεξασφάλιστου χρέους που δημιουργήθηκε πριν την εκκαθάριση, όπου μια τέτοια πληρωμή δεν είναι αναγκαίο κομμάτι κάποιας ευρύτερης συναλλαγής που αποβαίνει προς όφελος της κατηγορίας των ανεξασφάλιστων πιστωτών*[5]. Γίνεται επίσης εκτενής σχολιασμός και της απόφασης στην Denney v John Husdon and Co Ltd [1992] BCLC 901 με τον Δικαστής Sales να επισημαίνει ότι δεν αρκεί το Δικαστήριο να διερωτηθεί εάν οι συναλλαγές έγιναν καλή τη πίστει και στο πλαίσιο της συνήθους δραστηριότητας της εταιρείας*[6], για να καταλήξει ότι η πραγματική νομική θέση είναι ότι, μετά την παρουσίαση αίτησης εκκαθάρισης, ένα διάταγμα επικύρωσης εκδίδεται μόνο σχετικά με διαθέσεις περιουσίας, νοουμένου ότι συντρέχουν ειδικές περιστάσεις που δείχνουν ότι η διάθεση θ’ αποβεί – σε περιπτώσεις αιτήσεων για επικύρωση πριν την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης – προς όφελος του συνόλου των ανεξασφάλιστων πιστωτών, ούτως ώστε να μην εφαρμοστεί η συνήθης αρχή της ίσης (pari passu) μεταχείρισης*[7].
*Εμφάσεις δοθείσες.
Με τα πιο πάνω κατά νου και ως προς το ερώτημα (α) που έθεσα ανωτέρω, διαφαίνεται ότι πρώτιστο μέλημα του δικάζοντος Δικαστηρίου θα πρέπει να είναι η διατήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των ανεξασφάλιστων πιστωτών, η οποία όμως, στην κατάλληλη περίπτωση - δηλαδή όπου διαφαίνεται ότι συναλλαγές της Εταιρείας κατά τη συνήθη εμπορική της δραστηριότητα αποβαίνουν εν τέλει προς όφελος του συνόλου - δύναται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να μην εφαρμοστεί. Απλή διαπίστωση ότι οι συναλλαγές γίνονται καλή τη πίστει και στο πλαίσιο της συνήθους δραστηριότητας της εταιρείας δεν αρκεί.
Ως προς το ερώτημα (β) επίσης ανωτέρω, έχει ήδη αναφερθεί ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να προβεί σε αποτίμηση της υφιστάμενης εικόνας της εταιρείας και να εκτιμήσει εάν η εικόνα τούτη δικαιολογεί την εκ προοιμίου επικύρωση της εξακολούθησης της εμπορικής της δραστηριότητας στο μέλλον και εκκρεμούσης της εκδίκασης της Αίτησης Εκκαθάρισης. Χρήσιμο, αναφορικά με το είδος και την έκταση της μαρτυρίας που ο αιτών θα πρέπει να προσκομίσει στο Δικαστήριο είναι το εξής απόσπασμα από το σύγγραμμα McPherson on Company Liquidation, 4η έκδοση (2020) στην παράγραφο 7-031:
«An application must be supported in particular with sufficient and credible up-to-date financial information and supporting documentation as to allow the court to make an informed assessment of the company’s position, the necessity of any payment proposed, the benefit and/or any accompanying detriment accruing to the company for the purposes of the general principles set out above. A court is more likely to give greater scrutiny to information proffered where the company proposes ongoing trading and seeks multiple or repeat validations*. […]».
*Έμφαση δοθείσα.
Η πιο πάνω προσέγγιση βρίσκει και Νομολογιακό έρεισμα. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Re A Company (No 007523 of 1986) [1987] BCLC 200 αναφέρθηκε ότι:
«[…] An application may be (a) to validate the operation of a bank account (so that the business of the company may continue)* or (b) to validate some specific transaction. In both cases evidence is required as to the company's financial situation. As to an (a) application the principal considerations are whether or not the company is solvent in the sense of being able to pay its bills as they fall due, with current assets exceeding current liabilities, and whether the order is likely to prejudice creditors*».
*Έμφαση δοθείσα.
Έχοντας καταγράψει τα πιο πάνω, τα οποία θεωρώ ότι αποτελούν το πρίσμα μέσα απ’ το οποίο θα πρέπει ιδωθεί η μαρτυρία που προσκομίστηκε στην εδώ κρίσιμη Αίτηση, στρέφω την προσοχή μου σ’ αυτή. Η Εταιρεία λοιπόν, φέρουσα το βάρος να καταδείξει ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για έκδοση και διατήρηση του επίμαχου Διατάγματος, προσκόμισε την εξής μαρτυρία – την οποία συνόψισα πιο πάνω αλλά θα καταγράψω παρακάτω με κάποια λεπτομέρεια για σκοπούς εύκολης αναφοράς και συνοχής του κειμένου:
Ήταν η θέση της ομνύουσας αξιωματούχου της ότι η Εταιρεία είναι φερέγγυα, ότι δεν έχει οφειλές προς οποιοδήποτε και ότι όλοι οι προμηθευτές της πληρώνονται έγκαιρα (βλ. παράγραφο 9 της πρώτης ένορκης δήλωσης που στήριξε την Αίτηση). Προσεκτική ανάγνωση φανερώνει ότι οι θέσεις τούτες δεν υποστηρίχθηκαν με στοιχεία. Μάλιστα εντοπίζεται και κάποια αντίφαση στην παράγραφο 12 της πρώτης ένορκης δήλωσης, όπου η ίδια η ομνύουσα αναφέρει ότι στον επίμαχο τραπεζικό λογαριασμό «βρίσκονται ποσά που πρέπει να γίνουν [sic] προς πιστωτές της Αιτήτριας και άλλες οφειλές».
Προσκομίστηκε μεν η βεβαίωση των λογιστών της Εταιρείας – Τεκμήριο 5 στην πρώτη ένορκη δήλωση – όμως, όπως άλλωστε διαπίστωσα και όταν επιλήφθηκα της Αίτησης μονομερώς, αυτή απλώς περιέγραφε τη χρήση του τραπεζικού λογαριασμού της Εταιρείας και επιβεβαίωνε τον αριθμό υπαλλήλων που αυτή εργοδοτεί. Έπειτα ακολούθησε η συμπληρωματική ένορκη δήλωση με την οποία, πράγματι, δόθηκαν κάποια περισσότερα στοιχεία: Στις παραγράφους 6, 7 και 8 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης της αξιωματούχου της Εταιρείας καταγράφονται ότι η Εταιρεία αναμένει επιστροφή ΦΠΑ εις το ποσό των €36.130, ενώ πρέπει να καταβάλει ΦΠΑ στο ποσό των €70.396,14, ότι οι μισθοί των υπαλλήλων ανέρχονται συνολικά στο ποσό των €5.661 και η οφειλή προς το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανέρχεται στα €1.615, ότι οι συνολικές πληρωμές, στις οποίες η Εταιρεία προέβη κατά το Σεπτέμβριο του 2024 ανέρχονταν σε €76.955,28 και για τον ίδια μήνα οι εισπράξεις της ανέρχονταν σε €77.068,54 και τέλος ότι εντός των επόμενων μηνών αναμένεται να πληρώσει περί τις €60.000 και να εισπράξει €80.000. Στα πιο πάνω προστίθεται και το ότι η Εταιρεία έχει εισπρακτέο ΦΠΑ στο ποσό των €26.413,95, πληροφορία που αν και παραλείπεται στις προαναφερθείσες παραγράφους της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο 1 που επισυνάφθηκε σ’ αυτή κι αποτελεί τη δεύτερη κατά σειρά βεβαίωση των λογιστών.
Καθοριστικό για την έκβαση της παρούσας Αίτησης είναι το κατά πόσο η πιο πάνω εικόνα που η Εταιρεία επέλεξε να παρουσιάσει, είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ικανοποιητική στο να καταδείξει ότι η συνέχιση της δραστηριότητας της εταιρείας δεν πρόκειται να παραβλάψει τα δικαιώματα των ανεξασφάλιστων πιστωτών, αλλ’ αντίθετα θα αποβεί προς όφελος του συνόλου. Η απάντηση, θεωρώ, θα πρέπει να είναι αρνητική. Και τούτο όχι επειδή έχει με βεβαιότητα καταδειχθεί ότι η συνέχιση της συνήθους δραστηριότητας θα είναι πράγματι ζημιογόνα, αλλά επειδή η ίδια η Εταιρεία δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία για να εκπληρώσει το νομολογιακώς αναγνωρισμένο καθήκον της να πείσει ως προς την καταλληλότητα της περίπτωσης για να της επιτραπεί να συνεχίσει να συναλλάσσεται ενόσω εκκρεμεί Αίτηση Εκκαθάρισης. Κατά τον τρόπο αυτό η Εταιρεία κατέστησε το έργο αποτίμησης κι εκτίμησης που το Δικαστήριο καλείται να επιτελέσει έως και ανέφικτο. Εξηγώ: Προσεκτική ανάλυση της μαρτυρίας της Εταιρείας φανερώνει ότι η εικόνα που παρουσιάζεται είναι ελλιπής και αποσπασματική. Σίγουρα δεν θα μπορούσε να ειπωθεί ότι εμπεριέχει ενημερωμένα και τεκμηριωμένα οικονομικά στοιχεία που δείχνουν την οικονομική θέση της Εταιρείας[8], ούτε ότι, μέσα από αυτά που παρατέθηκαν, διαφαίνεται εάν τα στοιχεία του ενεργητικού της υπερβαίνουν τα στοιχεία του παθητικού[9]. Αντιθέτως τίποτε σχετικό προς τούτο παρουσιάστηκε. Επίσης, ενώ η Αίτηση καταχωρίστηκε στις 27.3.25 (καταχωρίστηκε τροποποιημένη στις 7.4.25), τα στοιχεία που παρουσίασαν οι λογιστές αναφορικά με τις συνολικές πληρωμές και εισπράξεις της Εταιρείας αφορούσαν, ανεξήγητα, το μήνα Σεπτέμβριο του 2024 και προσέφεραν, άνευ πραγματικού ερείσματος ή συγκεκριμενοποίησης, πρόβλεψη ως προς τις εισπράξεις και έξοδα του επόμενου τριμήνου (από την ημέρα καταχώρισης της σχετικής ένορκης δήλωσης).
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο – σημαντικό - που γέρνει την πλάστιγγα προς την απόρριψη της κρίσιμης Αίτησης και τούτο αφορά στη στάση της Εταιρείας σχετικά με τα όσα παρουσίασε η Αιτήτρια. Υπό το φως των αιτιάσεων της Αιτήτριας, τόσο όσον αφορά με τους τελευταίους εξελεγμένους λογαριασμούς της Εταιρείας, όσο και με την εμπλοκή της τρίτης εταιρείας στη διαχείριση του κτηρίου που η Εταιρεία ανεγείρει και αποτελεί την κατ’ ισχυρισμό μοναδική ενασχόληση της Εταιρείας, αλλά και το ότι με την ολοκλήρωσή του η Εταιρεία θα καταστεί εν καιρώ κενή ενεργητικού, θ’ αναμενόταν η Εταιρεία ν’ αντιδράσει. Ειδικότερα και δεδομένου ότι μέσω των πιο πάνω αιτιάσεων και η φερεγγυότητά της αλλά και το κατά πόσο οι συναλλαγές στις οποίες προβαίνει θα έχουν εν τέλει θετικό πρόσημο, τέθηκαν υπό σοβαρή αμφισβήτηση, δεν είναι αντιληπτό και δεν επεξηγήθηκε ο λόγος που η Εταιρεία δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο ενημερωμένους λογαριασμούς, είτε εξελεγμένους είτε μη, ούτως ώστε να διασκεδαστεί το ενδεχόμενο η κατάσταση που προκύπτει από τους τελευταίους εξελεγμένους λογαριασμούς που καταχώρισε η Αιτήτρια να εξακολουθεί να ισχύει. Ούτε ο λόγος που η Εταιρεία δεν προσκόμισε συγκεκριμένα και ενημερωμένα οικονομικά στοιχεία, έστω με την προσκόμιση πρόσφατων καταστάσεων λογαριασμών που τηρούνταν από τους λογιστές τους, τουλάχιστον για να καταδείξει ότι εμπορεύεται με κέρδος. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το σκεπτικό στην Re A Company (No 007523 of 1986) (ανωτέρω), ένα Δικαστήριο θ’ απορρίψει αίτημα για επικύρωση όταν η συνέχιση της εμπορικής δραστηριότητας εταιρείας αποβαίνει σε απώλειες[10]. Εν προκειμένω δεν είναι ξεκάθαρο εάν η συνέχιση της δραστηριότητας της Εταιρείας θα επιφέρει κέρδος ή απώλεια, αλλά η αβεβαιότητα αφενός οφείλεται στο ότι η ίδια η Εταιρεία δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία και αφετέρου δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να σχηματίσει εικόνα ως προς την πραγματική κατάστασή της ούτως ώστε να είναι σε θέσει να εκτιμηθεί το τι μέλλει γενέσθαι εάν η δραστηριότητα συνεχιστεί με την εκ προοιμίου επικύρωση συναλλαγών.
Συνοψίζοντας τα πιο πάνω, καταλήγω ότι η Εταιρεία δεν προσκόμισε μαρτυρία ικανή για να δικαιολογήσει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της διατήρησης του εκδοθέντος διατάγματος επικύρωσης σε ισχύ. Πέραν τούτου, από το σύνολο των όσων τέθηκαν ενώπιον μου, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η διατήρηση του επίμαχου διατάγματος σε ισχύ θα αποβεί εν τέλει προς όφελος του συνόλου των ανεξασφάλιστων πιστωτών, ούτε ότι η εξακολούθηση της εμπορικής δραστηριότητας της Εταιρείας δεν θα επιφέρει απώλειες.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η Αίτηση απορρίπτεται και το μονομερώς εκδοθέν Διάταγμα ακυρώνεται. Τα έξοδα, εν όψει του ότι η Αίτηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαδικασία εκκαθάρισης και καταχωρίστηκε λόγω της ενέργειας της Ελληνικής Τράπεζας να παγώσει το τραπεζικό λογαριασμό της Εταιρείας, θεωρώ ορθότερο να διατάξω όπως αυτά ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της Αίτησης Εκκαθάρισης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Επειδή η Αίτηση Εκκαθάρισης είναι ήδη ορισμένη για τις 8.10.25, δεν δίδονται άλλες ενδιάμεσες οδηγίες.
………………………….
Π. Αγαπητός
Επαρχιακός Δικαστής
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Βλ. Re Airfreight Express (UK) Ltd (In liquidation) [2005] BPIR 250
[2] Βλ. James Court Ltd (In liquidation) v. Hindsight Contractors Ltd [2023] EWHC 1101 (Ch)
[3] Στο πρωτότυπο, παραγραφος 25: «[…] in a case where a prospective order is sought the court will have to make an assessment on the basis of such evidence is available of what is likely to transpire in the future».
[4] Στο πρωτότυπο, παράγραφοι 32 κι εντεύθεν: «[…] the court must always … do its best to ensure that the interests of the unsecured creditors will not be prejudiced».
[5] Στο πρωτότυπο, παράγραφος 44: «[…] absent exceptional circumstances, a court should not validate payment of an unsecured pre-liquidation debt where such payment is not a necessary part of some wider transaction which is beneficial to the general body of unsecured creditors»
[6] Στην παράγραφο 52 του πρωτοτύπου: «[…] not simply ask whether they had been carried out in good faith in the ordinary course of business»
[7] Στο πρωτότυπο, παράγραφος 56: «The true position is that, save in exceptional circumstances, a validation order should only be made in relation to dispositions occurring after presentation of winding up petition if there is some special circumstance which shows that the disposition in question will be (in a prospective application case) or has been (in a retrospective application case) for the benefit of the general body of unsecured creditors, such that it is appropriate to disapply the usual pari passu principle».
[8] Βλ. απόσπασμα από την παράγραφο 7-031 του συγγράμματος McPherson ανωτέρω.
[9] Βλ. απόσπασμα από την απόφαση στην Re A Company (No 007523 of 1986) [1987] BCLC 200 ανωτέρω.
[10] Βλ. επίσης παράγραφο 7-032 του συγγράμματος McPherson ανωτέρω όπου αναφέρεται ότι: «Validation orders have also been denied where the company could only trade on at a loss».
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο