
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αίτησης: 1468/2022
Μεταξύ:
1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ
2. ΑΡΙΣΤΟΣ ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ
3. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ
Ενάγοντες
και
ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΛΟΥΚΑΪΔΟΥ
Εναγόμενη
18 Αυγούστου, 2025.
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες 1, 2 και 3/Αιτητές: κα Μαραντίδου για Κάκκουρας & Παναγίδης Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενη/Καθ΄ης η Αίτηση: κα Χατζηιωάννου για Α. Κ. Χατζηιωάννου & Σία
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
στην Αίτηση Εναγόντων 1, 2 και 3/Αιτητών ημερομηνίας 11.6.2025
για ενδιάμεσα διατάγματα
Κεντρικό επίδικο ζήτημα στην παρούσα αγωγή είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς ενός ακινήτου στην Αγλαντζιά στο οποίο βρίσκεται μια οικοδομή αποτελούμενη από υπόγειο, 1ο, 2ο και 3ος όροφο καθώς και μη εξαντλημένο συντελεστή δόμησης (στο εξής το «Ακίνητο» και η «Οικοδομή»). Παρενθετικά σημειώνω ότι οι μονάδες στο ισόγειο της Οικοδομής δεν είναι επίδικες στην αγωγή.
Οι Ενάγοντες και η Εναγόμενη είναι αδέλφια. Το Ακίνητο ανήκε στους γονείς τους, οι οποίοι ανήγειραν σε αυτό την Οικοδομή. Περί το 2008, οι γονείς των διαδίκων μεταβίβασαν την κυριότητα του Ακινήτου στην Εναγόμενη. Δεν είχε γίνει οριζόντιος διαχωρισμός της Οικοδομής και δεν υπήρχαν τότε, αλλά ούτε και σήμερα, ανεξάρτητοι τίτλοι ιδιοκτησίας για την κάθε μονάδα του κτιρίου. Αυτά αποτελούν κοινό έδαφος.
Η δικογραφημένη θέση των Εναγόντων ήταν ότι η μεταβίβαση του Ακινήτου επ’ ονόματι της Εναγόμενης έγινε στα πλαίσια συμφωνίας για το διαμοιρασμό της οικογενειακής περιουσίας από τους γονείς στα τέσσερα τέκνα τους. Ισχυρίζονται ότι λόγω της απουσίας ανεξάρτητων τίτλων συμφωνήθηκε ότι το Ακίνητο θα μεταβιβαζόταν εξ ολοκλήρου στην Εναγόμενη μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία οριζόντιου διαχωρισμού οπόταν το κάθε παιδί θα λάμβανε τις μονάδες της Οικοδομής που του αναλογούσαν στον διαμοιρασμό. Είναι η θέση τους ότι συμφωνήθηκε μεταξύ γονέων και τέκνων ότι ο Ενάγοντας 2 θα λάμβανε το υπόγειο και τον 3ο όροφο, η Εναγόμενη θα λάμβανε τον 1ο όροφο που αποτελείτο από δύο διαμερίσματα, ο Ενάγοντας 1 θα λάμβανε ένα από τα διαμερίσματα που βρίσκονται στον 2ο όροφο και ο Ενάγοντας 3 θα λάμβανε δεύτερο διαμέρισμα που βρίσκεται στον 2ο όροφο (στο οποίο διαμένουν μέχρι σήμερα οι γονείς των διαδίκων). Στις μονάδες του 2ου ορόφου θα άνηκε επίσης ο μη εξαντλημένος συντελεστής δόμησης.
Συμφωνήθηκε επίσης ότι μέχρι να είναι εφικτή η μεταβίβαση των μονάδων στον καθένα, η Εναγόμενη θα κατείχε το Ακίνητο ως εμπιστευματοδόχος, προς όφελος όλων, έκαστος για το μέρος της Οικοδομής που συμφωνήθηκε ότι της αναλογεί και του οποίου ήταν δικαιούχος. Η θέση των Εναγόντων είναι ότι σε συμμόρφωση με τη συμφωνία αυτή, τα τέσσερα αδέρφια πλήρωσαν εξίσου τη φορολογία και τέλη για τη μεταβίβαση του Ακινήτου στην Εναγόμενη και έκτοτε επιβαρύνονταν εξίσου με τα έξοδα που αφορούσαν την Οικοδομή και το Ακίνητο γενικότερα.
Ισχυρίζονται ότι όλα έβαιναν ως είχε συμφωνηθεί και προχωρούσε η διαδικασία οριζόντιου διαχωρισμού μέχρι το 2019 οπόταν η Εναγόμενη μετέβαλλε τη στάση της. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι τότε η Εναγόμενη άρχισε να δηλώνει ότι ήταν η απόλυτη ιδιοκτήτρια του Ακινήτου και ολόκληρης της Οικοδομής. Στα πλαίσια αυτής της αλλαγής στάσης άρχισε να προβάλλει τη θέση ότι ο Εναγόμενος 2, που διατηρεί από το 1989 χημείο και χημικό εργαστήριο στο υπόγειο, σε μια εκ των μονάδων του 2ου ορόφου (που αναλογούσε στον Ενάγοντα 1 ο οποίος του την παραχώρησε) και στον 3ο όροφο, είναι ενοικιαστής και απαίτησε την πληρωμή ενοικίου.
Οι ενέργειες αυτές της Εναγόμενης οδήγησαν τους Ενάγοντες στην καταχώρηση της αγωγής με την οποία ζητούν δηλωτικές αποφάσεις που να αναγνωρίζουν το δικαίωμα εκάστου στο Ακίνητο και την Οικοδομή ως συμφωνήθηκε το 2008 και άλλες συναφείς θεραπείες.
Η Εναγόμενη, στην Υπεράσπιση που καταχώρησε αρνείται την ύπαρξη της συμφωνίας και του εμπιστεύματος του 2008 που ισχυρίζονται οι Ενάγοντες. Η θέση της είναι πως είναι η απόλυτη ιδιοκτήτρια του Ακινήτου και της Οικοδομής και κανένα ιδιοκτησιακό δικαίωμα ή συμφέρον έχουν οι Ενάγοντες. Αναφορικά με τον Ενάγοντα 2 και το χημικό εργαστήριο που αυτός διατηρεί στην Οικοδομή, η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι του είχε επιτρέψει από αδελφική αγάπη να χρησιμοποιεί το υπόγειο και 3ο όροφο ως επαγγελματική στέγη. Για τη μονάδα του 2ου ορόφου που επίσης χρησιμοποιεί ο Ενάγοντας 2, η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι αυτός εισήλθε στον χώρο εκείνο παράνομα και τον κατέχει χωρίς άδεια. Είναι η θέση της πως δικαιούται και ζήτησε το 2020 την πληρωμή ενοικίου από τον Ενάγοντα 2, ο οποίος αρνείται να πληρώσει και αρνείται να παραδώσει κατοχή καθιστώντας τον εαυτό του παράνομο επεμβασία.
Ισχυρίζεται επίσης ότι ο οριζόντιος διαχωρισμός της Οικοδομής έχει επιτευχθεί όμως οι Ενάγοντες – και ειδικότερα ο Ενάγοντας 2 που είναι ο ιδιοκτήτης των μονάδων στο ισόγειο του κτιρίου (που δεν είναι επίδικες) – δεν συνεργάζονται για την έκδοση χωριστών τίτλων ιδιοκτησίας ενώ η καταχώρηση της παρούσας αγωγής έχει μπλοκάρει τη διαδικασία.
Ισχυρίζεται επίσης ότι ο Ενάγοντας 2 χρησιμοποιεί κοινόχρηστους χώρους και τις μονάδες που κατέχει ως αποθηκευτικούς χώρους και προκαλεί εστίες βρωμιάς και ακαθαρσίες.
Εγείρει Ανταπαίτηση στα πλαίσια της οποίας αξιώνει αναγνωριστικό διάταγμα ότι είναι η μοναδική και απόλυτη ιδιοκτήτρια του Ακινήτου και της Οικοδομής, αποζημιώσεις και διαφυγόντα κέρδη εναντίον του Ενάγοντα 2 για την κατοχή των μονάδων της Οικοδομής, διάταγμα για την παράδοση κατοχής και άλλες συναφείς θεραπείες.
Οι Ενάγοντες αρνούνται τις αξιώσεις που εγείρονται ανταπαιτητικά προβάλλοντας αντίστοιχους ισχυρισμούς ως η Έκθεση Απαίτησης τους.
Αυτά αναφορικά με το δικογραφικό πλαίσιο της αγωγής και το γενικότερο υπόβαθρο της επίδικης διαφοράς.
Ενώ η αγωγή εκκρεμεί προς εκδίκαση, η πλευρά των Εναγόντων καταχώρησε την υπό κρίση Αίτηση. Η Αίτηση καταχωρήθηκε μονομερώς, σε κατεπείγουσα βάση. Μέσω της Αίτησης, οι Ενάγοντες ζητούν την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων για να απαγορευτεί στην Εναγόμενη να προβαίνει σε ενέργειες που εμποδίζουν την απρόσκοπτη πρόσβαση των Εναγόντων στα μέρη της Οικοδομής που έκαστος δικαιούται (ως η θέση τους) βάσει της συμφωνηθείσας διανομής (παρακλητικό Α), διάταγμα που να απαγορεύει στην Εναγόμενη να εμποδίζει την πρόσβαση των Εναγόντων στο μέρος της Οικοδομής που αναλογεί σε έκαστο εξ αυτών (παρακλητικό Β) και διάταγμα που να απαγορεύει στην Εναγόμενη να αποξενώσει ή μεταβιβάσει το Ακίνητο ή οποιαδήποτε μονάδα στην Οικοδομή (παρακλητικό Γ).
Η Αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του Ενάγοντα 1. Αναφέρεται στα γεγονότα που περιβάλλουν (κατά τη θέση πάντα των Εναγόντων) τη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων και των γονέων τους αναφορικά με τη διανομή των μονάδων της Οικοδομής, τη συνεννόηση και συνθήκες υπό τις οποίες η Εναγόμενη κατέστη εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του Ακινήτου, τις διαδικασίες για οριζόντιο διαχωρισμό έκτοτε, την οικονομική συνεισφορά όλων στα έξοδα που αφορούσαν το Ακίνητο και την Οικοδομή, τη χρήση μονάδων της Οικοδομής για επαγγελματικούς σκοπούς από τον Ενάγοντα 2 και την αλλαγή στη στάση της Εναγόμενης περί το 2019.
Ο Ενάγοντας 2 παρουσιάζει αριθμό επιστολών και μηνυμάτων από το 2008 και εντεύθεν, που απέστειλε η Εναγόμενη προς τα αδέρφια της από το περιεχόμενο των οποίων (είναι η θέση του) προκύπτει ότι η Εναγόμενη αναγνωρίζει ότι το Ακίνητο και η Οικοδομή ανήκει σε όλα τα αδέρφια και όχι μόνο στην ίδια. Μεταξύ άλλων παρουσιάζει επιστολή που είχε σταλθεί από πρώην δικηγόρο της Εναγόμενης προς τον Ενάγοντα 2, εκ μέρους της, ημερομηνίας 30.7.2010 όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι «είναι εισήγηση της πελάτιδας μας όπως καταρτιστεί συμφωνία μεταξύ των δικαιούχων στην οποία να αναφέρεται το διαμέρισμα το οποίο θα λάβει ο κάθε ένας όταν εκδοθούν ξεχωριστοί τίτλοι στο ακίνητο» (Τεκμήριο 4). Παρουσιάζει επίσης επιστολή της ίδιας της Εναγόμενης προς τον Ενάγοντα 1, ημερομηνίας 17.12.2012 όπου αναφέρεται σε φορολογίες που αφορούν τους γονείς των διαδίκων και πληρώθηκαν από την ίδια στις 19.10.2019 και σημειώνει ότι «Οι φορολογίες είναι φόρος ακίνητης ιδιοκτησίας των δικαιούχων οι οποίες ακίνητες περιουσίες δωρίθηκαν από τους γονείς στα τέσσερα παιδιά ισότιμα. Είναι λογικό, δίκαιο και σωστό ο φόρος που πληρώθηκε να κατανεμηθεί ίσα και στα τέσσερα αδέρφια» (Τεκμήριο 6).
Αναφέρεται επίσης σε πρόσφατα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώρηση της παρούσας Αίτησης. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι περί τον Μάιο 2025 η συμπεριφορά της Εναγόμενης έγινε ιδιαίτερα συγκρουσιακή. Παρουσιάζει μήνυμα που απέστειλε η Εναγόμενη στον Ενάγοντα 2 ημερομηνίας 20.5.2025 με το οποίο απαιτεί την αποχώρηση του από το Ακίνητο εντός μιας βδομάδας (Τεκμήριο 32). Αναφέρει πως μετά την άρνηση του Ενάγοντα 2, η Εναγόμενη στις 27.5.2025 άλλαξε την κλειδαριά της μονάδας του 2ου ορόφου που χρησιμοποιούσε για σκοπούς της εργασίας του ο Ενάγοντας 2. Όταν οι Ενάγοντες διαμαρτυρήθηκαν η Εναγόμενη απέστειλε νέες επιστολές (Τεκμήρια 35 και 36) απαιτώντας την εκκένωση του κτιρίου και εκφράζοντας, μεταξύ άλλων, την πρόθεση ότι «θα προχωρήσω άμεσα σε εκκένωση για να εξασφαλίσω την ασφάλεια του κτιρίου» και καλώντας τους Ενάγοντες «όπως σεβαστούν εμένα, τους ένοικους της πολυκατοικίας και τους συνεργάτες μου κατά τη διάρκεια της εκκένωσης και επιδιόρθωσης των διαμερισμάτων μου που παράνομα χρησιμοποιούν».
Παράλληλα, σύμφωνα με τον Ενάγοντα 1, τις προηγούμενες μέρες η Εναγόμενη είχε μεταφέρει στο έτερο διαμέρισμα του 2ου ορόφου (που είναι η θέση του ότι του αναλογεί) και όπου διαμένουν οι γονείς των διαδίκων, διάφορα έπιπλα και άλλα αντικείμενα καθιστώντας το επικίνδυνο για τους ένοικους και εμποδίζοντας την πρόσβαση σε μέρη του διαμερίσματος.
Στη βάση της πιο πάνω μαρτυρίας, όταν το Δικαστήριο επιλήφθηκε της Αίτησης μονομερώς αφού έκρινε ότι πληρείτο η δικαιοδοτική προϋπόθεση του κατεπείγοντος και εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα του παρακλητικού Β (με κάποια διαφοροποίηση στο λεκτικό). Σχετική είναι η ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 12.6.2025. Δόθηκαν περαιτέρω οδηγίες όπως η Αίτηση επιδοθεί ως προς τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα.
Η Εναγόμενη ήγειρε ένσταση τόσο στη συνέχιση ισχύος του προσωρινού διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς όσο και στην έκδοση των άλλων αιτούμενων διαταγμάτων. Στην ένσταση υποστηρίζει ότι δεν συνέτρεχε κατεπείγουσα ανάγκη που να δικαιολογούσε την μονομερή έκδοση διατάγματος, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 για παροχή ενδιάμεσης θεραπείας, ότι οι Ενάγοντες ενεργούν καταχρηστικά, ότι οι Ενάγοντες απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα και ότι με την έγκριση της Αίτησης το Δικαστήριο συμβάλλει στην παρανομία των Εναγόντων.
Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της Εναγόμενης. Εκεί η Εναγόμενη αναφέρεται με λεπτομέρεια σε γεγονότα που προηγήθηκαν της μεταβίβασης του ακινήτου επ’ ονόματι της, σε διανομή άλλης περιουσίας από τους γονείς προς τους διάδικους, στη βοήθεια, φροντίδα και υποστήριξη που η ίδια παρείχε αμισθί προς τους γονείς από τη δεκαετία του 1980. Υποστηρίζει ότι το Ακίνητο και η Οικοδομή δεν είχαν διαμοιραστεί από τους γονείς μαζί με την υπόλοιπη γονική περιουσία αλλά περί το 2008 οι γονείς της αποφάσισαν να τη μεταβιβάσουν επ’ ονόματι της. Τότε, υποστηρίζει, κατέστη απόλυτη ιδιοκτήτρια.
Διαφωνεί ότι τα αδέρφια της συνεισέφεραν στα έξοδα, φόρους και τέλη του Ακινήτου και της Οικοδομής. Υποστηρίζει ότι η ίδια κάλυπτε αυτές τις πληρωμές. Είναι η θέση της ότι οι Ενάγοντες έχουν παρερμηνεύσει τις επιστολές που απέστελλε κατά καιρούς ζητώντας οικονομική συνεισφορά για κάλυψη εξόδων αφού αυτά δεν ήταν απόρροια οποιουδήποτε δικαιώματος τους στο Ακίνητο. Σε σχέση με την επιστολή του 2010 από τη δικηγόρο της (Τεκμήριο 4 της Αίτησης), υποστηρίζει ότι στάλθηκε από τη δικηγόρο χωρίς τη γνώση και συγκατάθεση της. Αφήνει αιχμές ότι η δικηγόρος είχε ενεργήσει σε συμπαιγνία με τους Ενάγοντες αποστέλλοντας την εν λόγω επιστολή τότε.
Αναφέρεται στις συνθήκες υπό τις οποίες «εξαναγκάστηκε», υπό καθεστώς συναισθηματικού εκβιασμού να επιτρέψει στον Ενάγοντα 2 να χρησιμοποιεί μέρος της Οικοδομής για την επιχείρηση του. Υποστηρίζει ότι ο Ενάγοντας 2 κατέληξε να χρησιμοποιεί τους χώρους αυτούς αλλά και κοινόχρηστους χώρους της Οικοδομής ως αποθήκη, καθιστώντας τους εστία βρωμιάς και επικινδυνότητας.
Αυτά σε σχέση με την Αίτηση και ένσταση. Θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να αναφερθώ με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στις θέσεις των δύο πλευρών. Περιορίζομαι να σημειώσω ότι τις έχω μελετήσει όπως και τις ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθηκαν εκατέρωθεν, το σύνολο των τεκμηρίων που έχουν παρουσιαστεί, τις αγορεύσεις, ενώ γνωρίζω και το περιεχόμενο ολόκληρου του φακέλου.
Προχωρώ στην ουσία. Οι Ενάγοντες επιδιώκουν την οριστικοποίηση του διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς και την έκδοση των υπόλοιπων αιτούμενων ενδιάμεσων διαταγμάτων. Η Εναγόμενη επιδιώκει την ακύρωση του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος και την απόρριψη της Αίτησης ως προς τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα.
Ξεκινώ από τη θέση που προβάλλεται μέσω της ένστασης, ότι δεν συνέτρεχε το στοιχείο του κατεπείγοντος ώστε να νομιμοποιείται το Δικαστήριο να επιληφθεί της Αίτησης μονομερώς με την καταχώρηση αυτής.
Αναφορικά με αυτό το λόγο ένστασης, πρέπει να σημειώσω ότι δεν έχουν παρουσιαστεί μέσω της ένστασης επαρκή στοιχεία που να ανατρέπουν την αρχική διαπίστωση ότι υπήρχε κατεπείγουσα ανάγκη εξέτασης της Αίτησης. Ειδικότερα, η πλευρά της Εναγόμενης δεν αμφισβητεί την αλλαγή της κλειδαριάς στη μονάδα του 2ου ορόφου, δεν αμφισβητεί την αποστολή των μηνυμάτων στα οποία εκφραζόταν η πρόθεση για απομάκρυνση από την Οικοδομή αντικειμένων του Ενάγοντα 2 και δεν αμφισβητείται η τοποθέτηση επίπλων στο έτερο διαμέρισμα του 2ου ορόφου όπου διαμένουν οι γονείς του. Αυτά συνέβησαν λίγες μέρες πριν την καταχώρηση της Αίτησης. Στη βάση αυτών των δεδομένων είχε κριθεί ότι πληρείται η δικαιοδοτική προϋπόθεση του κατεπείγοντος που επέτρεπε την εξέταση της Αίτησης μονομερώς και αυτή η διαπίστωση παραμένει.
Ένα δεύτερο ζήτημα που εγείρει η πλευρά της Εναγόμενης είναι ότι οι Ενάγοντες δεν έχουν προβεί σε πλήρη αποκάλυψη όλων των σχετικών γεγονότων μέσω της Αίτησης τους.
Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει διατάγματα εκπηγάζει από τις αρχές της επιείκειας[1]. Ένα από τα αξιώματα της επιείκειας είναι ότι όποιος προσέρχεται στην επιείκεια πρέπει να προσέρχεται με καθαρά χέρια. Το καθήκον αυτό εμπεριέχει την υποχρέωση στον εκάστοτε αιτητή να αποκαλύπτει πλήρως και ειλικρινά όλα τα δεδομένα που περιβάλλουν την υπόθεση, ώστε να διαμορφώσει το Δικαστήριο μια αντιπροσωπευτική εικόνα των πραγμάτων και στη βάση αυτής να ασκήσει δικαστική κρίση.
Η φύση και έκταση του καθήκοντος για πλήρη αποκάλυψη στα πλαίσια αίτησης που καταχωρείται μονομερώς για παροχή ενδιάμεσης θεραπείας, τονίζεται με σταθερό και ξεκάθαρο τρόπο στη νομολογία. Πρόσωπο που αποτείνεται μονομερώς στο Δικαστήριο, οφείλει να αποκαλύψει όχι μόνο εκείνα τα γεγονότα που ο ίδιος θέλει να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά να αποκαλύψει πλήρως και δίκαια (fully and fairly)[2] όλα τα γεγονότα τα οποία είναι σημαντικά και ουσιώδη. Όταν διαφαίνεται ότι διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς, εκδόθηκε χωρίς να έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα σχετικά γεγονότα τότε, αναπόδραστη συνέπεια είναι ότι ο αιτητής θα στερηθεί το διάταγμα που εξασφάλισε κατά παράβαση της υποχρέωσης του αυτής[3]. Ακόμα δε και στην περίπτωση διαταγμάτων που ζητούνται δια κλήσεως, εάν διαπιστωθεί ότι εσκεμμένα η πλευρά του αιτητή απέκρυψε γεγονότα, αυτό εμποδίζει τη χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας.
Στην παρούσα περίπτωση είναι γεγονός ότι η Εναγόμενη, μέσω της ένορκης της δήλωσης, αναφέρεται σε πληθώρα, επί μέρους γεγονότων για τα οποία δεν υπάρχει αναφορά στην ένορκη δήλωση της άλλης πλευράς. Παρενθετικά σημειώνω ότι η ένορκη δήλωση εκτείνεται σε μεγάλο εύρος σε γεγονότα για τα οποία κανένας αντίστοιχος ισχυρισμός υπάρχει στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση. Όμως δεν θεωρώ ότι τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται η Εναγόμενη σχετίζονται άμεσα με τα προς απόφαση ζητήματα στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης.
Σαφώς, υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές σε σχέση με κάποια γεγονότα καθώς και διαφορετική ερμηνεία των προθέσεων των μερών και κάποιων από τα έγγραφα που έχουν παρουσιαστεί. Όμως όχι τέτοιας έκτασης που να δικαιολογεί την εισήγηση της Εναγόμενης ότι υπάρχει εσκεμμένη απόκρυψη ή στρέβλωση γεγονότων ώστε να καθίσταται η Αίτηση έκθετη σε απόρριψη για αυτό τον λόγο.
Έχοντας εξετάσει το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου κρίνω ότι όλα τα γεγονότα τα οποία ήταν σημαντικά και τα οποία έπαιξαν ρόλο στην εξέταση των ουσιαστικών προϋποθέσεων κατά την έκδοση του μονομερούς διατάγματος και στην άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας είχαν παρουσιαστεί από την πλευρά των Εναγόντων. Συνεπώς, θεωρώ ότι αυτός ο λόγος ένστασης δεν μπορεί να επιτύχει.
Προχωρώ στις προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 από όπου εκπηγάζει η γενική εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει ενδιάμεσα διατάγματα. Κατά την καταχώρηση της Αίτησης, το λεκτικό είχε ως εξής:
«Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, δικαστήριο κατά την άσκηση της πολιτικής του δικαιοδοσίας, δύναται να εκδίδει ενδιάμεσο διάταγμα (απαγορευτικό, διηνεκές, ή προστακτικό) ή να διορίζει παραλήπτη, εάν το κρίνει δίκαιο ή πρόσφορο υπό τις περιστάσεις, παρόλο που δεν αξιώνεται ή χορηγείται μαζί με αυτό οποιαδήποτε αποζημίωση ή άλλη θεραπεία:
Νοείται ότι, δεν εκδίδεται ενδιάμεσο διάταγμα, εκτός εάν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, ότι υπάρχει πιθανότητα ο αιτών διάδικος να δικαιούται θεραπεία, και ότι θα είναι δύσκολη ή αδύνατη η πλήρης απονομή δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, εάν δεν εκδοθεί το εν λόγω διάταγμα.»
Παρά τις πρόσφατες τροποποιήσεις αυτής της διάταξης, επί της ουσίας οι προϋποθέσεις παραμένουν οι ίδιες.
Όπως προκύπτει από το λεκτικό, το Δικαστήριο εκδίδει παρεμπίπτον διάταγμα μόνο εάν ο αιτητής καταδείξει (α) ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, (β) ότι υπάρχει πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία, και (γ) εάν δείξει ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον εάν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Τέλος, διάταγμα εκδίδεται μόνο εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι «δίκαιο ή πρόσφορο υπό τις περιστάσεις».
Αναφορικά με την 1η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960, σύμφωνα με τη νομολογία το Δικαστήριο ανατρέχει στα δικόγραφα για να αποφασίσει κατά πόσο αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής.
Όπως επαναλήφθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Laxiflora Holdings Ltd κ.α. ν Κώστα Ζερβού κ.α., πολιτικές εφέσεις Ε38/2021 και Ε42/2021, ημερομηνίας 12.2.2024:
«για εκπλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης απαιτείται απλώς η δικογραφημένη ανάδειξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση. Δεν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση, αγωγές στηριζόμενες σε βάσεις άγνωστες στον Νόμο ή και τη Νομολογία όπου η συνέχιση τους θα απολήξει να είναι ανούσια και ενοχλητική (frivolous and vexatious), αλλά και απαιτήσεις όπου επιδιώκεται η απόδοση θεραπείας παράλογης ή απαράδεκτης.»
Στην προκείμενη περίπτωση, οι αξιώσεις που περιλαμβάνονται στο κλητήριο ένταλμα δεν φαίνονται έκδηλα απαράδεκτες ή αντινομικές. Συνεπώς, θεωρώ ότι η 1η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, πληρείται.
Η 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 αφορά κατά πόσο διαπιστώνεται ορατή πιθανότητα επιτυχίας στις αξιώσεις που εγείρονται με την αγωγή. «Ορατή πιθανότητα επιτυχίας» σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα και κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων[4]. Εξετάζοντας κατά πόσο πληρείται αυτή η προϋπόθεση, το Δικαστήριο περιορίζεται να διαπιστώσει μόνο αν υπάρχει ενδεχόμενο, με βάση το μαρτυρικό υλικό, ο αιτητής να επιτύχει στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας[5].
Στην Laxiflora (ανωτέρω), η προσέγγιση της νομολογίας συνοψίστηκε ως εξής:
«Κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής γίνεται συσχέτιση της νομικής βάσης της αγωγής με την προσκομισθείσα, από πλευράς αιτητή, μαρτυρίας. Σταθμίζεται βέβαια και η αντίθετη εκδοχή του καθ' ου η αίτηση. Η υποκειμενική και εξαντλητική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και η επιλογή εκδοχών και η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποφεύγεται. Αυτά είναι αξιώματα που ανήκουν στην κυρίως δίκη. Αυτού λεχθέντος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία, κάποια αποτίμηση της αποδεικτικής δύναμης της μαρτυρίας εκείνου που ζητά τη θεραπεία, θα πρέπει να γίνεται από το Δικαστήριο.»
Από τη συνοπτική αναφορά στις εκατέρωθεν θέσεις προκύπτει ότι υπάρχουν διιστάμενες εκδοχές ως προς τα γεγονότα, τις προθέσεις των εμπλεκομένων, την ερμηνεία εγγράφων, τα εκατέρωθεν νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Η διαδικασία έκδοσης παρεμπίπτοντων διαταγμάτων δεν είναι προσφέρεται για εις βάθος αξιολόγηση αντικρουόμενης μαρτυρίας ώστε να καταλήξει το Δικαστήριο σε ευρήματα για αμφισβητούμενα γεγονότα. Ούτε είναι αυτό το κατάλληλο στάδιο για εξέταση του περιεχόμενου εγγράφων και διατύπωσης συμπερασμάτων. Η μαρτυρία που παρουσιάζεται εκατέρωθεν προσεγγίζεται και εξετάζεται μόνο στο βαθμό που είναι απαραίτητο για τα προς απόφαση ζητήματα.
Ο πήχης για το τί συνιστά «ορατή πιθανότητα επιτυχίας», δεν έχει τεθεί πολύ ψηλά από τη νομολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, στη βάση όλων των στοιχείων ενώπιον μου, κρίνω ότι οι Ενάγοντες έχουν παρουσιάσει μαρτυρία που να αποκαλύπτει πραγματικό έρεισμα για τους ισχυρισμούς που προβάλλονται και τις αξιώσεις που εγείρονται. Συνεπώς, κρίνω ότι ικανοποιείται και η 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60.
Επαναλαμβάνω ότι αυτή η διαπίστωση αφορά μόνο τους σκοπούς του παρόντος σταδίου και δεν προκαταλαμβάνει το αποτέλεσμα.
Προχωρώ στην 3η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 για σκοπούς της οποίας ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι χωρίς την ενδιάμεση θεραπεία θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Έχει επικρατήσει στη νομολογία, ζημιά να μην θεωρείται ανεπανόρθωτη εάν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα[6]. Όμως αυτό δεν είναι απόλυτο. Η νομολογία αναγνωρίζει επίσης ότι η ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών κάθε υπόθεσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.
Όπως επεξηγήθηκε σχετικά στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου American University of Cyprus (AUCY) Ltd κ.α. ν SCFB Ltd, Πολιτική έφεση Ε6/2022, ημερομηνίας 4.3.2025:
«Η τρίτη προϋπόθεση ως γνωστό αφορά στη δυσκολία ή αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο αν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Τούτο έχει συνδεθεί με την επάρκεια της θεραπείας των αποζημιώσεων, χωρίς αυτό να είναι απόλυτα ακριβές, αφού η έννοια της δικαιοσύνης δεν περιορίζεται στα στεγανά της υλικής ζημιάς. Η δικαιοσύνη ταυτίζεται με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία.»
Η παρούσα περίπτωση έχει ιδιαίτερη υφή. Αυτό που οι Ενάγοντες επιδιώκουν να εμποδίσουν είναι τον αποκλεισμό τους από το Ακίνητο και την Οικοδομή, την οποία απολαμβάνουν ανεμπόδιστα ως δικαιούχοι (ως η δική τους θέση) από το 2008 μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερα ο Ενάγοντας 2 που ασκεί την επιχείρηση του εκεί από το 1989 (ως η θέση των Εναγόντων). Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι η ζημιά που θα υποστούν εάν δεν διαφυλαχθεί η δυνατότητα τους να συνεχίζουν να εισέρχονται και να χρησιμοποιούν το Ακίνητο και την Οικοδομή κατά τον ίδιο τρόπο ως από το 2008, μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής, θα είναι τέτοιας φύσης που δεν θα μπορεί αποτελεσματικά να αποτιμηθεί και να αποζημιωθεί χρηματικά.
Συνεπώς, θεωρώ ότι και η 3η προϋπόθεση πληρείται.
Εφόσον οι τρεις προϋποθέσεις πληρούνται πρέπει ακολούθως να εξεταστεί κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο υπό τις περιστάσεις να χορηγηθεί ενδιάμεση θεραπεία.
Η απάντηση θεωρώ ότι είναι θετική. Παρά τις διιστάμενες θέσεις ως προς τα γεγονότα, το ουσιαστικό στοιχείο στην παρούσα περίπτωση είναι ότι από το 2008 μέχρι σήμερα υφίσταται μια κατάσταση πραγμάτων μεταξύ των διαδίκων. Η κάθε πλευρά βασίζει τα δικαιώματα της στις θέσεις που προβάλλει και που θα κριθούν κατά την κυρίως δίκη.
Κρίνω ότι είναι ορθό να διατηρηθεί η υφιστάμενη κατάσταση μέχρι τότε. Αυτό διατηρεί τη δυνατότητα για παροχή ουσιαστικής θεραπείας στους Ενάγοντες σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής. Παράλληλα, δεν διακρίνω από τη μαρτυρία να επηρεάζει τα δικαιώματα και συμφέροντα της Εναγόμενης σε δυσανάλογο βαθμό αφού – ακόμα και με τη δική της εκδοχή – η υφιστάμενη κατάσταση παραμένει σε ισχύ από το 2008 με τη δική της (εν πολλοίς) ανοχή.
Στη βάση των ενώπιον μου δεδομένων, κρίνω ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει προς τη διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης πραγμάτων.
Ένα τελευταίο ζήτημα που εγείρεται στα πλαίσια της ένστασης από την Εναγόμενη είναι η θέση της για κατάχρηση της διαδικασίας από τους Ενάγοντες. Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή γιατί δεν έχω διαπιστώσει στοιχεία που να δείχνουν καταχρηστική διάθεση ή κακή πίστη. Αυτό το οποίο προκύπτει είναι ότι οι Ενάγοντες αποτάθηκαν στο Δικαστήριο ασκώντας ένα διάβημα στα πλαίσια των δικαιωμάτων τους.
Συγκεφαλαιώνοντας, για τους λόγους που έχω εξηγήσει, παραμένει η αρχική διαπίστωση του Δικαστηρίου στις 12.6.2025 ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου και της νομολογίας που οδήγησε στην έκδοση του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος. Δεν έχουν παρουσιαστεί μέσω της ένστασης στοιχεία που να ανατρέπουν τη διαπίστωση αυτή. Συνεπώς κρίνω ότι το διάταγμα ημερομηνίας 12.6.2025 είναι ορθό και δίκαιο να διατηρηθεί.
Πέραν από τη διατήρηση του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος, οι Ενάγοντες ζητούν μέσω της Αίτησης και άλλες ενδιάμεσες θεραπείες.
Η χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας είναι ένα εξαιρετικό μέτρο και το εύρος της δεν πρέπει να υπερβαίνει το απολύτως απαραίτητο και ελάχιστο αναγκαίο για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων σκοπών και τη διαφύλαξη της ουσίας της υπόθεσης μέχρι τη δίκη. Με αυτό το δεδομένο προσεγγίζω και εξετάζω κατά πόσο είναι ορθό να εκδοθούν τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα της Αίτησης.
Υπό αυτό το πρίσμα, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι είναι απολύτως αναγκαία και απαραίτητη η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος της παραγράφου Α της Αίτησης. Θεωρώ ότι οι επιδιώξεις μέσω αυτού, ουσιαστικά επιτυγχάνονται από το ήδη εκδοθέν διάταγμα.
Επίσης δεν έχω ικανοποιηθεί ότι είναι απολύτως αναγκαία στο παρόν στάδιο η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος της παραγράφου Γ της Αίτησης. Καταρχάς δεν υπάρχει μαρτυρία ότι έχει εκφραστεί μια τέτοια πρόθεση από την Εναγόμενη (οι κάποιες αναφορές χρονολογούνται προ 6ετίας, στο 2019). Η ενδιάμεση θεραπεία δεν χορηγείται χωρίς να διαπιστώνεται απτή, πραγματική και άμεση ανάγκη επέμβασης. Δεν είναι ο σκοπός να προβλεφθεί οποιαδήποτε ενδεχόμενη εξέλιξη ή ενέργεια της άλλης πλευράς. Στο παρόν στάδιο, δεν έχω ενώπιον μου στοιχεία που να δείχνουν ότι είναι απαραίτητη η έκδοση εκείνου του αιτούμενου διατάγματος.
Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα που ζητούν οι Ενάγοντες μέσω της Αίτησης – πλην αυτού που έχει ήδη εκδοθεί – δεν κρίνονται απαραίτητα υπό τις περιστάσεις.
Καταληκτικά, για όλους τους λόγους που εξήγησα, το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα διατηρείται και θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι την αποπεράτωση της αγωγής. Ως προς τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα, δεν έχω ικανοποιηθεί για την αναγκαιότητα έκδοσης τους και, συνακόλουθα, η Αίτηση αναφορικά με αυτά απορρίπτεται.
Αναφορικά με τα έξοδα της Αίτησης, ενόψει του αποτελέσματος, αυτά επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων/Αιτητών και εναντίον της Εναγόμενης/Καθ’ ης η Αίτηση, όπως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν.
(Υπ.) …………………………………………………
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[2] Konamaneni v Rolls Royce Industrial Power (India) Ltd [2002] 1 WLR 1269
[3] The King v The General Commissioners for the Purposes of the Income Tax Acts for the District of Kensington, Ex parte Princess Edmond De Polignac [1917]1 K.B. 486
[4] Οδυσσέως (ανωτέρω)
[5] Fellowes v Fisher [1975]2 All E.R. 829
[6] Karydas Taxi Services Ltd v Komodikis (1975) 1 ΑΑΔ 330
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο