
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 3753/2021
Μεταξύ:
1. CHR. KARAYIANNAS & SON DEVELOPERS LTD
2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ
3. ΜΑΡΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ
Ενάγοντες
και
1. GORDIAN HOLDINGS LIMITED
2. ΧΡΙΣΤΟΣ ΖΑΚΧΑΙΟΣ, διαχειριστής/παραλήπτης της Εταιρείας CHR. KARAYIANNAS & SON DEVELOPERS LTD
Εναγόμενοι
29 Αυγούστου, 2025.
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες/Αιτητές: κα Κλαΐδη για TTC Temple Court Chambers
Για Εναγόμενο 1/Καθ΄ου η Αίτηση 1: κα Ορφανού για Πανάγος & Πανάγος Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενο 2/Καθ’ ου η Αίτηση 2: κα Ορφανίδου για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
στην Αίτηση των Εναγόντων/Αιτητών ημερομηνίας 30.12.2021
για ενδιάμεσα διατάγματα
Η Ενάγουσα 1 είναι εργοληπτική εταιρεία που ασχολείται με ανάπτυξη ακινήτων. Οι Ενάγοντες 2 και 3 είναι διευθυντές, μέτοχοι και εγγυητές δανειακών υποχρεώσεων της Ενάγουσας 1.
Η Εναγόμενη 1 είναι εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων προς την οποία μεταβιβάστηκαν το 2019 πιστωτικές διευκολύνσεις που είχαν παραχωρηθεί στο παρελθόν από την Τράπεζα Κύπρου προς την Ενάγουσα 1 εταιρεία. Οι πιστωτικές αυτές διευκολύνσεις εξασφαλίζονταν με προσωπικές εγγυήσεις των Εναγόντων 2 και 3 και από υποθήκες επί ακινήτων στην Αμμόχωστο (Υ3494/2007, Υ3497/2007, Υ1550/2009, Υ2537/2009, Υ2538/2009, Υ2539/2009, Υ2540/2009, Υ1272/2011, Υ1274/2011 και Υ1276/2011). Εξασφαλίζονταν επίσης από ομόλογο κυμαινόμενης επιβάρυνσης ημερομηνίας 8.12.2009 επί του συνόλου του ενεργητικού της Ενάγουσας 1 (στο εξής το «Ομόλογο Επιβάρυνσης»).
Οι πιστωτικές διευκολύνσεις κατέστησαν υπερήμερες και οι Ενάγοντες αναφέρουν ότι συμμετείχαν σε διαβουλεύσεις με την Εναγόμενη 1 με πρόθεση διευθέτησης των οφειλόμενων που κατέληξαν στην υπογραφή συμφωνίας διευθέτησης ημερομηνίας 7.7.2020 μεταξύ της Ενάγουσας 1 και της Εναγόμενης 1 (στο εξής η «Συμφωνία Διευθέτησης»).
Είναι η θέση των Εναγόντων ότι, προς υλοποίηση της Συμφωνίας Διευθέτησης πληρώθηκε ποσό περί το €1.000.000 σε μετρητά και μεταβιβάστηκε ακίνητη περιουσία αξίας περί τις €335.000, ενώ συνάφθηκαν άλλες συμφωνίες με τρίτα πρόσωπα με απώτερο σκοπό την εξόφληση των οφειλόμενων προς την Εναγόμενη 1. Οι Ενάγοντες δέχονται ότι δεν τηρήθηκαν αυστηρά οι προθεσμίες της Συμφωνίας Διευθέτησης όμως αναφέρουν ότι περί το 2021 είχαν αποστείλει προτάσεις για τον τρόπο εξόφλησης του εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου.
Είναι η θέση των Εναγόντων ότι η Εναγόμενη 1, στις 26.8.2021, παράνομα και αντισυμβατικά διόρισε τον Εναγόμενο 2 ως παραλήπτη/διαχειριστή της περιουσίας της Ενάγουσας 1, επικαλούμενη εξουσίες που της παρείχε το Ομόλογο Επιβάρυνσης. Μεταξύ άλλων, οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι δεν είχαν σταλθεί ορθά οι προβλεπόμενες ειδοποιήσεις για εξόφληση των χρεωστικών υπολοίπων πριν τον διορισμό και, συνακόλουθα, ο διορισμός του παραλήπτη/διαχειριστή ήταν πρόωρος και παράτυπος.
Είναι επίσης θέση των Εναγόντων ότι η Εναγόμενη 1, κατά παράβαση της Συμφωνίας Διευθέτησης, προχώρησε στον διορισμό του Εναγόμενου 2 ως διαχειριστή/παραλήπτη και μέσω αυτού λαμβάνει διαβήματα που αποσκοπούν στην ακύρωση συμφωνιών για μεταβιβάσεις ακινήτων σε τρίτα πρόσωπα που είχαν διενεργηθεί νομότυπα στο παρελθόν από την Ενάγουσα 1. Ισχυρίζονται επίσης ότι ο Εναγόμενος 2 ενεργεί εκτός των εξουσιών που του παρέχει το Ομόλογο Επιβάρυνσης με τρόπο που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ενάγουσας 1 εταιρείας.
Μέσω της αγωγής, οι Ενάγοντες αξιώνουν διατάγματα που να κηρύττουν παράνομο το διορισμό του Εναγόμενου 2 ως παραλήπτη/διαχειριστή και να τον ακυρώνουν, όπως και να ακυρώνουν ενέργειες στις οποίες αυτός προέβη, διατάγματα που να διατάζουν την παράδοση των στοιχείων ενεργητικού της Ενάγουσας 1 προς τους αξιωματούχους της και που να απαγορεύουν την παρεμπόδιση των αξιωματούχων να ενεργούν για την Ενάγουσα 1 εταιρεία, αναγνωριστική απόφαση ότι η Συμφωνία Διευθέτησης συνεχίζει σε ισχύ και παραμένει δεσμευτική, διάταγμα που να διατάζει την ειδική εκτέλεση της Συμφωνίας Διευθέτησης, αποζημιώσεις και άλλες συναφείς θεραπείες.
Μαζί με την καταχώρηση της αγωγής, οι Ενάγοντες είχαν καταχωρήσει και την υπό κρίση Αίτηση. Στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, υπάρχει αναφορά στις πιο πάνω θέσεις των Εναγόντων, τις οποίες δεν θα επαναλάβω. Ο ενόρκως δηλών αναφέρεται στις ενέργειες που έγιναν προς συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Συμφωνίας Διευθέτησης, σημειώνοντας ότι τυχόν καθυστέρηση στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων οφειλόταν στους Ενάγοντες. Αναφέρεται αναλυτικά στα γεγονότα που οδήγησαν στο διορισμό του Εναγόμενου 2 ως διαχειριστή/παραλήπτη, σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του Ομολόγου Επιβάρυνσης και της Συμφωνίας Διευθέτησης και υποστηρίζει ότι ο διορισμός ήταν άκυρος. Σημειώνει ότι χωρίς τη χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας, τυχόν επιτυχία στην αγωγή θα είναι άνευ αντικρίσματος γιατί στο μεταξύ ο Εναγόμενος 2 θα έχει προβεί σε ενέργειες που θα δημιουργήσουν τετελεσμένα.
Μέσω της Αίτησης, οι Ενάγοντες ζητούν ενδιάμεσα διατάγματα που να παραμερίζουν τον διορισμό του Εναγόμενου 2 και να αναστέλλουν τις εξουσίες του (αιτητικά Α, Β και Ε), διατάγματα που να επιτρέπουν στους αξιωματούχους της Ενάγουσας 1 εταιρείας να ασκούν απρόσκοπτα τα καθήκοντα τους, να απαγορεύουν στους Εναγόμενους να τους εμποδίζουν και να απαγορεύουν στους Εναγόμενους να αποξενώνουν περιουσία της Ενάγουσας 1 εταιρείας (αιτητικά Γ, Δ και Ζ) και προστακτικό διάταγμα που να διατάζει την επιστροφή όλων των στοιχείων ενεργητικού της Ενάγουσας 1 εταιρείας (αιτητικό Στ).
Οι Εναγόμενοι έχουν εγείρει ένσταση στην Αίτηση. Συγκεκριμένα έχει καταχωρηθεί ένσταση από την Εναγόμενη 1 την οποία υιοθέτησε ο Εναγόμενος 2.
Η δική τους θέση είναι πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου και της νομολογίας για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Υποστηρίζουν επίσης ότι ο διορισμός του Εναγόμενου 2 ως διαχειριστή/παραλήπτη είναι νομότυπος. Προσθέτουν ότι οι Ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται να εγείρουν την παρούσα αγωγή γιατί ως αξιωματούχοι δεν τήρησαν τα προβλεπόμενα σε περιπτώσεις εταιρειών που λαμβάνουν δικαστικά μέτρα ενώ είναι υπό διαχείριση και προσθέτουν ότι οι Ενάγοντες 2 και 3 δεν αποκαλύπτουν αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των Εναγόμενων. Προβάλλεται επίσης ως λόγος ένστασης ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας δεν επιτρέπει την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση αναλύει τα δεδομένα της υπόθεσης στα οποία οι Εναγόμενοι στηρίζονται για να στοιχειοθετήσουν τους λόγους ένστασης που προβάλλουν. Μεταξύ άλλων αναφέρονται στις πιστωτικές διευκολύνσεις που είχαν παραχωρηθεί από την Τράπεζα Κύπρου και κατέστησαν υπερήμερες, στις υποθήκες που τις εξασφάλιζαν, στις πρόνοιες της Συμφωνίας Διευθέτησης, στη θέση τους ότι αυτές δεν τηρήθηκαν από τους Ενάγοντες, στη διαδικασία που ακολουθήθηκε για το διορισμό του Εναγόμενου 2 ως διαχειριστή/παραλήπτη που υποστηρίζουν ότι είναι νομότυπος.
Αυτά σε σχέση με το υπόβαθρο της αγωγής και της παρούσας Αίτησης. Θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να αναφερθώ με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στις θέσεις των αντιδίκων. Περιορίζομαι να σημειώσω ότι έχω μελετήσει την Αίτηση και ένσταση, όπως και τις ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθηκαν εκατέρωθεν, το σύνολο των τεκμηρίων που έχουν παρουσιαστεί, τις αγορεύσεις των συνηγόρων ενώ γνωρίζω και το περιεχόμενο ολόκληρου του φακέλου.
Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας.
Η γενική εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει ενδιάμεσα διατάγματα εκπηγάζει από το άρθρο 32(1) του Ν.14/60. Κατά τον χρόνο καταχώρησης της παρούσας Αίτησης, το λεκτικό έχει ως εξής:
«Τηρoυμέvoυ oιoυδήπoτε διαδικαστικoύ καvovισμoύ έκαστov δικαστήριov, εv τη ασκήσει της πoλιτικής αυτoύ δικαιoδoσίας, δύvαται vα εκδίδη απαγoρευτικόv διάταγμα (παρεμπίπτov, διηvεκές, ή πρoστακτικόv) ή vα διoρίζη παραλήπτηv εις πάσας τας περιπτώσεις εις ας τo δικαστήριov κρίvει τoύτo δίκαιov ή πρόσφoρov, καίτoι δεv αξιoύvται ή χoρηγoύvται oμoύ μετ' αυτoύ απoζημιώσεις ή άλλη θεραπεία:
Νoείται ότι παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα δεv θα εκδίδεται εκτός εάv τo δικαστήριov ικαvoπoιηθή ότι υπάρχει σoβαρόv ζήτημα πρoς εκδίκασιv κατά τηv επ' ακρoατηρίoυ διαδικασίαv, ότι υπάρχει πιθαvότης ότι ο αιτών διάδικος δικαιoύται εις θεραπείαv, και ότι εκτός εάv εκδoθή παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα, θα είvαι δύσκoλov ή αδύvατov vα απovεμηθή πλήρης δικαιoσύvη εις μεταγεvέστερov στάδιov.»
Όπως προκύπτει από το λεκτικό, το Δικαστήριο εκδίδει παρεμπίπτον διάταγμα μόνο εάν ο αιτητής καταδείξει (α) ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, (β) ότι υπάρχει πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία, και (γ) εάν δείξει ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον εάν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Τέλος, διάταγμα εκδίδεται μόνο εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι «δίκαιο ή πρόσφορο υπό τις περιστάσεις».
Αναφορικά με την 1η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960, σύμφωνα με τη νομολογία το Δικαστήριο ανατρέχει στα δικόγραφα για να αποφασίσει κατά πόσο αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής.
Όπως επαναλήφθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Laxiflora Holdings Ltd κ.α. ν Κώστα Ζερβού κ.α., πολιτικές εφέσεις Ε38/2021 και Ε42/2021, ημερομηνίας 12.2.2024:
«για εκπλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης απαιτείται απλώς η δικογραφημένη ανάδειξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση. Δεν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση, αγωγές στηριζόμενες σε βάσεις άγνωστες στον Νόμο ή και τη Νομολογία όπου η συνέχιση τους θα απολήξει να είναι ανούσια και ενοχλητική (frivolous and vexatious), αλλά και απαιτήσεις όπου επιδιώκεται η απόδοση θεραπείας παράλογης ή απαράδεκτης.»
Όπως σημείωσα στην αρχή, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης οι Ενάγοντες διεκδικούν δηλωτικά, προστακτικά και απαγορευτικά διατάγματα και αποζημιώσεις επικαλούμενοι αντισυμβατικές ενέργειες των Εναγόμενων.
Αυτές οι βάσεις αγωγής δεν φαίνονται έκδηλα απαράδεκτες ή αντινομικές. Συνεπώς, θεωρώ ότι η 1η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, πληρείται.
Η 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 αφορά κατά πόσο διαπιστώνεται ορατή πιθανότητα επιτυχίας στις αξιώσεις που εγείρονται με την αγωγή. «Ορατή πιθανότητα επιτυχίας» σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα και κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων[1]. Εξετάζοντας κατά πόσο πληρείται αυτή η προϋπόθεση, το Δικαστήριο περιορίζεται να διαπιστώσει αν υπάρχει ενδεχόμενο, με βάση το μαρτυρικό υλικό, ο αιτητής να επιτύχει στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας[2].
Στην Laxiflora (ανωτέρω), η προσέγγιση της νομολογίας συνοψίστηκε ως εξής:
«Κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής γίνεται συσχέτιση της νομικής βάσης της αγωγής με την προσκομισθείσα, από πλευράς αιτητή, μαρτυρίας. Σταθμίζεται βέβαια και η αντίθετη εκδοχή του καθ' ου η αίτηση. Η υποκειμενική και εξαντλητική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και η επιλογή εκδοχών και η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποφεύγεται. Αυτά είναι αξιώματα που ανήκουν στην κυρίως δίκη. Αυτού λεχθέντος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία, κάποια αποτίμηση της αποδεικτικής δύναμης της μαρτυρίας εκείνου που ζητά τη θεραπεία, θα πρέπει να γίνεται από το Δικαστήριο.»
Στην παρούσα περίπτωση, μεγάλο μέρος που αφορά τα γεγονότα είναι κοινώς αποδεκτό. Ειδικότερα τα γεγονότα που προηγήθηκαν του διορισμού του Εναγόμενου 2 ως παραλήπτη/διαχειριστή. Οι δύο πλευρές συμφωνούν για τις πιστωτικές διευκολύνσεις που είχαν παραχωρηθεί στην Εναγόμενη 1 από την Τράπεζα Κύπρου, τις εξασφαλίσεις που είχαν δοθεί σε σχέση με αυτές, πως όταν οι υποχρεώσεις κατέστησαν υπερήμερες έγιναν διαβουλεύσεις προς διευθέτηση των οφειλόμενων που κατέληξαν στη Συμφωνία Διευθέτησης. Ο πυρήνας των αξιώσεων που εγείρονται αφορούν τη διαδικασία διορισμού του Εναγόμενου 2 διαχειριστή/παραλήπτη.
Το Ομόλογο Επιβάρυνσης από το οποίο απορρέει ο διορισμός του Εναγόμενου 2 αλλά και η Συμφωνία Διευθέτησης υπεγράφησαν μεταξύ Ενάγουσας 1 και Εναγόμενης 1. Η συμβατική σχέση είναι μεταξύ αυτών των δύο μερών και, ακολούθως, μετά το διορισμό του Εναγόμενου 2 παραλήπτη/διαχειριστή προβάλλονται αξιώσεις εναντίον του αναφορικά με τη διαχείριση της περιουσίας της Ενάγουσας 1 εταιρείας.
Στη βάση του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης, θεωρώ ότι σε σχέση με την Ενάγουσα 1, υπάρχουν στοιχεία που ικανοποιούν τη 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60. Αυτό χωρίς να αξιολογώ τις εκατέρωθεν διιστάμενες θέσεις αλλά προσεγγίζοντας τη μαρτυρία στην όψη της.
Όμως, καμία συμβατική ή άλλη σχέση εντοπίζεται μεταξύ Εναγόντων 2 και 3 από τη μια και Εναγόμενων από την άλλη που θα μπορούσε να υποστηρίξει τις αξιώσεις που εγείρονται από εκείνους στην αγωγή. Απουσιάζουν επίσης αναφορές σε γεγονότα που να μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ή να υποστηρίξουν τις αξιώσεις που εγείρουν οι Ενάγοντες 2 και 3. Συνεπώς, σε σχέση με τους Ενάγοντες 2 και 3, ενόψει αυτού του κενού, δεν διαπιστώνω ορατή πιθανότητα επιτυχίας.
Ακολουθεί ότι για τους Ενάγοντες 2 και 3, στη βάση των στοιχείων που παρουσιάστηκαν μέσω της Αίτησης, η 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, δεν πληρείται. Με δεδομένο ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) είναι σωρευτικές, το αποτέλεσμα για τους Ενάγοντες 2 και 3 κρίνεται εδώ. Δεν μπορεί να επιτύχει η Αίτηση για αυτούς.
Συνεχίζω την εξέταση των προϋποθέσεων για την Ενάγουσα 1. Για σκοπούς της 3ης προϋπόθεσης ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι χωρίς την ενδιάμεση θεραπεία θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Έχει επικρατήσει στη νομολογία, ζημιά να μην θεωρείται ανεπανόρθωτη εάν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα[3].
Στην παρούσα περίπτωση, μέσω της αγωγής οι Ενάγοντες εγείρουν και αξίωση για αποζημιώσεις. Προκύπτει επίσης από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί ότι η ουσία της διαφοράς είναι εμπορικής φύσης. Ακόμα και τα τετελεσμένα που η Ενάγουσα 1 αναφέρει ότι θέλει να αποτρέψει αφορούν τις επιχειρηματικές εργασίες της Ενάγουσας 1. Λαμβάνοντα υπόψη τις εργασίες της Ενάγουσας 1 εταιρείας, τη φύση των εξουσιών και υποχρεώσεων ενός παραλήπτη/διαχειριστή και το ευρύτερο πλαίσιο της αγωγής, θεωρώ ότι υπάρχει πεδίο για να αποτιμηθούν χρηματικά οι απαιτήσεις που εγείρει η Ενάγουσα 1. Περαιτέρω, δεν έχει προωθηθεί η θέση ότι η Εναγόμενοι 1 ή και 2 δεν θα είναι σε θέση να ικανοποιήσουν χρηματική αποζημίωση που θα διαταχθούν να πληρώσουν εάν εκδοθεί απόφαση εναντίον τους στην αγωγή. Παράλληλα, δεν έχω στοιχεία για συγκεκριμένες ενέργειες (πέραν κάποιων γενικών αναφορών) στις οποίες προέβη ή επίκειται να προβεί ο Εναγόμενος 2 που προκάλεσαν ή θα προκαλέσουν τέτοια ζημιά ώστε να απαιτείται ενδιάμεσο διάταγμα που να τον εμποδίζει.
Συνεπώς δεν έχω ικανοποιηθεί ότι χωρίς την αιτούμενη ενδιάμεση θεραπεία θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Αυτό καθορίζει και το αποτέλεσμα για την Ενάγουσα 1.
Για σκοπούς πληρότητας προσθέτω ότι, έστω και αν πληρούνται οι τρεις πιο πάνω προϋποθέσεις για όλους τους Ενάγοντες, θεωρώ ότι τα δεδομένα αυτής της περίπτωσης δεν θα δικαιολογούσαν την παροχή ενδιάμεσης θεραπείας.
Οι ενδιάμεσες θεραπείες που επιδιώκονται είναι σχεδόν ταυτόσημες με τις τελικές θεραπείες της αγωγής ή, τουλάχιστον, καλύπτουν τις ίδιες επιδιώξεις. Ενόψει της φύσης των επίδικων θεμάτων, τυχόν παροχή των ενδιάμεσων θεραπειών θεωρώ ότι θα επενέβαινε ανεπίτρεπτα στο αντικείμενο της αγωγής.
Επίσης, τυχόν έγκριση της Αίτησης ουσιαστικά θα ανέτρεπε την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων. Μέρος των υφιστάμενων πραγμάτων είναι ότι ο Εναγόμενος 2 έχει διοριστεί και ασκεί τις αρμοδιότητες του διαχειριστή/παραλήπτη στη βάση του Ομολόγου Επιβάρυνσης. Οι Ενάγοντες διαφωνούν ως προς το νομότυπο του διορισμού τον οποίο επιδιώκουν να αναστρέψουν. Όμως ο διορισμός έχει συντελεστεί και είναι δεδομένος. Χορήγηση των αιτούμενων ενδιάμεσων διαταγμάτων θα αντίστρεφε αυτό το δεδομένο-δηλαδή θα επέστρεφε την κατάσταση στην πρότερη της μορφή, πριν τον διορισμό. Κάτι τέτοιο είναι γενικά ανεπιθύμητο στο ενδιάμεσο στάδιο πριν την εκδίκαση της ουσίας μιας αγωγής.
Θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να επεκταθώ περαιτέρω.
Για τους λόγους που εξήγησα, η Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Αναφορικά με τα έξοδα, ακολουθώντας το αποτέλεσμα αυτά επιδικάζονται υπέρ των Εναγόμενων 1 και 2/Καθ’ ων η Αίτηση και εναντίον των Εναγόντων 1, 2 και 3/Αιτητών. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) …………………………………………………
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Οδυσσέως (ανωτέρω)
[2] Fellowes v Fisher [1975]2 All E.R. 829
[3] Karydas Taxi Services Ltd v Komodikis (1975) 1 ΑΑΔ 330
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο