
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αριθμός Αγωγής: 1397/2016
Μεταξύ:
ΔΗΜΟΣ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ
Ενάγων
και
ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Εναγόμενος
7 Αυγούστου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα/Αιτητή: κ. Χριστοδούλου για Γ. Λεοντίου Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενο/Καθ΄ ου η Αίτηση: κα Δαμιανού για Σ. Σαμψών & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Στην αίτηση του Ενάγοντα ημερομηνίας 22.1.2024 για έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του Εναγόμενου
Με την υπό κρίση Αίτηση, η πλευρά του Ενάγοντα ζητά την έκδοση συνοπτικής απόφασης στην αγωγή εναντίον του Εναγόμενου, υποστηρίζοντας ότι ο Εναγόμενος δεν διαθέτει υπεράσπιση.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την αγωγή είναι, επί το πλείστον, κοινώς αποδεκτά. Αυτό προκύπτει τόσο από τα δικόγραφα όσο και από τις ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθηκαν από τις δύο πλευρές στα πλαίσια αυτής της Αίτησης, καθώς και από τις δηλώσεις των συνηγόρων στις γραπτές αγορεύσεις για την ακρόαση της Αίτησης. Οι διαφωνίες μεταξύ των δύο πλευρών περιορίζονται ουσιαστικά σε νομικά ζητήματα. Το αποτέλεσμα αυτής της Αίτησης θα κριθεί επί του κοινώς αποδεκτού πραγματικού υπόβαθρου.
Προς ευκολία παρακολούθησης της απόφασης μου, ξεκινώ με μια συνοπτική αναφορά στις θέσεις των δύο πλευρών όπως προκύπτουν από τον φάκελο.
Μέσω της αγωγής ο Ενάγοντας αξιώνει εναντίον του Εναγόμενου ποσό περί τις €550.000 πλέον επιβάρυνση 10%, τόκο και έξοδα. Είναι η θέση του Ενάγοντα ότι το ποσό αυτό αφορά οφειλόμενα τέλη θεάματος που είχαν επιβληθεί με διοικητική πράξη, για ποδοσφαιρικούς αγώνες. Ο Εναγόμενος παραδέχεται την επιβολή του τέλους θεάματος όμως αντιτάσσει ότι ο Ενάγων δεν δικαιούται να αξιώνει την είσπραξη του τέλους από τον ίδιο. Υποστηρίζει επίσης ότι ο υπολογισμός του αξιούμενου ποσού από τον Ενάγοντα γίνεται σε λανθασμένη βάση. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ με περισσότερη λεπτομέρεια στις δικογραφημένες θέσεις.
Προχωρώ στην εξέταση των ζητημάτων που εγείρονται στα πλαίσια αυτής της Αίτησης. Σημειώνω ότι έχω μελετήσει την Αίτηση και ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, την ένσταση και την ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει και, περαιτέρω, έχω υπόψη μου τα δικόγραφα των δύο πλευρών καθώς και το περιεχόμενο ολόκληρου του φακέλου της αγωγής.
Ένα από τα ζητήματα που εγείρονται από την πλευρά του Εναγόμενου στα πλαίσια της ένστασης τους, είναι ότι η παρούσα Αίτηση συνιστά κατάχρηση διαδικασίας γιατί η προώθηση αυτής της Αίτησης εμποδίζεται λόγω δεδικασμένου. Βασίζει τη θέση αυτή στο γεγονός ότι η παρούσα είναι η 2η αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης που καταχωρείται στα πλαίσια αυτής της αγωγής.
Όπως προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης, η αγωγή ξεκίνησε με την καταχώρηση ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος στις 16.3.2016. Ο Εναγόμενος καταχώρησε Υπεράσπιση στις 16.5.2017. Ακολούθως, στις 28.9.2017 ο Ενάγων καταχώρησε αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης υπέρ του και εναντίον του Εναγόμενου (στο εξής η «1η Αίτηση»). Η 1η Αίτηση εκδικάστηκε και στις 9.5.2018 εκδόθηκε απόφαση από το παρόν Δικαστήριο (με άλλη σύνθεση) με την οποία η 1η Αίτηση απορρίφθηκε. Στα πλαίσια εκείνης της απόφασης το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι η κατάσταση λογαριασμού που είχε παρουσιαστεί από την πλευρά του Ενάγοντα για σκοπούς της 1ης Αίτησης (τεκμήριο 1 της 1ης Αίτησης) αφορούσε ποδοσφαιρικούς αγώνες που έλαβαν χώρα κατά την χρονική περίοδο από 6.1.13 μέχρι 14.7.14 και όχι τη δικογραφημένη περίοδο από 1.1.14 μέχρι 17.7.14. Διαπιστώθηκε επίσης ότι η επιστολή ημερομηνίας 27.10.14 (τεκμήριο 2 στην 1η Αίτηση) με την οποία ο Ενάγων απαιτεί από τον Εναγόμενο την καταβολή του υπόλοιπου οφειλόμενου ποσού του φόρου θεάματος αφορά ποδοσφαιρικές συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο ΓΣΠ για την περίοδο από 1.1.13 μέχρι 17.7.14, αντί τη δικογραφημένη, επίδικη περίοδο. Παρενθετικά σημειώνω ότι η απόφαση εκείνη εφεσιβλήθηκε αλλά η έφεση αποσύρθηκε και απορρίφθηκε.
Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 9.5.2018, η πλευρά του Ενάγοντα καταχώρησε στις 28.9.2018 τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα με το οποίο τροποποιήθηκε η επίδικη περίοδος και η αρχική αξίωση μειώθηκε από €552.531 πλέον 10% επιβάρυνση (ως η αρχική έκθεση απαίτησης), σε €551.531 πλέον 10% επιβάρυνση (ως η τροποποιημένη έκθεση απαίτησης). Η τροποποιημένη Υπεράσπιση καταχωρήθηκε τελικά (αφού μεσολάβησαν άλλα ενδιάμεσα διαβήματα) στις 25.10.2023 και, από μια αντιπαραβολή με την αρχική Υπεράσπιση, παραμένει επί της ουσίας η ίδια ως η αρχική. Ακολούθως, καταχωρήθηκε από την πλευρά του Ενάγοντα η παρούσα, 2η Αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης.
Απαντώντας στη θέση του Εναγόμενου περί κατάχρησης και δεδικασμένου, η πλευρά του Ενάγοντα αντιτάσσει ότι δεν υφίσταται τέτοιο ζήτημα καθώς η παρούσα Αίτηση βασίζεται στο νέο δικογραφικό υπόβαθρο όπως διαμορφώθηκε με την τροποποιημένη έκθεση απαίτησης (παράγραφος 31 της αγόρευσης).
Η εξουσία του Δικαστηρίου να επεμβαίνει όταν διαπιστώνει κατάχρηση είναι σύμφυτη[1]. Η κλασσική διατύπωση των αρχών για την αποτροπή κατάχρησης συναντάται στην υπόθεση Τζεννάρο Περέλλα ν Διευθυντή των Φυλακών, (1995) 1 ΑΑΔ 217[2] και έχω υπόψη τις σχετικές αρχές.
Στην παρούσα περίπτωση, δεν θεωρώ την Αίτηση καταχρηστική. Η 1η Αίτηση εκδικάστηκε στη βάση του αρχικού κλητηρίου εντάλματος και διαπιστώθηκε, για τους λόγους που εξηγούνται στην ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 9.5.2025, ότι η μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί για σκοπούς της 1ης Αίτησης δεν ικανοποιούσε την 3η προϋπόθεση της Δ.18 Θ.1(α) των Θεσμών. Δεν παραγνωρίζω ότι η μαρτυρία που παρουσιάζεται από τον Ενάγοντα για σκοπούς αυτής της Αίτησης είναι, ουσιαστικά, η ίδια. Όμως, από την 1η Αίτηση μέχρι την καταχώρηση της παρούσας το δικογραφικό πλαίσιο έχει τροποποιηθεί. Όπως ανέφερα προηγουμένως, με την τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος άλλαξε η επίδικη περίοδος και άλλαξε επίσης το αξιούμενο ποσό. Στη βάση των νέων αυτών δεδομένων της υπόθεσης προωθείται η παρούσα Αίτηση. Συνεπώς, με αυτές τις διαπιστώσεις και λαμβάνοντας υπόψη την γενικότερη συμπεριφορά του Ενάγοντα όπως προκύπτει από τον φάκελο, δεν συμφωνώ με τη θέση του Εναγόμενου ότι η 1η Αίτηση εμποδίζει την προώθηση της παρούσας Αίτησης. Δεν διαπιστώνω επίσης στοιχεία που να δείχνουν ότι ο Ενάγοντας ενεργεί καταχρηστικά.
Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης.
Η Αίτηση βασίζεται στη Δ.18 Θ.1(α) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (στη μορφή που εφαρμόζονται για σκοπούς αυτής της αγωγής). Η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης εκπηγάζει από τη Δ.18 Θ.1(α) που προνοεί ότι:
«Where the defendant appears to a writ of summons specially indorsed under Order 2, Rule 6, the plaintiff may on affidavit made by himself, or by any other person who can swear positively to the facts, verifying the cause of action, and the amount claimed (if any), and stating that in his belief there is no defence to the action, apply for judgment for the amount so indorsed, together with interest (if any), or for the recovery of the land (with or without rent), or for the delivering up of a specific chattel, as the case may be, and costs. And judgment for the plaintiff may be given thereupon, unless the defendant shall satisfy the Court that he has a good defence to the action on the merits, or disclose such facts as may be deemed sufficient to entitle him to defend».
Από το λεκτικό συνάγεται πως οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικά ώστε το Δικαστήριο να έχει δικαιοδοσία να εκδώσει απόφαση συνοπτικά είναι οι ακόλουθες:
(α) το κλητήριο ένταλμα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο,
(β) ο εναγόμενος πρέπει να έχει εμφανιστεί στη διαδικασία, και
(γ) η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης πρέπει να γίνεται από τον ενάγοντα ή από πρόσωπο που μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα και που να μπορεί να επαληθεύσει το αγώγιμο δικαίωμα και το ποσό που απαιτείται και να δηλώνει ότι εξ όσων πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή[3].
Εάν πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις, τότε το βάρος μετατοπίζεται στους ώμους του Εναγόμενου να δείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν ικανοποιητικά ώστε να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί την αγωγή[4].
Στην παρούσα περίπτωση είναι εμφανές ότι οι δύο πρώτες προϋποθέσεις τηρούνται. Η πλευρά του Ενάγοντα έχει καταχωρήσει ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα (που στην πορεία τροποποιήθηκε) και ο Εναγόμενος καταχώρισε εμφάνιση.
Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση, θεωρώ ότι και αυτή πληρείται. Συγκεκριμένα διαπιστώνω ότι η Αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση προσώπου που εξηγεί την ιδιότητα, αρμοδιότητες και εξουσιοδότηση του να ενεργεί εκ μέρους του Ενάγοντα. Το πρόσωπο αυτό ορκίζεται σε σχέση με τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση, τα οποία παραθέτει στην ένορκη δήλωση και παρουσιάζει επίσης σχετικά έγγραφα ως τεκμήρια. Αυτά προς επαλήθευση του αγώγιμου δικαιώματος και τεκμηρίωση του αξιούμενου ποσού. Δηλώνει επίσης την πεποίθηση ότι ο Εναγόμενος δεν διαθέτει υπεράσπιση, εξηγώντας αυτή τη θέση του[5].
Με αυτά τα δεδομένα, το βάρος έχει μετατοπιστεί στους ώμους του Εναγόμενου που πρέπει να δείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να του δίνουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί.
Σύμφωνα με τη νομολογία, η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση πρέπει να περιέχει τέτοιες λεπτομέρειες που να τεκμηριώνουν ισχυρισμούς για ύπαρξη καλής υπεράσπισης[6]. Το ορθό μέτρο επεξηγήθηκε στην Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (υπό εκκαθάριση) κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 418 ως εξής:
«Συνοπτική απόφαση δεν εκδίδεται όπου προβάλλονται σχετικοί με το θέμα ισχυρισμοί που θα μπορούσαν, όσο απομακρυσμένη και αν φαίνεται η πιθανότητα επιτυχίας, να δικαιολογήσουν τη διεξαγωγή κανονικής δίκης. Εφόσον προκύπτει μεταξύ των διαδίκων διαφορά που χρήζει επίλυσης, ο εναγόμενος δεν στερείται της δυνατότητας υπεράσπισης και προβολής σχετικής επί του θέματος ανταπαίτησης, με εκ των προτέρων υπολογισμούς αναφορικά με τις πιθανότητες επιτυχίας και με ευρήματα έξω από το πλαίσιο δίκης στην αγωγή. Συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη. Τέτοια διαπίστωση γίνεται όταν το πράγμα είναι προφανές και όχι ως εγχείρημα αξιολόγησης και στάθμισης. Αυτή είναι η φιλοσοφία της Δ.18.»
Στην ένσταση που έχει καταχωρήσει η πλευρά του Εναγόμενου, προβάλλονται αντίστοιχες θέσεις με αυτές που δικογραφούνται στην Υπεράσπιση. Ειδικότερα, ο ενόρκως δηλών υποστηρίζει ότι ο Ενάγων δεν δικαιούται να αξιώνει από τον Εναγόμενο φόρο θεάματος γιατί οι εισπράξεις από πωλήσεις εισιτηρίων εισπράττονται από το στάδιο διεξαγωγής του αγώνα, για λογαριασμό του γηπεδούχου σωματείου και η Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου είναι η διοργανώτρια αρχή όλων των αγώνων και πρωταθλημάτων. Προβάλλεται επίσης η θέση ότι το πρόσωπο που είναι υπόλογο για πληρωμή του φόρου θεάματος είναι ο θεατής. Παράλληλα προβάλλεται η θέση ότι ο Ενάγων λανθασμένα υπολογίζει τον φόρο θεάματος επί της συνολικής τιμής των εισιτηρίων εισόδου. Αυτό διότι, σύμφωνα με απόφαση του Εναγόμενου η πραγματική τιμή του εισιτηρίου εισόδου καθορίστηκε στο 30% της συνολικής αξίας του εισιτηρίου, ενώ το υπόλοιπο 70% αποτελεί το αθλητόσημο, δηλαδή τέλος του ίδιου του Εναγόμενου που δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς καταβολής φόρου θεάματος. Στη βάση αυτής της (δικής του) απόφασης, ο Εναγόμενος δεν αποδέχεται τον τρόπο καθορισμού του φόρου θεάματος που εφαρμόζει ο Ενάγων.
Αυτές τις θέσεις προώθησε η πλευρά του Εναγόμενου κατά την ακρόαση της Αίτησης. Ο συνήγορος του Ενάγοντα απαντά ότι η επιβολή του τέλους θεάματος είναι διοικητική πράξη που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Διοικητικού Δικαστηρίου και, συνεπώς, αυτά τα ζητήματα δεν επιτρέπεται να εγερθούν και να εξεταστούν στα πλαίσια αστικής αγωγής.
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Sigma Radio T.V.Public Ltd v Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2009) 1(A) A.A.Δ. 140, εάν η πράξη που στοιχειοθετεί το αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα αποτελεί διοικητική πράξη νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και η απόφαση επιβολής του φόρου δεν ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε, τότε το σχετικό τέλος καθίσταται απαιτητό με αγωγή στην οποία η νομιμότητα της διοικητικής πράξης δεν δύναται να αμφισβητηθεί και η οφειλή θεωρείται δεδομένη.
Ο Ενάγων είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που συστάθηκε και λειτουργεί δυνάμει του περί Δήμων Νόμου (Ν.111(Ι)/1985). Σύμφωνα με το άρθρο 85(2)(ι)(i)-(iii) του οποίου έχει εξουσία να επιβάλλει εντός των δημοτικών του ορίων:
«τέλoς επί όλωv τωv πληρωμώv τωv γεvoμέvωv υπό oιoυδήπoτε πρoσώπoυ αίτιvες εισπράττovται διά τηv είσoδov αυτoύ εις oιovδήπoτε δημόσιov θέαμα».
Επίσης, σύμφωνα με τον Κανονισμό 4 των περί Επιβολής και Είσπραξης Τέλους Θεάματος Κανονισμών του Δήμου Στροβόλου 2006, Κ.Δ.Π. 415/06, ο Ενάγων:
«έχει εξουσία να επιβάλλει και εισπράττει τέλος θεάματος, το οποίο θα υπολογίζεται σε ποσοστό πάνω στο αντίτιμο που καταβάλλεται για την είσοδο σε οποιοδήποτε χώρο δημοσίου θεάματος».
Στα πλαίσια αυτής της εξουσίας, ο Ενάγων αξιώνει τέλος σε σχέση με τους ποδοσφαιρικούς αγώνες που διεξήχθησαν στο Στάδιο ΓΣΠ και οι οποίοι αποτελούν δημόσιο θέαμα.
Από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει ότι από το 2002 και μετέπειτα, η επιβολή τέλους θεάματος από τον Ενάγοντα αποτέλεσε αντικείμενο πληθώρας δικαστικών διαδικασιών, τόσο στο Διοικητικό Δικαστήριο όσο και στα Επαρχιακά Δικαστήρια. Δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό η αναλυτική αναφορά σε όλες τις προηγούμενες αυτές διαδικασίες. Περιορίζω τις αναφορές μου σε κάποιες εξ αυτών που κρίνω ιδιαίτερα σημαντικές για το εδώ αποτέλεσμα. Επισημαίνω μόνο ότι η διοικητική πράξη στην οποία εδράζει το αγώγιμο δικαίωμα του ο Ενάγων, δεν ακυρώθηκε και παραμένει έγκυρη, εκτελεστή και δεσμευτική.
Η πλευρά του Εναγόμενου εστιάζει για σκοπούς της υπεράσπισης που προβάλλει σε ένα σχόλιο του έντιμου Δικαστή Ανωτάτου Δικαστηρίου (ως ήταν τότε) κ. Χατζηχαμπή στην Προσφυγή Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού v Δήμου Στροβόλου, Υπόθεση αριθμός 1413/11, ημερομηνίας 8.1.2013. Είχε εκεί αναφέρει ότι το πρόσωπο που είναι υπόχρεο προς πληρωμή του τέλους θεάματος μπορεί να αποφασιστεί στα πλαίσια αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Θεωρώ όμως αυτό το σχόλιο, κρινόμενο στο σύνολο του κειμένου και υπό το φως των επίδικων θεμάτων εκείνης της διαδικασίας, συνιστά obiter dicta και δεν αποτελεί μέρος του ratio decidendi της απόφασης εκείνης. Συνεπώς δεν δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο για σκοπούς αυτής της Αίτησης.
Αυτό αναφέρεται και στην απόφαση του Έντιμου Δικαστή Ανωτάτου Δικαστηρίου (ως ήταν τότε) κ. Ναθαναήλ, στην Προσφυγή Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού v Δήμου Στροβόλου, Υπόθεση αριθμός 1516/2012, ημερομηνίας 30.6.2015. Από εκείνη την απόφαση εξάγεται με το συμπέρασμα ότι ο Ενάγων επέβαλε την είσπραξη από τον Εναγόμενο φόρου θεάματος με διοικητική πράξη ημερομηνίας 30.9.2002. Στην πράξη εκείνη ο Ενάγων καθόρισε και τον τρόπο υπολογισμού του τέλους. Αυτή η διοικητική πράξη μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή, δικαίωμα το οποίο ο Εναγόμενος δεν άσκησε. Συνεπώς, η εν λόγω διοικητική πράξη παραμένει έγκυρη και δεσμευτική. Η αποστολή από τον Ενάγοντα προς τον Εναγόμενο καταστάσεων λογαριασμού και χρεωστικών σημειώσεων στα πλαίσια προσπαθειών για είσπραξη του τέλους είναι επιβεβαιωτικές πράξεις και όχι εκτελεστές διοικητικές πράξεις.
Συνεπώς, το δικαίωμα του Ενάγοντα να αξιώνει την καταβολή του τέλους θεάματος είναι απόρροια διοικητικής πράξης η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα. Η αξίωση των οφειλόμενων ποσών και ο τρόπος υπολογισμού τους εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Αυτό επιβεβαιώθηκε στην απόφαση ΑΟΜΜ Γαλαξίας Παραγωγές Λτδ v Δήμου Στροβόλου, Πολιτική Έφεση 348/2010, ημερομηνία 11.7.2014 που αφορούσε τα αντίστοιχα θέματα. Συγκεκριμένα, στην απόφαση εκείνη λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο τα εξής καθοριστικά για σκοπούς της παρούσας απόφασης μου:
«Η πρωτόδικη διαδικασία είχε ως αντικείμενο τη διεκδίκηση, υπό τύπο αστικού δικαιώματος, της καταβολής του αναφερόμενου φόρου θεάματος. Η πράξη που στοιχειοθετούσε το αγώγιμο δικαίωμα αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της διοικητικής λειτουργίας των Εφεσιβλήτων, άρρηκτα συνυφασμένης με την έκδοση εκτελεστής απόφασης στο πεδίο του δημόσιου δικαίου. Συνιστούσε διοικητική πράξη νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου, η οποία είχε παράξει έννομο αποτέλεσμα. Η αμφισβήτηση της νομιμότητάς της δεν μπορούσε να λάβει χώρα μέσω υπεράσπισης στα πλαίσια διαδικασίας ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου. Συνακόλουθα, η έλλειψη τέτοιας δικαιοδοσίας αποστερούσε από το πρωτόδικο Δικαστήριο της οποιασδήποτε εξουσίας εξέτασης οιουδήποτε θέματος ουσίας εγειρόταν στα πλαίσια υπεράσπισης και το οποίο ουσιαστικό σκοπό είχε την αμφισβήτηση της νομιμότητας της προαναφερθείσας διοικητικής πράξης. Μια διοικητική πράξη παράγει έννομα αποτελέσματα μέχρι ακύρωσης ή ανάκλησής της. Η υπό εξέταση ούτε ανακλήθηκε, ούτε ακυρώθηκε δικαστικά. Ως απόρροια, συνέχιζε να παράγει έννομα αποτελέσματα και παρείχε, ταυτόχρονα, το δικαίωμα στους Εφεσίβλητους να αξιώνουν την καταβολή των οφειλόμενων τελών. Αξίωση χρηματικής μεν μορφής, η οποία όμως στηριζόταν σε προηγηθείσα διοικητική πράξη.
Με βάση τα πιο πάνω, τα επίδικα μέρη της υπεράσπισης που στόχευαν στην αμφισβήτηση της νομιμότητας της απόφασης των Εφεσιβλήτων δεν θα ήταν επιτρεπτό να τεθούν και να κριθούν δικαστικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, λόγω αναρμοδιότητας. Έπλητταν, ουσιαστικά, το θεμέλιο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης.
[…]
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων επικαλέστηκε, ως βοηθητικό των θέσεών του, τον δικαστικό λόγο των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Αναθεωρητικές Εφέσεις 136/06 και 137/06 Α.Ο.Μ.Μ. Γαλαξίας Παραγωγές Λτδ v Δήμου Στροβόλου (2008) 3 Α.Α.Δ. 291. Έθεσε ότι συνάγεται από αυτές πως τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν ισχυρισμούς περί υπολογισμού τέλους θεάματος.
Με όλο το σεβασμό, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Το αποτέλεσμα των εν λόγω προσφυγών - οι οποίες αφορούσαν τους ίδιους διάδικους και ταυτόσημα επίδικα θέματα − δεν οδηγεί στην εξαγωγή τέτοιου συμπεράσματος και δεν δίνει έρεισμα ισχυρισμού περί δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εξετάσει τις θέσεις που προωθούν οι Εφεσείοντες με τις υπό αμφισβήτηση παραγράφους της έκθεσης υπεράσπισής τους. Στις πιο πάνω αποφάσεις έγινε αποδεκτή από την Ολομέλεια η θέση ότι υποκείμενος στο τέλος θεάματος είναι ο θεατής και όχι ο διοργανωτής, ο οποίος κατά τα λοιπά υπέχει υποχρέωση απόδοσης των τελών στο Δήμο. Ως εκ τούτου, οι Εφεσείοντες, ως απλοί εισπράκτορες του φόρου θεάματος, δεν νομιμοποιούνταν στην άσκηση προσφυγών σε σχέση με τέλος που δεν είχε επιβληθεί στους ίδιους αλλά σε άλλα πρόσωπα τα οποία, αφού αγόραζαν τα εισιτήρια, εισέρχονταν για παρακολούθηση των εκδηλώσεων. Η Ολομέλεια κατέληξε πως η προσβληθείσα επιβολή τέλους θεάματος δεν αφορούσε άμεσα τους Εφεσείοντες, το συμφέρον των οποίων ήταν έμμεσο και όχι «ίδιον» όπως απαιτείται από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος και συνακόλουθα πως δεν νομιμοποιούνταν στην άσκηση των προσφυγών. Το ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης, στις σελίδες 294 - 295, είναι σχετικό. Στην κατάληξη του δε επιβεβαιώνει ότι τα χρεωστικά δελτία δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, αφού απορρέουν ως άμεση συνέπεια και συνιστούν αξίωση ποσών που ήδη προκύπτουν ως οφειλόμενα της διοικητικής απόφασης. Συνεπώς, η αποτυχία ακύρωσης της υπό αναφορά διοικητικής πράξης επιβολής τέλους θεάματος, καθιστούσε αδύνατη και την αμφισβήτηση των υποχρεώσεων που απέρρεαν από αυτή, όπως αποτυπώνονται στα χρεωστικά δελτία.»
Επιστρέφοντας στην υπό κρίση περίπτωση, τα πιο πάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Εναγόμενος δεσμεύεται από τη διοικητική πράξη του Ενάγοντα ημερομηνίας 30.9.2002 για επιβολή φόρου θεάματος και δεν δικαιούται να αμφισβητεί ούτε την υποχρέωση απόδοσης του φόρου θεάματος στον Ενάγοντα ούτε τον τρόπο υπολογισμού αυτού.
Αυτό το συμπέρασμα καθορίζει και το αποτέλεσμα της παρούσας Αίτησης. Ο Εναγόμενος δεν απέσεισε το βάρος να καταδείξει καλή υπεράσπιση στην ουσία της αγωγής. Αυτά που προβάλλονται στην ένσταση και στην ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει δεν συνιστούν ικανή υπεράσπιση.
Με αυτά τα δεδομένα, καταλήγω ότι η Αίτηση επιτυγχάνει και ο Ενάγων δικαιούται στην έκδοση συνοπτικής απόφασης. Σημειώνω ότι σύμφωνα με το αιτητικό ο Ενάγων περιορίζει την αξίωση του στο ποσό των €551.531,49 πλέον νόμιμο τόκο επί του ποσού αυτού και έξοδα.
Συνεπώς, εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Εναγόμενου για ποσό €551.531,49 πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής, πλέον έξοδα. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) .……………….………………………….
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Lawrence ν Norreys (1890) 15 App. Cas. 210, 219
[2] Σχετικές, ενδεικτικά, και οι Constantinides v Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348, Re Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1993) 1 ΑΑΔ 249, Re Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση. 9298, 17.4.95 και Τρύφωνος ν Επίσημου Παραλήπτη κ.α., Πολ. Εφέσεις 8344 και 8497, 29.9.93
[3] Spyros Stavrinides v Ceskoslavenska Obchondi Banka S.A (1972)1 C.L.R. 130
[4] Σχετικές, μεταξύ άλλων, οι Kyprianides v Ioannou (1996)1 C.L.R. 265, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν Χ’’Νέστωρος (1989)1 Α.Α.Δ.(Ε) 204, CYEMS Co Ltd v The Central Co-operative Industries Co. Ltd (1982)1 C.L.R. 897
[5] Σχετικές οι υποθέσεις Δημητρίου v Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 782, Νεάρχου κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 818, Σπηταλιώτης κ.ά. v. Liberty Life Insurance Ltd (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1113, Παύλου v Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1051 και Γεωργίου v Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 274.
[6] Σχετικές, μεταξύ άλλων, οι Hermes Insurance Co Ltd v Theodorides(1983)1 C.L.R. 333, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν Χ’’Νέστωρος (ανωτέρω), Trands Middle East Trading (T.M.E.T) v Abdul Aziz Tlais (1991)1 Α.Α.Δ.239
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο