VAVLITIS J. HOTELS LIMITED ν. I.D.S. (TOTAL SOLUTIONS) CONTRACT LIMITED, Αρ. Αγωγής: 2493/2020, 29/8/2025
print
Τίτλος:
VAVLITIS J. HOTELS LIMITED ν. I.D.S. (TOTAL SOLUTIONS) CONTRACT LIMITED, Αρ. Αγωγής: 2493/2020, 29/8/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 2493/2020

 

Μεταξύ:

VAVLITIS J. HOTELS LIMITED

Ενάγουσα

και

 

I.D.S. (TOTAL SOLUTIONS) CONTRACT LIMITED

Εναγόμενη

 

29 Αυγούστου, 2025

 

Εμφανίσεις:

Για Εναγόμενη/Αιτήτρια: κα Καρολιάδου για Michalis Michael & Co LLC

Για Ενάγουσα/Καθ’ ης η Αίτηση: κα Χριστοφόρου για Χρήστος Γεωργιάδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

στην αίτηση της Εναγόμενης/Αιτήτριας ημερομηνίας 18.10.2024

για τροποποίηση της Υπεράσπισης

 

 

Με την παρούσα αίτηση η Εναγόμενη/Αιτήτρια ζητά την έκδοση διατάγματος που να επιτρέπει την τροποποίηση της Υπεράσπισης.

 

Πριν αναφερθώ στην ουσία της Αίτησης, κρίνω ότι θα ήταν χρήσιμη μια σύντομη αναφορά στο ιστορικό όπως προκύπτει από το φάκελο της αγωγής.

 

Με την αγωγή, που καταχωρήθηκε το 2020, η Ενάγουσα αξιώνει εναντίον της Εναγόμενης ποσό περί της €85.000 που ισχυρίζεται ότι δικαιούται από την Εναγόμενη ως αποτέλεσμα παράβασης συμφωνίας. Πολύ συνοπτικά, δυνάμει των τριών συμφωνιών η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι αγόρασε προϊόντα (πατώματα, deck, wallpapers) από την Εναγόμενη, τα οποία η Εναγόμενη ανέλαβε να προμηθεύσει και να εγκαταστήσει σε ξενοδοχείο της Ενάγουσας. Η θέση της Ενάγουσας είναι ότι με την ολοκλήρωση των εργασιών εξόφλησε πλήρως το συμφωνημένο αντίτιμο. Υποστηρίζει ότι αργότερα διαπιστώθηκαν ελαττώματα στα προϊόντα και κακοτεχνίες στην εγκατάσταση. Παρά την αναγνώριση τους από την Εναγόμενη και τις υποσχέσεις της για αντικατάσταση/επιδιορθώσεις, αυτό δεν τηρήθηκε. Με την παρούσα αγωγή, η Ενάγουσα διεκδικεί αποζημιώσεις ίσες με το κόστος απομάκρυνσης των ελαττωματικών υλικών και αντικατάστασης τους.

 

Η Εναγόμενη καταχώρησε Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην αγωγή στις 20.5.2021. Στην Υπεράσπιση της αρνείται ότι υπήρξαν κακοτεχνίες από την πλευρά της και ισχυρίζεται ότι κάποια ελαττώματα που είχαν διαπιστωθεί οφείλονταν σε εξωγενείς παράγοντες. Εντούτοις δέχεται ότι είχε συμφωνηθεί η διευθέτηση της διαφοράς μέσω συμφωνίας που προέβλεπε για κάποιες αντικαταστάσεις/επιδιορθώσεις. Είναι η θέση της ότι συμμορφώθηκε και τις διενήργησε. Συνεπώς, υποστηρίζει ότι η Ενάγουσα κανένα ποσό δικαιούται να αξιώνει. Περαιτέρω, στα πλαίσια της Ανταπαίτησης της, ισχυρίζεται ότι εκτέλεσε περαιτέρω εργασίες από τις συμφωνηθείσες για τις οποίες αξιώνει εύλογη αμοιβή.

 

Στην Απάντηση στην Υπεράσπιση & Υπεράσπιση στην Ανταπαίτησης, η Ενάγουσα αρνείται τους ισχυρισμούς της Εναγόμενης και εμμένει στις δικές της θέσεις.

 

Μετά την ολοκλήρωση της ανταλλαγής των δικογράφων εκδόθηκαν κλήσεις οδηγιών στην αγωγή και ανταπαίτηση. Στα πλαίσια εκείνων διατάχθηκε εκατέρωθεν ένορκη αποκάλυψη εγγράφων με την οποία οι δύο πλευρές συμμορφώθηκαν. Ακολούθως, καταχωρήθηκαν εκατέρωθεν κατάλογοι μαρτύρων και σύνοψη μαρτυρίας. Όταν ολοκληρώθηκαν εκείνα τα διαβήματα, η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση.

 

Ακολούθησαν δύο αλλαγές δικηγόρων από την πλευρά της Εναγόμενης. Οι νυν δικηγόροι της διορίστηκαν στις 16.4.2024. Στη συνέχεια, ζήτησαν και έλαβαν άδεια για καταχώρηση της παρούσας Αίτησης για άδεια τροποποίησης της Υπεράσπισης.

 

Μέσω της αιτούμενης τροποποίησης επιθυμούν να εισαγάγουν ισχυρισμούς ότι η Ενάγουσα κωλύεται λόγω εγγράφου και συμπεριφοράς και επειδή έχει παραιτηθεί των δικαιωμάτων της, να εγείρει και να προωθεί την παρούσα αγωγή.

 

Προς δικαιολόγηση της ανάγκης για τροποποίηση σε αυτό το στάδιο, η πλευρά της Εναγόμενης αναφέρει ότι οι νυν δικηγόροι μελέτησαν την υπόθεση μετά το διορισμό τους και διαπίστωσαν ότι στο υφιστάμενο δικόγραφο «παραλείπεται εκ παραδρομής και/ή εξ αβλεψίας και/ή απροσεξίας και σε κάθε περίπτωση από καλόπιστο λάθος των προηγούμενων δικηγόρων της αιτήτριας, οι οποίοι συνέταξαν την Υπεράσπιση της, η ρητή αναφορά του κανόνα του κωλύματος λόγω συμπεριφοράς και καταχώρησης σε έγγραφα καθώς επίσης και της παραίτησης λόγω κωλύματος από τη διεκδίκηση των επίδικων αξιώσεων, απορρέουσων εκ της Συμφωνίας Α, παρά το γεγονός ότι παρατέθηκαν γεγονότα και ισχυρισμοί και/ή στοιχεία που συνηγορούν και/ή θεμελιώνουν τη βάση για την έγερση τους» (παράγραφος 2 της ένορκης δήλωσης της Αίτησης).

 

Σημειώνεται ότι μόλις διαπιστώθηκε το λάθος από τους νυν δικηγόρους, αυτοί, χωρίς καθυστέρηση καταχώρησαν την παρούσα Αίτηση.

 

Προσθέτει επίσης η πλευρά της Εναγόμενης ότι η τροποποίηση είναι αναγκαία για την ορθή απονομή δικαιοσύνης και για να αποτραπεί αδικία στην Εναγόμενη ένεκα καλόπιστου λάθους ή αβλεψίας των προηγούμενων δικηγόρων της.

 

Αυτά αναφορικά με την Αίτηση.

 

Η πλευρά της Ενάγουσας έχει εγείρει ένσταση στη χορήγηση της αιτούμενης άδειας, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για έγκριση της Αίτησης καθώς και ότι, η Αίτηση προωθείται κακόπιστα.

 

Εξέτασα την Αίτηση και την ένσταση όπως και τις αγορεύσεις των συνηγόρων της κάθε πλευράς. Γνωρίζω επίσης το περιεχόμενο του φακέλου της αγωγής.

 

Ξεκινώ σημειώνοντας ότι δεν συμφωνώ με τη θέση της Ενάγουσας περί κατάχρησης και κακόπιστης συμπεριφοράς από την Εναγόμενη. Η Ενάγουσα δεν έχει παρουσιάσει στοιχεία ούτε διακρίνω ενδείξεις για τέτοια συμπεριφορά. Θεωρώ ότι η Εναγόμενη προωθεί μια αίτηση, ένα διάβημα, στα πλαίσια που της επιτρέπει η δικονομία.

 

Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας. Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιτρέψει την τροποποίηση δικογράφου εδράζεται στην Δ.25, Θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση του 2014.

 

Σύμφωνα με τη Δ.25 Θ. 1(3):

 

«(3) Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και στις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.»

 

(υπογράμμιση δική μου)

 

Η τροποποίηση της Δ.25 που διενεργήθηκε το 2014 είχε σκοπό να περιορίσει τις περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται η τροποποίηση των δικογράφων στην πορεία της αγωγής, ειδικά όταν η διαδικασία είναι σε προχωρημένο στάδιο[1]. Όπως διαμορφώθηκε η Δ.25, μετά το στάδιο της Κλήσης για Οδηγίες, η τροποποίηση δικογράφου επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση, σε μια από τις δύο περιπτώσεις που καθορίζονται ρητά, δηλαδή εάν η τροποποίηση θα διορθώσει καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας ή εάν πρόκειται για νέα γεγονότα που δεν ήταν υπαρκτά κατά τη λήψη οδηγιών για σύνταξη του αρχικού δικογράφου.

 

Εξ αρχής σημειώνω ότι οι προσθήκες που η Εναγόμενη επιθυμεί να εισαγάγει μέσω της τροποποίησης δεν συνιστούν «νέο δεδομένο μη υπαρκτό» κατά την σύνταξη του υφιστάμενου δικογράφου. Αφορούν δεδομένα που προϋπήρχαν της αγωγής.

 

Η πλευρά της Εναγόμενης υποστηρίζει ότι οι αιτούμενες τροποποιήσεις πρέπει να επιτραπούν γιατί εμπίπτουν στην εξαίρεση του «καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας».

 

Εξέτασα τις εισηγήσεις των συνηγόρων της Εναγόμενης και τα επιχειρήματα που προβάλλουν. Όμως, από τα ενώπιον μου στοιχεία σε συνάρτηση με τη Δ.25 των Θεσμών, (ως έχει διαμορφωθεί μετά την τροποποίηση του 2014) θεωρώ ότι η προκειμένη περίπτωση δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του «καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας».

 

Δεν έχω εντοπίσει απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή του Εφετείου που να διαφωτίζει πώς πρέπει να ερμηνεύεται τη φράση «καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας» και να καθοδηγεί εάν όσα επικαλείται η Εναγόμενη εμπίπτουν στη συγκεκριμένη εξαίρεση της Δ.25 Θ.1(3).

 

Αυτό που είναι δεδομένο είναι πως μέσω της αιτούμενης τροποποίησης η Εναγόμενη επιχειρεί να εισαγάγει βάση νέα υπεράσπισης. Διαφαίνεται όμως ότι όλα τα γεγονότα στη βάση των οποίων βασίζει αυτή τη νέα υπεράσπισης ήταν εξ αρχής εις γνώση της. Φαίνεται επίσης ότι ήταν εις γνώση των αρχικών δικηγόρων – η θέση της είναι ότι οι επιδιωκόμενες προσθήκες δεν είχε περιληφθεί εξ αρχής ένεκα λάθους και αβλεψίας των δικηγόρων και όχι επειδή δεν τις γνώριζαν. Εάν επιτραπεί η αιτούμενη τροποποίηση και εισαχθεί νέα βάση υπεράσπισης τότε θα επαναπροσδιοριστούν τα επίδικα θέματα.

 

Έχω την άποψη ότι μια τροποποίηση που επιτρέπει την εισαγωγή νέας βάσης αγωγής ή νέας υπεράσπισης δεν μπορεί να θεωρηθεί «λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας», ακόμα και αν είναι καλόπιστη. Θεωρώ ότι η εν λόγω φράση έχει εισαχθεί στη Δ.25 με σκοπό να περιορίσει τις επιτρεπόμενες τροποποιήσεις σε μικρές, επουσιώδεις διορθώσεις στα δικόγραφα. Όχι για να αλλάζει η βάση στην οποία ένας εκ των διάδικων προωθεί την υπόθεση ή υπεράσπιση του.

 

Οι συνήγοροι της Εναγόμενης, στην αγόρευση τους αναφέρονται και στη Δ.25 Θ.5 των Θεσμών που προβλέπει ότι:

 

«Το Δικαστήριο μπορεί σε οποιοδήποτε χρόνο και με τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή άλλως, ως θα έκρινε δίκαιο, να τροποποιήσει οποιοδήποτε ελάττωμα ή λάθος σε οποιαδήποτε διαδικασία, όλες δε οι αναγκαίες τροποποιήσεις θα πρέπει να γίνονται με σκοπό τον καθορισμό του πραγματικού ζητήματος ή επίδικου θέματος, το οποίο εγείρεται από ή κατά τη διαδικασία.»

 

Εισηγούνται ότι στη βάση αυτής της διάταξης, μπορεί να επιτραπεί η αιτούμενη τροποποίηση. Δεν συμφωνώ ότι τέτοια προσέγγιση θα ήταν ορθή.

 

Ο σκοπός της τροποποίησης της Δ.25 το 2014 ήταν να περιορίσει τη δυνατότητα που παρείχε η προηγούμενη, πιο φιλελεύθερη, κατάσταση όπου επικράτησε η πρακτική να επιτρέπονται ευρείας φύσεως αλλαγές στις δικογραφημένες θέσεις ακόμα και σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας. Μέσω των αλλαγών που επήλθαν το 2014, το Δικαστήριο διατηρεί τη διακριτική εξουσία που παρέχεται από τη Δ.25 Θ.5, η οποία όμως πρέπει πλέον να ασκείται στις παραμέτρους που καθορίζει η Δ.25 Θ.1(1)-(3). Και οι παράμετροι αυτές είναι σαφείς. Μετά την έκδοση κλήσης για οδηγίες δεν παρέχεται η δυνατότητα τροποποίησης εκτός στις δύο περιπτώσεις που προανέφερα. Στην παρούσα αγωγή, το στάδιο των κλήσεων για οδηγίες έχει παρέλθει και αυτά που επικαλείται η Εναγόμενη, όπως εξήγησα, δεν εμπίπτουν στις δύο εξαιρέσεις της Δ.25 Θ.(3).

 

Καταληκτικά, για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τα έξοδα της Αίτησης, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας/Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον της Εναγόμενης/Αιτήτριας, όπως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν.

 

 

 

……………………………………………

Γ. Κυθραιώτου Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 



[1] Σε σχέση με τα όσα ίσχυαν με βάση την προηγούμενη μορφή της Δ.25 σχετικές, ενδεικτικά, οι Στέλιου Φοινιώτη ν Greenmar Navigation Ltd κ.α. (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 33, Easton v Ford Motor Co Ltd (1993) 4 All E.R. 257, Federal Bank of Lebanon v Νίκου Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44, Federal Bank of Lebanon v Νίκου Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44, Χριστοδούλου ν Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 934


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο