PRIME INSURANCE COMPANY LTD ν. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΓΙΑΝΝΑΚΟΣ κ.α., Αρ. Αγωγής: 1175/2017, 22/8/2025
print
Τίτλος:
PRIME INSURANCE COMPANY LTD ν. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΓΙΑΝΝΑΚΟΣ κ.α., Αρ. Αγωγής: 1175/2017, 22/8/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 1175/2017

 

Μεταξύ:

PRIME INSURANCE COMPANY LTD

Ενάγουσα

και

 

1. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΓΙΑΝΝΑΚΟΣ

2. V. MANTOYIANNAKOS INSURANCE AGENTS LTD

3. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΙΑΤΑΚΟΣ

4. ΝΑΤΑΣΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ

Εναγόμενοι

 

22 Αυγούστου, 2025

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα/Καθ’ ης η Αίτηση: κ. Κουππής για Λ. Παπαφιλίππου & Σια Δ.Ε.Π.Ε.

Εναγόμενος 1/Αιτητής: προσωπικά

Για Εναγόμενους 2 & 3/Αιτητές: κ. Καρεκλάς για Ανδρέας Κ. καρεκλάς & Συνεργάτες

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

στην αίτηση των Εναγόμενων/Αιτητών ημερομηνίας 9.12.2024

για τροποποίηση της Υπεράσπισης & Ανταπαίτησης

 

 

Με την παρούσα αίτηση οι Εναγόμενοι/Αιτητές ζητούν την έκδοση διατάγματος που να επιτρέπει την τροποποίηση της Υπεράσπισης & Ανταπαίτησης τους. Η Ενάγουσα έχει εγείρει ένσταση.

 

Η αγωγή αφορά αξιώσεις της Ενάγουσας για απλήρωτα ασφάλιστρα που προέκυψαν από συμφωνία ασφαλιστικής πρακτόρευσης που είχε καταρτίσει το 2008 με την Εναγόμενη 2, με εγγυητή τον Εναγόμενο 1. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στην Έκθεση Απαίτησης προέκυψαν οφειλές δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας προς ρύθμιση των οποίων υπογράφηκαν γραμμάτια τα οποία εγγυήθηκαν οι Εναγόμενοι 3 και 4. Στην πορεία δόθηκαν κάποιες επιταγές προς εξόφληση των ποσών των γραμματίων, οι οποίες όμως δεν έχουν πληρωθεί. Μέσω της αγωγής, η Ενάγουσα αξιώνει από τους Εναγόμενους 1 και 2 περί το €1.160.000 πλέον τόκους από το 2012 ως απόρροια της συνεργασίας. Εναντίον των Εναγόμενων 2, 3 και 4 αξιώνει περί τις €300.000 πλέον τόκους από 2010 σε σχέση με τα γραμμάτια.

 

Σημειώνω παρενθετικά ότι η αγωγή εναντίον της Εναγόμενης 4 αποσύρθηκε στις 2.2.2022 και έκτοτε προχωρεί μόνο εναντίον των Εναγόμενων 1, 2 και 3.

 

Οι Εναγόμενοι 1, 2 και 3, που από την αρχή μέχρι και τις 17.9.2024 είχαν κοινή εκπροσώπηση, καταχώρησαν Υπεράσπιση & Ανταπαίτηση το 2017. Στα πλαίσια της Υπεράσπισης αρνούνται την ύπαρξη οποιασδήποτε οφειλής. Ισχυρίζονται ότι η κατάσταση λογαριασμού που τηρούσε η Ενάγουσα στα πλαίσια της συνεργασίας πρακτόρευσης δεν παρουσίαζε τις πραγματικές αποδόσεις και ότι περιλαμβάνει άκυρες καταχωρήσεις. Επίσης, ο Εναγόμενος 1 αρνείται ότι είχε εγγυηθεί τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 2 ή, διαζευκτικά, υποστηρίζει ότι η εγγύηση ήταν άκυρη. Οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται επίσης ότι τα γραμμάτια που είχαν υπογραφτεί ήταν άκυρα γιατί καταρτίστηκαν παράτυπα. Διαζευκτικά προβάλλουν τη θέση ότι τα γραμμάτια εξοφλήθηκαν πλήρως.

 

Παράλληλα, οι Εναγόμενοι 1 και 2 εγείρουν Ανταπαίτηση στα πλαίσια της οποίας ισχυρίζονται ότι η Ενάγουσα ενήργησε κατά παράβαση των όρων της συνεργασίας, κατακράτησε ποσά που έπρεπε να τους είχε επιστρέψει, δεν πλήρωνε τις συμφωνημένες προμήθειες, ακύρωσε αδικαιολόγητα ασφαλιστικά συμβόλαια πελατών των Εναγόμενων 1 και 2 και προέβη σε άλλες ενέργειες προς ζημιά των Εναγόμενων 1 και 2. Με την ανταπαίτηση αξιώνουν ειδικές αποζημιώσεις περίπου €1.300.000. Εγείρουν επίσης ανταξίωση για απόδοση γενικών αποζημιώσεων για τον ισχυριζόμενο παράνομο τερματισμό της συμφωνίας πρακτόρευσης.

 

Η ανταλλαγή των δικογράφων ολοκληρώθηκε προ πολλών ετών. Η κλήση οδηγιών επίσης εκδόθηκε προ ετών. Το 2019 οι Εναγόμενοι 1, 2 και 3 διόρισαν νέους δικηγόρους (πρόκειται για τους δικηγόρους που σήμερα εκπροσωπούν τους Εναγόμενους 2 και 3). Είχε επίσης γίνει ο προγραμματισμός της υπόθεσης δυνάμει των προνοιών των περί Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων Κανονισμών 2022 και είχε οριστεί ημερομηνία ακρόασης.

 

Στις 17.9.2024 ο Εναγόμενος 1 έπαυσε τους δικηγόρους του αναφέροντας ότι θα χειριστεί μόνος του την υπόθεση. Ακολούθως, στις 12.11.2024, ο Εναγόμενος 1 ζήτησε άδεια δυνάμει των Κανονισμών 2022 όπως καταχωρήσει αίτηση για άδεια τροποποίησης της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του, η οποία του δόθηκε. Ακολούθησε η καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης.

 

Παραδόξως η Αίτηση υπογράφεται από τους πρώην δικηγόρους του Εναγόμενου 1 στους οποίους είχε ήδη δοθεί άδεια να αποσυρθούν και ενώ δεν υπάρχει στο φάκελο νέο σημείωμα εμφάνισης.

 

Παράτυπα, χωρίς δηλαδή να έχει δοθεί προηγουμένως η προβλεπόμενη άδεια δυνάμει των Κανονισμών 2022, η Αίτηση καταχωρείται όχι μόνο από τον Εναγόμενο 1 αλλά και εκ μέρους των Εναγόμενων 2 και 3.

 

Έστω και αν μπορούσα να προσπεράσω τις πιο πάνω παρατυπίες, για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια η Αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί.

 

Καταρχάς, λείπει από την Αίτηση, η νομική βάση που να παρέχει το απαραίτητο δικαιοδοτικό υπόβαθρο για την έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος. Σύμφωνα με το σώμα της Αίτηση αυτή «στηρίζεται στα άρθρα 29.1 και 30.1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί και δημοσιευτεί στις 03/07/2023, άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον περί Δικαστηρίων Νόμο Ν.14/60, στη Νομολογία, στη διακριτική ευχέρεια και στις σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου.»

 

Έπρεπε η νομική βάση να περιλαμβάνει τη Δ.25 Θ.1 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Χωρίς το απαραίτητο δικονομικό υπόβαθρο δεν είναι εφικτή η έκδοση διατάγματος που να επιτρέπει την τροποποίηση. Συνακόλουθα, δεν υπάρχει πεδίο για έγκριση της Αίτησης.

 

Ακόμα όμως και αν, για χάριν συζήτησης, μπορούσε και αυτή η παράλειψη να θεραπευθεί, πάλιν τα δεδομένα της υπόθεσης δεν θα επέτρεπαν την έγκριση της Αίτησης.

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιτρέψει την τροποποίηση δικογράφου εδράζεται στην Δ. 25, Θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση του 2014. Σύμφωνα με τη Δ. 25 Θ.1(3):

 

«(3) Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και στις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.»

 

(υπογράμμιση δική μου)

 

Η τροποποίηση της Δ. 25 που διενεργήθηκε το 2014 είχε σκοπό να περιορίσει τις περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται η τροποποίηση των δικογράφων στην πορεία της αγωγής[1]. Όπως διαμορφώθηκε η Δ.25, μετά το στάδιο της Κλήσης για Οδηγίες, η τροποποίηση δικογράφου επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση, σε μια από τις δύο περιπτώσεις που καθορίζονται ρητά, δηλαδή εάν η τροποποίηση θα διορθώσει καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας ή εάν πρόκειται για νέα γεγονότα που δεν ήταν υπαρκτά κατά τη λήψη οδηγιών για σύνταξη του αρχικού δικογράφου.

 

Στην παρούσα περίπτωση, οι νέοι ισχυρισμοί που οι Εναγόμενοι επιδιώκουν να εισαγάγουν μέσω της αιτούμενης τροποποίησης δεν αφορούν νέα γεγονότα, που δεν ήταν υπαρκτά κατά τη λήψη οδηγιών για σύνταξη του αρχικού δικογράφου. Σύμφωνα με το σώμα της Αίτησης, οι αιτούμενες τροποποιήσεις αφορούν ισχυριζόμενα λάθη στην τήρηση της κατάστασης λογαριασμού από την Ενάγουσα. Οι συγκεκριμένες αναφορές χρονολογούνται μεταξύ 2008 και 2012. Οι δε αναφορά στο ποσό που αξιώνεται μέσω της Ανταπαίτησης συναρτάται με «τη διακοπή της συνεργασίας» με την Ενάγουσα που χρονολογείται στο 2012.

 

Η άλλη περίπτωση στην οποία θα μπορούσε να επιτραπεί η αιτούμενη τροποποίηση είναι για τη διόρθωση «καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας». Δεν είναι αυτό που επικαλούνται οι Εναγόμενοι. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 1 που συνοδεύει την Αίτηση, «στις 14.12.2017 καταχωρήθηκε Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης μας στην οποία οι τότε δικηγόροι μας δεν είχαν αντιληφθεί βασικά στοιχεία της συμφωνίας μας με τους Ενάγοντες» (παράγραφος 4 της ένορκης δήλωσης), «ενώ αρχίσαμε την προετοιμασία για την ακρόαση αντιλήφθηκα τα φοβερά λάθη που έχουν γίνει με την καταχώρηση της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης στις 14/12/2017 και ιδιαίτερα την μεγάλη ζημιά που είχε υποστεί η Εναγόμενη 2 από την αυθαίρετη και/ή μονομερή διακοπή της συνεργασίας από την Ενάγουσα την 25/09/2012 γιατί φέρει ακέραια την ευθύνη για τη διακοπή της συνεργασίας…» (παράγραφος 5 της ένορκης δήλωσης)

 

Δεν επιδιώκεται δηλαδή η διόρθωση καλόπιστου λάθους κατά τη σύνταξη. Η θέση είναι ότι οι τότε δικηγόροι των Εναγόμενων δεν είχαν αντιληφθεί και δεν απέδωσαν ορθά στο δικόγραφο τη συμφωνία μεταξύ Ενάγουσας και Εναγόμενης 2. Προβάλλεται επίσης η θέση ότι κατά την προετοιμασία για ακρόαση ο Ενάγοντας 1 αντιλήφθηκε την έκταση της ζημιάς που είχε υποστεί η Εναγόμενη 2.

 

Θεωρώ ότι τα προαναφερόμενα δεν επιτρέπουν την έγκριση της Αίτησης. Οι λόγοι που προβάλλονται από τους Εναγόμενους δεν κατατάσσουν αυτή την περίπτωση σε εκείνες όπου σύμφωνα με τη Δ.25 Θ.1(3) επιτρέπεται η τροποποίηση δικογράφου μετά την κλήση για οδηγίες.

 

Δεν παραγνωρίζω τις πρόνοιες της Δ.25 Θ.5 των Θεσμών (που δεν περιλαμβάνεται στη νομική βάση της Αίτησης) η οποία προβλέπει ότι:

 

«Το Δικαστήριο μπορεί σε οποιοδήποτε χρόνο και με τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή άλλως, ως θα έκρινε δίκαιο, να τροποποιήσει οποιοδήποτε ελάττωμα ή λάθος σε οποιαδήποτε διαδικασία, όλες δε οι αναγκαίες τροποποιήσεις θα πρέπει να γίνονται με σκοπό τον καθορισμό του πραγματικού ζητήματος ή επίδικου θέματος, το οποίο εγείρεται από ή κατά τη διαδικασία.»

 

Όμως, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι στην παρούσα περίπτωση ενδεχόμενη έγκριση της Αίτηση θα συνέτεινε στον καθορισμό των πραγματικών ζητημάτων της επίδικης διαφοράς.

 

Εκτός των όσων ήδη ανέφερα, μέσω των επιδιωκόμενων τροποποιήσεων το ποσό που οι Εναγόμενοι αξιώνουν ως ειδικές ζημιές αυξάνεται από €1.302.794,58 σε €1.995.263,03, χωρίς εξήγηση ή νέο ισχυρισμό που να δικαιολογεί την αύξηση. Επίσης η αξίωση στο υφιστάμενο δικόγραφο για γενικές αποζημιώσεις (χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο ποσό) επιχειρείται να τροποποιηθεί σε αξίωση για ποσό €1.658.409,29 και πάλιν χωρίς να προσφέρεται κάποια εξήγηση ή να προστίθεται κάποιος ισχυρισμός που να το δικαιολογεί.

 

Επιπρόσθετα, η Αίτηση υποβάλλεται με αδικαιολόγητη και υπέρμετρη καθυστέρηση. Το υφιστάμενο δικόγραφο καταχωρήθηκε το 2017, η νομική εκπροσώπηση των Εναγόμενων άλλαξε το 2019 και η παρούσα Αίτηση καταχωρήθηκε το 2024, ενώ η υπόθεση ορίστηκε πολλές φορές για ακρόαση στο ενδιάμεσο. Δεν προσφέρεται ικανοποιητική δικαιολογία για το πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησαν από την καταχώρηση του αρχικού δικογράφου. Θεωρώ επίσης πως δεν είναι ορθό να επιτραπούν ενέργειες που θα προκαλέσουν περαιτέρω καθυστέρηση στην εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.

 

Καταληκτικά, για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τα έξοδα της Αίτησης, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγόμενων 1, 2 και 3, όπως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν.

 

 

 

……………………………………………

Γ. Κυθραιώτου Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Σε σχέση με τα όσα ίσχυαν με βάση την προηγούμενη μορφή της Δ.25 σχετικές, ενδεικτικά, οι Στέλιου Φοινιώτη ν Greenmar Navigation Ltd κ.α. (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 33, Easton v Ford Motor Co Ltd (1993) 4 All E.R. 257, Federal Bank of Lebanon v Νίκου Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44, Federal Bank of Lebanon v Νίκου Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44, Χριστοδούλου ν Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 934


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο