
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 1771/2022
Μεταξύ:
1. ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
2. ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ως διαχειρίστρια της περιουσίας της ΚΩΣΤΑ ΑΝΔΡΟΝΙΚΗΣ τέως από Λευκωσία,
δυνάμει παραχώρησης περιορισμένων εγγράφων διαχείρισης την 16.10.2023
3. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
4. ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Ενάγοντες
και
HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LIMITED
Εναγόμενη
και δυνάμει ανταπαίτησης
Μεταξύ:
HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LIMITED
Εξ Ανταπαιτήσεως Ενάγουσα
και
1. ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
2. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
3. ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι
και ως τροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου ημερομηνίας 11.3.2025
Αρ. Αγωγής: 1771/2022
Μεταξύ:
2. ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ως διαχειρίστρια της περιουσίας της ΚΩΣΤΑ ΑΝΔΡΟΝΙΚΗΣ τέως από Λευκωσία,
δυνάμει παραχώρησης περιορισμένων εγγράφων διαχείρισης την 16.10.2023
3. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
4. ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Ενάγοντες
και
HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LIMITED
Εναγόμενη
και δυνάμει ανταπαίτησης
Μεταξύ:
HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LIMITED
Εξ Ανταπαιτήσεως Ενάγουσα
και
1. ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
2. ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ως διαχειρίστρια της περιουσίας της ΚΩΣΤΑ ΑΝΔΡΟΝΙΚΗΣ τέως από Λευκωσία,
δυνάμει παραχώρησης περιορισμένων εγγράφων διαχείρισης την 16.10.2023
3. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
4. ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι
18 Αυγούστου, 2025.
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες 1, 2, 3 και 4/Αιτητές: κα Ανδρέου για Θεοφάνης Ανδρέου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενη/Καθ΄ης η Αίτηση: κα Μαυρή για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
στην Αίτηση Εναγόντων 1, 2, 3 και 4/Αιτητών ημερομηνίας 18.3.2025
για ενδιάμεσα διατάγματα
Με την παρούσα Αίτηση οι Ενάγοντες/Αιτητές ζητούν την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων που, ουσιαστικά, να απαγορεύουν την εκποίηση ενυπόθηκου ακινήτου μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.
Θα ξεκινήσω με μια συνοπτική αναφορά στις θέσεις των δύο πλευρών όπως προκύπτουν από τα ενώπιον μου στοιχεία.
Το 2008 η Ενάγουσα 1 και η μητέρα της Ενάγουσα 2 έλαβαν δάνειο από τη Νέα Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγλαντζιάς Λτδ (στο εξής το «Δάνειο» και η «ΣΠΕ Αγλαντζιάς») για ποσό €600.000. Οι εξασφαλίσεις του Δανείου περιλάμβαναν υποθήκη (Υ5610/2008 του κτηματολογίου Λευκωσίας) επί του όλου μεριδίου ενός ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/7626 στην Αγλαντζιά που ήταν ιδιοκτησία των Εναγουσών 1 και 2 (στο εξής η «Υποθήκη» και το «Ακίνητο»). Το Δάνειο πληρωνόταν κανονικά και, περί το 2010 η Υποθήκη περιορίστηκε στο ½ μερίδιο του Ακινήτου. Κατά το 2011, το Ακίνητο μεταβιβάστηκε στους Εναγόμενους 3 και 4 (παιδιά της Ενάγουσας 1 και εγγόνια της Ενάγουσας 2) που κατέστησαν πλέον οι ενυπόθηκοι οφειλέτες και οι οποίοι εγγυήθηκαν προσωπικά την αποπληρωμή του Δανείου.
Το Δάνειο συνέχιζε να εξυπηρετείται τα επόμενα χρόνια μέχρι περίπου το 2016 οπόταν οι Ενάγουσες 1 και 2 ζήτησαν την αναδιάρθρωση του. Οι αρχικές συζητήσεις με την ΣΠΕ Αγλαντζιάς δεν τελεσφόρησαν, μεσολάβησαν οι αλλαγές στο καθεστώς του Συνεργατισμού και το Δάνειο μεταφέρθηκε τελικά το 2018 στην νυν Εναγόμενη (στο εξής η «Ελληνική Τράπεζα»). Τότε οι Ενάγουσες 1 και 2 αποτάθηκαν σε οικονομικό σύμβουλο που ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις σε σχέση με την αναδιάρθρωση του Δανείου με την Ελληνική Τράπεζα. Οι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Οι Ενάγοντες υποστηρίζουν ότι αυτό οφειλόταν στην αδιάλλακτη και παράλογη στάση της Ελληνικής Τράπεζας. Μεταξύ άλλων, είναι η θέση τους ότι η Ελληνική Τράπεζα καθυστερούσε υπέρμετρα να εξετάσει διαδοχικές προτάσεις που υποβάλλονταν εκ μέρους των Εναγόντων, τις οποίες τελικά απέρριπτε χωρίς εξήγηση. Αναφέρουν ως παράδειγμα για τη στάση της Ελληνικής Τράπεζας ότι, στα πλαίσια των συζητήσεων, η ίδια η Ελληνική Τράπεζα είχε υποβάλει πρόταση προς τους Ενάγοντες για αναδιάρθρωση. Οι Ενάγοντες αποδέχτηκαν τους όρους αυτής της πρότασης, όμως η Ελληνική Τράπεζα χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση, υπαναχώρησε. Αυτή η εξέλιξη που συνέβη το 2022 οδήγησε τελικά στον τερματισμό των συζητήσεων μεταξύ των μερών. Στο μεταξύ, το 2021 και ενώ οι συζητήσεις συνεχίζονταν, η Ελληνική Τράπεζα τερμάτισε τη συμφωνία Δανείου. Ακολούθησε η καταχώρηση της παρούσας αγωγής από τους Ενάγοντες. Οι Ενάγοντες παρουσίασαν αντίγραφα της αλληλογραφίας μεταξύ των οικονομικών τους συμβούλων και των λειτουργών της Ελληνικής Τράπεζας για την περίοδο από το 2018 μέχρι το 2022, για να στοιχειοθετήσουν τις πιο πάνω θέσεις.
Όταν τερματίστηκαν οι συζητήσεις, οι Ενάγοντες αποτάθηκαν σε νέο οικονομικό σύμβουλο που εξέτασε τον λογαριασμό του Δανείου από το 2008 μέχρι το 2022 και ετοίμασε σχετική ανάλυση (Τεκμήριο 8 στην Αίτηση). Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, στον λογαριασμό του Δανείου διαπιστώθηκαν υπερχρεώσεις κατά την εν λόγω περίοδο, ύψους €209.898,53.
Ακολούθησε η καταχώρηση της παρούσας αγωγής από τους Ενάγοντες.
Παρενθετικά σημειώνω πως είναι κοινώς αποδεκτό ότι από τη σύναψη του Δανείου έγιναν πληρωμές/πιστώσεις από την πλευρά των Εναγόντων συνολικού ύψους €432.813,04 έναντι του Δανείου. Είναι επίσης κοινώς αποδεκτό ότι παραμένει οφειλόμενο υπόλοιπο. Διαφωνία υπάρχει ως προς το ύψος της οφειλής που παραμένει.
Η δικογραφημένη θέση των Εναγόντων είναι ότι από τη σύναψη του Δανείου, η ΣΠΕ Αγλαντζιάς παράνομα, καταχρηστικά και αντισυμβατικά (ως η θέση των Εναγόντων) αύξησε το επιτόκιο του Δανείου και χρέωνε επιτόκιο σε λανθασμένη βάση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του χρεωστικού υπολοίπου. Υπήρχαν επίσης, σύμφωνα με τους Ενάγοντες, παράνομες και αντισυμβατικές χρεώσεις άλλων εξόδων στον λογαριασμό. Αυτές οι ενέργειες είχαν ως αποτέλεσμα, παρά την πληρωμή δόσεων από τις Εναγόμενες 1 και 2, το οφειλόμενο υπόλοιπο να παρουσιάζεται υπέρμετρα και λανθασμένα υψηλό.
Ένεκα του αυξημένου ποσού των δόσεων του Δανείου, προκλήθηκε γενικότερη οικονομική πίεση στην οικογένεια. Οι Ενάγοντες στερήθηκαν της ευκαιρίας να λάβουν χρηματοδότηση από άλλες πηγές ενώ ο Ενάγοντας 3 αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αγγλία για επαγγελματικούς σκοπούς.
Υπό αυτό το καθεστώς, οι Ενάγοντες επιδίωκαν την αναδιάρθρωση του Δανείου, χωρίς επιτυχία λόγω της απροθυμίας της ΣΠΕ Αγλαντζιάς και, αργότερα, της Ελληνικής Τράπεζας. Με το διορισμό οικονομικών συμβούλων διαπιστώθηκαν αντισυμβατικές χρεώσεις στο Δάνειο ύψους €209.898,53. Το ποσό αυτό προέκυψε την περίοδο από τη σύναψη της συμφωνίας Δανείου μέχρι 1.2.2022.
Γενικότερα, μέσω της αγωγής οι Ενάγοντες προβάλλουν ισχυρισμούς για παράβαση σύμβασης, ειδικές ζημιές και απώλειες, παράνομες και αντισυμβατικές χρεώσεις, καταχρηστικές ρήτρες και ζητούν, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις, επιστροφή παράνομων χρεώσεων και υπερπληρωμών, διάταγμα για κήρυξη ως άκυρη της συμφωνίας Δανείου και της Υποθήκης και απαλλαγή των εγγυητών.
Στην Υπεράσπιση της, η Ελληνική Τράπεζα απορρίπτει τις αξιώσεις, ισχυρίζεται ότι η συμφωνία Δανείου είναι καθ’ όλα νόμιμη και διαφωνεί ότι υπήρξαν αντισυμβατικές ή παράνομες χρεώσεις ή ενέργειες. Εγείρει επίσης Ανταπαίτηση στα πλαίσια της οποίας αξιώνει απόφαση για ποσό €560.752,03 ως υπόλοιπο του Δανείου, πλέον τόκους καθώς και διάταγμα για εκποίηση της Υποθήκης.
Σημειώνω, για σκοπούς πληρότητας, ότι η Ελληνική Τράπεζα προωθεί και διαδικασία Τριτοδιάδικου εναντίον της Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, από την οποία αξιώνει κάλυψη ή συνεισφορά για οποιοδήποτε ποσό κληθεί να πληρώσει στους Ενάγοντες στα πλαίσια της αγωγής, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ευθύνη για όσα προβάλλουν οι Ενάγοντες.
Αυτά αναφορικά με τα δικόγραφα.
Πριν προχωρήσω, σημειώνω ότι στις 27.10.2017 πιστώθηκε στον λογαριασμό Δανείου ποσό €67.466,38 (σχετικό το Τεκμήριο 5 της Αίτησης). Σύμφωνα με την εξήγηση που δίδεται στην ένσταση της Ελληνικής Τράπεζας στην Αίτηση, αυτό έγινε γιατί «ο λογαριασμός δανείου εξετάστηκε από το άνοιγμα του μέχρι την 27/10/2017 σε σχέση με τις εκάστοτε χρεώσεις και τον υπολογισμό του εκάστοτε βασικού επιτοκίου στον λογαριασμό δανείου και έγινε αντίστοιχα επιστροφή του ποσού αυτού προς τον σκοπό πλήρους συμμόρφωσης με τις πρόνοιες της συμφωνίας δανείου» (παράγραφος 39 της ένορκης δήλωσης της ένστασης). Σημειώνω ότι η επιστροφή του ποσού αυτού λαμβάνεται υπόψη στην ανάλυση που προέβη ο οικονομικός σύμβουλος των Εναγόντων στη βάση της οποίας διαπίστωσε τις (επιπλέον) υπερχρεώσεις €209.898,53 (σχετικό το Τεκμήριο 8 της Αίτησης).
Μετά την καταχώρηση της αγωγής και ενώ αυτή εκκρεμεί προς εκδίκαση, η Ελληνική Τράπεζα εξέδωσε και απέστειλε στους Ενάγοντες τις ειδοποιήσεις Τύπου Θ και Ι του Μέρους VIA του Ν.9/65.
Η παραλαβή των ειδοποιήσεων Τύπου Ι από τους Ενάγοντες οδήγησε στην καταχώρηση της παρούσας Αίτησης. Μέσω της Αίτησης, οι Ενάγοντες ζητούν διάταγμα που να απαγορεύει την πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου (παρακλητικό Α), διάταγμα που να αναστέλλει τη διαδικασία του Μέρους VIA του Ν.9/65 (παρακλητικό Β), διάταγμα που να εμποδίζει μελλοντική διαδικασία πλειστηριασμού του επίδικου ακινήτου (παρακλητικό Γ) και διάταγμα που να εμποδίζει την Ελληνική Τράπεζα να απαιτήσει οποιοδήποτε ποσό δυνάμει της σύμβασης Δανείου (παρακλητικό Δ). Αυτά μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.
Η Ελληνική Τράπεζα έχει εγείρει ένσταση στην Αίτηση προβάλλοντας 19 λόγους. Συνοπτικά, υποστηρίζει ότι οι Αιτητές δεν δικαιούνται σε ενδιάμεση θεραπεία γιατί δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60, ότι η Αίτηση είναι πρόωρη γιατί δεν έχει καθοριστεί ημερομηνία πλειστηριασμού, ότι οι Ενάγουσες 1 και 2 δεν επηρεάζονται από τυχόν πλειστηριασμό του Ακινήτου, ότι οι Ενάγοντες δεν έχουν παρουσιάσει το σύνολο των σχετικών γεγονότων και ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της απόρριψης της Αίτησης.
Πριν προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας, σημειώνω ότι έχω μελετήσει το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου καθώς και τις αγορεύσεις των συνηγόρων.
Καταρχάς σημειώνω τα ακόλουθα. Και οι δύο πλευρές, στην Αίτηση, ένσταση και στις αγορεύσεις έχουν αναφερθεί στη διαδικασία του Μέρους VIA του Ν.9/65 και στις ειδοποιήσεις που έχουν εκδοθεί και σταλθεί δυνάμει αυτού.
Η διαδικασία πλειστηριασμού των ενυπόθηκων ακινήτων δυνάμει του Ν.9/65 δεν με έχει απασχολήσει. Η αγωγή και η παρούσα Αίτηση δεν θα καταστούν όχημα για να εξεταστεί το νομότυπο της διαδικασίας εκείνης. Επίσης, ο λόγος ένστασης που αφορά στο ότι η κατοικία που βρίσκεται στο επίδικο ακίνητο δεν εμπίπτει στην έννοια της «κύριας κατοικίας» του Ν.9/65, δεν κρίνεται σχετικός. Ο παραμερισμός ειδοποιήσεων που στάλθηκαν δυνάμει των προνοιών του Ν.9/65 γίνεται μόνο με το δικονομικό διάβημα που εκεί προβλέπεται ρητά.
Προσεγγίζω και αποφασίζω την παρούσα Αίτηση μόνο υπό το πρίσμα του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 που οι Ενάγοντες επικαλούνται. Δηλαδή, αυτό που θα εξετάσω είναι εάν οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης πληρούν τις προϋποθέσεις ώστε να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου στην παροχή ενδιάμεσης θεραπείας μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.
Πριν προχωρήσω σημειώνω επίσης ότι δεν συμφωνώ με τη θέση της Ελληνικής Τράπεζας περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων από την άλλη πλευρά. Θεωρώ ότι όλα τα δεδομένα και στοιχεία που είναι σχετικά και ουσιαστικά για το αντικείμενο αυτής της Αίτησης έχουν παρουσιαστεί.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32(1) του Ν.14/60:
«Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, δικαστήριο κατά την άσκηση της πολιτικής του δικαιοδοσίας, δύναται να εκδίδει ενδιάμεσο διάταγμα (απαγορευτικό, διηνεκές, ή προστακτικό) ή να διορίζει παραλήπτη, εάν το κρίνει δίκαιο ή πρόσφορο υπό τις περιστάσεις, παρόλο που δεν αξιώνεται ή χορηγείται μαζί με αυτό οποιαδήποτε αποζημίωση ή άλλη θεραπεία:
Παρά την σχετικά πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 32 του Ν.14/60, οι προϋποθέσεις για χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας από το Δικαστήριο παραμένουν ως είχαν.
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω λεκτικό, το Δικαστήριο εκδίδει παρεμπίπτον διάταγμα μόνο εάν ο αιτητής καταδείξει (α) ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, (β) ότι υπάρχει πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία και (γ) εάν δείξει ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον εάν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Τέλος, διάταγμα εκδίδεται μόνο εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι «δίκαιον ή πρόσφορον» υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.
Αναφορικά με την 1η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960, σύμφωνα με τη νομολογία το Δικαστήριο ανατρέχει στα δικόγραφα για να αποφασίσει κατά πόσο αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής.
Όπως επαναλήφθηκε στην σχετικά πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Laxiflora Holdings Ltd κ.α. ν Κώστα Ζερβού κ.α., πολιτικές εφέσεις Ε38/2021 και Ε42/2021, ημερομηνίας 12.2.2024:
«για εκπλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης απαιτείται απλώς η δικογραφημένη ανάδειξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση. Δεν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση, αγωγές στηριζόμενες σε βάσεις άγνωστες στον Νόμο ή και τη Νομολογία όπου η συνέχιση τους θα απολήξει να είναι ανούσια και ενοχλητική (frivolous and vexatious), αλλά και απαιτήσεις όπου επιδιώκεται η απόδοση θεραπείας παράλογης ή απαράδεκτης.»
Στην προκείμενη περίπτωση, οι αξιώσεις που οι Ενάγοντες εγείρουν με την αγωγή τους δεν φαίνονται έκδηλα απαράδεκτες ή αντινομικές. Κρίνω ότι η έκθεση απαίτησης αποκαλύπτει νομικά και πραγματικά ζητήματα προς εξέταση κατά τη δίκη. Συνεπώς, θεωρώ ότι η 1η προϋπόθεση πληρείται.
Προχωρώ στη 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, που αφορά το κατά πόσο διαπιστώνεται ορατή πιθανότητα επιτυχίας στις αξιώσεις που εγείρονται.
«Ορατή πιθανότητα επιτυχίας» σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα και κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων[1]. Εξετάζοντας κατά πόσο πληρείται αυτή η προϋπόθεση, το Δικαστήριο περιορίζεται να διαπιστώσει μόνο αν υπάρχει ενδεχόμενο, με βάση το μαρτυρικό υλικό, ο αιτητής να επιτύχει στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας[2].
Στην Laxiflora (ανωτέρω), η προσέγγιση της νομολογίας συνοψίστηκε ως εξής:
«Κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής γίνεται συσχέτιση της νομικής βάσης της αγωγής με την προσκομισθείσα, από πλευράς αιτητή, μαρτυρίας. Σταθμίζεται βέβαια και η αντίθετη εκδοχή του καθ' ου η αίτηση. Η υποκειμενική και εξαντλητική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και η επιλογή εκδοχών και η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποφεύγεται. Αυτά είναι αξιώματα που ανήκουν στην κυρίως δίκη. Αυτού λεχθέντος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία, κάποια αποτίμηση της αποδεικτικής δύναμης της μαρτυρίας εκείνου που ζητά τη θεραπεία, θα πρέπει να γίνεται από το Δικαστήριο.»
Στην παρούσα περίπτωση, οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι μετά τη χορήγηση του Δανείου υπήρχαν υπερχρεώσεις που οδήγησαν σε παράτυπα αυξημένο χρεωστικό υπόλοιπο που συνέτεινε στη δυσκολία αποπληρωμής ή εξεύρεσης άλλης πηγής χρηματοδότησης. Μέσω της αγωγής, μεταξύ άλλων, ζητούν την κήρυξη της συμφωνίας δανείου ως άκυρης λόγω καταχρηστικών όρων (παρακλητικό Α), την ακύρωση της Υποθήκης ως αποτέλεσμα της σύμβασης Δανείου (παρακλητικό Β), την απαλλαγή των εγγυητών (παρακλητικό Γ), απόφαση ότι η Ελληνική Τράπεζα δικαιούται να αξιώνει μόνο το απλήρωτο κεφάλαιο του Δανείου (παρακλητικό Δ), απόφαση για επιστροφή του ποσού των ισχυριζόμενων παράνομων και αντισυμβατικών χρεώσεων (παρακλητικό Ε) κ.ο.κ.
Όπως σημείωσα πιο πάνω, η ύπαρξη λανθασμένων χρεώσεων στο Δάνειο είναι, εν μέρει, αποδεκτή από την ΣΠΕ Αγλαντζιάς. Υπενθυμίζω ότι το 2017 προέβη σε επιστροφή ποσού €67.466,38. Πέραν αυτού, σύμφωνα με την ανάλυση του οικονομικού συμβούλου των Εναγόντων (μέχρι το 2022) υπάρχουν περαιτέρω υπερχρεώσεις και λανθασμένες χρεώσεις περί των €210.000 στο Δάνειο. Αυτό, επιπρόσθετα του ποσού των €67.466,38 που έχει ήδη επιστραφεί. Πρέπει επίσης να σημειώσω ότι πέραν της γενικής αμφισβήτησης της ορθότητας της ανάλυσης του οικονομικού συμβούλου των Εναγόντων, δεν παρουσιάζονται, μέσω της ένστασης συγκεκριμένα στοιχεία για αντίκρουση της αυτής. Δεν παραγνωρίζω ότι σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας ούτε καταλήγει σε συμπεράσματα για αμφισβητούμενα γεγονότα. Αυτό στο οποίο εστιάζω είναι ότι, μέσω της Αίτησης, παρουσιάστηκαν στοιχεία από τους Ενάγοντες για να υποστηρίξουν τη θέση τους ότι η άλλη πλευρά προβάλλει λανθασμένο χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού του Δανείου για όχι ευκαταφρόνητο ποσό.
Εξετάζοντας τη μαρτυρία που παρουσίασε η πλευρά των Εναγόντων στο πλαίσιο των ισχυρισμών που περιέχονται στην έκθεση απαίτησης, κρίνω ότι αποκαλύπτει συζητήσιμη υπόθεση για τις αξιώσεις της αγωγής που σχετίζονται άμεσα με την επίδικη Υποθήκη και την παρούσα Αίτηση, στον βαθμό που απαιτείται για σκοπούς του άρθρου 32(1) του Ν.14/60. Σημειώνω ότι το δικαίωμα για εκποίηση του ενυπόθηκου Ακινήτου αφορά την εξόφληση του οφειλόμενου ποσού, ο καθορισμός του ύψους του οποίου είναι κεντρικό ζήτημα στην αγωγή.
Τονίζω ότι η διαπίστωση αυτή σε σχέση με τη 2η προϋπόθεση βασίζεται στην εξέταση της ενώπιον μου μαρτυρίας για τους περιορισμένους σκοπούς του παρόντος σταδίου της διαδικασίας, χωρίς να προκαταβάλλω το αποτέλεσμα της αγωγής.
Για σκοπούς της 3ης προϋπόθεσης του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι χωρίς την ενδιάμεση θεραπεία θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
Έχει επικρατήσει στη νομολογία, ζημιά να μην θεωρείται ανεπανόρθωτη εάν μπορεί να αποκατασταθεί μεταγενέστερα σε χρήμα. Αυτό όμως δεν είναι απόλυτο. Η υφή κάποιας υπόθεσης, υπό το πρίσμα των αξιώσεων που εγείρονται, των επίδικων θεμάτων και της διαθέσιμης μαρτυρίας, μπορεί να συνθέτουν ένα πλαίσιο ιδιαίτερων περιστάσεων που να δικαιολογούν τη χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας διότι η οικονομική αποζημίωση δεν θα καταφέρει τη δίκαιη αποκατάσταση εάν τελικά οι Ενάγοντες επιτύχουν[3].
Όπως αναφέρθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου American University of Cyprus (AUCY) Ltd κ.α. ν SCFB Ltd, Πολιτική έφεση Ε6/2022, ημερομηνίας 4.3.2025:
«Η τρίτη προϋπόθεση ως γνωστό αφορά στη δυσκολία ή αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο αν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Τούτο έχει συνδεθεί με την επάρκεια της θεραπείας των αποζημιώσεων, χωρίς αυτό να είναι απόλυτα ακριβές, αφού η έννοια της δικαιοσύνης δεν περιορίζεται στα στεγανά της υλικής ζημιάς. Η δικαιοσύνη ταυτίζεται με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία.
[…] Πέραν της Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1(Β) ΑΑΔ 1245, στην οποία κάνει αναφορά το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραπέμπουμε στο σύγγραμμα Διατάγματα, Injunctions (ανωτέρω), σελ. 131-141, όπου αναφέρεται ότι η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία.»
Στην παρούσα περίπτωση, θεωρώ ότι και η συγκεκριμένη προϋπόθεση πληρείται. Μέσω των αξιώσεων που εγείρονται, αλλά και της μαρτυρίας που έχει παρουσιαστεί στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης, εάν αποξενωθεί το ενυπόθηκο Ακίνητο για το ποσό που ισχυρίζεται η Ελληνική Τράπεζα ότι συνιστά το υπόλοιπο του Δανείου και κατά τη δίκη διαπιστωθεί ότι το εν λόγω υπόλοιπο είναι λανθασμένο και παράτυπα αυξημένο κατά εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ (ως η θέση των Εναγόντων), τότε οι Ενάγοντες θα έχουν μείνει χωρίς ουσιαστική θεραπεία. Το Ακίνητο θα έχει πλέον χαθεί. Εάν οι αξιώσεις στην αγωγή επιτύχουν και η συμφωνία Δανείου ή η Υποθήκη ακυρωθεί, ή εάν διαπιστωθεί ότι η οφειλή που παραμένει και η οποία εξασφαλίζεται από την Υποθήκη είναι αυτή που ισχυρίζονται οι Ενάγοντες, τότε η επιτυχία θα είναι άνευ αντικρίσματος εάν στο μεταξύ το Ακίνητο έχει εκποιηθεί. Οι Ενάγοντες και το Δικαστήριο θα έχουν τεθεί προ τετελεσμένων και δεν θα υπάρχει τρόπος απόδοσης αποτελεσματικής θεραπείας. Υπενθυμίζω ότι η Υποθήκη εξασφαλίζει το εκάστοτε οφειλόμενο υπόλοιπο του Δανείου και όχι οποιοδήποτε ποσό πέραν από αυτό και ότι οι ενυπόθηκοι οφειλέτες διατηρούν το δικαίωμα εξόφλησης της οφειλής και απαλλαγής του Ακινήτου από την Υποθήκη. Η δυνατότητα εξόφλησης σαφώς συναρτάται με το ύψος της οφειλής και θα ήταν αφελές να θεωρηθεί ότι υπάρχει η ίδια δυνατότητα και ευκαιρία εξόφλησης μιας οφειλής που είναι λανθασμένα επαυξημένη κατά €210.000 περίπου (ως οι Ενάγοντες υποστηρίζουν).
Σημειώνω παρενθετικά ότι δεν συμφωνώ με τη θέση της Ελληνικής Τράπεζας πως η Αίτηση είναι πρόωρη γιατί δεν έχει εκδοθεί και σταλθεί ακόμα η ειδοποίηση Τύπου ΙΑ. Το δεδομένο είναι ότι έχουν ήδη εκδοθεί και αποσταλεί οι ειδοποιήσεις Τύπου Θ και Ι του Μέρους VIA του Ν.9/65, που σηματοδοτούν την έναρξη της διαδικασίας εκποίησης ενυπόθηκου ακινήτου.
Θεωρώ επομένως, ότι και η 3η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 πληρείται.
Περαιτέρω, από τα ενώπιον μου στοιχεία όπως διαμορφώθηκαν με την καταχώρηση της ένστασης, κρίνω ότι είναι ορθό και δίκαιο να παρασχεθεί ενδιάμεση θεραπεία ώστε να διαφυλαχθεί το Ακίνητο μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.
Έχω σταθμίσει τις επιπτώσεις στις δύο πλευρές τόσο σε περίπτωση έγκρισης όσο και σε περίπτωση απόρριψης της Αίτησης. Κρίνω ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της έκδοσης διατάγματος για τη διαφύλαξη του Ακινήτου. Εάν το Ακίνητο απωλεσθεί, οι Ενάγοντες ενδεχομένως θα μείνουν χωρίς αποτελεσματική θεραπεία. Από την άλλη, εάν εκδοθεί διάταγμα για τη διατήρηση του Ακινήτου, η Ελληνική Τράπεζα θα συνεχίσει να διατηρεί την εξασφάλιση της στο ενδιάμεσο.
Συνεπώς, για τους λόγους που εξήγησα και υπό το πρίσμα των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης, κρίνω ότι είναι ορθό και δίκαιο να παρασχεθεί ενδιάμεση θεραπεία για τη διατήρηση του Ακινήτου που βαρύνεται με την επίδικη Υποθήκη μέχρι την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής.
Σημειώνω ότι οι Ενάγοντες με την Αίτηση διεκδικούν αριθμό διαταγμάτων το εύρος των οποίων, θεωρώ ότι εκφεύγει του αυστηρά αναγκαίου για να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Σαν γενική αρχή, σε περίπτωση παροχής ενδιάμεσης θεραπείας, η έκταση της πρέπει να είναι η ελάχιστη ώστε να διασφαλιστούν οι σκοποί για τους οποίους παρέχεται. Ο περιορισμός των δικαιωμάτων ενός διάδικου μέσω της έκδοσης ενδιάμεσων διαταγμάτων νομιμοποιείται μόνο στο βαθμό που τα διατάγματα είναι απολύτως απαραίτητα για διαφύλαξη της ακεραιότητας της κυρίως δίκης. Κρίνω επομένως ότι μπορώ να εκδώσω το αιτούμενο διάταγμα της παραγράφου Α της Αίτησης με μια διαφοροποίηση του λεκτικού ως πιο κάτω.
Συνεπώς, η Αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται διάταγμα που απαγορεύει στην Εναγόμενη την πώληση και/ή εκποίηση και/ή μεταβίβαση και/ή με άλλο τρόπο αποξένωση του ακίνητου με αριθμό εγγραφής 0/7626, Φ/Σχ 21/55 Ε2, Τμήμα 2, Τεμάχιο 2320, ½ μερίδιο που βαρύνεται με την υποθήκη Υ5610/2008 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας. Το παρόν διάταγμα θα ισχύει μέχρι την περάτωση της αγωγής.
Τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα, απορρίπτονται για τους λόγους που εξήγησα.
Παραμένει το θέμα των εξόδων της Αίτησης. Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων 3 και 4/Αιτητών 3 και 4, που είναι οι ενυπόθηκοι οφειλέτες και έχουν συμφέρον στο Ακίνητο, και εναντίον της Εναγόμενης/Καθ’ ης η Αίτηση, όπως θα υπολογιστούν και εγκριθούν, πληρωτέα στο τέλος της αγωγής. Για τους Ενάγοντες 1 και 2/Αιτητές 1 και 2, καμία διαταγή για έξοδα.
(Υπ.) ………..…….……………………………………
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Οδυσσέως (ανωτέρω)
[2] Fellowes v Fisher [1975]2 All E.R. 829
[3] Karydas Taxi Services Ltd v Komodikis (1975) 1 ΑΑΔ 330
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο