CAC CORAL LIMITED ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ, Αρ. Αίτησης: 666/2025, 18/8/2025
print
Τίτλος:
CAC CORAL LIMITED ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ, Αρ. Αίτησης: 666/2025, 18/8/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αίτησης: 666/2025

 

Μεταξύ:

CAC CORAL LIMITED

Ενάγουσα

 

και

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Εναγόμενος

 

18 Αυγούστου, 2025.

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα/Αιτήτρια: κα Βαταμίδου για Στέλιος Στυλιανίδης & Σια Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενο/Καθ΄ου η Αίτηση: κα Χριστοδούλου για Γενικό Εισαγγελέα

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

στην Αίτηση της Ενάγουσας/Αιτήτριας ημερομηνίας 30.4.2025
για ενδιάμεσα διατάγματα

 

 

Η Ενάγουσα είναι εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων προς την οποία μεταβιβάστηκαν το 2018 πιστωτικές διευκολύνσεις που είχαν παραχωρηθεί από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ προς την εταιρεία Sapako Ltd. Οι πιστωτικές αυτές διευκολύνσεις εξασφαλίζονταν από υποθήκες (Υ10424/2002 και Υ20386/2007 του Κτηματολογίου Λευκωσίας) επί των εγγράφων δύο μισθώσεων (ΜΕ 6/89 και ΜΕ 7/92) σε ακίνητα της Δημοκρατίας. Οι μισθώσεις είχαν παραχωρηθεί από το Υπουργείο Εμπορίου στην εταιρεία Sapako Ltd δυνάμει δύο συμβάσεων ημερομηνίας 30.3.1989 και 23.4.1992 αντίστοιχα. Η 1η συμφωνία αφορούσε την εκμίσθωση βιομηχανικού οικοπέδου για την περίοδο 15.1.1989-14.1.2022. Η 2η συμφωνία αφορούσε την εκμίσθωση έτερου βιομηχανικού οικοπέδου για την περίοδο1.6.1991-31.5.2024. Στα εν λόγω βιομηχανικά οικόπεδα η Sapako Ltd είχε αναγείρει βιομηχανική μονάδα.

 

Στην πορεία η Sapako Ltd σταμάτησε να εξασκεί εργασίες, οι πιστωτικές διευκολύνσεις που της είχαν παραχωρηθεί κατέστησαν μη εξυπηρετούμενες και από το 2015 βρίσκεται σε καθεστώς διαχείρισης. Οι δύο συμβάσεις μίσθωσης έληξαν χωρίς να ανανεωθούν από τη Sapako Ltd. Πολύ μετά τη λήξη των συμβάσεων (31.10.2024 και 13.1.2025), ο διαχειριστής/παραλήπτης ζήτησε την ανανέωση τους από το Υπουργείου Εμπορίου, που απέρριψε το αίτημα. Ο Εναγόμενος καταχώρησε την αγωγή 579/2024 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εναντίον της Sapako Ltd και ακόμα μιας εταιρείας (που είναι η θέση του Εναγόμενου ότι κατείχε αντισυμβατικά τα βιομηχανικά ακίνητα) για την παράδοση ελεύθερης κατοχής των ακινήτων και για οφειλόμενα μισθία. Το Υπουργείο Εμπορίου, με επιστολές ημερομηνίας 12.12.2024 και 29.1.2025 προς το Κτηματολόγιο, ζήτησε τη διαγραφή των συμβάσεων μίσθωσης από το κτηματικό μητρώο. Το Κτηματολόγιο ενημέρωσε την Ενάγουσα με επιστολές ημερομηνίας 24.2.2025 ότι θα προχωρήσει στην ακύρωση και διαγραφή των μισθώσεων από το κτηματικό μητρώο ένεκα της λήξης τους. Τέτοια εξέλιξη θα συμπαρασύρει και τις Υποθήκες. Σε σχέση με αυτές τις επιστολές, η Ενάγουσα έχει καταχωρήσει την αίτηση/έφεση 132/2025 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, που εκκρεμεί προς εκδίκαση.

 

Τα πιο πάνω προκύπτουν από τις ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθηκαν εκατέρωθεν και δεν διακρίνω να αμφισβητούνται.

 

Υπό αυτό το πλέγμα γεγονότων, η Ενάγουσα ξεκίνησε την παρούσα αγωγή καταχωρώντας έντυπο απαίτησης, χωρίς έκθεση απαίτησης. Μέσω της αγωγής ζητά την έκδοση αριθμού διαταγμάτων. Συγκεκριμένα ζητά δηλωτική απόφαση ότι οι συμβάσεις μίσθωσης έχουν ανανεωθεί και ότι οι υποθήκες επί των μισθώσεων παραμένουν σε ισχύ (παρακλητικό Α), προστακτικό διάταγμα που να διατάζει το κτηματολόγιο όπως, «σε περίπτωση διαγραφής και/ή ακύρωσης και/ή απάλειψης» των μισθώσεων και των υποθηκών να τις επανεγγράψει και να τις διατηρήσει σε ισχύ μέχρι τον τερματισμό της ανανεωμένης περιόδου μίσθωσης (παρακλητικό Β), διάταγμα που να απαγορεύσει στον Εναγόμενο να προωθεί ενέργειες και διαδικασίες που αποσκοπούν στη διαγραφή των μισθώσεων και των υποθηκών (παρακλητικό Γ), διάταγμα που να απαγορεύει στον Εναγόμενο να αποξενώσει, μεταβιβάσει, εκμισθώσει ή ενοικιάσει τα βιομηχανικά ακίνητα μέχρι τη λήξη της ανανεωμένης περιόδου μίσθωσης (παρακλητικό Δ), δηλωτική απόφαση ότι η Ενάγουσα διατηρεί τα δικαιώματα της ως ενυπόθηκος δανειστής επί των μισθώσεων (παρακλητικό Ε). Διαζευκτικά με τα πιο πάνω, η Ενάγουσα αξιώνει αποζημιώσεις ύψους €835.000 πλέον τόκο ως αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης ή απολήγοντος ή εξ επαγωγής εμπιστεύματος. Δεν έχει ακόμα καταχωρηθεί έκθεση απαίτησης.

 

Μετά την καταχώρηση της αγωγής, η Ενάγουσα καταχώρησε την παρούσα Αίτηση. Μέσω αυτής διεκδικεί την έκδοση δύο ενδιάμεσων διαταγμάτων, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής. Συγκεκριμένα, ζητά διάταγμα που να απαγορεύει την προώθηση οποιασδήποτε διαδικασίας που αποσκοπεί στην διαγραφή των μισθώσεων ή των υποθηκών (αιτητικό Α) καθώς και διάταγμα που να απαγορεύει την αποξένωση ή επιβάρυνση ή εκμίσθωση των βιομηχανικών ακινήτων (αιτητικό Β).

 

Η Αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση λειτουργού της Ενάγουσας που παραθέτει τα γεγονότα που προηγήθηκαν όπως τα έχω συνοψίσει πιο πάνω. Υποστηρίζει επίσης ότι ο Εναγόμενος εμποδίζεται ένεκα εμπιστεύματος να προωθεί οποιαδήποτε διαδικασία που επηρεάζει τις μισθώσεις και τις υποθήκες, ότι η Ενάγουσα έπρεπε να είχε ενημερωθεί για την επικείμενη λήξη των μισθώσεων και τον κίνδυνο να απωλέσει τα εμπράγματα βάρη που κατέχει για να λάβει μέτρα προς διαφύλαξη των δικαιωμάτων της. Αναφέρει επίσης ότι οι επίδικες υποθήκες επί των μισθώσεων συνιστούν τη μοναδική προοπτική η Ενάγουσα να εισπράξει τα οφειλόμενα από την Sapako Ltd.

 

Η πλευρά του Εναγόμενου έχει εγείρει ένσταση στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Η ένσταση εστιάζει ουσιαστικά στο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 για την παροχή ενδιάμεσης θεραπείας.

 

Η ένσταση συνοδεύεται από δύο ένορκες δηλώσεις, από λειτουργό του Υπουργείο Εμπορίου και από λειτουργό του Κτηματολογίου αντίστοιχα που, σε γενικές γραμμές, αναφέρονται στα γεγονότα που έχω παραθέσει στην αρχή.

 

Αυτά σε σχέση με το υπόβαθρο της αγωγής και της παρούσας Αίτησης. Θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να αναφερθώ με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στις θέσεις των δύο πλευρών. Περιορίζομαι να σημειώσω ότι τις έχω μελετήσει όπως και τις ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθηκαν εκατέρωθεν, το σύνολο των τεκμηρίων που έχουν παρουσιαστεί, τις αγορεύσεις των συνηγόρων ενώ γνωρίζω και το περιεχόμενο ολόκληρου του φακέλου.

 

Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας.

 

Η γενική εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει ενδιάμεσα διατάγματα εκπηγάζει από το άρθρο 32(1) του Ν.14/60. Το λεκτικό έχει ως εξής:

 

«Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, δικαστήριο κατά την άσκηση της πολιτικής του δικαιοδοσίας, δύναται να εκδίδει ενδιάμεσο διάταγμα (απαγορευτικό, διηνεκές, ή προστακτικό) ή να διορίζει παραλήπτη, εάν το κρίνει δίκαιο ή πρόσφορο υπό τις περιστάσεις, παρόλο που δεν αξιώνεται ή χορηγείται μαζί με αυτό οποιαδήποτε αποζημίωση ή άλλη θεραπεία:

 

Νοείται ότι, δεν εκδίδεται ενδιάμεσο διάταγμα, εκτός εάν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, ότι υπάρχει πιθανότητα ο αιτών διάδικος να δικαιούται θεραπεία, και ότι θα είναι δύσκολη ή αδύνατη η πλήρης απονομή δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, εάν δεν εκδοθεί το εν λόγω διάταγμα.»

 

Παρά τις πρόσφατες τροποποιήσεις αυτής της διάταξης, επί της ουσίας οι προϋποθέσεις παραμένουν οι ίδιες.

 

Όπως προκύπτει από το λεκτικό, το Δικαστήριο εκδίδει παρεμπίπτον διάταγμα μόνο εάν ο αιτητής καταδείξει (α) ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, (β) ότι υπάρχει πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία, και (γ) εάν δείξει ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον εάν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Τέλος, διάταγμα εκδίδεται μόνο εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι «δίκαιο ή πρόσφορο υπό τις περιστάσεις».

 

Αναφορικά με την 1η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960, σύμφωνα με τη νομολογία το Δικαστήριο ανατρέχει στα δικόγραφα για να αποφασίσει κατά πόσο αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής.

 

Όπως επαναλήφθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Laxiflora Holdings Ltd κ.α. ν Κώστα Ζερβού κ.α., πολιτικές εφέσεις Ε38/2021 και Ε42/2021, ημερομηνίας 12.2.2024:

 

«για εκπλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης απαιτείται απλώς η δικογραφημένη ανάδειξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση. Δεν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση, αγωγές στηριζόμενες σε βάσεις άγνωστες στον Νόμο ή και τη Νομολογία όπου η συνέχιση τους θα απολήξει να είναι ανούσια και ενοχλητική (frivolous and vexatious), αλλά και απαιτήσεις όπου επιδιώκεται η απόδοση θεραπείας παράλογης ή απαράδεκτης.»

 

Όπως σημείωσα στην αρχή, σύμφωνα με το έντυπο απαίτησης η Ενάγουσα διεκδικεί δηλωτικά, προστακτικά και απαγορευτικά διατάγματα. Δεν καθορίζεται στο έντυπο απαίτησης η νομική βάση για αυτές τις αξιώσεις.

 

Διαζευκτικά, η Ενάγουσα αξιώνει αποζημιώσεις επικαλούμενη «παράβαση σύμβασης και/ή πρόκληση παράβασης σύμβασης και/ή παράβασης ρητού και/ή εξυπακουόμενου και/ή σιωπηρού και/ή απολήγοντος και/ή εξ επαγωγής εμπιστεύματος και/ή περιουσιακού κωλύματος και/ή σύμβασης και/ή παράβασης συνταγματικών δικαιωμάτων και/ή άλλως» (παρακλητικό ΣΤ).

 

Αυτές οι βάσεις αγωγής δεν φαίνονται έκδηλα απαράδεκτες ή αντινομικές. Συνεπώς, θεωρώ ότι η 1η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, πληρείται.

 

Η 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 αφορά κατά πόσο διαπιστώνεται ορατή πιθανότητα επιτυχίας στις αξιώσεις που εγείρονται με την αγωγή. «Ορατή πιθανότητα επιτυχίας» σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα και κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων[1]. Εξετάζοντας κατά πόσο πληρείται αυτή η προϋπόθεση, το Δικαστήριο περιορίζεται να διαπιστώσει αν υπάρχει ενδεχόμενο, με βάση το μαρτυρικό υλικό, ο αιτητής να επιτύχει στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας[2].

 

Στην Laxiflora (ανωτέρω), η προσέγγιση της νομολογίας συνοψίστηκε ως εξής:

 

«Κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής γίνεται συσχέτιση της νομικής βάσης της αγωγής με την προσκομισθείσα, από πλευράς αιτητή, μαρτυρίας. Σταθμίζεται βέβαια και η αντίθετη εκδοχή του καθ' ου η αίτηση. Η υποκειμενική και εξαντλητική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και η επιλογή εκδοχών και η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποφεύγεται. Αυτά είναι αξιώματα που ανήκουν στην κυρίως δίκη. Αυτού λεχθέντος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία, κάποια αποτίμηση της αποδεικτικής δύναμης της μαρτυρίας εκείνου που ζητά τη θεραπεία, θα πρέπει να γίνεται από το Δικαστήριο.»

 

Στην παρούσα περίπτωση, δεν διαπιστώνω ουσιαστική διαφωνία ως προς τα γεγονότα. Οι δύο πλευρές διαφωνούν σε σχέση με τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις και την ερμηνεία και νομικές συνέπειες των πράξεων ή παραλείψεων των εμπλεκόμενων.

 

Οι βάσεις αγωγής που αναφέρει η Ενάγουσα στο έντυπο απαίτησης, περιλαμβάνουν «παράβαση σύμβασης και/ή πρόκληση παράβασης σύμβασης και/ή….. σύμβασης» Σε σχέση με αυτά καμία μαρτυρία έχει παρουσιαστεί που να τα υποστηρίζει. Η ενάγουσα (και η προκάτοχος Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ) δεν είναι μέρος στις συμβάσεις μίσθωσης. Καμία συμβατική σχέση εντοπίζεται μεταξύ Ενάγουσας και Εναγόμενου. Συνεπώς, σε σχέση με αυτές τις βάσεις αγωγής, με την μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί, δεν διαπιστώνω ορατή πιθανότητα επιτυχίας.

 

Η Ενάγουσα επικαλείται επίσης στο έντυπο απαίτησης «παράβαση ρητού και/ή εξυπακουόμενου και/ή σιωπηρού και/ή απολήγοντος και/ή εξ επαγωγής εμπιστεύματος και/ή περιουσιακού κωλύματος και/ή παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων» (παρακλητικό ΣΤ).

 

Σε σχέση με αυτές τις βάσεις αγωγής, μαρτυρία στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση είναι η ακόλουθη: «ο Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, και ως εκ τούτου ο καθ’ ου η Αίτηση ως κατά τον Νόμο εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας ενόψει της δοθείσας συγκατάθεσης για εγγραφή των Υποθηκών αλλά και σε κάθε περίπτωση ενόψει και συνεπεία της συμπεριφοράς τους, αποδέχθηκαν την εν λόγω εγγραφή των Υποθηκών και ως εκ τούτου δεσμεύονται απέναντι στους Αιτητές ως εξ επαγωγής εμπιστευματοδόχοι στη βάση ρητού, εξυπακουόμενου, σιωπηρού, απολήγοντος και εκ επαγωγής εμπιστεύματος και επομένως, παρανόμως και λανθασμένα προώθησαν και δεν δύνανται και ούτε νομιμοποιούνται να προωθούν οποιαδήποτε διαδικασία επηρεάζει τις Μισθώσεις και τις Υποθήκες και ειδικότερα τα δικαιώματα των Αιτητών σε σχέση με αυτές, καθ’ οιονδήποτε τρόπο» (παράγραφος 11 της ένορκης δήλωσης της αίτησης).

 

Η ενόρκως δηλούσα αναφέρει επίσης ότι «οι Αιτητές δεν ενημερώθηκαν και σε κάθε περίπτωση δεν ενημερώθηκαν έγκαιρα και επαρκώς από το Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας και ως εκ τούτου από τον Καθ’ ου η Αίτηση ως ο κατά Νόμο εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας, για την επικείμενη λήξη των Μισθώσεων και τον κίνδυνο να απωλέσουν τα εμπράγματα δικαιώματα που κατέχουν επ΄ονόματι τους, ως τούτα απορρέουν από τις Υποθήκες και άλλως πως…. ούτως ώστε να προβούν στις δέουσες ενέργειες για προφύλαξη των συμφερόντων τους, ούτε ενημερώθηκαν προηγουμένως για την αίτηση για διαγραφή των Μισθώσεων, ενώ ουδέποτε λήφθηκε η συγκατάθεση των Αιτητών για τη διαγραφή των εμπράγματων δκαιωμάτων τους και ούτε τους δόθηκε το δικαίωμα να ακουστούν και να εκφράσουν τις θέσεις τους […] Ενόψει της απουσίας οιασδήποτε ειδοποίησης από το Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας και ως εκ τούτου από τον Καθ’ ου η Αίτηση ως ο κατά Νόμο εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας περί της επικείμενης λήξης των Μισθώσεων, οι Αιτητές ευλόγως θεώρησαν ότι οι Μισθώσεις έχουν ανανεωθεί και είναι δεόντως και νομότυπα σε ισχύ και ανανεωμένες ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν είχα οιανδήποτε ένδειξη περί του αντιθέτου και επομένως το Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, και ως εκ τούτου ο Καθ΄ου η Αίτηση ως ο κατά Νόμο εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κωλύονται (are estopped) από το να θεωρούν ως λήξασες τις Μισθώσεις και να προωθούν έκνομη διαδικασία διαγραφής των Υποθηκών. Οι Μισθώσεις είναι σε ισχύ και ουδόλως έχουν λήξει ή τερματιστεί» (παράγραφοι 12 και 14 της ένορκης δήλωσης της Αίτησης).

 

Το πρώτο σημείο που πρέπει να θίξω είναι ότι φαίνεται να προωθούνται συγκρουόμενες θέσεις ως προς τα γεγονότα. Από τη μια η Ενάγουσα παραπονείται ότι δεν είχε ειδοποιηθεί από τον Εναγόμενο για την επικείμενη λήξη των μισθώσεων, δεν γνώριζε ότι επίκειτο αυτό το γεγονός και έτσι δεν μπόρεσε να λάβει μέτρα για να ανανεώσει τις μισθώσεις. Από την άλλη υποστηρίζει πως επειδή δεν ειδοποιήθηκε για την επικείμενη λήξη των μισθώσεων, θεώρησε ότι η μισθώσεις είχαν ανανεωθεί (που φαίνεται να εισηγείται ότι γνώριζε τη διάρκεια τους).

 

Ασχέτως αυτού, από το πιο πάνω απόσπασμα προκύπτει ότι η πλευρά της Ενάγουσας επικαλείται την ύπαρξη εξυπακουόμενου, σιωπηλού, εξ επαγωγής εμπιστεύματος και περιουσιακού κωλύματος. Όμως ελλείπουν στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτές τις θέσεις. Δηλαδή απουσιάζει αλυσίδα γεγονότων που να μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα ή να υποστηρίξει (στο βαθμό που απαιτείται για να καταδείξει «ορατή πιθανότητα επιτυχίας» για σκοπούς αυτής της ενδιάμεσης διαδικασίας) αυτό τον ισχυρισμό.

 

Είμαστε σε ενδιάμεσο στάδιο της αγωγής και αυτός δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος ή πλαίσιο για εις βάθος νομική ανάλυση. Περιορίζομαι να αναφέρω ότι απουσιάζουν γεγονότα ή μαρτυρία για γεγονότα που να δείχνουν ή έστω να εισηγούνται την ύπαρξη εξυπακουόμενου ή σιωπηλού ή εξ επαγωγής εμπιστεύματος ή περιουσιακού κωλύματος. (constructive trust, secret trust, resulting trust, proprietary estoppel). Τόσο στην ένορκη δήλωση της Αίτησης όσο και στην αγόρευση της συνηγόρου της Ενάγουσας γίνεται επίκληση αυτών των αρχών και προωθείται ένα επιχείρημα ότι η Αιτήτρια αντλεί δικαιώματα από αυτές. Όμως το επιχείρημα κτίζεται «στο κενό» γιατί δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία για γεγονότα που να συνθέτουν πραγματικό υπόβαθρο ικανό να υποστηρίξει το επιχείρημα.

 

Το ίδιο ισχύει και για την αναφορά στο έντυπο απαίτησης και στην ένορκη δήλωση σε παράβαση συνταγματικών δικαιωμάτων της Ενάγουσας. Επίσης, θεωρώ, πρόκειται για «κενή» αναφορά χωρίς το απαραίτητο πλέγμα γεγονότων που να την στοιχειοθετούν (πάντα για σκοπούς του παρόντος σταδίου).

 

Δεν θα επεκταθώ περαιτέρω. Όπως ανέφερα αυτό δεν είναι κατάλληλο στάδιο για εις βάθος ανάλυση και εξέταση των θεμάτων.

 

Σημειώνω μόνο ότι, για σκοπούς της παρούσας Αίτησης και στη βάση της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε από την Ενάγουσα στα πλαίσια αυτής, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η Ενάγουσα διαθέτει ορατή πιθανότητα επιτυχίας στις αξιώσεις που εγείρει.

 

Οι προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 είναι σωρευτικές και η διαπίστωση αναφορικά με τη 2η προϋπόθεση καθορίζει και το αποτέλεσμα όμως, εκ του περισσού, προσθέτω ότι ούτε η 3η προϋπόθεση πληρείται.

 

Για σκοπούς της 3ης προϋπόθεσης ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι χωρίς την ενδιάμεση θεραπεία θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Έχει επικρατήσει στη νομολογία, ζημιά να μην θεωρείται ανεπανόρθωτη εάν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα[3].

 

Στην παρούσα περίπτωση, η Ενάγουσα με την αξίωση που εγείρει διαζευκτικά στην αγωγή για συγκεκριμένο ποσό αποζημιώσεων, δείχνει ότι είναι σε θέση να αποτιμήσει χρηματικά την αξίωση της. Το δε συμφέρον που επικαλείται στην υπόθεση είναι καθαρά χρηματικό, ως δανειστή/πιστωτή της Sapako Ltd. Δεν προωθείται η θέση ότι το κράτος δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει απόφαση για χρηματική αποζημίωση.

 

Συνεπώς δεν έχω ικανοποιηθεί ότι χωρίς την αιτούμενη ενδιάμεση θεραπεία υπάρχει ενδεχόμενο να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Τα πιο πάνω προκρίνουν την κατάληξη.

 

Σημειώνω ότι στα πλαίσια της ένστασης εγείρονται από την πλευρά του Εναγόμενου και άλλα επί μέρους ζητήματα όμως θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να επεκταθώ.

 

Σε ότι αφορά το αποτέλεσμα, για τους λόγους που εξήγησα, η Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τα έξοδα, ακολουθώντας το αποτέλεσμα αυτά επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου και εναντίον της Ενάγουσας. Σε σχέση με το ύψος των εξόδων, διαπιστώνω ότι δεν έχουν καταχωρηθεί κατά τα προβλεπόμενα προτεινόμενοι κατάλογοι εξόδων από τις δύο πλευρές. Συνεπώς, έχοντας υπόψη την κλίμακα, τη φύση και πορεία της διαδικασίας και τον πίνακα δικηγορικών αμοιβών, κρίνω εύλογο και επιδικάζω ποσό €4.000 πλέον ΦΠΑ (έαν ισχύει).

 

 

 

 

(Υπ.)  …………………………………………………
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής



[1] Οδυσσέως (ανωτέρω)

[2] Fellowes v Fisher [1975]2 All E.R. 829

[3] Karydas Taxi Services Ltd v Komodikis (1975) 1 ΑΑΔ 330


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο