Ελευθέριος Γιαννακού, προσωπικά και υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιώσασας, Ελένης Γιαννακού ν. Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Αγωγή αρ. 1056/19, 11/9/2025
print
Τίτλος:
Ελευθέριος Γιαννακού, προσωπικά και υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιώσασας, Ελένης Γιαννακού ν. Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Αγωγή αρ. 1056/19, 11/9/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Ηλία, Ε.Δ.

Αγωγή αρ. 1056/19

Μεταξύ:-

 

Ελευθέριος Γιαννακού, προσωπικά και υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιώσασας, Ελένης Γιαννακού

Ενάγων

-και-

 

Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ

Εναγόμενη

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ημερομηνία: 11 Σεπτεμβρίου 2025

Για Ενάγοντα: κα Μ. Μακλάσκυ για κ. Γ. Κωνσταντινίδη

Για Εναγόμενη: κ. Κ. Βαρνάβας για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

Με την ως άνω αγωγή ο Ενάγων αξιώνει την επιστροφή του ποσού των €29,090.84 συνεπεία «..αδικαιολόγητο[υ] πλουτισμο[ύ], …παράνομων και/ή καταχρηστικών και/ή αντισυμβατικών χρεώσεων και/ή λανθασμένης χρέωσης τόκων…» καθώς και «γενικές αποζημιώσεις για παράβαση των νομοθετικών και/ή συμβατικών υποχρεώσεων της Εναγομένης.».

 

Αποτελούν δικογραφικά παραδεκτό και μη αμφισβητούμενο υπόβαθρο τα εξής:

 

Ο Ενάγων και η σύζυγος του, Ελένη Γιαννακού (εφεξής «η ΕΓ»), μαζί καλούμενοι «οι Πρωτοφειλέτες», στις 16/4/2008 συνήψαν συμφωνία δανείου με την ΣΠΕ Κοκκινοτριμιθιάς για το ποσό των €116,000 με τόκο αποτελούμενο από το βασικό επιτόκιο της Συνεργατικής, οριζόμενο ως το εκάστοτε ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και περιθώριο 2% (εφεξής «η Συμφωνία Δανείου», Τεκμήριο 1). Προς εξασφάλιση του δανείου παραχωρήθηκε η υποθήκη Υ…/2008 (Τεκμήριο 2). Μεταγενέστερα, κατόπιν διαδοχής της ΣΠΕ Κοκκινοτριμιθιάς από το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λευκωσίας Λτδ, συγχώνευσης του τελευταίου με την Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (εφεξής «η ΣΚΤ») και μετονομασίας της τελευταίας (Τεκμήρια 20-22), η Συμφωνία Δανείου μεταφέρθηκε στην Εναγόμενη με όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή.

 

Στις 10/10/2013 οι Πρωτοφειλέτες συνήψαν «Τροποποιημένη Συμφωνία Δανείου», κατόπιν σχετικής αίτησης τους, ημερομηνίας 30/9/2013, δυνάμει της οποίας το ποσό της μηνιαίας δόσης μειώθηκε από €1,086 σε €800 για 24 μήνες (Τεκμήριο 3). Κατά τις ίδιες ημερομηνίες, αιτήθηκαν και συνήφθηκε «Τροποποιημένη Συμφωνία Δανείου» για την αναστολή πληρωμής δόσεων για 1 μήνα (Τεκμήριο 16).

 

Την 1/1/2014 οι Πρωτοφειλέτες εντάχθηκαν στο Ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο Ζωής υπ’ αριθμό GC...., το οποίο συνήψε το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λευκωσίας Λτδ με την ασφαλιστική εταιρεία Allianz Ελλάς Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία (εφεξής «η Ασφαλιστική»). Ακολούθως, την 1/1/2016 υπογράφηκε πρόσθετη πράξη υπ’ αρ. GC…/1/2016, η οποία αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος του ασφαλιστηρίου (Τεκμήριο 5). Οι Πρωτοφειλέτες εντάχθηκαν στο «Σχέδιο Κάλυψης Β». Καλυπτόταν ως ασφαλισμένος κίνδυνος, μεταξύ άλλων, ο θάνατος από οποιαδήποτε αιτία επί τη καταβολή ασφαλίστρου. Η διάρκεια του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ήταν ετήσια (1/1-31/12) και για το έτος 2016 καταβλήθηκαν τα σχετικά ασφάλιστρα   (Τεκμήρια 6 και 18). Το ασφαλισμένο κεφάλαιο αντιστοιχούσε στο υπόλοιπο του δανείου ως παρουσιαζόταν στα αρχεία της Συνεργατικής Εταιρείας Μηχανογράφησης (ΣΕΜ) την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους και, εν προκειμένω, για το έτος 2016 ανερχόταν στις €78,876.

 

Η ΕΓ απεβίωσε στις 5/2/2016 (Τεκμήριο 7) και στις 15/6/2016 ο Ενάγων έλαβε έγγραφα διαχείρισης της περιουσίας της (Τεκμήριο 8). Μέχρι την ημερομηνία θανάτου της, οι μηνιαίες συμφωνηθείσες δόσεις, οι οποίες ήταν για σταθερό ποσό, καταβάλλονταν ανελλιπώς, χωρίς καθυστερήσεις, και, ενίοτε, πιστώνονταν στον λογαριασμό διάφορά άλλα επιπλέον ποσά. Κατόπιν αιτήματος του Ενάγοντα ως διαχειριστή της περιουσίας της ΕΓ, στις 19/10/2016 η Ασφαλιστική κατέβαλε στην Εναγόμενη και πιστώθηκε στον λογαριασμό του επίδικου δανείου το ποσό των €78,876.46. Κατόπιν χρέωσης του τόκου που δεν είχε μέχρι τότε χρεωθεί και κεφαλαιοποιηθεί και διαγραφής από την Εναγόμενη του εναπομείναντος μικρού χρεωστικού υπολοίπου, ο λογαριασμός μηδενίστηκε και το δάνειο εξοφλήθηκε (Τεκμήρια 13 και 17/23).

 

Στις 9/6/2017, κατόπιν σχετικών δημοσιευμάτων, ο Ενάγων απέστειλε προς την Εναγομένη επιστολή, Τεκμήριο 9, με την οποία ζήτησε να γίνει έλεγχος «κατά πόσο οι τόκοι που πλήρωσ[ε] είναι αυτοί που υπέγραψ[ε] σύμφωνα με το συμβόλαιο…». Με επιστολή της, ημερομηνίας 20/12/2017, Τεκμήριο 10, η Εναγόμενη ενημέρωσε τους Πρωτοφειλέτες ότι «…μετά την ολοκλήρωση όλων των απαιτούμενων ελέγχων έχει εντοπιστεί ακούσια λανθασμένη χρέωση τόκων στην πιο πάνω δανειακή σας σύμβαση ύψους €29,090.84. Δεδομένου ότι ο πιο πάνω λογαριασμός είναι εξοφλημένος και κλειστός το προαναφερόμενο ποσό θα πιστωθεί σε ενδιάμεσο εσωτερικό λογαριασμό της Τράπεζας από όπου θα γίνει η απαραίτητη μεταφορά σε λογαριασμό που θα υποδείξετε.». Με επιστολή μέσω του δικηγόρου του, ημερομηνίας 20/3/2018, Τεκμήριο 11, ο Ενάγων υπέδειξε σχετικό λογαριασμό. Η Εναγόμενη επανήλθε με επιστολή, ημερομηνίας 25/6/2018, Τεκμήριο 12, με την οποία ανέφερε τους Πρωτοφειλέτες ότι «…μετά από επανέλεγχο διαπιστώθηκε ότι δεν δικαιολογείτο η επιστροφή/πίστωση του ποσού που αναφέρθηκε στην εν λόγω επιστολή [Τεκμήριο 10]. Ο λόγος είναι ότι βάσει του ασφαλιστικού σχεδίου στο οποίο ήταν ασφαλισμένη η αποβιώσασα ο λογαριασμός έπρεπε να πιστωθεί από την ασφαλιστική εταιρεία με το υπόλοιπο του λογαριασμού όπως και έγινε. Η ακούσια λανθασμένη χρέωση τόκων οδήγησε σε ψηλότερο υπόλοιπο το οποίο κατέβαλε η ασφαλιστική εταιρεία. Συνεπώς το κακώς χρεωθέν ποσό θα πρέπει να καταβληθεί στην ασφαλιστική εταιρεία η οποία λόγω του ακούσιου λάθους της Τράπεζας οδηγήθηκε στο να καταβάλει μεγαλύτερο ποσό από αυτό που έπρεπε κανονικά να καταβάλει.».

 

Για όλα τα πιο πάνω προβαίνω σε συναφή ευρήματα.

 

Ο Ενάγων στην Έκθεση Απαίτησης του ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη προέβη σε καταχρηστικές και/ή παράνομες και/ή αντισυμβατικές χρεώσεις και τόκους συνολικού ύψους €29,090.84, ποσό το οποίο αξιώνει στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (παρ. 18).

 

Από την άλλη, η Εναγόμενη, πέραν των δικογραφικών θέσεων της περί νομιμότητας των χρεώσεων, οι οποίες εν τέλει δεν προωθήθηκαν, εγείρει στην Υπεράσπιση της ότι «…ο Ενάγων κωλύεται και/ή εμποδίζεται διά της συμπεριφοράς ή/και των ενεργειών του ή/και των πράξεων του να εγείρει ισχυρισμούς ή/και αξιώσεις ή/και απαιτήσεις για παράνομες ή/και υπερβολικές χρεώσεις τόκων καθότι έχει ξεκάθαρα αναγνωρίσει το χρέος του συγκεκριμένου λογαριασμού καθώς έχει προβεί σε πλήρη ή/και τελεία ή/και ανεπιφύλακτη ή/και συνειδητή εξόφληση αυτού χωρίς προηγουμένως να έχει αμφισβητήσει ή/και διαμαρτυρηθεί ή/και επιφυλάξει οποιοδήποτε δικαίωμα σε σχέση με τις κατά καιρούς χρεώσεις που διενεργούνταν στο[ν] ως άνω λογαριασμό δανείου.» (παρ. 19).

 

Πέραν τούτου, η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι δικαιούχος του αξιούμενου ποσού δεν είναι ο Ενάγων αλλά η Ασφαλιστική ένεκα του ότι αυτή είναι που κατέβαλε το ποσό με το οποίο εξοφλήθηκε το σύνολο του επίδικου λογαριασμού.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία, από την πλευρά του Ενάγοντα κατέθεσε ο ίδιος (ΜΕ1) και ο Ανδρέας Μιχαηλίδης (ΜΕ2) και από την πλευρά της Εναγομένης η Ελένη Ιωάννου (ΜΥ).

 

Σύνοψη μαρτυρίας

 

Ο Ενάγων (ΜΕ1) στο Έγγραφο Α’, το οποίο αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του, πέραν της αναφοράς σε παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα, τα οποία αναφέρονται πιο πάνω, προέβαλε τη θέση ότι η λανθασμένη χρέωση τόκων, η οποία, κατά παραδοχή της Εναγομένης μετά την εξόφληση του δανείου, ανέρχεται στο αξιούμενο ποσό, οφείλεται στον ίδιο αφού αφορά στο σύνολο του δανείου και είναι ο ίδιος που την επωμίστηκε. Ανέφερε, επίσης, ότι παρέδωσε στον ΜΕ2 την κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 13, για να ετοιμάσει την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 14, προς επιβεβαίωση των υπερχρεώσεων που παραδέχτηκε η Εναγόμενη, και αναφέρθηκε στα συμπεράσματα του ΜΕ2. Κατά τον ίδιο, η θέση περί καταβολής του πιο πάνω ποσού στην Ασφαλιστική αποτελεί εκ των υστέρων σκέψη. Η Εναγόμενη δεν επέστρεψε οποιοδήποτε ποσό στην Ασφαλιστική και ούτε η τελευταία απαίτησε πληρωμή οποιουδήποτε ποσού. Ο Ενάγων καταλήγει αναφέροντας ότι απαιτεί τόσο τους παράνομους τόκους όσο και τις παράνομες χρεώσεις, τα οποία ανέρχονται συνολικά στο ποσό των €29,090.84.

 

Αντεξετάστηκε σε σχέση με τυχόν επιφύλαξη δικαιώματος ως προς το οφειλόμενο υπόλοιπο κατά τον χρόνο εξόφλησης του δανείου ή προηγουμένως και δη κατά την υπογραφή των αιτήσεων για τροποποίηση της Συμφωνίας Δανείου, στις οποίες αναφέρεται το κατ’ εκείνο το χρόνο υπόλοιπο του δανείου συμπεριλαμβανομένων των τόκων (Τεκμήριο 3). Κατά την επανεξέταση του ανέφερε ότι το αναφερόμενο υπόλοιπο είχε συμπληρωθεί από υπάλληλο της τράπεζας και ο ίδιος δεν το έλεγξε. Περαιτέρω, συμφώνησε με την θέση του κ. Βαρνάβα ότι, είτε υπήρχε αύξηση είτε μείωση στο επιτόκιο, την ίδια σταθερή δόση θα κατέβαλλε μέχρι την αποπληρωμή του συνολικού χρέους, πλην, όμως, διαφώνησε με την υποβολή ότι έστω κι αν εφαρμοζόταν το ορθό επιτόκιο θα ήταν στην ίδια θέση και δεν υπέστη ζημιά. Ερωτώμενος σε σχέση με διάφορες αναφορές του επί της ανάλυσης των ποσών που καταβλήθηκαν, ανέφερε ότι υιοθέτησε τα συμπεράσματα του ΜΕ2 και ο ίδιος δεν είχε σχετικές γνώσεις.

 

Ο ΜΕ2, αδειοδοτημένος σύμβουλος αφερεγγυότητας, στο Έγγραφο Β’, το οποίο αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του, αναφέρθηκε στην πληροφόρηση και τα έγγραφα που έλαβε από μέρους του Ενάγοντα προκειμένου να ετοιμάσει την προρρηθείσα αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 14). Κατόπιν παράδοσης σε αυτόν και της κατάστασης λογαριασμού, Τεκμήριο 17, η οποία είχε κατατεθεί κατά την αντεξέταση του ΜΕ1, προχώρησε σε εκ νέου έλεγχο όλων των δεδομένων και ετοίμασε δεύτερη αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 19, το περιεχόμενο της οποίας εξήγησε. Διαπίστωσε ότι η Εναγόμενη δεν ακολούθησε, ως όφειλε (όρος 3(α), Συμφωνίας Δανείου), τις μειώσεις των επιτοκίων αναφοράς και/ή προέβη σε αύξηση του περιθωρίου παράνομα. Κατέληξε ότι, μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης, ο Ενάγων επιβαρύνθηκε και πλήρωσε το ποσό των €26,276.94 ως παράνομες χρεώσεις (παρ. 26.5), αποδεχόμενος τις άλλες τραπεζικές χρεώσεις ή ασφάλειες με τις οποίες χρεωνόταν ο λογαριασμός (παρ. 27). Το ορθό υπόλοιπο του δανείου κατά τις 26/10/2016 σύμφωνα με τον ίδιο θα έπρεπε να ήταν €52,599.52.

 

Κατά την περαιτέρω προφορική κυρίως εξέταση του, ανέφερε ότι το ποσό των €26,276.94 υπολογίστηκε μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης του δανείου, ήτοι τις 26/10/2016, και ότι το ποσό αυτό «δηλώνει το επιπλέον ποσό που έχει καταβληθεί έναντι του δανειακού λογαριασμού τόσο από τον Ενάγοντα αλλά και από την αξίωση και αποζημίωση που προέκυψε από την ασφαλιστική εταιρεία.».

 

Αντεξετάστηκε σε σχέση με την ετοιμασία της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού, Τεκμήριο 19, και τον υπολογισμό και χρέωση των ασφαλίστρων συμφωνώντας με τη θέση του κ. Βαρνάβα ότι βάσει του ομαδικού ασφαλιστηρίου η Εναγόμενη αποπλήρωνε τα ασφάλιστρα στην Ασφαλιστική και ακολούθως τα χρέωνε στον λογαριασμό δανείου. Ανέφερε, επίσης, ότι δεν γνώριζε αν είχε εφαρμοστεί λανθασμένο βασικό επιτόκιο ή περιθώριο επιτοκίου, πλην, όμως, προέβαλε τη θέση ότι το συνολικό επιτόκιο με το οποίο χρεώθηκε ο επίδικος λογαριασμός, το οποίο προκύπτει από το άθροισμα του βασικού και του περιθωρίου, ήταν πολύ υψηλότερο από ό,τι προνοεί η Συμφωνία Δανείου. Αντεξετάστηκε, περαιτέρω, σε σχέση με τις διαφορές των δύο αναδομημένων καταστάσεων που παρουσιάστηκαν, Τεκμήρια 14 και 19, και κατόπιν ερώτησης του συνηγόρου της Εναγομένης ανέφερε ότι βασίζεται στην τελευταία, Τεκμήριο 19. Σε σχέση με την υποβολή του κ. Βαρνάβα ότι το ποσό που αποπλήρωσε η Ασφαλιστική (€78,876.46) περιλαμβάνει με μαθηματική ακρίβεια το πραγματικό υπόλοιπο του δανείου (€52,599.52), ως το είχε υπολογίσει ο ΜΕ2, και το κακώς χρεωθέν ποσό (€26,276.94), ο ΜΕ2 διαφώνησε με την προσέγγιση αναφέροντας ότι η τράπεζα δήλωνε το υπόλοιπο στην Ασφαλιστική και η τελευταία όφειλε να το καταβάλει εξολοκλήρου, ό,τι κι αν περιλάμβανε. Εξήγησε, περαιτέρω, ότι «…ουσιαστικά ο Ενάγων κατέβαλε €95,138.98 από δικές του πληρωμές αλλά είχε καταβληθεί και το ποσό των €78,876.46 το οποίο αποτελεί αποζημίωση που έχει λάβει από την ασφαλιστική εταιρεία, λόγω του ότι απεβίωσε η γυναίκα του και το οποίο αποτελεί ουσιαστικά περιουσιακό στοιχείο του Ενάγοντα» διαφωνώντας με τη θέση της Εναγομένης ότι ο Ενάγων δεν υπέστη οποιαδήποτε ζημιά.

 

Η ΜΥ, λειτουργός στον Τομέα Εξυπηρέτησης Χαρτοφυλακίου της Κυπριακής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (ΚΕΔΙΠΕΣ), η οποία διαχειρίζεται τις υποθέσεις της Εναγομένης, στο Έγγραφο Γ’, το οποίο αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης της, πέραν της αναφοράς σε παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα, τα οποία αναφέρονται πιο πάνω, ανέφερε ότι το 2017 η ΣΚΤ προέβη σε έργο επανελέγχου των τόκων που χρεώθηκαν στους χρεωστικούς λογαριασμούς που τηρούσε. Σε σχέση με τους Πρωτοφειλέτες υποστήριξε ότι επειδή το υπόλοιπο του δανείου τους εξοφλήθηκε στις 19/10/2016 από την Ασφαλιστική, «δεν είχαν προλάβει να υποστούν οποιαδήποτε ζημιά, ώστε να δικαιολογείται επιστροφή ποσού προς αυτούς.». Εξήγησε τη θέση της ως ακολούθως: Εφόσον οι μηνιαίες δόσεις αποπληρωμής του δανείου ήταν σταθερές και δεν μεταβάλλονταν ανάλογα με το ύψος του επιτοκίου και νοουμένου ότι το ποσό που οι Πρωτοφειλέτες κατέβαλαν (€95,138.98) ήταν μικρότερο από το ποσό του αρχικού κεφαλαίου που δανείστηκαν (€116,000), ακόμα κι αν η Συμφωνία Δανείου εκτελούνταν με οποιοδήποτε χαμηλότερο συνολικό επιτόκιο, μέχρι τις 26/10/2016 θα κατέβαλλαν το ίδιο ποσό με αυτό που κατέβαλαν. Συνεπώς, κατά την ΜΥ, δεν υπέστησαν οποιαδήποτε ζημιά συνεπεία της εφαρμογής λανθασμένα αυξημένου συνολικού επιτοκίου. Η Ασφαλιστική, σύμφωνα με την ΜΥ, αποπλήρωσε καθηκόντως το υπόλοιπο του δανείου, όπως αποκρυσταλλώθηκε την 1/1/2016, και, εφόσον το υπόλοιπο αυτό ήταν υψηλότερο από αυτό που θα προέκυπτε αν η Συμφωνία Δανείου εκτελούνταν με χαμηλότερο συνολικό επιτόκιο, είναι η Ασφαλιστική που κατέβαλε την κακώς χρεωσθείσα διαφορά.

 

Αντεξετάστηκε σε σχέση με το επιτόκιο του δανείου και ανέφερε ότι σε καμιά περίπτωση η Εναγόμενη δεν αμφισβητεί ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν ακολουθήθηκε η εκάστοτε αυξομείωση του βασικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτός ήταν και ο λόγος, ως ανέφερε, που ενημερώθηκαν οι Πρωτοφειλέτες για την ύπαρξη ακούσιων χρεώσεων, παρ’ όλο που το δάνειο τους είχε εξοφληθεί, «βάσει της κοινωνικής πολιτικής που ασκούσε ο συνεργατισμός». Σε σχέση με το περιθώριο, ανέφερε ότι, σε περίπτωση που υιοθετήθηκε κάποια παράνομη μεταβολή, διορθώθηκε κατά τον υπολογισμό των «ακούσιων χρεώσεων». Αντεξετάστηκε, επίσης, σε σχέση με τον καταμερισμό των δόσεων αποπληρωμής του δανείου (κεφάλαιο/τόκοι). Ανέφερε ότι οι Πρωτοφειλέτες κατέβαλλαν τη δόση τους έναντι του κεφαλαιοποιημένου κεφαλαίου, χωρίς να γίνεται διαχωρισμός κεφαλαίου και τόκων.  Σε σχέση με τις παράνομες χρεώσεις, συμφώνησε ότι γίνονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου, πλην, όμως, προέβαλε ότι «από τη στιγμή που βάσει της συμφωνίας δανείου η δόση δεν αναπροσαρμόζεται βάσει της αλλαγής του επιτοκίου, οποιαδήποτε ακούσια υπερχρέωση παραμένει στο υπόλοιπο του δανείου», ήτοι στο ποσό που αποπλήρωσε η Ασφαλιστική, προσθέτοντας ότι «το δάνειο…απλά δεν θα εξοφλείτο βάσει της προκαθορισμένης ημερομηνίας, σε περίπτωση που δεν του επεσυνέβαινε ο θάνατος.». Το σημαντικό, κατά την ΜΥ, ήταν ότι το ποσό που αποπληρώθηκε από τους Πρωτοφειλέτες δεν κάλυψε το κεφάλαιο με το οποίο δανειοδοτήθηκαν, πόσο μάλλον τις υπερχρεώσεις, υποστηρίζοντας ότι για να καταβαλλόταν μέρος των ακούσιων χρεώσεων μέσω της δόσης θα έπρεπε η δόση να αυξανόταν, πράγμα που δεν συνέβαινε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Υποστήριξε, τέλος, ότι η Εναγόμενη δεν απεκόμισε όφελος αφού το ποσό των υπερχρεώσεων πιστώθηκε σε λογαριασμό καθολικού και είναι προς διάθεση στην Ασφαλιστική.

 

Ανάλυση

 

Ως προκύπτει από τα ως άνω παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα και την παράθεση της μαρτυρίας, τα αμφισβητούμενα ζητήματα είναι κατά βάση νομικά.

 

Το πρώτο ζήτημα αφορά στο κατά πόσο ο Ενάγων κωλύεται να διεκδικεί επιστροφή καταβληθέντος ποσού που συνιστά παράνομες χρεώσεις. Η εισήγηση του κ. Βαρνάβα βασίζεται, αφενός, στην ύπαρξη κωλύματος λόγω εξόφλησης του επίδικου λογαριασμού, παραπέμποντας στην Αναστάσης Μουλαζίμης Λτδ ν Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2013) 1 ΑΑΔ 168, και, αφετέρου, στην ύπαρξη κωλύματος λόγω αποδοχής του υπολοίπου του λογαριασμού, περιλαμβανομένων και των μέχρι τότε χρεοθέντων τόκων, κατά την υπογραφή των αιτήσεων για τροποποίηση της Συμφωνίας Δανείου (Τεκμήριο 3).

 

Στην Αναστάσης Μουλαζίμης Λτδ (ανωτέρω), ενώ η εφεσείουσα εξόφλησε τον επίδικο λογαριασμό δανείου το 1999, το 2004 ήγειρε αγωγή αξιώνοντας παράνομες χρεώσεις «…στη βάση ότι, μετά από την εξόφληση του λογαριασμού, η Εφεσείουσα μελέτησε τις καταστάσεις λογαριασμών τις οποίες είχε και διαπίστωσε ότι η Εφεσίβλητη την είχε χρεώσει παράνομα με διάφορα ποσά…». Λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η δυνατότητα αμφισβήτησης χρεώσεων τραπέζης έχει συσχετισθεί από την Εφεσίβλητη προς την αρχή του κωλύματος και η γενική ιδέα είναι βεβαίως ότι δεν είναι υποχρεωμένος ο πελάτης να αποδεχθεί οιανδήποτε χρέωση. Έχει τη δυνατότητα να την αμφισβητήσει εάν θεωρεί ότι αυτή είναι αντισυμβατική ή παράνομη. Κατά πόσο υπάρχει στην οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση κώλυμα προς τούτο, αυτό εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε περίπτωσης τα οποία διέπουν την αντίδραση του, ώστε να μπορεί να συναχθεί κατά πόσο έχει ουσιαστικά συγκατατεθεί με τη στάση του ή όχι.

 

Η ενώπιον μας υπόθεση όμως έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι δεν αφορά αμφισβήτηση απαιτούμενου ποσού εκ μέρους της τραπέζης, αλλά επιστροφή ήδη καταβληθέντος ποσού. Στην περίπτωση αυτή επομένως, δεν εξετάζουμε μόνο κατά πόσο η όλη στάση της Εφεσείουσας, η οποία δεν είχε υπογράψει οποιοδήποτε έντυπο παραδοχής της οφειλής της ως προς τα διεκδικούμενα ποσά, απεκάλυπτε εκ μέρους της αποδοχή εξυπακουόμενη από τη στάση της, αλλά έχουμε περίπτωση στην οποία έχει ήδη διευθετηθεί η όλη συμβατική σχέση μεταξύ των μερών, με την εξόφληση του λογαριασμού που περιελάμβανε και τα διεκδικούμενα τώρα από την Εφεσείουσα ποσά.

 

Δεν θα εξετάσουμε επομένως την υπόθεση με αναφορά στην περίπτωση την οποία ο κ. Μαθηκολώνης έχει θέσει ως τη βάση της όλης του επιχειρηματολογίας, ότι δηλαδή η παράνομη χρέωση ενδεχομένως να μην αποτελεί κώλυμα στην περίπτωση κάποιου ο οποίος αντιδρά πριν εξοφλήσει τη χρέωση, αλλά με αναφορά στην περίπτωση που έχουμε ενώπιον μας, όπου η εξόφληση είναι γεγονός. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται για απλή ειδοποίηση χρέωσης, η αντίδραση στην οποία κρίνεται διαφορετικά, αλλά για συνειδητή και ανεπιφύλακτη, όπως ήταν στην προκειμένη περίπτωση, αποδοχή και εξόφληση της χρέωσης η οποία και έθεσε τέρμα στη συμβατική σχέση μεταξύ των μερών.

 

Αφήνοντας ανοικτό λοιπόν το τι θα μπορούσε να διεκδικηθεί σε περίπτωση που η χρέωση δεν έχει εξοφληθεί, σε συνάρτηση με την αρχή του κωλύματος και της παρανομίας, επισημαίνουμε ότι στην περίπτωση που έχουμε ενώπιον μας, δεν είναι δυνατό να επιτρέπεται στην Εφεσείουσα να επανέρχεται, 5 ολόκληρα χρόνια μετά από την εξόφληση στην οποία προέβη, και να απαιτεί την επιστροφή ποσών ήδη χρεωθέντων και πληρωθέντων. Η ασφάλεια των συναλλαγών και η βεβαιότητα των πράξεων οι οποίες μάλιστα θέτουν τέρμα σε συμβατική σχέση, θα ανετρέπετο εκ θεμελίων και η όλη ιδέα της οριστικότητας των σχέσεων θα εκθεμελιώνετο.  

 

Η αναφορά την οποία έχει κάνει ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα στο Halsbury'όσον αφορά τη σχέση του κωλύματος και της παρανομίας, δεν βοηθά την υπόθεση του εφ' όσον αυτή δεν έχει αναφορά στην περίπτωση που έχουμε ενώπιον μας σήμερα, όπου έχει γίνει εξόφληση. Είναι όμως σχετική μια απόφαση από τη Σκωτία, Connochie v. British Linen Bank [1943] S.L.T. (Sh.Ct.) 27, όπου επεσημάνθη η διαφορά μεταξύ «current» και «settled»  account και εκεί, εφ' όσον επρόκειτο για «settled» account, απεφασίσθη ότι δεν ήταν δυνατό να επιτραπεί στον ενάγοντα να επανέλθει και να ζητήσει ανάκτηση ποσών τα οποία είχε ήδη καταβάλει. Επισημαίνουμε την αναφορά στην υπόθεση Dickson v. The Clydesdale Bank Ltd όπου ελέχθη:-

 

«Οn behalf of the bank it was contended that as the pursuer had examined and approved of the bank´s statement of her account, and granted a document under her hand to that effect, she was not entitled to reopen the matter by questioning the validity of the cheques in question. In sustaining the bank's contention, Lord Carmont gave the following decision:

 

"In my opining the pursuer is not entitled to go back on her formal approval of the defenders debiting her account with the £10 cheque even on the assumption that it contains a forgery of the pursuer's signature. The amount of the account was approved at a figure £10 less than she now says it should have been, but she has only herself to blame for not checking the figures properly before she signed the letter of acknowledgment of the amount."»

 

Περαιτέρω αναφορά έγινε στην υπόθεση Wilson's Trs. v. Bank of England (House of Lords, 6th July, 1926) όπου ελέχθη ότι:-

 

«Obviously a customer who grants a written acknowledgment of the correctness of his bank account is equally bound, or, in other words, is barred from disputing its accuracy.».».

 

Aυτό που προκύπτει από την ως άνω απόφαση είναι ότι χρεώστης, ο οποίος συνειδητά και ανεπιφύλακτα αποδέχεται και προβαίνει σε εξόφληση χρέωσης, κωλύεται να επανέρχεται και να ζητά ανάκτηση των ποσών που έχει ήδη καταβάλει.

 

Θα πρέπει να υπομνησθεί, ως εξηγείται στην Χατζηστυλλή ν Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2012) 1 ΑΑΔ 989, η οποία υιοθετήθηκε σε μεταγενέστερες αποφάσεις, ότι το κώλυμα εκ δηλώσεως σε έγγραφο (estoppel by deed), ή ακόμα και λόγω συμπεριφοράς, είναι κανόνας απόδειξης, ο οποίος θεμελιώνεται στη βάση της αρχής ότι σαφής δήλωση ή δέσμευση πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεσμευτική μεταξύ των μερών και, επομένως, ως μη επιδεχόμενη οποιασδήποτε απόδειξης που να την αντικρούει.

 

Στο σύγγραμμα, K. R. Handley, Estoppel by Conduct and Election, Sweet & Maxwell 2006, σελ. 3, παρ. 1-005, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«An estoppel by representation resolves a contradiction between an earlier statement of fact by the representor and his later statement on the same subject by treating his earlier statement as the truth. Where a representor by his words or conduct has made a representation which justified the representee in believing that a certain state of fact exists, and in that belief the representee altered his position, the representor is not permitted to affirm against the representee that a different state of fact existed at that time if the representee would be materially prejudiced by his change of position if a departure from the representation were permitted. The representee must take the objection at the proper time, or it will be waived.».

 

Προστίθεται στην σελ. 4-5, παρ. 1-007, 1-008 ότι «[t]he justice of holding a party to an estoppel by representation, convention and promissory estoppel depends on his responsibility for the representee’s change of position…. The test is whether the departure from the assumption would be unfair or unjust. This is determined objectively by reference to the causative effect of the representor’s conduct which induced the adoption of the assumption and the effect that departure would have on the party who changed his position

 

Περαιτέρω, στην σελ. 6, παρ. 1-009 αναφέρεται ότι «[a]n estoppel by representation is established when the change of position by the representee induced by the representation would occasion him prejudice if the representor were permitted to contradict his representation. The focus here and elsewhere is on the representee, and the orthodox tests for a change of position and prejudice applied objective standards.».

 

Συναφώς, στην Hadjiyiannis v The Attorney-General of the Republic (1970) 1 CLR 32, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«The doctrine of promissory estoppel is to the following effect, that is to say, where by his words or conduct one party to a transaction makes to the other a promise or assurance which is intended to affect the legal relations between them, and the other party acts upon it, altering his position to his detriment, the party making the promise or assurance will not be permitted to act inconsistently with it : See Hughes v. Metropolitan Railway Co. [1877] 2 App. Cas. 439, H.L. ; Birmingham & District Land Co. v. L. & N. W. Ry. [1888] 40 Ch. D. 268 ; Central London Property Trust Ltd. v. High Trees House Ltd. [1947] K.B. 130 ; Combe v. Combe [1951] 2 K.B. 215 ; Foot Clinics (1943), Ltd. v. Cooper's Gowns, Ltd. [1947] K.B. 506 ; Charles Rickards Ltd. v. Oppenhaim [1950] 1 K.B. 616 ; Braithwaite v. Winwood [1960] 1 W.L.R. 1257 ; Ajayi v. R.T. Briscoe (Nigeria) Ltd. [1964] 1 W.L.R. 1326 at 1330. This is " the gist of the equity " :Tool Met Manufacturing Co. Ltd. v. Tungsten Electric Co, Ltd. [1955] 1 W.L.R. 761 at 764, per Lord Simonds (also at pages 781, 799). See also Evangelou v. Crompton (1954) 20 C.L.R. Part I, page 122, a case which was decided by the District Court of Nicosia, in which these principles were applied.».

 

(Δέστε, επίσης, Ιωάννου ν Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 1522, Βογαζιανός κ.α. ν Τράπεζα Κύπρου Λτδ (Αρ. 1) (2011) 1 ΑΑΔ 253)

 

Ως προκύπτει από τις πιο πάνω αρχές, προκειμένου να εφαρμοστεί το δόγμα του κωλύματος λόγω παραστάσεων, απαιτούνται, κατά βάση, δύο στοιχεία:

α.    υπόσχεση ή βεβαίωση μέσω δήλωσης σε έγγραφο ή συμπεριφοράς σκοπούμενη να επηρεάσει τις έννομες σχέσεις των μερών, και

β.    ενέργεια του άλλου μέρους (representee) επί της υπόσχεσης ή βεβαίωσης αλλάζοντας τη θέση του εις βλάβη του.

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με τα παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα, το υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού εξοφλήθηκε κατόπιν της καταβολής του ποσού των €78,876.46 από την Ασφαλιστική.

 

Ως προκύπτει από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο (Τεκμήριο 5), οι Πρωτοφειλέτες ενέπιπταν στην «ομάδα ασφαλισμένων» ενώ η Εναγόμενη συνιστούσε τον «Ιδιοκτήτη/Εκδοχέα» της ασφαλιστικής κάλυψης. Το «Ασφαλισμένο Κεφάλαιο», δε, συνιστούσε «[τ]ο ποσό που υποχρεούται να καταβάλει η Εταιρία [ήτοι η Ασφαλιστική] σύμφωνα με ότι [sic] ορίζεται στους Πίνακες Παροχών και τους όρους του Συμβολαίου.» (σελ. 15), σε περίπτωση, δηλαδή, που επερχόταν οποιοσδήποτε ασφαλισμένος κίνδυνος, εν προκειμένω «θάνατος από οποιαδήποτε αιτία». Σε ό,τι αφορά την πληρωμή του ασφαλισμένου κεφαλαίου, προνοούνταν τα εξής στον «Πίνακα Συμβολαίου» για την περίοδο 1/1/2016-1/1/2017 υπό την επικεφαλίδα «ΠΛΗΡΩΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ»:

 

«Το Ασφαλισμένο Κεφάλαιο/Ωφέλημα, όταν καταστεί πληρωτέο, στον Εκδοχέα/Ιδιοκτήτη προς εξόφληση τυχόν χρεωστικού υπολοίπου, οποιασδήποτε συμφωνίας δανείου…με τον Εκδοχέα/Ιδιοκτήτη, εις την οποία ο ασφαλισμένος είναι πρωτοφειλέτης και/ή συνοφειλέτης με οποιαδήποτε άλλο πρόσωπο και/ή πρόσωπα…Στη συνέχεια ο Εκδοχέας/Ιδιοκτήτης θα καταβάλλει οποιοδήποτε τυχόν υπόλοιπο στον ασφαλισμένο ή στον διαχειριστή της περιουσίας του. Η αμέσως προαναφερόμενη πρόνοια θα ισχύει ανεξαρτήτως εάν ο ασφαλισμένος έχει υπογράψει σύμβαση εκχώρησης ασφαλιστηρίου ή όχι προς τον Εκδοχέα/Ιδιοκτήτη πλην όμως, εάν υπογραφεί τέτοια εκχώρηση προς όφελος του Εκδοχέα/Ιδιοκτήτη, η προαναφερόμενη πρόνοια θα υπόκειται και θα είναι υπό την αίρεση των όρων τέτοιας σύμβασης εκχώρησης ασφαλιστηρίου την οποία υπέγραψε ο Ασφαλισμένος προς τον Εκδοχέα/Ιδιοκτήτη.».

 

Σύμφωνα με τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, μετά την κοινοποίηση από τον Ενάγοντα του γεγονότος του θανάτου της ΕΓ στην Ασφαλιστική, η Ασφαλιστική, καταβάλλοντας στην Εναγόμενη το ποσό €78,876.46, ουσιαστικά, κατέβαλε το ποσό που αντιστοιχούσε στο ασφαλισμένο κεφάλαιο (€78,876). Ήταν το ασφαλισμένο κεφάλαιο που ήταν συμβατικά υποχρεωμένη να καταβάλει και όχι οποιοδήποτε άλλο ποσό. Επομένως, με την καταβολή του ασφαλισμένου κεφαλαίου η Ασφαλιστική εκπλήρωσε τις συμβατικές υποχρεώσεις της που απέρρεαν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, Τεκμήριο 5, το οποίο συνήψε με την Εναγόμενη και στο οποίο οι Πρωτοφειλέτες εντάχθηκαν ως ασφαλισμένοι. Η καταβολή, δηλαδή, του πιο πάνω ποσού, συνιστούσε την καταβολή του ασφαλίσματος, δηλαδή της αποζημίωσης, δυνάμει του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

 

Ο τρόπος διάθεσης του ασφαλισμένου κεφαλαίου ρητά καθορίζεται στον προαναφερθέντα όρο ως ακολούθως: κατά προτεραιότητα, κάλυψη του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού στον οποίο η ασφαλισμένη αποβιώσασα, ΕΓ, ήταν συνοφειλέτιδα, και, κατά δεύτερον, διάθεση τυχόν υπολοίπου στον διαχειριστή της περιουσίας της. Προκύπτει, επομένως, ότι η προβλεπόμενη καταβολή της αποζημίωση λειτουργεί προς όφελος της ασφαλισμένης, ΕΓ, δια της εξόφλησης χρεωστικού υπολοίπου της στην Εναγομένη και καταβολής τυχόν υπολοίπου στον διαχειριστή της περιουσίας της. Ανεξαρτήτως, δηλαδή, του δικαιώματος της Εναγομένης για είσπραξη ολόκληρης ή μέρους της αποζημίωσης, αναλόγως του ύψους χρεωστικού υπολοίπου, η αποζημίωση ανήκε δικαιωματικά στην ασφαλισμένη, ΕΓ, και υπό αυτή την έννοια η τελευταία προκύπτει να ήταν η δικαιούχος της αποζημίωσης.

 

Συναφώς, στο σύγγραμμα MacGillivray on Insurance Law, Sweet & Maxwell 2018, 14η εκδ., σελ. 894, παρ. 26-250 – 26-251, υπό την επικεφαλίδα «Policy on Life of Debtor» αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Insurance by creditor. …Whether the policy is in the name of the debtor or creditor is not material, except as prima facie evidence of ownership, and as a general rule the policy must be deemed to belong to that one of them who, as between themselves, is ultimately liable to pay for it.

 

Title of debtor to policy. If the debtor expressly or impliedly agrees to pay the premiums for an insurance on his life, the policy belongs to him in whatever form it may be effected. An agreement to pay the premiums may be implied if the creditor, in his account with the debtor, debits the premiums to the debtor, and the debtor either pays them, or admits that they are properly charged….».

 

Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι τα ασφάλιστρα σε σχέση με την αποβιώσασα για το έτος 2016 χρεώθηκαν στον επίδικο λογαριασμό. Ως προκύπτει από τη βεβαίωση πληρωμής των σχετικών ασφαλίστρων, η οποία εκδόθηκε επ’ ονόματι της αποβιώσασας από την ίδια την Ασφαλιστική (Τεκμήρια 6 και 18), η εν λόγω οφειλή εξοφλήθηκε και ουδέποτε αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της. Ούτε και η Εναγόμενη αμφισβήτησε ότι η αποβιώσασα κατέβαλε το ποσό των σχετικών ασφαλίστρων, ασχέτως αν στην Ασφαλιστική τα κατέβαλλε η ίδια η Εναγόμενη. Αν, δε, η ασφαλιστική κάλυψη ανήκε στην Εναγόμενη, ουδόλως εξηγείται γιατί η Ασφαλιστική εξέδωσε σχετική βεβαίωση στο όνομα της αποβιωσάσης με σκοπό την «υποβολή μαζί με την Δήλωση Εισοδήματος στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων» (Τεκμήρια 6 και 18). Στη βάση, λοιπόν, των πιο πάνω, προκύπτει ξεκάθαρα ότι ιδιοκτήτρια της ασφαλιστικής κάλυψης ήταν η ίδια η αποβιώσασα.

 

Η ΕΓ, εντασσόμενη στο εν λόγω ομαδικό σχέδιο ασφάλισης, αποδέχτηκε όπως η αποζημίωση που θα λάμβανε από την Ασφαλιστική διατίθετο με τον πιο πάνω τρόπο. Δυνάμει των όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, δηλαδή, η ΕΓ συμφώνησε όπως η αποζημίωση που θα λάμβανε να διατίθετο απευθείας από την Ασφαλιστική στην Εναγόμενη προς εξόφληση χρεωστικού υπολοίπου της, είτε μερικώς είτε εξολοκλήρου αναλόγως του ύψους του εν λόγω υπολοίπου. Συνεπώς, η καταβολή του ασφαλισμένου κεφαλαίου απευθείας από την Ασφαλιστική στην Εναγομένη προκύπτει να έγινε ως αποτέλεσμα, βασικά, εκχώρησης του δικαιώματος της αποβιωσάσης προς όφελος της Εναγομένης. Εξ ου και η αναφορά στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο περί εφαρμογής του προβλεπόμενου τρόπου πληρωμής του ασφαλισμένου κεφαλαίου «ανεξαρτήτως εάν ο ασφαλισμένος έχει υπογράψει σύμβαση εκχώρησης ασφαλιστηρίου ή όχι προς τον Εκδοχέα/Ιδιοκτήτη».

 

Τίποτε δεν υπάρχει στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, Τεκμήριο 5, που να υποστηρίζει τη θέση της Εναγομένης ότι η υποχρέωση της Ασφαλιστικής συνίστατο στην εξόφληση του υπολοίπου του δανείου, η οποία, σε συνδυασμό με τη θέση της ότι οποιοδήποτε «κακώς χρεωθέν» ποσό μεταφέρθηκε στο υπόλοιπο και εξοφλήθηκε από την Ασφαλιστική, καταλήγει στην εισήγηση ότι το «κακώς χρεωθέν και καταβληθέν» ποσό θα πρέπει να επιστραφεί στην Ασφαλιστική. Η θέση αυτή αντιστρατεύεται τις ρητές πρόνοιες του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και δη αυτές που αφορούν στην πληρωμή του ασφαλισμένου κεφαλαίου, δηλαδή του συγκεκριμένου ποσού που ασφαλίστηκε, και όχι ενός αόριστου ποσού που θα τύγχανε οφειλόμενο. Μπορεί μεν το ασφαλισμένο κεφάλαιο να αντιστοιχούσε στο οφειλόμενο υπόλοιπο κατά την 1/1/2016 αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η υποχρέωση της Ασφαλιστικής συνίστατο στην εξόφληση του υπολοίπου που πραγματικά οφειλόταν. Δεν συναρτούνταν, δηλαδή, με το οποιοδήποτε ποσό τύγχανε πραγματικά οφειλόμενο. Η υποχρέωση της Ασφαλιστικής συνίστατο στην καταβολή του ασφαλισμένου κεφαλαίου εξ ου και ο υπολογισμός των ασφαλίστρων γινόταν στη βάση αυτού (Τεκμήριο 5, σελ. 6). Αν για οποιοδήποτε λόγο η Εναγόμενη είχε προβεί σε υπερχρεώσεις και δεν τις είχε εντοπίσει κατά την 1/1/2016 ώστε οι Πρωτοφειλέτες να ασφαλίζονταν για το πραγματικά οφειλόμενο ποσό, με αποτέλεσμα να ασφαλιστούν για ποσό μεγαλύτερο από ό,τι πραγματικά οφειλόταν και να καταβάλουν αυξημένα ασφάλιστρα, τα οποία, όμως, ως η κα Μακλάσκυ δήλωσε δεν διεκδικούνται, ουδόλως διαφοροποιεί τις οποιεσδήποτε υποχρεώσεις και δικαιώματα που απορρέουν από το ασφαλιστήριο. Οι Πρωτοφειλέτες ασφαλίστηκαν για το ποσό των €78,876 καταβάλλοντας τα σχετικά ασφάλιστρα και είναι το ποσό αυτό, δηλαδή το ασφαλισμένο κεφάλαιο, που κατέβαλε η Ασφαλιστική ως αποζημίωση δυνάμει του ασφαλιστηρίου. Επομένως, η Ασφαλιστική δεν κατέβαλε περισσότερα από όσα θα έπρεπε να καταβάλει αν δεν υφίσταντο οι «ακούσιες χρεώσεις». Κατέβαλε το ποσό που με βάση τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει, δηλαδή το ασφαλισμένο κεφάλαιο, κατόπιν επέλευσης του σχετικού ασφαλισμένου κινδύνου, ήτοι του θανάτου της ασφαλισμένης συνοφειλέτιδας, ΕΓ.

 

Η καταβολή του πιο πάνω ποσού στην Εναγομένη, το οποίο ανήκε δικαιωματικά στην αποβιώσασα, επέφερε, πράγματι, εξόφληση του επίδικου λογαριασμού. Εξάλλου και ο Ενάγων θεωρούσε τον επίδικο λογαριασμό εξοφλημένο και είναι μόνο μεταγενέστερα, το 2017, όταν περιήλθαν εις γνώση του διάφορα δημοσιεύματα, που απέστειλε στην Εναγόμενη την επιστολή, Τεκμήριο 9. Η καταβολή έγινε μεν από την Ασφαλιστική, πλην, όμως, έγινε στη βάση των όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, τους οποίους η ΕΓ αποδέχτηκε εντασσόμενη στο ομαδικό σχέδιο ασφάλισης και, συνεπώς, ενεργώντας κατ’ εξουσιοδότηση της. Ως αναφέρεται στο σύγγραμμα Handley (ανωτέρω), σελ. 102, παρ. 6-006, «[a] representor includes any person who made the representation, or who adopts or repeats a representation made by another, and any person by whose authority, or with whose privity, or on whose behalf, it was made.». Αν το ζήτημα παρέμενε ως εδώ, ενδεχομένως, να μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής τα όσα αποφασίστηκαν στην Αναστάσης Μουλαζίμης Λτδ (ανωτέρω).

 

Κατά την κρίση μου, όμως, η παρούσα διαφοροποιείται. Εξηγώ.

 

Ουδόλως προκύπτει από τις θέσεις που η ίδια η Εναγόμενη προώθησε ότι στηρίχθηκε σε οποιαδήποτε παράσταση από μέρους του Ενάγοντα ή της Ασφαλιστικής εκ μέρους της ΕΓ, είτε σε σχέση με την εξόφληση του επίδικου λογαριασμού είτε σε σχέση με την αποδοχή του μέχρι τότε υπολοίπου δια της υπογραφής των αιτήσεων για τροποποίηση της Συμφωνίας Δανείου (Τεκμήριο 3), και ενήργησε εις βάρος των συμφερόντων της. Ως είναι παραδεκτό και ανέφερε και η ΜΥ, είναι η ίδια η Εναγόμενη που μετά την εξόφληση του επίδικου λογαριασμού και παρά το ότι «ο πιο πάνω λογαριασμός [ήταν] εξοφλημένος και κλειστός», απέστειλε την επιστολή, Τεκμήριο 10, αναγνωρίζοντας την «ακούσια λανθασμένη χρέωση τόκων» και ζητώντας την παροχή λεπτομερειών λογαριασμού για τη μεταφορά του σχετικού ποσού. Τούτο, ως εξήγησε η ΜΥ, έγινε «βάσει της κοινωνικής πολιτικής που ασκούσε ο συνεργατισμός».

 

Το όλο ζήτημα, δηλαδή, που προέκυψε στην υπό κρίση περίπτωση δεν συνιστά περίπτωση όπου ο Ενάγων επιζήτησε να ανατρέψει την «ασφάλεια των συναλλαγών και [τη] βεβαιότητα των πράξεων» ή να εκθεμελιώσει την «όλη ιδέα της οριστικότητας των σχέσεων», ως τέθηκε η ουσία του ζητήματος στην Αναστάσης Μουλαζίμης Λτδ (ανωτέρω). Συνιστά, αντίθετα, περίπτωση όπου μετά την εξόφληση του λογαριασμού και μέχρι σήμερα η ίδια η Εναγόμενη δέχεται και είναι πρόθυμη να επιστρέψει το ποσό των «ακούσιων χρεώσεων». Ζήτημα κωλύματος για την επιστροφή του εν λόγω ποσού, άλλωστε, δεν εγέρθη ούτε με την επόμενη επιστολή της Εναγόμενης, Τεκμήριο 12, αλλά ούτε και κατά τη μαρτυρία της ΜΥ, η οποία ανέφερε ότι το ποσό των «ακούσιων λανθασμένων χρεώσεων» κρατείται μέχρι και σήμερα σε λογαριασμό καθολικού, δεν το επωφελείται η Εναγόμενη και είναι προς διάθεση στο πρόσωπο που θεωρεί η Εναγόμενη ότι θα πρέπει να αποδοθεί, δηλαδή στην Ασφαλιστική. Αυτό που κατ’ ουσία τελεί υπό αμφισβήτηση είναι το πρόσωπο στο οποίο θα πρέπει να επιστραφεί το ποσό των «ακούσιων χρεώσεων», δηλαδή το ποσό που καταβλήθηκε πέραν των νόμιμων χρεώσεων, αφού ο Ενάγων υποστήριξε ότι θα πρέπει να επιστραφεί στον ίδιο και η Εναγόμενη στην Ασφαλιστική. Προκύπτει, επομένως, ότι η θέση περί κωλύματος συνιστά, πράγματι, εκ των υστέρων σκέψη, είναι αβάσιμη και απορρίπτεται καθώς και ότι η υπό κρίση περίπτωση διαφοροποιείται από την Αναστάσης Μουλαζίμης Λτδ (ανωτέρω).

 

Η θέση της Εναγομένης ότι οι «ακούσιες χρεώσεις» καταβλήθηκαν από την Ασφαλιστική και όχι από τους Πρωτοφειλέτες, έχοντας υπόψη τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, θεωρώ ότι στηρίζεται σε εσφαλμένη βάση. Θεωρεί ως δεδομένο ότι η Ασφαλιστική καταβάλλοντας το ποσό των €78,876.46 προέβη η ίδια σε εξόφληση του λογαριασμού. Η ορθή διάσταση του ζητήματος, όμως, κατά την κρίση μου, δεν είναι αυτή. Η Ασφαλιστική, δυνάμει των όρων του ασφαλιστηρίου, κατέβαλε το πιο πάνω ποσό απευθείας στην Εναγόμενη προς εξόφληση χρεωστικού υπολοίπου της ΕΓ ενεργώντας για λογαριασμό και κατ’ εξουσιοδότηση της.

 

Αν και καθίσταται περιττό, για σκοπούς πληρότητας και επειδή το ζήτημα απασχόλησε εκτενώς τους συνηγόρους, σημειώνω, περαιτέρω, τα ακόλουθα σε σχέση με την θέση της Εναγομένης περί του ότι οι «ακούσιες χρεώσεις παρέμειναν στο υπόλοιπο»:

 

Ουδείς αμφισβήτησε ότι ο τόκος κεφαλαιοποιούνταν μια φορά ετησίως. «Κεφαλαιοποίηση του τόκου», ως η ίδια η λέξη καταδεικνύει, σημαίνει ότι ο τόκος γίνεται κεφάλαιο και, έτσι, υπόκειται σε τοκισμό (σχετικό είναι το α. 3(1)(δ), περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999 (160(Ι)/1999), σε σχέση με την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων «να μην ανατοκίζουν περισσότερο από δύο φορές το χρόνο»). Ο τόκος υπολογιζόταν σε ετήσια βάση «πάνω στα ημερήσια χρεωστικά υπόλοιπα» (όρος 3(α), Συμφωνίας Δανείου) και, ως προκύπτει από την κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήρια 13 και 19, καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου, την 31/12 κάθε έτους, ο τόκος προστίθετο στο οφειλόμενο υπόλοιπο, δηλαδή κεφαλαιοποιούνταν (σημ. η μόνη διαφορά μεταξύ των Τεκμηρίων 13 και 19 είναι ότι στο Τεκμήριο 19 παρουσιάζεται το συνολικό ποσό των χρεώσεων και των πιστώσεων). Το άθροισμα του οφειλόμενου υπολοίπου και του κεφαλαιοποιημένου τόκου αποτελούσε το νέο κεφάλαιο προς εξόφληση του οποίου καταβάλλονταν οι επόμενες μηνιαίες δόσεις και υπολογιζόταν ο νέος τόκος. Εξ ου και η Ασφαλιστική ασφάλιζε το χρεωστικό υπόλοιπο που υφίστατο την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους και το ποσό αυτό συνιστούσε το ασφαλισμένο κεφάλαιο. Οι «ακούσιες χρεώσεις» συνιστούσαν λανθασμένες χρεώσεις τόκου, αφού, ως αμφότεροι οι ΜΕ2 και ΜΥ ανέφεραν, προέκυψαν συνεπεία λανθασμένης εφαρμογής του επιτοκίου, είτε λόγω μη ορθής εφαρμογής των αυξομειώσεων του βασικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είτε λόγω παράνομης διακύμανσης του περιθωρίου. Ως, δε, η ΜΥ δέχθηκε και ο ΜΕ2 ουδέν περί του αντιθέτου προέβαλε, δεν υπήρχε σε σχέση με τις πληρωμές διαχωρισμός κεφαλαίου και τόκου. Προκύπτει, συνεπώς, ότι οι πληρωμές, είτε αυτές έγιναν από τους ίδιους τους Πρωτοφειλέτες είτε από την Ασφαλιστική, λογίζονταν έναντι του συνολικού κεφαλαίου, του ενιαίου και αδιαίρετου συνόλου, δηλαδή, το οποίο αποτελούνταν από το άθροισμα του εναπομείναντος αρχικού κεφαλαίου και των μέχρι τότε κεφαλαιοποιημένων τόκων. Στη βάση αυτή, επομένως, η θέση της ΜΥ ότι οι «ακούσιες χρεώσεις παρέμειναν στο υπόλοιπο» και κατ’ επέκταση ότι εξοφλήθηκαν από την Ασφαλιστική είναι αβάσιμη και απορρίπτεται. Το γεγονός ότι το ύψος των μηνιαίων δόσεων ήταν σταθερό και δεν αυξομειωνόταν στη βάση του λανθασμένου επιτοκίου δεν έχει καμία σημασία αφού, ως η ΜΥ δέχθηκε, η επιβολή επιπρόσθετων (παράνομων) χρεώσεων θα επεξέτεινε τη διάρκεια του δανείου σε περίπτωση, εννοείται, που δεν επερχόταν ο θάνατος της ΕΓ και ενεργοποιούνταν οι πρόνοιες του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

 

Στη βάση των πιο πάνω, ορθή κρίνω ότι είναι η θέση του ΜΕ2 ότι το ποσό των «ακούσιων», κατά τον ίδιο «παράνομων», χρεώσεων, το οποίο υπολόγισε στις €26,276.94, «δηλώνει το επιπλέον ποσό που έχει καταβληθεί έναντι του δανειακού λογαριασμού τόσο από τον Ενάγοντα αλλά και από την αξίωση και αποζημίωση που προέκυψε από την ασφαλιστική εταιρεία.». Ανέφερε, δε, ότι η αποζημίωση που κατέβαλε η Ασφαλιστική ήταν περιουσιακό στοιχείο του ασφαλισμένου και είναι σε αυτό το πλαίσιο που θα πρέπει να ιδωθεί η θέση του ότι οι υπερχρεώσεις καταβλήθηκαν από τους Πρωτοφειλέτες.

 

Προκύπτει, κατά συνέπεια, ότι τη ζημιά από τη χρέωση των «ακούσιων χρεώσεων» την υπέστησαν οι Πρωτοφειλέτες δια των μηνιαίων πληρωμών στις οποίες προέβαινε, ως αναφέρεται πιο κάτω, ο Ενάγων ιδίοις χρήμασι και δια της καταβολή της αποζημίωσης που δικαιούνταν η ΕΓ δυνάμει του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

 

Σε ό,τι αφορά το ύψος των «ακούσιων χρεώσεων», η Εναγόμενη, τόσο με την επιστολή της, Τεκμήριο 10, όσο και μέσω της μαρτυρίας της ΜΥ, παραδέχτηκε ότι ανέρχεται στις €29,090.84 ενώ ο ΜΕ2 υποστήριξε ότι είναι €26,276.94. Ο κ. Βαρνάβας αντεξέτασε τον ΜΕ2 σε σχέση με τον υπολογισμό του ποσού αυτού εστιάζοντας, κυρίως, στο κατά πόσο οι εν λόγω υπερχρεώσεις προέκυψαν λόγω λανθασμένης εφαρμογής του επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή παράνομης διακύμανσης του περιθωρίου. Ο ΜΕ2 δεν γνώριζε τις οποιεσδήποτε διακυμάνσεις του περιθωρίου ή κατά πόσο ήταν νόμιμες και, ως εκ τούτου, ως ανέφερε, εφάρμοσε κατά τους υπολογισμούς του το ποσοστό περιθωρίου που προνοείται στη Συμφωνία Δανείου (2%). Από την άλλη, η ΜΥ επιβεβαίωσε ότι το εφαρμοστέο βασικό επιτόκιο ήταν λανθασμένο και ως προς το περιθώριο ανέφερε ότι, αν υπήρχε αντισυμβατική εφαρμογή του, διορθώθηκε κατά τον υπολογισμό των «ακούσιων χρεώσεων». Δεδομένου ότι διακύμανση του βασικού επιτοκίου και η μέθοδος που ακολούθησε ο ΜΕ2 για τον υπολογισμό του ύψους των υπερχρεώσεων ουδόλως αμφισβητήθηκαν, η διαφορά μεταξύ του ποσού των €26,276.94, στο οποίο κατέληξε ο ΜΕ2, και του ποσού των €29,090.84, που παραδέχτηκε η Εναγόμενη, φαίνεται να προκύπτει λόγω διαφορετικής εφαρμογής ποσοστού περιθωρίου. Το σημαντικό, όμως, είναι ότι η Εναγόμενη παραδέχτηκε και ουδέποτε αμφισβήτησε ότι το ποσό των «ακούσιων χρεώσεων» ανέρχεται στο ποσό των €29,090.84, το οποίο είναι και το ποσό που ο Ενάγων αξιώνει με την αγωγή του και ουδέποτε ρητά περιόρισε. Επομένως, ενόψει της παραδοχής της Εναγομένης, θεωρώ την οποιαδήποτε περαιτέρω ενασχόληση με το ζήτημα του ύψους των υπερχρεώσεων παντελώς αχρείαστη.

 

Σημειώνω, για σκοπούς πληρότητας, σε σχέση με την θέση του κ. Βαρνάβα στη γραπτή του αγόρευση ότι ο ΜΕ2 αναφέρθηκε σε 3 διαφορετικά ποσά (€26,700.42, €26,279.94, €26,276.94) τα ακόλουθα: Ο ΜΕ2 με επάρκεια εξήγησε ότι στο πρώτο ποσό περιλαμβάνεται η διαγραφή χρέους (€420,48), την οποία, ως διευκρίνισε, ο Ενάγων δεν δικαιούται και άρα δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη υποδεικνύοντας τη σχετική κίτρινη καταγραφή στην κατάσταση, Τεκμήριο 19 (€26,279.94). Η διαφορά μεταξύ των άλλων δύο ποσών, εξήγησε, έγκειται στην στρογγυλοποίηση των αριθμών κατά τις προσθαφερέσεις (rounding figures) και ουδόλως αμφισβητήθηκε. Εξήγησε, επίσης, με εντιμότητα και ειλικρίνεια τις ομολογουμένως επουσιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο αναδομημένων καταστάσεων, Τεκμήρια 14 και 19.

 

Τίποτε από όσα προβλήθηκαν δεν πλήττει βάσιμα την γενική αξιοπιστία του ΜΕ2, ο οποίος με σταθερότητα υποστήριξε τις θέσεις του βασιζόμενος στην εμπειρογνωμοσύνη του, η οποία ουδόλως αμφισβητήθηκε, επεξηγώντας την μέθοδο με την οποίο εργάστηκε κατά την ετοιμασία των αναδομημένων καταστάσεων λογαριασμού. Ο Ενάγων, ουσιαστικά, παρέθεσε τις δικές του θέσεις. Από την άλλη, η ΜΥ προέβαλε θέσεις και ισχυρισμούς, οι οποίοι, ως εξηγήθηκε πιο πάνω, δεν ευσταθούν και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί.

 

Ο επιμερισμός του επιστρεπτέου ποσού μεταξύ των Πρωτοφειλετών δεν απασχόλησε καμία πλευρά. Η κα Μακλάσκυ τόνισε ιδιαίτερα τον όρο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, Τεκμήριο 5, περί της υποχρέωσης του «Εκδοχέα/Ιδιοκτήτη», δηλαδή της Εναγομένης, να «…καταβάλλει οποιοδήποτε τυχόν υπόλοιπο στον ασφαλισμένο ή στον διαχειριστή της περιουσίας του…». Η βάση της αγωγής, όμως, του Ενάγοντα δεν αφορά σε παράβαση υποχρεώσεων της Εναγομένης που απορρέουν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, αλλά στη χρέωση του επίδικου λογαριασμού με παράνομες χρεώσεις. Είναι γι’ αυτόν το λόγο, άλλωστε, που η αγωγή κινήθηκε στο όνομα του Ενάγοντα τόσο υπό την προσωπική του ιδιότητα όσο και υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης, ΕΓ.

 

Δεδομένου, λοιπόν, ότι:

 

(α) ως και η ΜΥ δέχτηκε, οι «ακούσιες χρεώσεις» αφορούν σε όλη τη διάρκεια του δανείου,

(β) ως προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας του Ενάγοντα, οι μηνιαίες δόσεις αποπληρωμής του δανείου καταβάλλονταν από τον ίδιο προσωπικά, και

(γ) δικαιούχος του ποσού που καταβλήθηκε από την Ασφαλιστική ήταν η ΕΓ, ως εξηγείται πιο πάνω,

 

θεωρώ ορθό και δίκαιο όπως το επιστραπτέο ποσό επιμεριστεί προς όφελος του Ενάγοντα υπό την προσωπική του ιδιότητα σε αναλογία του κεφαλαίου που κατέβαλε δια των μηνιαίων δόσεων έναντι του συνολικού πληρωθέντος ποσού (95,138.98 / 174,435.92 - 420.28), και, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης, ΕΓ, σε αναλογία του ποσού που καταβλήθηκε από την Ασφαλιστική έναντι του συνολικού πληρωθέντος ποσού (78,876.46 / 174,435.92 – 420.28).

 

Κατάληξη

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αγωγή επιτυγχάνει ως ακολούθως:

 

Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα, υπό την προσωπική του ιδιότητα, για το ποσό των €15,904.74, πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώριση της αγωγής μέχρι πλήρους εξόφλησης.

 

Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα, ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης, Ελένης Γιαννακού, για το ποσό των €13,186.10, πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώριση της αγωγής μέχρι πλήρους εξόφλησης.

 

Επιδικάζονται έξοδα εναντίον της Εναγομένης, ως υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο (1 σετ), πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

 

(Υπ.)…………………….

Κ. Ηλία, Ε.Δ.

 

Πρωτοκολλητής

Πιστό αντίγραφο

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο