ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Δ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 2622/2013
Μεταξύ:
Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία (πρώην EFG Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία) από την Αθήνα
Εναγόντων
-και-
CYPRUS TELECOMUNICATIONS AUTHORITY από τη Λευκωσία
Εναγομένων
τροποποιηθείσα δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου ημερ.8.7.2014.
Μεταξύ:
Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία (πρώην EFG Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία) από την Αθήνα
Εναγόντων
-και-
CYPRUS TELECOMUNICATIONS AUTHORITY (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου) από τη Λευκωσία
Εναγομένων
τροποποιηθείσα δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου ημερ.15.12.2021.
Μεταξύ:
MEXICO FINANCE DAC από το Δουβλίνο, μέσω της εταιρείας διαχειρίσεως doValue Greece ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ
Εναγόντων
-και-
CYPRUS TELECOMUNICATIONS AUTHORITY (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου) από τη Λευκωσία
Εναγομένων
Ημερομηνία: 29 Σεπτεμβρίου, 2025.
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα: κ. Γιορδαμλής
Για Εναγόμενη: κ. Στρόππος
ΑΠOΦΑΣΗ
Η απαίτηση
Η Ενάγουσα απέκτησε το δικαίωμα προώθησης της παρούσας αγωγής στη βάση σχετικών συμφωνιών μεταξύ τρίτης εταιρείας (με την οποία διατηρεί, σχετική, συμβατική σχέση) και της αρχικής Ενάγουσας, ενώ εκκρεμούσε τούτη, εξ ου και, κατόπιν σχετικής άδειας του Δικαστηρίου, τροποποιήθηκε ο τίτλος της. Το δικαίωμα της Ενάγουσας να προωθεί την παρούσα αγωγή δεν αμφισβητείται από πλευράς της Εναγόμενης. Ωστόσο, για να είναι ευχερέστερη η κατανόηση της παρούσας και για να συνάδουν τα εδώ γραφόμενα με το περιεχόμενο των ενώπιον του Δικαστηρίου τεκμηρίων, εκεί που κρίνεται σκόπιμο, αναφορά θα γίνεται στην αρχική Ενάγουσα, η οποία και αποτελεί το πρόσωπο που ενεργούσε κατά τον ουσιώδη για την παρούσα αγωγή χρόνο.
Με την παρούσα αγωγή, ως εν τέλει αποκρυσταλλώθηκε κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων, επιδιώκεται η έκδοση απόφασης υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των €233.709[1], επί το ότι η τελευταία κατέβαλε τούτο προς τρίτο πρόσωπο (την Άνκο Ανώνυμος Εταιρεία Αντιπροσωπειών Εμπορίου και Βιομηχανίας – στο εξής «η Άνκο»), ενώ είχε υποχρέωση, κατά την Ενάγουσα, στη βάση συμφωνίας εκχώρησης μεταξύ της Άνκο και της αρχικής Ενάγουσας, να το καταβάλει στην τελευταία.
Κοινώς αποδεκτά γεγονότα
Ως αβίαστα προκύπτει, τόσο από τα δικόγραφα όσο και από το ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρικό υλικό, αλλά και από τις αγορεύσεις των συνήγορων των διαδίκων, τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα αγωγή αποτελούν, στην ουσία, κοινό τόπο μεταξύ των διαδίκων, με τη διαφορά τους να επικεντρώνεται στις νομικές συνέπειες τούτων. Έχουν ως εξής:
Στο παρελθόν, η Άνκο δανειοδοτήθηκε από την αρχική Ενάγουσα. Ακολούθως, και συγκεκριμένα τον Ιούλιο του 2008, η Άνκο υπέγραψε συμφωνία με την Εναγόμενη, με διακριτικό αριθμό ΑΤ6/2007, για εκτέλεση συγκεκριμένου έργου της τελευταίας, στη βάση της οποίας καταβλήθηκε στην πρώτη συγκεκριμένη προκαταβολή, ενώ το τελικό ποσό της συμφωνίας θα εξαρτάτο από την πορεία και τον όγκο των εργασιών που θα εκτελούσε και θα καταβαλλόταν τμηματικά σε αυτή στη βάση της πορείας των εκτελεσθεισών εργασιών (στο εξής «η συμφωνία του έργου»). Η συμφωνία του έργου διεπόταν από το κυπριακό δίκαιο και δικαιοδοσία, να εκδικάσουν την όποια τυχόν διαφορά των συμβαλλομένων, είχαν τα κυπριακά Δικαστήρια.
Τέλη Σεπτεμβρίου 2008, η Άνκο αποτάθηκε στην Εναγόμενη, στη βάση του όρου 33 της συμφωνίας του έργου, και ζήτησε όπως τούτη συγκατατεθεί για να εκχωρηθούν τα δικαιώματά της που απορρέουν από την εν λόγω συμφωνία σε ελληνικό τραπεζικό ίδρυμα[2], με σκοπό την ομαλή χρηματοδότηση του έργου.
Τέλη Οκτωβρίου 2008, η Εναγόμενη ενημέρωσε την Άνκο ότι, στη βάση του όρου 33 της συμφωνίας του έργου, συγκατατίθεται στην εκχώρηση των πληρωμών που δικαιούται τούτη δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας, σε τράπεζα που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα[3].
Στις 21.01.2009, μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος, η Άνκο ενημέρωσε την Εναγόμενη ότι «σας γνωρίζουμε ότι εκχωρήσαμε την μεταξύ μας σύμβαση υπ. αριθμ.Ατ6 στην FIRST BUSINESS BANK-Δ/νση Μεγάλων Πελατών» (στο εξής «η FBB»)[4] και ζήτησε από αυτή (την Εναγόμενη), όπως (α) βεβαιώσει το τελικό ποσό της συμφωνίας, (β) το ποσό της ήδη καταβληθείσας προκαταβολής και (γ) ότι δεν έχει γνωστοποιηθεί, μέχρι εκείνη τη στιγμή, από άλλο τραπεζικό ίδρυμα, εκχώρηση της ίδιας συμφωνίας.
Στις 28.01.2009, η Εναγόμενη, στη βάση της πιο πάνω απαίτησης της Άνκο, απάντησε ότι, (α) το συνολικό ποσό που αναφέρεται στη συμφωνία του έργου ανέρχεται στα €1.148.689, το οποίο, ωστόσο, προκύπτει από τις αναφερόμενες στη συμφωνία ποσότητες, οι οποίες είναι ενδεικτικές, και ότι το τελικό ποσό της συμφωνίας θα προκύψει ανάλογα με τις ποσότητες που θα παραγγελθούν από την Εναγόμενη σύμφωνα με τις πραγματικές της ανάγκες, (β) ότι της έχουν ήδη καταβάλει (στην Άνκο) την προκαταβολή του ποσού €89.172 και (γ) ότι δεν έχει περιέλθει στη γνώση της οποιαδήποτε εκχώρηση πληρωμών που δικαιούται η Άνκο, με βάση τη συμφωνία του έργου, σε οποιαδήποτε άλλη τράπεζα.
Στις 15.09.2009, η Άνκο, προς εξασφάλιση πιστωτικών διευκολύνσεων που είχε λάβει από την αρχική Ενάγουσα, υπέγραψε μαζί της και με την εταιρεία Anaptyxi SME II APC Limited (στο εξής «η Anaptyxi») συμφωνία η οποία τιτλοφορείται ως, «Σύμβαση Ενεχυριάσεως Απαιτήσεων», στη βάση του όρου 2 της οποίας, η Άνκο, προς εξασφάλιση των τραπεζικών διευκολύνσεων που της παρείχε η αρχική Ενάγουσα, «εκχωρεί λόγω ενεχύρου στους αποδεχόμενους αφενός Συμβαλλομένους κάθε απαίτησή της η οποία απορρέει ή θα απορρεύσει από τη Σύμβαση Έργου» (στο εξής, για σκοπούς ευκολίας, αφού το ζήτημα αυτό θα απασχολήσει και κατωτέρω, «η συμφωνία εκχώρησης»). Στη βάση δε του όρου 3.1 της συμφωνίας εκχώρησης, η αρχική Ενάγουσα «Δικαιούται, αφενός ως Διαχειριστής και αφετέρου ιδίω ονόματι, οποτεδήποτε από σήμερα και ανεξάρτητα από το ληξιπρόθεσμο ή όχι των Ασφαλιζομένων Απαιτήσεων να εισπράττει μόνη, χωρίς οποιαδήποτε άλλη διατύπωση και χωρίς τη μεσολάβηση του Ενεχυράζοντος, τις εκχωρηθείσες λόγω ενεχύρου απαιτήσεις. Το προϊόν των απαιτήσεων αυτών θα φέρεται, μετά την αφαίρεση των εξόδων οποιασδήποτε φύσεως, σε πίστωση του λογαριασμού οποιασδήποτε από τις Ασφαλιζόμενες Απαιτήσεις. Διευκρινίζεται πάντως ότι, από το προϊόν εκχωρηθεισών απαιτήσεων, που θα εισπράττει η Τράπεζα κατά τα ανωτέρω θα ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα οι Ασφαλιζόμενες Απαιτήσεις της Anaptyxi …». Η συμφωνία εκχώρησης διεπόταν από την ελληνική νομοθεσία, και για κάθε διαφορά που ήθελε τυχόν προκύψει, δικαιοδοσία είχαν τα Δικαστήρια της Αθήνας.
Στις 03.11.2009, η αρχική Ενάγουσα επέδωσε, μέσω ιδιώτη επιδότη, στην Εναγόμενη, τη συμφωνία εκχώρησης, χωρίς, τούτη, να συνοδεύεται από οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, όπως κάποια επιστολή ή άλλη σημείωση.
Μέχρι και την ανωτέρω επίδοση της συμφωνίας εκχώρησης στην Εναγόμενη, η τελευταία είχε ήδη καταβάλει διάφορα ποσά προς την Άνκο σε σχέση με εκτελεσθείσες, μέχρι τότε, εργασίες της στη βάση της συμφωνίας του έργου. Μετά την επίδοση της συμφωνίας εκχώρησης στην Εναγόμενη, η τελευταία, στη βάση περαιτέρω εκτελεσθεισών εργασιών, κατέβαλε, μέχρι και τις 21.10.2010, στην Άνκο, το επιπρόσθετο, συνολικό, ποσό των €191.897,79.
Κατ' εκείνη την ημερομηνία (21.10.2010), η αρχική Ενάγουσα συνέταξε επιστολή προς την Εναγόμενη, η οποία της επιδόθηκε, μέσω ιδιώτη επιδότη, στις 18.11.2010, και ζητούσε από αυτή όπως επιβεβαιώσει εγγράφως, (α) το ύψος της οφειλής προς την Άνκο δυνάμει της συμφωνίας του έργου και (β) τον χρόνο πληρωμής της εν λόγω οφειλής. Την ενημέρωνε, επίσης, ότι, οποιεσδήποτε πληρωμές της σε σχέση με τη συμφωνία του έργου θα μπορούσαν να γίνουν είτε με επιταγή σε διαταγή της αρχικής Ενάγουσας, είτε με πίστωση του λογαριασμού της Άνκο που διατηρεί σε αυτή.
Προτού η Εναγόμενη απαντήσει στη μόλις πιο πάνω επιστολή της αρχικής Ενάγουσας, και συγκεκριμένα στις 31.01.2011, η Άνκο, μέσω επιστολή της, ενημέρωσε την πρώτη ότι αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες και κατά συνέπεια τερμάτισε τις εργασίες που εκτελούσε και ζητούσε λύση της συμφωνίας του έργου. Εισηγείτο δε σε αυτή, όπως αποδεχθεί η ολοκλήρωση του έργου να γίνει από τον υπεργολάβο της, και δη την εταιρεία Inaccess Networks (στο εξής «η Inaccess»).
Στις 25.05.2011, η Άνκο απέστειλε επιστολή στην Εναγόμενη με την οποία την ενημέρωνε ότι, νοουμένου ότι συμφωνεί και η ίδια (η Εναγόμενη), προτίθεται να εκχωρήσει τη συμφωνία του έργου, για σκοπούς υλοποίησής της, στην Inaccess, η οποία έχει ήδη αποδεχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σημειώνοντας, επίσης, ότι, οι εκχωρηθείσες, στην αρχική Ενάγουσα, απαιτήσεις της από αυτή (στη βάση της συμφωνίας του έργου), συνεχίζουν να ισχύουν και ότι «οι καταβολές των οφειλόμενων ποσών από σήμερα και στο εξής θα γίνονται απ’ ευθείας προς την EFG EUROBANK (αρχική Ενάγουσα), σύμφωνα με τις οδηγίες που σας έχουν δοθεί από την εν λόγω Τράπεζα με την επίδοση της σύμβασης εκχώρησης.»
Την 01.11.2011, η Εναγόμενη, μέσω επιστολής της (Τεκμήριο 11.1), ενημέρωσε την αρχική Ενάγουσα, (α) για το, ανωτέρω αναφερόμενο, συνολικό ποσό του έργου και ότι αυτό είναι ενδεικτικό και θα διαμορφωθεί ανάλογα με τις ποσότητες που θα παραγγείλει σύμφωνα με τις πραγματικές της ανάγκες, (β) ότι έχει ήδη καταβάλει την ανωτέρω αναφερόμενη προκαταβολή, καθώς επίσης και ένα επιπρόσθετο ποσό της τάξης των €275.780 για ποσότητες που έχουν ήδη παραδοθεί από την Άνκο, (γ) ότι συναινεί, σύμφωνα με το άρθρο 33 της συμφωνίας του έργου, όπως η Άνκο εκχωρήσει την υλοποίηση του έργου στην Inaccess, νοουμένου ότι συναινεί και η αρχική Ενάγουσα, στην οποία, ως εκεί καταγράφεται, έχουν εκχωρηθεί οι πληρωμές που θα δικαιούται η Inaccess, και παρακάλεσε όπως της υποδειχθεί σε ποιον/ποιους θα γίνονται οι πληρωμές σε περίπτωση που θα γίνει η εκχώρηση στην Inaccess» και (δ) ότι, στην περίπτωση που συναινούσαν όλα τα μέρη, η Εναγόμενη ήταν πρόθυμη να καλέσει συνάντηση των μερών για ολοκλήρωση και υπογραφή των απαραίτητων εγγράφων.
Στις 20.12.2011, η αρχική Ενάγουσα, μέσω επιστολής της, ημερομηνίας 02.12.2011, ενημέρωσε την Εναγόμενη ότι, στη βάση της επιστολή της (της Εναγόμενης) ημερομηνίας 01.11.2011, αντιλήφθηκε ότι τούτη κατέβαλε ήδη στην Άνκο το ποσό των €275.780, πέραν της προκαταβολής, και ότι δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωσή της να καταβάλει το εν λόγω ποσό στην ίδια (αρχική Ενάγουσα).
Στις 16.12.2011, η Εναγόμενη, μέσω επιστολής της (Τεκμήριο 12.1), ενημέρωσε την αρχική Ενάγουσα, μεταξύ άλλων ότι, (α) μέχρι την ημερομηνία επίδοσης σε αυτή της συμφωνίας εκχώρησης (03.11.2009), είχε ήδη καταβάλει, απευθείας, στην Άνκο το συνολικό ποσό των €131.244,07, περιλαμβανομένης της προκαταβολής, (β) κατά ή μετά την ανωτέρω επίδοση, ουδεμία οδηγία ή εντολή δόθηκε είτε από την Άνκο είτε από την αρχική Ενάγουσα ως προς το πού θα έπρεπε να πληρώνονται ή να πιστώνονται τα ποσά που θα καταβάλλονταν με βάση τη συμφωνία του έργου, με αποτέλεσμα, μέχρι και την παραλαβή της σχετικής επιστολής της αρχικής Ενάγουσας, ημερομηνίας 21.10.2010, να έχει πληρωθεί, απευθείας στην Άνκο το επιπρόσθετο συνολικό ποσό των €191.897,79 για εκτελεσθείσα εργασία, (γ) ότι από τις 21.10.2010, όταν και η αρχική Ενάγουσα συνέταξε την ανωτέρω επιστολή της, η οποία και επιδόθηκε στην Εναγόμενη στις 18.11.2010, έχει καταβληθεί, απευθείας, στην Άνκο το επιπρόσθετο ποσό των €41.811,44, (δ) η Άνκο δεν δικαιούται, πλέον, σε οποιαδήποτε άλλη πληρωμή, καθότι έχει διακόψει τις εργασίες του έργου και κατά συνέπεια η Εναγόμενη θα προχωρήσει στον τερματισμό της συμφωνίας του έργου και (ε) ότι «… οι απαιτήσεις που η ΑΝΚΟ Α.Ε. έχει εκχωρήσει σε σας (την αρχική Ενάγουσα) προκύπτουν από εργασίες που θα εκτελούσε και η ίδια η ΑΝΚΟ Α.Ε., δηλώνει αδυναμία εκτέλεσης περαιτέρω εργασιών.»
Των πιο πάνω εξελίξεων ακολούθησαν προσπάθειες διευθέτησης της διαφοράς, ώστε να εκχωρηθούν οι εργασίες της συμφωνίας του έργου στην Inaccess, πλην όμως τούτες δεν τελεσφόρησαν. Περί τις 09.01.2012, η Άνκο, μέσω επιστολή της, ενημέρωσε την Εναγόμενη ότι δεν κατέστη δυνατή η εξεύρεση διευθέτησης και την καλούσε να τερματίσει τη συμφωνία του έργου, με αποτέλεσμα, η τελευταία, να πράξει τούτο και, ακολούθως, να υπογράψει νέα συμφωνία με την Inaccess για εκτέλεση των υπολοίπων εργασιών του έργου.
Για όλα τα πιο πάνω, κοινώς αποδεκτά, γεγονότα, έχουν κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου σωρεία τεκμηρίων, στο περιεχόμενο των οποίων γίνεται αναφορά από αμφότερους τους συνηγόρους των διαδίκων, αποδεχόμενοι, στην ουσία, ότι τούτο (το περιεχόμενο των τεκμηρίων) αντικατοπτρίζει τη χρονολογική σειρά και πραγματικό υπόβαθρο των γεγονότων που περιβάλουν την παρούσα υπόθεση. Αποτελούν, πλέον, ευρήματα του Δικαστηρίου.
Η εκδοχή της Ενάγουσας
Η Ενάγουσα, ως δικαιούχος, πλέον, των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη συμφωνία εκχώρησης, προβάλλει τη θέση ότι η αρχική Ενάγουσα, με την υπογραφή της συμφωνίας εκχώρησης, κατέστη η απόλυτη δικαιούχος των όποιων απαιτήσεων της Άνκο από την Εναγόμενη στη βάση της συμφωνίας του έργου και ότι, από τη μέρα επίδοσης της συμφωνίας εκχώρησης στην Εναγόμενη, η τελευταία όφειλε να καταβάλλει κάθε σχετική πληρωμή για τις εκτελεσθείσες εργασίες της Άνκο, στην αρχική Ενάγουσα. Προτάσσει, συναφώς, ότι, η ενέργεια της Εναγόμενης, μετά την επίδοση, σε αυτήν, της συμφωνίας εκχώρησης, να καταβάλει το συνολικό ποσό των €233.709[5], απευθείας στην Άνκο, και όχι στην αρχική Ενάγουσα, έγινε ιδίω κινδύνω, χωρίς να απαλλάσσεται της υποχρέωσης της να καταβάλει τούτο στην αρχική Ενάγουσα, και στη βάση αυτής της θεώρησης, ισχυρίζεται ότι δικαιούται στην καταβολή του συγκεκριμένου ποσού.
Η εκδοχή της Εναγόμενης
Στη αγόρευσή της, η Εναγόμενη προβάλλει τη θέση ότι, (α) η Ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει ότι συνομολογήθηκε η συμφωνία εκχώρησης, (β) εν πάση περιπτώσει, δεν παρέδωσε/απέστειλε, σε αυτή (στην Εναγόμενη) επαρκή ειδοποίηση συνομολόγησης τέτοιας συμφωνίας, ως η νομολογία απαιτεί, (γ) έστω και αν αποδείχθηκε η συνομολόγηση σύμβασης εκχώρησης και ότι δόθηκε η απαιτούμενη ειδοποίηση σε αυτή, ουδέποτε η ίδια (η Εναγόμενη) συγκατατέθηκε στο να συνομολογηθεί τέτοια συμφωνία εκχώρησης, ως ο όρος 33 της συμφωνίας του έργου απαιτούσε και (δ) ουδέποτε η ίδια παραιτήθηκε από το δικαίωμα που της παρέχει ο συγκεκριμένος συμβατικός όρος, και δη να απαιτεί όπως δοθεί η συγκατάθεσή της για να μπορεί να συνομολογηθεί συμφωνία εκχώρησης. Συναφώς με το τελευταίο, προσθέτει ότι, (ι) εν πάση περιπτώσει, η Ενάγουσα δεν δικογραφεί οποιοδήποτε ισχυρισμό περί τέτοιας παραίτησης από πλευράς της και (ιι), ούτως ή αλλιώς, δεν πληρούνται οι νομολογιακώς καθιερωθείσες προϋποθέσεις για κρίση περί του ότι τούτη παραιτήθηκε του εν λόγω δικαιώματος. Τέλος προβάλλει και τη θέση ότι είναι η Ενάγουσα που παραιτήθηκε από το δικαίωμά της να απαιτεί το επιζητούμενο ποσό, καθότι αρνήθηκε να εισπράξει τούτο από την Inaccess, η οποία προθυμοποιήθηκε να της το καταβάλει στο πλαίσιο των προσπαθειών διευθέτησης που έλαβαν χώρα κατά το 2011.
Μαρτυρία και αξιολόγησή της
Η Ενάγουσα, για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσής της, κάλεσε, ως μάρτυρα, τον Νικόλαο Ζιούδα (Μ.Ε.1), και η Εναγόμενη, για σκοπούς αναχαίτησής της, την Άννα Γιαννάκη (Μ.Υ.1).
Μαρτυρία
Ο ΜΕ1 υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής του δήλωσης και κατέθεσε ως τεκμήρια τα αναφερόμενα σε αυτήν έγγραφα, τα οποία κατατέθηκαν χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε ένσταση από πλευράς του συνηγόρου της εναγόμενης. Στην ουσία, μέσω της μαρτυρίας του, προώθησε την ανωτέρω αναφερόμενη εκδοχή της Ενάγουσας και έθεσε το αναγκαίο υπόβαθρο για να κατατεθούν τα τεκμήρια.
Κατά την αντεξέτασή του, αποδέχθηκε την υποβληθείσα σε αυτόν θέση ότι είναι οικονομολόγος και δεν κατέχει τις αναγκαίες γνώσεις για να εκφράσει γνώμη ως προς το ελληνικό δίκαιο που διέπει τη συμφωνία εκχώρησης, καθώς επίσης και δήλωσε ότι, για τα νομικά ζητήματα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση δεν μπορούσε να εκφράσει οποιαδήποτε θέση, αναγνωρίζοντας ότι γι’ αυτά, αρμόδιο να αποφανθεί είναι το Δικαστήριο. Δέχθηκε, επίσης, ότι, κατά τον χρόνο που υπογράφτηκε η συμφωνία εκχώρησης, είχαν ήδη συνομολογηθεί όλες οι συμβάσεις παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων από την αρχική ενάγουσα προς την Άνκο και, κατά συνέπεια, η συμφωνία εκχώρησης δεν σκοπούσε στην ομαλή χρηματοδότηση του έργου. Ως προς την τυχόν εκχώρηση των δικαιωμάτων στις πληρωμές της Anco, στη βάση της συμφωνίας του έργου, στην FBB, ανέφερε ότι, στο φάκελο που τηρεί η αρχική Ενάγουσα, αλλά και η Ενάγουσα, για την Άνκο, δεν ανηύρε τέτοια συμφωνία εκχώρησης, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν γνωστή στην αρχική Ενάγουσα όταν συνομολογήθηκε η επίδικη συμφωνία εκχώρησης μεταξύ της και της Anco, εκφράζοντας, επίσης και αμφιβολία αν έγινε τέτοια εκχώρηση.
Η Μ.Υ.1 υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής της δήλωσης, και κατέθεσε ως τεκμήρια τα αναφερόμενα σε αυτήν έγγραφα, καθώς επίσης και αναγνώρισε, από τα ήδη κατατεθειμένα τεκμήρια, έγγραφα στα οποία αναφέρεται στη δήλωση της. Η μαρτυρία της συνάδει με την ανωτέρω αναφερόμενη εκδοχή της Εναγόμενης και κατά συνέπεια δεν κρίνεται αναγκαίο να επαναληφθεί. Ως προς την επίδικη συμφωνία εκχώρησης, ισχυρίστηκε ότι τούτη επιδόθηκε σε συγκεκριμένο διευθυντή της Εναγόμενης, και δεδομένου ότι, σε αυτήν, η Εναγόμενη δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος, και ότι ένα εκ των συμβαλλομένων μερών ήταν άγνωστο στην τελευταία, αλλά και γιατί, η εν λόγω συμφωνία διέπετο από το ελληνικό δίκαιο, η Εναγόμενη θεώρησε ότι δεν την αφορούσε και κατά συνέπεια την αρχειοθέτησε, χωρίς να γίνει οποιαδήποτε άλλη ενέργεια από πλευράς της. Κατά την Μ.Υ.1, δεδομένης της ενημέρωσης της Εναγόμενης από την Άνκο, τον Ιανουάριο του 2009, ότι η συμφωνία του έργου εκχωρήθηκε στην FBB, η όποια μεταγενέστερη εκχώρηση της σε άλλο πρόσωπο, όπως την αρχική Ενάγουσα, προϋπόθετε, στη βάση του όρου 33 της συμφωνίας του έργου, εκ νέου λήψη συγκατάθεσης από την Εναγόμενη, πράγμα το οποίο δεν έγινε.
Αξιολόγηση
Ο Μ.Ε.1 μού έκανε πολύ καλή εντύπωση ως μάρτυρας και δεν έχω καμία, απολύτως, αμφιβολία, ότι στο Δικαστήριο είπε την αλήθεια σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα που ήρθαν στη γνώση του. Η μαρτυρία του ήταν σαφής και άμεση, και παρουσίαζε την αναγκαία συνοχή. Εν πάση περιπτώσει, και ο συνήγορος της εναγόμενης, στην αγόρευση του, όχι απλά δεν αμφισβητεί την ειλικρίνεια του μάρτυρα, αλλά, τουναντίον, στη βάση διαφόρων τοποθετήσεων του, εδράζει και συγκεκριμένα επιχειρήματα που προωθεί η πλευρά της τελευταίας. Ενδεικτικά, στην αγόρευση του συνηγόρου της Εναγόμενης, σελ. 15, σημειώνεται ότι «οι δύο μάρτυρες που παρουσιάστηκαν και κατέθεσαν στο Δικαστήριο δεν πρόσφεραν αντίθετη μαρτυρία. Αντίθετα η μαρτυρία τους αλληλοσυμπληρώνεται και καταδεικνύει αυτό που σημειώθηκε και πιο πάνω, ήτοι ότι η αξιολόγηση της υπόθεσης θα κριθεί στο τέλος της ημέρας στη βάση (α) των γεγονότων που αναδείχθηκαν που είναι κοινά και (β) στη νομική αξιολόγηση των γεγονότων αυτών. Συνεπώς, είναι η θέση των Εναγομένων, ότι η αξιολόγηση των μαρτύρων της παρούσας υπόθεσης δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη δυσκολία.» Κατά συνέπεια, την μαρτυρία του, επί των γεγονότων, την δέχομαι στο σύνολό της, χωρίς, ωστόσο, να μπορώ να δεχθώ την όποια γνώμη εξέφρασε επί αμιγώς νομικών ζητημάτων, είτε αυτή αφορά το ημεδαπό είτε το αλλοδαπό δίκαιο, δεδομένων, αφενός, της δικής του τοποθέτησης που τον θέλει να αδυνατεί να εκφράσει τέτοια γνώμη και αφετέρου, του γεγονότος ότι κριτής των νομικών ζητημάτων μια δικαστικής διαφοράς είναι μόνο το Δικαστήριο.
Και η Μ.Υ.1, γενικότερα, μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Στο βαθμό που η μαρτυρία της αφορούσε στα επίδικα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, κρίνω ότι, στο Δικαστήριο, είπε την αλήθεια στη βάση της υποκειμενικής της αντίληψης. Ωστόσο, δεν μπορώ να δεχθώ τις όποιες νομικές γνώμες εξέφρασε, δεδομένου ότι τα ζητήματα αυτά θα αποφασιστούν από το παρόν Δικαστήριο, καθώς, επίσης, ούτε και τη θέση της ως προς τους λόγους που ναυάγησαν οι όποιες προσπάθειες διευθέτησης της διαφοράς και εκχώρησης της υλοποίησης του έργου στην Inaccess. Και τούτο γιατί, ως προέκυψε από τη μαρτυρία της, η όποια σχετική τοποθέτησή της, έγινε στη βάση ενημέρωσης που έγινε από εκπροσώπους της Άνκο, χωρίς να προκύπτει ότι είχε οποιαδήποτε ιδία σχετική γνώση. Ούτε ο συνήγορος της Ενάγουσας ζητεί όπως τούτη κριθεί αναξιόπιστη. Τουναντίον, και σε αυτήν την περίπτωση, ο εν προκειμένω συνήγορος, στη βάση των τοποθετήσεων της Μ.Υ.1, προωθεί διάφορα επιχειρήματα προς υποστήριξη της εκδοχής της Ενάγουσας. Εκείνο που στην ουσία αμφισβητήθηκε από τη μαρτυρία της Μ.Υ.1, είναι οι νομικές γνώμες που εξέφρασε, είτε ως προς την συμφωνία εκχώρησης και τον χειρισμό που έτυχε τούτη από την Εναγόμενη, είτε ως προς την ευθύνη της τελευταίας έναντι της Ενάγουσας, και όχι οι επί γεγονότων ισχυρισμοί της. Κατά συνέπεια, την μαρτυρία της, επί των γεγονότων, με εξαίρεση τις ανωτέρω ειδικές αναφορές της, την αποδέχομαι.
Επιπρόσθετα ευρήματα
Με βάση την ανωτέρω αξιολόγηση της ενώπιον μου μαρτυρίας, επιπροσθέτως των γεγονότων που αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ των μερών, τα οποία και αναφέρθηκαν στο αρχικό στάδιο της παρούσας, προβαίνω και στα εξής ευρήματα.
Η αρχική Ενάγουσα, κατά το χρόνο συνομολόγησης της συμφωνίας εκχώρησης, δεν γνώριζε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, την όποια προγενέστερη πρόθεση της Άνκο να εκχωρήσει το όποιο δικαίωμα και/ή υποχρέωσή της, στη βάση της συμφωνίας του έργου, στην FBB.
Μολονότι η Άνκο, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ενημέρωσε, τον Γενάρη του 2009, την Εναγόμενη ότι εκχώρησε τη συμφωνία του έργου στην FBB, εν τούτοις, η ενώπιον μου σχετική μαρτυρία κρίνεται ανεπαρκές υπόβαθρο για ασφαλή κρίση ως προς το κατά πόσο, όντως, έγινε η εν λόγω εκχώρηση. Και τούτο για τους εξής λόγους. Πρώτον, από τη σχετική, επί του μηνύματος, αναφορά – η οποία καταγράφηκε αυτούσια ανωτέρω – και η οποία αποτελεί την μόνη, σχετική, ενώπιόν μου μαρτυρία, προκύπτει, απλώς, γνωστοποίηση περί εκχώρησης της συμφωνίας του έργου στην FBB, χωρίς να συγκεκριμενοποιείται τι ακριβώς εκχωρήθηκε. Σημειώνω, εν προκειμένω, ότι, στη βάση των προνοιών της συμφωνίας του έργου, η Άνκο, πέραν του δικαιώματος πληρωμής από την Εναγόμενη, ανέλαβε και υποχρέωση εκτέλεσης των εργασιών που θα απαιτούσε η τελευταία (υλοποίηση του έργου). Στη βάση των αρχών που διέπουν την εκχώρηση (στις οποίες αναφορά θα γίνει κατωτέρω), κάθε συμβαλλόμενο μέρος μιας σύμβασης, δύναται να εκχωρήσει σε τρίτο, τόσο τα δικαιώματα όσο και τις υποχρεώσεις ή οποιοδήποτε εξ αυτών, που απέκτησε και ή ανέλαβε μέσω της σύμβασης, νοουμένου ότι, στην ενέργειά του αυτή, θα συναινέσει και ο αντισυμβαλλόμενός του. Εξ ου, και ως προκύπτει από τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, η Άνκο επιχείρησε να εκχωρήσει μόνο την υποχρέωση της για εκτέλεση των εργασιών (υλοποίηση του έργου) - και όχι το δικαίωμα της σε πληρωμή από την Εναγόμενη - στην Inaccess. Συνεπεία της γενικότητας της εν προκειμένω αναφοράς επί του ηλεκτρονικού μηνύματος της Άνκο προς την Εναγόμενη, δεν είναι δυνατό, ως ήδη σημείωσα ανωτέρω, να καταλήξω με ασφάλεια ως προς το τι εκχωρήθηκε, αν εκχωρήθηκε, στην FBB. Δεύτερον, η FBB, ως ο ενδεχόμενος εκδοχέας, δεν επικοινώνησε με την Εναγόμενη, ούτε και προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια με σκοπό να γνωστοποιήσει στην τελευταία την όποια τέτοια ιδιότητα της. Τρίτο, η Εναγόμενη, παρά την γνωστοποίηση αυτή από την Άνκο, ουδέποτε επικοινώνησε με την FBB, ούτε και κατέβαλε σε αυτή οποιαδήποτε πληρωμή στην οποία δικαιούτο η Άνκο ή, έστω, ενήργησε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στη βάση τέτοιας εκχώρησης. Κατά συνέπεια, το κατά πόσο η Άνκο εκχώρησε το δικαίωμα της σε πληρωμή από την Εναγόμενη, στη βάση της συμφωνίας του έργου, στην FBB, παρέμεινε άγνωστο.
Η Εναγόμενη, θεωρώντας ότι η συμφωνία εκχώρησης, που τής επιδόθηκε στις 03.11.2009 από την αρχική Ενάγουσα, δεν την αφορούσε, αφενός γιατί η ίδια δεν ήταν συμβαλλόμενη και αφετέρου γιατί, τούτη (η συμφωνία εκχώρησης) διεπόταν από το ελληνικό δίκαιο, την αγνόησε και την αρχειοθέτησε, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη σχετική ενέργεια και συνέχισε να καταβάλλει τις πληρωμές για τις εκτελεσθείσες εργασίες του έργου απευθείας στην Άνκο.
Τέλος, η Εναγόμενη, μέσω των επιστολών της, ημερομηνιών 01.11.2011 και 16.12.2011 (τεκμήρια 11.1 και 12.1), αναγνώρισε την αρχική Ενάγουσα ως το πρόσωπο στο οποίο εκχωρήθηκε από την Άνκο το δικαίωμα είσπραξης των πληρωμών στις οποίες δικαιούτο η τελευταία στη βάση της συμφωνίας του έργου.
Νομική πτυχή
Προκύπτει από τις πρόνοιες του άρθρου 14(1) και 14(2) του Κανονισμού (Ε.Κ.) Αρ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008, ότι, μολονότι οι σχέσεις μεταξύ εκδοχέα και εκχωρητή διέπονται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση εκχώρησης, η σχέση μεταξύ εκδοχέα και οφειλέτη διέπεται από την σύμβαση η οποία αποτελεί το αντικείμενο της εκχώρησης[6].
Ερμηνεία εγγράφων/συμβάσεων
Οι ερμηνευτικοί κανόνες χρησιμοποιούνται μόνο όταν το νόημα ενός όρου, είναι ασαφές (Amethyst Distributors Ltd. ν Ιεράς Μονής Κύκκου (2011) 1 Α.Α.Δ. 199, Pell Frischmann Consultants Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 33, και Sugarman v CJS Investments LLP [2014] EWCA Civ. 1239). Ως προς τη διεργασία ερμηνείας από το Δικαστήριο, σημειώθηκε ότι: «The object sought to be achieved in construing any commercial contract is to ascertain what the mutual intentions of the parties were as to the legal obligations each assumed by the contractual words in which they chose to express them; or, perhaps more accurately, what each would have led the other reasonably to assume were the acts that he was promising to do or to refrain from doing by the words in which the promises on his part were expressed.» (βλ. Pioneer Shipping Ltd (1982) AC 724). Ομοίως, στην υπόθεση Θεολόγου κ. α. ν Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 407, σημειώθηκε ότι: «Οι αρχές που διέπουν την ερμηνεία σύμβασης είναι καλά καθιερωμένες και δε χρειάζεται να τις επαναλάβουμε. (Βλ. Saab and Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499). Πρέπει να σημειώσουμε ότι, συνεχής είναι η τάση προς εναρμόνιση των αρχών ερμηνείας των συμβάσεων με τα κρατούντα στην καθημερινή ζωή. Το κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο. Για το σκοπό αυτό μπορεί να εμπλουτισθεί η γνώση με την αποκάλυψη του υπόβαθρου της συμφωνίας, εξαιρουμένων πάντοτε των διαπραγματεύσεων, καθώς και μονομερών δηλώσεων και υποκειμενικών προθέσεων των συμβαλλομένων. Μαρτυρία που αναφέρεται στους υποκειμενικούς παράγοντες μπορεί να γίνει δεκτή μόνο σε αγωγή για διόρθωση του εγγράφου (rectification). (Βλ. ICS v. West Bromwich BS [1998] 1 All E.R. 98 (HL)). Το αντικείμενο βέβαια της ερμηνείας παραμένει πάντοτε η έννοια των όρων της συμφωνίας κατά το μέσο λογικό άνθρωπο. Η έννοια, η οποία μεταδίδεται σ' αυτόν, για τα συμφωνηθέντα.».
Πάντα συναφώς, σημειώθηκε επίσης ότι: «Βασικό κριτήριο για την ερμηνεία του περιεχομένου των συμβάσεων, αποτελεί η συνήθης σημασία των λέξεων και όρων της συμφωνίας. Για να διακριβωθεί η σημασία και το πραγματικό νόημα των όρων μιας γραπτής συμφωνίας πρέπει το κείμενό της να ερμηνεύεται συνολικά και όχι μεμονωμένα ή αποσπασματικά έτσι ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος δυσαρμονίας στην εξήγηση τους που στο τέλος δεν θα αντικατοπτρίζει αντικειμενικά την πρόθεση των μερών. Βλ. Saab and Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499 και Θάλεια Θεολόγου κ.ά. ν. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 407.» (βλ., επίσης, Χατζησωτηρίου ν Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1406, Amethyst Distributors Ltd. ν Ιεράς Μονής Κύκκου (ανωτέρω), Σύλλογος "Ανορθωσης" Αμμοχώστου ν "Απόλλων" Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Λεμεσού (2002) 1 Α.Α.Δ. 518, και Χαραλάμπους ν Σολωμού κ. α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1058).
Κατά συνέπεια, όταν, στο πλαίσιο μιας δικαστικής διαδικασίας, εγείρεται ζήτημα ερμηνείας γραπτής σύμβασης, η διεργασία του Δικαστηρίου, άρχεται από την εξέταση του κατά πόσο, στο κείμενο της, καθορίζονται ρητώς και με σαφήνεια οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στο κάθε μέρος της και τα δικαιώματα που αποκτούν. Στο πλαίσιο της διεργασίας αυτής, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει το νόημα που προσλαμβάνουν οι λέξεις που έχουν χρησιμοποιηθεί από τους συμβαλλόμενους, καθότι αυτό (το νόημα) εκλαμβάνεται ότι αποδίδει και αποκαλύπτει τις προθέσεις των μερών. Εξ ου και, εκεί που το νόημα μια συμφωνίας είναι σαφές και προσδιοριστικό των προθέσεων των συμβαλλομένων, ή όποια υποκειμενική, διαφορετική, πρόθεσή τους κατά το χρόνο συνομολόγησης της, υποχωρεί μπροστά στην πρόθεση που προκύπτει από κείμενο της συμφωνίας (βλ. Monypenny ν. Monypenny (1861) 9 H.L.C. 114, η οποία υιοθετήθηκε στην υπόθεση Λαζούρας ν. Σκυλλουριώτου (1992) 1Α Α.Α.Δ. 168).
Επομένως, οι όποιες ενδόμυχες, πλην όμως ουδέποτε αποκαλυφθείσες, διαφορετικές, προθέσεις ενός συμβαλλομένου, δεν υπέχουν σημασίας, όταν το αντικειμενικό νόημα της συμφωνίας είναι σαφές, και μοναδικός κριτής του ζητουμένου είναι πάντα το Δικαστήριο (βλ. Χʺ Στυλλή ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ, Πολ. Έφ. 38/2009, ημερ. 22.5.2012).
Εκχώρηση
Οι αρχές που διέπουν την εκχώρηση τόσο νομικού δικαιώματος όσο και δικαιώματος απορρέοντος από το δίκαιο της επιείκειας ισχύουν στην Κύπρο στον ίδιο βαθμό και έκταση όπως και στην Αγγλία (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Thanos Hotels Suppliers Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 558 και Markidou v. Kiliaris and Another (1983) 1 C.L.R. 392). Ως συναφώς σημειώθηκε στην Vassos Ayiomamitis Developments Ltd v. Θωμαΐδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 238:
«Η νομοθεσία της Κύπρου δεν περιέχει διατάξεις ρυθμιστικές της εκχώρησης (assignment). Ωστόσο, η εκχώρηση αναγνωρίζεται από το δίκαιο και οι αρχές της επιείκειας (equity) που ίσχυσαν στην Αγγλία επί του θέματος πριν από την θέσπιση του Real Property Act 1925 (που για πρώτη φορά ρύθμισε νομοθετικά την εκχώρηση), διέπουν τη σχέση. Καθόσον αφορά την εξουσία των Δικαστηρίων για εφαρμογή του αγγλικού κοινού δικαίου (common law) και των αρχών της επιείκειας (equity) κατά την άσκηση της πολιτικής ή της ποινικής δικαιοδοσίας το άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου - Νόμος 14/60 προβλέπει:
"29(1) Εκαστον δικαστήριον εν τη ασκήσει της πολιτικής ή ποινικής αυτού δικαιοδοσίας θα εφαρμόζη
(α) ........................................................................
(β) ........................................................................
(γ) Το κοινό δίκαιο (common law) και τας αρχάς της επιείκειας (equity) εκτός εάν άλλη πρόβλεψις εγένετο ή θα γίνη υπό οιουδήποτε νόμου εφαρμοστέου ή γενόμενου δυνάμει του Συντάγματος ή οιουδήποτε νόμου διατηρηθέντος εν ισχύι δυνάμει της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου εφόσον δεν αντιβαίνουν ή δεν είναι ασυμβίβαστοι προς το Σύνταγμα."
Και επειδή οι αρχές της επιείκειας αποβλέπουν περισσότερο στη διακρίβωση της πρόθεσης παρά στη συμμόρφωση με τον τύπο, για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχει έγκυρη εκχώρηση είναι απαραίτητη η αναζήτηση της πραγματικής πρόθεσης του φερόμενου ως εκχωρητή. Η δήλωση της πρόθεσης πρέπει να είναι σαφής. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση της πρόθεσης δεν έχει σημασία. Είναι αρκετό να αναδύεται με σαφήνεια από το νόημα ξεκάθαρη πρόθεση για εκχώρηση. Βλ. Snell's Equity, 29η έκδοση, σελ. 76-81.»
Όπως, σχετικώς, τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, «No specific form is required to effect an assignment. Form is never significant in equity. It looks to the intent. So long as an intent to assign is disclosed, equity will give effect to it. Assignment is effective the moment it is communicated to the assignee» (βλ. Markidou (ανωτέρω)) και «Such an assignment does not have to be in any particular form (see Inland Revenue Commissioners v. Electric and Musical Industries, Ltd., [1949] 1 All E.R. 120, 126; affirmed on appeal, [1950] 2 All E.R. 261) because Equity looks to the intent rather than to the form; and an equitable assignment of a debt made between an assignor and an assignee is complete even if no notice has been given to the debtor concerned (see Gorringe v. Irwell India Rubber and Gutta Percha Works, [1886] 34 Ch. D. 128)» (βλ. Επίσης, Chrysostomou v. Chalkousi & Sons (1978) 1 C.L.R. 10).
Αναφορικά, τώρα, με την ενημέρωση του οφειλέτη ή του πρόσωπο που κατέχει χρήματα για λογαριασμό του εκχωρητή, περί ύπαρξης εκχώρησης, στο σύγγραμμα Το Δίκαιο των Συμβάσεων - στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο, του Πολύβιου Γ. Πολυβίου, 2021, Τόμος Α, σελ.315-316, αναφέρεται ότι ευθύνη για παροχή τέτοιας ειδοποίησης έχει ο εκδοχέας, ώστε να θωρακίζει τα δικαιώματα του έναντι του πρώτου, αφού, σε μια τέτοια περίπτωση, τούτος (ο οφειλέτης) θα δεσμεύεται, πλέον, έναντι του. Σημειώνεται, στο ίδιο σύγγραμμα, συναφώς, ότι, αν ο εκδοχέας δεν δώσει την σχετική ειδοποίηση στον οφειλέτη, και ακολούθως, έτερος, μεταγενέστερος, εκδοχέας, πράξει τούτο, «τότε είναι η δεύτερη εκχώρηση που δεσμεύει τον οφειλέτη και όχι η πρώτη» (βλ. επίσης Rodick v. Gandell, 42 ER 749, Cheshire and Fifoot’s, «Law of Contract» M.P. Furmstone, 10th. Edition, σελ. 464 και 465 και Halsbury’s Laws of England, 3rd. Edition, Volume 4, par. 1027).
Συναφώς, στο σύγγραμμα Cheshire and Fifoot (ανωτέρω), σελ. 464 και 465, γίνεται η εξής, σχετική αναφορά: «… an assignee must give notice to the debtor in order to secure his title against other assignees. An assignee who, at the time when he completes the transaction, has no notice of an earlier assignment and who himself gives notice of the transaction to the debtor, gains priority over an earlier assignee who has failed to give a like notice. The fact that he has discovered the existence of the prior assignment at the time when he gives notice is immaterial, provided that he had no actual or constructive knowledge of it when his own assignment was completed».
Πάντα σχετικά με το σκοπό που εξυπηρετεί μια τέτοια ειδοποίηση από τον εκδοχέα στον οφειλέτη, στο σύγγραμμα Cheshire and Fifoot (ανωτέρω), σελ. 457 αναφέρεται ότι: «The object of notice […] is to prevent the debtor from paying the assignor and also to give the assignee priority over other assignees» (βλ. επίσης και το σύγγραμμα Το Δίκαιο των Συμβάσεων (ανωτέρω), στο οποίο μνημονεύεται η εν προκειμένω περικοπή, και Halsbury’s Laws of England, 3rd. Edition, Volume 4, par. 1028).
Τέλος, πάντα σε σχέση με την ειδοποίηση σε οφειλέτη περί εκχώρησης του χρέους του σε τρίτο, στην υπόθεση Brandt’s Sons & Co v. Dunlop Rubber Co Ltd [1905] A.C. 454, σημειώθηκε ότι το μόνο που απαιτείται είναι, μέσω της, να δίδεται στο οφειλέτη να καταλάβει ότι το χρέος του έχει εκχωρηθεί, από τον πιστωτή του σε τρίτο. Υποδεικνύεται, στην εν λόγω απόφαση, και ότι, αν τούτος (ο οφειλέτης) αγνοήσει την ειδοποίηση αυτή, τότε ενεργεί ιδίω κινδύνω – «All that is necessary is that the debtor should be given to understand that the debt has been made over by the creditor to some third person. If the debtor ignores such notice, he does so at his peril».
Υπαγωγή γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα αγωγή στο ανωτέρω νομικό πλαίσιο που τη διέπει
Προτού ασχοληθώ με την ουσία της διαφοράς, κρίνω σημαντικό να σημειώσω ότι η Εναγόμενη δεν νομιμοποιείται να επικαλείται ότι η Ενάγουσα δεν απέδειξε τη συνομολόγηση της συμφωνίας εκχώρησης. Και τούτο για πέραν του ενός λόγου.
Πρώτον, όχι απλά ελλείπει σχετική δικογράφηση, αλλά, τουναντίον, στη βάση των δικογραφήσεων της, η ύπαρξη της εν λόγω συμφωνίας αποτελεί παραδεκτό γεγονός. Πιο συγκεκριμένα, στην παράγραφο 3.6 της Υπεράσπισης, η Εναγόμενη αναγνωρίζει ότι, στη βάση της εν λόγω συμφωνίας, «η ANKO εκχώρησε τη Συμφωνία ΑΤ6/2007 στους Ενάγοντες ή/και την Εταιρεία Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία (πρώην EFG Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία) (αρχική Ενάγουσα) ή/και την Εταιρεία Anaptyxi SME IIAPC Limited». Προσθέτει δε, εν είδει διευκρίνισης, ότι η διαφορά των διαδίκων προέκυψε λόγω του γεγονότος ότι ούτε η αρχική Ενάγουσα ούτε η Άνκο έδωσαν οποιαδήποτε οδηγία «ως προς τον τρόπο πληρωμής των οφειλών προς την ANKO». Δεύτερον, η Εναγόμενη, μέσω των επιστολών της, ημερομηνιών 01.11.2011 και 16.12.2011 (Τεκμήρια 11.1 και 12.1), αναγνωρίζει, ευθαρσώς, ότι οι πληρωμές της Άνκο, στη βάση της συμφωνία του έργου, εκχωρήθηκαν στην αρχική Ενάγουσα, και τρίτον, οι σχετικοί όροι της συμφωνίας εκχώρησης (αναφορά στους οποίους έγινε κατά τα αρχικά στάδια της παρούσας απόφασης, όροι 2 και 3.1) κρίνονται σαφείς και επαρκείς για να μπορεί κάποιος με ασφάλεια να καταλήξει ότι η πρόθεση της Άνκο, κατά τη συνομολόγησή της, ήταν ξεκάθαρη, σαφής και αδιαμφισβήτητη, και δεν ήταν άλλη από το να καταστήσει την αρχική Ενάγουσα απόλυτη δικαιούχο της είσπραξης όλων των πληρωμών που θα γίνονταν από την Εναγόμενη στη βάση της συμφωνίας του έργου, κάτι που αρκεί στη βάση των αρχών της επιείκειας (βλέπε σχετική νομική πτυχή, ανωτέρω) για σκοπούς απόδειξης της εκχώρησης, για την οποία δεν απαιτείται οποιοσδήποτε ειδικός τύπος σύνταξης.
Κατά συνέπεια, η συγκεκριμένη θέση της Εναγόμενης, πέραν του ότι δεν μπορεί να εξεταστεί, για τους δυο πρώτους, ανωτέρω, λόγους, εν πάση περιπτώσει, και επί της ουσίας (τρίτος, ανωτέρω, λόγος), κρίνεται ανεδαφική.
Δεδομένης της κρίσης ότι, στις 15.09.2009, συνομολογήθηκε η συμφωνία εκχώρησης, η αρχική Ενάγουσα, από την ημέρα συνομολόγησής της, κατέστη δικαιούχος των όποιων πληρωμών που θα έπρεπε να γίνουν από την Εναγόμενη προς την Άνκο στη βάση της συμφωνίας του έργου, χωρίς το δικαίωμα της αυτό να εξαρτάται από την όποια σχετική ειδοποίηση προς την Εναγόμενη. Ωστόσο, ως προκύπτει από την ανωτέρω σχετική νομολογία, για να νομιμοποιείται η Ενάγουσα να παραπονείται για την καταβολή τέτοιων πληρωμών απευθείας στην Άνκο, αντί στην αρχική Ενάγουσα, θα πρέπει να διαφανεί ότι τούτη (η Εναγόμενη) έτυχε σχετικής ενημέρωσης περί της εκχώρησης προτού καταβάλει το επιζητούμενο ποσό. Σε διαφορετική περίπτωση δεν μπορεί να αποδοθεί ευθύνη στη Εναγόμενη έναντι της Ενάγουσας, χωρίς, όμως, η τελευταία να στερείται του δικαιώματός της να αποζημιωθεί, αναλόγως, από την Άνκο στη βάση των όρων της συμφωνίας εκχώρησης.
Επαναλαμβάνω, στο σημείο αυτό, ότι, ως αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των μερών, το επιζητούμενο ποσό καταβλήθηκε μετά την επίδοση, από την αρχική Ενάγουσα, της συμφωνίας εκχώρησης, στην Εναγόμενη. Επομένως, κρίσιμο ζήτημα αποτελεί το κατά πόσο η εν προκειμένω επίδοση, χωρίς οποιαδήποτε άλλη συνοδευτική επιστολή ή σημείωση, ή άλλη σχετική πληροφόρηση, αποτελούσε επαρκή ειδοποίηση στην Εναγόμενη, ώστε η τελευταία να όφειλε, έκτοτε, να καταβάλλει τις πληρωμές για τις εκτελεσθείσες εργασίες του έργου στην αρχική Ενάγουσα, και όχι απευθείας στην Άνκο όπως και έπραξε.
Ως αβίαστα προκύπτει από την ανωτέρω σχετική νομική πτυχή, ούτε η σχετική ειδοποίηση πρέπει να έχει συγκεκριμένο τύπο. Αρκεί τούτη, να γνωστοποιεί στον οφειλέτη, με ξεκάθαρο τρόπο, ότι το χρέος του εκχωρήθηκε σε τρίτο πρόσωπο (τον εκδοχέα) – «All that is necessary is that the debtor should be given to understand that the debt has been made over by the creditor to some third person» (βλ. Brandt’s Sons & Co (ανωτέρω)).
Δεν υπάρχει καμία, απολύτως, αμφιβολία ότι στους ανωτέρω αναφερόμενους όρους της συμφωνίας εκχώρησης, με ξεκάθαρο τρόπο αποτυπώνεται ότι η αρχική Ενάγουσα αποτελεί το μόνο πρόσωπο που δύναται να εισπράξει την οποιαδήποτε απαίτηση της Άνκο από την Εναγόμενη στη βάση της συμφωνίας του έργου, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, ως εκδοχέας στη συμφωνία εκχώρησης, αναφέρεται και η Anaptyxi.
Το γεγονός ότι η Εναγόμενη, από τον Γενάρη του 2009, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ενημερώθηκε από την Άνκο ότι τα δικαίωμά της επί της συμφωνίας του έργου εκχωρήθηκαν στην FBB, δεν μεταβάλλει το δεδομένο αυτό, αφού, αφενός, για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι έγινε τέτοια εκχώρηση, και αφετέρου, η FBB ουδέποτε έδωσε στην Εναγόμενη σχετική ειδοποίηση. Εν πάση περιπτώσει, η Εναγόμενη ουδέποτε ενήργησε στη βάση τέτοιας εκχώρησης, αφού συνέχισε να καταβάλλει τις πληρωμές απευθείας στην Άνκο. Ως, συναφώς, σημειώθηκε ανωτέρω (σχετική νομική πτυχή), η όποια μεταγενέστερη συμφωνία εκχώρησης είναι δεσμευτική για τον οφειλέτη/χρεώστη, παρά την ύπαρξη προγενέστερης σχετικής συμφωνίας με δικαιούχο άλλο πρόσωπο, ελλείψει σχετικής ειδοποίησης από τον προγενέστερο εκδοχέα. Όπως όμως και να έχουν τα πράγματα, από την ενώπιόν μου μαρτυρία, για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω, δεν προκύπτει ότι οι πληρωμές στις οποίες δικαιούτο η Άνκο από την Εναγόμενη, στη βάση της συμφωνίας του έργου, εκχωρήθηκαν στην FBB, και, κατά συνέπεια, το όποιο, σχετικό με τέτοια εκχώρηση, επιχείρημα της Εναγόμενης κρίνεται ανεδαφικό.
Ερχόμενος, εκ νέου, στην επίδοση της συμφωνίας εκχώρησης στην Εναγόμενη, είναι, κατά τη γνώμη μου, αδιάφορο το γεγονός ότι η αρχική Ενάγουσα δεν την ενημέρωσε, πέραν από το γεγονός της συνομολόγησης της συμφωνίας εκχώρησης, για τη μέθοδο που θα γίνονταν οι πληρωμές. Εκείνο, που, νομολογιακώς, υποδείχθηκε ότι απαιτείται για να δημιουργηθεί η ευθύνη στον χρεώστη/οφειλέτη να καταβάλει την οφειλή του στον εκδοχέα, αντί στον αντισυμβαλλόμενο του, εκχωρητή, είναι η επαρκής ειδοποίηση που θα δοθεί σε αυτόν αναφορικά με το υφιστάμενο της εκχώρησης και την ταυτότητα του εκδοχέα, χωρίς να επιβάλλεται στον εκδοχέα να ενημερώσει, ειδικώς, ως προς τον τρόπο που θα γίνονται οι πληρωμές. Δεδομένης της επίδοσης στην Εναγόμενη της συμφωνίας εκχώρησης, και της επακόλουθης, στη βάση των όρων της, ενημέρωσής της περί του ότι η αρχική Ενάγουσα αποτελεί την αποκλειστική δικαιούχο είσπραξης των πληρωμών στις οποίες δικαιούται Άνκο, εναπόκειτο, πλέον, στην Εναγόμενη να αναζητήσει τον τρόπο καταβολής τους στην αρχική Ενάγουσα. Συνακόλουθα, η συνέχιση καταβολής των πληρωμών απευθείας στην Άνκο, έγινε ιδίω κινδύνω (βλ. Brandt’s Sons & Co (ανωτέρω) και Το Δίκαιο των Συμβάσεων (ανωτέρω)).
Ποτέ, στη βάση της ενώπιόν μου μαρτυρίας, η αρχική Ενάγουσα παραιτήθηκε του αποκλειστικού δικαιώματός της να εισπράττει τις εν προκειμένω οφειλές της Εναγόμενης προς την Άνκο, ούτε και η τελευταία παρουσίασε, ποτέ, τον εαυτό της ως το πρόσωπο που δικαιούται να τις εισπράττει, αντί η αρχική Ενάγουσα.
Η δε επιστολή της Άνκο, ημερομηνίας 25.05.2011 (Τεκμήριο 10.2), στη βάση της οποίας δίδονται οδηγίες στην Εναγόμενη, στο εξής, να καταβάλλει τις πληρωμές απευθείας στην αρχική Ενάγουσα, δεν έχει τη δυναμική που της αποδίδει η Εναγόμενη, και δη ότι η πρώτη θεωρούσε ότι δικαιούτο, μέχρι τότε, να εισπράττει τις πληρωμές που της έγιναν. Αυτό, εξόφθαλμα, προκύπτει από την περαιτέρω σχετική αναφορά, στην ίδια επιστολή της Άνκο, σύμφωνα με την οποία η αρχική Ενάγουσα είχε δικαίωμα είσπραξης των πληρωμών από τη μέρα επίδοσης της σύμβασης εκχώρησης στην Εναγόμενη.
Σημειώνω, στο σημείο αυτό, ότι, η Εναγόμενη δεν επικαλείται ότι γνώριζε ότι η Άνκο εισέπραττε τα εν λόγω χρήματα χωρίς να τα καταβάλλει στην αρχική Ενάγουσα, ή ότι η τελευταία ήταν γνώστης της απευθείας καταβολής τους στην Άνκο – πριν από τη σχετική ενημέρωση της από την Εναγόμενη μέσω της επιστολής τεκμήριο 11.1 - ώστε να μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η τελευταία παραιτήθηκε του σχετικού δικαιώματός της.
Ερχόμενος τώρα στη θέση της Εναγόμενης ότι, στη βάση του όρου 33 της συμφωνία του έργου, η συμφωνία εκχώρησης συνομολογήθηκε χωρίς τη συγκατάθεσή της, με κάθε σεβασμό, τούτη δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ποτέ η Εναγόμενη δεν συγκατατέθηκε στην εκχώρηση της συμφωνίας του έργου από την Άνκο στην FBB, ώστε να θεωρηθεί ότι η συγκατάθεσή της δόθηκε μόνο σε σχέση με αυτή. Τουναντίον, η σχετική συγκατάθεση της Εναγόμενης αφορούσε σε συγκατάθεση εκχώρησης από τη Άνκο των δικαιωμάτων της επί της συμφωνίας του έργου σε οποιοδήποτε τραπεζικό ίδρυμα που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, ως η αρχική Ενάγουσα, η οποία αποτελεί ένα τέτοιο ίδρυμα.
Κατά συνέπεια, σε συμφωνία με τα όσα, σχετικώς, προβάλλει η Ενάγουσα, η Εναγόμενη είχε δώσει την, προνοούμενη από τον όρο 33 της συμφωνίας του έργου, συγκατάθεση της για να συνομολογηθεί η επίδικη συμφωνία εκχώρησης, και δεν προκύπτει, επομένως, ανάγκη εξέτασης του κατά πόσο, στη βάση της μεταγενέστερης συμπεριφοράς της, η Εναγόμενη παραιτήθηκε ή όχι του δικαιώματός της να επικαλείται τον εν προκειμένω όρο της συμφωνίας του έργου.
Τέλος, το γεγονός ότι η αρχική Ενάγουσα δεν αποδέχτηκε, στο πλαίσιο των προσπαθειών διευθέτησης, να της καταβάλει η Inaccess το επιζητούμενο ποσό, δεν της στερούσε το δικαίωμα να καταχωρίσει την παρούσα αγωγή, και, κατά συνέπεια, και η Ενάγουσα να προωθεί τούτη, καθότι ουδέποτε τα μέρη κατέληξαν σε οποιαδήποτε συμφωνία, ώστε να προκύπτει ζήτημα νέας συμφωνίας (novation), κάτι που θα απάλλασσε την Εναγόμενη από την όποια ευθύνη της στη βάση των όρων της συμφωνίας του έργου σε συνδυασμό με τους όρους της συμφωνίας εκχώρησης.
Έχοντας καταλήξει ως ανωτέρω, κρίνω ότι η Ενάγουσα κατάφερε να αποδείξει την υπόθεσή της, αφού κατέδειξε ότι η Εναγόμενη, από τις 03.11.2009 (όταν και της επιδόθηκε η συμφωνία εκχώρησης), όφειλε να καταβάλλει τις πληρωμές - στη βάση της συμφωνίας του έργου - στην αρχική Ενάγουσα, και όχι στην Άνκο, ως έπραξε, ιδίω κινδύνω, και κατά συνέπεια εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των €233.709 με νόμιμο τόκο επί του εν λόγω ποσού από την καταχώριση της αγωγής - δεν δόθηκε καμία εξήγηση ως προς το γιατί η αγωγή καταχωρήθηκε έναν και πλέον χρόνο μετά που ξεκαθάρισε ότι οι προσπάθειες για εξώδικη διευθέτηση δεν μπορούσαν να ευοδώσουν -, μέχρι εξοφλήσεως.
Ως προς τα έξοδα, δεν έχω κανένα λόγο για να παρεκκλίνω από τον κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας και, κατά συνέπεια, τούτα επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ……………………………
Δ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Αντί του επιζητούμενου, στο κλητήριο ένταλμα, μεγαλύτερου, ποσού.
[2] Δεν προσδιοριζόταν συγκεκριμένο τραπεζικό ίδρυμα.
[3] Χωρίς, και πάλι, να προσδιορίζεται συγκεκριμένο τραπεζικό ίδρυμα.
[4] Τεκμήριο 13.1.
[5] Πρόκειται για το ακριβές ποσό που καταβλήθηκε από την Εναγόμενη στην Άνκο μετά την επίδοση της συμφωνίας εκχώρησης στην πρώτη.
[6] «1. Η σχέση μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα δυνάμει εκχώρησης ή συμβατικής υποκατάστασης απαίτησης κατά τρίτου προσώπου («ο οφειλέτης») διέπεται από το δίκαιο, που σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, εφαρμόζεται στη σύμβαση μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα.
2. Το δίκαιο που διέπει την απαίτηση η οποία είναι αντικείμενο εκχώρησης ή υποκατάστασης καθορίζει το εκχωρητό της, τις σχέσεις μεταξύ εκδοχέα και οφειλέτη, τους όρους με τους οποίους μπορεί να γίνει επίκληση της εκχώρησης ή της υποκατάστασης έναντι του οφειλέτη και το εξοφλητικό αποτέλεσμα της παροχής του οφειλέτη.»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο