PUBLIC JOINT-STOCK COMPANY NATIONAL BANK “TRUST” κ.α. ν. CENTIMILA SERVICES LTD κ.α., Αίτηση: 656/2019, 17/9/2025
print
Τίτλος:
PUBLIC JOINT-STOCK COMPANY NATIONAL BANK “TRUST” κ.α. ν. CENTIMILA SERVICES LTD κ.α., Αίτηση: 656/2019, 17/9/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕνώπιονΘ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Αίτηση: 656/2019

 

Αναφορικά με τον Περί Εταιρειών Νόμο ΚΕΦ. 113

 

-και-

 

Αναφορικά με την Εταιρεία CENTIMILA SERVICES LTD

 

Αναφορικά με την Αίτηση μεταξύ:

 

1.    PUBLIC JOINT-STOCK COMPANY NATIONAL BANK “TRUST”

2.    PJSC BANK OTKRITIE FINANCIAL CORPORATION

Αιτήτριες

-και-

1. CENTIMILA SERVICES LTD

2. Νίκος Νικολάου

3. CORPORATE RECOVERY & INSOLVENCY GROUP LTD, που συναλλάσσεται υπό το όνομα CRI GROUP

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Ημερομηνία17 Σεπτεμβρίου, 2025.

Εμφανίσεις:

Για Αιτήτριες:  κ. Α. Πίττας

Για Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2:  κ. Σ. Βασιλείου

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Η αίτηση

Με την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αίτηση οι αιτήτριες εταιρείες (στο εξής «οι Αιτήτριες»), ως αποκρυσταλλώθηκε κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία της αίτησης, επιζητούν, μόνο, την έκδοση διαταγμάτων για, (α) συνέχιση της εκούσιας εκκαθάρισης της Καθ' ης η Αίτηση 1 εταιρείας (στο εξής «η Καθ' ης η αίτηση») υπό την εποπτεία του Δικαστηρίου, (β) την παύση του Καθ' ου η Αίτηση 2 (στο εξής «ο Καθ’ ου η Αίτηση») από εκκαθαριστή της Καθ' ης η Αίτηση και αντικατάσταση του από άλλο πρόσωπο που προτείνουν οι ίδιες και, διαζευκτικά, (γ) την ακύρωση/αναστολή της διαδικασίας της εκούσιας εκκαθάρισης της Καθ' ης η Αίτηση. Επιζητούν, επιπροσθέτως, πλην όμως επικουρικώς, την έκδοση οποιωνδήποτε άλλων διαταγμάτων που είναι αναγκαία για να δύνανται να εκτελεστούν τα υπό στοιχεία (α) και/ή (β) και/ή (γ), ανωτέρω, επιζητούμενα διατάγματα.

Η αίτηση εδράζεται στα άρθρα 213, 243, 261344 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, στον περί Εταιρειών Διαδικαστικό Κανονισμό (company rules), στους περί Εταιρειών (Εκκαθάρισης) Τροποποιητικοί Κανονισμοί 1933 ‑ 1999, στην Δ.48, Δ.55 και Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στις αρχές της επιείκειας και στις εγγενείς εξουσίες και γενική πρακτική του Δικαστηρίου.

Την αίτηση υποστηρίζουν δύο ένορκες δηλώσεις, και δη η ένορκη δήλωση του Nikolay Romanov, που, αρχικώς, συνόδευσε τούτη, και συμπληρωματική ένορκη δήλωση της Μαρίας Πίττα (δικηγόρος στη δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί τις αιτήτριες – στο εξής «η Πίττα»), η οποία ετοιμάστηκε και καταχωρίσθηκε, κατόπιν σχετικής άδειας του Δικαστηρίου.

Η αίτηση, αρχικώς, στρεφόταν και εναντίον της Καθ' ης η Αίτηση 3 εταιρείας, πλην όμως, κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία της, τούτη αποσύρθηκε σε σχέση με αυτή.

Η ένσταση

Οι Καθ' ων η Αίτηση καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση, προβάλλοντας πλειάδα λόγων ένστασης, τόσο με σκοπό να προβάλουν ότι οι Αιτήτριες δεν έχουν την ενεργητική νομιμοποίηση / έννομο συμφέρον (locus standi) να προωθούν τούτην, όσο, και διαζευκτικώς, επί της ουσίας της αίτησης, με σκοπό να καταδείξουν ότι τα όσα οι Αιτήτριες προβάλλουν δεν δικαιολογούν την έκδοση των κατ’ αίτηση διαταγμάτων.

Δεν χρειάζεται στο σημείο αυτό να αναφερθώ με λεπτομέρεια στο μαρτυρικό υλικό που άπτεται της ουσίας της αίτησης, καθότι κρίνω ορθότερο να εξετάσω, αρχικώς, τους προβαλλόμενους από τους Καθ’ ων η Αίτηση λόγους που θέλουν τις Αιτήτριες να μην νομιμοποιούνται να προωθούν την αίτηση και μόνο στην περίπτωση που απορριφθούν τούτοι να αναφερθώ σε αυτό.

Κατά συνεπεία, ευθύς αμέσως θα παραθέσω το υπόβαθρο γεγονότων, το οποίο αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των δύο μερών, επί του οποίου και θα εξεταστούν οι εν προκειμένω λόγοι ένστασης των Καθ' ων η αίτηση.

Υπόβαθρο γεγονότων που άπτεται της νομιμοποιητικής βάσης των Αιτητριών να προωθούν την παρούσα αίτηση

Οι Αιτήτριες παραχώρησαν δάνεια[1] σε διάφορες εταιρείες συμφερόντων της οικογένειας Mints για το συνολικό ποσό των $500.000.000, τα οποία εξασφαλίζονταν, μεταξύ άλλων, και με ενεχυρίαση μετοχών που παραχώρησε η Καθ' ης η Αίτηση, αλλά και η εταιρεία Nori Holding Ltd (στο εξής «η Nori»), τις οποίες, μετοχές, κατείχαν στην κυπριακή εταιρεία 01 Property Ltd. Τα δάνεια αυτά ήταν βραχυπρόθεσμα και πληρωτέα μεταξύ των ετών 2017 ‑ 2019. Περί τον Ιούλιο του 2017, υπογράφτηκε, μεταξύ των συμβαλλομένων στις συμφωνίες δανείων, συμφωνία, στη βάση της οποίας τα πιο πάνω αναφερόμενα δάνεια διευθετήθηκαν δια της εξόφλησης τους από τον όμιλο εταιρειών 01 Group, από χρήματα που εισέπραξε τούτος (ο όμιλος) μέσω αγοράς χρεογράφων ρωσικής εταιρείας συμφερόντων της οικογένειας Mints από την Αιτήτρια 2.  Ως αποτέλεσμα της ανωτέρω εξόφλησης, η Καθ' ης η Αίτηση και η Nori απαλλάχτηκαν από την ενεχυρίαση των μετοχών που παραχώρησαν στις Αιτήτριες, αφού ακυρώθηκαν οι σχετικές συμφωνίες και, ακολούθως, τόσο η Καθ' ης η Αίτηση όσο και η Nori, μεταβίβασαν τις εν λόγω μετοχές τους στην εταιρεία Agdalia, συμφερόντων, επίσης, της οικογένειας Mints, η οποία Agdalia, ακολούθως, ενεχυρίασε τούτες προς όφελος άλλης τράπεζας. Είναι η βασική θέση των Αιτητριών ότι η ανωτέρω αναφερόμενη διευθέτηση των δανείων, και η επακόλουθη ακύρωση των ενεχυριάσεων των μετοχών της Καθ' ης η Αίτηση και της Nori, ήταν το αποτέλεσμα ενός δόλιου σχεδίου της οικογένειας Mints σε συνεργασία (συνωμοσίας) με τον τότε Πρόεδρο (CEO) της Αιτήτριας 2, με σκοπό να ξεγελαστούν τούτες (οι Αιτήτριες) και να δυνηθεί η οικογένεια Mints να αποφύγει τις οικονομικές υποχρεώσεις της έναντι τους. Στη βάση της θεώρησης αυτής, τον Οκτώβριο του 2017 η Αιτήτρια 2 καταχώρησε αγωγές στην Ρωσία εναντίον της Καθ' ης η Αίτηση και της Nori με σκοπό, μεταξύ άλλων, την εξασφάλιση διατάγματος ακύρωσης της συμφωνίας διευθέτησης (και των παρεπόμενων συμφωνιών) και, στο πλαίσιο τους, εξασφάλισε ενδιάμεσα διατάγματα με τα οποία παγοποιείτο η αποξένωση των μετοχών που είχαν ενεχυριάσει τούτες προς όφελός της. Μεσούσης της διαδικασίας των ρωσικών αγωγών, η Καθ' ης η Αίτηση και η Nori καταχώρησαν διαιτητικές απαιτήσεις στο LCIA, στο Λονδίνο, επικαλούμενες ρήτρα διαιτησίας, που περιεχόταν στις συμφωνίες ακύρωσης των ενεχυριάσεων, και απαιτούσαν από το Διαιτητικό Δικαστήριο, διακηρυκτικές αποφάσεις ότι η συμφωνία διευθέτησης και οι παρεπόμενες συμφωνίες ακύρωσης των ενεχυριάσεων ήταν έγκυρες και δεσμευτικές για την Αιτήτρια 2. Στο πλαίσιο των διαιτητικών, αυτών, διαδικασιών, η Αιτήτρια 2 καταχώρησε υπεράσπιση και ανταπαίτηση, ζητώντας, μεταξύ άλλων, και διακηρυκτικές αποφάσεις και διατάγματα, στη βάση των οποίων η συμφωνία διευθέτησης και κάθε άλλη παρεπόμενη συμφωνία κριθούν ως δόλιες και κατά συνεπεία μη δεσμευτικές για την ίδια και, από την άλλη, ως συνέπεια, να κριθούν οι συμφωνίες ενεχυρίασης μετοχών δεσμευτικές. Επίσης, στο πλαίσιο, πάντα, των εν λόγω διαιτητικών διαδικασιών, η Αιτήτρια 2 δεσμεύτηκε ενώπιον του LCIA ότι δεν θα προχωρήσει στην εκτέλεση στην Κύπρο των όποιων αποφάσεων τυχόν εκδοθούν στις ρωσικές αγωγές μέχρι και την έκδοση των αποφάσεων στις διαιτησίες. Παρά τη δέσμευση αυτή και τη σχετική ενημέρωση που έτυχαν τα ρωσικά δικαστήρια, τα τελευταία προχώρησαν και εξέδωσαν τελικές αποφάσεις επί των αγωγών, στη βάση των οποίων οι αρχικές συμφωνίες δανείου και οι συμφωνίες εγγύησης και ενεχυρίασης κρίθηκαν έγκυρες και δεσμευτικές για την Καθ' ης η αίτηση και την Nori, αφού κρίθηκε ότι η συμφωνία διευθέτησης και οι παρεπόμενες, αυτής, συμφωνίες, ήταν το αποτέλεσμα δόλου, αποδεχόμενα, στην ουσία, τη σχετική εκδοχή της Αιτήτριας 2. Στις 12.4.2019, ενώ εκκρεμούσαν οι διαιτητικές απαιτήσεις, πλην όμως σε χρόνο, μετά την έκδοση των τελικών ρωσικών αποφάσεων, η Καθ' ης η Αίτηση και η Nori, τέθηκαν υπό εκούσια εκκαθάριση με απόφαση του μοναδικού μετόχου τους, και διορίστηκε ως εκκαθαριστής τους ο Καθ' ου η Αίτηση. Μετά που οι Αιτήτριες ενημερώθηκαν για την εξέλιξη αυτή, και προτού εκδοθούν οι πλήρεις τελικές αποφάσεις στις διαιτητικές διαδικασίες, αλλά και χωρίς, ακόμα, να έχει επιδιωχθεί η εγγραφή, για σκοπούς εκτέλεσης, των ρωσικών αποφάσεων στην Κύπρο, οι Αιτήτριες καταχώρησαν την παρούσα αίτηση με σκοπό να εξασφαλίσουν τις ανωτέρω αναφερόμενες θεραπείες.

Αίτηση εναντίον της Nori

Στο σημείο αυτό, κρίνεται σημαντικό να αναφερθεί ότι, αίτηση, ως η επίδικη, καταχωρήθηκε από τις Αιτήτριες και εναντίον της Nori (στο εξής «η αίτηση της Nori»), με ίδιους λοιπούς διαδίκους, και με ίδιες επιζητούμενες θεραπείες, επί της ίδιας νομικής βάσης. Ίδια ήταν και τα γεγονότα επί των οποίων εδραζόταν η εν λόγω αίτηση, με μόνη διαφορά, τα γεγονότα που προέκυψαν μετά την εκδίκαση της και πριν την εκδίκαση της παρούσας, τα οποία και τέθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, μέσω της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης της Πίττα. Στην ουσία, στη βάση της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης της Πίττα, εκείνο που συνέβη στο διάστημα αυτό ήταν η έκδοση όλων των τελικών διαιτητικών αποφάσεων, η μετέπειτα απόρριψη των διαδικασιών που η Καθ' ης η Αίτηση και Nori καταχώρησαν σε αγγλικά δικαστήρια με σκοπό να τις ανατρέψουν, καθώς επίσης και η εγγραφή των διαιτητικών αποφάσεων στην Κύπρο για σκοπούς εκτέλεσης τους.

Θέσεις των μερών

Κρίνεται, επίσης, σημαντικό να σημειωθεί ότι, κατά τους Καθ' ων η Αίτηση, η ενεργητική νομιμοποίηση (locus standi) των Αιτητριών να καταχωρίσουν και να προωθούν την παρούσα αίτηση θα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με το τι ίσχυε κατά τον χρόνο καταχώρησής της, και όχι το τι ισχύει σήμερα, κάτι, που, αν είναι ορθό, καθιστά τα όσα έλαβαν χώρα κατά το διάστημα μεταξύ της εκδίκασης της αίτησης της Nori μέχρι και την εκδίκαση της παρούσας αίτησης, άσχετα με το υπό εξέταση ζήτημα, αφού αμφότερες οι αιτήσεις (η παρούσα και της Nori) καταχωρήθηκαν το ίδιο χρονικό διάστημα, επί της ίδιας νομικής, αλλά και γεγονότων, βάσης.

Επί του προκειμένου, οι Καθ' ων η Αίτηση προβάλλουν ότι κατά τον χρόνο καταχώρησης της αίτησης οι Αιτήτριες δεν ήταν ούτε πιστωτές αλλά ούτε και ενδεχόμενοι ή μελλοντικοί πιστωτές της Καθ' ης η Αίτηση, με αποτέλεσμα να μην νομιμοποιούνται να καταχωρήσουν και να προωθήσουν τούτη. Από την άλλη, οι Αιτήτριες προβάλλουν ότι, κατά τον εν προκειμένω χρόνο, ήταν ενδεχόμενοι ή μελλοντικοί πιστωτές της Καθ' ης η Αίτηση και κατά συνεπεία είχαν έννομο συμφέρον και νομιμοποιούντο να καταχωρήσουν και να προωθήσουν τούτη.

Απόφαση στην αίτηση της Nori

Παρεμβάλλω, το σημείο αυτό, ότι, στις 9.2.2024, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, σε επίπεδο Προέδρου (υπό διαφορετική, από την παρούσα, σύνθεση), εξέδωσε απόφαση στο πλαίσιο της αίτησης της Nori, και απέρριψε τούτη, αποδεχόμενο, στην ουσία, τους σχετικούς λόγους ένστασης που πρόβαλε η τελευταία, και δη ότι οι Αιτήτριες, κατά το χρόνο καταχώρισης της αίτησης, δεν είχαν την ιδιότητα του πιστωτή ή του ενδεχόμενου ή μελλοντικού πιστωτή της, στην έννοια του νόμου, με αποτέλεσμα να μην έχουν αποδείξει ότι είχαν το αναγκαίο έννομο συμφέρον.

Οι Καθ' ων η Αίτηση ζητούν από το παρόν Δικαστήριο να ακολουθήσει το εν λόγω σκεπτικό και να αποφασίσει ομοίως, υποστηρίζοντας ότι τα σχετικά, με το ζητούμενο, γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα αίτηση, είναι ακριβώς τα ίδια με αυτά που περιβάλλαν την αίτηση εναντίον της Nori. Από την άλλη, οι Αιτήτριες ζητούν από το Δικαστήριο να αποκλίνει από την εν λόγω κρίση, αφενός γιατί θεωρούν τούτη λανθασμένη, εξ ου και την εφεσίβαλαν, αλλά και γιατί, κατά τους ίδιους, το κατά πόσο τούτες είναι ενδεχόμενοι ή μελλοντικοί πιστωτές της Nori (και κατά συνέπεια και της Καθ’ ης η Αίτηση), δεν εξετάστηκε εις βάθος, παρά μόνο επιφανειακά, στη βάση δεσμευτικής σχετικής κρίσης του Ανώτατου Δικαστηρίου[2], το οποίο, με τη σειρά του, πάντα κατά τις Αιτήτριες, δεν εξέτασε το ζήτημα επισταμένα, αφού δεν παραπέμφθηκε και, κατά συνέπεια, δεν μνημόνευσε τα όσα σχετικά αποφασίστηκαν από άλλα δικαστήρια ξένων δικαιοδοσιών που εφαρμόζουν το κοινοδίκαιο. Προς τούτο, παραπέμπουν σε σωρεία αποφάσεων Αγγλικών και άλλων ξένων δικαστηρίων, με σκοπό να καταδείξουν ότι ο όρος «ενδεχόμενος ή μελλοντικός πιστωτής», στην έννοια του νόμου, καλύπτει και την περίπτωσή τους σε σχέση με την Καθ’ ης η Αίτηση και τη Nori.

Είναι γεγονός ότι στην απόφαση της αδελφής Προέδρου (ως ήταν τότε), που εξέδωσε στο πλαίσιο της αίτησης της Nori, παραπομπή ως προς το κατά πόσο οι Αιτήτριες αποτελούσαν ή όχι, κατά τον χρόνο καταχώρησης εκείνης της αίτησης, ενδεχόμενους ή μελλοντικούς πιστωτές της Nori, έγινε μόνο στη, δεσμευτική, για αυτή, απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Σπανού Έφη Μ v. GYP CONSTRACTIONS Limited (1999) 1 A.A.Δ 315, χωρίς να μνημονεύονται τα όσα σχετικά αναφέρθηκαν σε άλλες ξένες αποφάσεις που καταπιάστηκαν με το εν προκειμένω ζήτημα, στη βάση των δικών τους σχετικών νομοθετημάτων, οι πρόνοιες των οποίων, είναι, όντως, πανομοιότυπες με τις πρόνοιες των δικών μας νόμων.

Κρίση επί του ζητουμένου

Εντούτοις, για τους λόγους που θα εξηγήσω πιο κάτω, δεν θεωρώ ότι τα όσα, σχετικώς, επικαλούνται οι Αιτήτριες δικαιολογούν διαφορετική κρίση επί του προκειμένου από αυτή στην αίτηση της Nori, με την οποία και συμφωνώ πλήρως. Σε όλες, ανεξαιρέτως, τις παραπομπές των Αιτητριών στις αλλοδαπές, αυτές, αποφάσεις ή συγγράμματα, τονίζεται ότι, για να μπορεί κάποιος να θεωρηθεί ενδεχόμενος ή μελλοντικός πιστωτής ενός φυσικού προσώπου (στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας) ή ενός νομικού προσώπου (στο πλαίσιο διαδικασίας Εκκαθάρισης)[3], ως εν προκειμένω, θα πρέπει να αποδείξει ότι, κατά τον χρόνο που επικαλείται τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ενυπάρχει υφιστάμενη υποχρέωση του/της Καθ' ου/ης η Αίτηση προς αυτόν, η οποία υποχρέωση καθιστά ενδεχόμενο, στο μέλλον, είτε στη βάση επέλευσης κάποιου μελλοντικού γεγονότος, είτε στη βάση κάποιας μελλοντικής ημερομηνίας, τούτος (ο/η Καθ' ου/ης η Αίτηση) να βρεθεί υπόλογος/η ευθύνης έναντι του. Η σχετική αναφορά, η οποία μνημονεύεται, επαναλαμβάνω, στις αποφάσεις και ή σύγγραμμα στις/α οποίες/α παρέπεμψαν οι Αιτήτριες, αλλά και στην Σπανού (ανωτέρω), ως προς το ποιος θεωρείται ενδεχόμενος ή μελλοντικός πιστωτής έχει ως εξής: «a person towards whom, under an existing obligation, the company may or will become subject to a present liability on the happening of some future event or at some future debt».

Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένης της συμφωνίας διευθέτησης, αλλά και της παρεπόμενης συμφωνίας ακύρωσης των ενεχυριάσεων (ανεξαρτήτως των συνθηκών συνομολόγησής τους), κατά τον χρόνο καταχώρησης της αίτησης, και δη προτού εγγραφούν οι Ρωσικές αποφάσεις στη Κύπρο και προτού εκδοθούν οι διαιτητικές αποφάσεις, εξέλιπε η υφιστάμενη υποχρέωση στη βάση της οποίας η Καθ' ης η Αίτηση ή η Nori, ενδεχομένως, μελλοντικά, να βρίσκονταν υπόλογες έναντι των Αιτητριών. Στην ουσία, το κατά πόσο η Καθ' ης η Αίτηση ή η Nori θα ήταν ή όχι υπόλογες έναντι των Αιτητριών, δεν εξαρτάτο, κατά τον χρόνο καταχώρησης της επίδικης αίτησης, από κάποια υφιστάμενη υποχρέωση (π.χ. συμφωνία εγγύησης ή ενεχυρίασης ή ανάληψης, χρέους κ.τ.λ. ‑ αφού η σχετική συμφωνία ενεχυρίασης είχε ακυρωθεί), αλλά από την κρίση των Διαιτητικών Δικαστηρίων στο πλαίσιο της σχετικής ανταπαίτησής τους. Στις εν λόγω διαιτητικές διαδικασίες, κατά το χρόνο καταχώρισης της αίτησης, η Καθ' ης η Αίτηση και η Nori αμφισβητούσαν, σφόδρα, τα όσα εκεί προέβαλαν οι πρώτες και προωθούσαν τη θέση ότι η συμφωνία διευθέτησης και οι παρεπόμενες συμφωνίες ακύρωσης των ενεχυριάσεων ήταν έγκυρες και δεσμευτικές για τις Αιτήτριες, με αποτέλεσμα να διεξαχθούν οι ακροαματικές διαδικασίες των Διαιτησιών και να εκδοθούν, ακολούθως, οι εκεί αποφάσεις. Το ουσιαστικό και καλόπιστο της υπεράσπισης της Καθ’ ης η Αίτησης και της Nori στην ανταπαίτηση των Αιτητριών στις Διαιτητικές διαδικασίες, δεν εξετάζεται στη βάση του αποτελέσματος των διαδικασιών αυτών, αλλά στη βάση των επιχειρημάτων που προέβαλαν δικογραφικώς, αλλά και του τρόπου που προώθησαν την υπεράσπισή τους, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να ισχυριστεί κάποιος ότι η Καθ’ ης η Αίτηση και η Nori απλώς αρνήθηκαν τα όσα τους απέδιδαν οι Αιτήτριες. Τουναντίον, από τα όσα, σχετικά, τέθηκαν ενώπιον μου, η εν προκειμένω υπεράσπιση τους στην ανταπαίτηση των Αιτητριών, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των Διαιτητικών διαδικασιών, ευκόλως μπορεί να χαρακτηριστεί ως ουσιαστική.

Έχοντας σημειώσει τα ανωτέρω, και σε συμφωνία με τα λοιπά που ανέπτυξε η αδελφή Πρόεδρος (ως ήταν τότε) στην απόφαση της στην αίτηση της Nori, τα οποία τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην υπό εξέταση περίπτωση, κρίνω ότι και η παρούσα αίτηση είναι εκθέτη σε απόρριψη, καθότι οι Αιτήτριες δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι, κατά τον χρόνο καταχώρησης της αίτησης, είχαν έννομο συμφέρον να καταχωρήσουν και προωθήσουν την παρούσα αίτηση. Για σκοπούς οικονομίας, παραθέτω, αυτουσίως, την σχετική περικοπή από την απόφαση στην Αίτηση 658/2019 (Αίτηση εναντίον της Nori), με την οποία συμφωνώ και υιοθετώ πλήρως.

«Τα Άρθρα 243, 290, 293, 295 και 213 του ΚΕΦ. 113 στα οποία μεταξύ άλλων στηρίζεται η αίτηση, ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιούνται ώστε οι Αιτητές να μπορούν να εγείρουν την παρούσα αίτηση.

Σύμφωνα με το Άρθρο 243(1) τον ΚΕΦ. 113, αίτηση για αναστολή εκκαθάρισης μπορεί να υποβάλει είτε o εκκαθαριστής, είτε ο Επίσημος Παραλήπτης είτε πιστωτής είτε συνεισφορέας. Ο όρος «πιστωτής» στα πλαίσια του Άρθρου 243 τον Νόμου είναι ταυτόσημος με τον ίδιο όρο όπως απαντάται στο Άρθρο 213(1) (βλ. White Knight Holdings Ltd v. New World Investments Ltd Πολιτική Έφεση Αρ. 230/2014, ημερομηνίας 12/7/2016)[4].

Το δικαίωμα ενός πιστωτή να αποταθεί στο Δικαστήριο με αίτημα για αναστολή της διαδικασίας εκούσιας εκκαθάρισης ρυθμίζεται από το Άρθρο 290 του Κεφ. 113.

Το Δικαστήριο εξετάζοντας αίτημα για αναστολή ή διακοπή της διαδικασίας εκκαθάρισης μιας εταιρείας, εφαρμόζει κατ’ αναλογία όλα όσα εφαρμόζονται για την αναστολή διατάγματος παραλαβής ή διατάγματος πτώχευσης. H εξουσία του Δικαστηρίου για ακύρωση του διατάγματος παραλαβής είναι δυνητική.

Το Άρθρο 293 του ΚΕΦ. 113 προβλέπει τη δυνατότητα έκδοσης διατάγματος για συνέχιση εκούσιας εκκαθάρισης με την εποπτεία τον Δικαστηρίου. Προνοεί τα ακόλουθα:

«Όταν εταιρεία έχει εγκρίνει ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα για τη συνέχιση της εκκαθάρισης αλλά με την εποπτεία του Δικαστηρίου, και με τέτοιο δικαίωμα στους πιστωτές, συνεισφορείς ή άλλους να υποβάλουν αίτηση στο Δικαστήριο, και γενικά με τέτοιες προϋποθέσεις και όρους που το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο».

Επίσης, σύμφωνα με το Άρθρο 295 του ΚΕΦ. 113, αιτήσεις για συνέχιση εκούσιας εκκαθάρισης με την εποπτεία του Δικαστηρίου λογίζονται ως αιτήσεις εκκαθάρισης από το Δικαστήριο. Ως εκ τούτου οι Αιτήτριες με βάση και με το Άρθρο 293 θα πρέπει να νομιμοποιούνται να καταχωρήσουν αίτηση εκκαθάρισης εταιρείας σύμφωνα με το άρθρο 213(1) του ΚΕΦ. 113.

Πρόσωπα τα οποία νομιμοποιούνται να καταχωρήσουν αίτηση εκκαθάρισης εταιρείας σύμφωνα με το Άρθρο 213(1) του ΚΕΦ. 113 είναι:

«...αίτηση στο Δικαστήριο για την εκκαθάριση εταιρείας γίνεται με αίτηση που υποβάλλεται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού, από οποιοδήποτε από τα ακόλουθα πρόσωπα:

      (α) Την εταιρεία.

      (β) πιστωτή ή πιστωτές, περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε ενδεχόμενων ή μελλοντικών πιστωτών…………..».

                                                                  

Στην Σπανού 'Εφη M v. GIP Constructions Limited (1999) 1 A.A.Δ. 315 σημειώνεται πως η έννοια του όρου "Πιστωτής" στα Άρθρα 213(1) και 243(1) τον Κεφ. 113 είναι ταυτόσημη.

Επίσης στην ίδια απόφαση η οποία αποτελεί δεσμευτική νομολογία αναφέρθηκαν και τα εξής σχετικά με τον όρο «πιστωτής», «ενδεχόμενος ή μελλοντικός πιστωτής»:

«Δοθέντος ότι η έννοια του "πιστωτή" στα άρθρα 213(1) κατ 243(1) εiνaι, σύμφωνα με τα πιο πάνω, ταυτόσημη, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο, στην περίπτωση που εξετάζουμε, η εφεσείουσα είναι πιστωτής που μπορούσε να ζητήσει διάταγμα εκκαθάρισης της εφεσίβλητης. Κρίνουμε ότι ορθή είναι η αρνητική απάντηση. Βάσει του άρθρου 213(1) στην έννοια του "πιστωτή" περιλαμβάνεται και ο "ενδεχόμενος ή μελλοντικός πιστωτής" (contingent or perspective creditor). Σύμφωνα με την αγγλική νομολογία ως ενδεχόμενος πιστωτής, βάσει του άρθρου 224(1) του αγγλικού Νόμου, Θεωρείται "α person towards whom, under an existing obligation, the company may or will become subject to a present liability on the happening of some future event or at some future debt" - πρόσωπο έναντι του οποίου, βάσει υφιστάμενης υποχρέωσης, η εταιρεία ενδέχεται ή πρόκειται να ευρεθεί υπόλογη παρούσης ευθύνης με την επέλευση κάποιου μελλοντικού γεγονότος ή σε κάποια μελλοντική ημερομηνία (βλ. Re William Hockley [1962] 1 W.LR. 555, Re Community Development Pty [1969] Qd. R.I και Palmer's Company Law, 23rd Ed., 1127, pαra. 85-15). Με άλλα λόγια, "ενδεχόμενος ή μελλοντικός πιστωτής" σημαίνει πιστωτή υπό αναβλητική αίρεση ή πιστωτή υπό αναβλητική προθεσμία όπως είναι ο πιστωτής μη ληξιπρόθεσμου χρέους, Π.Χ. μη πληρωτέας συναλλαγματικής, ή ο εγγυητής που δεν ξόφλησε χρέος της εταιρείας ή ο εκμισθωτής αναφορικά με μελλοντικά ενοίκια. O όρος "πιστωτής", βάσει του ίδιου άρθρου του αγγλικού νόμου, δεν περιλαμβάνει "a person whose debt is substantially disputed even if the company is in fact insolvent" - πρόσωπο του οποίου η οφειλή τελεί υπό ουσιαστική αμφισβήτηση ακόμα και αν η εταιρεία είναι στην πραγματικότητα αφερέγγυα (βλ. Mann v. Golstein [1968] 1 W.L.R. 1091, Re Lympne Investments [1972] 1 W.LR. 523, Palmer' s πιο πάνω, σελ. 1127, παρ. 85-14, Halsbury's Laws of England, 4th Ed., Vol. 7, para. 1004). Δεν περιλαμβάνει, δηλαδή, πρόσωπο του οποίου αμφισβητείται αυτή τούτη η ιδιότητα του πιστωτή. Δεν περιλαμβάνει, επίσης, πρόσωπο το οποίο έχει βέβαιη απαίτηση για αποζημιώσεις οι οποίες όμως δεν είναι εκκαθαρισμένες (βλ. Re Peri-y-vari Colliery Co. (1877] 6 Ch. D. 477). Στην περίπτωση της εφεσείουσας δεν βρισκόμαστε μπροστά σε "ενδεχόμενο ή μελλοντικό πιστωτή', δηλαδή πιστωτή έναντι του οποίου η υποχρέωση της εφεσίβλητης υφίσταται μεν αλλά τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή αναβλητική προθεσμία. Βρισκόμαστε μπροστά σε πρόσωπο έναντι του οποίου, με την υπεράσπιση στην ανταπαίτησή του, αμφισβητείται αυτή τούτη η υποχρέωση της εταιρείας. Βρισκόμαστε, με άλλα λόγια, μπροστά σε πρόσωπο του οποίου αμφισβητείται αυτή τούτη η ιδιότητα του πιστωτή. Επομένως η εφεσείουσα, έστω και εάν μέρος της ανταπαίτησής της είναι για εκκαθαρισμένες αποζημιώσεις, δεν είναι ούτε υφιστάμενος ούτε ενδεχόμενος ή μελλοντικός πιστωτής, υπό την έννοια των άρθρων 213(1) και 243(1) του Νόμου, και, κατά συνέπεια, δεν είχε το απαραίτητο locus standi για να ζητήσει διάταγμα εκκαθάρισης της εφεσίβλητης καθ' η στιγμή τελούσε υπ' αμφισβήτηση η ανταπαίτησή της στην αγωγή».

Στην υπόθεση Χατζηγιάννης v. C. & J. Kyprianou Promotions Ltd (2010) 1(Β) A.A.Δ. 991 αναφέρθηκαν περαιτέρω και τα ακόλουθα σχετικά με τον όρο «πιστωτής»:

«Όπως καθαρά διαφαίνεται από τις πρόνοιες του εδαφίου (α) του άρθρου 212, τις οποίες κατά κύριο λόγο επικαλείται o εφεσείων, η γραπτή απαίτηση για καταβολή οφειλής που ο οφείλεται από εταιρεία, θα πρέπει να προέρχεται  από "πιστωτή". Τίθεται επομένως ευθέως το ερώτημα ποιος θεωρείται "πιστωτής" ή πιο συγκεκριμένα κατά πόσο o εφεσείων - αιτητής στην εκδικασθείσα αίτηση μπορούσε να θεωρηθεί ως "πιστωτής". Παρόμοιο θέμα που αφορούσε στη διακρίβωση του ποιος μπορεί να θεωρηθεί ως "πιστωτής" μέσα στην έννοια του επόμενου άρθρου που ακολουθεί, δηλαδή του άρθρου 213(ι) του Νόμου, το οποίο παραθέτει τη διαδικασία υποβολής της αίτησης για εκκαθάριση εταιρείας, εξετάστηκε από το Εφετείο στη Σπανού v. G.I.P. Constructions Ltd (1999) 1(Α) A.A.Δ. 315. Όπως δε πρόσθεσε το Εφετείο στην ίδια απόφαση, έστω ακόμα και αν ένα μέρος της απαίτησης του αιτητή ήταν για εκκαθαρισμένες αποζημιώσεις, αυτός εστερείτο του απαραίτητου locus standi ώστε να αιτηθεί την εκκαθάριση της εταιρείας. Ακόμη και πολύ παλαιότερα τα Δικαστήρια ακολουθούσαν την ίδια σταθερή προσέγγιση επί του εξεταζόμενου θέματος. Όπως είχε λεχθεί και στην Αγγλική απόφαση στην υπόθεση New Travellers' Chambers Ltd v. Cheese and Green (1894] 70 LT 271 επανειλημμένα έχει αποφασισθεί ότι η υποβολή αίτησης για εκκαθάριση εταιρείας δεν είναι πρόσφορη μέθοδος εκδίκασης αμφισβητούμενης οφειλής. Εάν υφίσταται οποιαδήποτε εύλογη βάση αμφισβήτησης της ύπαρξης του χρέους, όχι απλά του ύψους του, δεν πρέπει να υποβάλλεται τέτοια αίτηση. Ούτε και ασφαλώς είναι επιτρεπτό όπως χρησιμοποιείται καταχρηστικά η διαδικασία υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ως μέθοδος άσκησης πίεσης σε εταιρεία να καταβάλει χρήματα τα οποία αμφισβητεί ότι οφείλει (Re α company [1992] 2 Α11 E.R. 797). Ο συνήγορος του εφεσείουσα είχε αντιτάξει προς τα ανωτέρω, πως δεν πρέπει να επιτρέπεται στου κάθε οφειλέτη να αποφεύγει τις κυρώσεις του περί Εταιρειών Νόμου, προβάλλοντας απλά ότι αμφισβητεί το χρέος. Αυτό είναι βέβαια ορθό, πλην όμως δεν είναι τούτο που εισηγείται η νομολογία. H απλή άρνηση πληρωμής ενός αδιαμφισβήτητου χρέους συνιστά πάντα καλή μαρτυρία ότι ο χρεώστης αδυνατεί να πληρώσει. Εάν το Δικαστήριο όμως εξαγάγει το συμπέρασμα ότι μια εταιρεία προβάλλει μια ουσιαστική υπεράσπιση καλόπιστα και δεν επιδιώκει απλά να αποφύγει τις επιπτώσεις της οφειλής της, τότε ασφαλώς δεν Θα εγκρίνει την αίτηση εκκαθάρισης».

Ως προς τον όρο «πιστωτής» και «οφειλή» με βάση το Άρθρο 212(α) του ΚΕΦ. 113 σχετική είναι και η υπόθεση Αναφορικά με την εταιρεία Besuno Ltd (2014), 1(Α) A.A.Δ. 427 στην οποία αναφέρεται ότι η οφειλή πρέπει να είναι συγκεκριμένη και αδιαμφισβήτητη και η ευρύτητα τον όρου «πιστωτής» είναι τέτοια που περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο έχει να λαμβάνει καθορισμένο ύψος απαίτησης. Προκύπτει επίσης από αυτήν ότι το χρέος πρέπει να είναι πλήρως εκκαθαρισμένο και πληρωτέο. H αμφισβήτηση του χρέους καθιστά ανεφάρμοστες τις πιο πάνω αναφερόμενες νομοθετικές διατάξεις διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί «πιστωτής» εταιρείας όταν η ύπαρξη της ισχυριζόμενης οφειλής είναι αβέβαιη.

Ως περαιτέρω αναφέρθηκε στην υπόθεση Besuno, (ανωτέρω) για να θεωρείται μη αμφισβητούμενη αξίωση που προέρχεται από αλλοδαπή απόφαση, αυτή Θα πρέπει να έχει εγγραφεί στη Δημοκρατία, τέτοια αξίωση δεν δικαιολογεί έναρξη τέτοιας διαδικασίας γιατί είναι  «αδιανόητη η έναρξη διαδικασίας, η οποία στηρίζεται, αποκλειστικά και μόνο, σε αλλοδαπή απόφαση, η οποία δεν υφίσταται, ουσιαστικά, στη χώρα μας».

Εξετάζοντας τη θέση των Αιτητών ότι αυτοί νομιμοποιούντο στην καταχώρηση της παρούσας Αίτησης ως ενδεχόμενοι, μελλοντικοί πιστωτές, σημειώνω ότι κατά τον χρόνο καταχώρησης της παρούσας Εναρκτήριας Αίτησης (χρόνος που μπορεί να ληφθεί υπόψη με βάση την υπόθεση Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 5979) εκκρεμούσε διαιτητική διαδικασία στο LCIA του Λονδίνου, στην οποία η Καθ΄ης η Αίτηση 1 αμφισβητούσε τις απαιτήσεις των Αιτητών. Η πιο πάνω διαπίστωση δεν δικαιολογεί εύρημα ότι οι Αιτητές ήταν κατά τον χρόνο καταχώρισης της παρούσας Αίτησης πιστωτές της Καθ΄ης η αίτηση 1 με ξεκαθαρισμένη απαίτηση, ούτε ενδεχόμενοι μελλοντικοί πιστωτές αφού δεν μπορούσαν να θεωρούνται πιστωτές υπό αναβλητική αίρεση ή υπό αναβλητική προθεσμία ως η δεσμευτική νομολογία μας επιτάσσει, (βλ. υπόθεση Έφη Σπανού (ανωτέρω)). Το γεγονός της εν λόγω αμφισβήτησης δεν δικαιολογούσε την έναρξη της παρούσας διαδικασίας, σε εκείνο το στάδιο. Οι Αιτητές δεν μπορούσαν στο στάδιο καταχώρησης της παρούσας αίτησης να θεωρηθούν πιστωτές της Καθ’ ης η Αίτηση 1 αφού το χρέος τελούσε υπό αμφισβήτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο καταχώρισης της παρούσας Αίτησης. Περαιτέρω δεν μπορούσε να θεωρηθεί ούτε εκκαθαρισμένη απαίτηση ενδεχόμενων ή μελλοντικών πιστωτών. Η έκδοση μερικής Διαιτητικής Απόφασης στο μεσοδιάστημα (μετά την καταχώρηση της παρούσας αλλά πριν την εκδίκαση της) δεν αλλάζει τα δεδομένα γιατί δεν σημαίνει και μη αμφισβήτηση της οφειλής. Αντιθέτως προκύπτει ότι οι διαφορές τους από τις επίδικες συμφωνίες αποτέλεσαν αντικείμενο σοβαρής αμφισβήτησης από την Καθ’ ης η αίτηση 1 για τις οποίες κινήθηκε διαδικασία Διαιτησίας. Όπως επισημαίνεται ανωτέρω, ο καθοριστικός χρόνος είναι η ημερομηνία καταχώρισης της Αίτησης. Επίσης από το περιεχόμενο της ίδιας της διαιτητικής Απόφασης δεν προκύπτει ότι οι Αιτητές δικαιούνται οποιοδήποτε χρηματικό ποσό από την Εταιρεία. […]

Με δεδομένο ότι η μόνη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε υπέρ των Αιτητών, πριν την καταχώρηση της παρούσας διαδικασίας, είναι αυτή  των Ρωσικών Δικαστηρίων που περιγράφεται στην παράγραφο 89 και 90 της Ένορκης Δήλωσης Romanov, και η οποία αναγνωρίζει ότι οι συμφωνίες τερματισμού των δανείων και των εξασφαλίσεων προς την Αιτήτρια 2 είναι άκυρες, αυτή δεν έχει εγγραφεί στη Δημοκρατία ούτε μπορεί να εγγραφεί πριν την έκδοση τελικής απόφασης του LCIA στην πιο πάνω αναφερόμενη διαφορά, αφού οι Αιτητές έλαβαν δέσμευση ενώπιον του LCIA να μην προβούν σε καμία ενέργεια για να επιβάλουν την απόφαση αυτή κατά της Καθ’ ης η αίτηση 1. Ακόμη όμως και αν αυτές οι συμφωνίες μπορούσαν να θεωρηθούν ως άκυρες, αυτό το γεγονός δεν θα μπορούσε να διαφοροποιήσει το γεγονός ότι οι επίδικες μετοχές, μετά την υπογραφή των Τεκμηρίων 17Α-17G της ένορκης δήλωσης Romanov, μεταβιβάστηκαν στην εταιρεία AGDALIA, η οποία στη συνέχεια τις ενεχυρίασε προς όφελος άλλης Τράπεζας έτσι ώστε να μη εξυπηρετεί με οποιοδήποτε τρόπο η αναστολή της επίδικης εκκαθάρισης αφού δεν είναι πλέον στην κατοχή της Καθ’ ης η αίτηση 1.

Ως εκ των ανωτέρω, ορθή είναι και η θέση των Καθ' ων η αίτηση ότι, ούτε στην βάση της Ρωσικής απόφασης, την οποία εξασφάλισαν οι Αιτητές, μπορούν να θεωρηθούν πιστωτές αφού αυτή δεν έχει εγγραφεί στη Δημοκρατία ως αλλοδαπή απόφαση ούτε αναμένεται αυτή να εγγραφεί πριν την τελική απόφαση της εκκρεμούσας Διαιτητικής Διαδικασίας.

    Με βάση όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, καταλήγω ότι οι Αιτητές δεν απέκτησαν την ιδιότητα του «πιστωτή» ή του «ενδεχόμενου μελλοντικού πιστωτή» εν τη εννοία του νόμου και επομένως δεν είχαν locus standi, κατά τον ουσιώδη χρόνο καταχώρησης της παρούσας Αίτησης, αφού κατά τον χρόνο καταχώρισης της οι Αιτητές δεν ήταν πιστωτές εν τη εννοία του νόμου και επομένως δεν είχαν δικαίωμα να καταχωρίσουν και προωθήσουν την παρούσα Αίτηση σε αυτήν τη βάση.».

Στη βάση των ανωτέρω η αίτηση απορρίπτεται.

Ως προς τα έξοδα της αίτησης δεν έχω κανόνα λόγο για να παρεκκλίνω από τον κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, και κατά συνεπεία τούτα επιδικάζονται υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση 1 και 2 και εναντίον των Αιτητριών, αλληλέγγυα ή κεχωρισμένα, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) ……………………………

Δ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 



[1] H Αιτήτρια 2, μέσω σχετικών συμφωνιών, παρείχε δάνεια σε εταιρείες του Όμιλου εταιρειών 01 Group (συμφερόντων της οικογένειας Mints), τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των οποίων (σχετικών συμφωνιών), μεταβίβασε, ακολούθως, στην Αιτήτρια 1.

[2] Στο πλαίσιο της οποίας έγινε αναφορά στου όρους «ενδεχόμενος» ή «μελλοντικός» πιστωτής.

[3] Ισχύουν τα ίδια και στις δύο διαδικασίες.

[4] Υπογράμμιση δική μου, καθώς και όσες ακολουθούν.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο