ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 1173/2024
Μεταξύ:
ASHOT YEGIAZARYAN
Ενάγων
και
ABACUS LIMITED
Εναγόμενη
17 Σεπτεμβρίου, 2025.
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα/Αιτητή: κ. Χαβιαράς με κα Ματσεντίδου για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε.
Για Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ/Καθ’ ης η Αίτηση 1: κα Γεωργιάδου για Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.
Για Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ/Καθ΄ ης η Αίτηση 2: κ. Λιασίδης για Γεωργιάδης & Πελίδης Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
στην Αίτηση του Ενάγοντα ημερομηνίας 18.10.2024 για διατάγματα αποκάλυψης και άλλα συναφή
Με την παρούσα Αίτηση ο Ενάγων/Αιτητής ζητά διατάγματα αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal/Banker’s Trust[1] που να διατάζουν τους Καθ’ ων η Αίτηση, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ και Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ (στο εξής «Τράπεζα Κύπρου» και «Ελληνική Τράπεζα») να αποκαλύψουν διάφορα έγγραφα και πληροφορίες σε σχέση με τυχόν τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούν ή διατηρούσαν την περίοδο 1.1.2010-31.12.2023 διάφορα νομικά και φυσικά πρόσωπα που κατονομάζονται στο Παράρτημα Α της Αίτησης καθώς και οποιεσδήποτε άλλες εταιρείες με τελικούς δικαιούχους τους Fridman Mikhail και/ή Peter Aven (Αιτητικό Β). Ζητά επίσης διάταγμα που να του επιτρέπει να χρησιμοποιεί οποιεσδήποτε αποκαλυφθείσες πληροφορίες και στοιχεία προς υποστήριξη ενδεχόμενης αγωγής ή άλλου διαβήματος, στην Κύπρο ή στο εξωτερικό εναντίον των νομικών και φυσικών προσώπων του Παραρτήματος Α της Αίτησης (αιτητικό Ε).
Σημειώνω ότι σε προηγούμενο στάδιο είχε εκδοθεί από το Δικαστήριο προσωρινό διάταγμα φίμωσης (gagging order) με το οποίο απαγορεύτηκε στους Καθ’ ων η Αίτηση να ενημερώσουν οποιοδήποτε πρόσωπο, πλην των νομικών τους συμβούλων, για την ύπαρξη της παρούσας αγωγής και της παρούσας Αίτησης (αιτητικό ΣΤ). Ο Ενάγων/Αιτητής ζητά όπως το διάταγμα φίμωσης καταστεί απόλυτο, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.
Η Αίτηση στρεφόταν εναντίον της Εναγόμενης στην αγωγή, εναντίον του Εφόρου Εταιρειών και εναντίον όλων των τραπεζικών ιδρυμάτων στην Κύπρο. Σε προηγούμενο στάδιο, είχαν εκδοθεί εκ συμφώνου διατάγματα αποκάλυψης εναντίον της Εναγόμενης και του Εφόρου Εταιρειών. Στη βάση των πληροφοριών και στοιχείων που αποκαλύφθηκαν, ο Ενάγων/Αιτητής περιόρισε τα διατάγματα που αφορούσαν όλα τα τραπεζικά ιδρύματα ώστε πλέον αυτά να προωθούνται εναντίον της Τράπεζας Κύπρου και της Ελληνικής Τράπεζας.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση είναι σύνθετα και εκτείνονται στην χρονική περίοδο από 2002 μέχρι σήμερα. Περιγράφονται με λεπτομέρεια στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση. Δεν κρίνω αναγκαίο να τα παραθέσω με λεπτομέρεια. Τα συνοψίζω επιγραμματικά ως εξής.
Ο Ενάγων/Αιτητής ήταν πολιτικό πρόσωπο στη Ρωσία όπου διατηρούσε και διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Επειδή ανησυχούσε για πολιτικά υποκινημένες διώξεις από πολιτικούς του αντίπαλους, η οικογενειακή περιουσία και επιχειρηματικές του δραστηριότητες διεξάγονταν μέσω εμπιστευματοδόχων που ενεργούσαν εκ μέρους του και με βάση εντολές του. Ο ίδιος παρέμενε πραγματικός τελικός δικαιούχος (ultimate beneficial owner) της περιουσίας. Δραστηριοποιείτο κυρίως μέσω υπεράκτιων εταιρειών που ήταν οι ιδιοκτήτριες των οικογενειακών περιουσιακών στοιχείων και οι μετοχές των οποίων κατέχονταν από τους εμπιστευματοδόχους του.
Όταν περί το 2024, για οικογενειακούς λόγους, ζήτησε από τους εμπιστευματοδόχους του να του επιστρέψουν την κυριότητα της οικογενειακής περιουσίας, αυτοί αρνήθηκαν. Με σκοπό την ανάκτηση της οικογενειακής περιουσίας, έχει εγείρει διαδικασίες στην Αμερική και Λουξεμβούργο οι οποίες εκκρεμούν.
Μέρος των περιουσιακών στοιχείων του Ενάγοντα/Αιτητή που κατείχε μέσω σειράς εμπιστευμάτων ήταν η εταιρεία Brookemil Ltd, εγγεγραμμένη στις Νήσους Κέιμαν (στο εξής η «Brookemil») που είχε πλειοψηφική συμμετοχή στις Ρωσικές εταιρείες OJSC Kammenly Most και OJSC Kremlin Site που κατείχαν ακίνητα σε προνομιούχα περιοχή στη Μόσχα.
Από έρευνες που διενήργησε, ο Ενάγων/Αιτητής διαπίστωσε ότι από το 2008 περίπου έλαβαν χώρα διάφορες ενέργειες, δόλιες μεταβιβάσεις, πλαστές συμφωνίες, αντικανονικές αλλαγές σε αξιωματούχους εταιρειών, στους ομίλους που ανήκαν οι εν λόγω εταιρείες. Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών ήταν να στερηθεί των ιδιοκτησιακών του δικαιωμάτων. Η δε Brookmel διαλύθηκε τελικά περί το 2021. Σε σχέση με αυτές τις ενέργειες μεσολάβησαν διάφορες δικαστικές διαδικασίες στην Κύπρο μεταξύ 2011 και 2023.
Από τις έρευνες στις οποίες προέβη, ο Ενάγων/Αιτητής διαπίστωσε ότι ο Mikhail Fridman είχε κεντρικό ρόλο στις δόλιες ενέργειες που διενεργήθηκαν εις βάρος του. Διαπίστωσε επίσης ότι για να πραγματώσει τους σκοπούς του, ενήργησε μέσω ή χρησιμοποίησε ή είχε τη συνδρομή μεγάλου αριθμού άλλων εταιρειών εγγεγραμμένων σε διάφορες δικαιοδοσίες. Πρόκειται για 18 εταιρείες που κατονομάζονται στο Παράρτημα Α της Αίτησης.
Αναφέρεται σε διάφορα δημοσιεύματα από τα οποία, είναι η θέση του ότι, προκύπτει πως ο Peter Aven ήταν συνεργάτης του Fridman. Εισηγείται ότι αυτό καθιστά πιθανό ο Aven να εμπλέκεται στο δόλιο σχέδιο του Fridman.
Η θέση του Ενάγοντα/Αιτητή είναι πως οι πληροφορίες και στοιχεία που ζητά από την Τράπεζα Κύπρου και την Ελληνική Τράπεζα μέσω αυτής της Αίτησης είναι απαραίτητα ώστε να κατανοήσει τον ρόλο και έκταση της εμπλοκής της κάθε εταιρείας αλλά και να μπορέσει να εντοπίσει περιουσιακά στοιχεία.
Δεν θα επεκταθώ περαιτέρω στα γεγονότα που επικαλείται ο Ενάγων/Αιτητής. Διευκρινίζω ότι όσα αναφέρω πιο πάνω συνιστούν τη δική του εκδοχή και όχι συμπεράσματα του Δικαστηρίου.
Η Τράπεζα Κύπρου και η Ελληνική Τράπεζα ήγειραν ένσταση στην έκδοση του διατάγματος αποκάλυψης. Έχουν επίσης εγείρει ένσταση στη συνέχιση ισχύος του διατάγματος φίμωσης.
Σημειώνω ότι μέσω των ενστάσεων δεν προβάλλεται διαφορετική εκδοχή για τα υποκείμενα γεγονότα που παρουσιάζει ο Ενάγων/Αιτητής. Η Τράπεζα Κύπρου και Ελληνική Τράπεζα αναφέρουν ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν και δεν συμμετείχαν εν γνώση τους σε οποιαδήποτε δόλια ή παράνομη ενέργεια, ούτε είναι σε θέση να γνωρίζουν για τις λεπτομέρειες της αδικοπραξίας που αποδίδεται στους Fridman και Aven από τον Ενάγοντα/Αιτητή. Οι λόγοι ένστασης που προβάλλουν επικεντρώνονται στο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal/Banker's Trust και διαταγμάτων φίμωσης. Αναφορά σε κάποιες από τις θέσεις που προβάλλουν γίνεται πιο κάτω.
Πριν προχωρήσω σημειώνω ότι έχω εξετάσει το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου μέσω της Αίτησης και των ενστάσεων, τις ένορκες δηλώσεις καθώς και τις αγορεύσεις των συνηγόρων και τη νομολογία στην οποία με έχουν παραπέμψει.
Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης.
Η γενική εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει διατάγματα εδράζεται στο άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60. Η διάταξη αυτή καθορίζει τρεις προϋποθέσεις για την παροχή ενδιάμεσης θεραπείας, εκκρεμούσης αγωγής. Συγκεκριμένα, για την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος, το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι:
(α) υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση,
(β) ορατή πιθανότητα επιτυχίας, και
(γ) χωρίς την ενδιάμεση θεραπεία θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές. Επιπρόσθετα όμως, πριν την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι είναι δίκαιο και πρόσφορο, με βάση τα δεδομένα της ενώπιον του υπόθεσης, να χορηγηθεί ενδιάμεση θεραπεία.
Όπως σημείωσα πιο πάνω, σε ενωρίτερο στάδιο της αγωγής εκδόθηκαν εκ συμφώνου διατάγματα στα πλαίσια αυτής της Αίτησης εναντίον της Εναγόμενης και του Εφόρου Εταιρειών. Πριν την έκδοση τους, το Δικαστήριο είχε ικανοποιηθεί ότι, με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) πληρούνταν.
Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι μέσω της αγωγής εγείρονταν αξιώσεις εναντίον της Εναγόμενης (κάποιες εκ των οποίων ίδιες με τα ενδιάμεσα διατάγματα της παρούσας Αίτησης) που βασίζονταν σε αναγνωρισμένες βάσεις αγωγής, ότι στη βάση της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί υπήρχε συζητήσιμη υπόθεση και πιθανότητα επιτυχίας εναντίον της Εναγόμενης και ότι χωρίς τα αιτούμενα διατάγματα θα ήταν δύσκολη η απονομή δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.
Μέσω των ενστάσεων που καταχώρησαν η Τράπεζα Κύπρου και η Ελληνική Τράπεζα, δεν παρουσιάστηκαν γεγονότα και δεδομένα που να ανατρέπουν αυτές τις διαπιστώσεις σε σχέση με την υπόθεση εναντίον της Εναγόμενης.
Η ιδιαιτερότητα της παρούσας Αίτησης είναι ότι στρέφεται εναντίον της Τράπεζας Κύπρου και Ελληνικής Τράπεζας, που δεν είναι εναγόμενες στην αγωγή. Αυτό δεν είναι κάτι που απαγορεύεται στην περίπτωση αιτήσεων που αφορούν διατάγματα αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal/Banker’s Trust.
Προχωρώ στην εξέταση των ειδικών προϋποθέσεων για έκδοση τέτοιων διαταγμάτων.
Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εκδίδει διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal/Banker’s Trust απορρέει από το δίκαιο της επιείκειας (equitable jurisdiction). Η δυνατότητα των Κυπριακών Δικαστηρίων, ως Δικαστήρια επιείκειας, να εκδίδουν διατάγματα τέτοιου τύπου έχει αναγνωριστεί στην κυπριακή νομολογία[2].
Οι προϋποθέσεις για την άσκηση αυτής της δικαιοδοσίας έχουν συνοψιστεί στην Αγγλική απόφαση Mitsui & Co Ltd v Nexen Petroleum UK Ltd [2005] EWHC 625 (Ch) όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
«The three conditions to be satisfied for the court to exercise the power to order Norwich Pharmacal relief are:
i) a wrong must have been carried out, or arguably carried out by an ultimate wrongdoer;
ii) there must be the need for an order to enable action to be brought against the ultimate wrongdoer; and
iii) the person against whom the order is sought must (a) be mixed up in so as to have facilitated the wrongdoing; and (b) be able or likely to provide the information necessary to enable the ultimate wrongdoer to be sued».
Στην Collier v Bennett [2020] EWHC 1884, ο Saini J προσθέτει και μια 4η προϋπόθεση. Όπως εξηγεί, η έκδοση διατάγματος αποκάλυψης πρέπει να είναι κατάλληλο και αναλογικό διάβημα με γνώμονα τα δεδομένα της εκάστοτε υπόθεσης και έχοντας κατά νου την εξαιρετική αλλά και ευέλικτη φύση της δικαιοδοσίας αυτής. Η προσθήκη αυτή επιβεβαιώθηκε από το Privy Council στην πρόσφατη Stanfrod Asset Holdings Ltd v Afrasia Bank Ltd (Mauritius) [2023] UKPC 35.
Προχωρώ να εξετάσω αυτές τις προϋποθέσεις.
Αναφορικά με την 1η προϋπόθεση, διαφωτιστική είναι η ανάλυση στην απόφαση του Popplewell J στην Αγγλική υπόθεση Orb A.R.L. v Fiddler [2016] EWHC 361 (Comm), paragraph 84:
«The first condition is that there must have been a wrong carried out, or arguably carried out, by an ultimate wrongdoer. The “wrong” may be a crime, tort, breach of contract, equitable wrong or contempt of court. It is not necessary to establish conclusively that a wrong has been carried out; it will be sufficient if it is arguable that a wrong has been carried out. The strength of the argument will be a factor in the exercise of the discretion, but an arguable case is sufficient to meet the threshold condition. The wrongdoing must be identified by the applicant at least in general terms»[3].
Επίσης διαφωτιστική είναι η πρόσφατη Αγγλική απόφαση του Court of Appeal Unitel SA v Unitel International Holdings BV [2024] EWCA Civ 1109 όπου σημειώθηκε ότι το κριτήριο είναι:
«more than barely capable of serious argument and not necessarily with a better than 50% chance of success».
Δηλαδή ο αιτητής πρέπει να είναι σε θέση, με τα στοιχεία που θα παρουσιάσει, να δείξει ότι διαθέτει συζητήσιμη υπόθεση χωρίς όμως να χρειάζεται να στοιχειοθετήσει την υπόθεση του στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.
Στην παρούσα περίπτωση, από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, θεωρώ ότι ο Ενάγων/Αιτητής έχει δείξει συζητήσιμη υπόθεση. Συνεπώς, αυτή η προϋπόθεση ικανοποιείται.
Η 2η προϋπόθεση εστιάζει στην αναγκαιότητα της αποκάλυψης. Δηλαδή ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι η αποκάλυψη είναι αναγκαία για να μπορέσει να κινήσει δικαστικές διαδικασίες ή να διεκδικήσει θεραπεία για την αδικοπραξία που υπέστη. Η καθοδήγηση από τη νομολογία είναι ότι το κριτήριο της αναγκαιότητας εξετάζεται με πραγματισμό, κριτική προσέγγιση και ευελιξία.
Στην υπόθεση Ashworth Hospital Authority v MGN Ltd [2002] 1 WLR 2033 (HL), ο Lord Wolf CJ ανέφερε τα εξής στην παράγραφο 57 της απόφασης:
«The Norwich Pharmacal jurisdiction is an exceptional one and one which is only exercised by the courts when they are satisfied it is necessary that it should be exercised. New situations are inevitably going to arise where it would be appropriate for the jurisdiction to be exercised where it has not been exercised previously. The limits which apply to its use in its infancy should not be allowed to stultify its use now that it has become a valuable and mature remedy.»
Η προσέγγιση αυτή συναντάται και στην μεταγενέστερη R (Omar) v Secretary of Foreign and Commonwealth Affairs [2013] EWCA Civ 118 όπου ο Maurice Kay LJ σημείωσε τα εξής:
«Whilst necessity is sometimes referred to as if it were simply a matter or consideration in the exercise of discretion, in truth it is more than that. It is a test which must be satisfied if Norwich Pharmacal relief is to follow. The first sentence in paragraph 57 of Lord Wolf’s speck [in Ashworth] makes that plain. Nevertheless I agree with the statement of the Divisional Court in the present case (at paragraph 83) that:
“the requirement of necessity is a requirement that must be dictated flexibly in the circumstances of each case”».
Συνεπώς, το κριτήριο της αναγκαιότητας είναι ζήτημα πραγματικό και εξετάζεται σε συνάρτηση με όλους τους παράγοντες που περιβάλλουν την υπόθεση.
Στις ενστάσεις τους, η Τράπεζα Κύπρου και Ελληνική Τράπεζα υποστηρίζουν ότι ο σκοπός διαταγμάτων αποκάλυψης είναι η ταυτοποίηση του αδικοπραγούντα. Εισηγούνται ότι σε αυτή την περίπτωση, εφόσον η ταυτότητα των αδικοπραγούντων είναι γνωστή στον Ενάγοντα/Αιτητή, δεν είναι αναγκαίο να διαταχθεί αποκάλυψη. Δεν συμφωνώ με αυτή τη θέση. Θεωρώ ότι ο σκοπός των διαταγμάτων αποκάλυψης είναι ευρύτερος.
Η εξελικτική πορεία της δικαιοδοσίας Norwich Pharmacal φαίνεται μέσα από τη νομολογία. Αρχικά ο σκοπός απόδοσης τέτοιας θεραπείας ήταν για να διαταχθεί η αποκάλυψη της ταυτότητας του αδικοπραγούντα ώστε να μπορεί ο αιτητής να λάβει μέτρα εναντίον του. Αργότερα επεκτάθηκε στην αποκάλυψη πληροφοριών ώστε να μπορεί ο αιτητής να τελειοποιήσει την αξίωση του, συμπληρώνοντας τα γεγονότα (missing piece of the jigsaw) και, μετέπειτα, για να μπορέσει ο αιτητής να λάβει λεπτομερείς πληροφορίες που είναι απαραίτητες για να εγείρει την αξίωση του. Αυτό υπό τον περιορισμό ότι η αποκάλυψη δεν μπορεί να καταστεί εργαλείο για την αλίευση πληροφοριών (fishing expedition).
Οι Καθ΄ων η Αίτηση προβάλλουν τη θέση ότι ο Ενάγων/Αιτητής επιχειρεί αλίευση πληροφοριών μέσω αυτής της Αίτησης.
Για αυτό το ζήτημα σημειώνω τα εξής.
Στην παρούσα περίπτωση, η αποκάλυψη που επιδιώκεται αφορά 18 νομικά πρόσωπα και 3 φυσικά πρόσωπα (ως το Παράρτημα Α της Αίτησης).
Κρίνω ότι όσα παρουσιάστηκαν από την πλευρά του Ενάγοντα/Αιτητή στοιχειοθετούν την ανάγκη για αποκάλυψη για κάποια από τα πρόσωπα του Παραρτήματος Α, όμως όχι για όλα.
Συγκεκριμένα, κρίνω ότι δεν μπορεί αν διαταχθεί αποκάλυψη για τον Aven και τα πρόσωπα που κατονομάζονται στις παραγράφους (ii) [Aven], (iii), (vii), (viii), (xiii), (xvii), (xviii), (xix), (xx) και (xxi) του Παραρτήματος Α της Αίτησης.
Για εκείνα τα πρόσωπα ο Ενάγων/Αιτητής δεν παρουσίασε στοιχεία που, αντικειμενικά, να υποστηρίζουν την πεποίθηση του ότι εμπλέκονται στην αδικοπραξία. Ο Ενάγων/Αιτητής αισθάνεται έντονα ότι ήταν θύμα μιας ευρύτερης δόλιας συμπεριφοράς. Όμως θεωρώ ότι για εκείνα τα πρόσωπα δεν υπάρχει επαρκής σύνδεση.
Ειδικότερα, για τον Aven υπάρχουν στην ένορκη δήλωση αναφορές σε δημοσιεύματα που τον συνδέουν επιχειρηματικά με τον Fridman. Πάνω σε αυτές τις αναφορές αναπτύσσονται επιχειρήματα και συνειρμοί. Όμως, επί της ουσίας, δεν παρουσιάζονται στοιχεία που – έστω στο βαθμό που απαιτείται για σκοπούς αυτής της Αίτησης – να παρουσιάζουν συζητήσιμη σύνδεση ή εμπλοκή του Aven με τις ισχυριζόμενες αδικοπραξίες. Συνεπώς, σε σχέση με τον Aven κρίνω ότι η επιδίωξη του Ενάγοντα/Αιτητή είναι η διερεύνηση και ανίχνευση στοιχείων που ενδεχομένως να τον συνδέουν με την ισχυριζόμενη απάτη, κάτι που εμπίπτει στα πλαίσια της αλίευσης (fishing) και που δεν επιτρέπεται.
Το ίδιο ισχύει και για άλλα πρόσωπα του Παραρτήματος Α που έχω αναφέρει πιο πάνω. Είτε τα πρόσωπα εκείνα δεν συνδέονται καθόλου με τα γεγονότα – για κάποια εξ αυτών καμία αναφορά εντοπίζεται στην ένορκη δήλωση της Αίτησης - είτε η σύνδεση που προκύπτει είναι τόσο επιφανειακή και γενικόλογη που δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για να διαταχθεί αποκάλυψη.
Συνεπώς, για τα πρόσωπα των παραγράφων (ii), (iii), (vii), (viii), (xiii), (xvii), (xviii), (xix), (xx) και (xxi) του Παραρτήματος Α της Αίτησης, οι πιο πάνω διαπιστώσεις καθορίζουν το αποτέλεσμα. Δεν μπορεί να διαταχθεί αποκάλυψη σε σχέση με εκείνα και η Αίτηση τελειώνει εδώ.
Όσα ακολουθούν πιο κάτω αφορούν μόνο τα υπόλοιπα πρόσωπα που κατονομάζονται στο Παράρτημα Α της Αίτησης. Πρόκειται για τα πρόσωπα των παραγράφων (i)[Fridman], (iv), (v), (vi), (ix), (x), (xi), (xii), (xiv), (xv) και (xvi) του Παραρτήματος Α της Αίτησης.
Για αυτά τα πρόσωπα, έχω ικανοποιηθεί ότι η αποκάλυψη είναι αναγκαία ώστε ο Ενάγων/Αιτητής να είναι σε θέση να συμπληρώσει το πλαίσιο γεγονότων και ενεργειών που θεωρεί ότι έγιναν εις βάρος του και για να είναι σε θέση να εγείρει την αξίωση του. Σε σχέση με αυτά, ο Ενάγων/Αιτητής διαθέτει και έχει παρουσιάσει αρκετά στοιχεία που έχουν μέχρι σήμερα περιέλθει σε γνώση του. Αυτό που φαίνεται είναι ότι μέσω της αιτούμενης αποκάλυψης επιδιώκει να συμπληρώσει την εικόνα.
Κρίνω ότι για τα πρόσωπα αυτά η έκδοση του διατάγματος αποκάλυψης είναι αναγκαία εφόσον δεν διακρίνω ότι υπάρχουν άλλες διαθέσιμες πηγές από τις οποίες να μπορούν να εξασφαλιστούν οι ίδιες πληροφορίες[4]. Συνεπώς, η 2η προϋπόθεση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης πληρείται.
Στρέφομαι στην 3η προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση διατάγματος πρέπει να ήταν εμπλεκόμενο στην αδικοπραγία. Όπως το έθεσε ο Popplewell J στην Αγγλική υπόθεση Orb A.R.L. (ανωτέρω):
«The third threshold condition is that the person against whom the order is sought must be involved in the wrongdoing in a way that distinguishes him from being a mere witness».
Στην Ashworth (ανωτέρω) οι λόγοι για τους οποίους υπάρχει αυτή η προϋπόθεση επεξηγήθηκαν ως εξής:
«Although the requirement of involvement or participation on the part of the party from whom discovery is sought is not a stringent requirement, it is still a significant requirement. It distinguishes that party from a mere onlooker or witness. The need for involvement (the reference to participation can be dispensed with because it adds nothing to the requirement of involvement) is a significant requirement because it ensures that the mere onlooker cannot be subjected to the requirement to give disclosure. Such a requirement is an intrusion on the third party to the wrongdoing and the need for involvement provides justification for this intrusion».
Εδώ, η Ελληνική Τράπεζα και η Τράπεζα Κύπρου φαίνεται ότι εμπλέκονται (involved) στην αδικοπραξία. Υπενθυμίζω ότι τα αιτούμενα διατάγματα στρέφονταν αρχικά εναντίον όλων των τραπεζικών ιδρυμάτων στην Κύπρο όμως μετά την αποκάλυψη από την Εναγόμενη και τον Έφορο Εταιρειών, ο Ενάγων/Αιτητής τα περιόρισε εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση. Τα δεδομένα αυτά συνηγορούν ότι περιήλθαν σε γνώση του στοιχεία ότι εμπλέκονται στην ισχυριζόμενη αδικοπραξία.
Ενδεχόμενη εμπλοκή της Ελληνικής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου με την ισχυριζόμενη απάτη δικαιολογεί την αποκάλυψη από μέρους τους. Συνεπώς κρίνω ότι η 3η προϋπόθεση πληρείται. Διευκρινίζω ότι αυτό αφορά τα πρόσωπα των παραγράφων (i)[Fridman], (iv), (v), (vi), (ix), (x), (xi), (xii), (xiv), (xv) και (xvi) του Παραρτήματος Α της Αίτησης.
Οι τρεις πιο πάνω προϋποθέσεις περιγράφονται στη νομολογία ως ελάχιστες/δικαιοδοτικές προϋποθέσεις (threshold requirements) για ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου:
«Threshold requirement[s] to the exercise of what is a discretionary jurisdiction. [Their] satisfaction merely “triggers” the jurisdiction[5]».
Εφόσον στην παρούσα υπόθεση, όπως εξήγησα πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις (για τα πρόσωπα που έχω καθορίσει), τότε υπεισέρχεται η 4η προϋπόθεση του «κατάλληλου και αναλογικού διαβήματος» που ανέφερα πιο πάνω.
Στην Ashworth (ανωτέρω) o Lord Wolf τονίζει ότι η δικαιοδοσία αυτή είναι εξαιρετικής φύσης (exceptional one) που ασκείται μόνο εάν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι η αποκάλυψη είναι αρμόζουσα και αναλογική υπό τις περιστάσεις.
Για την άσκηση αυτή πρέπει να αξιολογηθούν όλοι οι σχετικοί παράγοντες. Όπως εξήγησε ο Lord Kerr στην υπόθεση The Rugby Football Union v Consolidated Information Services Limited (formerly Viagogo Limited) (in liquidation) [2012]UKSC 55:
«The essential purpose of the remedy is to do justice. This involves the exercise of discretion by a careful and fair weighing of all relevant factors. Various factors have been identified in the authorities as relevant.»
Στην παρούσα περίπτωση, δεν διακρίνω ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση θα επιβαρυνθούν δυσανάλογα εάν διαταχθούν να παρέχουν τις αιτούμενες πληροφορίες. Σταθμίζοντας τα ενώπιον μου δεδομένα κρίνω ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης εξυπηρετείται καλύτερα με την έκδοση παρά με την άρνηση του διατάγματος αποκάλυψης.
Αυτά αναφορικά με το αιτούμενο διάταγμα αποκάλυψης.
Η πλευρά του Ενάγοντα/Αιτητή ζητά όπως της χορηγηθεί άδεια για να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες, στοιχεία και έγγραφα που θα αποκαλυφθούν για σκοπούς άλλων υφιστάμενων ή μελλοντικών διαδικασιών, στην Κύπρο και το εξωτερικό.
Κρίνω ότι τέτοια εξουσιοδότηση είναι αδικαιολόγητα ευρεία αλλά και αόριστη. Καμία πληροφορία δίδεται μέσω της ένορκης δήλωσης αναφορικά με τη φύση ή αντικείμενο άλλων διαδικασιών στις οποίες μπορεί να γίνει χρήση των αποκαλυφθέντων.
Θεωρώ ορθό όπως χορηγηθεί άδεια για χρήση των αποκαλυφθέντων πληροφοριών και εγγράφων για σκοπούς της παρούσας αγωγής. Η χρήση τους για σκοπούς άλλης διαδικασίας, οποιασδήποτε φύσης και σε οποιαδήποτε δικαιοδοσία, δεν είναι ορθό να επιτραπεί εκ προοιμίου, χωρίς την προηγούμενη άδεια του παρόντος Δικαστηρίου.
Παραμένει το διάταγμα φίμωσης το οποίο είχε εκδοθεί προσωρινά σε προηγούμενο στάδιο. Αναφορικά με τα πρόσωπα του Παραρτήματος Α της Αίτησης, για τα οποία η Αίτηση δεν επιτυγχάνει, δεν υπάρχει πεδίο για διατήρηση εκείνου του διατάγματος, το οποίο ακυρώνεται στον βαθμό που τους αφορά.
Θεωρώ ότι το διάταγμα φίμωσης είναι ορθό να παραμείνει σε ισχύ αναφορικά με τα υπόλοιπα πρόσωπα του Παραρτήματος Α της Αίτησης για τα οποία θα διαταχθεί αποκάλυψη, όμως μόνο για ένα λογικό χρονικό διάστημα ώστε ο Ενάγων/Αιτητής να αξιολογήσει τα αποκαλυφθέντα στοιχεία και να λάβει τυχόν δέοντα μέτρα.
Ένα τελευταίο ζήτημα αφορά θέματα εμπιστευτικότητας και προσωπικών δεδομένων που έχουν εγερθεί από τις Καθ’ ων η Αίτηση.
Αναφορικά με αυτά τα ζητήματα σημειώνω ότι η επιδίωξη μέσω αυτής της διαδικασίας είναι η καταστολή δόλιων πράξεων που φαίνεται να διαπράχθηκαν εις βάρος του Ενάγοντα/Αιτητή. Θεωρώ ότι αυτή η επιδίωξη υπερτερεί έναντι της προστασίας της σχέσης εμπιστευτικότητας μεταξύ τράπεζας και πελάτη και του τραπεζικού απόρρητου[6].
Περαιτέρω, το δημόσιο συμφέρον σε τέτοιας φύσης υποθέσεις όπου φαίνεται να υπάρχει δόλος και απάτη υπερτερεί έναντι των συμφερόντων του προσώπου στο οποίο αφορούν τα δεδομένα και που φαίνεται να εμπλέκεται σε δόλιες ενέργειες. Σημειώνω ότι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν προστασίας δυνάμει του Ν.125(Ι)/2018 και του Ν.138(Ι)/2001 αφορούν μόνο σε φυσικά πρόσωπα και όχι εταιρείες.
Καταληκτικά, για τους λόγους που εξήγησα, η Αίτηση επιτυγχάνει μερικώς.
Εκδίδεται διάταγμα που διατάζει την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ και την Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ να αποκαλύψουν ενόρκως, τυχόν τραπεζικούς λογαριασμούς του Mikhail Fridman. Διατάζονται επίσης να αποκαλύψουν ενόρκως τυχόν τραπεζικούς λογαριασμούς των νομικών προσώπων που κατονομάζονται στις παραγράφους (iv), (v), (vi), (ix), (x), (xi), (xii), (xiv), (xv) και (xvi) του Παραρτήματος Α της Αίτησης, μόνο εάν ο τελικός δικαιούχος είναι ο Mikhail Fridman. Η αποκάλυψη αφορά την περίοδο 1.1.2010-31.12.2023. Η αποκάλυψη να περιλαμβάνει αριθμούς λογαριασμών και τραπεζικών καταστάσεων για την εν λόγω περίοδο καθώς και αντίγραφα εγγράφων που σχετίζονται με την ταυτότητα του τελικού δικαιούχου και συναλλαγές της εν λόγω περιόδου.
Ο χρόνος συμμόρφωσης των Καθ’ ων η Αίτηση με το πιο πάνω διάταγμα καθορίζεται σε 60 ημέρες από την επίδοση. Κρίνω ότι το χρονικό αυτό διάστημα είναι λογικό λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης και τη χρονική περίοδο που καλύπτει το διάταγμα.
Το ανωτέρω διάταγμα εκδίδεται υπό τον όρο ότι ο Ενάγων/Αιτητής θα δεσμευτεί προσωπικά εγγράφως ότι:
(α) δεν θα χρησιμοποιήσει τα αποκαλυφθέντα έγγραφα ή πληροφορίες εναντίον της Τράπεζας Κύπρου και της Ελληνικής Τράπεζας ή οποιουδήποτε υπαλλήλου ή λειτουργού αυτών σε οποιαδήποτε διαδικασία (αστικής ή ποινικής φύσης) στην Κύπρο ή το εξωτερικό, χωρίς την προηγούμενη άδεια του παρόντος Δικαστηρίου.
(β) δεν θα κοινοποιήσει τα αποκαλυφθέντα ή το περιεχόμενο τους σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο (πλην των νομικών του συμβούλων), ούτε θα τα χρησιμοποιήσει για οποιοδήποτε άλλο σκοπό ή διαδικασία, χωρίς την προηγούμενη άδεια του παρόντος Δικαστηρίου. Νοείται ότι επιτρέπεται στον Ενάγοντα η χρήση των αποκαλυφθέντων πληροφοριών, στοιχείων και εγγράφων για σκοπούς της παρούσας αγωγής, χωρίς να απαιτείται προς τούτο προηγούμενη άδεια.
Το πρωτότυπο της έγγραφης δέσμευσης να κατατεθεί στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και πιστοποιημένο αντίγραφο να επιδοθεί μαζί με το πιο πάνω διάταγμα.
Το ανωτέρω διάταγμα τελεί επίσης υπό τον όρο ότι πριν ή κατά τη διενέργεια της αποκάλυψης ο Ενάγων θα πληρώσει προς την Τράπεζα Κύπρου και την Ελληνική Τράπεζα οποιαδήποτε εύλογα διοικητικά έξοδα ήθελαν υποστεί για σκοπούς συμμόρφωσης.
Το διάταγμα φίμωσης της παραγράφου ΣΤ της Αίτησης παραμένει σε ισχύ σε σχέση με τα πρόσωπα των παραγράφων (i), (iv), (v), (vi), (ix), (x), (xi), (xii), (xiv), (xv) και (xvi) του Παραρτήματος Α της Αίτησης. Για εκείνα τα πρόσωπα θα συνεχίσει σε ισχύ για περίοδο 45 ημερών από την ημερομηνία συμμόρφωσης της Τράπεζας Κύπρου και της Ελληνικής Τράπεζας με το διάταγμα αποκάλυψης που έχει εκδοθεί. Κρίνω ότι το χρονικό αυτό διάστημα παρέχει εύλογη ευκαιρία στον Ενάγοντα να προβεί σε τυχόν αναγκαία διαβήματα που θα κρίνει σκόπιμο.
Αναφορικά με τα έξοδα της παρούσας Αίτησης, ενόψει του ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις πως η Ελληνική Τράπεζα ή η Τράπεζα Κύπρου εν γνώση τους συμμετείχαν στις ισχυριζόμενες δόλιες ενέργειες, κρίνω ορθό να μην επιβαρυνθούν με έξοδα. Συνεπώς, παρά το αποτέλεσμα, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση και εναντίον του Ενάγοντα/Αιτητή.
Σε σχέση με το ύψος των εξόδων, δεν έχουν αναρτηθεί προτεινόμενοι κατάλογοι εξόδων. Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των ζητημάτων που εγείρονται με την Αίτηση και την πορεία εκδίκασης αυτής, κρίνω εύλογο και επιδικάζω ποσό €4.500 πλέον ΦΠΑ υπέρ έκαστης Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον του Ενάγοντα/Αιτητή.
(Υπ.) …………………………………………………
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Norwich Pharmacal Co and others v Commissioners of Customs & Excise (1973) 2 All ER 943, Banker’s Trust v Shapira [1980] 1 W.L.R. 1274
[2] Avila Management Services κ.α. ν Frantisek Stepanek κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 1403
[3] Σχετική και η United Company Rusal Plc v HSBC Bank Plc [2011] EWHC 404 (QB)
[4] Mitsui (ανωτέρω).
[5] Campaign Against Arms Trade v BAE Systems PLC [2007] EWHC 330
[6] Banker’s Trust (ανωτέρω), I.B.L. v Planet (1990) J.L.R. 294
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο