ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 332/2020
Μεταξύ:
1. ΑΛΕΚΑΣ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ
2. ΑΛΕΚΑΣ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ως διαχειρίστριας της περιουσίας της αποβιωσάσης Βερεγγάριας Παπακόκκινου και εκτελεστής της διαθήκης της
Ενάγουσων
και
1. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ, πρώην Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ
2. ΑΛΤΑΜΙΡΑ ASSET MANAGEMENT (CYPRUS) LTD
Εναγόμενων
22 Σεπτεμβρίου, 2024
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσες/Καθ’ ων η Αίτηση: κα Αλ. Παπακόκκινου, προσωπικά και για Αλέκα Παπακόκκινου Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενους/Αιτητές: κ. Μ. Καλλής για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
στην αίτηση των Εναγόμενων/Αιτητών ημερομηνίας 29.7.2024 για διαγραφή της Έκθεσης Απαίτησης
Με την παρούσα Αίτηση, οι Εναγόμενοι/Αιτητές ζητούν τη διαγραφή της Έκθεσης Απαίτησης στη βάση της Δ.27 Θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως επιπόλαιας, ενοχλητικής και καταπιεστικής.
Για να τεθούν τα προς απόφαση ζητήματα στη σωστή τους διάσταση, πρέπει να ξεκινήσω με μια σύντομη αναδρομή σε όσα προηγήθηκαν αυτής της Αίτησης, όπως προκύπτουν από τον φάκελο.
Η αγωγή ξεκίνησε με την καταχώρηση γενικώς οπισθογραφημένου κλητήριου εντάλματος στις 7.2.2020 με το οποίο οι Ενάγουσες ζητούσαν διατάγματα για την ακύρωση διαδικασιών πώλησης ενυπόθηκων ακινήτων και άλλες συναφείς θεραπείες.
Ταυτόχρονα, οι Ενάγουσες είχαν καταχωρήσει αίτηση με την οποία ζητούσαν την έκδοση αριθμού ενδιάμεσων διαταγμάτων (στο εξής η «1η Αίτηση»). Με αυτά, οι Ενάγουσες επιδίωκαν ουσιαστικά να αποτρέψουν την εκποίηση έξι ενυπόθηκων τεμαχίων που ήταν στο επίκεντρο διαδικασίας πλειστηριασμού. Ένα από αυτά τα ακίνητα ήταν το ακίνητο με αριθμό Τεμαχίου 9931, στον Πεδουλά που βαρύνεται με την υποθήκη Υ7204/12. Για το ακίνητο αυτό ο ενυπόθηκος δανειστής είχε αποστείλει τις ειδοποιήσεις που προβλέπονται στο Μέρος VIA του Ν.9/65. Η 1η Αίτηση εκδικάστηκε και το παρόν Δικαστήριο εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση στις 30.11.2021, με την οποία απέρριψε την 1η Αίτηση.
Στο μεταξύ, πριν την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου επί της 1ης Αίτησης, οι Ενάγουσες προχώρησαν στις 16.9.2020 με την καταχώρηση 2ης αίτησης μέσω της οποίας επιδίωκαν ξανά ενδιάμεσα διατάγματα που να απαγορεύουν την εκποίηση δύο εκ των έξι ενυπόθηκων τεμαχίων της 1ης Αίτησης. Ένα εκ δύο τεμαχίων ήταν το Τεμάχιο με αριθμό 9931 (στο εξής η «2η Αίτηση»).
Ακολούθως, και ενώ εκκρεμούσε τόσο η 1η όσο και η 2η Αίτηση, οι Ενάγουσες καταχώρησαν και 3η αίτηση στις 8.10.2020 με την οποία και πάλιν επιδίωκαν να ανακόψουν τον πλειστηριασμό του Τεμαχίου 9931 (στο εξής η «3η Αίτηση»).
Ενώ εκκρεμούσαν προς εκδίκαση τόσο η 1η, όσο και η 2η αλλά και η 3η Αίτηση, οι Ενάγουσες καταχώρησαν και 4η Αίτηση με την οποία και πάλιν ζητούσαν να εμποδιστεί ο πλειστηριασμός τριών ακινήτων (εκ των έξι της 1ης Αίτησης) μεταξύ των οποίων και του ακινήτου με αριθμό Τεμαχίου 9931 (στο εξής η «4η Αίτηση»).
Πέραν της 1ης, 2ης, 3ης και 4ης Αίτησης, οι Ενάγουσες καταχώρησαν και δύο αιτήσεις ημερομηνίας 4.3.2020 και 3.11.2020 για άδεια καταχώρησης συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων και για αντεξέταση ενόρκως δηλούντα της άλλης πλευράς. Οι αιτήσεις εκείνες εκδικάστηκαν και εκδόθηκαν απορριπτικές αποφάσεις στις 24.9.2020 και 30.9.2021.
Τα πιο πάνω οδήγησαν τους Εναγόμενους στην καταχώρηση αίτησης ημερομηνίας 30.11.2020 με την οποία ζητούσαν διάταγμα τύπου Grepe v Loam, που να περιορίζει τη δυνατότητα των Εναγουσών να εγείρουν ενδιάμεσες διαδικασίες. Η αίτηση εκείνη εκδικάστηκε και στις 8.4.2022 εκδόθηκε ενδιάμεση απόφαση από το Δικαστήριο. Σε εκείνη την απόφαση το παρόν Δικαστήριο (με άλλη σύνθεση), μεταξύ άλλων, επισημαίνει ότι:
«Δεν υπάρχει λοιπόν οποιαδήποτε αμφιβολία ότι με όλες αυτές τις αιτήσεις [1η, 2η, 3η και 4η Αίτηση] οι Ενάγουσες έχουν επιδιώξει όμοιους σκοπούς με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων και ή πολλαπλών διαδικασιών για τον ίδιο στόχο και αφετέρου ότι μια τέτοια δράση συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας…
[…]
Ασφαλώς όλες αυτές οι διαδικασίες συνεπάγονται κατασπατάληση δικαστικού χρόνου, ενέργειας και εξόδων και αντίστοιχη στέρηση ευκαιρίας και δυνάμεων διεκπεραίωσης άλλων δικαστικών υποθέσεων. Σίγουρα επιβάλλεται η παρέμβαση του δικαστηρίου προς αποτροπή τέτοιων φαινομένων.
[…]
Βασιζόμενος στο ιστορικό της παρούσας υπόθεσης και ιδιαίτερα στη χρήση των ενδιάμεσων διαδικασιών με τον πιο πάνω καταχρηστικό τρόπο, θεωρώ πως είναι αναγκαίο όπως το δικαστήριο ασκήσει τη σύμφυτη αυτή εξουσία του ούτως ώστε να βεβαιωθεί για τη μη επανάληψη του φαινομένου τουλάχιστον στα πλαίσια της παρούσας αγωγής. Η ανάγκη για εξοικονόμηση χρόνου, εξόδων και δυνάμεων προς όφελος του πλήθους των υποθέσεων που εκκρεμούν δεν αφήνει άλλη επιλογή.»
Συνεπεία των πιο πάνω διαπιστώσεων, το Δικαστήριο απέρριψε την 2η, 3η και 4η Αίτηση. Παράλληλα εξέδωσε διάταγμα τύπου Grepe v Loam με το οποίο απαγόρευσε στις Ενάγουσες να καταχωρίσουν οποιαδήποτε περαιτέρω αίτηση στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής εκτός εάν προηγουμένως εξασφαλιστεί άδεια. Προέβλεψε δε το Δικαστήριο ότι σε περίπτωση που καταχωριστεί τέτοια αίτηση χωρίς να έχει προηγουμένως δοθεί άδεια από το Δικαστήριο τότε αυτή η αίτηση θα απορρίπτεται χωρίς να απαιτείται ακρόαση της (στο εξής το «Διάταγμα Grepe v Loam»).
Παρά την έκδοση του Διατάγματος Grepe v Loam, στις 23.5.2024 οι Ενάγουσες – χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου - καταχώρησαν και 5η Αίτηση για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων. Με αυτήν, μεταξύ άλλων, επιδίωκαν να εμποδίσουν τον πλειστηριασμό των έξι ακινήτων που αφορούσε η 1η Αίτηση (μεταξύ των οποίων και το ακίνητο με αριθμό Τεμαχίου 9931) (στο εξής η «5η Αίτηση»). Το Δικαστήριο απέρριψε την 5η Αίτηση χωρίς ακρόαση, ενόψει του ότι είχε καταχωρηθεί χωρίς προηγουμένως να ληφθεί σχετική άδεια κατά παράβαση του Διατάγματος Grepe v Loam.
Στις 16.9.2024 οι Ενάγουσες αιτήθηκαν άδεια να καταχωρήσουν και 6η ενδιάμεση αίτηση για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων (στο εξής η «Προτεινόμενη 6η Αίτηση»). Σκοπός της Προτεινόμενης 6ης Αίτησης ήταν – και πάλιν - να εμποδίσει ο πλειστηριασμός του ακινήτου με αριθμό Τεμαχίου 9931. Το Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφαση ίδιας ημερομηνίας απέρριψε το αίτημα.
Μια μέρα αργότερα, στις 17.9.2024 οι Ενάγουσες επανήλθαν με νέο αίτημα, ζητώντας ξανά άδεια για να καταχωρήσουν αίτηση για ενδιάμεσα διατάγματα με σκοπό να ανακόψουν τη διαδικασία πλειστηριασμού του ίδιου ακινήτου (στο εξής η «Προτεινόμενη 7η Αίτηση»). Με ενδιάμεση απόφαση ίδιας ημερομηνίας, το αίτημα απορρίφθηκε.
Έρχομαι τώρα στην Έκθεση Απαίτησης.
Η αρχική Έκθεση Απαίτησης των Εναγουσών καταχωρήθηκε στις 13.4.2022. Εκτεινόταν σε 52 πυκνογραμμένες σελίδες και περιλάμβανε 110 παραγράφους, αρκετές από αυτές με πολλές υπό-παραγράφους.
Στις 8.11.2022 οι Εναγόμενοι καταχώρησαν αίτηση με την οποία ζητούσαν τη διαγραφή της Έκθεσης Απαίτησης ως σκανδαλώδη, επιπόλαιη, ακατάληπτη, χωρίς συνοχή και καταπιεστική, στη βάση της Δ.27 Θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
Η αίτηση εκείνη εκδικάστηκε και εκδόθηκε απόφαση στις 12.2.2024. Στην απόφαση εκείνη το παρόν Δικαστήριο (με άλλη σύνθεση) επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι:
«[Ε]ίμαι της άποψης ότι η επίδικη αίτηση θα πρέπει να επιτύχει και η έκθεση απαίτησης να διαγραφεί. Απλή και μόνο ανάγνωση του περιεχομένου της έκθεσης απαίτησης, οδηγεί στην κρίση ότι αυτή, για πολλούς λόγους, αποτελεί ενοχλητικό και επιπόλαιο δικόγραφο το οποίο εάν αφεθεί να αποτελέσει το δικόγραφο των εναγουσών, θα περιπλέξει την όλη υπόθεση, θα προκαλέσει καθυστέρηση στην εκδίκαση της αγωγής, καθώς επίσης και έξοδα, αμηχανία στις εναγόμενες και θα τις δυσχεραίνει, εάν όχι να αποτελέσει και ανυπέρβλητο εμπόδιο σε αυτές να μπορέσουν να ετοιμάσουν και καταχωρήσουν την Υπεράσπιση τους. Είναι δε με τέτοιο τρόπο συνταγμένο που αβίαστα, κατά τη γνώμη μου, προκύπτει ότι αν αφεθεί ώστε στη βάση του να προωθηθεί η παρούσα αγωγή θα απολήξει σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.»
Ακολούθως, σε εκείνη την ενδιάμεση απόφαση, το Δικαστήριο αναφέρεται αναλυτικά στα ελαττώματα του δικογράφου, με παραπομπή σε συγκεκριμένες παραγράφους. Μεταξύ άλλων, σημειώνεται ότι στο δικόγραφο εντοπίζονται αντινομικές αναφορές, εκτεταμένη επανάληψη, ασυνάρτητες θέσεις, ισχυρισμοί για άσχετα ζητήματα, παραπομπές σε άλλα έγγραφα/ένορκες δηλώσεις/αγορεύσεις/εφέσεις, έκφραση απόψεων, σχολιασμός εγγράφων, επιχειρηματολογία, μαρτυρία, συνεχείς και αχρείαστες παρατυπίες.
Στην ίδια ενδιάμεση απόφαση, το παρόν Δικαστήριο είχε καταλήξει αναφέροντας ότι:
«Όπως προκύπτει αβίαστα από τις πιο πάνω αναφορές μου, παρατηρείται, ευκόλως, παράβαση των κανόνων που διέπουν τη σύνταξη ενός δικογράφου, εν προκειμένω της έκθεσης απαίτησης, σε όλο το φάσμα του, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να περισωθεί οποιοδήποτε μέρος του, το οποίο να αρκεί για να μπορεί να χαρακτηριστεί ως αποδεκτό δικόγραφο, μέσω του οποίου να είναι δυνατό οι Ενάγουσες να προωθήσουν την υπόθεση τους. Βρισκόμαστε, την ουσία, αντιμέτωποι με εκείνην την περίπτωση που με τη διαγραφή των κακώς δικογραφημένων θέσεων των εναγουσών, το εναπομείναν δικόγραφο θα είναι ασύνδετο και χωρίς ειρμό, και κατά συνέπεια ανεπαρκές για να επιτελέσει το έργο που πρέπει να διαδραματίσει, ήτοι τη βάση επί της οποίας θα επιτραπεί στις ενάγουσες η προσκόμιση δια ζώσης μαρτυρίας κατά τη διεξαγωγή της ακρόασης.»
Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, το Δικαστήριο διέταξε τη διαγραφή της Έκθεσης Απαίτησης, έδωσε όμως την ευκαιρία στις Ενάγουσες να καταχωρήσουν νέα, τροποποιημένη, Έκθεση Απαίτησης «το περιεχόμενο της οποίας να συμβαδίζει με τις νομολογιακές αρχές».
Κατόπιν εκείνης της ενδιάμεσης απόφασης, οι Ενάγουσες καταχώρησαν «Νέα Έκθεση Απαίτησης» στις 28.3.2024, η οποία οδήγησε τους Εναγόμενους να καταχωρήσουν την παρούσα Αίτηση.
Δεν θα αναφερθώ σε όσα προβάλλουν οι Εναγόμενοι προς υποστήριξη της Αίτησης, ούτε όσα αναφέρουν οι Ενάγουσες στην ένσταση που έχουν καταχωρήσει. Ούτε θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω όσα αναφέρθηκαν στις αγορεύσεις των μερών κατά την ακρόαση. Τα έχω μελετήσει και λάβει υπόψη. Οι θέσεις των δύο πλευρών είναι, εν πολλοίς, αντίστοιχες με εκείνες που προβλήθηκαν στην προηγούμενη αίτηση. Ούτε θα επαναλάβω τις νομικές αρχές που διέπουν αιτήσεις αυτής της φύσης. Έχουν ήδη αναλυθεί στην προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 12.2.2024.
Θα προχωρήσω στην ουσία.
Όπως σημείωσα πιο πάνω, η αρχική Έκθεση Απαίτησης εκτεινόταν σε 52 σελίδες και το έγγραφο εκείνο είχε τα χαρακτηριστικά και μειονεκτήματα που περίγραψε το Δικαστήριο στην προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση.
Αντί οι Ενάγουσες να συμμορφωθούν με τους κανόνες δικογράφησης και να διορθώσουν τις παρατυπίες, αντικανονικότητα και ελαττώματα που το Δικαστήριο είχε επισημάνει, έπραξαν ακριβώς το αντίθετο.
Η νέα/τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης εκτείνεται σε 106 σελίδες. Σε αυτήν έχει προστεθεί, παραδόξως, «προδικαστική ένσταση» που αναπτύσσεται υπό τύπο επιχειρημάτων/αγόρευσης στις πρώτες πέντε σελίδες. Ακολούθως, αναπαράγεται verbatim σχεδόν το αρχικό δικόγραφο και προστίθενται δεκάδες νέες σελίδες επιχειρημάτων, σχολιασμού, άσχετων γεγονότων, προσωπικών επιθέσεων στους δικηγόρους των αντιδίκων, παραπομπών σε διάφορα άλλα έγγραφα και διαδικασίες. Το αποτέλεσμα είναι ένα ασυνάρτητο κείμενο που δεν μπορεί να θεωρηθεί δικόγραφο.
Καμία προσπάθεια έγινε να διορθωθούν τα ελαττώματα που οδήγησαν στη διαγραφή του αρχικού δικογράφου, κανένας σεβασμός στους κανόνες ορθής δικογράφησης και στις προηγούμενες οδηγίες του Δικαστηρίου, καμία αντίληψη για το ρόλο της δικογραφίας.
Όπως ανέφερα, δεν θα επαναλάβω τις αρχές που διέπουν αιτήσεις αυτής της φύσης που έχουν ήδη αναλυθεί στην ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 12.2.2024. Αναφέρω μόνο ότι δεν υπάρχει τρόπος να περισωθεί η τροποποιημένη/νέα Έκθεση Απαίτησης. Είναι αδύνατο στη βάση αυτής να αντιληφθούν οι Εναγόμενοι την υπόθεση που έχουν να υπερασπιστούν. Είναι αδύνατο για το Δικαστήριο να αντιληφθεί τα ζητήματα που θα κληθεί να επιλύσει στη δίκη. Είναι αδύνατο να διεξαχθεί δίκη στη βάση της τροποποιημένης/νέας Έκθεσης Απαίτησης. Η μοναδική οδός είναι η διαγραφή της.
Με τη διαγραφή της Έκθεσης Απαίτησης, παραμένει το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και η αγωγή υφίσταται. Συνεπώς, το επόμενο ερώτημα που ανακύπτει αφορά την πορεία που θα πρέπει να ακολουθήσει η υπόθεση.
Υπενθυμίζω ότι με την ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 12.2.2024 διατάχθηκε μεν η διαγραφή της αρχικής Έκθεσης Απαίτησης αλλά δόθηκε άδεια να καταχωρηθεί νέα έκθεση απαίτησης «το περιεχόμενο της οποίας να συνάδει με τις νομολογιακές αρχές». Αντί να συμμορφωθούν, οι Ενάγουσες καταχώρησαν ένα νέο δικόγραφο έτι χειρότερο από το αρχικό. Δεν τίθεται ζήτημα να δοθεί εκ νέου τέτοια άδεια. Κανένα ωφέλιμο σκοπό θα εξυπηρετούσε.
Στην ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 8.4.2022 (που είχε οδηγήσει στην έκδοση του Διατάγματος Grepe v Loam) το Δικαστήριο είχε προβεί σε εκτενή ανάλυση των αρχών που διέπουν την κατάχρηση διαδικασίας και τη σύμφυτη εξουσία και καθήκον του Δικαστηρίου να την ανακόψει. Διαπιστώθηκε τότε ότι οι Ενάγουσες ενεργούσαν καταχρηστικά. Δεν θα επαναλάβω όσα εκεί αναφέρονται.
Η διαγωγή των Εναγουσών από την καταχώρηση αυτής της αγωγής μέχρι σήμερα, δείχνει πλήρη αδιαφορία για την τήρηση της δικονομίας, αδυναμία τήρησης των κανόνων εκδίκασης μιας υπόθεσης, άρνηση να ακολουθήσουν τις οδηγίες του Δικαστηρίου, αδιαφορία για τα δικαιώματα του αντίδικου. Οι ενέργειες τους, από την αρχή μέχρι σήμερα, συνιστούν κατάχρηση της διαδικασίας.
Έχουν ληφθεί μέτρα από το Δικαστήριο για να ελεγχθεί η απαράδεκτη συμπεριφορά των Εναγουσών όμως χωρίς αποτέλεσμα. Η διαγωγή τους παραμένει η ίδια.
Αυτό δεν θα επιτραπεί να συνεχίσει. Το Δικαστήριο οφείλει να ενεργήσει αποτελεσματικά για να καταστείλει την κατάχρηση.
Στα πιο πάνω προσθέτω και τα εξής[1]. Στον χειρισμό μιας υπόθεσης, το Δικαστήριο έχει πρωταρχικό καθήκον να διασφαλίζει την ταχεία και δίκαιη διεξαγωγή της διαδικασίας, με αναλογικό κόστος. Οφείλει επίσης να διασφαλίζει την κατανομή σε κάθε υπόθεση κατάλληλου μέρους των πόρων του δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για κατανομή πόρων και σε άλλες υποθέσεις. Πρέπει επίσης να επιβάλλει συμμόρφωση με κανονισμούς και διατάγματα.
Όπως δείχνουν τα ενδιάμεσα διαβήματα της αγωγής που εκδικάστηκαν, ως τα περίγραψα στην αρχή της απόφασης μου, καθώς και η πορεία των δύο αιτήσεων για διαγραφή της Έκθεσης Απαίτησης, οι Ενάγουσες έχουν υπερβεί το μέτρο. Πέραν από την κατάχρηση της διαδικασίας αυτής της αγωγής, έχει αναλωθεί υπέρμετρος χρόνος και πόροι από αυτούς που είναι δίκαιο και αναλογικό να κατανεμηθούν στην παρούσα υπόθεση. Αυτό έγινε και γίνεται εις βάρος όλων των άλλων υποθέσεων του Δικαστικού προγράμματος.
Το δικαίωμα ενός διάδικου για πρόσβαση στη δικαιοσύνη δεν είναι λευκή επιταγή. Συνεπάγεται αντίστοιχο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη για τον αντίδικο. Συνεπάγεται επίσης συμμόρφωση με τους κανόνες της δικονομίας, ο ρόλος των οποίων είναι να λειτουργούν ως εχέγγυο για τη δίκαιη διεξαγωγή της διαδικασίας. Η μόνη διαθέσιμη πορεία προς τη δίκη καθορίζεται από τη δικονομία. Δεν υπάρχει άλλη οδός. Διάδικος που επανειλημμένα ενεργεί εκτός των κανόνων, αρνείται να συμμορφωθεί με κανονισμούς και διατάγματα, αρνείται να ακολουθήσει οδηγίες του Δικαστηρίου δεν πρέπει να αναμένει ότι θα του επιτραπεί να συνεχίσει επ’ αόριστον.
Κρίνω ότι έχει δοθεί στις Ενάγουσες κάθε λογική ευκαιρία να προωθήσουν την αγωγή τους. Για λόγους που δεν αφορούν το Δικαστήριο επιλέγουν κατ΄ επανάληψη να λειτουργούν καταχρηστικά. Αυτή η συνθήκη είναι απαράδεκτη.
Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η Αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται διάταγμα για τη διαγραφή της Έκθεσης Απαίτησης.
Περαιτέρω, ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων για κατάχρηση, κρίνω ότι δεν μπορεί να παραμείνει το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα ούτε μπορεί να συντηρηθεί η αγωγή. Η διαγωγή των Εναγουσών δεν θα επιτραπεί να συνεχίσει. Οφείλει το Δικαστήριο να διασφαλίσει τα συμφέροντα ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Η μόνη επιλογή που παραμένει είναι η απόρριψη της αγωγής ως καταχρηστικής. Συνεπώς, εκδίδεται διάταγμα δια του οποίου η αγωγή απορρίπτεται ως τέτοια.
Αναφορικά με τα έξοδα, τόσο της Αίτησης όσο και της αγωγής, ενόψει της πιο πάνω εξέλιξης, επιδικάζονται υπέρ των Εναγόμενων και εναντίον των Εναγουσών όπως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν.
(Υπ.) …………………….……………………..
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστόν αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Μέρος 1.2 (πρωταρχικός σκοπός) και Μέρος 60.2, περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών 2023
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο