NIKOLAY ALEKSANDROVICH BORISENKO ν. SERGEY BOGDANVHIKOV κ.α., Αρ. Αγωγής: 3366/2021, 2/9/2025
print
Τίτλος:
NIKOLAY ALEKSANDROVICH BORISENKO ν. SERGEY BOGDANVHIKOV κ.α., Αρ. Αγωγής: 3366/2021, 2/9/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

 

Αρ. Αγωγής: 3366/2021

 

Μεταξύ:

 

NIKOLAY ALEKSANDROVICH BORISENKO

Ενάγοντα

 

και

 

1.            SERGEY BOGDANVHIKOV

2.            VEDAMARE INVESTMENTS LIMITED

3.            SERGEY ZAMYATIN

4.            SPIZZARUS INVEST LTD

Εναγόμενων

 

 

Αίτηση Ενάγοντα ημερομηνίας 13.5.2024

για ενδιάμεσα διατάγματα

 

 

2 Σεπτεμβρίου, 2025

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα/Αιτητή: κα Λάμπρου για A. P. Pavlou LLC

Για Εναγόμενους 1 & 3/Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Λ. Χαβιαράς με κ. Καΐλη και κα Ματσεντίδου για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό κρίση Αίτηση ο Ενάγοντας ζητά την έκδοση αριθμού ενδιάμεσων διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.

 

Προς καλύτερη παρακολούθηση ξεκινώ με μια συνοπτική αναφορά στις δικογραφημένες θέσεις.

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, o Ενάγων και οι Εναγόμενοι 1 και 3 διατηρούσαν φιλικές σχέσεις και επαγγελματική συνεργασία στον ίδιο όμιλο εταιρειών από πολλά χρόνια και μέχρι το 2019 περίπου οπόταν οι σχέσεις τους διαταράχθηκαν. Περί τις 6.10.2019 οι Εναγόμενοι 1 και 3 απέστειλαν στον Ενάγοντα πρόταση (στο εξής η «Πρόταση») για την αγορά μετοχών στις εταιρείες Alvacroft Limited και Venuslink Limited (στο εξής «Alvacroft» και «Venuslink») των οποίων είναι τελικός δικαιούχος μέσω της εταιρείας Moneron DWC-LLC (στο εξής η «Moneron»). Σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω Πρότασης οι μετοχές θα αγοράζονταν έναντι ποσού $20.000.000 το οποίο θα εξοφλείτο μέχρι 25.12.2019. Αυτό, με σκοπό την αποχώρηση του Ενάγοντα από τον όμιλο. Η Πρόταση έθετε συγκεκριμένη διορία για την αποδοχή της. Είναι η θέση του Ενάγοντα ότι εμπρόθεσμα αποδέχτηκε την Πρόταση και κοινοποίησε την αποδοχή της στους Εναγόμενους 1 και 3. Ισχυρίζεται ότι με την αποδοχή, καταρτίστηκε δεσμευτική συμφωνία.

 

Ο Ενάγων ανέμενε από την άλλη πλευρά να πληρώσει το συμφωνημένο ποσό ώστε εκείνος να μεταβιβάσει τις μετοχές στην Alvacroft και Venuslink όμως το ποσό ουδέποτε πληρώθηκε. Αναφέρει στην Έκθεση Απαίτησης ότι επειδή στο παρελθόν διατηρούσε φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις με τους Εναγόμενους 1 και 3, τους παρείχε πίστωση χρόνου αφού του υπόσχονταν ότι θα τον πλήρωναν. Όταν περί το 2021 διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε πρόθεση τήρησης των συμφωνηθέντων απευθύνθηκε στους δικηγόρους του.

 

Μέσω της αγωγής αξιώνει εναντίον των Εναγόμενων απόφαση για ποσό $20.000.000 ως το αντίτιμο της συμφωνίας που ισχυρίζεται. Αξιώνει επίσης δηλωτικές αποφάσεις που να αναγνωρίζουν την κατάρτιση της ισχυριζόμενης συμφωνίας και διάταγμα που να διατάζει την ειδική εκτέλεση της.

 

Αυτά αναφορικά με τη δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα.

 

Οι Εναγόμενες 2 και 4 Κυπριακές εταιρείες ανήκαν και ελέγχονταν από τον Εναγόμενο 1 και Εναγόμενο 3, αντίστοιχα. Σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας, κατόπιν σχετικών αιτήσεων, εκδόθηκαν ενδιάμεσες αποφάσεις με τις οποίες η αγωγή παραμερίστηκε και διαγράφηκε για αυτές. Συνεπώς, η αγωγή τώρα προχωρεί μόνο εναντίον των Εναγόμενων 1 και 3.

 

Στην Υπεράσπιση τους, οι Εναγόμενοι 1 και 3 ισχυρίζονται ότι ο Ενάγων δεν νομιμοποιείται για εγείρει την παρούσα αγωγή γιατί η Moneron είναι η ιδιοκτήτρια των μετοχών στις Alvacroft και Venuslink και συνεπώς η Moneron νομιμοποιείται να προωθεί τις αξιώσεις.

 

Παράλληλα ισχυρίζονται ότι καμία συμφωνία υπάρχει για την πώληση των μετοχών γιατί, μεταξύ άλλων, η Προσφορά είχε αποσυρθεί (revoked) πριν την αποδοχή της. Παραθέτουν διάφορα γεγονότα που – κατά τη θέση τους - μεσολάβησαν από την έναρξη της συνεργασίας των μερών μέχρι πρόσφατα στα οποία δεν χρειάζεται να επεκταθώ. Καταλήγουν υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει πραγματικό ή νομικό έρεισμα για τις αξιώσεις που εγείρει ο Ενάγων.

 

Αυτά αναφορικά με τα δικόγραφα.

 

Μετά από διάφορα άλλα διαβήματα στον φάκελο, η πλευρά του Ενάγοντα καταχώρησε την παρούσα Αίτηση στις 13.5.2024 με την οποία ζητά ευρύτατα ενδιάμεσα διατάγματα. Η Αίτηση είχε καταχωρηθεί μονομερώς αλλά δεν εξετάστηκε μονομερώς και δόθηκαν οδηγίες για επίδοση προς τους εμπλεκόμενους.

 

Με την Αίτηση, ο Ενάγων αξιώνει ενδιάμεσα διατάγματα που να απαγορεύσουν στους Εναγόμενους 1 και 3 να μεταφέρουν εκτός Κύπρου, μεταβιβάσουν, αποξενώσουν ή επιβαρύνουν περιουσιακά τους στοιχεία οπουδήποτε και αν βρίσκονται αυτά (αιτητικό Α), «παγκόσμιο διάταγμα παγοποίησης περιουσίας ύψους US$20.000.000» (αιτητικό Γ), διάταγμα που να απαγορεύει την καταστροφή, διαγραφή, τροποποίηση κτλ οποιουδήποτε εγγράφου σχετίζεται με τις εταιρείες του ομίλου ή την περιουσία των Εναγόμενων 1 και 3 (αιτητικό Ε). Ζητά επίσης διάταγμα που να απαγορεύει τη λήψη απόφασης ή ψηφίσματος που να θέτει σε εκκαθάριση οποιαδήποτε Κυπριακή εμπλεκόμενη εταιρεία (αιτητικό Ι).

 

Ο Ενάγων ζητούσε επίσης «παγκόσμιο διάταγμα παγοποίησης περιουσίας ύψους US$20.000.000 εναντίον των Alexey Bogdanchikov και Alla Zamyatina» (αιτητικό Δ). Τα δυο αυτά πρόσωπα είναι συγγενείς των Εναγόμενων 1 και 3 προς τους οποίους οι Εναγόμενοι 1 και 3 μεταβίβασαν δόλια, κατά τον Ενάγοντα, περιουσιακά στοιχεία. Στην πορεία αυτά τα αιτούμενα διατάγματα εγκαταλείφθηκαν και απορρίφθηκαν.

 

Παράλληλα, ο Ενάγων ζητά διάταγμα που να διατάζει τις Ελληνική Τράπεζα, Τράπεζα Κύπρου, Ancoria Bank, Astrobank, Eurobank, Societe General και Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως να αποκαλύψουν ενόρκως πληροφορίες για λογαριασμούς που τυχόν διατηρούν διάφορες εταιρείες (Κυπριακές και αλλοδαπές) του ομίλου ή συμφερόντων των Εναγόμενων, τους τελικούς δικαιούχους εκείνων των εταιρειών, έγγραφα που αφορούν τη λειτουργία των τραπεζικών λογαριασμών και που τηρεί η κάθε τράπεζα για σκοπούς AML/KYC (αιτητικό Ζ). Επίσης ο Ενάγων ζητά διάταγμα που να του επιτρέπει να χρησιμοποιήσει τις αποκαλυφθείσες πληροφορίες και έγγραφα για σκοπούς της παρούσας αγωγής και άλλων ενδεχόμενων διαδικασιών για προστασία των δικαιωμάτων του (αιτητικό Η).

 

Τέλος, ο Ενάγων ζητά διάταγμα που να απαγορεύει στον Έφορο Εταιρειών να αλλάξει τη μετοχική δομή διάφορων Κυπριακών εταιρειών του ομίλου (αιτητικό Θ.)

 

Πριν προχωρήσω σημειώνω ότι το αιτούμενο διάταγμα της παραγράφου Β στρεφόταν εναντίον των Εναγόμενων 2 και 4 που δεν είναι πλέον διάδικοι. Συνεπώς εκείνο το αιτούμενο διάταγμα δεν θα απασχολήσει περαιτέρω. Όπως σημείωσα πιο πάνω, στην πορεία, η πλευρά του Ενάγοντα δήλωσε ότι δεν προωθεί το διάταγμα της παραγράφου Δ που αφορά τους Alexey Bogdanchikov και Alla Zamyatina και εκείνο το αιτούμενο διάταγμα απορρίφθηκε. Τέλος, σε σχέση με το διάταγμα της παραγράφου Ζ που στρέφεται εναντίον τραπεζικών ιδρυμάτων, η πλευρά του Ενάγοντα σε προηγούμενο στάδιο δήλωσε ότι δεν το προωθεί εναντίον της Societe General και εκείνο το αιτούμενο διάταγμα απορρίφθηκε στον βαθμό που αφορά το συγκεκριμένο τραπεζικό ίδρυμα. Επικεντρώνομαι επομένως στα αιτούμενα διατάγματα των παραγράφων Α, Γ, Ε, Ζ, Η, Θ και Ι που παραμένουν.

 

Η Αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Ενάγοντα. Αυτός αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε γεγονότα που προηγήθηκαν της αγωγής και αφορούσαν τις επιχειρηματικές και φιλικές του σχέσεις με τους Εναγόμενους 1 και 3, τους λόγους που οδήγησαν στη διατάραξη των σχέσεων και της εμπιστοσύνης μεταξύ τους, στην Πρόταση και την αποδοχή της που οδήγησε στη σύναψη δεσμευτικής συμφωνίας (ως η θέση του).

 

Αναφέρεται επίσης σε γεγονότα που ακολούθησαν την καταχώρηση της αγωγής. Μεταξύ άλλων σημειώνει ότι το 2022 ο Εναγόμενος 1 προώθησε διαδικασία εκούσιας εκκαθάρισης της Εναγόμενης 2 εταιρείας και μεταβίβασης των περιουσιακών της στοιχείων (μετοχές σε θυγατρικές εταιρείες) σε άλλα πρόσωπα. Εκφράζει την πεποίθηση ότι αυτές οι ενέργειες έγιναν δόλια από τον Εναγόμενο 1 με σκοπό την αποξένωση περιουσίας για να εμποδιστεί η εκτέλεση απόφασης που θα εκδοθεί υπέρ του Ενάγοντα στην αγωγή. Αντίστοιχες ενέργειες αποδίδει και στον Εναγόμενο 3. Για αυτό τον σκοπό, είναι η θέση του ότι οι Εναγόμενοι 1 και 3 μεταβίβασαν περιουσιακά στοιχεία στους Alexey Bogdanchikon και Alla Zamyatina, συγγενείς τους και τα πρόσωπα εναντίον των οποίων στρεφόταν το αιτούμενο διάταγμα της παραγράφου Δ της Αίτησης.

 

Παραπονείται επίσης ότι οι Εναγόμενοι 1 και 3 που ελέγχουν την πλειοψηφία σε εταιρείες του ομίλου όπου συμμετέχει και ο ίδιος, λαμβάνουν αποφάσεις με τις οποίες εκείνος διαφωνεί.

 

Υποστηρίζει ότι χωρίς τα αιτούμενα ενδιάμεσα διατάγματα που ζητά με την Αίτηση, δεν θα μπορεί να εντοπίσει περιουσία των Εναγόμενων για σκοπούς εκτέλεσης τυχόν απόφασης που θα εκδοθεί υπέρ του στην αγωγή.

 

Στην πορεία δόθηκε άδεια στον Ενάγοντα να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της Αίτησης του. Μέσω αυτής προσθέτει ότι μετά την καταχώρηση της Αίτησης ενημερώθηκε ότι έγιναν περαιτέρω αλλαγές στη δομή του ομίλου με αποτέλεσμα κάποια περιουσιακά στοιχεία που κατέχονταν μέσω Κυπριακών εταιρειών, να έχουν μεταφερθεί σε άλλες νομικές οντότητες εκτός Κύπρου. Επαναλαμβάνει η πλευρά του Ενάγοντα ότι αυτές οι αλλαγές έγιναν με επιδίωξη να εμποδιστεί ο Ενάγων να εκτελέσει τυχόν απόφαση που θα εκδοθεί υπέρ του στην αγωγή.

 

Η Αίτηση επιδόθηκε προς τα τραπεζικά ιδρύματα στα οποία στρέφεται το αιτούμενο διάταγμα της παραγράφου Η. Εμφανίστηκε μόνο η Societe General που δήλωσε ότι τα αναφερόμενα στην Αίτηση πρόσωπα δεν είναι πελάτες της. Όπως σημείωσα, ενόψει αυτής της δήλωσης η Αίτηση αποσύρθηκε σε σχέση με εκείνη. Τα υπόλοιπα τραπεζικά ιδρύματα δεν εμφανίστηκαν. Συνεπώς, σε σχέση με εκείνα, παρέμεινε προς εξέταση εάν τα ενώπιον μου στοιχεία δικαιολογούν και επιτρέπουν την έκδοση των διαταγμάτων που τα αφορούν.

 

Οι Εναγόμενοι 1 και 3 έχουν καταχωρήσει ένσταση στην Αίτηση. Προβάλλουν 29 λόγους ένστασης που εστιάζουν, ουσιαστικά, στο ότι δεν πληρούνται οι εκ του νόμου και της νομολογίας προϋποθέσεις για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και ότι η Αίτηση προωθείται καταχρηστικά.

 

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση γίνεται μια αναδρομή σε όσα προηγήθηκαν από την οπτική γωνία των Εναγόμενων 1 και 3. Επαναλαμβάνεται η θέση των Εναγόμενων 1 και 3 ότι ο Ενάγων δεν νομιμοποιείται να εγείρει την αγωγή γιατί δεν έχει locus standi, ότι δεν υπάρχει δεσμευτική συμφωνία για την αγορά των μετοχών στην Alvacroft και Venuslink. Απορρίπτεται η θέση ότι οι Εναγόμενοι 1 και 3 ενεργούν δόλια και υποστηρίζουν ότι οι αλλαγές στη δομή του ομίλου που έχουν μεσολαβήσει έγιναν για την καλύτερη εξυπηρέτηση των επιχειρησιακών αναγκών και αφού ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία με τη σύγκληση γενικών συνελεύσεων και τήρηση των εσωτερικών εταιρικών διαδικασιών. Σημειώνουν ότι παρά την αναδιοργάνωση τα οικονομικά συμφέροντα των Εναγόμενων 1 και 3 στον όμιλο παραμένουν αναλλοίωτα και παραμένουν τελικοί δικαιούχοι της περιουσίας.

 

Θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να επεκταθώ περαιτέρω στις θέσεις των δύο πλευρών.

 

Σημειώνω όμως ότι για σκοπούς της παρούσας απόφασης έχω εξετάσει την Αίτηση και ένσταση, τις ένορκες δηλώσεις που τις υποστηρίζουν, τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων και όσα ανέφεραν στις προφορικές τους τοποθετήσεις κατά την ακρόαση. Γνωρίζω επίσης το περιεχόμενο του φακέλου.

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32(1) του Ν.14/60:

«Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, δικαστήριο κατά την άσκηση της πολιτικής του δικαιοδοσίας, δύναται να εκδίδει ενδιάμεσο διάταγμα (απαγορευτικό, διηνεκές, ή προστακτικό) ή να διορίζει παραλήπτη, εάν το κρίνει δίκαιο ή πρόσφορο υπό τις περιστάσεις, παρόλο που δεν αξιώνεται ή χορηγείται μαζί με αυτό οποιαδήποτε αποζημίωση ή άλλη θεραπεία:

Νοείται ότι, δεν εκδίδεται ενδιάμεσο διάταγμα, εκτός εάν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, ότι υπάρχει πιθανότητα ο αιτών διάδικος να δικαιούται θεραπεία, και ότι θα είναι δύσκολη ή αδύνατη η πλήρης απονομή δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, εάν δεν εκδοθεί το εν λόγω διάταγμα.»

 

Παρά την σχετικά πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 32 του Ν.14/60, οι προϋποθέσεις για χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας από το Δικαστήριο παραμένουν ως είχαν.

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω λεκτικό, το Δικαστήριο εκδίδει παρεμπίπτον διάταγμα εάν ο αιτητής καταδείξει (α) ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, (β) ότι υπάρχει πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία και (γ) εάν δείξει ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον εάν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Τέλος, διάταγμα εκδίδεται μόνο εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι «δίκαιον ή πρόσφορον» υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.

 

Αναφορικά με την 1η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960, σύμφωνα με τη νομολογία το Δικαστήριο ανατρέχει στα δικόγραφα για να αποφασίσει κατά πόσο αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής.

 

Όπως εξηγήθηκε στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Laxiflora Holdings Ltd κ.α. ν Κώστα Ζερβού κ.α., πολιτικές εφέσεις Ε38/2021 και Ε42/2021, ημερομηνίας 12.2.2024:

 

«για εκπλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης απαιτείται απλώς η δικογραφημένη ανάδειξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση. Δεν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση, αγωγές στηριζόμενες σε βάσεις άγνωστες στον Νόμο ή και τη Νομολογία όπου η συνέχιση τους θα απολήξει να είναι ανούσια και ενοχλητική (frivolous and vexatious), αλλά και απαιτήσεις όπου επιδιώκεται η απόδοση θεραπείας παράλογης ή απαράδεκτης.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση, οι αξιώσεις που ο Ενάγων εγείρει με την αγωγή δεν φαίνονται έκδηλα απαράδεκτες ή αντινομικές. Κρίνω ότι η έκθεση απαίτησης αποκαλύπτει νομικά και πραγματικά ζητήματα προς εξέταση κατά τη δίκη. Συνεπώς, θεωρώ ότι η 1η προϋπόθεση πληρείται.

 

Προχωρώ στη 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, που αφορά το κατά πόσο διαπιστώνεται ορατή πιθανότητα επιτυχίας στις αξιώσεις που εγείρονται.

 

«Ορατή πιθανότητα επιτυχίας» σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα και κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων[1]. Εξετάζοντας κατά πόσο πληρείται αυτή η προϋπόθεση, το Δικαστήριο περιορίζεται να διαπιστώσει μόνο αν υπάρχει ενδεχόμενο, με βάση το μαρτυρικό υλικό, ο αιτητής να επιτύχει στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας[2].

 

Στην Laxiflora (ανωτέρω), η προσέγγιση της νομολογίας συνοψίστηκε ως εξής:

 

«Κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής γίνεται συσχέτιση της νομικής βάσης της αγωγής με την προσκομισθείσα, από πλευράς αιτητή, μαρτυρίας. Σταθμίζεται βέβαια και η αντίθετη εκδοχή του καθ' ου η αίτηση. Η υποκειμενική και εξαντλητική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και η επιλογή εκδοχών και η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποφεύγεται. Αυτά είναι αξιώματα που ανήκουν στην κυρίως δίκη. Αυτού λεχθέντος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία, κάποια αποτίμηση της αποδεικτικής δύναμης της μαρτυρίας εκείνου που ζητά τη θεραπεία, θα πρέπει να γίνεται από το Δικαστήριο.»

 

Στην παρούσα περίπτωση, ο Ενάγων βασίζει τις αξιώσεις του στη θέση ότι υπάρχει δεσμευτική συμφωνία στη βάση της Προσφοράς. Οι Εναγόμενοι 1 και 3 διαφωνούν και υποστηρίζουν ότι καμία συμφωνία υφίσταται. Και οι δύο πλευρές έχουν παρουσιάσει στοιχεία μέσω των ενόρκων δηλώσεων της Αίτησης και της ένστασης για να υποστηρίζουν τη θέση τους.

 

Το στάδιο αυτό είναι ενδιάμεσο και δεν είναι κατάλληλο για εις βάθος εξέταση και αξιολόγηση μαρτυρίας. Ούτε είναι κατάλληλο για ανάλυση και κατάληξη σε συμπεράσματα για αμφισβητούμενα γεγονότα. Έχω σημειώσει τις θέσεις των δύο πλευρών. Περιορίζομαι να αναφέρω ότι για σκοπούς του παρόντος σταδίου η πλευρά του Ενάγοντα έχει παρουσιάσει στοιχεία που δείχνουν ότι διαθέτει συζητήσιμη υπόθεση στις αξιώσεις που εγείρει. Συνεπώς, θεωρώ ότι η 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 πληρείται.

 

Για σκοπούς της 3ης προϋπόθεσης του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι χωρίς την ενδιάμεση θεραπεία θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Έχει επικρατήσει στη νομολογία, ζημιά να μην θεωρείται ανεπανόρθωτη εάν μπορεί να αποκατασταθεί σε χρήμα, χωρίς αυτό να είναι απόλυτο.

 

Στην παρούσα περίπτωση, η θέση του Ενάγοντα είναι ότι οι ενδιάμεσες θεραπείες που ζητά είναι αναγκαίες για να εμποδιστούν οι Εναγόμενοι 1 και 3 να αποξενώσουν περιουσία μεταφέροντας την εκτός της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων και προς άλλα, τρίτα πρόσωπα. Εάν δεν εμποδιστούν τότε θα είναι δύσκολη η ικανοποίηση τυχόν απόφασης που θα εκδοθεί εναντίον τους στην αγωγή.

 

Το πρώτο σημείο που πρέπει να θίξω είναι ότι η περιουσία που ο Ενάγων επιδιώκει να δεσμεύσει μέσω αυτής της Αίτησης, δεν είναι το αντικείμενο της αγωγής. Με την αγωγή ζητά αποζημιώσεις και ειδική εκτέλεση της συμφωνίας που ισχυρίζεται ότι υφίσταται. Με την Αίτηση ζητά δέσμευση περιουσιακών στοιχείων των Εναγόμενων 1 και 3 ανά το παγκόσμιο.

 

Το επόμενο σημείο που πρέπει να θίξω αναφορικά με αυτή την προϋπόθεση είναι ότι οι αλλαγές για τις οποίες ο Ενάγων παραπονείται στη δομή των εταιρειών του ομίλου έχουν ήδη συντελεστεί. Αφορούσαν μεταβιβάσεις μετοχών των οποίων δικαιούχοι ήταν οι Εναγόμενοι 1 και 3 σε άλλα νομικά και φυσικά πρόσωπα. Συνεπώς, αυτά που ο Ενάγων επιδιώκει να αποτρέψει μέσω του αιτούμενου διατάγματος της παραγράφου Α ήδη έχουν συμβεί.

 

Φαίνεται από τις ένορκες δηλώσεις που η πλευρά του Ενάγοντα έχει καταχωρήσει, ότι ο Ενάγων έχει στοιχεία για τις μεταβιβάσεις και αλλαγές που έγιναν, τη νέα δομή του ομίλου, τους νέους εγγεγραμμένους ιδιοκτήτες και το ποσοστό συμμετοχής κάθε νέου μέρους και εταιρείας στον όμιλο γενικότερα. Φαίνεται επίσης ότι σε σχέση με τις αλλαγές στη δομή των εταιρειών συγκαλούνταν γενικές συνελεύσεις και οι αλλαγές αποτυπώνονται τα μητρώα και στις οικονομικές καταστάσεις των εταιρειών. Υπάρχει περαιτέρω η δήλωση των Εναγόμενων 1 και 3 μέσω των ενστάσεων ότι παρά τις αλλαγές παραμένουν τελικοί δικαιούχοι της περιουσίας.

 

Με αυτά τα δεδομένα δεν διακρίνω άμεσο κίνδυνο να μείνει ανικανοποίητη τυχόν απόφαση στην αγωγή. Είναι γεγονός ότι κάποια περιουσιακά στοιχεία μεταφέρθηκαν σε νομικές οντότητες εκτός της Κύπρου. Όμως ανέκαθεν ο όμιλος δραστηριοποιείτο διεθνώς, τα κύρια περιουσιακά στοιχεία βρίσκονταν εκτός Κύπρου και κάποιες από τις μητρικές εταιρείες (holding companies) ήταν ανέκαθεν ξένες εταιρείες. Συνεπώς επρόκειτο για όμιλο με διεθνή παρουσία και αυτό συνεχίζει.

 

Οι μεταβιβάσεις, που τονίζω έχουν ήδη συντελεστεί, ίσως καταστήσουν πιο πολύπλοκη την προσπάθεια εκτέλεσης τυχόν απόφασης. Όμως – με τα στοιχεία που έχω σήμερα ενώπιον μου – δεν διακρίνω να την καθιστούν αδύνατη.

 

Συνεπώς, στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων, δεν έχει ικανοποιηθεί ότι πληρείται η 3η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60.

 

Προσθέτω και τα εξής. Με το αιτούμενο διάταγμα της παραγράφου Γ της αίτησης ο Ενάγων ζητά παγκόσμιο διάταγμα παγοποίησης περιουσίας των Εναγόμενων, τύπου worldwide Mareva injunction. Αναφορικά με τέτοια διατάγματα, μέσω των οποίων επιδιώκεται στη βάση του άρθρου 32 (έξω από τα όρια του άρθρου 4 του Κεφ. 6) η παγοποίηση ανά το παγκόσμιο περιουσιακών στοιχείων που δεν αποτελούν αντικείμενο της αγωγής, η εξουσία του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται με φειδώ[3].

 

Στην Marketrends (Capital Market) Ltd v. Γεωργίου (2002) 1(Γ) ΑΑΔ 1759, εξηγήθηκε ότι η συγκεκριμένη εξουσία:

 

«δεν δικαιολογείται παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ήτοι σε εκείνες όπου καταδεικνύεται ότι ισχυρή αιτία αγωγής θα παρέμενε χωρίς αντίκρισμα λόγω άμεσου, απτού κινδύνου απομάκρυνσης περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό, προς παρεμπόδιση ικανοποίησης της αναμενόμενης απόφασης στην αγωγή».

 

Στην ίδια υπόθεση τονίστηκε ότι διατάγματα τύπου Mareva δεν πρέπει να δίδονται ως:

 

«μέτρο γενικής εξασφάλισης του Ενάγοντα που βρίσκεται αντιμέτωπος με τη μη πληρωμή χρέους».

 

Εδώ, από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την Αίτηση, διαφαίνεται ότι βασική επιδίωξη του Ενάγοντα είναι να αποκτήσει μέσω του διατάγματος μια «γενική εξασφάλιση» επί περιουσίας των Εναγόμενων ώστε σε περίπτωση έκδοσης απόφασης υπέρ του στην αγωγή να μπορεί να την εκτελέσει εναντίον εκείνης της περιουσίας. .

 

Πρέπει να πω ότι δεν διακρίνω στοιχεία που ικανοποιούν τις προϋποθέσεις για έκδοση παγκόσμιου παγοποιητικού διατάγματος, όπως αναπτύχθηκαν στη νομολογία[4]. Η πιο πρόσφατη Αγγλική νομολογία για διατάγματα αυτού του είδους, τονίζει ότι δεν αρκεί να υπάρχει υποψία, φόβος ή πιθανολόγηση αποξένωσης περιουσίας. Πρέπει ο αιτητής να παρουσιάσει στοιχεία που να είναι εξαιρετικής σοβαρότητας. Τέτοια στοιχεία μπορεί να περιλαμβάνουν την ύπαρξη πολύπλοκων οικονομικών συναλλαγών και δομών, ιστορικό αποδεδειγμένης κακής πίστης και εσκεμμένης αποφυγής πληρωμής εξ αποφάσεως χρέους ή απροθυμία να δοθούν στοιχεία σε σχέση με υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία. Οι πρόσφατη προσέγγιση συνοψίζεται με βοηθητικό τρόπο στην Canada Inc v Sovereign Finance Holdigns Limited and others [2024] EWHC 2170 (Comm).

 

Στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων, θεωρώ ότι στην παρούσα περίπτωση δεν επιτρέπεται η έκδοση διατάγματος παγοποίησης της περιουσίας των Εναγόμενων ανά το παγκόσμιο.

 

Για τα αιτούμενα διατάγματα των παραγράφων Ε (μη καταστροφή εγγράφων) και Ι (μη λήψη ψηφίσματος προς εκκαθάριση Κυπριακής εταιρείας του ομίλου), δεν έχω συγκεκριμένα στοιχεία ότι επίκεινται τέτοιες ενέργειες. Δεν συγκεκριμενοποιούνται τα έγγραφα/στοιχεία που μπορεί να καταστραφούν από τους Εναγόμενους, ο τρόπος που αυτό ενδέχεται να επηρεάσει τη δυνατότητα εκτέλεσης απόφασης – ποια δηλαδή στοιχεία είναι απαραίτητο να διατηρηθούν και γιατί. Συνεπώς, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η έκδοση αυτών των διαταγμάτων είναι αναγκαία στο παρόν στάδιο

 

Προχωρώ στα διατάγματα των παραγράφων Ζ και Η της Αίτησης. Αυτά δεν αφορούν τους Εναγόμενους αλλά τραπεζικά ιδρύματα.

 

Με το αιτούμενο διάταγμα της παραγράφου Ζ, ο Ενάγων ζητά να διαταχθούν τραπεζικά ιδρύματα να αποκαλύψουν διάφορες πληροφορίες. Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal/Bankers Trust απορρέει από δικαιοδοσία που προσδίδει το δίκαιο της επιείκειας (equitable jurisdiction). Η δυνατότητα των Κυπριακών Δικαστηρίων, ως Δικαστήρια επιείκειας να εκδίδουν διατάγματα τέτοιου τύπου έχει αναγνωριστεί στην κυπριακή νομολογία[5]. Οι προϋποθέσεις για την άσκηση αυτής της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου έχουν συνοψιστεί στην Αγγλική απόφαση Mitsui & Co Ltd v Nexen Petroleum UK Ltd [2005] EWHC 625 (Ch) όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«The three conditions to be satisfied for the court to exercise the power to order Norwich Pharmacal relief are:

 

i) a wrong must have been carried out, or arguably carried out by an ultimate wrongdoer;

 

ii) there must be the need for an order to enable action to be brought against the ultimate wrongdoer; and

 

iii) the person against whom the order is sought must (a) be mixed up in so as to have facilitated the wrongdoing; and (b) be able or likely to provide the information necessary to enable the ultimate wrongdoer to be sued».

 

Στην Collier v Bennett [2020] EWHC 1884, ο Saini J προσθέτει και μια 4η προϋπόθεση. Όπως εξηγεί, η αποκάλυψη από τον καθ’ ου η αίτηση πρέπει να είναι κατάλληλο και αναλογικό διάβημα με γνώμονα τα δεδομένα της εκάστοτε υπόθεσης και έχοντας κατά νου την εξαιρετική αλλά ευέλικτη φύση της δικαιοδοσίας αυτής. Η προσθήκη αυτή επιβεβαιώθηκε από το Privy Council στην πολύ πρόσφατη Stanfrod Asset Holdings Ltd v Afrasia Bank Ltd (Mauritius) [2023] UKPC 35.

 

Στην παρούσα περίπτωση θεωρώ ότι δεν πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, δεν υπάρχουν στοιχεία για ευρύτερη αδικοπραξία στην οποία να εμπλέκονται τα τραπεζικά ιδρύματα και δεν είναι αναγκαία η έκδοση των διαταγμάτων για να εναχθεί ο τελικός αδικοπραγούντας.

 

Αυτό που φαίνεται είναι ότι ο Ενάγων, μέσω αυτών των διαταγμάτων επιθυμεί να αλιεύσει πληροφορίες (fishing) κάτι που, ξεκάθαρα, είναι εκτός του πεδίου διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal. Συνεπώς, τα αιτούμενα διατάγματα της παραγράφου Ζ αλλά και της παραγράφου Η (που είναι παρεπόμενα) δεν μπορούν να εκδοθούν.

 

Το ίδιο ισχύει και για το αιτούμενο διάταγμα της παραγράφου Θ που στρέφεται εναντίον του Εφόρου Εταιρειών. Φαίνεται να ζητείται σε μια προσπάθεια να προβλεφθούν πιθανές ενέργειες των Εναγόμενων και να ανακοπούν. Όμως, θεωρώ ότι αυτή η επιδίωξη είναι εκτός του πλαισίου παροχής ενδιάμεσης θεραπείας. Παράλληλα, η αλλαγή στη μετοχική δομή εταιρειών δεν συντελείται στο μητρώο του Εφόρου. Η μεταβίβαση μετοχών είναι αποτέλεσμα εσωτερικής εταιρικής διεργασίας και συντελείται με την ενημέρωση του μητρώου μελών. Ακολούθως ενημερώνεται ο Έφορος Εταιρειών. Συνεπώς, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι είναι αναγκαίο να εκδοθεί εκείνο το διάταγμα.

 

Καταληκτικά, για τους λόγους που εξήγησα, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και η Αίτηση απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τα έξοδα, ενόψει του αποτελέσματος, επιδικάζονται εναντίον του Ενάγοντα/Αιτητή και υπέρ των Εναγόμενων 1 και 3/Καθ’ ων η Αίτηση, όπως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν.

 

 

 

(Υπ.) ……………………………………….…………..

Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Οδυσσέως (ανωτέρω)

[2] Fellowes v Fisher [1975]2 All E.R. 829

[3] Laxiflora (ανωτέρω)

[4] Mareva Compania Naviera SA v International Bulkcarriers SA

[5] Avila Management Services κ.α. ν Frantisek Stepanek κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 1403


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο